Στοιχεία Ορθόδοξης Λατρείας * Γιατί θυμιάζουμε * Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε»
Η εκκλησιαστική μουσική από τους αρχαίους χρόνους τής Εκκλησίας μέχρι τον Μέγα Κωνσταντίνο
Πηγή: Ψηφιοποίηση Βυζαντινής Μουσικής, Αρχείο Κωνσταντίνου Πρίγγου. Αναδημοσίευση από: http://www.apostoliki-diakonia.gr |
Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, όλος ο χριστιανικός κόσμος δοκιμάζεται σκληρά: οι διωγμοί αναγκάζουν τους πρώτους Χριστιανούς να κρύβονται για να μπορέσουν να τελέσουν τη λατρεία τους αλλά και για να εξασφαλίσουν την ίδια τους τη ζωή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Η ιερά υμνωδία είναι λιτή. Χρησιμοποιούνται κυρίως ύμνοι τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης.
Από τις Αποστολικές Πράξεις γνωρίζουμε ότι οι Απόστολοι συναθροίζονταν για ψαλμωδία και προσευχή την τρίτη, έκτη και ενάτη ώρα, και τη νύχτα, όπως oι Απόστολοι, Παύλος και Σίλας, οι οποίοι κατά το μεσονύκτιο προσευχόμενοι υμνούσαν τον Θεό. Oι Απόστολοι με ύμνους και προσευχές ετελούσαν τον ενταφιασμό τών κεκοιμημένων, στις δε Αποστολικές Διατάξεις ορίζεται όπως ο ενταφιασμός τών Χριστιανών τελείται με ύμνους και προσευχές. Επιτάφιοι ύμνοι εψάλλησαν στην Κοίμηση τής Θεοτόκου, όπως και στον ενταφιασμό τού Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου. Οι δε Χριστιανοί, κατά το παράδειγμα τών Αποστόλων, ως αναφέρει η ιστορία τής Εκκλησίας, συναγόμενοι για προσευχή σε ταπεινούς και αυτοσχέδιους ναούς, πολλές φορές δε σε σπήλαια και τις οπές τής γης (Κατακόμβες), ένεκα τών γνωστών διωγμών, έψαλλαν, εμελετούσαν τις Γραφές και άκουγαν το θείο λόγο. Κατά την περίοδο αυτή δεν ψάλλουν συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά όλοι οι παρόντες στη λατρεία πιστοί. Όπως προαναφέραμε, η υμνωδία ήταν λιτή. Έτσι λοιπόν το εκκλησίασμα μπορούσε να παρακολουθεί το μέλος και κατά συνέπεια να συμψάλλει τα ιερά άσματα με μία φωνή. Καθώς όμως χρόνο με το χρόνο οι Χριστιανοί αυξάνονταν, ήταν δύσκολη η από κοινού ψαλμωδία. Για το λόγο αυτό, καθιερώθηκε από πολύ ενωρίς στην Εκκλησία, η τάξη τών ψαλτών. Γενικά, κατά την περίοδο αυτή, ετέθησαν οι πρώτες βάσεις τής εκκλησιαστικής μουσικής. Οι κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: ο Ιγνάτιος ο θεοφόρος (103 μ.Χ.), ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (220 μ.Χ.) και ο Ωριγένης (254 μ.Χ.). Η εκκλησιαστική μουσική κατά τους τρεις πρώτους αιώνες συμπεραίνεται ότι ήταν απλή και απέριττη. Από μελωδική άποψη εψάλλονταν αποσπάσματα από τους ψαλμούς τού Δαυίδ και ύμνοι, που συνέθεταν οι Πατέρες τής Εκκλησίας, όπως ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ανατόλιος. Από τους ύμνους αυτούς, λίγοι διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Οι Πατέρες δεν αναφέρουν κανένα είδος εκκλησιαστικού μουσικού βιβλίου γι' αυτή την περίοδο. Επίσης γνωρίζουμε ότι η μετάδοση τών ύμνων κατά τη διάρκεια τών τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων πρέπει να ήταν κυρίως προφορική. Η μουσική τής Ορθοδόξου Εκκλησίας τόσο την περίοδο αυτή όσο και στις άλλες περιόδους ήταν πάντοτε φωνητική, καθώς απαγορευόταν η χρήση οργανικής μουσικής. Έτσι ποτέ δεν εχρησιμοποιήθηκε στην Εκκλησία πολυφωνικό σύστημα ψαλμωδίας. Κατά τους πρώτους τού Χριστιανισμού αιώνες, ως ύμνοι στην ψαλμωδία προς υμνολογίαν τής Αγίας Τριάδος, τού Σωτήρος Χριστού, τής Θεοτόκου και τών εις δόξαν Χριστού μαρτυρησάντων Αγίων, εχρησίμευαν oι ψαλμοί (ως υπό τού Προφητάνακτος Δαυίδ εμμελώς δια τού ψαλτηρίου και τής κιθάρας ψαλλόμενοι) τής Παλαιάς Διαθήκης, οι αναγγέλλοντες την έλευση και τις χάριτες τού Κυρίου, και ιδιαίτερα ο ργ΄ ψαλμός ο και Προοιμιακός, ως το προοίμιο τού Εσπερινού, στους Αποστολικούς Κανόνες και Φωταγωγικό Άσμα καλούμενος, ο ρλδ΄ και ρλε΄ Πολυέλεοι ή Πολυέλαιοι καλούμενοι για το συχνά σε αυτούς προσαδόμενο Ακροτελεύτιο «ότι εις τον αιώνα το έλεος Αυτού», ή κατ' άλλους, για τη γινόμενη κατά την ψαλμωδία αυτών φωταψία, αναπτομένου τού πολυελαίου, δηλαδή τού πολυκηρίου, ο ρμ΄ ψαλμός «Κύριε εκέκραξα» και ο ρμη΄. Πλην τών Ψαλμών τού Δαβίδ έψαλλε η Εκκλησία και τις εννέα ωδές τής Γραφής, τις ευρισκόμενες στα αρχαιότατα ψαλτήρια μετά τους ψαλμούς, άμα δε και ιδιαίτερους ύμνους συντασσόμενους από τους πρώτους Χριστιανούς, μη σωζόμενους δε ως καταστραφέντες κατά τους χρόνους τών διωγμών, οι οποίοι εκαλούντο ωδές πνευματικές προς διάκρισιν τών εθνικών ελληνικών ωδών. Από τους πρώτους χριστιανικούς ύμνους είναι και οι εξής: «Ος εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν πνεύματι, ώφθη Αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη». Kαι ο Πλίνιος ο Νεώτερος, ο οποίος ήταν διοικητής τής Βιθυνίας, το έτος 103 μ.Χ., ιστορεί στην προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό 97 επιστολή αυτού ύμνο στον Χριστό ως εις Θεόν ψαλλόμενο υπό τών Χριστιανών εξ υπαμοιβής. Εις τα ψαλλόμενα κατά τους Αποστολικούς χρόνους πρέπει να κατατάξουμε το αναγινωσκόμενο ευκτήριο άσμα στις Αποστολικές Διαταγές «Κύριε ελέησον», το οποίο στην αρχή εκφωνούσε ο λαός, αργότερα δε αντικατέστησε ο χορός· τον αγγελικό επινίκιο ύμνο «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ», ο οποίος στις Αποστολικές Διαταγές περιέχεται μεταξύ τών ασμάτων τής Εκκλησίας, σε όλες δε τις αρχαίες Λειτουργίες, τού Κλήμεντος, τού Ιακώβου, Βασιλείου τού Μεγάλου και Ιωάννου τού Χρυσοστόμου αναφέρεται ως ψαλλόμενος μετά μέλους σοβαρού υπό τών πιστών· τον αινετικό ύμνο «Αλληλoύϊα», ο οποίος ελήφθη από την Ιουδαϊκή υμνολογία και εκφράζει λύπη και μετάνοια· την Κυριακή Προσευχή «Πάτερ ημών», η οποία ορίζεται στους Αποστολικούς Κανόνες, για να ψάλλεται τρεις φορές την ημέρα· την υπό τών Αποστόλων παραδοθείσα στην Εκκλησία μικρά Δοξολογία «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι»· την εωθινή Δοξολογία «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», την οποία έψαλλαν οι Αγγελικές Δυνάμεις κατά τη Γέννηση τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις επήκοον τών ποιμένων τής Βηθλεέμ· τον εκ τού 94ου ψαλμού τού Δαυίδ ειλημμένο εισοδικό ύμνο «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ»· τον στις Αποστολικές Διαταγές αναφερόμενο εσπερινό ύμνο τού πρεσβύτου Συμεών «Νυν απολύεις τον δούλόν Σου Δέσποτα», ψαλλόμενο από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι τον Ε΄ αιώνα μ.Χ., αντικατασταθέντα δε τότε δια τών Απολυτικίων Τροπαρίων, που ονομάσθηκαν έτσι, επειδή εψάλλονταν μετά το ρητό τού Θεοδόχου Συμεών στην Απόλυση τού Εσπερινού, όταν και ο λαός απολύεται· την ευχαριστήρια ωδή «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι», ψαλλόμενη στην Αρχαία Εκκλησία πριν την ανάγνωση τού ιερού Ευαγγελίου και μετά το τέλος τής ευαγγελικής περικοπής. Αρχαίος ύμνος είναι και ο σωζόμενος πινδαρικός τού Κλήμεντος τού Αλεξανδρέως, αναγόμενος στους κοινούς ύμνους, τους οποίους συνήθως από στήθους εγνώριζε ο λαός και έψαλλε από κοινού στις ιερές συνάξεις. Στα αρχαία άσματα καταλέγεται το αινετικό «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοι ευχαριστούμεν Κύριε, και δεόμεθά σου ο Θεός ημών», το οποίο ποιηθέν υπό τού Αμβοσίου, Επισκόπου Μεδιολάνων, μετά τον εντελή αυτού θρίαμβο κατά τών Αρειανών, εψάλη για πρώτη φορά σε σύναξη τών πιστών κατά τη βάπτιση τού ιερού Αυγουστίνου. Ωσαύτως αρχαιότατος είναι και ο Τριαδικός ή Επιλύχνιος ύμνος (ως ψαλλόμενος μετά τις λυχνικές ευχές τού Εσπερινού) «Φως ιλαρόν», αποδιδόμενος στους αποστολικούς άνδρες, από το λόγο δε τού ουρανοφάντορος Βασιλείου «Αλλ' όστις μεν ο Πατήρ τών ρημάτων εκείνων τής επιλυχνίου ευχαριστίας ειπείν ουκ έχομεν», εξάγεται ότι είναι άγνωστος ο ποιητής τoύ ύμνου. Στην ίδια εποχή, δηλαδή τον Β΄ αιώνα μ.Χ., ανήκουν δύο ορθόδοξοι ευχαριστιακοί ψαλμοί που ανιχνεύονται στις Πράξεις τού Θωμά και εψάλλονταν κατά την κοινωνία τού μυστηρίου1. Στα αρχαία άσματα αριθμείται και το σήμερα ψαλλόμενο μία φορά το χρόνο, κατά το Μέγα Σάββατο, «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία», το οποίο εψάλλετο στη Θεία Λειτουργία τού Αγίου Ιακώβου τού Αδελφοθέου μέχρι τού Ιουστινιανού· από τότε δε καθιερώθηκε να ψάλλεται αντ' αυτού ο χερουβικός ύμνος «Oι τα Χερουβίμ μυστικώς εικονίζοντες». Τρεις αρχαιότατοι σύντομοι ύμνοι τών Θεοφανείων, προερχόμενοι από τον Γ΄ αιώνα μ.Χ., διεσώθησαν σε πάπυρο τών αρχών τού Δ΄ αιώνος μ.Χ.2. Ο τελευταίος παρουσιάζει τους ποιμένες δοξολογούντες την Αγία Τριάδα, οι άλλοι δύο όμως φαίνονται ως απλά εφύμνια. Ο δεύτερος μάλιστα είναι μονόστιχος: «Είδαμεν σημείον εξ ουρανού αστέρος φανέντος». Ακέφαλος ύμνος τού Γ΄ αιώνος μ.Χ. διασώθηκε στον πάπυρο τής Οξυρύγχου (αρ. 1786) και η αξία του είναι πολυ μεγάλη, διότι είναι ο μόνος αρχαίος χριστιανικός ύμνος τού οποίου διασώθηκε και η μελωδική παρασημαντική: «...ηώ σιγάτω μηδ' άστρα φαεσφόρα λείπε, ποταμών ροθίων πάσαι, υμνούντων δ' ημών πατέρα κ' υιόν κ' άγιον πνεύμα...». Σε πάπυρο τής συλλογής τού λόρδου Αmherst3 διασώθηκε πολύ πλημμελώς αξιόλογος ύμνος τού Γ΄ αιώνος μ.Χ., ο οποίος περιγράφει την πνευματική και ηθική εμπειρία τού νέου Χριστιανού. Ο ύμνος μαρτυρεί τη μετάβαση από την ποσοτική προσωδία στην τονική δια τού κατά προτίμησιν τονισμού τών μικρών συλλαβών. Η τεχνική του όμως είναι και λογία. Ο όλος ύμνος αποτελείται από 24 αλφαβητικές τρίστιχους στροφές, εκάστης τών οποίων οι στίχοι αρχίζουν με το ίδιο γράμμα: «Ξένους είπε Θεός διατρέφειν, ξένους και μη δυναμένους ξένιζε, το πυρ ίνα διαφύγης. Ον έπεμψε πατήρ ίνα πάθη, ο λαβών ζωήν αιωνίαν, ο λαβών κράτος αθανασίας».
Σημειώσεις: 1. Παν. Τρεμπέλα, Εκλογή Ορθοδόξου Ελληνικής υμνογραφίας, Αθήναι 1949, σελ. 15 κ.εξ. 2. G. Bickel, Das ä lteste liturgische Schriftst ü k, Mitt. aus der Sammlung der Erzherzogs Rainer II II 1887, σελ. 83 κ. ε. 3. E. Preuschen, Ein altchristlicher Hymn, Zeit. f ü r N. W. und die Kunde d. Urchristen tums 1901, τόμος 2, μέρος 1, σελ. 73 κ. εξ. |
Δημιουργία αρχείου: 16-11-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 16-11-2018.