Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ψυχοθεραπευτικά |
---|
Η Εκκλησία ως θεραπευτική επιστήμη // Λίγα λόγια για την αληθινή εξομολόγηση // Η εξομολόγηση στην αρχαία Εκκλησία
Η Εξομολόγηση Πρωτοπρεσβύτερος (+) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΜΕΜΑΝ (Από το περιοδικό «ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ», Μαΐου 1970, σελ. 5-7, 11-12) |
Εισήγηση που έγινε τον Ιούνιο 1961 στο συνέδριο των απόφοιτων της Ορθόδοξης Ακαδημίας του Αγίου Βλαδήμιρου Ν. Υόρκης.
Α΄ Για κάθε ευσυνείδητο ιερέα η εξομολόγηση είναι αναμφίβολα η πλέον μαρτυρική πλευρά της ποιμαντικής του αποστολής. Ενώ, από μια άποψη, αυτός συναντά το μόνο πραγματικό «αντικείμενο» της ποιμαντορίας του, την ψυχή του αμαρτωλού, σαν ανθρώπου που στέκεται ενώπιον του Θεού, από άλλη όμως άποψη, ταυτόχρονα, πείθεται σχεδόν πλήρως περί της επικράτησης του «νομιναλισμού»[1] στο σύγχρονο Χριστιανισμό. Οι πλέον βασικές για τον Χριστιανισμό έννοιες περί αμαρτίας, μετάνοιας, ειρήνευσης με τον Θεό και αναγέννησης, σαν να έχουν χάσει την σημασία τους. Οι λέξεις αυτές εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, αλλά το περιεχόμενό τους απέχει από τη βάση εκείνη, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η χριστιανική πίστη. Άλλη πηγή δυσκολιών αποτελεί η άγνοια από την μεριά πολλών ορθοδόξων αυτής της ίδιας της ουσίας του μυστηρίου της μετάνοιας. Από την πράξη διαπιστώνει κανένας, ότι εν σχέσει με το μυστήριο αυτό υπάρχουν δύο άκρα αντίθετα σημεία αντιμετώπισης: η «νομική» άποψη και η «ψυχολογική». Κατά την πρώτη η εξομολόγηση εννοείται ως απλή απαρίθμηση παραβάσεων του νόμου, μετά από την οποία χορηγεί ο ιερεύς την άφεση των αμαρτιών και ο άνθρωπος προσέρχεται στην μετάληψη. Εδώ η εξομολόγηση περιορίζεται σε ένα MINIMUM. Μάλιστα υπάρχουν Εκκλησίες (στην Αμερική), όπου η εξομολόγηση αντικαταστάθηκε με ένα γενικό τύπο, τον οποίο ο εξομολόγος διαβάζει από έντυπο κείμενο. Κατά την αντίληψη αυτή περί μετάνοιας, το κέντρο βάρους της εξομολόγησης μετατίθεται πάνω στην εξουσία του ιερέα, ώστε να δώσει αυτός λύση και άφεση αμαρτιών, όπου η λύση θεωρείται «πραγματική» από μόνη της, ανεξάρτητα από την ψυχική κατάσταση των μετανοούντων. Εάν η παραπάνω θέση μας παρουσιάζει περίπτωση «λατινοποιημένης» απόκλισης, το αντίθετο σημείο εκκίνησης προς το μυστήριο της εξομολόγησης μπορεί να ορισθεί ως «προτεσταντίζον». Εδώ η εξομολόγηση παίρνει μορφή συζήτησης, από την οποία πρέπει να προέλθει η βοήθεια, η λύση «προβλημάτων» και «ερωτηματικών». Αυτός είναι διάλογος, όχι του ανθρώπου με το Θεό, αλλά του ανθρώπου με τον υποτιθέμενο σοφό και πεπειραμένο σύμβουλο, ο οποίος διαθέτει έτοιμες αποκρίσεις για όλες τις ανθρώπινες ερωτήσεις. Και στα δυο σημεία είναι φανερή η συσκότιση και η διαστρέβλωση της αληθινής αντίληψης περί της ουσίας της εξομολόγησης. Η διαστρέβλωση αυτή εξηγείται σαν προερχόμενη από πολλές αιτίες. Η απαρίθμηση όλων των αιτιών δεν είναι βέβαια δυνατή εδώ, ούτε και η σύντομη σκιαγράφηση της εξαιρετικής σύνθετης ιστορίας της εξέλιξης του μυστήριου της μετάνοιας μέσα στην Εκκλησία. Εντούτοις θα ήταν δυνατό εκ των προτέρων να παραθέσουμε μερικές παρατηρήσεις, πριν επιχειρήσουμε να δείξουμε την δυνατή λύση του προβλήματος.
Β΄ Αρχικά το μυστήριο της μετάνοιας εννοείτο σαν συμφιλίωση και επανασύνδεση με την Εκκλησία των αφορισθέντων, δηλαδή των Χριστιανών εκείνων, οι οποίοι αποκόπηκαν από την κοινότητα της Εκκλησίας, του λαού του Θεού, της Ευχαριστίας σαν μυστήριου της σύναξης, σαν κοινωνία Σώματος και Αίματος Χριστού. Αφορισμένος ήταν εκείνος ο οποίος δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην δωρεά και συνεπώς στη «Κοινωνία», δηλαδή στην επικοινωνία και τη μετάληψη. Ως εκ τούτου η συμφιλίωση με την Εκκλησία για τον αφορισμένο αποτελούσε μακρά διαδικασία, η δε άφεση των αμαρτιών ήταν η κατακλείδα αυτής της διαδικασίας. Ήταν δηλαδή η πιστοποίηση ότι η μετάνοια συντελέστηκε, ο αφορισμένος καταδίκασε την αμαρτία του, την αρνήθηκε και έτσι επανασυνδέθηκε με την Εκκλησία. Η εξουσία της άφεσης και της λύσης δεν εννοείτο σαν εξουσία αυτή καθαυτή, που δεν εξαρτιόταν από την από την μετάνοια, αλλά σαν εξουσία η οποία διαπιστώνει την μετάνοια που είχε ήδη συντελεσθεί και ως εκ τούτου τη συγχώρεση και την επανένωση του ανθρώπου με την Εκκλησία, τ. έ. Με τον Θεό μέσα στην Εκκλησία… Η Εκκλησία δηλαδή στο πρόσωπο του ιερέα πιστοποιεί ότι ο αμαρτωλός μετανόησε και ο Θεός «τον ειρήνευσε και ήνωσε αυτόν μετά της Εκκλησίας εν Χριστώ Ιησού». Εντούτοις, παρά τις εξωτερικές μεταβολές, που συνέβηκαν στην πράξη περί τη μετάνοια, αυτή ακριβώς η αρχική αντίληψη περί του μυστήριου εξακολουθεί ακόμη να παραμένει το σημείο εκκίνησης για την ορθόδοξη ερμηνεία του. Αλλά τα παραπάνω δεν αποκλείουν και το άλλο, ότι δηλαδή αρχικά το ποιμαντικό καθήκον στην Εκκλησία περιλάμβανε την κηδεμονία ψυχών, δηλαδή την χειραγώγηση του ανθρώπου στην πνευματική ζωή και τη βοήθεια στον αγώνα κατά της αμαρτίας και του κακού. Όμως η φροντίδα των ψυχών δεν σχετιζόταν άμεσα με το μυστήριο της μετάνοιας. Μόνο κατόπιν, κάτω από την επίδραση του μοναχισμού δια μέσου της αναπτυγμένης ισχυρά, θεωρίας και πρακτικής του γύρω από την πνευματική καθοδήγηση, το τελευταίο αυτό βαθμιαία εισάχθηκε και στην εξομολόγηση. Με την συνεχώς όμως αναπτυσσόμενη εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής κοινότητας, η εξομολόγηση μεταβλήθηκε σε μοναδική σχεδόν μορφή διαποίμανσης ψυχών. Μετά την παρέλευση του αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνου στο Χριστιανισμό, η Εκκλησία έπαυσε ν’ αποτελεί την μειονότητα των ηρωικά διακείμενων προς τον κόσμο «πιστών» και σχεδόν εξ ολοκλήρου συγχωνεύτηκε με τον κόσμο. Εφεξής η Εκκλησία είχε σχέση με μεγάλο πλήθος «κατ’ όνομα» μόνο Χριστιανών, η δε ριζική αλλαγή στον τρόπο της τέλεσης του μυστήριου της Ευχαριστίας, από την γενική μετάληψη όλων σαν έκφραση ενότητας του λαού του Θεού, στην κατά το μάλλον ή ήττον πολύ συχνά και «κατ’ ιδίαν» επαναλαμβανόμενη μετάληψη, είχε σαν επακόλουθο και την αλλαγή στις αντιλήψεις περί μετάνοιας. Από μυστήριο συμφιλίωσης των αφορισμένων από την Εκκλησία, μεταβλήθηκε σε τακτικό μυστήριο για όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Και θεολογικά στην αντίληψη αυτή υπογραμμιζόταν όχι πλέον η μετάνοια σαν οδός της επιστροφής προς την Εκκλησία, αλλά η άφεση σαν εξουσία της Εκκλησίας… Αλλά η εξέλιξη του μυστήριου της μετάνοιας δεν σταμάτησε στο σημείο αυτό. Η εκκοσμίκευση της χριστιανικής κοινότητας σήμανε πριν απ’ όλα την αποδοχή απ’ αυτή των ουμανιστικών και θετικιστικών κοσμοθεωριών, οι οποίες σημαντικά είχαν επισκιάσει την χριστιανική αντίληψη περί αμαρτίας και μετάνοιας. Η αντίληψη περί αμαρτίας σαν αποκοπής από τον Θεό και από την μοναδική αληθινή ζωή «μετ’ Αυτού και εν Αυτώ», επισκιαζόταν από την ηθικολογία και απλή νομοτέλεια, όπου την αμαρτία αισθανόντουσαν σαν τυπική πλέον παράβαση του Νόμου. Όμως στην ανθρωπολατρική κοινωνία, αρκετά ικανοποιημένη από τον εαυτό της με την ηθική του «καθώς πρέπει» και του ευδαιμονισμού, παραμορφώθηκε βαθμηδόν και αυτός ο νόμος. Ο νόμος δεν θεωρείτο πλέον σαν απόλυτος κανόνας και κατέπεσε στην κοινή παραδοχή και σχετικό κώδικα ηθικών κανονισμών. Εάν κατά τους πρώτους αιώνες ο Χριστιανός συναισθανόταν ότι είναι συγχωρεμένος αμαρτωλός, που οδηγήθηκε, αν και ανάξιος στον Νυμφώνα του Νυμφίου, και δέχτηκε έτσι νέα ζωή και αφού έγινε συμμέτοχος της «Βασιλείας του Θεού», όμως ο σύγχρονος Χριστιανός, εφόσον στα μάτια της κοινωνίας τυχαίνει «κύριος καθώς πρέπει», έχασε τη συναίσθηση αυτή. Η κοσμοθεωρία του αναιρεί ακόμη και τις έννοιες περί παλαιάς και νέας ζωής. Εννοείται, από καιρού εις καιρό, διαπράττει «κακές πράξεις», αλλά αυτές τις θεωρεί τόσο «φυσικές», ώστε να μη διασαλεύουν ποσώς την φιλαρέσκειά του… Η κοινωνία, όπου ζούμε όλοι, ο τύπος, το ραδιόφωνο, κ. λ. π., από το πρωί μέχρι εσπέρας μας υποβάλλουν την πεποίθηση ότι είμαστε έξυπνοι, καλοί, τίμιοι, ότι ζούμε στην καλύτερη δυνατή κοινωνία… Και οι Χριστιανοί, αλλοίμονο!, τα δέχτηκαν όλα αυτά σοβαρά σαν γνήσιο νόμισμα…. Αλλά η εκκοσμίκευση στο τέλος κατέλαβε και το ιερατείο. Στην Εκκλησία παρεισέφρυσε η αντίληψη περί ιερέα υπαλλήλου των ενοριτών, που «εξυπηρετεί» τις πνευματικές τους ανάγκες. Και το εκκλησίασμα στο σύνολό του σαν οργανισμός ζητεί να εμφανίζεται ο ιερέας σαν δικό του κάτοπτρο, όπου οι άνθρωποι θα μπορούσαν να κατοπτρίζουν τη δική τους «τελειότητα». Και μήπως δεν είναι υποχρεωμένος ο ιερέας ανά πάσα στιγμή να ευχαριστεί και να επαινεί τον καθένα για τις προσπάθειές του, για την υλική βοήθεια του, για την γενναιοδωρία του; Οι αμαρτίες καλύπτονται στο «μυστήριο» της εξομολόγησης, αλλά στην επιφάνεια τα πάντα έχουν καλά. Το πνεύμα αυτό της αυτάρκειας, της ηθικής επανάπαυσης, διαποτίζει όλη την εκκλησιαστική μας ζωή από πάνω έως κάτω. Η επιτυχία της Εκκλησίας μετριέται δια μέσου των υλικών επιτυχιών της. Δια μέσου του αριθμού των εκκλησιαζόμενων, δια μέσου του ποσού των ενοριακών εισφορών και κτημάτων της. Αλλά μέσα σ’ όλα αυτά που να υπάρξει η θέση για μετάνοια; Απουσιάζει όμως αυτή ακόμα και από τη δομή του εκκλησιαστικού κηρύγματος και της εκκλησιαστικής δραστηριότητας. Ο ιερέας καλεί τους ενορίτες του για μεγαλύτερο ζήλο, για μεγαλύτερα «επιτεύγματα», στη τήρηση των κανόνων και εθίμων, αλλά ο ίδιος λησμονεί ότι ο κόσμος αυτός κυριαρχείται από «την επιθυμίαν της σαρκός και την επιθυμίαν των οφθαλμών και την αλαζονίαν του βίου» (Α΄ Ιωάν. Β΄ 16). Ο ίδιος δεν πιστεύει ότι η Εκκλησία είναι πράγματι «σωτηρία απολλυμένων» και όχι θρησκευτικό ίδρυμα για μέτρια ικανοποίηση μέτριων πνευματικών αναγκών των μελών της ενορίας του. Μέσα σε τέτοιες πνευματικές συνθήκες, τέτοιας ψευδοχριστιανικής κατάστασης, η εξομολόγηση, «φυσικώ τω λόγω» δεν είναι δυνατόν να είναι άλλο τι από εκείνο όπου ήδη κατάντησε: ή ένα «θρησκευτικό χρέος», η εκτέλεση του οποίου «άπαξ του έτους» είναι απαραίτητη για τη τήρηση αφηρημένης κανονικής επιταγής ή μια συζήτηση με τον πνευματικό, όπου συζητείται αυτή ή εκείνη η «δυσκολία» (ακριβώς «δυσκολία» και όχι αμαρτία, καθόσον η «δυσκολία» που συνειδητοποιήθηκε σαν αμαρτία, παύει να είναι δυσκολία…), η οποία παραμένει, ως συνήθως, άλυτη, διότι μοναδική λύση της θα ήταν ακριβώς η παραδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας περί αμαρτίας και συγχώρησης.
Γ΄ Είναι δυνατή η αποκατάσταση της ορθόδοξης αντίληψης και πράξης της εξομολόγησης; Ασφαλώς, εάν διαθέτουμε την απαιτούμενη ανδρεία ν’ αρχίσουμε την αποκατάσταση αυτή από το βάθος και όχι από την επιφάνεια. Εν προκειμένω σημείο εκκίνησης, όπως άλλωστε και για όλη την εκκλησιαστική ζωή, πρέπει ν’ αποτελεί το κήρυγμα, η κατήχηση. Από μια άποψη όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας αποτελεί μια συνεχή κλήση για μετάνοια, με τη βαθύτερη έννοια της λέξης, δηλαδή προς αναγέννηση, προς πλήρη επανεκτίμηση όλων των αξιών, προς νέα θεώρηση και αντίληψη όλης της ζωής μέσα στο φως του Χριστού. Και δεν είναι αναγκαίο να κηρύττουμε κάθε φορά για την αμαρτία, να κρίνουμε και να κατακρίνουμε, καθότι τότε μόνο γίνεται ο άνθρωπος ικανός προς μετάνοια, όταν ακούει την αληθή κλήση και το περιεχόμενο του Ευαγγελίου, όταν αποκαλύπτεται σ’ αυτόν έστω δ’ ολίγο το θείο βάθος και η σοφία, η οποία περικλείεται σ’ αυτό. Η αληθινή χριστιανική μετάνοια κυρίως είναι η επίγνωση της αβύσσου, η οποία χωρίζει τον άνθρωπο από ο Θεό και από κάθε τι άλλο, το οποίο έδωκε και επεκάλυψε ο Θεός σ’ αυτόν, δηλαδή από την πραγματική ζωή. Μόνο όταν ατενίζει τον θείο νυμφώνα «κεκοσμημένον» αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος ότι δεν έχει το ένδυμα, «ίνα εισέλθη εν αυτώ»… Το κήρυγμά μας πολύ συχνά φέρει τον χαρακτήρα μιας αφηρημένης προσταγής, πρέπει να κάνετε αυτό… ή δεν πρέπει να κάνετε εκείνο… Όμως μια σειρά μόνο κανόνων και διαταγών δεν αποτελεί κήρυγμα. Το κήρυγμα πάντοτε είναι πριν απ’ όλα αποκάλυψη του καταφατικού θελήματος και φωτός της διδασκαλίας του Χριστού, και κατόπιν φανέρωση του σκότους και της κακίας της αμαρτία. Μόνο με αυτή την έννοια γίνεται η υπόδειξη, ο κανόνας και η εντολή πειστική και ζωοποιός. Εννοείται, το κήρυγμα πρέπει να περιέχει και βαθιά χριστιανική κριτική της εκκοσμίκευσης των πάντων, μέσα στην οποία ζούμε, δηλαδή της κοσμοθεωρίας αυτής, δια μέσω της οποίας, χωρίς να το αντιληφθούμε, τρεφόμαστε και αναπνέουμε. Οι χριστιανοί κλήθηκαν να αγωνίζονται πάντοτε εναντίον των ειδώλων (και στην εποχή μας υπάρχουν πολλά: «ο υλισμός», οι «επιτεύξεις», «οι πρόοδοι», κ.λ.π.), διότι μόνο δια μέσω της ακριβούς χριστιανικής, βαθιάς και αληθινής εκτίμησης του κόσμου, της ζωής και του πολιτισμού η έννοια της αμαρτίας αποκτά το πραγματικό της νόημα, σαν διαστροφή όλων γενικά των κατευθύνσεων της συνείδησης, της αγάπης, του αληθινού συμφέροντος, των επιδιώξεων, (της διαστροφής την οποία θεωρούμε σαν λατρεία που προσφέρεται στις αξίες, οι οποίες δεν έχουν πραγματική αξία…). Όμως αυτή η εκτίμηση προϋποθέτει ελευθερία του ιερέα από τα δεσμά του «κόσμου τούτου» και από την εξομοίωσή του προς τον κόσμο αυτό, για να μπορεί να προβάλλει την αιώνια αλήθεια στο κέντρο της προσφερόμενης υπηρεσίας του και όχι σαν "πρακτικές βλέψεις"… Τόσο το κήρυγμα, όσο και η κατήχηση πρέπει να φέρνουν μέσα τους το προφητικό στοιχείο, μια κλήση προς όλους, όπως επίσης τα πάντα να θεωρούνται και να εκτιμιούνται με τα μάτια του ίδιου του Σωτήρα. Η εξομολόγηση, στη συνέχεια, οφείλει να επανέλθει στα πλαίσια του μυστήριου της μετάνοιας. Κάθε ένα μυστήριο εμπεριέχει τρία βασικά σημεία: την προετοιμασία, το κυρίως «τυπικό», και την «εκτέλεση». Όπως παραπάνω ειπώθηκε, και αν ακόμη όλη η εκκλησιαστική ζωή και το κήρυγμα αποτελούν κατά κάποιο τρόπο προετοιμασία και κλήση προς μετάνοια, εντούτοις υπάρχει παράδοση και ανάγκη ειδικής προετοιμασίας των μετανοούντων για το μυστήριο. Στην Εκκλησία από την αρχαία εποχή έχουν θεσπιστεί ειδικά χρονικά διαστήματα και περίοδοι: οι νηστείες. Κατά το χρόνο τους η θεία λατρεία εμφανίζεται σαν σχολείο μετάνοιας, προετοιμασίας ψυχών για την ενατένηση της ουράνιας ωραιότητας της βασιλείας και ταυτόχρονα αφορμή λύπης για την απομάκρυνσή μας απ’ αυτή. Όλες οι ακολουθίες της μεγάλης Τεσσαρακοστής, για παράδειγμα, αποτελούν συνεχή στεναγμό μετάνοιας. Και εκείνη η φωτεινή λύπη, δια μέσου της οποίας φωτίζονται οι ακολουθίες αυτές, μας μεταδίδει μια ανέκφραστη, αλλά αναμφίβολα πραγματική ώθηση προς την αληθή μετάνοια…. Για το λόγο αυτό η νηστεία είναι εκείνη η περίοδος, όπου ιδιαίτερα αρμόζει να κατευθύνεται το κήρυγμα προς το μυστήριο της μετάνοιας. Η σειρά των αναγνωσμάτων, οι ψαλμοί, οι ύμνοι, οι προσευχές, οι γονυκλισίες, όλα αυτά προσφέρουν τόσα πολλά, ώστε το κήρυγμα οφείλει να τα προσεγγίσει στη ζωή, στους ανθρώπους, σε ό, τι άλλο συμβαίνει στον άνθρωπο σήμερα. Σκοπός τους είναι η αναζωπύρωση της διάθεσης προς μετάνοια, η ώθηση των ανθρώπων να συγκεντρώσουν τη σκέψη τους όχι μόνο πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο αμάρτημα, αλλά πάνω στην αμαρτωλότητα γενικά ολόκληρης της ζωής, της μονόπλευρης ζωής τους και της πνευματικής φτώχιας τους. Να εξετάζουν δηλαδή τα εσωτερικά «κίνητρα» της ζωής τους: Ποιος ο θησαυρός που έλκει τις καρδιές τους; Πως χρησιμοποιούν τον ανεκτίμητο χρόνο της ζωής τους, που δωρήθηκε από το Θεό; Εμβαθύνουν ποτέ στη σκέψη γύρω από το τέλος, το οποίο αναπόφευκτα τους πλησιάζει; Εάν ο άνθρωπος έστω και μια μόνο φορά στη ζωή του έχει στρέψει η σκέψη του προς τα ερωτήματα αυτά και εάν αντιλήφθηκε έστω με το άκρο της συνείδησής του ότι ολόκληρη τη ζωή του αξίζει να την προσφέρει μόνο στο Θεό, ο άνθρωπος αυτός ήδη βρήκε την οδό της μετάνοιας. Και τούτο το γεγονός φέρνει μέσα του τη δύναμη της αναγέννησης, της στροφής, της επιστροφής… Στην εργασία αυτή της προετοιμασίας οφείλουμε να προσθέσουμε και την εξήγηση αυτού τούτου του «τυπικού» της εξομολόγησης, των προσευχών, της άφεσης και τα τέτοια. Το τυπικό της εξομολόγησης αποτελείται από: 1). Τις προσευχές πριν την εξομολόγηση. 2). Τις κλήσεις προς μετάνοια. 3). Τις εξομολογήσεις του ανθρώπου που μετανοεί και τις νουθεσίες. 4). Την άφεση. 1). Και εφόσον όλα τα μυστήρια γενικά περιέχουν μέσα τους κάποια ανάκλαση, στο μυστήριο της μετάνοιας ειδικά πραγματοποιείται η ανάκλαση της ανθρώπινης «αναγνώρισης της ενοχής» σε χριστιανική μετάνοια, σε ευλογημένη επίγνωση από τον άνθρωπο που μετανοεί της αμαρτωλότητας της ζωής του και της πολυεύσπλαχνου αγάπης του Θεού. Μια τέτοια «ανάκλαση» προϋποθέτει την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, όπως επίσης και την επίκλησή Του. Αυτό γίνεται στις προσευχές πριν την εξομολόγηση. 2). Ακολουθεί η κλήση προς μετάνοια. Αυτή είναι η εξής προτροπή. « Αδελφέ…. Ου γαρ εμοί αναγγέλλεις, αλλά τω Θεώ, εν ώ ίστασαι». Αλλά κατά την αποφασιστική αυτή στιγμή, όταν ο ιερέας επιβεβαιώνει την παρουσία του Χριστού, πόσο σοβαρή σημασία έχει το να μη αντιπαραβάλλει ο ίδιος ο ιερέας τον εαυτό του προς τον αμαρτωλό. Στο μυστήριο της εξομολόγησης ο ιερέας δεν εμφανίζεται σαν «εισαγγελέας», ούτε σαν άφωνος και παθητικός μάρτυρας. Ο ιερέας είναι το σχήμα του Χριστού, δηλαδή Εκείνος ο οποίος επωμίζεται τις αμαρτίες του κόσμου, ο οποίος τυχαίνει φορέας της άπειρης ευσπλαχνίας και συμπάθειας, οι οποίες και μόνο μπορούν να ανοίξουν την καρδιά του ανθρώπου. Ο Μητροπολίτης Κιέβου Αντώνιος Χρασταβίτσκυ την ουσία της ιεροσύνης καθόριζε σαν συμπαθή αγάπη. Και η μετάνοια είναι μυστήριο ειρήνευσης και αγάπης και όχι «δίκης» και καταδίκης. Ως εκ τούτου καλύτερη μορφή κλήσης προς μετάνοια θα είναι η ψυχική συνταύτιση του ιερέα με τον άνθρωπο που μετανοεί: «Πάντες ημάρτομεν ενώπιον του Θεού…». 3). Η εξομολόγηση, βέβαια, μπορεί να λαμβάνει διάφορες μορφές. Εφόσον ο άνθρωπος που μετανοεί δεν γνωρίζει, ως συνήθως, να κάνει αρχή, αποτελεί καθήκον του ιερέα να τον βοηθήσει. Γι’ αυτό το λόγο η μορφή του διαλόγου είναι πλέον άνετη και φυσική. Όλες οι αμαρτίες «εν κατακλείδι» συνοψίζονται σε μια βασική αμαρτία: στην έλλειψη αληθινής αγάπης προς το Θεό, πίστης προς Αυτόν και ελπίδα πάνω σ’ Αυτόν. Ως εκ τούτου είναι δυνατόν την εξαγόρευση του αμαρτωλού να την υποδιαιρέσουμε σε τρεις βασικούς τομείς. α). Η σχέση μας προς το Θεό: Ζητήματα πίστης, αδυναμίας, αμφιβολιών και διαστροφής πίστης, ζητήματα προσευχής, νηστείας και θείας λατρείας. Πολύ συχνά η εξομολόγηση καταλήγει σε απλή απαρίθμηση «ανήθικων πράξεων» και διαφεύγει της προσοχής μας ότι η ρίζα όλων των αμαρτιών βρίσκεται ακριβώς εδώ, στον τομέα της πίστης, της ζωντανής και προσωπικής σχέσης προς το Θεό. β). Η σχέση μας προς τον πλησίον: Εγωισμός και εγωκεντρισμός, αδιαφορία προς τους ανθρώπους, έλλειψη αγάπης, ενδιαφέροντος, προσοχής. Σκληρότητες, ζηλοτυπίες, καταλαλιές…. Εδώ ακριβώς κάθε αμαρτία πρέπει να «εξατομικευθεί» πραγματικά, να γίνει έρευνα κατ’ άτομο, ούτως ώστε ο αμαρτωλός να συναισθανθεί και να δει στο πρόσωπο του άλλου, κατά του οποίου αμάρτησε, τον αδελφό και την αμαρτία του σαν παράβαση "του συνδέσμου της αγάπης" και της αδελφοσύνης. γ). Η σχέση μας προς τον εαυτό μας: Αμαρτίες και πειρασμοί της σάρκας και αντιπαραβολή του χριστιανικού ιδεώδους περί καθαρότητας και ακεραιότητας, ευλάβεια προς το σώμα σαν ναού του Αγίου Πνεύματος, που σφραγίστηκε και καταστάθηκε ιερό κατά τη τέλεση του αγίου Μύρου… Έλλειψη επιθυμίας και προσπάθειας για εμβάθυνση της ζωής, διασκεδάσεις, μέθη, ανευθυνότητα κατά την εκτέλεση των βιοτικών καθηκόντων, οικογενειακές διαμάχες. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι, ως επί το πλείστον, έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που αγνοούν την εξέταση του εαυτού τους και της συνειδήσεώς τους, όλη η ζωή των οποίων καθορίζεται από τις κοινά παραδεδεγμένες απόψεις και συνήθειες και συνεπώς ανθρώπων που έχουν στερηθεί τη την πραγματική μετάνοια. Σκοπός του εξομολόγου είναι να καταρρίψει αυτή την μικροαστική συμβατικότητα, την επιπόλαια αυτάρκεια και να τοποθετήσει τον άνθρωπο ενώπιον της αγιότητας και του μεγαλείου του σκοπού, που τέθηκε από το Θεό. Πρέπει να αφυπνίσει στη συνείδησή του ότι όλη η ζωή είναι αγώνας και μάχη… Ο Χριστιανισμός είναι η «στενή οδός», είναι η αποδοχή του κόπου, του ηρωισμού και της θλίψης της στενής αυτής οδού. Χωρίς αυτής της κατανόησης και παραδοχής της οδού, καμιά ελπίδα δεν υπάρχει για τον εκχριστιανισμό της εκκλησιαστικής ζωής μας… Ο διάλογος κατά την εξομολόγηση κλείνει με νουθεσία. Ο ιερέας οφείλει να καλέσει τον άνθρωπο που μετανοεί σε αλλαγή ζωής, στην άρνηση της αμαρτίας. Ο Κύριος δεν συγχωράει, εφόσον ο άνθρωπος δεν θελήσει νέα και καλύτερη ζωή, εφόσον δεν αποφασίζει να εξέλθει στην οδό του αγώνα κατά της αμαρτίας, δεν αποφασίζει τη δύσκολη επιστροφή προς «την μορφήν της αρρήκτου δόξης» εντός του εαυτού του. Γνωρίζουμε ότι με την ανθρώπινη ψυχρή εκτίμηση των δυνάμεών μας τέτοια επιστροφή είναι αδύνατη. Αλλά στο «αδύνατον» αυτό, ο Χριστός ήδη αποκρίθηκε: «τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ…». Από μας ζητάει επιθυμία, απόφαση και προσπάθεια. Ο Κύριος θα βοηθήσει… 4). Τότε και μόνο τότε είναι δυνατή η άφεση. Διότι μέσα σ’ αυτή πληρώνεται η σειρά των προηγούμενων: της προετοιμασίας, της προσπάθειας, της βαθμιαίας ανάπτυξης στην ψυχή της μετάνοιας. Κατά την ορθόδοξη θεώρηση δεν υπάρχει πραγματική άφεση εκεί όπου δεν υπάρχει μετάνοια. Ο Θεός δεν δέχεται άνθρωπο που δεν προσέρχεται προς Αυτόν. Προσέρχομαι σημαίνει μετάνοια, μεταβολή, επανεκτίμηση της ζωής και του εαυτού μου. Η θεώρηση της άφεσης των αμαρτιών σαν εξουσίας συμφυούς με το ιερέα, που ενεργείται κατά το δοκούν με μόνη προσφορά τις ευχές περί άφεσης, θα σήμαινε απόκλιση προς τη μυσταγωγική μαγεία, η οποία καταδικάζεται από όλο το πνεύμα και τη παράδοση της Ορθόδοξης εκκλησίας. Ως εκ τούτου, άφεση αμαρτιών δεν είναι δυνατή όταν ο άνθρωπος αφενός μεν δεν είναι Ορθόδοξος, δηλαδή απροκάλυπτα και ενσυνείδητα αρνείται την εμφανώς αμαρτωλή του κατάσταση: π.χ. ζωή μοιχείας, άτιμο επάγγελμα, κ.λ.π., και τέλος εάν απορρίπτει τις αμαρτίες του και δεν διακρίνει την αμαρτωλότητά του. Επί πλέον πρέπει να θυμόμαστε ότι η μη παροχή άφεσης δεν είναι τιμωρία. Ακόμη και ο αφορισμός στην πρώτη Εκκλησία ήταν συνδεμένος με την ελπίδα αποθεραπείας του ανθρώπου, διότι σκοπός της Εκκλησίας είναι η σωτηρία και όχι η δίκη και η καταδίκη… Ο ιερέας καλείται να έχει ένα βαθύ ενδιαφέρον πάνω στο θέμα της μοίρας του ανθρώπου και οφείλει να επιδιώκει την μεταστροφή του και όχι την εφαρμογή εναντίον του της αντίστοιχης παραγράφου αφηρημένου νόμου. Ο καλός ποιμένας εγκαταλείπει τα 99 πρόβατα για χάρη της σωτηρίας ενός «απολωλότος» και αυτό παρέχει στον ιερέα μια εσωτερική ποιμαντική ελευθερία. Σε τελευταία ανάλυση την απόφαση παίρνει η συνείδησή του, που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα και δεν μπορεί να ικανοποιηθεί αυτός με μια ξερή εφαρμογή κανόνων και συνταγών.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ, μετάφραση ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ και ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Π. Μ. [1] NOMINIMALISMUS – Ονοματοκρατία, γνωσιολογική θεωρία, κατά την οποία στις λέξεις δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, αλλά αυτές είναι χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. |
Δημιουργία αρχείου: 29-4-2005.
Τελευταία ενημέρωση: 25-2-2006.