Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Συγγραφείς και Σωτηριολογικά

Η πονηρία του όρκου // Πρέπει να ορκιζόμαστε, ή όχι; // Ελευθερία και τρόπος ύπαρξης στην Ορθοδοξία

Πολιτική και Θεολογία

Οι περί Ελευθερίας και Όρκου θέσεις τού Γεωργίου Τυπάλδου Ιακωβάτου (1813-1882)

Ιστορική αναδρομή στον 19ο αιώνα

τού Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

Δρος Θεολογίας και Φιλοσοφίας

 

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Ιδεολογία και πράξη του Ριζοσπάστη πολιτικού Γεωργίου Τυπάλδου Ιακωβάτου (1813-1882)". Εκδόσεις Τέρτιος. Κατερίνη. Σελ. 140-143.

 

Η Ορθοδοξία βλέπει την ελευθερία σ' όλες τις μορφές της, ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως του ανθρωπίνου προσώπου, Το πρόσωπο εκφράζει την πραγματικότητα τής κοινωνίας του Θεού με τούς ανθρώπους και τών ανθρώπων μεταξύ τους (θεοκοινωνίας και ανθρωποκοινωνίας), η δε ελευθερία προσφέρει τη δυνατότητα αυτής της κοινωνίας, σε βαθμό γνησιότητας και αυθεντικότητας. Πρόκειται για την εσωτερική ελευθερία, την αποδέσμευση από τη δουλεία των παθών, που ανοίγει τον άνθρωπο στην κοινωνία με τον Θεό και με τους αδελφούς του355. Η εθνική ελευθερία (εξωτερική) είναι, πάλι, έννοια καθαρά εκκλησιαστική και θεολογική, γιατί εξασφαλίζει την ενότητα και συμφωνία των προσώπων, ως φορέων της ίδιας πίστεως και Χάρης και τη δυνατότητα συναναπτύξεώς τους μέσα στο πλαίσιο τού αποκεκαλυμμένου τρόπου υπάρξεως, τής ζωής του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Έτσι, οι όροι άνθρωπος, πατρίδα, έθνος είναι στη γλώσσα της Ορθοδοξίας μια αδιάσπαστη ενότητα, η οποία καταξιώνεται στο φως της ελευθερίας. Ο άνθρωπος νοείται ορθόδοξα ως ελεύθερο πρόσωπο («κατ' εικόνα Θεού») και φορέας ελευθερίας. Η πατρίδα επίσης νοείται ως ο χώρος εναρμονίσεως ανθρώπινης ελευθερίας και θελήματος Θεού, το δε έθνος ως η ιστορική και οργανωμένη κοινή προσπάθεια για την πραγμάτωση και διαφύλαξη αυτής της ελευθερίας. Ο «άθεος» και ο «άπατρις» είναι για την Ορθόδοξη παράδοση τρόποι υπάρξεως του αλλοτριωμένου ανθρώπου356.

Ως Ρωμηός (Ορθόδοξος) ο Ιακωβάτος δεν μπορούσε να μην είναι φιλελεύθερος. Στην πολιτική του σταδιοδρομία κατέχεται κυριολεκτικά από το πάθος φιλελευθερίας. «Καλύτερον να κατηγορηθώμεν δια πλεονασμόν ελευθερίας παρά δι' έλλειψιν» θα διακηρύξει το 1869 στη Βουλή357. Και αυτή η αποποίηση των κοινοβουλευτικών αξιωμάτων, τι άλλο φανέρωνε παρά την αμετακίνητη θέλησή του να μένει ελεύθερος, διατηρώντας ανοικτές όλες τις δυνατές προσβάσεις στην ιδέα, για την οποία αγωνιζόταν;

Η ελευθερία, σ' όλες τις δυνατές μορφές της, για τον Ιακωβάτο θεμελιωνόταν στην εν Χριστώ Αλήθεια. Στη φανέρωσή της, δηλαδή από τον ένσαρκο Θεό Λόγο και όχι σε ανθρώπινες επινοήσεις. Θα αντήχησε πραγματικά πολύ περίεργα στα αυτιά των «ελληνολατρών» της Εθνοσυνελεύσεως το 1864 η Αποστροφή του Ιακωβάτου στο μόνιμο ιδεολογικά «αντίπαλό» του Π. Καλλιγά: «Το πνεύμα της ελευθερίας προήλθεν όχι από την Ακρόπολη των Αθηνών, αλλ' από την Ακρόπολη της Σιών»358. Στην Ακρόπολη τών Αθηνών, σύγχρονη ή αρχαία, ουδέποτε υπήρξε «η ελευθερία η εθνική και η θρησκευτική». Και η Ιστορική θεμελίωση: «…Το πάλαι υπήρχον εδώ εν Ελλάδι, που την σήμερον είσθε ελεύθεροι, υπήρχον τριάκοντα χιλιάδες πολίται και τετρακόσιαι χιλιάδες ειλώτων, δούλων, σκλάβων»359 . Ο Ιακωβάτος έβλεπε στο ευαγγέλιο του Χριστού το πλήρωμα τής ελευθερίας (βλέπε Γαλ. 5,1 παράβαλλε Β΄ Κορινθίους 3,17), ως εσωτερικής (εκ των παθών) και εξωτερικής εθνικής. Η ουσία, άλλωστε, της Ορθοδοξίας είναι το «όστις θέλει», αφού ο Ορθόδοξος Χριστιανός «είναι ελεύθερος, ίνα ακόλουθη ή να μη ακόλουθη τον Χριστόν» από την Γραφή και τις Συνόδους360. Κάθε καταναγκασμός, έτσι, είναι ξένος ολότελα με την Ορθοδοξία. Δεν είναι, συνεπώς, περίεργο, που ζητούσε ο Ιακωβάτος θρησκευτική ελευθερία, όχι μόνο για τη δική του θρησκεία, αλλά και για κάθε άλλη: «η πρώτη Ορθόδοξος και η πλέον φιλόθρησκος ιδέα είναι εκείνη, η οποία υποστηρίζει και την ελευθερίαν της συνειδήσεως και την ελευθερίαν της λατρείας»361. Τη συνταγματική κατοχύρωση της «θρησκευτικής ελευθερίας» θεωρούσε νόμιμο περιορισμό, ενώ αυτός ήθελε «το περί θρησκείας θέμα (…) να μη τίθεται εις τα συντάγματα». Να είναι η Εκκλησία «ελευθέρα απολύτως», όπως ήταν ελεύθεροι «απολύτως» (Πράξεις 28,3: ακώλυτους) οι Απόστολοι στο Ρωμαϊκό Κράτος362.

Η ατομική ελευθερία είναι για τον Ιακωβάτο απόλυτα σεβαστή. «Υπάρχει ελευθερία προσωπική και οι άνθρωποι δεν είναι κτήνη»363. Η παραδοχή όμως της ελευθερίας του συνανθρώπου προϋποθέτει αυτοσεβασμό και καθολικό σεβασμό της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ήδη έφηβος, χαρακτηρίζοντας τον καθηγητή της Ιονίου Ακαδημίας Θεριανό, θα σημειώσει με αγανάκτηση, ότι «έμαθε να προσκυνάει σαν Αλή Πασάς τους ανωτέρους του και να κάνει αυτός τον Αλή Πασά με τους κατωτέρους του».364 Άλλωστε, και κατά την πρώτη του ομιλία στη Θ' Ιόνιο Βουλή (18-3-1850) θα έχει την ευκαιρία, με την αφορμή τού ζητήματος του όρκου των βουλευτών, να αναφερθεί στο θέμα της προσωπικής ελευθερίας: «Δύο είναι τα χρέη του ανθρώπου, τα μεν τής συνειδήσεως, τα δε τού νόμου. Εγώ ήδη προτίθεμαι να εκπληρώσω και τα δύο. Μάλιστα δε να θέσω εις αρμονίαν τα πρώτα με τα δεύτερα, έχων απόφασιν να προτιμήσω τα χρέη της συνειδήσεως μάλλον ή τα χρέη του νόμου». Και όπως θα δηλώσει λίγο παρακάτω: Τη συνείδηση του «ουδείς πολιτικός νόμος δύναται, να περιορίσει»365. Γι' αυτό και θα ταχθεί αλληλέγγυος στους διωκόμενους Μακρακιστές Κληρικούς (1879), μη ανεχόμενος να εξορίζονται άνθρωποι «δια λόγους συνειδήσεως»366. Κάτι τέτοιο είναι γι' αυτόν «μεγίστη αφροσύνη και μέγιστον έγκλημα».  Όταν μάλιστα οι Μονές μεταβάλλονται σε τόπους εκτοπίσεως και φυλακή, τότε «ατιμάζεται η θρησκεία και το μοναχικόν σχήμα» από την Πολιτεία και την Εκκλησία. 367

Στο σεβασμό τής ελευθερίας τής συνειδήσεως εντάσσει ο Ιακωβάτος και το θέμα του όρκου ενώπιον των πολιτικών αρχών ή και τού όρκου τών δημοσίων λειτουργών. Ο ίδιος ο Ιακωβάτος θα απασχολήσει επί μήνες τη Βουλή το 1869 μέχρι να δώσει το νόμιμο βουλευτικό όρκο. Βέβαια, σε άλλη περίπτωση εξετάζουμε τα βαθύτερα αίτια αυτής της αρνήσεως. Εδώ θα περιορισθούμε σε ένα σημείο τής επιχειρηματολογίας του, άμεσα σχετιζόμενο με το γενικότερο θέμα. Είναι το ισχυρότερο επιχείρημα του Γεωργίου: Ο όρκος, ενδιαφέρει την συνείδηση των Χριστιανών», σύμφωνα με τη γραφική εντολή «μη ομνύετε εις το όνομα Κυρίου» 368 γι' αυτό θεωρεί απαράβατο δικαίωμά του την άρνηση του όρκου, ερειδόμενο στην ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως369. Καταλήγει δε στην αγόρευσή του με τα λόγια: «Λόγω ευσεβείας δεν ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος», για να μη συμφύρεται το ευαγγέλιο στις απάτες και ψευδορκίες, που διαπράττονται, μέσα στη Βουλή370. Έστω και αν άλλος ήταν, όπως θα δούμε ο στόχος του, δε χάνει, την ευκαιρία να ελέγξει τη Βουλή και το ήθος της.

 

Σημειώσεις


355. Βλέπε Ιωάννου 8,32. Ρωμαίους 6,18 ε. ε. Παράβαλλε Το απολυτίκιο της 1ης Ιανουαρίου: «...  Ίνα παύση τα σκιώδη και περιέλης το κάλυμμα των παθών ημών».

356. Βλέπε Μάρκου Σιώτου, Η θρησκευτική αξία της εθνικής ελευθερίας, Επιστ. Επετηρίς τής Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, τ. Κ (1973), σ. 44-70 (43 ε.ε.).

357. Αγορεύσεις, σ. 149.

358. Αγορεύσεις, σ. 30.

359. Στο ίδιο.

360. Αγορεύσεις, σ. 244.

361. Αγορεύσεις, σ. 15. Και παρακάτω: «την αυτήν ελευθερίαν, την οποίαν εγώ απαιτώ δια τήν θρησκείαν μου, εις όλας τας άλλας θρησκείας του κόσμου ήθελον την παραχωρήσει» (σ. 20).

362. Αγορεύσεις, σ. 20.

363. Αγορεύσεις, σ. 114.

364. Αγορεύσεις, σ. 46.

365. ΑΤΙ, Χ143, φ. 3β.

366. Αγορεύσεις, σ. 283.

367. Αγορεύσεις, σ. 243.

368. Παράβαλλε. Ματθ. 5, 34: «εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως» (Ιάκ. 5: 12).

369. Βλέπε Αναστασίου Ν. Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία. Αθήναι 1972, σ. 10 ε.ε.

370. Αγορεύσεις, σ. 188/9.

 

Σχετική Βιβλιογραφία


Αρχιμ. Κύριλλου Κωστόπουλου: "Ο όρκος: Κατά τους ιερούς κανόνες και την αγιοπατερική παράδοση". Αθήνα: Γρηγόρη, 2012. (Διδακτορική διατριβή).

Βασιλείου Βολουδάκη, "Η Αγία Γραφή δεν απαγορεύει τον όρκον", Ορθόδοξος Τύπος 22/2/2013.

Δημιουργία αρχείου: 2-7-2014.

Τελευταία ενημέρωση: 3-7-2014.

ΕΠΑΝΩ