Εισαγωγικά τινα
Το θέμα «ιερωσύνη και άσκηση» στοχεύει να αναδείξει το πως συνδυάζονται οι
δύο αυτές πραγματικότητες στο ένα και το αυτό πρόσωπο, αυτό του ιερέα. Αν
γινόταν αντιστροφή των δύο αυτών όρων και ετίθετο πρώτα ο όρος άσκηση και
μετά ο όρος ιερωσύνη, τότε το βάρος της διαπραγμάτευσης θα ετίθετο στην
άσκηση, η οποία, βεβαίως, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στην ιερωσύνη. Μάλιστα δε
υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες στον ασκητή δε συνιστάται η ανάληψη των
πνευματικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το χάρισμα της ιερωσύνης(1).
Ενώ, όπως ετέθη το θέμα, με το να προηγείται η ιερωσύνη και να έπεται η
άσκηση υποδεικνύεται ότι η εισήγησή μας πρέπει να καταδείξει το πως η
λειτουργία του ιερατικού χαρίσματος εμπεριέχει το στοιχείο της ασκήσεως. Θα
έλεγα δε ευθύς εξ αρχής κάτι ακόμη εντονώτερο: η ιερωσύνη προϋποθέτει την
άσκηση, ως πνευματική προετοιμασία, αλλά και η άσκηση συνοδεύει δια βίου τον
ασκούντα το ιερώτατο χάρισμα της ιερωσύνης.
Διατυπώνοντας τις πιο πάνω εισαγωγικές σκέψεις δεν θα ήθελα να μου αποδοθεί
κάποια πρόθεση λογοπαιγνίου ή, τέλος πάντων, σχολαστικίζουσα διάθεση.
Αντίθετα, είναι προφανές ότι επιθυμώ να τονίσω ευθύς εξ αρχής ότι οι δύο
αυτές ιερές πραγματικότητες θα παρουσιαστούν συνδυαστικά, άρρηκτα
συνδεδεμένες, όπως εξάλλου το απαιτεί το αληθινό φρόνημα της ορθόδοξης
παράδοσής μας.
Για καθαρά όμως μεθοδολογικούς σκοπούς θα δούμε πρώτα τον ιερέα ως ασκούμενο
πρόσωπο και στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε την άσκηση ως κύριο χαρακτηριστικό
στη λειτουργία και εν γένει φανέρωση του ιερατικού χαρίσματος.
Τα συμπεράσματα της παρούσας εισήγησης θα έλθουν στο τέλος να συνοψίσουν τα
εκτεθέντα και να δείξουν εναργέστατα ότι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη
εποχή, χρειάζεται να είναι ζωντανή στη ζωή του ιερέα η ζεύξη του ιερατικού
χαρίσματος και της λειτουργίας του με την πνευματική και σωματική άσκηση.
Ούτε πάλι επιτρέπεται, στο όνομα του αιτήματος του δήθεν εκσυγχρονισμού, ο
ιερέας να απεμπολήσει δομικά στοιχεία της ύπαρξής του, όπως είναι η
πολυσχιδής σωματική και πνευματική άσκηση. Εξάλλου τα τελευταία
εκκλησιαστικά γεγονότα δυστυχώς επιβεβαίωσαν τα ως άνω και κατέδειξαν ότι η
μόνη σίγουρη οδός για την αναστήλωση της εικόνας των εκκλησιαστικών προσώπων
μέσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία είναι η μετά σπουδής και ενθουσιασμού
επιστροφή στους όρους και τους τρόπους της αληθινής άσκησης, που ανέκαθεν
θεμελιώνουν ένα στέρεο πνευματικό φρόνημα και εγγυώνται αληθινή και ενάρετη
βιοτή.
Γι’ αυτό και θεωρούμε εξαιρετικά επίκαιρη την επιλογή ως γενικού θέματος του
Ζ’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου το θέμα «Το μυστήριον της ιερωσύνης»
και ελπίζουμε ότι οι εισηγήσεις θα οδηγήσουν στην αναζωπύρωση του ιερατικού
χαρίσματος(2).
Α. Ο ιερέας ως ασκούμενο πρόσωπο
1. Η άσκηση ως απαραίτητη συνθήκη του χριστιανικού βίου
Στήν Αγία Γραφή σπάνια θα βρούμε τους όρους ασκείν, άσκηση, ασκητής. Ο
Απόστολος Παύλος, απολογούμενος ενώπιον του ηγεμόνα Φήλικα, είπε για τον
εαυτό του: «εν τούτω δε και αυτός ασκώ απρόσκοπτον συνείδησιν έχειν προς τον
Θεόν και τους ανθρώπους δια παντός»(3).ΣτηνΠαλαιά
Διαθήκη υπάρχει το ρήμα ασκείν, χωρίς ιδιαίτερη εννοιολογική χρήση, καθόσον
θα μπορούσε στη θέση του να μπεί το ρήμα επιτελείν(4).
Ενώ στην περίπτωση του μαρτυρίου των επτά παίδων αυτοί ονομάζονται ασκηταί
ευσεβείας(5).
Η δε εν γένει προσπάθεια πιστής τήρησης από μέρους τους του νόμου του Θεού
αποκαλείται άσκηση(6).
Όμως, ενώ λείπει από την Αγία Γραφή αυτολεξεί ο όρος άσκηση, ως προς το
περιεχόμενό του θα λέγαμε ότι από την αρχή έως τις τελευταίες της σελίδες η
Αγία Γραφή δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προτρέπει τον άνθρωπο στην
ανάληψη του πνευματικού του αγώνα, να περιγράφει τις πτυχές του πνευματικού
αγώνα και να παραπέμπει στον αγωνοθέτη Θεό, ο οποίος θα ανταμείψει τους
τίμιους αγωνιστές. Θα ήταν μάταιο πράγμα η παράθεση και ανάλυση των σχετικών
χωρίων, αφού πρόκειται για κάτι τόσο προφανές. Και είναι βέβαια τόσο
προφανές το πράγμα, διότι παραπέμπει στα οντολογικά δεδομένα της ανθρώπινης
ύπαρξης. Δηλαδή οδηγεί αναπότρεπτα στην ιστορία του ανθρώπου, στην πτώση των
πρωτοπλάστων και δι’ αυτής στην ασθένεια, πλέον, της ανθρώπινης φύσης(7).
Έκτοτε ο πνευματικός αγώνας, η άσκηση ως κινητήρια δύναμη στον πνευματικό
αγώνα, ως χαρακτηριστικό στοιχείο της πνευματικής πορείας του ανθρώπου,
ταυτίζεται με την προσπάθεια επιστροφής στο Θεό, υποταγής στο άγιο θέλημά
Του. Αφού η πτώση, η υποδούλωση στα πάθη, απομακρύνουν τον άνθρωπο από το
Θεό, η αποκάθαρση, ο συστηματικός πνευματικός αγώνας, η άσκηση της
ταπείνωσης και των ευαγγελικών αρετών συνιστούν την πορεία επιστροφής προς
το Θεό.
Το βασικό πλαίσιο του πνευματικού αγώνα κάθαρση - φωτισμός - θέωση, που
είναι και το αναντικατάστατο θεραπευτικό πρόγραμμα σύμφωνα με την παράδοση
της ορθόδοξης πνευματικότητας, παραμένει η μόνη ασφαλής οδός αποκατάστασης
της σχέσης του ανθρώπου με το Θεό και ταυτόχρονα ο μόνος σίγουρος τρόπος
αποκατάστασης της ακεραιότητας του ανθρώπινου προσώπου ως εικόνας του Θεού.
Ακεραιότητα η οποία διασπάστηκε σε ατέλειωτα κομμάτια εξαιτίας των πολλαπλών
κακών ενεργημάτων των παθών του μεταπτωτικού ανθρώπου. Έτσι έφτασε ο
άνθρωπος να παρουσιάζει τόσα «πρόσωπα», όσα είναι τα άπειρα ενεργήματα των
παθών επάνω του. Μόνο η σοβαρή ως άνω ασκητική προσπάθεια μπορεί να βάλει
κάποια τάξη στο χάος που υπάρχει μέσα στον μεταπτωτικό άνθρωπο(8).
Με απλά λόγια, να συναισθανθεί, δηλαδή, ο άνθρωπος το χάλι του και να
αρχίσει να εργάζεται για την επούλωση των πληγών που δημιουργεί πάνω του η
αμαρτία και ο διάβολος, συνεργούσης φυσικά και της δικής του εμπάθειας.
Έτσι δεν είναι καινοτομία ή κάποια εμμονή του αειμνήστου καθηγητού πατρός
Ιωάννου Ρωμανίδη, ο τονισμός αυτού του πλαισίου της πνευματικής ζωής ως της
μόνης σοβαρής, ασφαλούς και εις βάθος κατανόησης της ιστορίας της ανθρώπινης
πτώσης και της δια της πνευματικής και σωματικής άσκησης επανόδου του στο
αρχαίο κάλλος. Ούτε πάλι είναι εφεύρημα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου ο όρος «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία», που χρησιμοποιεί στα
έργα του προκειμένου να τονιστεί η διαδικασία κατανίκησης των παθών με τον
πνευματικό αγώνα και την άσκηση, συνδραμούσης της θείας χάριτος, η οποία
ανάπτει το σπινθήρα για την έναρξη του αγώνα και ενισχύει και φωτίζει για
την αίσια έκβασή του.
Όλα τα σύγχρονα θεολογικά αλλά και τα πατερικά συγγράμματα - εγχειρίδια που
διαλαμβάνουν συστηματικά τις αρχές της πνευματικής ζωής έχουν περίπου την
ίδια δομή(9).ΣτηνΚλίμακα
του Ιωάννου παρατηρούμε ότι μόλις από τον 26ο λόγο και πέρα η διαπραγμάτευση
«αποδεσμεύεται» από την ανάλυση των παθών. Για να φτάσει στον 29ο λόγο να
γίνει λόγος «περί του επιγείου ουρανού της θεομιμήτου απαθείας και
τελειότητος». Ακόμη, ο όσιος Ιωάννης μόλις στον προτελευταίο λόγο (30ο)
αναφέρεται στην τριάδα των αρετών, πίστη, ελπίδα και αγάπη.
Ομοίως και ο άγιος Ισαάκ προς το τέλος των λόγων του αναφέρεται στην
πνευματική θεωρία - κατανόηση των κριμάτων του Θεού, στις λεπτές διακρίσεις
των πνευματικών αλλοιώσεων κ. α.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, πάλι, προς το τέλος των λόγων του αναφέρεται
στην απάθεια, στη θεία έλλαμψη, στην πνευματική θεωρία (θέα) των θείων
ενεργειών κ. α.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην επιστολή του «Προς την σεμνοτάτην εν
μοναζούσαις Ξένην», ακολουθώντας την κλασσική πατερική οδό της ανάλυσης των
παθών και της διαδικασίας της κάθαρσης με την άσκηση της ταπείνωσης και της
προσευχής, στο τέλος της επιστολής - πραγματείας αναφέρεται στα χαρίσματα
του Αγίου Πνεύματος, όπως αυτό της διοράσεως και προοράσεως. Μάλιστα δε
κατακλείει την επιστολή επανερχόμενος στην αδιάλειπτη προσευχή και το
πνευματικό πένθος προκειμένου να διασφαλιστούν τα δια της προηγουμένης
πνευματικής διαδικασίας παραχωρηθέντα από το Θεό πνευματικά
αγαθά. Στην κατακλείδα περίπου του έργου με τα λόγια «δεύτε και ημείς εν
μακαριστή πτωχεία προσπέσωμεν και κλαύσωμεν εναντίον Κυρίου του Θεού ημών˙
ίνα και τα προημαρτημένα απαλείψωμεν και προς την κακίαν ακινήτους εαυτούς
ποιήσωμεν και του Παρακλήτου επιτύχωμεν…», βλέπουμε ότι το κατά Θεόν πένθος
όχι μόνον είναι προϋπόθεση για την πνευματική προκοπή, αλλά, όπως είπαμε,
διασφαλίζει τα κεκτημένα πνευματικά αγαθά και δη τη χάρη του παναγίου
Πνεύματος(10).
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο «Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο», μετά τα
σχετικά περί φυλακής των αισθήσεων ξεχωριστά για την κάθε μία και για όλες
μαζί τις αισθήσεις, στο τέλος του έργου του αναφέρεται στις «πνευματικές και
οικείες του νου ηδονές» και μας υποδεικνύει σαφέστατα ότι, αν δεν προηγηθεί
η προαναφερθείσα ασκητική διαδικασία, η πνευματική δηλαδή καλλιέργεια του
ανθρώπου, δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για πνευματικούς καρπούς, για
καταστάσεις χάριτος και κατά Θεόν μακαριότητος.
Στο βιβλίο του αειμνήστου Γέροντος Σωφρονίου για τον άγιο Σιλουανό τον
Αθωνίτη, ενώ στο πρώτο μέρος βλέπουμε περιγραφόμενη τη σφοδρότητα του
πνευματικού αγώνα και της άσκησης του αγίου Σιλουανού, όπως επίσης και την
εν είδει απολογίας παρουσίαση προς τον δυτικό άνθρωπο του βάθους και του
πλούτου της ορθόδοξης πνευματικής παράδοσης από μέρους του Γέροντα Σωφρονίου
-που σε λίγα σημεία ίσως κουράζει τους μετόχους της ανατολικής πνευματικής
παράδοσης - όταν αρχίζει το δεύτερο μέρος, με τις γραφές του αγίου Σιλουανού,
τότε αύρα λεπτή καταλαμβάνει την ψυχή κάθε αναγνώστη. Πλέον εδώ μιλάει ο
κεκαθαρμένος και φωτισμένος και στην κατάσταση της θεώσεως ευρισκόμενος
άγιος Σιλουανός και τα λόγια του έχουν την αύρα του παναγίου Πνεύματος, γι’
αυτό και τα δέχεται ο αναγνώστης όλα ασυζητητί και εισχωρούν βαθιά στην
ύπαρξή του, χωρίς άλλες σκέψεις και στοχασμούς.
Στο γνωστό βιβλίο «Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας» του αειμνήστου Γέροντος
Ιωσήφ, στο δεύτερο μέρος, στην 65η επιστολή-πραγματεία «προς ησυχαστήν
ερημίτην», που είναι διαιρεμένη σε 12 μικρά κεφάλαια και όπου αναλύονται
βασικές πλευρές της ασκητικής ζωής και πολιτείας, μόλις στο τελευταίο
κεφάλαιο γίνεται λόγος περί αγάπης. Μάλιστα δε ουσιαστικά, κατά μίμηση του
Αποστόλου Παύλου, του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και άλλων μη ονομαζομένων
πατέρων, γίνεται ένας ύμνος της αγάπης είτε από το Θεό προς εμάς, είτε τη
βοηθεία Εκείνου από εμάς προς το Θεό. Την «αλληλοφιλαδελφία», που είναι για
μας ύψιστο εφετό, ο Γέρων Ιωσήφ τη θεωρεί απλά εκπλήρωση της εντολής της
αγάπης. Η όντως αγάπη είναι «ενέργεια της θείας Αγάπης»(11).
Τα τελευταία περί αγάπης στο τέλος του βιβλίου έρχονται πάλι να μας
υπενθυμίσουν ότι, αν δεν προηγηθούν τα προηγούμενα ασκητικά στάδια και
παλαίσματα, τότε τα λόγια περί αγάπης είναι άνευ αντικειμένου, κενά
περιεχομένου, φληναφήματα ευσεβούς, έστω, φαντασίας.
Τέλος, στην έκδοση της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας με τίτλο «Άσκησις
και θεωρία», όπου καταχωρίζονται κάποια κείμενα του αειμνήστου Γέροντος
Σωφρονίου (Σαχάρωφ), υπάρχει και ένα κείμενο με τίτλο «Περί των βάσεων της
ορθοδόξου ασκήσεως», το οποίο έχει την κάτωθι χαρακτηριστική εναρκτήρια
παράγραφο: «Το παρόν θέμα παρουσιάζεται ως το πλέον επίκαιρον ουχί μόνον δι’
όσους καλούνται ασκηταί υπό την στενήν ούτως ειπείν ειδικήν της λέξεως
έννοιαν, ήτοι δια τους μοναχούς, αναχωρητάς και ερημίτας, αλλά και δια πάντα
χριστιανόν εν γένει. Επί πλέον, το επίκαιρον και "σύγχρονον" του θέματος
τούτου εις πάντας τους αιώνας, εις πάσαν εποχήν, παραμένει το αυτό εξ
επόψεως ουσίας, ως προς την ποιότητα ζωής του ανθρωπίνου πνεύματος, την
οποίαν έχομεν επί του προκειμένου υπ’ όψιν»(12).
Τέλος, «η χριστιανική άσκηση δεν γίνεται για να αποκαλυφθεί η δύναμη ή η
καρτερία μας. Δεν σημαίνει να θέτουμε ορισμένους στόχους ρεκόρ. Αυτό θα ήταν
μία άθληση που έχει και αυτή την αξία της. Δεν σημαίνει ακόμη να έχουμε
σκοπό το βασανισμό του εαυτού μας. Τούτο αποτελεί θρησκοληψία και
απανθρωπιά. Η ουσιαστική άσκηση του χριστιανού είναι η αδιάκοπη προετοιμασία
για την αποδοχή της αγάπης, της πνοής του Αγίου Πνεύματος»(13).
2) Η άσκηση ως προετοιμασία και πνευματικό υπόβαθρο του ιερέα
Μετά από όσα ελέχθησαν στο προηγούμενο κεφάλαιο κατανοούμε πλέον πολύ καλά
ότι, αφού για τον κάθε χριστιανό η άσκηση είναι απαράβατη, αναγκαία συνθήκη
του βίου του, αυτό ισχύει για τον υποψήφιο ιερέα ή τον ήδη «ενδεδυμένον την
της ιερατείας χάριν»(14)
κατά μείζονα λόγο. Ο ιερέας καλείται εκ της αποστολής του να ενστερνιστεί
όλο το ασκητικό πρόγραμμα που αναφέραμε για την πνευματική συγκρότησή του,
αλλά και για να μπορέσει αργότερα να το διδάξει στο ποίμνιό του. Δεν είναι
νοητό ο ιερέας να έχει λιγότερες πνευματικές υποχρεώσεις από τους
χριστιανούς του. Δε θα πρέπει συνειδησιακά να αναπαύεται όταν βλέπει στο
ποίμνιό του χριστιανούς με μεγαλύτερο πνευματικό ζήλο. Εκ της θέσεως και του
χαρίσματός του είναι πρώτος και οδηγός στην χριστιανική κοινότητα. Αυτό
πρέπει να έχει σίγουρα και ένα πνευματικό αντίκρισμα. Πρέπει να είναι πρώτος
και στο ασκητικό φρόνημα, στους πνευματικούς αγώνες. Διαφορετικά, αν ο ίδιος
είναι αμελής πνευματικά και ράθυμος, όχι μόνο θα έχει πνευματική τύφλωση,
αλλά θα βλάψει και όσους τον εμπιστεύονται πνευματικά. Δηλαδή θα έχουμε
τέλεια επιβεβαίωση των λόγων του Κυρίου: «μήτι δύναται τυφλός τυφλόν οδηγείν;
ουχί αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται;»(15).
Και ακόμη, το να επιφορτίζει τους χριστιανούς με πολλές πνευματικές
υποχρεώσεις και ο ίδιος να έχει αμελή βίο, αυτό είναι και μία μορφή βαριάς
υποκρισίας, την οποία επίσης καταδίκασε το αψευδές στόμα του Κυρίου: «και
υμίν τοις νομικοίς ουαί, ότι φορτίζετε τους ανθρώπους φορτία δυσβάστακτα,
και αυτοί ενί των δακτύλων υμών ου προσψαύετε τοις φορτίοις»(16).
Κάθε τίμιος ιερέας σε ο,τιδήποτε ιερατικώς πράττει, αλλά και ακόμη, θα
έλεγα, σε κάθε στιγμή της ζωής του, έρχεται αντιμέτωπος με ένα διπλό
βαθύτατα υπαρξιακό ερώτημα: «ποιος είμαι; τίνι παρίσταμαι;». Το ερώτημα αυτό
είναι πανάρχαιο. Από το Μωϋσή το θεόπτη(17),
τον Ησαία τον προφήτη(18)
και άλλα ιερά πρόσωπα, που ανέλαβαν μία αποστολή του Θεού χάριν του λαού του
Θεού, μέχρι και τον τελευταίο σημερινό ιερέα, συνειδησιακά προβάλλει το ίδιο
ερώτημα: «ποιός είμαι εγώ; πόσο μεγάλη είναι η αναξιότητά μου; πως ο Θεός
μου εμπιστεύεται τόσο μεγάλη αποστολή»; Δηλαδή, ο Θεός μου αναθέτει έργο
θεϊκό, όπως είναι η καθοδήγηση και υποβοήθηση των ανθρώπων στο δρόμο της
σωτηρίας, πράγμα το οποίο δεν εμπιστεύθηκε ούτε στους απόλυτα πιστούς
διακόνους του, τους αγίους αγγέλους. (19) Οι απαντήσεις στα ως άνω υπαρξιακά ερωτήματα προσδιορίζουν το
πνευματικό επίπεδο της ιερατικής αυτοσυνειδησίας του κάθε ιερέα. Το
ζητούμενο εδώ φυσικά δεν είναι η απάντηση στα ερωτήματα, αφού αυτά
απαντώνται συνειδησιακά σε προσωπικό πεδίο ή στην εξομολογητική διαδικασία
του ιερέα ενώπιον του πνευματικού του πατρός ή θα απαντηθούν στον ίδιο το
Θεό εν ημέρα κρίσεως και μισθαποδοσίας(20).
Το ζητούμενο εδώ είναι η περιγραφή στοιχειωδώς της πνευματικής συγκρότησης
του ιερέα.
Σύμφωνα με τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, «ο μη γεννηθείς άνωθεν ου δύναται
ιδείν τον γεγεννηκότα Θεόν ουδέ γνωρίσαι τον εις τούτο πεφθακότα δια του
Πνεύματος»(21). Στηνανάλυση
αυτής της θέσης, αφού κάνει μνεία και ερμηνεία των λόγων του Κυρίου προς το
Νικόδημο: «εάν μη τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του
Θεού»(22),
καθώς και «το γεγενημένον εκ της σαρκός σάρξ εστι, και το γεγενημένον εκ του
πνεύματος πνεύμά εστι»(23),
θεωρεί αυτού του είδους την πνευματική αναγέννηση όχι μόνο ως οδό ασφαλούς
θεογνωσίας, αλλά και ως το ασφαλές κριτήριο για την αναγνώριση του
πνευματικού πατέρα, ο οποίος θα έχει τα ίδια σημεία της δια Πνεύματος Αγίου,
άνωθεν δηλαδή γέννησης(24).
Σίγουρα εδώ μπορούν να εγερθούν ενστάσεις, στο ότι δηλαδή απαιτείται τέτοια
και τόση ωριμότητα για την ανεύρεση απλανούς οδηγού. Έστω και αν δεχθούμε
κάποια δικαιολόγηση αυτής της ένστασης, θα είναι αδικαιολόγητος ένας
υποψήφιος ιερέας ή ήδη ιερέας, εάν δεν αγωνισθεί για ένα τόσο σοβαρό θέμα
και δεν το κάνει, τουλάχιστον, αίτημα προσευχής.
Δεν αναφέρουμε περισσότερα για τη βασική θέση του Αγίου Συμεών ως προς την
πνευματική αναγέννηση του πνευματικού τέκνου, χάριτι Θεού, στις αγκάλες του
πνευματικού πατρός, με συνέπεια από καθοδηγούμενος να γίνεται εκ πείρας
πλέον έμπειρος στην καθοδήγηση άλλων ανθρώπων(25),
για το λόγο ότι για την πνευματική πατρότητα υπάρχει ειδική εισήγηση στο
Συνέδριο και, επιπλέον, μπορεί κανείς να ανατρέξει και σε ειδική διατριβή
για το θέμα αυτό(26).
Την επιμονή όμως του αγίου Συμεών στην πνευματική αναγέννηση και ωρίμανση
του πνευματικού τέκνου, προκειμένου να αναλάβει ποιμαντικές φροντίδες, την
καταλαβαίνουμε καλύτερα από την ανάλυση που κάνει στον Α’ Κατηχητικό του
Λόγο «Περί Αγάπης»(27),
όπου, αφού μνησθεί του ευαγγελικού χωρίου στο οποίο ο Κύριος λέει: «μακάριος
ο ποιήσας και διδάξας· ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών»(28),
επιμένει, και έχει ασφαλώς δίκαιο, ότι οι άγιοι πατέρες της Εκκλησίας μας
έγραφαν και δίδασκαν εκ πείρας, πρώτα εκείνοι εφάρμοζαν τα όσα δίδασκαν: «ουδέν
γαρ οι φωστήρες έγραψαν εκείνοι, όπερ πρότερον ουκ εποίησαν και ποιήσαντες
ου κατώρθωσαν» (29). Σπεύδει δε να το αιτιολογήσει και από την πλευρά των ακροατών, των
μαθητών, ότι δηλαδή πιο εύκολα και με περισσότερο ζήλο εφαρμόζουν τις
πνευματικές συμβουλές όταν ο διδάσκαλός τους έχει αυτές τις προϋποθέσεις.
Λέγει δε χαρακτηριστικά: «του γαρ τοιούτου διδασκάλου και οι μαθηταί
ακούοντες, μιμείσθαι αυτόν γίνονται πρόθυμοι και ου τοσούτον εκ των εκείνου
λόγων δέχονται την ωφέλειαν, όσον από των καλών αυτού πράξεων διεγείρονται
και τα αυτά ποιείν αναγκάζονται»(30).
Αλλά βέβαια όλα τα ως άνω μπορεί να φαίνονται ωραία στη διατύπωση και να μην
επιτρέπουν την έκφραση σοβαρών αντιρρήσεων, στην πράξη όμως είναι πολύ
δύσκολα. Ακόμη και εξ ιδίας πείρας, είτε ως καθοδηγούμενοι είτε ως
καθοδηγηταί άλλων, γνωρίζουμε ότι είναι πολύ δύσκολο πράγμα η υπακοή και η
συμμόρφωση προς τις πνευματικές συμβουλές. Χρειάζεται μεγάλη ταπείνωση και
προπαντός αποφασιστικότητα. Απαιτείται κανείς, σύμφωνα και με την πνευματική
του κατάσταση, να πάρει όσο το δυνατόν πιο σοβαρά την πνευματική ζωή και τον
αγώνα για τη σωτηρία του. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος επιμένει όχι απλά
στην «παιδαγωγία» αλλά στην εν Χριστώ και δια του ευαγγελίου αναγέννηση(31).
Και φυσικά κάθε γέννηση είναι ολόκληρη διαδικασία και εμπεριέχει στάδια
πολλά, δηλαδή σύλληψη, ανάπτυξη του εμβρύου και γέννηση. Όμως η διαδικασία
ωρίμανσης, λόγω της τρεπτότητας του ανθρώπου και του φθόνου του διαβόλου,
απειλείται διαρκώς. Γι’ αυτό και ο αγώνας είναι ασταμάτητος(32).
Τι σημαίνουν όλα αυτά για το ιερωμένο πρόσωπο; Άσκηση ποικιλότροπη,
πολυμερή, ασταμάτητη «άχρις ου μορφωθή Χριστός»(33).
Για να συνδέσουμε τα όσα αναφέρθηκαν για την άσκηση στη ζωή κάθε χριστιανού
και στη ζωή του ιερέα και για να φανεί η ιδιαιτερότητα στη δεύτερη
περίπτωση, θα παραθέσουμε ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα του Αγίου
Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Έτι ουν αμφισβητήσεις ημίν του μη καλώς ηπατήσθαι,
πάσι μέλλων επιστήσεσθαι του Θεού τοις υπάρχουσι, και ταύτα πράττων, α και
τον Πέτρον ποιούντα έφησε δυνήσεσθαι και των αποστόλων υπερακοντίσαι τους
λοιπούς. Πέτρε γαρ, φησί, φιλείς με πλείον τούτων; Ποίμαινε τα πρόβατά μου.
Καίτοι γ’ ενήν ειπείν προς αυτόν, ει φιλείς με, νηστείαν άσκει, χαμευνίαν,
αγρυπνίας συντόνους, προΐστασο των αδικουμένων, γίνου ορφανοίς ως πατήρ, και
αντί ανδρός τη μητρί, αυτών· Νυν δε πάντα ταύτα αφείς, τι φησί; ποίμαινε τα
πρόβατά μου. Εκείνα μεν γαρ α προείπον, και των αρχομένων πολλοί δύναντ’ αν
επιτελείν ραδίως, ουκ άνδρες μόνον, αλλά και γυναίκες· όταν Εκκλησίας
προστήναι δέη και ψυχών επιμέλειαν πιστευθήναι τοσούτων, πάσα μεν η
γυναικεία φύσις παραχωρείτω τω μεγέθει του πράγματος, και ανδρών δε το
πλέον· αγέσθωσαν δε εις μέσον ου πολλώ τω μέτρω πλεονεκτούντες απάντων, και
τοσούτον υψηλότεροι των άλλων κατά την ψυχής όντες αρετήν, όσον του παντός
έθνους Εβραίων κατά το του σώματος μέγεθος ο Σαούλ, μάλλον δε και πολλώ
πλέον(34)».
Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιχειρεί μία
σύγκριση των κατ’ εξοχήν ασκητών, των μοναχών, και των ιερέων,
υποστηρίζοντας ότι ο ιερέας περισσότερο του μοναχού ασκεί έμπρακτα την
υπομονή, καθ’ ότι καθοδηγεί προς την αρετή τους χριστιανούς, έχει άλλου
είδους άσκηση, καθ’ ότι ζει εν μέσω του κόσμου, ενώ ο μοναχός ζει μόνος του,
και, ακόμη, ο μοναχός πραγματώνει ευκολότερα τον αγώνα του για την αρετή
παρά αυτός που έχει φροντίδα για πλήθος χριστιανών(35).
Β. Η άσκηση κατά τη λειτουργία του ιερατικού χαρίσματος
1) Άσκηση και ιερουργία
Το κεντρικό σημείο της λειτουργίας του ιερατικού χαρίσματος είναι η
ιερουργία. Τα ιερά μυστήρια, οι ιερές ακολουθίες, οι περιστατικές ευχές, όλα
όσα συνθέτουν τον χώρο της λατρείας της Εκκλησίας είναι το κύριο πεδίο
δράσης του ιερέα. Στο χώρο της λατρείας είναι πρωταγωνιστής, ο κύριος μοχλός
της διεκπεραίωσής της. Αφού η λατρεία έχει ως διπλό σκοπό τη δοξολογία του
Θεού και τον αγιασμό του ανθρώπου(36),
ο ιερέας είναι το στόμα του λαού του Θεού που μεταφέρει τις προσευχές και
ικεσίες στο Θεό, αλλά και το χέρι του Θεού που μεταφέρει την ευλογία και τη
χάρη του Θεού στο λαό.
Η τέλεση των ιερών μυστηρίων και των ιερών ακολουθιών, γενικά δεν απαιτεί
μόνο από τον ιερέα ευλάβεια και προσοχή, επιμέλεια και τάξη. Είναι μία
πνευματική ευκαιρία και για τον ίδιο. Όταν λειτουργεί ο ιερέας δε
διεκπεραιώνει απλά το ιερατικό του καθήκον υπέρ της εκκλησιαστικής
κοινότητος. Λειτουργείται πρωτίστως ο ίδιος. Δηλαδή αναφέρεται, προσφέρεται
ως θυσία και ο ίδιος. Ιερέας, πιστοί, ευχαριστιακά δώρα δε χωρίζονται μεταξύ
τους στεγανά. Δε μιλάμε δηλαδή μόνο για κάποιες ευχές της θείας λειτουργίας
που αναφέρονται στον ίδιο τον ιερέα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη βάπτιση και
το χρίσμα ενός ανθρώπου. Μπορεί να είναι ένα υπαρξιακό γεγονός που αφορά στη
ζωή και τη σωτηρία του. Όμως, ταυτόχρονα, είναι και εκκλησιολογικό,
εκκλησιαστικό γεγονός, γιατί η Εκκλησία αυξάνεται κατά ένα μέλος και ο Θεός
εμπιστεύεται πνευματικά στον ιερέα ένα ακόμη παιδί. Σκεφτείτε πόσο αυτό
είναι ακόμη πιο απτό στη βάπτιση των ενηλίκων. Στην τέλεση του ιερού
ευχελαίου, παρότι η αφορμή είναι η ασθένεια ενός μέλους της εκκλησίας, η όλη
ακολουθία, εκτός από τον εξατομικευμένο χαρακτήρα της, αναφέρεται στην
ασθένεια της ανθρώπινης φύσης, στην εν Χριστώ θεραπεία της, στην
αποκατάσταση της ψυχοσωματικής υγείας, πράγμα το οποίο συμπεριλαμβάνει
ασφαλώς και τον ίδιο τον ιερέα. Στο μυστήριο του γάμου ο ιερέας καλείται με
την ιερουργία του να βάλει χάριτι Χριστού την ανθρώπινη συζυγική σχέση σε
ένα ιερό πλαίσιο αγιασμού και αγωνιστικότητας των νεονύμφων, ώστε στη
συνέχεια να βοηθήσει με την ποιμαντική του προσφορά στην κατά Θεόν προκοπή
τους. Στο ιερό μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως, ως άλλος Μωυσής, θα
προσπαθήσει να οδηγήσει τα τέκνα του Θεού από τη χώρα της δουλείας της
Αιγύπτου, που είναι η υποδούλωση στα πάθη, στην ελευθερία της γης της
επαγγελίας, που είναι η ζωή της χάριτος και της εν Χριστώ ελευθερίας.
Όλα όσα, όμως, αναφέραμε έως εδώ είναι πνευματικά θέματα, βιώματα που
εμπεριέχουν διαδικασία στην οποία ο ιερέας δεν είναι ο θεατής ή ο ευλαβώς
συμμετέχων, είναι ιερές καταστάσεις στις οποίες μετέχει και ο ίδιος. Είναι
πεδίο άσκησης και για τον ίδιο τον ιερέα. Αυτό θα το καταλάβουμε αν
επανέλθουμε στη θεία λειτουργία. Η θεία λειτουργία είναι μία συγκεκριμένη
πορεία από τα σύμβολα στην πραγματικότητα(37).
Ο ευλογημένος άρτος, ο αμνός της ιεράς προσκομιδής, μέσα από την ιερουργική
διαδικασία της τελετουργίας του ιερέα θα γίνει το σώμα του Κυρίου. Γι’ αυτό
και ο ιερέας έχει τη δυνατότητα να βλέπει «αυτοψεί το πρόσωπον της αγίας
αναφοράς»(38).
Προκειμένου να αποφευχθεί η μηχανιστική, τυποποιημένη για τον ιερέα
διαδικασία, απαιτείται να έχει βαθύ ασκητικό φρόνημα. Δε χρειάζεται να
πιέζεται, να καταπιέζεται να δείξει κάτι ή, ακόμη περισσότερο, να
κατανοήσει, να εκλογικεύσει τα μυστήρια της χάριτος του Θεού. Όμως οφείλει
να κρατεί το λογισμό του στα τελούμενα. Να ακούει ο ίδιος τη φωνή του και να
λέγει τα αιτήματα, τα λόγια γενικά της θείας λειτουργίας και για τον εαυτό
του. Η όλη του σκέψη, ο νους, η καρδία, η σωματική του στάση πρέπει να
συνοδεύει τα τελούμενα. Αυτό όμως είναι επίπονη και επίμονη άσκηση. Και αυτή
η ασκητική διαδικασία για τον ιερέα αρχίζει πριν την ιερουργία, με την
ειδική προετοιμασία(39), συνεχίζεται κατά την ιερουργία και μετά από αυτήν. Ο ιερέας ως ανθρώπινη
ύπαρξη είναι ο ίδιος ένα ιερό θυσιαστήριο, μία ιερή εικόνα, ανώτερη από
αυτές που υπάρχουν στο τέμπλο και τα εικονοστάσια. Γι’ αυτό και ο
λειτουργός, αφού θυμιατίσει την αγία Τράπεζα κ. λ. π. , πριν να βγει έξω για
να θυμιατίσει τις ιερές εικόνες και το εκκλησίασμα, θυμιατίζει τους
συλλειτουργούντας ή συμπροσευχομένους ιερείς. Χρειάζεται νοικοκυροσύνη και
πρακτικό πνεύμα, προκειμένου ο ιερουργός να μείνει απερίσπαστος στην
ιερουργία. Δεν είναι δυνατόν την ώρα της ιερουργίας να έχει το νου του στα
ψαλτήρια, στο παγκάρι και τους επιτρόπους, στους διακονητές του ιερού
βήματος. Αυτά οφείλει να τα έχει ρυθμίσει νωρίτερα, ώστε να μην τον αποσπά
τίποτε και κανένας από την ιερουργία του, που θα πρέπει να τη βιώνει ως
ολότητα, όχι αποσπασματικά. Μέσα στην ιερουργία, όλες οι στιγμές είναι
ιερές. Όλες έχουν να κάνουν είτε με τον άγιο Θεό, είτε με την ιερότητα του
ανθρώπινου προσώπου.
Ένας ιερέας, αν εμβαθύνει στα λόγια και μόνο της ιερουργίας σοφίζεται,
βρίσκει μέσα σε αυτά όλη τη διδασκαλία της Εκκλησίας για όλα τα θέματα και
μάλιστα συμπυκνωμένη και δοσμένη με επαγωγικό τρόπο και με δυνατά, ποιητικά
τις πιο πολλές φορές, λόγια, που εντυπώνονται ως μηνύματα πνευματικά,
λειτουργούν ως εγερτήρια σαλπίσματα πρώτα για τον ίδιο τον ιερουργό. Αυτό
όμως θα γίνει, όταν κρατεί με προσπάθεια και κόπο το νου και την προσοχή του
στα τελούμενα, τα ψαλλόμενα και γενικώς στην όλη ιερουργία. Φυσικά όλα αυτά
σημαίνουν άσκηση συνεχή του ιερέα. Γι’ αυτό υπάρχουν και διαφορετικές
βαθμίδες εμπειρίας από την αμέλεια και την εις κρίμα και κατάκριμα ιερουργία
μέχρι την αγγελική συλλειτουργία(40).
Αν ο ιερέας έχει φρόνημα άσκησης, βρίσκει ωφέλεια πνευματική για τον ίδιο
ακόμη και στα πιο άσχετα με αυτόν θέματα, όπως για παράδειγμα στην ευχή εις
λεχώ. Στη δεύτερη ευχή διαβάζουμε τα εναρκτήρια λόγια: «Δέσποτα Κύριε, ο
Θεός ημών, ο τεχθείς εκ της Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και
αειπαρθένου Μαρίας, και ως νήπιον εν φάτνη ανακλιθείς, και ως βρέφος
αναδειχθείς. . . ».Στην τρίτη ευχή πάλι κάτι παρόμοιο με την προσθήκη του
σκοπού της θείας ενανθρωπήσεως: «Κύριε ο Θεός ημών, ο ευδοκήσας κατελθείν εκ
των ουρανών και γεννηθήναι εκ της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας δια
την σωτηρίαν ημών. . . »(41).
Δηλαδή στις δύο αυτές ευχές, άσχετες κατ’ ουσίαν με την κατάσταση του ιερέα,
γίνεται μνεία της θείας Γέννησης εκ παρθένου Μαρίας, προς σωτηρίαν των
ανθρώπων. Φυσικά ο συντάκτης των ευχών χρησιμοποίησε τα λόγια για να μεταβεί
από τη θεία Γέννηση στη γέννηση του συγκεκριμένου παιδιού, που όμως
πραγματοποιήθηκε ευδοκία του σαρκί επιφανέντος Κυρίου, και στον οποίο
απευθύνεται αυτή η ευχή. Ο ιερέας μέσα από το ασκητικό -προσευχητικό του
φρόνημα, εκτός από την ευγνωμοσύνη προς το Θεό για τη γέννηση αυτού του
παιδιού, που θα είναι και πνευματικό του παιδί, μπορεί να αναχθεί και με
ευγνωμοσύνη προσωπική για τη θεία Γέννηση, την αφορμή και της δικής του
σωτηρίας.
Έγραψα σε άλλη περίσταση, επιδιώκοντας να τονίσω τη ζεύξη του πνευματικού
και υλικού κόσμου με τις περιστασιακές ευχές και ακολουθίες, το πως δηλαδή
εισβάλλει η ευλογία και ο αγιασμός του Θεού στην καθημερινότητά μας, ότι σε
μία ακολουθία όπως «επί ευλογήσει νέου οχήματος»
(42) μπορεί να διδαχθεί ο ιερέας τόσα πολλά. Και συγκεκριμένα το
αποστολικό ανάγνωσμα κατακλείεται με τη φράση: «δι’ υπομονής τρέχωμεν τον
προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν
Ιησούν»(43).
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα κατακλείεται με τη φράση: «περιπατείτε έως το φως
έχετε»(44).Στηντελευταία
ευχή διαβάζουμε τα λόγια: «και δος τω δούλω σου (τω δείνι) ίνα πορεύηται την
οδόν αυτού χαίρων και τελειώση τον δρόμον αυτού και την διακονίαν, ην έλαβε
παρά σου. Το γαρ τον δρόμον τελέσαι, ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος,
αλλά του ελεούντος Θεού˙ διόπερ και δεόμεθά σου, δος ημίν Άγγελον φωτεινόν,
ίνα πορεύηται έμπροσθεν ημών, ρυόμενος ημάς, ή εν νυκτί ή εν ημέρα, από
παντός κακού και ίνα πνεύματι Θεού αγόμενοι, τρέχωμεν καλώς και μη εις κενόν
κοπιώμεν»(45).
Δηλαδή όλα αυτά αναφέρονται στην πνευματική πορεία του ανθρώπου. Μπορεί η
αφορμή να είναι η ευλογία του οχήματος, του εποχούμενου κ. λ. π. , εν
τούτοις η πνευματική αναγωγή είναι σαφέστατη. Αυτό εξάλλου επιβεβαιώνεται
και με την κατακλείδα της ως άνω ευχής: «Συ γαρ ει η οδός και η αλήθεια και
η ζωή. . . » και συνεχίζει με την τριαδική επίκληση. Όλα αυτά τα μηνύματα
ενδέχεται να μην προσλαμβάνονται πλήρως από τον ιερέα και μένει η προσευχή
για καλή οδήγηση και προστασία του ανθρώπου από ατυχήματα, πράγμα το οποίο
αναμένει η πλειονότητα των χριστιανών μας. Ο ιερέας όμως είναι κρίμα, αδικεί
τον εαυτό του αν δεν προσεταιριστεί για δική του ωφέλεια αυτά τα μηνύματα.
Το τελευταίο ασφαλώς θα γίνει για τον ιερέα μόνο αν έχει συνεχές φρόνημα
άσκησης στην ιερουργία του. Αν συνεχώς ιερουργώντας εκτός από το αντικείμενο
ή το λόγο της ευχής, τοποθετείται ο ίδιος απέναντι στο Θεό και Σωτήρα του.
2) Άσκηση και ποιμαντική διακονία
Όλα όσα μέχρι τώρα αναφέρθηκαν και που είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις του
ιερατικού φρονήματος, διαποτισμένες από ιερατικό ασκητικό φρόνημα, χωρίς την
αναφορά στην ποιμαντική διακονία του ιερέα, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν
ως ο πνευματικός πλούτος, η πνευματική συγκρότηση του ιερέα. Όμως ο ιερέας
είναι ποιμένας, υπάρχει χάριν του ποιμνίου του. Όπως ο πανάγαθος Θεός δεν
κράτησε δι’ Εαυτόν τον πλούτο της θείας δόξης Του, έτσι και ο ιερέας, κατά
μίμηση του Θεού και κατά παραγγελίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προς τον
Απόστολο Πέτρο και προς τους ανά τους αιώνες ποιμένες, καλείται να μεταφέρει
τον πλούτο της θείας χάριτος, τις δωρεές του Θεού στα λογικά πρόβατα της
εκκλησίας(46).
Ο Κύριος στην παραβολή του ποιμένα και των προβάτων(47)
ονομάζει τον εαυτό του καλό ποιμένα, που όχι μόνο φροντίζει για την ασφάλεια
και την τροφή των προβάτων, αλλά και θυσιάζεται χάριν αυτών. Έτσι και ο
ιερέας, ο ποιμένας κατά μίμηση του Χριστού και των αγίων Αποστόλων,
επιβάλλεται να έχει συνεχή, διαρκή φροντίδα για το ποίμνιό του(48).
Διαφορετικά θα συμπεριφερθεί ανεύθυνα, με αποτέλεσμα να γίνει το ποίμνιο
βορά των λύκων και να διασκορπισθεί(49).
Βέβαια για τα άλογα πρόβατα τα πράγματα είναι αρκετά απλά. Με μία ράβδο, ένα
καλό μαντρί, κόπο και τις γνωστές φροντίδες του βοσκού, τα πρόβατα δεν
κινδυνεύουν. Μπορεί να μας εξυπηρετεί πολλές φορές ακόμη και κηρυγματικά η
εικόνα του ποιμένα και του ποιμνίου. Ας μην την χρησιμοποιούμε όμως τόσο
εύκολα. Η διαποίμανση των λογικών προβάτων δεν είναι καθόλου εύκολη. Οι
άνθρωποι δεν είναι κοπάδι. Είναι συγκεκριμένες προσωπικότητες, με
ιδιαιτερότητα και ξεχωριστή ο καθένας παθογένεια. Γι’ αυτό χρειάζεται
εξατομίκευση της ποιμαντικής προσφοράς, προσαρμοστικότητα στις ιδιαίτερες
συνθήκες του κάθε προσώπου και της εποχής και, προπαντός, καμιά επανάπαυση.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την τρεπτότητα των ανθρώπων, αλλά και το φθόνο
του μισόκαλου διαβόλου για οποιοδήποτε πνευματικό αποτέλεσμα. Ανάμεσα στα
πολλά ρεαλιστικότατα λόγια της Αγίας Γραφής υπάρχει και το «ο δοκών εστάναι
βλεπέτω μη πέση»(50).
Δηλαδή ενώ νομίζουμε ότι στεκόμαστε στα πόδια μας, την ίδια στιγμή να
πιστεύουμε ότι κινδυνεύουμε να πέσουμε. Αυτή η ρευστότητα στα ανθρώπινα
καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την ποιμαντική εργασία των ιερέων.
Από την άλλη πλευρά οι χριστιανοί μας αδυνατούν να διαχωρίσουν την
πνευματική μας κατάσταση ως ιερέων από την ιερουργία και την εν γένει
προσφορά μας. Μερικές φορές κατά έναν ακροβατικό τρόπο μερικοί προσπαθούν να
πείσουν το λαό του Θεού ότι άλλο η πνευματική κατάσταση του ιερέα και άλλο η
δραστικότητα της θείας χάριτος. Σίγουρα η ύπαρξη ή η ανυπαρξία αρετής στον
ιερέα δεν προσδιορίζει τη δραστικότητα της χάριτος του Θεού. Αυτό λύθηκε
στην ιστορία της Εκκλησίας με τα ιερά μυστήρια «ex opera operandis»(51).
Όμως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε ή υποκριτικά να εθελοτυφλούμε και να
νομίζουμε ότι ποιμαίνουμε αγγέλους. Το ποίμνιό μας είναι άνθρωποι ασθενείς
πνευματικά και ιδιαίτερα στην εποχή μας χρειάζονται διαρκή στήριξη. Γι’ αυτό
και ο προβληματισμός μας ή καλύτερα ο προβληματισμός των ανθρώπων δεν
περιορίζεται στην εγκυρότητα ή μη των ιερών μυστηρίων. Αντίθετα μεγάλο ρόλο
παίζει το παράδειγμα και η εν γένει ζωή του ποιμένα.
Κατά κανόνα λοιπόν οι άνθρωποι ψάχνουν για ενάρετο και ασφαλή οδηγό και καλά
κάνουν. Επομένως ο αγώνας του ποιμένα πρέπει να είναι συνεχής και διπλός.
Πρώτα επιμελείται της προσωπικής του πορείας και με βάση αυτήν φροντίζει την
πνευματική πορεία των τέκνων του.
Ο άγιος Ιωάννης στην Κλίμακα, μόλις στον τελευταίο λόγο του, δίνει συμβουλές
στον ποιμένα. Ασφαλώς μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όλα όσα προηγήθηκαν είναι
οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκηση της ποιμαντικής διακονίας.
Σταχυολογούμε δύο-τρεις προτάσεις:
«Ποιμήν κυρίως εστίν, ο τα απολωλότα λογικά πρόβατα δι’ ακακίας, δι’ οικείας
σπουδής και ευχής αναζητήσαι, και ανορθώσαι δυνάμενος».
«Κυβερνήτης εστίν, ο ισχύν νοεράν εκ Θεού και οικείων μόχθων ειληφώς, ου
μόνον εκ τρικυμίας αλλά και εξ αυτής της αβύσσου την ναύν ανασπάσαι
δυνάμενος».
«Ιατρός εστίν, ο το σώμα και την ψυχήν άνοσον κεκτημένος, μηδεμιάς
εμπλάστρου δεόμενος επ’ αυτής».
«Διδάσκαλός εστιν όντως, ο νοεράν δέλτον γνώσεως δακτύλω Θεού, ήγουν
ενεργεία ελλάμψεως εξ αυτού κομισάμενος, και των λοιπών βίβλων ανενδεής
γενόμενος. Απρεπές διδασκάλοις εξ αντιγράφων παιδεύειν και ζωγράφοις εκ
πινάκων παλαιών σημειούσθαι».
«Ο τους κάτω παιδεύων, άνωθεν εκ του ύψους δίδασκε. . . ».
Και τέλος: «Πολλή του προεστώτος η αισχύνη, προσευχομένου δωρηθήναι τι τω
υπηκόω, όπερ αυτός ούπω κέκτηται»(52).
Όλες αυτές οι σταχυολογημένες προϋποθέσεις άσκησης ποιμαντικού έργου
σημαίνουν ότι ο ποιμένας με την άσκηση και τον εν γένει πνευματικό του αγώνα
πρέπει να ευρίσκεται σε ύψιστο πνευματικό επίπεδο. Μάλιστα δε η τελευταία
αποστροφή λέγει ρητά ότι είναι ντροπή ο ποιμένας να εύχεται, να προσεύχεται
να δοθεί κάτι πνευματικό στα τέκνα του, χωρίς να το διαθέτει ο ίδιος
νωρίτερα. Αν παραφράζαμε κάπως τα λόγια του οσίου Ιωάννη, θα λέγαμε ότι
είναι ντροπή να βρίσκονται τα πνευματικά τέκνα σε ανώτερη πνευματική
κατάσταση από τον ποιμένα. Σίγουρα ισχύει η προτροπή του Κυρίου προς τους
μαθητές Του σε σχέση με τη συμπεριφορά των Φαρισαίων: «. . . πάντα όσα εάν
είπωσιν ημίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε·
λέγουσι γαρ, και ου ποιούσι»(53).
Ήταν άλλα τότε τα δεδομένα. Από τη μία πλευρά ο Κύριος και οι μαθηταί Του
και από την άλλη το υποκριτικό παράδειγμα των Φαρισαίων. Ο Κύριος βεβαίως
εξασφάλισε ο ίδιος την πνευματική πορεία των μαθητών του. Και ξέρουμε ότι
για το φαρισαϊσμό χρησιμοποίησε την αυστηρότερη γλώσσα(54).
Στην περίπτωσή μας είμαστε εμείς απέναντι στο ποίμνιο που μας εμπιστεύθηκε ο
Κύριος και η Εκκλησία Του. Δεν μπορούμε να επικαλεστούμε κανένα ελαφρυντικό
για να αμνηστεύσουμε την αμέλεια και την έλλειψη επαγρύπνησης για τον
προσωπικό μας συνεχή καταρτισμό και την προκοπή του ποιμνίου μας. Είμαστε οι
εργάτες του αμπελώνα του Κυρίου(55).
Αυτό σημαίνει ότι όσο είμαστε μέσα στο αμπέλι, στη διακονία μας, θα πρέπει
ακατάπαυστα να εργαζόμαστε.
Δεν είναι νοητό να αισθανόμαστε ιερείς και ποιμένες μόνο κατά την ιερουργία
ή κατά την ποιμαντική επαφή με τους χριστιανούς. Είμαστε διαρκώς ένα ζωντανό
θυσιαστήριο προσευχής και μία διαρκής μέριμνα για τα πνευματικά μας τέκνα,
ακόμη και όταν δεν είναι σωματικά ενώπιόν μας παρόντα. Ίσως τότε ακόμη
περισσότερο πρέπει να στρέφεται η ποιμαντική μας σκέψη και η προσευχητική
διάθεση στο ποίμνιό μας. Οι ποιμένες όλων των βαθμών της ιερωσύνης έχουν
ευθύνη για την πνευματική πορεία των τέκνων τους, ακόμη και για τα
αμαρτήματά τους, εάν βέβαια δεν ενήργησαν προληπτικά και θεραπευτικά
απέναντί τους(56).
Δεν είναι δυνατόν να νιώθουμε κάποιες στιγμές ή ώρες, δεν έχει σημασία,
ιερείς και άλλες στιγμές κάτι άλλο. Ίσως γι’ αυτό κατά κύριο λόγο, και η
παράδοση της εκκλησίας μας επιθυμεί να βλέπει τον ιερέα να έχει ιδιαίτερη
ενδυμασία (ράσο) και πέραν της ιδιαίτερης ενδυμασίας των αμφίων της
ιερουργίας. Είναι μία υποβοήθηση, διαρκής ενθύμηση, έστω, της ιερατικής
αποστολής μας και ταυτόχρονα ένα συνεχές κήρυγμα-μήνυμα προς τους
χριστιανούς μας ότι ο Θεός είναι ανάμεσά μας, αφού κυκλοφορεί με τα
διακριτικά του, εξωτερικά έστω, σημάδια ο διάκονος και λειτουργός Του.
Δε θα ήθελα να επεκταθώ στα πάσης φύσεως ιερατικά καθήκοντα και ποιμαντικά
προγράμματα, τα οποία οι φιλότιμοι ιερείς τα γνωρίζουν και τα εφαρμόζουν. Θα
συμφωνήσουμε όμως όλοι ότι η επιτέλεση με σοβαρότητα και υπευθυνότητα του
ποιμαντικού μας έργου είναι συνεχής άσκηση. Είναι συνεχής προσφορά και
θυσία. Και όπως οι φυσικοί γονείς καθιερώνονται, θεωρούνται ιερά πρόσωπα στη
συνείδηση των παιδιών τους με τη θυσία και την προσφορά τους, το ίδιο και
ακόμη περισσότερο οι πνευματικοί πατέρες και ποιμένες καθιερώνονται στη
συνείδηση των πνευματικών τέκνων τους με τη θυσία και την προσφορά τους. Ο
Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης εμφανίζοντας τον ιερέα ως δούλο γνήσιο και μιμητή
του Χριστού τον παρουσιάζει ως έχοντα επί της κεφαλής αυτού το ακάνθινο
στεφάνι(57)
και βαδίζοντα την οδό του μαρτυρίου μέχρι και αυτής της σταυρώσεως(58).
«Οι Δυτικοί θεώρησαν ως ιδεώδη λειτουργό της Εκκλησίας όχι τον εν Πνεύματι
αγίω ζώντα, τον πνευματοφόρον, αλλά τον κατά κόσμον σοφόν, τον έχοντα
φιλοσοφικήν και εγκυκλοπαιδικήν κατάρτισιν. Μετά προσωρινήν λάμψιν το
ιδεώδες αυτό απέτυχε παταγωδώς. Το ωμολόγησεν επισήμως η Β΄ εν Βατικανώ
"Οικουμενική" Σύνοδος.
Η Ορθόδοξος Ανατολή ουδέποτε έπαυσε να δοξάζη τον Κύριον ως "πανσόφους τους
αλιείς" αναδείξαντα δια του φωτισμού του αγίου Πνεύματος και να θεωρή τους
"φ ι λ ο σ ό φ ο υ ς α σ ό φ ο υ ς" και τους "τεχνολόγους αλόγους"
(Ακάθιστος Ύμνος). Τα πρόβατα του Χριστού ποιμαίνουν ορθώς όχι οι καθηγηταί,
αλλ’ οι πτωχοί μεν τω πνεύματι, πλούσιοι όμως τω Πνεύματι δούλοι Του»(59).
Ασφαλώς τα τελευταία αυτά λόγια, διατυπωμένα γραπτά από τον τότε
Αρχιμανδρίτη και νυν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ.
Μελέτιο, έχουν διαρκή επικαιρότητα και δείχνουν πως ανέκαθεν η ορθόδοξη
παράδοσή μας κατενόησε το πρόσωπο και το ρόλο του ιερέα, συνδέοντας άρρηκτα
την άσκηση με την ιερωσύνη.
Αντί επιλόγου
Η μέχρι τώρα διαπραγμάτευση ανέδειξε ότι ιερωσύνη και άσκηση είναι δύο
πραγματικότητες που συνδυάζονται άρρηκτα, απαραιτήτως, στο πρόσωπο του
ιερέα. Θα ολοκληρώσουμε τη διαπραγμάτευση με ένα ιστορικό παράδειγμα από την
πνευματική ιστορία του ορθόδοξου γένους μας, όπου αναδεικνύεται ότι η άσκηση
είναι μόνιμη συνοδός στο βίο των ιερωμένων και αναπόσπαστο χαρακτηριστικό
γνώρισμα του ιερατικού γένους στην ορθόδοξη παράδοσή μας.
Στη γνωστή ψευδοενωτική σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας, μετά την ολοκλήρωση
του διαλόγου και για επικύρωση, τρόπον τινά, της ψευδοενώσεως, ο Πάπας
Ευγένιος ο Δ’, απευθυνόμενος προς τα μέλη της συνόδου, είπε: «Αύριον
μέλλομεν λειτουργήσειν και τελειώσειν την ένωσιν. Εμάθομεν ουν όπως τινές
των υμετέρων βούλονται μεταλαβείν των αχράντων μυστηρίων. Δια τούτο λέγομεν
από του νυν, ίνα οι βουλόμενοι μετασχείν τούτων εγκρατεύσωνται και
αγνίσωνται και ετοιμάσωνται προς τούτο». Δηλαδή, εζητήθη από τους
ανατολικούς πατέρες, σύμφωνα με τις παραδόσεις της Δύσης, να κάνουν όλως
ιδιαίτερη προετοιμασία για τη συμμετοχή τους την επομένη ημέρα στη θεία
λειτουργία (εγκράτεια, αγνισμός, ετοιμασία). Αυτό προκάλεσε «έκπληξη» στους
δικούς μας πατέρες («και ημείς πάντες εξεπλάγημεν»). Σε απάντηση των ως άνω
λόγων του Πάπα ο Νικαίας Βησσαρίων, επιδιώκοντας προφανώς να αμβλύνει τις
δημιουργηθείσες κακές εντυπώσεις, απάντησε σχετικώς: «Οι ημέτεροι
εγκρατεύονται αεί και μετ’ ευλαβείας διανύουσι πάντα τον της ζωής αυτών βίον…»(60).
Δηλαδή, αν παραφράζαμε τα λόγια αυτά σύμφωνα με το στόχο του θέματος που
διαπραγματευθήκαμε, θα λέγαμε: οι ιερείς της ορθόδοξης παράδοσης πάντοτε,
συνεχώς ασκούνται (εγκρατεύονται) και έχουν ευλάβεια (σωστό φρόνημα απέναντι
στο Θεό) ολόκληρη τη ζωή τους.
Σημειώσεις
1. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι τόσοι πολλοί και μεγάλοι
δισταγμοί του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (πρβλ. Περί ιερωσύνης, 6,12,
Migne P. G. 48, 688-689) καθώς και η φυγή του Αγίου Γρηγορίου του
Ναζιανζηνού στον Πόντο ευθύς μετά την εις πρεσβύτερον χειροτονία του,
προκειμένου να παρηγορηθεί κοντά στο φίλο του Μ. Βασίλειο. Για την περίπτωση
του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου βλ. και Χ. Κρικώνη, Η ιερωσύνη κατά τον Άγ.
Ιωάννην τον Χρυσόστομον, Πρακτικά Ιερατικού Συνεδρίου Ι. Μ. Δράμας, Δράμα
1999, σ. σ. 59-60. Επίσης πρβλ. Dumitru Fecioru, Despre Preoţie, Βουκουρέστι
1998 (ειδικός τόμος αφιερωμένος στην ιερωσύνη με τα σχετικά έργα των αγίων
Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Εφραίμ του Σύρου,
εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τον ως άνω ρουμάνο συγγραφέα), σ. 11. Για
την περίπτωση του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου βλ. και πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση,
Η ιερωσύνη κατά τον Άγ. Γρηγόριο Θεολόγο, Πρακτικά Ιερατικού Συνεδρίου Ι. Μ.
Δράμας, Δράμα 1999, σ. σ. 36-43, στο τιτλοφορούμενο κεφάλαιο: «γιατί έφυγε ο
Γρηγόριος;», όπου με παραπομπές στο έργο του Αγ. Γρηγορίου, αναίρεση άλλων
γνωμών και κατάθεση προσωπικών εκτιμήσεων, τεκμηριώνεται η άποψη ότι ο Άγιος
Γρηγόριος «έφυγε» και στις δύο περιπτώσεις, δηλ. και όταν χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος και όταν ήταν πλέον Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, για καθαρά
πνευματικούς και συνειδησιακούς λόγους.
2. πρβλ. Β’ Τιμ. 1,6.
3. βλ. Πράξ. 24, 16.
4. πρβλ. Β’ Μακ. 15, 4 «έστιν ο Κύριος ζων αυτός εν τω ουρανώ δυνάστης
ο κελεύσας ασκείν την εβδομάδα».
5. πρβλ. Δ’ Μακ. 12, 11 «… ουκ ηδέσθης παρά του Θεού λαβών τα αγαθά και
την βασιλείαν τους θεράποντας αυτού κατακτείναι και τους ευσεβείας ασκητάς
στρεβλώσαι;».
6. πρβλ. όπ. π. 13, 22 «… και αύξοντες σφοδρότερον δια της συντροφίας
και της καθ’ ημέραν συνηθείας και της άλλης παιδείας και της ημετέρας εν
νόμω Θεού ασκήσεως».
7. βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους, Migne P.
G. 74, 789 Α-Β («Νενόσηκεν ουν η φύσις την αμαρτίαν δια της παρακοής του
ενός, τουτέστιν Αδάμ· ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τω Αδάμ
συμπαραβεβηκότες, ου γαρ ήσαν πώποτε, αλλ’ ως της εκείνου φύσεως όντες της
υπό νόμον πεσούσης τον της αμαρτίας»). πρβλ. Ιω. Ρωμανίδου, Το προπατορικόν
αμάρτημα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1982, β’ έκδοση, σ. 156 κ. εξ.
8. πρβλ. Μαθήματα μυστικής θεολογίας του αειμνήστου ρουμάνου καθηγητού
Nichifor Crainic, του ακαδημαϊκού έτους 1935-1936, που εκδόθηκαν με γενικό
τίτλο: «Sfinţenia împlinirea Umanului» (η αγιότητα ως ολοκλήρωση της
ανθρώπινης φύσεως), Ιάσιο 1993, σ. 77. Ο Nichifor Crainic θεωρεί την έλλειψη
αυτογνωσίας ως το μεγαλύτερο εμπόδιο στο δρόμο της πνευματικής τελείωσης
λέγοντας χαρακτηριστικά: «ο άνθρωπος ζώντας μέσα στις συνθήκες της μέτριας
ανθρώπινης σοφίας δεν γνωρίζει αληθινά ούτε τις δυνάμεις με τις οποίες είναι
προικισμένος εκ φύσεως αλλά ούτε τον πλούτο των θείων δωρεών που αναμένουν
να τον επισκεφθούν ανά πάσα στιγμή».
9. Ο Nichifor Crainic, όπ. π. , αφού στην αρχή αναφέρεται υπαινικτικά
σε ολόκληρη σχεδόν την πατερική γραμματεία, τη συναφή προς το θέμα, αναλύει
επισταμένα το πως παρουσιάζεται αυτή η ασκητική διαδικασία στα αρεοπαγιτικά
συγγράμματα (βλ. σ. σ. 46-84). Στη συνέχεια και μέχρι τέλους του βιβλίου
γίνεται από τον ίδιο συστηματική ανάλυση και παρουσίαση ξεχωριστά των τριών
σταδίων της πνευματικής ζωής και ασκήσεως (βλ. σ. σ. 85-117). Επίσης ο
αείμνηστος πρωτοπρ. Δημήτριος Στανιλοάε έχει παρόμοιο δίτομο θεολογικό έργο
με τίτλο: “ascetica şi mistica ortodoxā”. Πρόκειται για θεολογικά μαθήματα
του ακαδημαϊκού έτους 1946-1947, που εκδόθηκαν σε δύο τόμους στην Alba Iulia
το 1993 από τις εκδόσεις «Deisis». Στόν πρώτο τόμο κατ’ αρχήν (σ. σ. 5-65)
γίνεται λόγος γενικά περί των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ορθόδοξης
πνευματικότητας και στη συνέχεια μέχρι του τέλους του πρώτου τόμου (σ. σ.
67-194) ο λόγος στρέφεται στο θέμα «κάθαρση». Στο δεύτερο τόμο (σ. σ. 5-206)
η διαπραγμάτευση επεκτείνεται στο «φωτισμό» και τη «θέωση». Ο λόγος είναι
περιεκτικός και ρωμαλέος, με πατερική θεμελίωση και ανάλυση και σε επίπεδο
που μπορεί να προσεγγισθεί με σεβασμό ιδιαίτερα από διανοούμενους ανθρώπους.
Μπορούν δηλαδή να αποκτήσουν μία γεύση του πόσο βαθιά και σοβαρά
αντιμετωπίζει η ορθόδοξη παράδοση και πνευματικότητα την πνευματική ζωή.
10. Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, Προς την σεμνοτάτην εν μοναζούσαις Ξένην,
Φιλοκαλία, εκδ. Αστήρ, τόμ. Δ, Αθήνα 1976, σ. 115. Πρβλ. και Αγ. Γρηγορίου
του Παλαμά, Προς την σεμνοτάτην…, είσαγωγή-μετάφραση υπό μοναχού Θεοκλήτου
Διονυσιάτου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. σ. 10-13.
11. Γέροντος Ιωσήφ, «Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας», έκδ. Ι. Μ. Φιλοθέου,
Άγιον Όρος 1981, σ. σ. 386-392.
12. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Άσκησις και θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας 1996,
σ. 15.
13. Εισαγωγικά λόγια του †επισκόπου Αλεξάνδρου Σεμενώφ - Τυάν - Σάνσκυ
προκειμένου, κατά τη συνήθεια των βιογράφων του Αγ. Ιωάννου της Κρονστάνδης,
να περιγραφεί σε ιδιαίτερο ταυτώνυμο κεφάλαιο «μία ημέρα του π. Ιωάννου».
Και τούτο γιατί η κάθε ημέρα του ήταν ένα κομμάτι άσκησης του όλου ασκητικού
του βίου (βλ. †επισκόπου Αλεξάνδρου Σεμενώφ - Τυάν - Σάνσκυ, Άγιος Ιωάννης
της Κρονστάνδης, μτφρ. Αρχιμ. Τιμοθέου, έκδ. Ε’, Ωρωπός Αττικής 1991, σ.
264).
14. ευχή χερουβικού ύμνου: «ουδείς άξιος …».
15. Λουκ. 6, 39.
16. Λουκ. 11, 46.
17. Ο Μωυσής κατ’ αρχήν στον τόπο της θεοφανίας, στη φλεγόμενη βάτο,
όταν του μιλούσε ο Θεός ως άσαρκος Λόγος κατά προτροπή του Θεού έλυσε τα
υποδήματά του. Έπειτα μας λέει το ιερό κείμενο: «απέστρεψε δε Μωυσής το
πρόσωπον αυτού∙ ευλαβείτο γαρ κατεμβλέψαι ενώπιον του Θεού» (Έξοδ. 3, 6).
Στη συνέχεια, όταν πλέον ο Θεός του δίνει εντολές και οδηγίες για την
επιτέλεση της αποστολής του ο ίδιος προβάλλει την ευλαβή και ταπεινή
αντίρρηση: «τις ειμί εγώ, ότι πορεύσομαι προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου . . . »
(Έξοδ. 3, 11).
18. πρβλ. Ησαΐου κεφ. 6 και ιδιαίτερα το στίχο 5: «και είπον∙ ω τάλας
εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων, εν μέσω λαού
ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ και τον βασιλέα Κύριον σαβαώθ είδον τοις
οφθαλμοίς μου».
19. πρβλ. δοξαστικό στιχηρών εσπερινού της 25ης Μαρτίου όπου για τον
σαρκούμενο Λόγο αναφέρεται: «ω τα εξαπτέρυγα και πολυόμματα ατενίσαι ου
δύνανται . . . ».
20. πρβλ. Ζαχαρίας 11, 4 - 15 και 13, 7 - 9∙ θρήνοι Ιερεμίου 4, 13 -
16∙ Ιεζεκιήλ 13, 1 - 23∙ Ματθ. 21, 40 - 41∙ Μάρκ. 12, 9∙ Λουκ. 20, 15 - 16.
21. Συμεών του Νέου Θεολόγου, 9ος Ηθικός Λόγος, «Περί Γνώσεως
Αληθινής», Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς
(ΕΠΕ), τόμ. 19Γ, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 76.
22. Ιωάν. 3, 3.
23. Ιωάν. 3, 6.
24. Συμεών του Νέου Θεολόγου, ό. π. , σ. σ. 104-106.
25. πρβλ. Κ. Καραϊσαρίδη, Εμπειρίες λειτουργικής ζωής, Αθήνα 1999, εκδ.
Ακρίτας, σ. 60.
26. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, Η πνευματική πατρότης κατά Συμεών τον Νέο
Θεολόγο, Θεσσαλονίκη 1977.
27. Συμεών του Νέου Θεολόγου, 1ος Κατηχητικός Λόγος, «Περί Αγάπης»,
Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς (ΕΠΕ), τόμ.
19Γ, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 300-311.
28. Ματθ. 5, 19.
29. Συμεών του Νέου Θεολόγου, όπ. π. , σ. 302.
30. Συμεών του Νέου Θεολόγου, όπ. π. , σ. 302.
31. Α’ Κορινθ. 4, 15: «εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ,
αλλ’ ου πολλούς πατέρας … εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς
εγέννησα».
32. Ο Nichifor Crainic (όπ. π. , σ. 84) αναφέρει χαρακτηριστικά: «ό,τι
κατακτάται δεν διατηρείται παρά μόνο με κόπους ασταμάτητους. Παρατηρείστε
ένα πουλί καθισμένο στο πιο ψηλό κλαδί ενός δένδρου που το χτυπά ο άνεμος.
Για να κρατηθεί σ’ αυτή τη θέση πρέπει να ανοιγοκλείνει τα φτερά του ώστε να
ισορροπεί στη θέση του σε σχέση με την κίνηση του κλαδιού. Διαφορετικά θα
έπεφτε ανόητα στη γη. Στη μυστική ζωή οι πνευματικές αναβάσεις που
κατακτήθηκαν με ηρωικούς κόπους και χάρη δεν διατηρούνται παρά με συνεχείς
μόχθους ώστε να μην καταπέσεις στο γκρεμό από όπου σηκώθηκες».
33. Γαλ. 4,19.
34. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί ιερωσύνης, P. G. 48, σ. 633.
35. πρβλ. όπ. π. , σ. σ. 682-684.
36. πρβλ. Ene Branişte, Liturgica Generala, Βουκουρέστι 1993, έκδ. β’,
σ. 45.
37. βλ. Κ. Καραϊσαρίδη, Η θεία λειτουργία από τα σύμβολα στην
πραγματικότητα, περιοδ. «Θεολογία» τόμος 75, τεύχ. 2, Ιούλιος-Δεκέμβριος
2004, σ. σ. 469 - 486.
38. ευχή του ιερού ευχελαίου μετά το Ε’ ιερό ευαγγέλιο.
39. Στις παλαιές εκδόσεις των «Ιερατικών» πάντοτε υπήρχαν κάποιες
γενικές συμβουλές προς τον λειτουργό και μεταξύ αυτών ασφαλώς ορισμένες για
την προετοιμασία του πριν τη θεία λειτουργία. Αυτές οι συμβουλές-οδηγίες,
που αποδίδονται στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικο Γ’
καταχωρίζονται ως Παράρτημα στα παραφρασθέντα Άπαντα του Αγίου Συμεών
Θεσσαλονίκης. Στη ρουμανική λειτουργική παράδοση αυτό το «corpus» των
συμβουλών συναντάται αδιάκοπα και μάλιστα σε εκτενέστερη μορφή στις εκδόσεις
των Ιερατικών της ορθόδοξης ρουμανικής εκκλησίας (βλ. Liturghier,
Βουκουρέστι 1974, σ. σ. 355-384). Μετάφραση δική μας αυτού του «ρουμανικού»
κειμένου καταχωρίζεται στο έργο μας: Λειτουργικά Ανάλεκτα, Κατερίνη 1996, σ.
σ. 117-166).
40. πρβλ. Απολυτίκιον Αγίου Σπυρίδωνος: «. . . και εν τω μέλπειν τας
αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι Ιερώτατε» καθώς και
την περίπτωση του μακαριστού Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη στο βιβλίο: Ο
μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης, του Στυλ. Παπαδόπουλου, Αθήνα 1995, σ. 93.
41. Ευχή εις γυναίκα λεχώ τη πρώτη …, Ευχολόγιον, έκδοση Αποστολικής
Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (έκδ. Ι’), 1988, σ. 46.
42. Ακολουθία επί ευλογήσει νέου οχήματος, Ευχολόγιον, έκδ. Αποστ.
Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (έκδ. Ι’), 1988, σ. 375-379.
43. Εβρ. 12,1-2.
44. Ιω. 12,35.
45. Ευχολόγιον, όπ. π. σ. 379.
46. Σίγουρα η τριπλή εντολή του Κυρίου προς τον Απ. Πέτρο: «βόσκε τα
αρνία μου», «ποίμαινε τα πρόβατά μου» και πάλι «βόσκε τα αρνία μου» είναι η
αποκατάστασή του έναντι της τριπλής αρνήσεώς του. Δεν παύει όμως να είναι
και μία έμφαση στην κύρια αποστολή του ως ποιμένα των προβάτων του Χριστού
(πρβλ. Ιωάν. 21, 15-17).
47. Ιωάν. 10, 1-17.
48. πρβλ. Β. Φανουργάκη, Περί Ιερωσύνης Εκκλησιατική Γραμματεία,
Πρακτικά Ιερατικού Συνεδρίου Ι. Μ. Δράμας, Δράμα 1999, σ. σ. 99-100, όπου
παρατίθενται εν σειρά χωρία του 10ου κεφαλαίου του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου
διαλαμβάνοντα λόγια και προτροπές του Κυρίου προς τον καλό ποιμένα.
49. Ιωάν. 10, 12-13.
50. Α’ Κορινθ. 10, 12.
51. πρβλ. Αθανασίου Παπανικολάου, Η περί ιερωσύνης διδασκαλία του Αγ.
Συμεών Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985, σ. σ. 97-100, όπου σε ειδικό κεφάλαιο
τιτλοφορούμενο «Οι ανάξιοι κληρικοί» γίνεται τεκμηριωμένη ανάλυση της
βασικής πατερικής θέσης ότι ο Θεός και η θεία χάρη ενεργούν και δια των
αναξίων κληρικών, με πλούσιες παραπομπές στα έργα του Αγίου Συμεών
Θεσσαλονίκης και άλλων προγενεστέρων αυτού πατέρων της Εκκλησίας.
52. Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου, Λόγος εις τον ποιμένα, σ. σ. 381-408,
έκδ. Ι. Μονής του Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1986 (έκδ. Γ’).
53. Ματθ. 23, 3.
54. Ματθ. 23, 1-33.
55. Ματθ. 21, 33 κ. εξ.
56. πρβλ. Αθανασίου Παπανικολάου, όπ. π. σ. 144.
57. Ερμηνεία περί τε του θείου ναού και των εν αυτώ ιερέων τε και περί
διακόνων, αρχιερέων τε και ων έκαστος τούτων στολών ιερών περιβάλλεται…, P.
G. 155, 717Α, 873C.
58. Διάλογος εν Χριστώ κατά πασών των αιρέσεων και περί της μόνης
πίστης του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, των ιερών τελετών
τε και μυστηρίων…, όπ. π. 389 Β, 396 Β-C.
59. Βλαδιμήρου Λόσκι, Η θέα του Θεού, Εισαγωγή και μετάφραση υπό Αρχιμ.
Μελετίου Καλαμαρά (νυν Μητρ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης), Θεσσαλονίκη 1973, σ.
19.
60. βλ. Les “Mémoires” du Grand Ecclésiarque de l’ Église de
Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439),
V. Laurent, Consilium Florentinum Series B, έκδοση Pontificium Institum
Orientalium Studiorum, Ρώμη 1971, σ. 496.