Η ενότητα τής ανθρώπινης φύσης εν τη υποστατική προσευχή // Η υπέρ πάντων προσευχή // Η Πνευματική οδύνη τής αναγέννησης // Από τη μετάνοια και το αυτομίσος ως τη μέθεξη στη ζωή τού Θεού // Η "Πασχάλιος απόγνωσις" // Πώς η προσευχή μας καθίσταται ένθερμη // Η προσευχή με αίσθηση ανεπάρκειας // Η ευλογημένη μορφή απόγνωσης που αναγεννά τον άνθρωπο
Το ανικανοποίητο τής "υπέρ τού κόσμου προσευχής" Η ένωση τού προσευχομένου με τον κόσμο εν τη προσευχή Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993. |
Η προσευχή υπέρ του κόσμου είναι η πλέον βαρεία και αδιέξοδος υπό την έννοιαν ότι το πνεύμα ημών ουδέποτε επιτυγχάνει τελείως του σκοπού αυτού. Ευχόμενος υπέρ εαυτού ο άνθρωπος δύναται να γευθή εν τω βάθει της καρδίας αυτού πλημμύραν τρυφεράς αγάπης και ειρήνης. Διατηρεί την κατάστασιν ταύτην επί τινα χρόνον. Κατά την υπέρ του κόσμου όμως προσευχήν, και την πλέον εισέτι φλογεράν και παρατεταμένην, η ψυχή ταχέως αντιλαμβάνεται ότι βαρύ νέφος αντιπαθείας, ως και πρότερον, κρέμαται επάνω της γης: Είναι καθ’ υπερβολήν πολλοί οι άνθρωποι, οίτινες «ηγάπησαν μάλλον το σκότος (του μίσους) ή το φως» της αγάπης του Θεού (πρβλ. Ιωάν. 3,19). Και παράδοξον και θλιβερόν: Ο κόσμος ως σύνολον δεν δέχεται το πνεύμα του Θεού, και η προσευχή επιστρέφει εις τον προσευχόμενον ουχί μόνον μετά του αισθήματος του ανικανοποιήτου, αλλά και μετά πληθυνθείσης εισέτι θλίψεως. Τούτο βεβαίως δεν είναι αληθινή αίσθησις. Όντως η αναζητουμένη αλλαγή της πνευματικής ατμοσφαίρας της οικουμένης δεν επήλθεν. Εάν όμως δεν υπήρχον ευχέται υπέρ του κόσμου, η «εξουσία του σκότους» (Λουκ. 22,53) θα ενετείνετο μετά μεγαλυτέρας έτι δυνάμεως. Και όσοι εισέτι δεν εβίωσαν μετ’ εντάσεως την ως άνω περιγραφείσαν πείραν ευκόλως θα εννοήσουν εμέ, εάν εμπνευσθέντες υπό του Θεού προσηυχήθησαν υπέρ του κόσμου ή υπέρ μεμονωμένων αγαπητών εις αυτούς ανθρώπων. Συχνάκις η καρδία εν τοιαύτη προσευχή ταχέως εισέρχεται εις αυτήν ταύτην την ζωήν εκείνου ή εκείνων δια τους οποίους προσεύχεται, και γνωρίζει τί συνέχει αυτούς: χαρά και ανάπαυσις, αδημονία και θλίψις, το απαίσιον ενίοτε σκότος του άδου και το όμοιον προς αυτό κακόν. Ο προσευχόμενος αισθάνεται τας καταστάσεις αυτάς ως ιδίας. Και τούτο αποτελεί ιδιαιτέρου είδους παραπλάνησιν. Κατ’ ουσίαν η ψυχή δια της προσευχής βλέπει – ζη – ενούται μετ’ εκείνων υπέρ των οποίων προσεύχεται. Εάν μετά το βαρύ τούτο αίσθημα, του οποίου έλαβεν ούτος πείραν, επακολουθή χαρά ή ανάπαυσις, τούτο είναι ενδεικτικόν σημείον ότι η προσευχή αυτού εισηκούσθη. Ο ασθενής θα αναρρώση, ο απεγνωσμένος θα λάβη φως ελπίδος, η επαπειλουμένη συμφορά θα παρέλθη, και τα όμοια. Ακριβώς η τοιαύτη μετά των ανθρώπων κοινωνία εν τω είναι, εισέτι δε και μετά του κόσμου τούτου εν γένει, χαρακτηρίζει την γνησίαν προσευχήν. Η υπερφαλάγγησις των συμβαινόντων εν τω κόσμω δύναται να αυξηθή εις βαθμόν υπερβαίνοντα πάντα ορισμόν. Η ζωή του προσευχομένου πνεύματος δύναται, αλλά και οφείλει, να λάβη κοσμικάς διαστάσεις, τας οποίας απαιτούν αι ευαγγελικαί εντολαί του Χριστού. Εν Αυτώ ο άνθρωπος γίνεται αληθώς παγκόσμιος: ουχί υπό την έννοιαν του φιλοσοφικού συγκρητισμού, αλλά κατά τον βαθμόν και την κλιμάκωσιν της κατοχής του πραγματικού όντος· κατά την εν πνεύματι προσέγγισιν εις τα έσχατα όρια της δυνατής ζώσης πείρας. Μίαν εκ των περιπτώσεων ταχείας απαντήσεως εις την προσευχήν αναφέρω εν τω βιβλίω «Ο Άγιος Σιλουανός». Ο ίδιος ο μακάριος Γέρων Σιλουανός είπεν εις εμέ ότι μετά την ανάγνωσιν επιστολής μητροπολίτου εστράφη προς τον Κύριον και εκ του πρώτου λόγου προσευχής ησθάνθη εν τη καρδία ειρήνην και χαράν. Ο Γέρων πάραυτα απήντησε δι’ επιστολής ότι «η θυγάτηρ της μητρός αυτής ζη και είναι ευτυχής». Αι μετέπειτα έρευναι εβεβαίωσαν το αληθές του αισθήματος του Γέροντος. Η ιδία η θυγάτηρ είπεν εις αλλοδαπήν γυναίκα, ήτις επεσκέφθη αυτήν: «Είπατε εις την μητέρα μου ότι όλα βαίνουν καλώς και είμαι ευτυχής μετά του ανδρός μου. Πολύ όμως παρακαλώ αυτήν, όπως μή επαναλάβη παρόμοιον εγχείρημα, ίνα μη βλάψη εμέ και τον άνδρα μου». Τούτο συνέβη κατά την εποχήν του Στάλιν, ότε πάσα επαφή μετά ανθρώπων εκ του εξωτερικού έθετε τον Ρώσον πολίτην υπό υποψίαν και εις κίνδυνον εξορίας αυτού εις την Σιβηρίαν. Η πείρα της τραγικότητος των πεπρωμένων της γης είναι απαραίτητος εις ημάς. Δεικνύει τα όρια των κτιστών ημών χαρισμάτων εν τω αποχωρισμώ ημών εκ της μετά του Θεου συνεργασίας. Είναι φυσικόν μετά τα παθήματα και την αποτυχίαν όλων των προσπαθειών, να ανοιγώμεθα προς νέους ορίζοντας άλλου ήδη κόσμου, απείρως υψηλοτέρου. Τότε αντί του «μοιραίου τέλους» εν τη πλειονότητι των περιπτώσεων ταλαντούχων και μεγαλοφυών ανθρώπων ανατέλλει ευλογημένη αρχή ήτις δύναται να φανή εις τον άνθρωπον ως Φως Αναστάσεως, ως είσοδος εις τον άφθαρτον κόσμον, όπου δεν υπάρχει τόπος δια την τραγωδίαν, διότι εκεί βασιλεύει η άναρχος αιωνιότης. Η προσωπική ημών πείρα οδηγεί εις την διαπίστωσιν ότι η ανθρωπότης εν τη πλειονότητι αυτής μέχρις και της σήμερον ημέρας, δεν έφθασεν εις το ύψος των εντολών του Ευαγγελίου. Απορρίπτοντες τον Χριστόν ως τον αιώνιον Άνθρωπον και προπαντός ως τον Αληθινόν Θεόν, υπό οιανδήποτε μορφήν, υπό οιανδήποτε πρόθεσιν, οι άνθρωποι στερούνται του Φωτός της ανάρχου Βασιλείας και της δόξης της υιοθεσίας. «Πάτερ, ούς δέδωκας Μοι, θέλω ίνα όπου ειμί Εγώ κακείνοι ώσι μετ’ Εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την Εμήν ήν έδωκάς Μοι, ότι ηγάπησάς Με προ καταβολής κόσμου» (Ιωάν. 17,24). Όσοι ησθάνθησαν την ιδίαν φλόγα της αγάπης του Αγίου Πνεύματος, διαμένουν νοερώς εν τη Βασιλεία του Αγίου Πνεύματος καταπονούμενοι εκ της δίψης, όπως καταστούν άξια τέκνα Αυτού. Δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, του εκ του Πατρός εκπορευομένου, υπερνικάται η αμαρτία της απορρίψεως της φανερωθείσης υπό του Υιού Πατρικής αγάπης (βλ. Ιωάν. 8,24). Όταν αισθανθώμεν τον Χριστόν ως Θεόν-Σωτήρα, υπερβαίνομεν τα όρια του χρόνου και του χώρου· εισερχόμεθα εις εκείνην την μορφήν του είναι, εν τη οποία δεν υπάρχει η έννοια της τραγωδίας. |
Δημιουργία αρχείου: 15-9-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 15-9-2016.