Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ενότητα: Θρησκείες |
---|
Ο Μοντανισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στη Φρυγία, η οποία διατήρησε κατά τον Β' αιώνα έντονες τις ενθουσιαστικές τάσεις, τα ελεύθερα χαρίσματα και την προσδοκία της εγγύτητας της Παρουσίας του Κυρίου, αποτελεί δε σαφή απόδειξη της επιβιώσεως των τάσεων αυτών. Τόσο ο ιδρυτής, όσο και οι οπαδοί του Μοντανισμού είχαν καλλιεργήσει τη συνείδηση μιας μερικής μεν, αλλά αδιάκοπης εκπροσωπήσεως των τάσεων αυτών από τους αποστολικούς χρόνους στην Εκκλησία της Φρυγίας από συγκεκριμένα πρόσωπα. Ένα από τα πρόσωπα αυτά θεωρήθηκε και ο Μοντανός.
Ο Μοντανός γεννήθηκε στην πολίχνη της Φρυγίας Αρδαβαύ. Η δημόσια εμφάνιση του δεν είναι δυνατόν να χρονολογηθή με ακρίβεια, εφ' όσον οι ελάχιστες σωζόμενες πηγές παρουσιάζουν ορισμένες σοβαρές αντιφάσεις. Ο Ευσέβιος χρονολογεί τη δράση του Μοντανού περί το 172, ενώ ο Επιφάνιος υπαινίσσεται τα μέσα του Β' αιώνα (Κατά αιρέσεων, 48, 2). Η χρονολόγηση της εμφανίσεως του Μοντανού πρέπει να κυμανθή μεταξύ των ετών 156 και 172. Κατά τον Επιφάνιο, το 172 δέχθηκε τον Μοντανισμό η εκκλησία Θυατείρων, αλλά αυτό υποδηλώνει και προγενέστερη κηρυκτική δραστηριότητα. Ο Μοντανός συνοδευόταν στο κήρυγμα από δυο προφήτιδες γυναίκες, την Πρίσκιλλα και τη Μαξιμίλλα, έδρασε δε αρχικά στις μικρές κώμες της Πεπούζας και του Τυμίου της Άνω Φρυγίας. Ως σκοπός του κηρύγματος προβαλλόταν η ανάγκη αναβιώσεως των ενθουσιαστικών τάσεων και των χαρισμάτων της αποστολικής εποχής. Οι σύγχρονοί του θεωρούσαν τον Μοντανό "εν κατοχή τινι και παρεκστάσει γενόμενον ενθουσιάν αρξασθαί τε και λαλείν και ξενοφωνείν, παρά το κατά παράδοσιν και κατά διαδοχήν άνωθεν της εκκλησίας έθος προφητεύοντα" (Εύσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 16,7). Οι μοντανιστές όμως προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι διαφύλασσαν την αυθεντική συνέχιση του αποστολικού χαρίσματος της προφητείας, χρησιμοποιούσαν δε συγκροτημένο κατάλογο προφητών από τους χρόνους της Καινής Διαθήκης.
Την προσπάθεια αυτή αντέκρουαν βεβαίως οι σύγχρονοι αντιμοντανιστές, υποστηρίζοντας ότι "τούτον τον τρόπον ούτε τινά των κατά την Παλαιάν, ούτε κατά την Καινήν πνευματοφορηθέντα προφήτην δειξαί δυνήσονται, ούτε Άγαβον, ούτε Ιούδαν, ούτε Σίλαν, ούτε τας Φιλίππου θυγατέρας, ούτε την εν Φιλαδέλφεια Αμμίαν, ούτε Κοδράτον, ούτε ει δη τινας άλλους μηδέν αυτοίς προσήκοντας καυχήσονται." (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V,17, 3).
Προφανώς τα πρόσωπα αυτά υπήρχαν στον κατάλογο των προφητών της μουτανιστικής παραδόσεως, οι δε μοντανιστές τα θεωρούσαν ως προκατόχους του ενεργού σε αυτούς χαρίσματος της προφητείας. Ενώ όμως η Εκκλησία αποδείκνυε καινοφανή τον τρόπο της μοντανιστικής προφητείας, οι μοντανιστές αντιθέτως υποστήριζαν την έκπτωσή της από τα πρότυπα της Εκκλησίας της αποστολικής εποχής.
Η Νέα Προφητεία μπορούσε να επαναφέρη, κατά τον Μοντανό, την Εκκλησία στην αποστολική εποχή των χαρισμάτων και των ενθουσιαστικών τάσεων. Ο Μοντανισμός δεν ήταν βεβαίως μία καινοφανής κατά της Εκκλησίας αντίδραση, αλλ' εξέφραζε με οξύτητα μία σύγκρουση σε συγκεκριμένο χρόνο της ιδιότυπης προφητικής παραδόσεως της Φρυγίας προς την καθολική παράδοση της Εκκλησίας, εφ' όσον η Νέα Προφητεία δεν ήταν ένα νέο δημιούργημα του Μοντανού. Προφανώς, ο ίδιος ο Μοντανός ήταν δημιούργημα της παραδόσεως, η οποία είχε διατηρηθή στη Φρυγία και την οποία αυτός συστηματοποίησε σύμφωνα προς τις αντιεκκλησιαστικές πνευματικές ανησυχίες του. Το γεγονός ότι οι μοντανιστές πέρα από τη Νέα Προφητεία ανέμεναν και την κάθοδο της Νέας Ιερουσαλήμ στην Πεπούζα και το Τύμιο υποδηλώνει σαφώς επίδραση της Ιωάννειας παραδόσεως, η όποια είχε ιδιαίτερη απήχηση στη Φρυγία.
Πράγματι, στην Αποκάλυψη περιλαμβάνεται και η επιστολή προς την εκκλησία Φιλαδέλφειας της Φρυγίας, στην οποία τονίζεται ως προσδοκώμενη η κάθοδος της πνευματικής Ιερουσαλήμ: "έρχομαι ταχύ κρατεί ο έχεις, ίνα μηδείς λάβη τον στέφανόν σου. Ο νικών, ποιήσω αυτόν στύλον εν τω ναώ τον Θεού μου, και έξω ου μη εξέλθη έτι και γράψω επ' αυτόν το όνομα του Θεού μου και το όνομα της πόλεως τον Θεού μου, της Καινής Ιερουσαλήμ, η καταβαίνουσα εκ του ουρανού από του Θεού μου, και το όνομά μου το καινόν" (3,11-12). Την ιδέα αυτή είχαν συνεχώς προ οφθαλμών οι μοντανιστές, οι οποίοι ανέμεναν και κήρυτταν την προσδοκώμενη κάθοδο της πνευματικής Ιερουσαλήμ (Ευσεβίου, Εκκλ, Ιστορία, V, 18 , 2. Επιφανίου, Κατά αιρέσεων, 49). Την Ιωάννεια παράδοση διέσωζε βεβαίως και ο μαθητής του Ιωάννη Παπίας Ιεραπόλεως της Φρυγίας, ο οποίος γνώριζε την Αποκάλυψη και την ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία της εποχής, υπό την επίδραση μάλιστα της οποίας δέχθηκε, όπως θα δούμε, τον Χιλιασμό (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, III, 39). Ο Παπίας γνώριζε επίσης και την ιδιαίτερη προφητική παράδοση της Φρυγίας, αναφέρει δε ότι "κατά την Ιεράπολιν Φίλιππον τον απόστολον άμα τοις θυγατράσι διατριψαι..." (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, III, 39).
Υπό την έννοια αυτή εξηγείται η επιβίωση του προφητικού χαρίσματος στην προφήτιδα της Φιλαδέλφειας Αμμία και στον προφήτη Κορδάτο, τους οποίους "αι περί Μοντανόν διεδέξαντο γυναίκες το προφητικόν χάρισμα" (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 17, 4).
Τα επιχειρήματα λοιπόν των μοντανιστών περιέχουν κάποιο πυρήνα αληθείας, αφού η ταχεία απήχηση της Νέας Προφητείας στη Φρυγία προϋποθέτει οπωσδήποτε και κάποια προηγούμενη οικειότητα του λαού προς το περιεχόμενό της. Η συνέχιση αυτή του προφητικού χαρίσματος (Φίλιππος-θυγατέρες, Κορδάτος-Αμμία, Μοντανός-Θεόδοτος, Μαξιμίλλα και Πρίσκιλλα) και των γενικότερων ενθουσιαστικών τάσεων των πιστών της Φρυγίας αποδεικνύεται και από την πρόθυμη σπουδή τους προς το μαρτύριο.
Η προθυμία λοιπόν για το μαρτύριο υπαινίσσεται τη γενικότερη διατήρηση στη Φρυγία των χαρισμάτων, των ενθουσιαστικών τάσεων και της ιδέας της εγγύτητας της Παρουσίας του Κυρίου. Σε αυτό πρέπει να συνετέλεσε όχι μόνο η Ιωάννεια χριστιανική παράδοση της Φρυγίας, αλλά και ο ιδιότυπος χαρακτήρας των φρυγών. Στη Φρυγία ήταν πολύ διαδεδομένη η μυστηριακή θρησκεία της Κυβέλης και η λατρεία του Άττιος, οι μυστηριακές πράξεις των οποίων είχαν έντονο οργιαστικό χαρακτήρα, ο Μοντανός δε, πριν ακόμη ασπασθή τον Χριστιανισμό, υπήρξε Ιερέας της Κυβέλης, ωστόσο, η ιδιότητά του αυτή δεν ήταν αναγκαία για το περιεχόμενο του κινήματος της Νέας Προφητείας.
Κύριος άξονας της διδασκαλίας του Μοντανού υπήρξε η Νέα Προφητεία, η εγγύτητα δηλαδή της προσδοκώμενης καθόδου της Νέας Ιερουσαλήμ στην Πεπούζα και στο Τύμιο, όπως επίσης και της ένδοξης Παρουσίας του Κυρίου. Για τους λόγους αυτούς ήταν ευνόητη και η αυστηρότητα του ηθικού τους βίου. Ο Μοντανός ισχυριζόταν ότι ήταν όργανο του "Παρακλήτου" και ότι δια του στόματός του ομιλούσε ο ίδιος ο Θεός σε πρώτο πρόσωπο, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν ταύτιζε τον εαυτό του με το άγιο Πνεύμα, καίτοι οι μοντανιστές τελούσαν το βάπτισμα "εις το όνομα του Πατρός, του Υιού, Μοντανού και Πρισκίλλης". Η διδασκαλία των μοντανιστών δεν προσέβαλε ευθέως την αποστολική παράδοση της πίστεως της Εκκλησίας, αφού κατά την εκκλησιαστική συνείδηση της εποχής αυτοί "περί του Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος ομοίως φρονούσι τη αγία καθολική Εκκλησία" (Επιφανίου, Κατά αιρέσεων. 48, 1. Πρβλ. Ιππολύτου, Έλεγχος, VIII. 19. Κυπριανού, επιστ. 75, 19).
Υπό την επίδραση των διαδεδομένων στη Φρυγία χιλιαστικών δοξασιών της Ιωαννείου παραδόσεως (Παπίας Ιεραπόλεως) οι μοντανιστές προφήτευαν ως επικείμενη την Παρουσία του Κυρίου, γι' αυτό και η Μαξιμίλλα υποστήριζε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία προφήτιδα ("μετ' εμέ προφήτις ουκέτι έσται, αλλά συντέλεια"). Οι προφητείες και οι οράσεις των μοντανιστών προφητών συγκροτήθηκαν σε ιδιαίτερη Γραφή, η οποία προβαλλόταν ως ανώτερη από την Καινή Διαθήκη, αφού η μεν Παλαιά Διαθήκη ήταν η νηπιακή, η δε Καινή Διαθήκη η νεανική αποκάλυψη του Θεού. Η Γραφή των μοντανιστών ήταν η ανδρική και η τελική αποκάλυψη (Ιππολύτου, Έλεγχος, VII, 19).
Οι μοντανιστικές κοινότητες, παρά την μεγάλη ισχύ των χαρισματούχων προφητών, είχαν παράλληλα και ένα ιδιότυπο ιερατείο, ήτοι πατριάρχες, κοινωνούς, επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους και άλλους χαρισματούχους (Επιφανίου, Κατά αιρέσεων, 49,2), οι οποίοι όμως δεν είχαν πάντοτε σαφή κανονική ή λειτουργική διάκριση της πνευματικής τους εξουσίας. Εξέχουσα θέση στις μοντανιστικές κοινότητες κατείχαν βεβαίως οι προφήτες και οι προφήτιδες, οι οποίοι συνέχιζαν να προφητεύουν και μετά τον θάνατο της Μαξιμίλλας, παρά την ανωτέρω απαισιόδοξη ρήση της. Οι μοντανιστικές κοινότητες είχαν άρτια οργάνωση και διέθεταν κοινό ταμείο, στο οποίο συγκεντρώνοντα από ειδικούς υπαλλήλους οι προσφορές των μοντανιστών και από το οποίο ελάμβαναν τους μισθούς τους τα μέλη του ιερατείου. Είχε δηλαδή καθιερωθή η μισθοδοσία του ιερατείου με τις προσφορές των μελών των μοντανιστικών κοινοτήτων. Ο Απολλώνιος, ο οποίος έγραψε εναντίον του Μοντανισμού, κατηγορεί τον Μοντανό ότι "πρακτήρας χρημάτων καταστήσας, ο επ' ονόματι προσφορών την δωροληψίαν επιτεχνώμενος, ο σαλάρια χορηγών τοις κηρύσσουσιν αυτόν τον λόγον, ίνα δια της γαστριμαργίας η διδασκαλία του λόγου κρατύνηται" (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 18, 2).
Στην τάξη του Ιερατείου ήταν βεβαίως δυνατή η είσοδος και γυναικών. Κατά τον ίδιο αντιμοντανιστή Απολλώνιο, ο Μοντανός υπήρξε εισηγητής αυστηρού ασκητικού βίου, παρουσιάζεται δε ως ο "διδάξας λύσεις γάμων, ο νηστείας νομοθετήσας, ο Πεπούζαν και Τύμιον Ιερουσαλήμ ονομάσας..., τους πανταχόθεν εκεί συναγαγείν εθέλων"(Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 18, 2). Κατά τον Ιππόλυτο, οι μοντανιστές "καινίζουσι νηστείας και εορτάς και ξηροφαγίας και ραφανοφαγίας, φάσκοντες υπό των γυναίων δεδιδάχθαι" (Ιππολύτου, Έλεγχος, VIII, 19).
Η Θ. Ευχαριστία ετελείτο με άρτο και τυρί, ο δε Επιφάνιος (Κατά αιρέσεων, 49, 2) αναφέρει ότι οι μοντανιστές χαρακτηρίζοντο ως "αρτοτυρίται". Τέτοια θ. ευχαριστία είδε σε όραμα και η Περπέτουα, η οποία μαρτύρησε περί το 202 στη Β. Αφρική. Κατά τη σύναξη εισήρχοντο επτά λευχειμονούσες παρθένοι με λαμπάδες και προφήτευαν στον λαό (Επιφανίου, Κατά αιρέσεων, 49,2, 3). Ο εορτασμός του Πάσχα ακολουθούσε τη μικρασιατική παράδοση των τεσσαρεσκαιδεκατιτών, ορίσθηκε δε μόνιμα στις 6 Απριλίου, σύμφωνα με το ιδιαίτερο ημερολόγιό τους. Το κίνημα της Νέας Προφητείας είχε σαφώς αντιεκκλησιαστικό χαρακτήρα, αφού περιόριζε την παρουσία και την ενέργεια του Παρακλήτου μόνο στους προφήτες και στους οπαδούς της Νέας Προφητείας. Η εφαρμοζόμενη από την Εκκλησία επιείκεια σε ορισμένες τάξεις μετανοούντων αμαρτωλών εθεωρείτο από τους μοντανιστές αδιανόητη, λόγω κυρίως της επικείμενης Παρουσίας του Κυρίου, γι' αυτό και ο Μοντανός υποστήριξε ότι το δικαίωμα αυτό ανήκε μόνο στον Κύριο και όχι στους επισκόπους, αφού δεν το είχε ούτε η Εκκλησία. Η διάδοση του Μοντανισμού προκάλεσε σοβαρή εκκλησιαστική κρίση στη Φρυγία και στη Μ, Ασία, όπου το κήρυγμα της Νέας Προφητείας βρήκε πράγματι μεγάλη απήχηση. Ο κίνδυνος επισημάνθηκε ενωρίς από τους επισκόπους των εκκλησιών αυτών. Κατά τον ίδιο περίπου χρόνο προς το μαρτύριο του Θρασέα (160-165) ο αντιμοντανιστής Απολλώνιος μαρτυρεί, ότι ο επίσκοπος Κουμάνων ή Ότρου Ζωτικός, προς τον οποίο πρέπει πιθανώς να ταυτισθή και ο ανώνυμος Αντιμοντανιστής, το έργο του οποίου γνώριζε ο εκκλ. ιστορικός Ευσέβιος, μετέβη στην Πεπούζα, όπου συνάντησε την προφήτιδα Μαξιμίλλα και "διελέγξαι το ενεργούν εν αύτη πεπείραται, εκωλύθη γε μην προς των τα εκείνης φρονούντων" (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 18, 13). Την ίδια αποστολή ανέλαβε μαζί με τον Ζωτικό και ο Απαμείας Ιουλιανός, αλλ’ οι "περί Θεμίσωνα τα στόματα αυτών φιμώσαντες ουκ είασαν το ψευδές και λαοπλάνον Πνεύμα υπ' αυτών ελεγχθήναι" (Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορία, V, 16,17). Ο Θεμίσων, καίτοι είχε αρνηθή την πίστη του κατά την εξαγορά της ελευθερίας του στον διωγμό και διακρινόταν για την πλεονεξία του, ήταν προφανώς ανώτατος αξιωματούχος της Νέας Προφητείας, χαρακτηρίζεται δε ως "ο την αξιόπιστον πλεονεξίαν ημφιεσμένος, ο μη βαστάσας της ομολογίας το σημείον, αλλά πλήθει χρημάτων αποθεμένος τα δεσμά, ετόλμησε, μιμούμενος τον απόστολον, καθολικήν τίνα συνταξάμενος επιστολήν, κατηχείν" (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 18,5).
Ο Ιεραπόλεως Απολινάριος αντιμετώπισε με ιδιαίτερη ευαισθησία το κίνημα της Νέας Προφητείας. Κατά την αρχή ήδη της δράσεως του Μοντανού και των συνοδών του προφητίδων γυναικών, ο Απολινάριος έγραψε αξιόλογο αντιμοντανιστικό έργο, το οποίο συνιστούσε εκθύμως στους πιστούς και ο Σεραπίων Αντιοχείας. Ο Σεραπίων είχε επίσης συντάξει αξιόλογη αντιμοντανιστική επιστολή. Σύνοδοι όμως επισκόπων, "πολλάκις και πολλαχή της Ασίας εις τούτο συνελθόντων και τους προσφάτους λογους εξετασάντων και βέβηλους αποφηνάντων και αποδοκιμασάντων την αίρεσιν, ούτω δη της τε εκκλησίας εξεώσβησαν και της κοινωνίας είρχθησαν" (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V,16,10).
Η Νέα Προφητεία αποκόπηκε από την εκκλησιαστική κοινωνία, αλλά διαδόθηκε και στη Δύση, είχε δε αξιόλογη απήχηση στη Θράκη (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 19,3). Σοβαρότερα όμως ζητήματα προκάλεσε στη Δύση. Ιδιαίτερα δε στη Β. Αφρική, τη Ρώμη και τη Ν. Γαλλία. Ο τύπος βεβαίως του Μοντανισμού, ο οποίος διαδόθηκε στη Δύση, δεν ταυτιζόταν πλήρως κατά το περιεχόμενο προς τη διδασκαλία των προφητίδων Πρίσκιλλας και Μαξιμίλλας στην Ανατολή. Πράγματι, το κήρυγμα του βρισκόταν εγγύτερα προς την Εκκλησία, αφού αναγνώριζε τη μονογαμία και απαιτούσε έναν ηπιότερο ασκητισμό. Υπό το πνεύμα αυτό εξηγείται το γεγονός ότι οι μάρτυρες της Λυών (177) μεσολάβησαν υπέρ των μοντανιστών της Μ. Ασίας και της Φρυγίας, αφού διατύπωσαν "ιδίαν κρίσιν και περί τούτων ευλαβή και ορθοδοξοτάτην", την οποίαν κοινοποίησαν με επιστολές στις εκκλησίες Ασίας, Φρυγίας και Ρώμης (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 3,4). Την ευνοϊκή θέση των μαρτύρων της Λυών εξηγεί η χαρακτηριστική προθυμία για το μαρτύριο, η οποία επιδείχθηκε κατά τον διωγμό στη Γαλλία από τον μοντανίζοντα Φρύγα ιατρό Αλέξανδρο, όπως επίσης και η θαρραλέα στάση κατά τον διωγμό όλων σχεδόν των μικρασιατών μαρτύρων. Στη Ρώμη ο Μοντανισμός βρήκε μεγάλη απήχηση μεταξύ των εκεί εγκατεστημένων μικρασιατών και ιδιαίτερα μεταξύ των φρυγών δούλων. Οι ειδωλολάτρες Φρύγες διέθεταν ιδιαίτερο ιερό στον λόφο του Παλατινού, επέμεναν στη λατρεία της Κυβέλης και εόρταζαν τον θάνατο του Άττιος κατά την άνοιξη με ενθουσιώδεις εκστατικές εκδηλώσεις. Κατά το τέλος του Β' αιώνα προΐσταντο των μοντανιστών της Ρώμης οι πολύ καλοί θεολόγοι Πρόκλος και Αισχίνης, οι οποίοι όμως οδήγησαν τελικά τη μοντανιστική κοινότητα σε διάσπαση. Η επίδραση του Μοντανισμού στη Ρώμη υπήρξε μεγάλη, ο δε Τερτυλλιανός υποστήριξε ότι η Νέα Προφητεία αναγνωρίσθηκε ακόμη και από τον επίσκοπο Ρώμης. Προφανώς, η αναγνώριση αυτή υπήρξε έμμεση και πρέπει να χρονολογηθή κατά την επίσκεψη του Ειρηναίου στον επίσκοπο Ρώμης Ελεύθερο (175-189). Η αναγνώριση όμως αυτή δεν ίσχυσε για πολύ. Ο Μοντανισμός καταδικάσθηκε από τον ίδιο τον Ελεύθερο, οξύτερα δε από τον διάδοχό του Βίκτωρα (189-199).
Στη Β. Αφρική ο Μοντανισμός βρήκε ισχυρά ερείσματα, ιδιαίτερα δε στον κύκλο των λογίων χριστιανών. Είναι πολύ σημαντικό ότι στον Μοντανισμό προσχώρησε και ο Τερτυλλιανός από ενθουσιαστική προφανώς αντίδραση για την ανοχή της εκπτώσεως των ηθών των χριστιανών της εποχής του και για την εισαγόμενη επιείκεια της Εκκλησίας έναντι των υποπιπτόντων στα βαρέα αμαρτήματα. Ο Μοντανισμός εκτιμήθηκε από τον Τερτυλλιανό ως μία τάση επιστροφής στο μεγαλείο της αποστολικής εποχής, υποστήριξε δε ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να συγχωρή τα βαρέα αμαρτήματα και ότι η εξουσία της παροχής συγγνώμης γι' αυτά ανήκε μόνο στον Ιησού Χριστό. Η εξουσία αυτή παραχωρήθηκε μερικώς μόνο στην Εκκλησία, γι' αυτό και μπορούν να συγχωρούν τους αμαρτάνοντες όχι βεβαίως μόνο οι επίσκοποι, αλλά και οι "πνευματικοί" άνθρωποι ως αυθεντικά όργανα του αγίου Πνεύματος. Η έκπτωση από την πίστη, ο φόνος και η μοιχεία δεν πρέπει να συγχωρούνται, ο δεύτερος δε γάμος πρέπει να αναθεματίζεται και ο γάμος γενικά να τελείται μόνο με την ανοχή της Εκκλησίας. Ο ίδιος απηύθυνε χαρακτηριστικό πονημάτιο προς τη σύζυγο του, με το οποίο της ζητούσε μετά τον τυχόν θάνατο του να παραμείνη χήρα, ή τουλάχιστον να συζευχθή με κάποιο χριστιανό. Με τον Τερτυλλιανό συμφωνούσε και ο μοντανιστής Πρόκλος, ενώ ο Αισχίνης επιδίωκε προφανώς μία αυστηρότερη εφαρμογή και στη Ρώμη του φρυγικού τύπου του Μοντανισμού. Παρεμφερείς αντιθέσεις επέφεραν τη διάσπαση και των μοντανιστικών κοινοτήτων. Όπως στη Ρώμη (ρήξη Πρόκλου-Αισχίνη), έτσι και στην Καρθαγένη ανέκυψε το ζήτημα της υποχρεωτικής "καλύπτρας" των γυναικών στον ναό. Στη Δύση εξαιρούντο από την "καλύπτρα" οι τάξεις των παρθένων και των χηρών, αλλ' οι μοντανιστές επιδίωκαν την εφαρμογή του φρυγικού εθίμου της γενικής καλύψεως όλων των γυναικών. Ο Τερτυλλιανός έγραψε ειδική πραγματεία, αλλ' η τάση πιεστικής εφαρμογής του ανατολικού αυτού εθίμου διευκόλυνε την επιστροφή πολλών μοντανιστών στις τάξεις της Εκκλησίας.
Ο Μοντανισμός, καίτοι καταδικάσθηκε γενικώς από την Εκκλησία, συνέχισε να επιδρά στους πιστούς. Πολλοί χριστιανοί υιοθετούσαν τις αυστηρές ηθικές αρχές, τον ασκητισμό και την έφεση προς το μαρτύριο, επιθυμούσαν δε την εφαρμογή τους και στη ζωή της Εκκλησίας, η οποία αναγκαζόταν, λόγω του Γνωστικισμού και των διωγμών, να επιδεικνύει μεγάλη επιείκεια στους μετανοούντες αμαρτωλούς και στους πεπτωκότες.
Πηγή: |
Δημιουργία αρχείου: 6-3-2007.
Τελευταία ενημέρωση: 6-3-2007.