Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Θρησκείες |
Η αρρώστια της θρησκείας // Θρησκεία, Εκκλησία και Θρησκευτικό συναίσθημα
Η Θρησκεία, η Εκκλησία και
το μάθημα των Θρησκευτικών Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου |
Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Η θρησκεία είναι πανανθρώπινο διαχρονικό φαινόμενο και εγγενής πρωταρχική ροπή στον άνθρωπο ώστε να επικοινωνήσει με το Θεό και να βρει την αληθινή χαρά και τη λύτρωση. Ο προφητάναξ Δαυίδ γράφει παραστατικά: «Όσο έντονα ποθεί το ελάφι τις πηγές των υδάτων, τόσο πολύ σε ποθεί η ψυχή μου, Θεέ μου» (Ψλμ. 41,2). Για την καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου μάς πληροφορούν δύο πολυταξιδεμένες μεγάλες προσωπικότητες του αρχαίου κόσμου, ο ρήτορας Κικέρωνας και ο ιστορικοφιλόσοφος Πλούταρχος (50-125 μ.Χ.). Ο τελευταίος μάλιστα γράφει ότι ταξίδεψε σε πολλές πόλεις και διαπίστωσε ότι είχαν αρκετές ελλείψεις. Καμία όμως πόλη δεν βρήκε που εστερείτο ιερών, μαντείων και θυσιών (Διάλογος ‘Προς Κολώτην’ 31, 1125). Κορυφαίοι λαογράφοι και εθνολόγοι βεβαιώνουν ότι η πρώτη θρησκεία υπήρξε ο μονοθεϊσμός, ενώ μετά ξέπεσε ο άνθρωπος στον πολυθεϊσμό (λ.χ. ο Σκώτος Άντριου Λανγκ και ο Γερμανός Βίλχελμ Σμιτ), στη λατρεία αγαλμάτων, ζώων και ειδώλων, τα οποία και λάτρεψαν «αντί», όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, «να σέβονται και να λατρεύουν εκείνον που δημιούργησε όλα τα κτίσματα» (Ρωμαίους 1,22-23/25). Ιεραπόστολοι ακόμη, εθνολόγοι και περιηγητές, που γύρισαν τον κόσμο, αναφέρουν την πίστη σε ένα υπέρτατο Θεό, όπως π.χ. στην Αφρική και στον προΟμηρικό μεσογειακό χώρο. Ο αείμνηστος λ.χ. Λεωνίδας Φιλιππίδης έγραψε ότι η θρησκεία πρέπει να θεωρείται «ισήλιξ της ανθρωπότητος» (Ιστορία Εποχής Κ.Δ., Αθ. 1958), ότι υπάρχει δηλαδή από την εμφάνιση του ανθρώπου και δεν είναι μεταγενέστερο φαινόμενο. Ο σπουδαίος μάλιστα παιδαγωγός, ψυχολόγος και φιλόσοφος Εδουάρδος Σπράνγκερ (1882-1969) υποστήριξε τις έξι εγγενείς αξιολογικές ροπές της ψυχής του ανθρώπου, που είναι η θρησκευτικότητα, ηθικότητα, κοινωνικότητα, επιστημοσύνη, καλλιτεχνία και οικονομικότητα.
Ενώ όμως η εγγενής θρησκευτικότητα δόθηκε εξαρχής στον άνθρωπο για να συναντηθεί και ενωθεί με τη Χάρη του Τριαδικού Θεού, καθ’ οδόν, αρχής γενομένης από την ονομαζόμενη Πτώση των Πρωτοπλάστων –και εξαιτίας αυτής- η υγιής πνευματικότητα διεφθάρη και η ανθρωπότητα ξέπεσε στη λατρεία υποκατάστατων του Θεού, όπως ήταν (και είναι) η ΛΑΤΡΕΙΑ: ειδώλων, αστέρων, παραφυσικών δυνάμεων, ατελών θεοτήτων γεμάτων με πάθη (π.χ. αρχαιοελληνικοί θεοί), χρήματος, δόξας, σάρκας, επιστήμης κ.λπ., ή κατέφευγαν οι άνθρωποι (καταφεύγουν δυστυχώς πολλοί και στην εποχή μας) σε προ Χριστού ακμάσαντα παραθρησκευτικά μορφώματα, όπως είναι η μαγεία, ο πνευματισμός, ο αποκρυφισμός με τα οργανωμένα σήμερα παρακλάδια του, η εσωτερική αστρολογία κ.α. Ακόμη δε και η υστερία με τους εξωγήινους, που κατά διαστήματα επαναφέρονται στο προσκήνιο των ειδήσεων, εκεί έχει την πηγή και αιτία της. Έτσι, η πορεία του θρησκευτικού γενικά φαινομένου πέρασε πολλές φορές: (α) μέσα από το ΦΟΒΟ μπροστά στο άγνωστο και τη λατρεία των φυσικών φαινομένων ή τις θυσίες ζώων και ανθρώπων στους υποτιθέμενους θεούς και (β) μέσα από την ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ της λογικής και ψυχρής πίστης στο πρώτο κινούν ακίνητο -που λογικά πρέπει να είναι οντότητα ακίνητη, αθάνατη, πάνσοφη κ.λπ. για να είναι θεός ή θεοί. Στον Χριστιανισμό αντίθετα, με πρώτη αρχή τον Ιουδαϊσμό και τα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, ο Θεός ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ο ίδιος ως Δημιουργός και ζωντανός Θεός των Πατέρων ημών (του Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, Μωυσή κ.α.), της άμεσης σχέσης, συνομιλίας και εμπιστοσύνης, ο οποίος ως Πατέρας επεμβαίνει με μια σειρά από δυναμικές ενέργειες και θαύματα μέσα στην ΙΣΤΟΡΙΑ (και όχι τη ΦΑΝΤΑΣΙΑ) για να σώσει το πλάσμα Του, τον παραστρατημένο άνθρωπο –και μάλιστα επεμβαίνει εξαρχής ο Θεός ως Ελευθερωτής των Εβραίων από την σκλαβιά των Αιγυπτίων- και πιάνοντάς τον από το χέρι τον οδήγησε, βήμα-βήμα, στην πλήρη φανέρωσή Του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του ΜΟΝΟΥ Θεού και Λυτρωτή των ανθρώπων.
Πώς ξέχασαν όμως οι άνθρωποι τον ένα Θεό και έπλασαν πολλές ελλιπείς μορφές του και κακέκτυπά του, αφού στην παραδείσια ζωή τους είχαν την άμεση –έστω και περιορισμένη- εμπειρία Του; Αυτό έγινε γιατί οι άνθρωποι οικειοθελώς έφυγαν μακριά από την αγαπητική παρουσία Του και ως εκ τούτου άρχισαν να ξεχνούν όχι μόνο τη μορφή Του, αλλά και τους καλούς του τρόπους. Όπως ένα μικρό παιδί συνέβαινε στο παρελθόν να ξεχάσει το πρόσωπο και τη ζεστή αγκαλιά του πατέρα του, όταν εκείνος παρέμενε πολλά χρόνια στην ξενιτειά, ή όπως οι φωτογραφίες ενός άλμπουμ ξεθωριάζουν από την υγρασία και μια βυζαντινή εικόνα φθείρεται από το χρόνο, τη σκόνη ή μια πυρκαγιά. Δια του τρόπου αυτού και της λησμοσύνης δημιουργήθηκαν ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ. Θρησκεία επομένως είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να πλάσει το Θεό όπως νομίζει εκείνος, με τη φαντασία του -λιγότερο ή περισσότερο εφευρετική δεν έχει σημασία- με τη διάνοιά του και την εκάστοτε συναισθηματική του κατάσταση. Είναι δηλαδή κίνηση ΕΚ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ, και όχι αποκάλυψη του ιδίου του Θεού στην ιστορία, που λέγεται ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Γι’ αυτό και η κίνηση αυτή εκ του κόσμου, της φαντασίας και της περιορισμένης εμπειρίας, που προσπαθεί να ανακαλύψει ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ για να σχηματίσει απόψεις περί του ξεχασμένου Θεού –περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένες- οδήγησε και οδηγεί προς τις διάφορες μορφές θρησκευμάτων από τα πανάρχαια χρόνια και μέχρι την εποχή μας, όπου παρατηρείται το φαινόμενο να γεννιούνται καθημερινά και νέα θρησκευτικά μορφώματα. Η κίνηση αυτή εκ των κάτω προς τα άνω, όπως καταλαβαίνουμε περιέχει πολλά λάθη καί στη μέθοδο αλλά καί στη σύλληψη. Ενώ Χριστιανισμός και Εκκλησία σημαίνει αντίθετα ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, ΓΕΓΟΝΟΣ (Ενσάρκωση του Χριστού) και όχι μύθος, που στην πραγματικότητα είναι το ΤΕΛΟΣ ΚΑΘΕ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ και η γέννηση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ στον αποπροσανατολισμένο και εν συγχύσει ευρισκόμενο κόσμο. Καταχρηστικά αναφέρουμε επομένως τον Χριστιανισμό ως θρησκεία, αφού θρησκεία ουσιαστικά σημαίνει μια ιδεολογία, φαντασία κ.λπ.
Την πραγματική ανάγκη εύρεσης, επικοινωνίας με το Θεό και λύτρωσης των ανθρώπων κάλυψε ο ίδιος ο Υιός του Θεού, ο οποίος γεννήθηκε ως άνθρωπος, φανέρωσε γνήσια το Θεό Πατέρα και μας επανένωσε μαζί Του, μας αποκάλυψε το μυστήριο της Αγίας Τριάδος και την άπειρη αγάπη του Θεού: «Φανέρωσα και αποκάλυψα το όνομά σου στους ανθρώπους» (Ιω. 17,6). Και αυτή η αποκάλυψη συνεχίζεται, για να είναι ουσιαστική, μέσω των μυστηρίων, της υγιούς διδασκαλίας της Εκκλησίας, και της καθαρής καρδιάς -«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία….» (Ματθ. 5,8)- των υιοθετημένων παιδιών του Θεού. Η θεότητα του Ιησού και η αλήθεια που διδάσκει και ζει η Εκκλησία (ο λαός του Θεού) αποδεικνύεται από τα άφθαρτα λείψανα πολλών αγίων, που θαυματουργούν δια της χάριτος του Θεού και μυροβλύζουν, από την μαρτυρία των αποστόλων και πολλών άλλων μαθητών του Χριστού που έδωσαν το αίμα τους γι’ Αυτόν, καθώς και από το μεγάλο πλήθος χειρογράφων (ανέρχεται σε πολλές χιλιάδες) των βιβλίων της Καινής Διαθήκης (ορισμένα τμήματά τους απέχουν 20 μόλις χρόνια από το 4ο Ευαγγέλιο), τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους σε μερικές μόνο λεπτομέρειες.
Δια της Εκκλησίας λοιπόν, ο Θεός χτυπά συνεχώς την πόρτα της καρδιάς μας και επιθυμεί να δειπνήσει μαζί μας (όπως έγινε με τον Ζακχαίο), να κατοικήσει στα ενδότερα της ψυχής μας (οντολογική αλλοίωση) και όχι επιφανειακά να εκφραστεί επί της ηθικής και μόνο εξωτερικής μας ζωής, όπως συμβαίνει στα διάφορα θρησκεύματα. Εμείς όμως με τον λανθασμένο ατομιστικό τρόπο ζωής μας (το αντίθετο είναι η εκκλησιαστική ζωή) και τις παρεξηγημένες εικόνες ή διανοητικές αστοχίες περί Θεού που έχουμε –θρησκευτικές απόψεις- τον διώχνουμε μακριά μας. Διότι, και σύμφωνα με την ευαγγελική αλήθεια, ο Θεός δεν είναι ούτε ασπρομάλλης γέροντας, ούτε θεός μίσους, φόβου και εκδίκησης -«Ακούσαμε τη φωνή σου και φοβηθήκαμε» (Γέν. 2,8-10)- ούτε κατάσκοπος και αστυνόμος του ουρανού, ούτε μια ψυχρή ουράνια δύναμη. Είναι Θεός αγάπης και παρηγοριάς, πατέρας στοργικός και ευαίσθητος, που δεν σταματά να αφουγκράζεται τις ανάγκες μας. Είναι Θεός των περιθωριακών, των πασχόντων και των θυμάτων της ιστορίας. Δεν εκμεταλλεύεται τον πόνο μας, αν και πολλές φορές μάς νουθετεί παιδαγωγικά για να μην παρεκτραπούμε από το αιώνιο συμφέρον μας. Και ΔΕΝ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΑ, ΑΛΛΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΚΕΝΤΡΙΚΑ στον καθαρμένο από τα πάθη άνθρωπο, μέσα από την προσευχή, την ταπείνωση και την μετάνοια. Αυτό είναι κοινή εμπειρία και διδασκαλία των αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας.
Οι διαφορές ως εκ
τούτου μεταξύ φυσικών θρησκειών και εξ Αποκαλύψεως βίωσης και γνώσης του Θεού (Εκκλησίας)
είναι μεγάλες. Επιγραμματικά, οι ΦΥΣΙΚΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ (θρησκείες που βασίζονται
στους «αιώνιους» νόμους του κόσμου) εδράζονται στην φαντασία, αρέσκονται στις
θυσίες για να εξευμενίσουν τους θεούς, αντιμετωπίζουν ενίοτε το θεό σαν
αφηρημένη ουσία, πολλές δεν έχουν συγκεκριμένο ιδρυτή, οι ιδρυτές τους είναι
απλά διδάσκαλοι και μεταδίδουν ηθικές συμβουλές, τοποθετούν τους θεούς
κυριολεκτικά σε συγκεκριμένα σημεία ουρανού και γης, οι θεοί σ’ αυτές πολεμούν
και μισούνται μεταξύ τους ενώ έχουν και πολλά ελαττώματα, επιδεικνύουν οι πιστοί
σ’ αυτές μια απλή συμπάθεια προς τους γύρω τους, αντιμετωπίζουν τους
συνανθρώπους τους άνισα και δέχονται κατώτερες και ανώτερες τάξεις, πιστεύουν
μόνο σε αθανασία της ψυχής (και όχι σωμάτων) και ασπάζονται τη μετενσάρκωση. Ο
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ όμως ως ιστορική Αποκάλυψη του Θεού (αλλά και ο Ιουδαϊσμός ως προς
τις βασικές αρχικές αλήθειες της πίστεως) δέχεται αντί της φαντασίας την ιστορία,
αντί των θυσιών την πνευματική ένωση με το Θεό, αντί της αφηρημένης ουσίας
δέχεται τον Θεό ως πρόσωπο (και μάλιστα το όντως Πρόσωπο στο οποίο καλούμαστε
οντολογικά, αγιαστικά, να μοιάσουμε), ιδρυτή και διδάσκαλο έχει τον Θεάνθρωπο
Κύριο και όχι έναν απλό και «ψιλό» άνθρωπο, καλεί προς χαρισματική ένωση με τον
Υπερτέλειο Θεό και όχι μόνο σε ηθική ζωή, διδάσκει την Σάρκωση του Υιού του Θεού,
το Πάθος και την Ανάστασή Του και όχι την παρουσία κάποιου αναίσθητού θεού στο
υπερπέραν, κηρύττει την αγάπη στην πράξη και προς τους εχθρούς, την ισότητα των
ανθρώπων μεταξύ τους, την ψυχοσωματική αθανασία και όχι την διαιώνιση απλά των
ψυχών, την κρίση των ανθρώπων μετά θάνατον και όχι τα ταξίδια των ψυχών και την
επανενσάρκωσή τους. Δεν είναι επομένως ο Χριστιανισμός μια ακόμη θρησκεία, όπως
νομίζουν ορισμένοι, αλλά η μια και μοναδική Θρησκεία, ή διαφορετικά, το τέλος
των θρησκειών, αφού αυτές αντικαταστάθηκαν από την γνήσια και μοναδική αποκάλυψη
του Θεού δια Ιησού Χριστού. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ Δεδομένων των όσων προηγουμένως εκθέσαμε, το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία δεν μπορεί να μετονομαστεί και να περιέχει μόνο Θρησκειολογία, αφού, στην περίπτωση αυτή, οι ιθύνοντες θα αποδείξουν ότι δεν γνωρίζουν τι είναι ο Χριστιανισμός, αλλά και πως υπολείπονται σε ιστορικές γνώσεις, όσον αφορά τη σύνδεση και στενή συνεργασία Χριστιανισμού και Ελληνισμού στο χρόνο και την ιστορία. Αν και στην Β΄ Λυκείου διδάσκονται οι μαθητές και αρκετά θρησκεύματα, εν τούτοις η έμφαση στην ελληνική εκπαίδευση δίδεται στην Ορθόδοξη διδασκαλία, διότι άλλο θρησκεία και άλλο Εκκλησία και Χριστιανισμός όπως είδαμε, αλλά και γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι Ορθόδοξοι χριστιανοί. Είναι γνωστή εξάλλου η ιστορική και πολιτισμική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί, όπως δεν αγνοείται η διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας, αν και ανήκουμε στην Ευρώπη. Αν ρίξουν, κάποιοι που αντιδρούν, μια μικρή ματιά στο τι επικρατεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης θα διαπιστώσουν ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναπτύσσουν ομολογιακό μάθημα (ξεχωριστή διδασκαλία για παιδιά διαφορετικών ομολογιών), που καθορίζεται μάλιστα ως προς το περιεχόμενό του από την εκάστοτε ομολογία ( http://www.pi-schools.gr/content/index.php?lesson_id=2&ep=38 , Όλγας Γριζοπούλου, ‘Μερικές διευκρινήσεις για τα ομολογιακά Μαθήματα των Θρησκευτικών στις χώρες της Ε.Ε’). Δεν επικρατεί δηλαδή στις χώρες της Ευρώπης ένας θρησκειολογικός ‘αχταρμάς’, με μόνη εκμάθηση κατά τη διάρκεια του χρόνου όλων των θρησκειών που υπάρχουν, διότι αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μια πνευματική σύγχυση τους μαθητές και θα απορρίψουν, λόγω και της ηλικίας τους, ως ανούσιο το ίδιο το θρησκευτικό φαινόμενο. Σύμφωνα άλλωστε με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το κράτος δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει και να ρυθμίζει κατά πώς θέλει τη θρησκευτική συνείδηση των μαθητών, αλλά οι γονείς είναι εκείνοι που ορίζουν τι ο (ανήλικος) μαθητής θέλουν να διδάσκεται, σύμφωνα δηλαδή με τις δικές τους πεποιθήσεις (βλ. και Αναστασίου Μαρίνου: «Το Συμβούλιο της Ευρώπης, η διδασκαλία των Θρησκευτικών και η Δημοκρατία», εφημ. Εστία, φ. 31.10.2005 και 2.11.2005). Αυτό γίνεται απόλυτα σεβαστό στις ευρωπαϊκές χώρες, γι’ αυτό και αφήνουν τις επίσημες θρησκευτικές ομολογίες, στις οποίες οι μαθητές ανήκουν, να ρυθμίζουν και το περιεχόμενο του μαθήματος στα σχολεία, διότι αυτό σημαίνει πολιτισμός και συνεργασία για το καλό των μαθητών σε όλα τα επίπεδα.
Ακόμη, στην επικεφαλίδα του Συντάγματος γίνεται επίκληση "εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος", ενώ η "Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού" αναγνωρίζεται ως "επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα" (πάνω από 95% είναι Ορθόδοξοι) στο Άρθρο 3 του Συντάγματος. Στο Άρθρο 16 αναφέρεται πως η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και μεταξύ άλλων έχει σκοπό "την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων" (βλ. και el.wikipedia.org/wiki/άρθρο «Θρησκεία στην Ελλάδα»). Σ’ αυτό το άρθρο 16 του Συντάγματος εξάλλου οι Υπουργοί και Βουλευτές ορκίζονται, αν και ορισμένοι εξ’ αυτών δεν του δίνουν την πρέπουσα σημασία. Ο νόμος 1566/85 επίσης, ερμηνεύει τι σημαίνει στο Σύνταγμα «θρησκευτική συνείδηση» για τους μαθητές. Και εξειδικεύει ότι για την Ελλάδα πρόκειται για «τα γνήσια στοιχεία της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης» (κεφ. Α΄, άρθρο 1). Ο συνταγματικός νομοθέτης ήξερε φυσικά τι πρέσβευε και τι έγραφε, απηχώντας την ελληνοχριστιανική συνείδηση του Έθνους. Γι’ αυτό και το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό σύμφωνα το Σύνταγμα και οφείλει να έχει Ορθόδοξο χαρακτήρα και περιεχόμενο, καθώς και η τελευταία δικαστική απόφαση επί του θέματος ερμηνεύει (απόφαση 115/2012 Διοικητικού Εφετείου Χανίων- Πηγή: ‘Με δικαστική απόφαση υποχρεωτικό το μάθημα των Θρησκευτικών για τους Ορθόδοξους μαθητές | iefimerida.gr http://www. iefimerida.gr/node /81905 # ixzz2eWDlc6SR’).
Τέλος, σύμφωνα με τον
Ν. 1566/85 και πάλι, «Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών
και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή,
να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ και να
ζήσουν δημιουργικά». «Ισόρροπη ανάπτυξη», «Ολοκληρωμένες προσωπικότητες» και «δημιουργικότητα»
δεν νοούνται χωρίς θρησκεία (και μάλιστα για το έθνος μας την ελληνορθόδοξη).
Αυτό υποστηρίζεται και από τους ΤΟΜΕΙΣ ΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ, που
είναι (α) ο Ψυχοκινητικός, (β) ο Αισθητηριακός, (γ) ο Νοητικός και (δ) ο
Κοινωνικό-συναισθηματικός και ΗΘΙΚΟ-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ: |
Δημιουργία αρχείου: 11-9-2013.
Τελευταία ενημέρωση: 11-9-2013.