Το ακόλουθο άρθρο είναι ενδεικτικό της
ρευστότητας των Προτεσταντικών δογμάτων, καθώς "τυφλός τυφλόν εάν οδηγεί,
αμφότεροι θα πέσουν σε βόθρο", κατά τον λόγο του Κυρίου.
Το να θελήσει
κάποιος να παρουσιάσει το πώς αντιμετώπισε την Θεοτόκο η προτεσταντική θεολογία,
σε όλα τα στάδια εξέλιξης του Προτεσταντισμού, αναμφιβόλως ξεφεύγει από τα
πλαίσια ενός άρθρου και χρειάζεται συγγραφή ογκώδους βιβλίου.
Η δική μας όμως εδώ σύντομη ιστορικοδογματική αναφορά έχει ως σκοπό, να
παρουσιάσει τον εκτροχιασμό της προτεσταντικής θεολογίας από
την Πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή μαρτυρείται στους φορείς της Θείας
Αποκαλύψεως στο ζήτημα αυτό, αλλά ταυτοχρόνως να επισημάνει και τον απίστευτο
βαθμό διαβρώσεως τού Προτεσταντισμού από τον ορθολογισμό και την αυθαιρεσία.
Ξεκινώντας από τους ηγέτες της Διαμαρτυρήσεως, πρέπει να αναφέρουμε, ότι
ο Λούθηρος στάθηκε με σεβασμό απέναντι στο φρόνημα
της Εκκλησίας σχετικά με τις ιδιότητες της Μαρίας, όπως την αποκαλούσε, ως
Θεοτόκο και Αειπάρθενο. Ουδέποτε αμφισβήτησε τις δύο αυτές ιδιότητες1
και ταυτοχρόνως παρουσίαζε το πρόσωπο της Θεοτόκου ως πρότυπο ταπεινοφροσύνης
και πίστεως.
Φοβούμενος όμως μη μειωθεί η μοναδική μεσιτεία και το έργο τού Χριστού, ασκούσε
κριτική σε πολλές μορφές εκδηλώσεως τιμής προς την Θεοτόκο, όπως επίσης
απέρριπτε την επίκληση των πρεσβειών της2.
Στα ίδια πλαίσια θα κινηθούν ο Ζβίγγλιος και ο
Καλβίνος, οι οποίοι ομολογούσαν τις ιδιότητες της Μητέρας τού Κυρίου ως Θεοτόκου
και Αειπαρθένου, απέρριπταν όμως την επίκληση και μεσιτεία της
Θεοτόκου.
Ο Καλβίνος μάλιστα υπήρξε ο πλέον μαχητικός και ανένδοτος πολέμιος κάθε τιμής
προς Αυτήν. Οποιαδήποτε τιμή προς την Θεοτόκο την χαρακτήριζε ως ειδωλολατρία3.
Πρέπει να επισημάνουμε, ότι για την αρνητική τοποθέτηση των ηγετών τού
Προτεσταντισμού έναντι της τιμής, της επικλήσεως, και πρεσβειών της Θεοτόκου
καθοριστικό ρόλο έπαιξαν, συν τοις άλλοις, οι παπικές
μεσαιωνικές πλάνες και υπερβολές στο ζήτημα αυτό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η περίπτωση τού Φρειδερίκου του
σοφού εκλέκτορα της Σαξωνίας, όπου στη συλλογή του των 19.013 «ιερών»
αντικειμένων το 1520 συγκαταλέγονταν τέσσερις τρίχες της Θεοτόκου (!!!) καθώς
και ένα δέμα σανό από το σπήλαιο της Βηθλεέμ (!!!)4.
Στα Συμβολικά Κείμενα του Προτεσταντισμού, τόσο
της λουθηρανικής αποχρώσεως (π.χ. Αυγουσταία Ομολογία, άρθρο 3, Σμαλκαλδικά
άρθρα Ι, 4), όσο και της καλβινικής (π.χ. Κατήχηση Χαϊδελβέργης, άρθρο 35), όσο
και στη Formula Concordiae του 1571 (επιτομή άρθρο 8, 12), διατηρήθηκε η πίστη
ότι η Μητέρα τού Κυρίου είναι όντως Θεοτόκος και Αειπάρθενος5.
Απορρίπτονται όμως ταυτοχρόνως κάθε μορφή τιμής, επίκλησης και μεσιτείας της6.
Αυτή την εποχή εξαίρεση αποτελεί ο αντιτριαδικός αιρετικός Σωκίνος, καθώς
αρνούνταν τις ιδιότητές Της ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου7.
Η διαμορφωμένη αυτή πίστη για τη Θεοτόκο τού Προτεσταντισμού όπως έχει εκφραστεί
στα Συμβολικά του Κείμενα,
θα διατηρηθεί μέχρι τα τέλη τού
ΙΖ΄ αι. και θα εκφράζει στο ζήτημα αυτό, από πλευράς εξελίξεως τού
Προτεσταντισμού, την λεγομένη Παλαιοπροτεσταντική Ορθοδοξία.
Ο λόγος για τον οποίο δεν αμφισβητήθηκε στο διάστημα αυτό η Θεομητρότητα και το
Αειπάρθενον, είναι ότι η Χριστολογία της Παλαιοπροτεσταντικής Ορθοδοξίας
ακολουθεί σε ένα μεγάλο βαθμό τη Χριστολογία της αδιαιρέτου Εκκλησίας8.
ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ όμως, από το ΙΗ΄ αι., εποχή τού
Νεοπροτεσταντισμού και με κυρίαρχα ρεύματα τον Διαφωτισμό, τον Πιετισμό και τον
Υποκειμενισμό, θα αμφισβητηθεί η παλαιότερη προτεσταντική Χριστολογία και το
πρόσωπο της Θεοτόκου θα υποτιμηθεί. Σταθερά πλέον θα αμφισβητούνται οι ιδιότητές
Της ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου.
Για τον Schleiermacher (+1834), λόγω της νεοσαβελλιανικής Τριαδολογίας του και
της κακόδοξης Χριστολογίας του, οι δύο αυτές ιδιότητες της Θεοτόκου δεν έχουν
καμία θέση στη θεολογία του9.
Την αμφισβήτηση θα συνεχίσει περαιτέρω ο λεγόμενος Πολιτιστικός Προτεσταντισμός
τού ΙΘ΄ αι. μέχρι τις αρχές τού Κ΄ αι.
Η ορθολογιστική κριτική και οι φιλελεύθεροι Προτεστάντες θεολόγοι
(D. Strauss,
Chr. Bauer, A. v. Harnack, κ.ά.), αμφισβητώντας κάθε στοιχείο θαύματος στην Αγία
Γραφή, αγνοώντας την αρχαία Εκκλησιαστική Παράδοση, και περιφρονώντας την
παλαιότερη προτεσταντική διδασκαλία θα μιλήσουν για «μύθους» σχετικά με το
πρόσωπο και τις ιδιότητες της Θεοτόκου.
Ήδη από το 1836, ο D. Strauss στο πολύκροτο έργο του «Η Ζωή του Ιησού» την
υπερφυσική σύλληψη τού Θεανθρώπου θα την χαρακτηρίσει ως μύθο, που εμφιλοχώρησε
στη βιβλική διήγηση από την ελληνική μυθολογία.
Την ήδη περιφρονητική και μειωτική προσέγγιση τού προσώπου της Θεοτόκου θα την
συνεχίσει εντός τού Προτεσταντισμού τον Κ΄ αι. η Θρησκειο-ιστορική Σχολή
(religiongeschichtliche
Schule).
Εκπρόσωποι της Θρησκειο-ιστορικής Σχολής
(M. Dibelius, W. Bousset, E. Norden,
κ.ά.) θα παραλληλίσουν την Θεοτόκο με θεότητες άλλων θρησκειών10.
Παραλλήλως, θα προσπαθήσουν να αποδείξουν ότι οι σχετικές βιβλικές διηγήσεις των
Ματθαίου και Λουκά, σχετικά με το πρόσωπο της Θεοτόκου και τη Γέννηση τού
Θεανθρώπου, έχουν εξάρτηση από τις μυθολογίες της Αιγύπτου και της Εγγύς
Ανατολής11.
Αντιθέτως, με σεβασμό απέναντι στις ιδιότητες της Θεοτόκου και
Αειπαρθένου θα σταθεί ο κύριος εκφραστής της Διαλεκτικής Θεολογίας K. Barth12,
ενώ ο E. Brunner13 θα απορρίψει το Αειπάρθενο της
Θεοτόκου.
Το πρόσωπο της Θεοτόκου δεν θα τύχει καλύτερης μεταχείρισης από (το)
πρόγραμμα «απομύθευσης» της Αγίας Γραφής τού R. Bulltman και
τους περί αυτόν. Μύθος είναι επίσης η Αειπαρθενία της Θεοτόκου και για ένα ακόμη
επιφανή προτεστάντη θεολόγο τον W. Pannenberg14.
Ταυτοχρόνως όμως η Προτεσταντική Θεολογία θα
επαναλάβει στον εικοστό αιώνα, κατά της Αειπαρθένου Μαρίας επιχειρήματα της
αρχαίας ιουδαϊκής αντιχριστιανικής πολεμικής15.
Τέτοιο είναι π.χ. ότι το χωρίο Ησ. 7, 14, στο εβραϊκό έχει τη λέξη «Almah» =
νεάνις και όχι «Bethula» = παρθένος, πού μετέφρασαν, υποτίθεται, εσφαλμένως οι
Εβδομήκοντα.
Επίσης, κλασικός θα παραμένει ο προτεσταντικός ισχυρισμός, μνημείο ορθολογισμού,
ότι η πίστη της Εκκλησίας για την Θεοτόκο ως Θεοτόκο και Αειπάρθενο είναι ένα
κατάλοιπο μιας προ-επιστημονικής κατανόησης τού κόσμου και των γεγονότων16.
Οι απόψεις τού σύγχρονου Προτεσταντισμού είναι θλιβερά απαξιωτικές και
περιφρονητικές για την Υπεραγία Θεοτόκο. Αυτό σχετίζεται με την εξέλιξη
της Προτεσταντικής Χριστολογίας, η οποία εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, και
παλαιότερα και σήμερα, έχει άλλοτε νεο-αρειανικό και άλλοτε νεο-νεστοριανικό
χαρακτήρα.
Για τον Ορθόδοξο Χριστιανό οι προτεσταντικές αυτές αντιλήψεις είναι δηλωτικές
όχι μόνο της μόνιμης δυσπερίγραπτης τραγωδίας τού Προτεσταντισμού, αλλά έχουν
ταυτοχρόνως αιρετικό και βλάσφημο χαρακτήρα. Και βεβαίως, κατά τον Άγιο Ιωάννη
Δαμασκηνό, «Άπαγε. Ου σωφρονούντος λογισμού τα τοιαύτα φρονείν»
17.
Σημειώσεις:
1. Weim. Ausg, 11, 434-435.
2. Weim. Ausg 30, ΙΙ, 312, 348.
3. Stimm M.L. (1892), 460. Πρεσβ. Β. Γεωργοπούλου, Η κριτική τού Ι. Καλβίνου
κατά τών ιερών εικόνων, Αθήνα 2000, σελ. 8-10.
4. Poland H. Bainton, Εδώ στέκομαι. Μαρτίνος Λούθηρος, (μετ. Γ. Ζερβοπούλου),
Ελεύθερες Εκδόσεις, Πειραιάς 1986, σελ. 48.
5. G. L. Mueller, «Prinzipien katholischer Mariologie im Licht evangelischer
Anfragen Catholica», 35 (1991), σελ. 181-192.
6. L. Grane, Die Confesio Augustana Goettingen, 1996, σελ. 161-164. J. Rohls,
Theologie– 5 –reformierter Bekenntnisschriften, Goettingen 1987, σελ. 238.
7. A. v. Harnack, Dogmengeschichte, Tuebingen 1991, 8η έκδ., σελ. 451.
8. Ν. Ματσούκα, Ο προτεσταντισμός, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1995, σελ.
53-56. Ι. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός, τόμος Ι, Αθήναι 1937, σελ.
269-270.
9. Der christliche Glaube, Band I, Berlin 1830, 2η έκδ., § 96. 97,2. Band II,
Berlin 1831, 2η έκδ., § 172,3.
10. K. Pruemm, Der christliche Glaube und die altheidnische Welt, Leipzig 1935,
Ι, 283-233.
11. B. H. Merkelbach, Mariologia, Paris 1939, σελ. 121-124.
12. Kirchliche Dogmatik, Ι/1 (1932), σελ. 510. Ι/2 σελ. 189-221.
13. E. Brunner, Der Mittler Zur Besimmung über den Christusglauben, Zürich 1947,
4η έκδ. σελ. 288-289. Τού Ιδίου, Der Mensch in Widerpruch, Berlin 1937, σελ.
10-12 κ.ά.
14.W. Pannenberg, Das Glaubensbekenntnis, Gutersloh 1982, 81-83.
15. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 43, 8. 67, 1. 71, 1. / ΒΕΠΕΣ 3, 246.
271-277. Ευσεβίου Καισαρείας, Εκλογαὶ προφητικαί 4, 4 / PG 22, 1201CD-1204ABC.
16. W. Kuenneth, Fundamente des Glaubens, Wuppertal 1980, 113-114.
17. Εκδοσις Ακριβής Ορθοδόξου Πίστεως, Δ΄, 14.
|