Ελληνικός Παρατηρητής τής Σκοπιάς Φραγμός στην εκμετάλλευση της απειρίας των άλλων |
Η ισότητα με τον Θεό και ο "αρπαγμός". Μέρος 1ο * Εδάφια που χρησιμοποιούν οι Μονοφυσίτες για τον άνθρωπο Χριστό
Μέρος 2ο «Ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ» (Φιλιπ. β/2: 6) Τού Γεωργίου Τσιμπιρίδη |
Στο πρώτο μέρος αυτής της
μελέτης, είδαμε αρκετά σημεία για την ορθή κατανόηση τού χωρίου
αυτού, και για τη δόλια διαστρέβλωσή του, από την αίρεση τής Σκοπιάς.
Στο παρόν δεύτερο μέρος, θα δούμε μερικές ακόμα συντακτικές
παρατηρήσεις, που εκθέτουν ακόμα περισσότερο την εκούσια παραποίηση τής
Αγίας Γραφής από τους Μάρτυρες τού Ιεχωβά.
Στις τρεις παρακάτω στήλες, μπορείτε να κάνετε μια σύγκριση τού χωρίου τής Αγίας Γραφής, όπως είναι στο αρχαίο κείμενο, όπως μεταφράζεται φυσικά και αβίαστα, και όπως το διαστρέφει η ΜΝΚ τής εταιρίας Σκοπιά, για να κάνετε τις συγκρίσεις σας. Φιλιππισίους 2/β: 6,7: |
||
Δική μας μετάφραση στην απλή γλώσσα | Αρχαίο Ελληνικό Κείμενο | Ελληνική ΜΝΚ τής Σκοπιάς |
6 ο οποίος αν και υπήρχε με μορφή Θεού, δεν θεώρησε αρπαγμό (=ευκαιρία προς ίδιον όφελος) το να είναι ίσα με τον Θεό, 7 αλλά άδειασε τον εαυτό του παίρνοντας μορφή δούλου, γινόμενος όμοιος με τους ανθρώπους. |
6 ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεω, 7 αλλ' εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος. |
6 ο οποίος, αν και υπήρχε με μορφή Θεού, δεν διανοήθηκε κάποια αρπαγή, δηλαδή το να είναι ίσος με τον Θεό. 7 Όχι! Αλλά άδειασε τον εαυτό του και πήρε μορφή δούλου και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους. |
Ακολουθούν κάποιες συντακτικές παρατηρήσεις επί τού ανωτέρω χωρίου τής Γραφής: 1ον) Το ‘ηγέομαι–ούμαι’ όταν συντάσσεται με γενική σημαίνει ‘προηγούμαι τινός’, ‘προπορεύομαι τινός’, ‘οδηγώ’, ‘κυβερνώ’ ‘άρχω τινός’ δηλαδή ‘είμαι αρχηγός’ π.χ. ‘ηγείτο τής συμμαχίας’. Λέξη όμως εις πτώση γενική δεν υπάρχει εις το ανωτέρω χωρίο, άρα αποκλείονται οι ανωτέρω αποδόσεις. 2ον) Όταν συντάσσεται με δοτική, ‘ηγούμαι τινί’, σημαίνει ‘δείχνω σε κάποιον τον δρόμο’ ή με δοτική και εμπρόθετο προσδιορισμό ή απλώς με εμπρόθετο προσδιορισμό (εν τίνι) σημαίνει ‘διευθύνω’, ‘οδηγώ’, ‘είμαι πρώτος σε κάτι’. 3ον) Όταν συντάσσεται μετά ειδικού απαρεμφάτου τότε αποδίδεται ως ‘νομίζω’, ‘φρονώ ότι’. 4ον) Αφήσαμε για το τέλος την σημαντικότερη σύνταξη τού εν λόγω ρήματος, διότι είναι τελικά αυτή που μάς αφορά ως προς το συγκεκριμένο χωρίο. Το ‘ηγέομαι–ούμαι’ συντάσσεται και μετά διπλής αιτιατικής, με δύο δηλαδή αιτιατικές εκ τών οποίων η μία είναι κατηγορούμενο και η φράσις αποδίδεται ως ‘θεωρώ κάποιον κάτι’ ή ‘εκλαμβάνω τι ως τι’! Εις τις περισσότερες όμως τών περιπτώσεων που συντάσσεται μετά διπλής αιτιατικής, εκ τών οποίων η μία είναι κατηγορούμενο, το ‘ηγέομαι–ούμαι’ σημαίνει ‘φρονώ’, ‘νομίζω’, ‘θεωρώ’ ‘πιστεύω’, ‘στοχάζομαι’, ‘λογαριάζω’, ‘υποθέτω’. Ακολουθούν χαρακτηριστικά παραδείγματα που αποδεικνύουν τού λόγου το αληθές: ‘ηγούμαι τινά αγαθόν’ = ‘θεωρώ κάποιον άλλον καλόν’. ‘ηγούμαι τινά βασιλέα’ = ‘νομίζω ή θεωρώ κάποιον ως βασιλέα’ (Ηenry Liddell – Robert Scott, Μέγα Λεξικόν τής Ελληνικής Γλώσσης τόμ.ΙΙ, σελ.431). ‘ουκ αισχρόν ηγεί τα ψευδή λέγειν;’ = ‘δεν θεωρείς αισχρόν να λες τα ψεύδη;’ (Σοφοκλέους Φιλοκτήτης, 108), ‘την μεγίστην δαίμονα ήγηνται είναι’ = ‘πιστεύουν ή θεωρούν ότι είναι η σημαντικοτέρα θεά’ (Ηροδότου, 2, 40), ‘φίλον γαρ σε ηγούμαι’ = ‘σε θεωρώ ή σε λογαριάζω φίλο μου’ (Πλάτωνος Γοργία, 473), ‘τούτους μόνους θεούς ηγήσθαι’ = ‘να πιστεύουν ή να θεωρούν τούτους ως τούς μόνους θεούς (Πλάτωνος Κρατήλος 397). (Γουλιέλμου Πάπε Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, Αθήναι, 1883, σελ.1482). Η Σκοπιά τώρα, αποδίδοντας το χωρίο ως ‘δεν διανοήθηκε κάποια αρπαγή’, θέτει το ‘αρπαγμόν’ ως αντικείμενο τού ‘ηγέομαι–ούμαι’! Εάν, εν τοιαύτη περιπτώσει, αντικείμενο τού ‘ηγήσατο’ ήτο το ‘αρπαγμόν’, τότε η φράσις ‘ουχ ηγήσατο αρπαγμόν’ θα εσήμαινε ‘δεν διηύθυνε την αρπαγή’ ή ‘δεν οδήγησε την αρπαγή’ (!) ή αλλιώς ‘δεν επιστεύσε εις την αρπαγή’ κατά το ‘Θεούς ηγούμαι’ = ‘πιστεύω εις τούς θεούς’ (Ευριπίδου Εκάβη: 799, Ικέτιδες: 731, Βάκχαι: 1327), πράγμα ακατανόητο κι ανυπόστατο. Απόδοση βεβαίως που δεν εξυπηρετεί διόλου τον ‘πιστό και φρόνιμο δούλο’. Γι’ αυτό δε τον λόγο, κατά την άποψή μας, η Σκοπιά προέβη εις διαστρέβλωση τού νοήματος τού ρήματος ‘ηγέομαι–ούμαι’ και το απέδωσε δια τού εσφαλμένου ‘διανοούμαι’, για να δύναται να ελιχθεί ευκολότερα εις το χωρίο και να υπερκεράσει τον ‘σκόπελο’ τού συντακτικού κι εν γένει τής Ελληνικής Γλώσσης. Κι αυτό διότι το ‘διανοούμαι τι’, μετ’ Αιτιατικής δηλαδή, είναι ‘λουκούμι’ για την Σκοπιά, εφόσον σημαίνει ‘έχω εις τον νου μου τι’. Πληροφοριακά δε να αναφέρουμε εδώ και τούς υπολοίπους τρόπους με τούς οποίους συντάσσεται το εν λόγω ρήμα. Έτσι λοιπόν το ‘διανοούμαι’ μετά τελικού απαρεμφάτου σημαίνει ‘έχω σκοπό’, ‘μελετώ’ και μετά ειδικού απαρεμφάτου σημαίνει ‘υποθέτω ότι’. Ερμηνεύοντας λοιπόν η Σκοπιά, λέγει ότι ο Υιός, δεν είχε εις τον νου του την αρπαγή ή κάποια αρπαγή! Ποιώντας λοιπόν την πρώτη διαστρέβλωση, το κείμενο αρχίζει σιγά – σιγά να έρχεται εις τα δογματικά της μέτρα! Εις την συνέχεια όμως υπάρχει άλλη δυσκολία. Πώς θα συνδεθεί το νόημα, ότι ο Χριστός δεν είχε εις τον νου του κάποια αρπαγή με την φράση: ‘το είναι ίσα Θεώ’; Μα φυσικά προσθέτοντας μία ακόμη επιπλέον λέξη που δεν υπάρχει εις κανέναν Μεγαλογράμματο ή Μικρογράμματο Κώδικα! Η Σκοπιά, βλέπετε αγαπητοί αναγνώστες, έχει αναγάγει εις επιστήμη την διαστροφή και διαστρέβλωση τών Αγίων Γραφών, οπότε δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να εισαγάγει εις το κείμενο μίαν ακόμη επιπλέον λέξη, προκειμένου να το προσαρμόσει να λέει αυτό που επιθυμεί ΑΥΤΗ, κι όχι αυτό που επιθυμεί ο Απόστολος Παύλος! Προσθέτοντας λοιπόν την λέξη ‘δηλαδή’, γίνεται ομαλά πλέον η σύνδεση τών δύο νοημάτων, κι έτσι η φράσις ‘το είναι ίσα Θεώ’, από αντικείμενο εις το ‘ηγήσατο’ μετατρέπεται πλέον εις επεξήγηση τού ‘ουχ αρπαγμόν ηγήσατο’!!! Η διαστροφή δηλαδή και αλλοίωση τού νοήματος τών Ιερών Γραφών, από τον κατεξοχήν ψευδοπροφήτη τής γενεάς μας και ψευδοεκπρόσωπο τού Ιεχωβά (Σκοπιά 01.06.1973, σελ.342), εις όλον της το μεγαλείο!
Συμπέρασμα 1ον) Με βάση λοιπόν όλες τις ανωτέρω απαραίτητες συντακτικές παρατηρήσεις, η ΜΟΝΗ πιθανή σύνταξη τού ανωτέρω χωρίου είναι η εξής: ‘ουχ ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ αρπαγμόν’ δηλαδή ‘δεν εθεώρησε, ενόμισε, εφρόνησε, το είναι ίσα Θεώ (την ισοθεΐα δηλαδή) ως αρπαγμόν! Όπου η λέξις ‘αρπαγμόν’ είναι η μία από τις δύο αιτιατικές (η άλλη είναι ‘το είναι ίσα Θεώ’) και είναι κατηγορούμενο εις το ‘ηγήσατο’. Η έννοια δηλαδή τού χωρίου δεν είναι αυτή που θέλει να περάσει η Σκοπιά, ότι δηλαδή ο Υιός δεν εσκέφθηκε να αρπάξει κάτι που δεν είχε, δηλαδή την ισοθεΐα, αλλά δεν εθεώρησε την (ΗΔΗ) ισοθεΐα που είχε ως αποτέλεσμα αρπαγμού, δηλαδή κλοπιμαία, αλλά την είχε φύσει! Αυτήν την έννοια βλέπουμε σαφέστατα να εκφράζει και ο Φωστήρ τής Εκκλησίας μας, Μέγας Αθανάσιος εις τον διάλογό του με τον Ανόμοιο Αρειανιστή: «Ότι ουχ ήρπασεν, αλλ’ έχει τη φύσει· και έχων τούτο, «εαυτόν εκένωσε, μορφή δούλου λαβών». Ποίος γαρ ην έπαινος το μη έχοντι τω ίσον, και μη αρπάζοντι; Ει γαρ τούτο έπαινος, επαινεθήσεται ομοίως και ο ουρανός, και ο Γαβριήλ, και ο Ραφαήλ, και έκαστος τών αγγέλων, και έκαστος τών αρχαγγέλων, ότι μη ήρπασαν το είναι ίσα Θεώ» (Μεγ. Αθανασίου, Διάλογος περί τής Τριάδος, Patrologia Graeca, τόμ. 28, σελ.1156). Κι επειδή η ΜΟΝΗ δυνατή συντακτική σύνδεση είναι η ανωτέρω, και η οποία ‘δυστυχώς’ δεν εξυπηρετεί καθόλου την Εταιρία Σκοπιά, όσον αφορά το νόημα που εξάγεται εν σχέσει προς το νόημα που θέλει να περάσει εις τούς αναγνώστες της, ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ πρέπει να εισαγάγει επιπλέον λέξεις προκειμένου να ‘σπάσει’, να ‘διαρρήξει’ την ανωτέρω σύνταξη για να μεταφέρει – διαμορφώσει και το νόημα τού χωρίου εις τα δογματικά της μέτρα! Ας ‘απολαύσουμε’ λοιπόν την απόδοση που έκανε εις το επίμαχο χωρίο: «ο οποίος, αν και υπήρχε με μορφή Θεού, δεν διανοήθηκε κάποια αρπαγή, δηλαδή το να είναι ίσος με τον Θεό. 7. Όχι! Αλλά άδειασε τον εαυτό του και πήρε μορφή δούλου και έγινε όμοιος με τούς ανθρώπους» (ΦΙΛΙΠ. Β:6-7, Ελληνική Μετάφρασις Νέου Κόσμου, Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας ‘Σκοπιά’, έκδ.1997). 2ον) Μετέφρασε το ‘ηγέομαι – ούμαι’ ως ‘διανοούμαι’, κάτι που δεν τόλμησε να κάνει εις ΚΑΝΕΝΑ ΑΛΛΟ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ εις το οποίο αναφέρεται το συγκεκριμένο ρήμα (δες ΠΡΑΞ. ΚΣΤ:2, Β΄ ΚΟΡ.Θ:5, ΦΙΛΙΠ. Β:3, 25, Γ:7, 8, Α΄ ΘΕΣ. Ε:13, Β΄ ΘΕΣ. Γ:15, Α΄ ΤΙΜ. Α:12, ΣΤ:1, ΕΒΡ. Ι:29, ΙΑ:11, 26, ΙΑΚ. Α:2, Β΄ ΠΕΤΡ. Α:13, Β:13, Γ:9). Γιατί άραγε ΜΟΝΟΝ ΕΙΣ ΑΥΤΟ το χωρίο προέβη εις την συγκεκριμένη αλλοίωση και όχι και σε κάποιο άλλο από τα προαναφερόμενα που απαντά το αυτό ρήμα; Διότι απλούστατα, όλα τα υπόλοιπα χωρία δεν άπτονται τής Θεότητος τού Υιού και δεν εξαίρεται η υψίστη φύσις Αυτού, όπως την εξαίρει ο Απόστολος εις την συγκεκριμένη ενότητα – ύμνος ΦΙΛΙΠ. Β:4-11.
Επίλογος Ο Απόστολος εδώ ζητάει, να μην σκέφτεται έκαστος τον εαυτό του, το ατομικό συμφέρον και τις προσωπικές του απολαύσεις, αλλά να σκέφτεται και τούς άλλους. Να μην έχει δηλαδή φρόνημα ιδιοτελές, αλλά φρόνημα θυσίας υπέρ τών άλλων. Να έχει δηλαδή, συμφώνως προς τον στίχ.5, το φρόνημα τού Ιησού Χριστού. Το φρόνημα (‘φρονείσθω’) τού Ιησού Χριστού, το αυτό κατ’ ουσίαν προς το ‘μη σκοπείν τα εαυτού’ (στίχ.4), εκφράζεται δια τής αναφορικής προσδιοριστικής εκφράσεως ‘ος ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ’. Το ‘φρονείν’, το ‘σκοπείν’ και το ‘ηγείσθαι’ είναι εδώ συγγενή κατ’ έννοιαν και παράλληλα. Ο Ιησούς Χριστός, αν και ήτο Θεός και μπρούσε να απολαμβάνει τα μεγαλεία τής Θεότητός Του, αλλιώς εφρόνησε, αλλιώς εσκέψατο, αλλιώς ‘ηγήσατο’. Δεν ενόμισε την ισοθεΐα Του ευκαιρίαν απολαύσεως, όπως ακριβώς ερμηνεύεται η δυσνόητος λέξη ‘αρπαγμός’, αλλά δεν είναι τής παρούσης να επεκταθούμε επ’ αυτού. Το φρόνημα εδώ τού Ιησού Χριστού περιλαμβάνει την έννοια τής ανιδιοτέλειας και τής θυσίας υπέρ τών άλλων, όχι την έννοια τής ταπεινώσεως, όπως κακώς νομίζεται, αν και βεβαίως αυτό το φρόνημα οδήγησε εις ταπείνωση. Επίσης η φράση ‘μορφήν δούλου’ αποδεικνύει την Θεότητα τού Χριστού κατά δύο τρόπους: Πρώτον, διότι αντιτίθεται προς το ‘εν μορφή Θεού’. Όπως δε το ‘μορφήν δούλου’ σημαίνει, ότι ο Χριστός έγινε πραγματικός δούλος, πραγματικός άνθρωπος, έτσι και το ‘εν μορφή Θεού’ σημαίνει, ότι ήτο πραγματικός Θεός, είχε ‘το είναι ίσα Θεώ’ κατά την άλλη έκφραση τού εδαφίου, είχε δηλαδή την ισοθεΐα. Δεύτερον, το ‘μορφήν δούλου’ σημαίνει, ότι ο Χριστός, πριν να γίνει δούλος, ήτο Κύριος. Με άλλες λέξεις, πριν να γίνει κτίσμα, άνθρωπος, ήτο άκτιστος και κυρίαρχος τών κτισμάτων. Άρα ήτο αληθινός Θεός. Για ακόμη μία φορά λέμε, ότι με το να γίνει άνθρωπος δεν έπαυσε να είναι ό,τι ήτο, Θεός και Κύριος, διότι ο «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τούς αιώνας» (ΕΒΡ. ΙΓ:8). Πολύ ωραία ερμηνεία ως προς το ‘μορφή Θεού’ και ‘μορφή δούλου’ έχει διατυπώσει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Εξ ων εύδηλον, ως η τού Θεού μορφή, μένουσα ό ην, έλαβε την δούλου μορφήν· μορφήν δε καλεί ου το φαινόμενον μόνον τού ανθρώπου, αλλά πάσαν την ανθρώπου φύσιν· ώσπερ γαρ η τού Θεού μορφή, τού Θεού την ουσία σημαίνει, ανείδεον γαρ το θείον και ασχημάτιστον, και ουδείς αν είπη μη παραπαίων, μορφήν έχειν, και μελών διαίρεσιν, τον ασώματον και ασύνθετον, ούτως η τού δούλου μορφή, ου το ορώμενον τούτο μόνον, αλλά πάσαν τού ανθρώπου δηλεί την ουσίαν» (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί τής τού Κυρίου ενανθρωπίσεως, Patrologia Graeca, τόμ.75, σελ.1425,1428).
Ο όρος «μορφή» σε πολλά αρχαία ελληνικά κείμενα και ιδιαίτερα φιλοσοφικά κι ακόμη περισσότερο σε κείμενα των ελληνιστικών χρόνων δηλώνει το μόνιμο και διαρκές στοιχείο, την εσώτατη και βαθύτατη ουσία σ' αντίθεση με την εξωτερική όψη, γιατί στη μορφή αποτυπώνεται και εκδηλώνεται η ουσία (Βλ. Αριστοτέλη, Μετά τα Φυσικά 1042a, 28. 1077a,36 Περί ψυχής 414a,9). Έτσι π.χ. στον Πλάτωνα ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον αναλλοίωτο χαρακτήρα του Θεού (Πολιτεία Β 381c «μένει αεί απλώς εν τη αυτού μορφή»). Για τον Φίλωνα ο άρρητος κατά την «μορφήν» (δηλ. την ουσία) Θεός παρουσιάζεται σε μας με τα έργα του (Πρεσβεία προς Γάϊον 110-πρβλ Ιωσήπου, κατά Απίωνος,2,190). Στη μορφή λοιπόν κρύπτεται το βαθύτερο και απρόσιτο είναι, ο τρόπος της αληθινής υπάρξεως. Με άλλα λόγια, για να έλθουμε στον ερμηνευόμενο στίχο, το να λέγει κανείς για τον Ιησού Χριστό ότι υπάρχει «εν μορφή Θεού» ισοδυναμεί με το να δέχεται ότι είναι Θεός. Γι' αυτό και ομόφωνα η πατερική παράδοση στη φράση «εν μορφή Θεού υπάρχων» αναγνωρίζει τη Θεία Φύση του προϋπάρχοντος Χριστού και θεωρεί τη φράση αυτή του στίχου μας, παράλληλη προς τη διατύπωση του Ιω 1,1Q «και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». «Η μορφή του Θεού, Θεού φύσις» σημειώνει επιγραμματικά ο Χρυσόστομος. Και ο μέγας Βασίλειος: «Εγώ γαρ το, εν μορφή Θεού υπάρχων, ίσον δύνασθαι τω, εν ουσία Θεού υπάρχειν, φημί» (Ανατρεπτικός του απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου,1,18). Και ο Γρηγόριος Νύσσης, φιλοσοφικά στοχαζόμενος: «Η δε μορφή του Θεού ταυτόν τη ουσία πάντως έστι... και ο ειπών αυτόν εν μορφή Θεού είναι την ουσίαν δια της μορφής ανεδείξετο» (Προς Ευνόμιον αντιρρητικοί λόγοι 4). (Ιωάν. Δ. Καραβιδόπουλος, ερμηνεία στις επιστολές Παύλου προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς,Φιλήμονα.) |
Δημιουργία αρχείου: 20-8-2011.
Τελευταία μορφοποίηση: 5-5-2022.