Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Το περιγραπτό τής ανθρώπινης φύσεως τού Θεού Λόγου και οι άγιες Εικόνες // Ο Χριστός ήταν Θεάνθρωπος στη γη // Ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος στον ουρανό // Είχε ο Ιησούς Χριστός άγνοια των μελλόντων πραγμάτων;
Χριστολογικές αιρέσεις και
δόγμα της Χαλκηδόνας
Νίκου Α. Ματσούκα
Πηγή: «Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄». Εκδόσεις Π. Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 2001. (σσ. 246-255). |
Συνοπτικά και περιεκτικά χριστολογικές αιρέσεις και δόγμα της Χαλκηδόνας έχουν ως εξής: ο Απολινάριος Λαοδικείας, στο ερώτημα «πώς εν σαρκί», νόμισε ότι έδωσε λύση ισχυριζόμενος ότι ο Λόγος προσέλαβε όχι ακέραιη, δηλαδή τέλεια ανθρώπινη φύση, αλλά σάρκα χωρίς νου. Έτσι με την πρόσληψη δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο και εξασφαλίζεται η αναμαρτησία του Χριστού, μια και μόνο νοούσα ψυχή μπορεί να αμαρτάνει! Οι Καππαδόκες απορρίπτουν αυτή τη λύση κατηγορηματικά. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός μάλιστα επισημαίνει ότι η θεωρία του Απολιναρίου οδηγείται στην άρνηση του θεραπευτικού χαρακτήρα της σωτηρίας ( Γρηγορίου Θεολόγου, Επιστολή 101 Pg 37, 181C-184A, πρ βλέπε Θεοδωρήτου Κύρου, εκκλησιαστική Ιστορία 5,3 Pg 82, 1200B ). Αντιοχειανοί θεολόγοι με κορυφαίο το Νεστόριο νόμισαν ότι έλυσαν το κατ’ αυτούς πρόβλημα της ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού, της θεότητας και της ανθρωπότητας, προτείνοντας την ύπαρξη δύο υιών, του υιού της Μαρίας και του υιού του Θεού Πατέρα, του Λόγου. Έτσι ο άνθρωπος Ιησούς και ο Θεός Λόγος ενώθηκαν και ηθικά και βουλητικά, κατ’ ευδοκίαν και κατά συνάφειαν, και όχι κατ’ ουσίαν. Ο Λόγος απλώς χρησιμοποίησε τον άνθρωπο Ιησού ως όχημα και κατοικητήριο. Συμπίπτει, κατά την άποψη αυτών των Αντιοχειανών, η θεία με την ανθρώπινη βούληση. όμως η ένωση δεν είναι ουσιαστική, αλλά μόνον ηθική. Το απλοποιημένο αυτό σχήμα δείχνει τη βασική παραχάραξη του θεραπευτικού χαρακτήρα της εν Χριστώ απολύτρωσης. Εξ αιτίας μάλιστα της ένωσης αυτής, που γίνεται εκ των υστέρων και είναι εξωτερική, η Μαρία είναι ανθρωποτόκος και όχι Χριστοτόκος, μια και δεν είναι κατ’ αυτούς Θεοτόκος. Ο Ευτυχής, εισηγητής του μονοφυσιτισμού, πρότεινε και υποστήριξε το ένα πρόσωπο του Θεού Λόγου με μια μόνο φύση, τη θεία· η ανθρώπινη φύση μετά την ένωσή της με τη θεία χάνει την αυτοτέλειά της και τρόπον τινά απορροφάται από τη θεία. Ξέφυγε από τους δύο υιούς, δηλαδή τις δύο υποστάσεις του Νεστορίου, και εξαφάνισε (στη διδασκαλία εννοείται!) την ανθρώπινη φύση. Έτσι, μετά τις καταδίκες της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου το 431, η εκκλησία εν μέσω ωδίνων και οδυνών θεσπίζει τον περιώνυμο δογματικό όρο, όπου η λύση του προβλήματος απλώς συνίσταται στην περιγραφή και προστασία του δόγματος της ενανθρώπισης, και όχι βέβαια στην ουσιαστική του ανάλυση και εξήγηση! Εδώ να παρενθέσω ότι πέρα από το ουσιαστικό υπόβαθρο της ερμηνείας των σωτηριωδών γεγονότων, αν δηλαδή η σωτηρία έχει θεραπευτικό ή ηθικό χαρακτήρα, οι αιρετικοί συν τοις άλλοις δημιουργούσαν ουκ ολίγες συγχύσεις σε ό,τι αφορά τους τεχνικούς όρους: ουσία, φύση, υπόσταση, πρόσωπο, καθ’ υπόσταση ένωση, ενυπόστατο κτλ., οπότε στο προσκήνιο άναβαν οι εννοιολογικοί καβγάδες – σήμερα θεολόγοι και θεολογούντες, ουκ ολίγοι, έστω και λίγοι, την ίδια σύγχυση επιφέρουν όχι από αιρετικές τάσεις αλλά μάλλον από επιπολαιότητα ή άγνοια. Ο περιώνυμος περιεκτικός δογματικός όρος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου εντυπωσιάζει από το ότι υπερτονίζει την ενότητα και ταυτότητα του προσώπου του Χριστού. Σ’ ένα μικρό κείμενο μισής σελίδας τρεις φορές επαναλαμβάνεται η φράση «ένα και τον αυτόν», και πέντε φορές η αντωνυμία τον «αυτόν». Στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφέστατη η αντινεστοριανική στάση, και συνάμα η αντιμονοφυσιτική. Και η φράση εξάλλου «εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» αναιρεί το μονοφυσιτισμό και το Νεστοριανισμό. Τα δύο πρώτα αρνητικά επιρρήματα «ασυγχύτως, ατρέπτως» προφανώς απευθύνονται εναντίον του μονοφυσιτισμού, και τα δύο άλλα παρόμοια επιρρήματα «αδιαιρέτως, ασυγχύτως» εναντίον του Νεστοριανισμού. Η έκφραση «εν δύο φύσεσιν» συμφωνεί απολύτως με την κυρίλλεια θεολογία, και δεν έρχεται διόλου σε αντίθεση προς την περιώνυμη φράση του Κυρίλλου «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη». Με άλλα λόγια, ο Κύριλλος σαφώς αποδέχεται ότι η ανθρώπινη φύση, ως ανυπόστατη, υπήρξε στη θεότητα του Λόγου, και έγινε και αυτή φύση του, όπως είναι η θεότητα ( Ιωάννου Δαμασκηνού, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 3, 11 Pg 94, 1024Αβ ). Τελικά η ανθρώπινη φύση του Χριστού μήτε αυθυπόστατη είναι μήτε «ανυπόστατη», αλλά ενυπόστατη. Με τη λέξη «σεσαρκωμένη» ο Κύριλλος δηλώνει και την τελειότητα (ακεραιότητα) της ανθρωπότητας στη μια υπόσταση του Λόγου ( Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επιστολή 46 Pg 77, 244A ). Εδώ είναι απαραίτητες μερικές διευκρινίσεις, αν αναλογιστεί κανείς τις σύγχρονες κακοποιήσεις που υφίσταται ο δογματικός όρος της Χαλκηδόνας. 1) Πολλές φορές εξαίρεται το ένα πρόσωπο του Χριστού, δηλαδή η υπόσταση του Λόγου. ένας είναι ο Χριστός, ένα επομένως το σαρκωμένο πρόσωπο. 2) Η ανθρώπινη φύση δεν είναι ιδιοσύστατη, αλλά ενυπόστατη, που σημαίνει ότι έχει ως υπόσταση το Λόγο, δηλαδή υποστασιάζεται μέσω του Λόγου. 3) Ακέραιες ή τέλειες κατά πάντα είναι τόσο η θεότητα όσο και η ανθρωπότητα, δηλαδή οι δύο φύσεις του Λόγου. 4) Οι δύο φύσεις στο πρόσωπο του Λόγου ενώνονται κατ’ ουσία και αληθινά, όχι κατ’ ενέργεια ή κατά βούληση, δηλαδή όχι με Νεστοριανικό τρόπο! 5) Τούτη η ένωση λέγεται καθ’ υπόσταση ( βλέπε Ιωάννου Δαμασκηνού, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 3, 3 Pg 94, 993A κ.ε. ), δηλαδή ουσιαστική, αληθινή, πραγματική. Ο όρος αυτός είναι πατερικός· νεώτερος όρος είναι η έκφραση: υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού. 6) Θεολογικά, λοιπόν, ορθός είναι ο όρος σύνθετη υπόσταση του Χριστού και όχι σύνθετη φύση.
Εξαιτίας της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού, δηλαδή της καθ’ υπόσταση ένωσης, προκύπτουν οι εξής συνέπειες: 1) Η αντίδοση η κοινοποίηση των ιδιωμάτων. Ο ίδιος ο Χριστός είναι που ενεργεί πάντοτε και τα θεία και τα ανθρώπινα. Επειδή υπάρχει η ταυτότητα της μιας υπόστασης και η περιχώρηση των δύο φύσεων, γι’ αυτό ο Χριστός δεν ενεργεί μεμονωμένα πότε τα ανθρώπινα ως άνθρωπος και πότε τα θεία ως Θεός, αλλά τα ανθρώπινα ενεργεί ως άνθρωπος και Θεός, και τα θεία ως Θεός και άνθρωπος. Αυτή, λοιπόν, η ταυτότητα της μιας υπόστασης σε κάθε πράξη, ανθρώπινη ή θεία, συντελεί ώστε η μια φύση να αντιδίδει στη άλλη τα δικά της γνωρίσματα. Έτσι ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος, κτιστός και άκτιστος, παθητός και απαθής κτλ. (Ιωάννου Δαμασκηνού, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 3, 4 Pg 94, 997C-1000A : «Και γαρ Χριστός, όπερ εστί το συναμφότερον, και Θεός και άνθρωπος λέγεται, κτιστός και άκτιστος, και παθητός και απαθής· και όταν εξ ενός των μερών Υιος Θεού ονομάζηται, δέχεται τα της συνεφεστηκυίας φύσεως ιδιώματα, ήτοι της σαρκός, Θεός παθητός ονομαζόμενος και Κύριος της δόξης εσταυρωμένος· ου καθό Θεός αλλά καθό και άνθρωπος ο αυτός· και όταν άνθρωπος και υιός ανθρώπου ονομάζηται, δέχεται δε τα της θείας φύσεως ιδιώματα και αυχήματα… Και αυτός εστιν ο τρόπος της αντιδόσεως, εκατέρας φύσεως αντιδιδούσης τη ετέρα τα ίδια δια την της υποστάσεως ταυτότητα και την εις άλληλα αυτών περιχώρησιν». Βλέπε Και 3, 1 Pg 94, 1060B : «Ουκ ανθρωπίνως γαρ έπραττε τα ανθρώπινα (ου γαρ άνθρωπος μόνον, αλλά και Θεός· όθεν και τα τούτου πάθη ζωοποιά και σωτήρια) ουδέ θεϊκώς ενήργει τα θεία· ου γαρ Θεός μόνον, αλλά και άνθρωπος· όθεν δι’ αφής και λόγου και των τοιούτων τας θεοσημείας ειργάζετο»). 2) Η αναμαρτησία του Χριστού. Τούτη η αναμαρτησία δεν είναι ηθική, μήτε προέρχεται από βαθμιαία τελείωση. Εξ άκρας συλλήψεως ο Χριστός, ασπόρως και δημιουργικώς, ως λέγει η πατερική θεολογία, είναι άφθαρτος και κατά την ανθρωπότητα. Έτσι η αναμαρτησία του Χριστού είναι φυσική και οντολογική, και όχι ηθική· επομένως δεν μπορούσε να αμαρτήσει (non potuit pecare) κατά το δόγμα της Χαλκηδόνας. Αφθαρσία, αγιότητα και αναμαρτησία είναι συνώνυμα πράγματα. Όσοι έχουν ηθικές αντιλήψεις για την αμαρτία και τη σωτηρία του ανθρώπου, όπως λόγου χάρη είναι οι Αρειανοί, οι Νεστοριανοί και οι Πελαγιανοί, κατά φυσικό και αυτονόητο τρόπο κάνουν λόγο για την ηθική αναμαρτησία του Χριστού μέσω της ελευθερίας του. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει (potuit pecare), αλλά δεν αμάρτησε κάνοντας ορθή χρήση του αυτεξουσίου του, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει ο Αδάμ. Επομένως (γι’ αυτούς) ο Χριστός είναι καταρχήν και κατ’ εξοχήν ηθικό πρότυπο για όλη την ανθρωπότητα. Ο Χριστός, δηλαδή, δεν θεραπεύει την ανθρώπινη φύση μήτε τη ζωοποιεί· ταύτα τα στοιχεία τα έχουμε μόνοι μας, και μας αρκεί η μίμηση των ηθικών αρετών του. Απεναντίας, η πατερική θεολογία με το δόγμα της Χαλκηδόνας θεωρεί τον Χριστό απολυτρωτικό, αναμάρτητο κατά φύση πρόσωπο. Τα μέλη της εκκλησίας μετέχουν κατά χάρη στην αναμαρτησία και στην αγιότητα. Θα έλεγε κανείς με πολλή πειστικότητα ότι η ανθρωπότητα έχει πάμπολλα ηθικά πρότυπα και δεν θα της χρειαζόταν ακόμη ένα! Δογματικό πρόβλημα ωστόσο για τη θεολογία υπήρξε η εκδήλωση των αδιαβλήτων φυσικών παθών του Χριστού, πριν την Ανάσταση, όπως η πείνα, η δίψα, ο κόπος, ο πόνος, το δάκρυ, η δειλία κτλ. Εξαιτίας της καθ’ υπόσταση ένωσης των δύο φύσεων τα εν λόγω πάθη ήταν κατά φύσιν και υπέρ φύσιν· εκ των προτέρων δεν ανάγκαζαν τη βούληση του Χριστού να τα εκδηλώσει. όμως για να διαδραματισθεί πραγματικά το σωτηριώδες γεγονός της θείας οικονομίας ο Χριστός παραχωρούσε στην ανθρώπινη φύση να υφίσταται τα φυσικά αδιάβλητα πάθη, όπως και τον ίδιο τον πόνο και τον θάνατο, για να μην είναι η ενανθρώπιση και το έργο της φαινομενικά, όπως έλεγαν οι Δοκήτες. Γι’ αυτό ο σταυρικός θάνατος είναι και αυτός πραγματικός, και εξάπαντος όχι κατά δόκηση, αλλά εκούσιος· (Ιωάννου Δαμασκηνού, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 3, 20 Pg 94, 1084A: «Αμέλει τα φυσικά ημών πάθη κατά φύσιν και υπέρ φύσιν ήσαν εν τω Χριστώ. Κατά φύσιν μεν γαρ εκινείτο εν αυτώ ότε παρεχώρει τη σαρκί πάσχειν τα ίδια· υπέρ φύσιν δε, ου γαρ προηγείτο εν τω Κυρίω της θελήσεως τα φυσικά· ουδέν γαρ ηναγκασμένον επ΄ αυτού θεωρείται, αλλά πάντα εκούσια· θέλων γαρ επείνασε, θέλων εδίψησε, θέλων εδειλίασε, θέλων απέθανεν»)· όχι μονάχα, όπως λένε, γιατί ο Χριστός παραδόθηκε με την θέλησή του στους σταυρωτές, αλλά και γιατί – και εδώ βρίσκεται το εκούσιον – το ίδιο το πάθος του θανάτου, δηλαδή η «των ήλων διάτρησις» και ο «χωρισμός της ψυχής εκ του σώματος» είναι πράξεις κατά παραχώρηση και εκούσιες. 3) Η μία προσκύνηση του Χριστού. Άλλη συνέπεια της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων είναι η μία προσκύνηση του Χριστού, και φυσικά όχι δύο ξεχωριστών υποστάσεων ή φύσεων ή υιών. Δεν προσκυνείται, δηλαδή, χωριστά ο άνθρωπος Ιησούς, ο υιος της Μαρίας, και χωριστά ο Λόγος, ο Υιος του Θεού Πατέρα. Μια τέτοια χωριστή προσκύνηση αποτελεί κατάληξη της νεστοριανικής αίρεσης. Ο Ιησούς Χριστός, λοιπόν, προσκυνείται ως ενα πρόσωπο, ως Θεάνθρωπος, ως δημιουργός εν ύδασι την γην κρεμάσας. Τούτη η προσκύνηση του ενός προσώπου απομακρύνει κάθε κίνδυνο ειδωλολατρίας, ανθρωπολατρείας και κτιστολατρείας. 4) Η Μαρία είναι Χριστοτόκος και Θεοτόκος. Κατά την πατερική θεολογία η Μαρία κατ’ ανάγκη είναι Χριστοτόκος και Θεοτόκος εξαιτίας της καθ’ υπόσταση ένωσης των δύο φύσεων και της υποστατικής ταυτότητας του Χριστού· ο ίδιος ο Λόγος είναι που χρίει την ανθρωπότητα, και συνάμα είναι χριόμενος· είναι ο χρίων και χριώμενος. Έτσι η Παναγία γίνεται Θεοτόκος, γιατί γεννάει τον σαρκωμένο εξ άκρας συλλήψεως Θεό Λόγο, και όχι θεοφόρο άνθρωπο ή ένα προφήτη που παίρνει το θείο χάρισμα κατ’ ενέργεια και κατά χάρη (Ιωάννου Δαμασκηνού, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 4, 14 Pg 94, 1160D-1161A). …. Η αίρεση συν τοις άλλοις τραυμάτισε την απλότητα της πίστης και οδήγησε τη θεολογική σκέψη σε μια πολυπλοκότητα συζητήσεων και τεχνικών όρων. Ατυχώς η άγνοια της πολύπλοκης αυτής ιστορίας και ορολογίας προξενεί σε ουκ ολίγους σημερινούς θεολόγους και θεολογούντες ισχυρό πονοκέφαλο! |
Δημιουργία αρχείου: 13-7-2010.
Τελευταία ενημέρωση: 14-7-2010.
ΕΠΑΝΩ |