Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Παπισμός

Ο Πέτρος και τα κλειδιά της Βασιλείας // Είχε ο Πέτρος μεγαλύτερη εξουσία από τους άλλους Αποστόλους;

Filioque

 

ΠΗΓΗ: "ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ"

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΟΖΑΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2005

 

Έχει Γραφική θεμελίωση το filioque;

 

    Όχι, δεν έχει, άσχετο αν οι Ρωμαιοκαθολικοί προσπαθούν να το στηρίξουν στην αγία Γραφή. Περί της υποστάσεως και της ιδιωματικής σχέσεως του Αγίου Πνεύματος ομιλεί κατά τρόπο σαφή και αναντίρρητο το Ιωάν. 15,26· «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά τού Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, ό παρά τού Πατρός εκπορεύεται...».

 

Στο κλασικό αυτό χωρίο γίνεται διάκριση της αϊδίου εκπορεύσεως τού Πνεύματος από τον Πατέρα και της υπό τού Υιού ή στο Όνομα τού Υιού πέμψεως αυτού στον κόσμο, εκείνης μεν εκφραζόμενης διά τού ενεστώτος «εκπορεύεται», αυτής δε διά τού μέλλοντος «πέμψω». Κατηγορηματική διδασκαλία της αγίας Γραφής, καταχωρήθηκε αυθεντικά και αλάθητα στο ιερό Σύμβολο της συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (381): «Το εκ τού Πατρός εκπορευόμενον». Η πίστη εδώ της Εκκλησίας είναι σαφής και αναντίρρητη.

Κατά τους Παπικούς όμως τα ανωτέρω χωρία ομιλούν μεν περί εκπορεύσεως τού Πνεύματος εκ τού Πατρός, όμως δεν αποκλείουν ρητά και το filioque (και εκ του Υιού). Δε λένε δηλαδή: «ό μόνον παρά τού Πατρός εκπορεύεται» ή «το εκ του Πατρός μόνον εκπορευόμενον», αφήνοντας έτσι ανοικτή την υπόθεση του filioque. Δε νομίζετε όμως, ότι οι συλλογισμοί αυτοί των Παπικών είναι απλά θεολογικά τεχνάσματα; Γιατί, αντιστρέφοντας το συλλογισμό, θα μπορούσαμε κι εμείς να πούμε: Αν το filioque είχε κάποια δυνατότητα στη σκέψη τού Κυρίου, για ένα τόσο κορυφαίο σημείο τού δόγματος δε θα έλεγε ρητά ο Σωτήρ: «ό παρά τού Πατρός και τού Υιού εκπορεύεται;» ή ο συνοδικός όρος: «το εκ τού Πατρός και τού Υιού εκπορευόμενον;» Γιατί ν’ αποκρύψει μια τόσο μεγάλη αλήθεια ο Κύριος; Μήπως για να δημιουργήσει ζητήματα στην Εκκλησία του;

Στο πνεύμα τέλος τού χωρίου του Ιωάννου (15,26), δηλαδή της αϊδίου εκπορεύσεως εκ τού Πατρός και της εν χρόνω πέμψεως υπό τού Χριστού πρέπει να ερμηνευθεί και το χωρίο Ιωάν. 16,13-15: «Όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν· ου γάρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν». Στο χωρίο όμως αυτό στηρίζουν και οι Ρωμαιοκαθολικοί την περί filioque διδασκαλία τους, συνδέοντας στενά στο πρόσωπο τού Χριστού την εκπόρευση και την αποστολή του Αγίου Πνεύματος.


Πώς κρίνεται το filioque από ιστορική εκκλησιαστική άποψη

Η εισαγωγή του στο ιερό Σύμβολο της Πίστεως είναι πραξικοπηματική και αυθαίρετη. Οι όροι των οικουμενικών συνόδων είναι μνημεία αυθεντικά, αλάθητα και αμετακίνητα. Κανένας ιδιώτης ούτε και τοπικές σύνοδοι δεν έχουν το δικαίωμα, έστω και στο ελάχιστο, να τους μεταβάλλουν και να τους τροποποιήσουν. Μόνον άλλη οικουμενική σύνοδος μπορεί να το επιχειρήσει. Την άποψη αυτή κατοχυρώνει επίσημα η Γ· Οικ. Σύνοδος σε όσα αποφαίνεται·

«Μηδενί εξείναι ετέραν πίστιν προφέρειν, ήγουν συγγράφειν ή συντιθέναι παρά την ορισθείσαν παρά των Αγίων Πατέρων των εν Νικαία συνελθόντων εν Αγίω Πνεύματι». Ετσι είδε το πράγμα και ο πρόεδρος της συνόδου Κύριλλος, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Ιωάννη Αντιοχείας λέγει, ότι δεν επιτρέπεται «λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε ή μίαν γούν παραβήναι συλλαβήν» [1].

 

Η κακοποίηση τού όρου της Γ· Οικ. Συνόδου από τους παπικούς, εξωφρενική και ανεπίτρεπτη, επέφερε σάλο στην οικουμενική Εκκλησία, την οποία τελικά κατάφερε να διασχίσει.



Θεολογικά γιατί είναι αξιοκατάκριτο το filioque;

Διότι καταστρέφει τη μοναρχία στη θεότητα και επιφέρει σύγχυση στα υποστατικά ιδιώματα των προσώπων. Η μοναρχία στη θεότητα αποτελεί κορυφαία στιγμή τού τριαδικού δόγματος της πίστεως, γύρω από την οποία διεξήχθησαν ισχυροί αγώνες στην αρχαία Εκκλησία. Όπως είδαμε στα προηγούμενα, ο Πατήρ θεωρείται ως η πηγαία θεότητα. Απ’ Aυτόν πηγάζουν τα άλλα δύο πρόσωπα της Τριάδος, ο Υιός διά της γεννήσεως και το Πνεύμα διά της εκπορεύσεως. Στην τάξη αυτή της Τριάδος διασφαλίζονται τόσο η ενότητα της φύσεως όσο και η ισοτιμία των προσώπων της Τριάδος. Έτσι εννόησε το πράγμα από παλαιά η Ορθόδοξη θεολογία.

 

Το filioque όμως αναιρεί την τάξη αυτή. Δεν καταστρέφει μεν την ενότητα της φύσεως, καταστρέφει όμως την τάξη των τριαδικών σχέσεων των προσώπων. Καταλύει τη μοναρχία στη θεότητα, εισάγοντας διαρχία στις σχέσεις της τριαδικής θεότητας. Αντί της μίας αρχής από την οποία ανελίσσεται η Αγία Τριάδα, έχουμε δύο αρχές. Ο Πατήρ παύει να είναι η μόνη πηγή της θεότητας, στην οποία τώρα προστίθεται ως παράλληλη πηγή και ο Υιός. Η εισαγωγή όμως και δεύτερης πηγής φέρει αναστάτωση και σύγχυση στα υποστατικά ιδιώματα των προσώπων. Το υποστατικό ιδίωμα τού Υιού δεν είναι πια μόνο η γέννηση, αλλά και η εκπόρευση· τού δε Αγίου Πνεύματος η εκπόρευση δεν είναι εκ μόνο τού Πατρός αλλά και εκ τού Υιού.

 

Στη βάση αυτή της συγχύσεως των υποστατικών ιδιωμάτων διερωτάται κανείς: γιατί η σύγχυση να μην επεκταθεί και περαιτέρω, δηλαδή ο Υιός να μη γεννά τον Πατέρα και το Πνεύμα να μην εκπορεύει τον Υιόν κ.λπ.; Πού θα χαράξουμε τη διαχωριστική γραμμή και πού θα σταματήσουμε στην κατάλυση του δόγματος της Αγίας Τριάδος;


Το filioque έχει πρακτικότερες συνέπειες για την Εκκλησία;

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία έχει. Στο θεολογικό επίπεδο, εκτός τού ότι καταστρέφει το της «μοναρχίας πολυύμνητον και θεοπρεπές κράτος»[2], επιφέρον σύγχυση των υποστατικών ιδιωμάτων των προσώπων, υποτιμά σαφώς και το θεοπρεπές αξίωμα τού παναγίου Πνεύματος. Πράγματι, αν το Πνεύμα το Άγιο δεν εξαρτάται από την ίδια πηγή (τον Πατέρα) όπως και ο Υιός, κατά διαφορετικό φυσικά τρόπο, αλλ’ εξαρτάται και από δεύτερο παράγοντα (τον Υιό), τότε είναι υποδεέστερο τού Υιού, και δεν έχει το αυτοτελές και ομόλογο προς τον Υιό, που θα είχε αν προερχόταν αμέσως από τον Πατέρα.


Για την Oρθόδοξη όμως Εκκλησία η μείωση τού Πνεύματος στο θεολογικό πεδίο, έχει αντίκτυπο και στο σωτηριολογικό. Αν το Πνεύμα δεν είναι ομότιμο και ισότιμο προς τον Υιό (και φυσικά προς τον Πατέρα), είναι δηλαδή δευτέρας τάξεως στην Αγία Τριάδα, τότε κινδυνεύει το έργο του στο πεδίο της σωτηρίας, σαν αρχής τελειωτικής τού λυτρωτικού έργου τού Χριστού, της Εκκλησίας και τού αγιασμού των ανθρώπων. Αυτό για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ζει και κινείται στη χάρη του Αγίου Πνεύματος, έχει φοβερές επιπτώσεις στην υπόστασή της. Οι αγώνες της κατά τού «και εκ του υιού» δεν ήσαν ούτε είναι «περί όνου σκιάς», όπως ίσως θα νόμιζαν μερικοί, αλλ’ αγώνες υπαρξιακοί, για τη διατήρηση της υποστάσεως και της ουσίας της και την επιτυχία των σωτήριων σκοπών και τού λυτρωτικού δυναμισμού της. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί ν’ αποστεί τού θεωτικού έργου του Αγίου Πνεύματος, στο οποίο ζει, διακρατείται και ελπίζει. Δεν είναι δε χωρίς λόγο, όταν στους ορθόδοξους ναούς το πλήρωμα της Εκκλησίας κάνει το σταυρό του, όταν απαγγέλλεται το Σύμβολο της Πίστεως και στο σημείο «το εκ τού Πατρός εκπορευόμενον». Το ζήτημα αυτό είναι βαθιά χαραγμένο στην πίστη και τη συνείδηση τού ορθόδοξου λαού!


 

Τι σημαίνει ο τύπος εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «εκ Πατρός δι’ Υιού»;


Κατά τους ιερούς Πατέρες της Εκκλησίας το Πνεύμα το Άγιο «εκπορεύεται εκ Πατρός δι’ Υιού». Αυτός είναι ο συνήθης τύπος διά του οποίου εκφράζεται η πίστη της Εκκλησίας. Στο ζήτημα αυτό παρεμβαίνουσα η θεολογία διατυπώνει πολλούς και λεπτούς συλλογισμούς, οι οποίοι είναι δύσκολο να κατανοηθούν από τους πολλούς πιστούς, για τους οποίους γενικά η θεολογία είναι δύσκολη και δυσνόητη. Εμείς εδώ, αποφεύγοντας τις πολύπλοκες θεολογικές σκέψεις, θα δώσουμε μια βασική απάντηση, η οποία δεν εξέρχεται της διδασκαλίας τού Δ΄Ευαγγελίου (Ιωάν. 15,26).

 

Η πρόθεση εκ γλωσσικά σημαίνει την αιτία εκ της οποίας γίνεται κάτι, ενώ η διά σημαίνει την αιτία διά της οποίας γίνεται κάτι. Στη θεολογική Τριάδα η εκ αναφέρεται στον Πατέρα εκ τού οποίου το Πνεύμα εκπορεύεται αϊδίως, λαμβάνοντας παρ’ αυτού τη θεότητα («το εκ τού Πατρός εκπορευόμενον», «ό παρά τού Πατρός εκπορεύεται»). Η δε πρόθεση διά αναφέρεται στον Υιό στο όνομα τού οποίου πέμπεται το Πνεύμα στον κόσμο, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι ο Υιός είναι απλό υπηρετικό όργανο τού Πατρός. Είναι φανερό ότι η διά στη σχέση της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος αναφέρεται στην οικονομική Τριάδα, δηλαδή στις εξωτερικές ενέργειες τού Τριαδικού Θεού. Ότι αφετέρου η διά εκφράζει την ταυτότητα φύσεως μεταξύ Υιού και Πνεύματος είναι ομοίως φανερό. Σ’ αυτό στηρίζεται και το άλλο, ότι το Πνεύμα αναπαύεται στον Υιό («και εν Υιώ αναπαυόμενον») και λέγεται «ίδιον τού Υιού» [3].


Το filioque είναι τριαδολογική κακοδοξία;

Αναντιρρήτως ναι και μάλιστα μεγάλη, γιατί φθείρει την περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία. Κατά την ορθόδοξη πίστη το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου τού Πατρός, που είναι η πηγή της θεότητας των δύο άλλων προσώπων τού τριαδικού Θεού, και πέμπεται στον κόσμο διά τού Υιού προς τελείωση του έργου της απολυτρώσεως. Η διδασκαλία αυτή στηρίζεται στο κλασικό χωρίο της Γραφής Ιωάν. 15,26· «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της Αληθείας, ό παρά τού Πατρός εκπορεύεται...», όπου ο μεν ενεστώς «εκπορεύεται» σημαίνει την αϊδια πρόοδο τού Πνεύματος παρά του Πατρός, ο δε μέλλων «πέμψω» την έγχρονη αποστολή τού Πνεύματος από τον Υιό. Αυτός είναι γενικά ο ορθόδοξος τύπος εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος.

 

Η Ρωμαϊκή όμως Εκκλησία έχει άλλη αντίληψη. Διδάσκει ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν εκπορεύεται εκ μόνου τού Πατρός αλλά και εκ τού Υιού (filioque). Τη διδασκαλία της αυτή στηρίζει σε χωρία της Γραφής (Ιωάν. 16,13.5 κ.ά.) τα οποία ερμηνεύει με το δικό της τρόπο. Το filioque, η ιδέα τού οποίου προέρχεται από τη θεολογία τού Αυγουστίνου, η Λατινική Εκκλησία το προσέθεσε στο ιερό Σύμβολο της Πίστεως στην Ισπανία σε σύνοδο τού Τολέδου το 589, προφανώς για να στηρίξει την πίστη στη θεότητα τού Λόγου, που πολεμούσε τότε λυσσωδώς ο Δυτικογοτθικός Αρειανισμός. Από την Ισπανία μεταφέρθηκε το filioque και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όχι βέβαια χωρίς αντίδραση.

 

Το filioque, που δεν έχει πραγματικό έρεισμα στη Γραφή και τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, η Ορθόδοξη Εκκλησία το είδε σαν δεινή τριαδολογική αίρεση και το πολέμησε ισχυρά.


1) Γιατί καταργεί το αξίωμα τού Πατρός ως πηγαίας θεότητας.


2) Καταλύει «το της μοναρχίας πολυύμνητον κράτος», εισάγοντας δύο αρχές στη θεότητα, τον Πατέρα και τον Υιό.


3) Επιφέρει σύγχυση των υποστατικών ιδιωμάτων των προσώπων, τα οποία (ιδιώματα) είναι αυστηρώς προσωπικά, αμετακίνητα και αμετάδοτα, ώστε να διερωτάται κανείς· γιατί ο Πατήρ να μη γεννάται από τον Υιό και ο Υιός να εκπορεύεται από το Πνεύμα; κ.ο.κ.


4) Υποβαθμίζει το Πνεύμα έναντι τού Υιού, υποβαθμίζοντας το θεοπρεπές του αξίωμα και θέτοντας σε κίνδυνο το αγιαστικό έργο του.

Το filioque πού έγινε αιτία διασχίσεως των δύο Εκκλησιών επί Φωτίου (867) και Μιχαήλ Κηρουλαρίου (1054) δεν είναι «θεολογούμενον», μία δηλαδή αμφιλεγόμενη δογματική δοξασία, της οποίας η αθέτηση δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Τουναντίον, για τη Ρωμαϊκή Εκκλησία είναι κορυφαίο δόγμα πίστεως, τού οποίου η άρνηση στερεί τον άνθρωπο της σωτηρίας· για δε την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αθέτηση κορυφαίας στιγμής της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας, της οποίας η αποδοχή καταδικάζει αιώνια τον άνθρωπο. Στο θεολογικό διάλογο που διεξάγουμε με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το filioque αποτελεί πρόβλημα ακανθώδες.

 

Πρέπει δε να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μην παίζουμε «εν ου παικτοίς».


Η άρνηση των θείων ενεργειών στο Θεό παραβλάπτει το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος;

Ναι, το παραβλάπτει. Φθείρει την έννοια τού αληθινού Θεού. Όπως σημειώσαμε στο προηγούμενο, στον Τριαδικό Θεό υπάρχουν· η ουσία, οι υποστάσεις και οι θείες ενέργειες. Αν λείψει ένα από τα τρία αυτά, φθείρεται η έννοια τού αληθινού Θεού. Αίρεση δεν είναι μόνο η άρνηση ή η παρεκδοχή της θείας ουσίας ή των τριαδικών υποστάσεων, αλλά και η άρνηση ή παρεκδοχή των άκτιστων θείων ενεργειών.

 

Τις θείες ενέργειες αρνείται από το Θεό η Ρωμαϊκή Εκκλησία. Τις απορρίπτει γιατί κατ’ αυτήν η ύπαρξη των θείων ενεργειών συνθέτει τη φύση τού Θεού, της οποίας καταλύει την άπειρη απλότητα. Βεβαίως υπάρχουν δυνάμεις στο Θεό, όμως αυτές δεν είναι άκτιστες, όπως άκτιστη δεν είναι και η θεία χάρη και το φως τού Χριστού. Όλα αυτά κατά τη λατινική θεολογία είναι μεγέθη κτιστά, τα οποία δημιουργεί ο υπερβατικός Θεός για να σώσει τον άνθρωπο. Γύρω από το ζήτημα των άκτιστων θείων ενεργειών διεξήχθησαν σκληροί αγώνες μεταξύ της ορθόδοξης Ανατολής και της λατινικής Δύσεως. Ο μοναχός Βαρλαάμ, εκπρόσωπος τού λατινικού πνεύματος, καταπολέμησε σφοδρώς την ορθόδοξη διδασκαλία· αυτόν δε αντιμετώπισε σθεναρά ο μεγάλος πρόμαχος της Ορθοδοξίας Γρηγόριος ο Παλαμάς, επίσκοπος Θεσσαλονίκης. Σύνοδοι της Εκκλησίας δικαίωσαν τους αγώνες και τη διδασκαλία του Αγίου, και καταδίκασαν τον λατινόφρονα Βαρλαάμ [4].

Το ζήτημα των θείων ενεργειών είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, όχι μονάχα για την ολοκληρία της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας της, αλλά και για όλη την υπόστασή της και το λυτρωτικό έργο της. Η άκτιστη θεία ενέργεια (η χάρη) αποτελεί τον ζωτικό και αγιαστικό της Ορθοδοξίας δεσμό. Με τη βαθιά ένωση μαζί της θεοποιείται ο άνθρωπος. Θα μπορούσε να επιτευχθεί η θέωση, αν η θεία ενέργεια (η χάρη) δεν ήταν μέγεθος άκτιστο αλλά κτιστό; Αλήθεια, πώς θα μπορούσαν να συνοικήσουν Ορθοδοξία και Ρωμαιοπαπισμός με τόσο έντονες σωτηριολογικές και εσχατολογικές αποκλίσεις και διαφορές; Οι μεν Ορθόδοξοι να οραματίζονται και να σπεύδουν προς τη θέωση, οι δε Ρωμαιοκαθολικοί να είναι ανίδεοι τού σημαντικού αυτού πράγματος;

 

Σημειώσεις


1. Βλ. Χρ. Ανδρούτσου, Συμβολική, εν Αθήναις 1930, σ. 157.
2. Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
3. Είναι πολυσυζητημένη έκφραση του αγίου Κυρίλλου του Αλεξανδρείας, η οποία δέχτηκε πολλές επιθέσεις από τους αντιπάλους του (Κυρίως από το Θεοδώρητο Κύρου). Ο διαπρεπής όμως θεολόγος με τη φράση αυτή εννοούσε το ομοφυές (κατά την ουσία) τού Πνεύματος με τον Υιό.
4. Βλ. Τόμους των εν Κων/πόλει συνόδων του 1341 κα 1351 περί του Ησυχασμού (Ι. Καρμίρη, Τα μνημεία, 1952, σελ. 294 εξ.). Ε. Χριστολογία (σσ. 91-109).

Δημιουργία αρχείου: 14-8-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 16-8-2008.

ΕΠΑΝΩ