Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Πρακτικές Εκκλησίας |
Ενορία και Ευχαριστία: Η Ορθόδοξη Εμπειρία στον Δυτικό Κόσμο // Η σχέση της ενοριακής προς την επισκοπική ευχαριστιακή ενότητα // Το γλυκό μυστήριο της Ενορίας // Η Ενορία ως εκκλησιαστική κοινότης
Εκκλησία και Ενορία Αναζήτηση διεξόδων Καθ. Ηλία Βουλγαράκη
Πηγή: "Ενορία προς μία νέα ανακάλυψή της" Εκδόσεις Ακρίτα. Σειρά: "Ορθόδοξη Μαρτυρία" Αρ. 37. Συλλογικός τόμος. |
Το θέμα ενορία και τα προβλήματά της δεν είναι κυρίως θέμα… ενοριακό, αλλά αποτελεί μέρος και έκφανση ευρύτερου προβλήματος που σχετίζεται με τη γενικότερη συνάντηση Εκκλησίας και κόσμου. Επιπλέον η προσπάθεια για μια αντιμετώπιση του προβλήματος δεν είναι θέμα μόνο γραφείου που θα ασχοληθεί με διαπιστώσεις, αναλύσεις και προτάσεις, αλλά πολύ ευρύτερο, γιατί απαιτεί τη σύγκλιση πολλών παραγόντων, ο κυριότερος από τους οποίους είναι ο άνθρωπος. Λέγοντας δε άνθρωπο νοούμε κυρίως αυτόν που διακρίνεται από νου Χριστού, ο οποίος εκφέρει ένσαρκο λόγο. Λόγο που απορρέει από την καρδίαν η οποία θητεύει στην ταπείνωση και την αγάπη. Έκτος όμως από το γενικότερο αυτό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να ενταχθεί το πρόβλημα της ενορίας, ώστε να αντικρυστεί και από τη σκοπιά αυτή, επιβάλλεται ταυτόχρονα να ερευνηθεί το θέμα τής ενορίας. Όχι μόνο σε σχέση με τη διαπλοκή Εκκλησίας και κόσμου, αλλά και μέσα στα πλαίσια των δικών της ορίων. Προς την κατεύθυνση αυτή θα γίνει μια απόπειρα να διατυπωθούν ορισμένες σκέψεις. Καταρχήν ιδιαίτερη σημασία έχει να συνειδητοποιηθεί ότι το θέμα ενορία αποτελεί πρόβλημα που απαιτεί αντιμετώπιση και λύση. Ειδικότερα πρέπει να γίνει συνείδηση η αξία της ενορίας και ο σημαντικός ρόλος τον οποίο μπορεί να διαδραματίσει στην επικοινωνία της Εκκλησίας με τον κόσμο. Οι Ιερείς και οι ενορίτες, στην περίπτωση που αποτελούν ζωντανές παρουσίες του μηνύματος της Εκκλησίας, ασκούν δυσανάλογα μεγαλύτερη θετική επίδραση στον κόσμο σε σχέση με τον έντυπο ή προφορικό λόγο που προσφέρει η Εκκλησία. Συνέπεια της διαπίστωσης αυτής, ότι ο ζωντανός λόγος, ως παράδειγμα, είναι αποτελεσματικότερος από τον γραπτό, είναι η υποχρέωση που έχει η Εκκλησία για την ενίσχυση της ενορίας. Μέσα στα πλαίσια τών αναζητήσεων για να βρεθούν λύσεις, θα πρέπει να επανεξεταστεί και ενδεχομένως να αναθεωρηθεί κατά περίπτωση ο προορισμός που έχει να επιτελέσει σήμερα η ενορία ως το ζωτικό κύτταρο της Εκκλησίας. Προς την κατεύθυνση αυτή είναι φανερό ότι η ενορία δεν μπορεί να αποτελεί μόνο κιβωτόν, αλλά και ναύν. Και μάλιστα κυρίως το δεύτερο, για τον σωτηριολογικό περίπλου της στη θάλασσα του κόσμου. Το άνοιγμα αυτό της ενορίας στον κόσμο, κάτω από την προϋπόθεση της διάκρισης τών πνευμάτων, δεν αποτελεί μόνο αίτηση των καιρών μας. Αλλά και εντολή του ευαγγελίου. Όπως η ενορία δεν μπορεί να είναι μόνιμα μόνο κιβωτός, δηλαδή καταφύγιο από τη λαίλαπα, κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να μεταβάλλεται σε club ευσεβών, που θα απολαμβάνουν τον ελιτισμό τους ή θα αυτοκαταναλώνουν την ευλάβειά τους. Μια τέτοια στάση είναι φανερό δείγμα γήρανσης, που αργά ή γρήγορα την ακολουθεί ο θάνατος, ένας θάνατος πνευματικός, εφόσον έχει λησμονηθεί η ευαγγελική προσταγή για τη διακήρυξη της καλής αγγελίας. Πρώτο βήμα μετά την ευαισθητοποίηση όλων πάνω στο θέμα ενορία είναι το να δοθεί ο λόγος στη θεολογία. Τούτο από πρώτη ματιά φαίνεται κάπως παράδοξο, γιατί θα περίμενε κανείς ότι τα προβλήματα της ενορίας χρειάζονται για να αντιμετωπιστούν άμεσες και αποφασιστικές πρακτικές λύσεις και όχι θεωρητικές αναζητήσεις. Χωρίς κανείς να αντιτίθεται στην αξία της εφαρμογής των πρακτικών λύσεων, δεν μπορεί να παραθεωρήσει την αλήθεια ότι πριν από την εφαρμογή των λύσεων πρέπει να διαπιστωθεί η αιτία του προβλήματος. Διαφορετικά η αναιτιολόγητη υιοθέτηση πρακτικών λύσεων θα κινηθεί στην επιφάνεια του προβλήματος με αποτέλεσμα την επικάλυψη του παρά τη θεραπεία του. Πράγμα το οποίο θα οδηγήσει στο σύντομο μέλλον σε μια νέα έξαρσή του δυσκολότερα αντιμετωπίσιμη. Η άποψη αυτή, διατυπωμένη κατά τρόπο γενικό, θέλει να τονίσει ότι σε χρονίζοντα προβλήματα που κατά κανόνα είναι απότοκα διαπλοκής συνθετότερων θεμάτων, η αντιμετώπιση τους επιβάλλει την πρόταξη της θεωρίας από την πράξη. Και στην περίπτωσή μας συμβαίνει το ίδιο, γιατί όπως ειπώθηκε ήδη στην αρχή τούτης της συμβολής, το πρόβλημα της ενορίας συνδέεται άμεσα με το γενικότερο πρόβλημα τής σχέσης Εκκλησίας και σύγχρονου κόσμου. Κάτω από τις προϋποθέσεις αυτές απαιτείται η επισήμανση των σημείων εκείνων που δημιουργούν τριβές ανάμεσα στην Εκκλησία και τον κόσμο, αλλά και ανάμεσα στην Εκκλησία και το Εκκλησίασμά της. Και τέτοια υπάρχουν πολλά, ένα μεγάλο μέρος από τα οποία οφείλονται στην αλλαγή των αντιλήψεων των ανθρώπων εξαιτίας της ραγδαίας μετεξέλιξης των πραγμάτων του κόσμου. Η θεολογία, ως χάρισμα και λειτουργία της Εκκλησίας, οφείλει να διερευνήσει τα σημεία αυτά της τριβής και με πρόκριμα τη σωτηρία τών ανθρώπων να αναδιαρθρώσει και να αναδιατυπώσει το λόγο της. Όπου βέβαια το επιτρέπουν τούτο οι δογματικές προϋποθέσεις της. Με τον τρόπο αυτό είναι βέβαιο ότι πολλά σημεία τριβής θα εξομαλυνθούν, ασφαλώς δε πολύ περισσότερα από ό,τι ο Χριστιανός της πράξης μπορεί να υποθέσει. Παράλληλα, και ωσότου η θεολογική διερεύνηση διαμορφώσει τις προτάσεις της πάνω στο θέμα, θα ήταν ίσως δυνατό να διατυπωθούν ορισμένες σκέψεις περισσότερο πρακτικού χαρακτήρα που ενδεχομένως θα ήταν χρήσιμο να εκτιμηθούν ως προς τη χρηστικότητα τους και ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής τους. Ως πρώτη σκέψη είναι η διαμόρφωση σε επιλεγμένες Μητροπόλεις ορισμένων ενοριών ως πειραματικών, όπου θα γίνονται διάφοροι έλεγχοι τού εκκλησιάσματος, σύμφωνα με γνωστά μεθοδολογικά πρότυπα, και θα δοκιμάζονται μερικές ή ολοκληρωμένες προτάσεις για αναβάθμιση τής ζωής τής ενορίας. Μια δεύτερη σκέψη είναι η ευρύτερη διάδοση των Ενοριακών Κέντρων και κυρίως η μετατροπή τών επισκεπτών τους από παθητικά συνήθως μέλη, τού τύπου του καλού ακροατή, σε ενεργά τα οποία θα δραστηριοποιούνται σε διαφόρων ειδών πρωτοβουλίες από άμεσα εκκλησιαστικές μέχρι κοινωνικές και πολιτιστικές. Η τρίτη σκέψη είναι η ενίσχυση τής τάσης που παρατηρείται τελευταία με τη χειροτονία Ιερέων, οι οποίοι διατηρούν παράλληλα προς την Ιερωσύνη τους το κατά κόσμον επάγγελμά τους. Οι Ιερείς αυτοί, λόγω τής διπλής τους ιδιότητας, μπορούν να καταστούν πολύτιμοι συνεργοί τών παραδοσιακών Ιερέων σε πολλούς τομείς, σε ειδικές δε περιπτώσεις και στη μια κάποια μείωση του γιγαντισμού των ενοριών, εφόσον, έστω και ποσοστιαία, ο λόγος της σχέσης Ιερέων και ενοριτών μειώνεται. Τέλος θα άξιζε έστω και πειραματικά, να επιχειρηθεί η αναβίωση του θεσμού των διακονισσών, οι οποίες πρόσφεραν στο παρελθόν χρήσιμη βοήθεια στην Εκκλησία. Η ενορία ως το κύτταρο της Εκκλησίας γνώρισε στο πέρασμα των αιώνων πολλές αλλαγές. Στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας καθώς και στις περιπτώσεις των νεοσύστατων Ιεραποστολικών Εκκλησιών ταυτιζόταν με την ίδια την επισκοπή. Όταν η τελευταία μεγάλωνε αριθμητικά και γεωγραφικά, η τέλεση της θείας ευχαριστίας γινόταν σε πολλά κέντρα που όλο και πολλαπλασιάζονταν, παράλληλα δε με τον πολλαπλασιασμό ακολουθούσε ανάλογη αύξηση της ενορίας από άποψη αριθμού μελών. Άλλοτε σε δύστηνες εποχές, όταν τοπικές Εκκλησίες διώκοντο ή ερήμωναν ή απορροφώντουσαν από άλλες θρησκείες, κυρίως το Ισλάμ, η ενορία ακολουθούσε την τύχη τής Επισκοπής. Άλλοτε όμως, και παρά την εξαφάνιση της Επισκοπής, πολλές ενορίες επιβίωναν περνώντας στην παρανομία και την αφάνεια. Στις ημέρες μας η ενορία, όπου η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας έχει εξαπλωθεί, συνεχίζει την πορεία της έστω κι αν παραλλάσσει στη μορφή της. Στην Ιεραποστολή υπάρχουν ενορίες που γεωγραφικά, από άποψη εμβαδού, ξεπερνούν συχνά το χώρο που καταλαμβάνει μια Μητρόπολη στην Ελλάδα. Αλλού υπάρχουν ενορίες που ο ναός τους είναι περιφερόμενος, παλαιότερα πάνω σε κάρα και τώρα σε ειδικά διασκευασμένα αυτοκίνητα. Υπάρχουν ενορίες πολυφυλετικές με πολύγλωσσο Εκκλησίασμα και αντίστοιχη θεία Λειτουργία. Αλλού οι ενορίες αποτελούν το κέντρο ζωής των ενοριτών όχι μόνο ως Εκκλησιαζομένων αλλά και ως πολιτών. Όλα τα προηγούμενα μαρτυρούν ότι η ενορία συμβιβάζεται με το εκάστοτε πλήρωμά της με κύριο σκοπό να προσφέρει σε αυτό την αληθινή ζωή και τη σωτηρία. Στον τόπο μας μπορεί γεωγραφικά να μην αλλάζει η κατάσταση των ενοριτών, ως συνέπεια της αλλαγής των πραγμάτων του κόσμου. Τούτο επιβάλλει στην ενορία να πραγμάτωσει την παράδοσή της, με το να συνεκδημήσει με το Λαό του Θεού που βρίσκεται ενταγμένος στη διαδικασία τών ολοένα και νέων αλλαγών. Αν ανταποκριθεί στο καθήκον αυτό, θα βεβαιώσει για άλλη μια φορά ότι εξακολουθεί να είναι το ζωντανό κύτταρο της Εκκλησίας. |
Δημιουργία αρχείου: 2-10-2014.
Τελευταία ενημέρωση: 2-10-2014.