Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ορθοδοξία

Οι αδελφοί τού Χριστού * Η τιμή προς την Παναγία * Η συμμετοχή της Παναγίας στη σωτηρία του ανθρώπου * Θεοτόκος η μητέρα του Φωτός * Η Μαρία, Θεοτόκος και Παναγία: Δύο χαρακτηριστικά που "σκανδαλίζουν" τους Προτεστάντες * Το αειπάρθενον της Θεοτόκου * Άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος

Η πάντα κλειστή Ανατολική Πύλη

Το αειπάρθενον τής Θεοτόκου και η Παλαιά Διαθήκη

Εισηγήσεις μελών τού τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας

Αθανάσιος Παπαρνάκης

 

Πηγή: 14ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Ελληνικής Εταιρείας Βιβλικών Σπουδών. Σέρρες 5-8 Νοεμβρίου 2016. “Το Πρόσωπο της Μητέρας του Χριστού στην Αγία Γραφή”.

Αναδημοσίευση από: http://blog.past.auth.gr/?p=183

 

Το αειπάρθενον αποτελεί θεμελιώδες φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό τής μητέρας τού Κυρίου σύμφωνα με την περί αυτής πίστη τής Εκκλησίας, όπως αποκρυσταλλώθηκε κατά τη μακρά περίοδο τών χριστολογικών ερίδων τού 4ου και τού 5ου αι.

 

Το πρόσωπο τής Θεοτόκου ως γνωστόν ενεπλάκη αναπόφευκτα στις έντονες θεολογικές αντιπαραθέσεις τής περιόδου κατά την διάρκεια τής επίπονης προσπάθειας τής Εκκλησίας να προσφέρει στον κόσμο το περί Χριστού κήρυγμά της με πιστότητα στην αδιάκοπη συνέχεια τής παράδοσης-παραλαβής του δια μέσου τών αιώνων από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο ιδρυτή της, αλλά και στην εξίσου επίπονη προσπάθεια τού κόσμου να το προσλάβει και να το κατανοήσει με την ακρίβεια, που απαιτούσε η Εκκλησία.

Από τη μελέτη τής σχετικής με το πρόσωπο τής Θεοτόκου γραμματείας, κυρίως τού 5ου αιώνος κατά τον οποίο απαρτίζεται σε όλες του τις πτυχές το θεολογικό περιεχόμενο τής περί αυτής εκκλησιαστικής πίστεως, προκύπτει το αξιοσημείωτο γεγονός ότι το βιβλικό υπόβαθρο όλων τών περί Θεοτόκου δογματικών τοποθετήσεων και εγκωμιαστικών σχολίων συντίθεται κατά κύριο λόγο από την Παλαιά Διαθήκη.

Η πατερική σκέψη στράφηκε σε αυτήν για να συλλέξει την απαραίτητη πληροφορία με βάση δύο κυρίως κριτήρια:

α) ο Ιησούς Χριστός είναι ο προφητευόμενος Μεσσίας τής Παλαιάς Διαθήκης,

β) οι έννοιες που συνδέονται με την ζωή του —και εν προκειμένω με την μητέρα και την γέννησή του— δεν είναι καινοφανείς, αλλά έχουν προδιαγραφεί με διάφορους άμεσους και έμμεσους τρόπους στην Παλαιά Διαθήκη.

Τα παλαιοδιαθηκικά κείμενα, που εντοπίσθηκαν με βάση τα κριτήρια αυτά, μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες:

α) στα αντικείμενα και παραστάσεις, στα οποία επισημάνθηκε επαρκής εννοιολογική ταυτότητα ή αναλογία, και ονομάζονται «τύποι», και

β) στους προφητικούς λόγους, οι οποίοι άλλοτε με άμεσο και άλλοτε με έμμεσο τρόπο, αναφέρονται σε μελλοντικά γεγονότα και παρεμβάσεις τού Γιαχβέ στην ιστορία τού λαού του και τού κόσμου.

Συνηθέστερες εικόνες, οι οποίες συνιστούν την «θεομητορική τυπολογία» είναι η Εύα (Γεν. 3,15), η σκηνή τού Αβραάμ (Γεν. 18,1), η κλίμαξ τού Ιακώβ (Γεν. 28,12), η καιόμενη βάτος (Έξοδ. 3,2), η στάμνος τού μάννα (Έξοδ. 16,33), η κιβωτός τής Διαθήκης (Έξοδ. 25,9), η τράπεζα τής προθέσεως (Έξοδ. 25,22), η πλάκα τού νόμου (Έξοδ. 31,18), η ράβδος τού Ααρών (Αριθμ. 17,23), ο πόκος τού Γεδεών (Κριτ. 6,38) κ.α.

Από την κατηγορία τών προφητικών λόγων αναφέρουμε το κατάσκιον όρος τού Αββακούμ 3,3, την επτάφωτη λυχνία τού Ζαχαρία 4,2, την παρθένο τού Ησαΐα στο 7,14, τον καινό τόμο στο 8,1, την κούφη νεφέλη στο 9,1, την ράβδο τού Ιεσσαί στο 11,1, την κεκλεισμένη πύλη τού Ιεζεκιήλ 44,2 και το αλατόμητον όρος τού Δανιήλ 2,34.

Από τα κείμενα αυτά εξέχουσα θέση με αναφορά στο θέμα τής αειπαρθενίας τής Θεοτόκου, προ, κατά και μετά τον τόκο, κατέχει στην πατερική σκέψη η προφητεία τού Ιεζεκιήλ για την κεκελεισμένη ανατολική πύλη τού μελλοντικού Ναού της Ιερουσαλήμ, την ερμηνευτική προσέγγιση και θεομητορική εφαρμογή τού οποίου θα παρουσιάσουμε με συντομία στη συνέχεια.

Η σύγχρονη βιβλική ερμηνεία προσεγγίζει το κείμενο με βάση τις κεντρικές παραδοχές τής θεωρίας τού J. Wellhausen, ο οποίος στο γνωστό έργο του Προλεγόμενα στην Ιστορία τού Ισραήλ, μετέθεσε το σημείο αναφοράς τών κεφ. 40-48 από την εσχατολογία στην ιστορία.

Σύμφωνα με τον Wellhausen, το όραμα τού Ιεζεκιήλ αποτελεί μία προσπάθεια τού προφήτη να μεταρρυθμίσει την αποτυχημένη προαιχμαλωσακή ιουδαϊκή λατρεία, να θέσει τις προδιαγραφές τής αναδιοργάνωσής της μετά την αιχμαλωσία και να προσδιορίσει —περιορίζοντας— τις αρμοδιότητες τών αξιωματούχων λειτουργών της.

Ειδικότερα για το κεφ. 44, στο οποίο διακρίνεται το έργο τών ιερέων και τών λευϊτών με παράλληλο υποβιβασμό τών δευτέρων, ο Wellhausen υποστήριξε ότι απηχούνται οι μεταξύ τους συγκρούσεις κατά την πρώιμη περίοδο τού δευτέρου Ναού και επομένως αποτελεί σημαντική μαρτυρία για την μελέτη τής ιστορίας τής ιερωσύνης τής Π. Διαθήκης.

Υπ’ αυτό το πρίσμα και επάνω στην συγκεκριμένη θεματολογία, σε ένα πλήθος μελετών και ερμηνευτικών υπομνημάτων, το όραμα τών κεφ. 40-48 κατανοείται —κατά βάση— ως ένα σχέδιο ανοικοδόμησης τού νέου Ναού και αποκατάστασης τής λατρείας σε αυτόν, ενώ ο «ηγούμενος» ως το πρότυπο τών εξουσιών και αρμοδιοτήτων τών νέων λειτουργών τής λατρείας και πολιτικής διοίκησης τού νέου λαού.

Ωστόσο οι ίδιοι ερμηνευτές επισημαίνουν ένα πλήθος ιδιαίτερων και μοναδικών χαρακτηριστικών στην περικοπή, όπως:

α) Πρόκειται για το μοναδικό σημείο σε ολόκληρο το βιβλίο τού Ιεζεκιήλ, όπου ο Θεός φέρει τον πλήρη τίτλο του «Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ», εξαίροντας έτσι την παρουσία του.

β) «Απολύτως μοναδική» στην λατρευτική ιστορία τού Ισραήλ, χαρακτηρίζει ο Zimmerli, την αιτιολόγηση τής κλειστής πύλης με αναφορά στη διέλευση τού Θεού, αλλά την παράσταση τού Θεού να διέρχεται δια τής πύλης.

γ) Ο ηγέτης «πρίγκηπας» nashi’, είναι κατά κοινή παραδοχή τής πλειονοψηφίας τών ερμηνευτών, ο μελλοντικός ιδανικός δαβιδικός ηγέτης τού Ισραήλ, ο οποίος αφ’ ενός φέρει όλα τα δικαιώματα και εξουσίες τού Γιαχβέ επί τού Ναού, τής λατρείας και τού λαού κ.α.

Με βάση τα ανωτέρω, σύμφωνα με την ερμηνευτική προσέγγιση τού προφητικού οράματος στη σύγχρονη έρευνα, ακόμη και αν αποδεχθεί κανείς την ταυτόχρονη αναφορά του τόσο στο ιστορικό παρελθόν όσο και στο εσχατολογικό μέλλον, το όραμα τού Ιεζεκιήλ παραμένει «ένα ουτοπικό όραμα», όπως εύστοχα το χαρακτηρίζει ο Iain Duguid.

Από το σημείο αυτό, στο οποίο σταματά ερμηνευτικά η σύγχρονη ερμηνευτική, η πατερική σκέψη προχωρά περαιτέρω με βάση δύο κριτήρια:

α) η Κ. Διαθήκη είναι η συνέχεια τής Παλαιάς και ο Ιησούς ο αναμενόμενος Μεσσίας, και

β) η περιγραφόμενη από τον προφητικό λόγο μελλοντική αποκατάσταση τού ναού και τής λατρείας δεν βρήκε άλλη ιστορική εκπλήρωση παρά μόνο στην Εκκλησία με τους συγκεκριμένους όρους, που αυτή γίνεται κατανοητή από εκείνη.

Ο Αμφιλόχιος Ικονίου για πρώτη φορά συσχετίζει την κεκλεισμένη πύλη τού Ιεζεκιήλ με το Εξόδ. 13,2 («παν άρσεν διανοίγον μήτραν άγιον τω Κυρίω κληθήσεται»), το οποίο έφερε παλαιότερη χριστολογική ερμηνευτική παράδοση ως προφητεία περί τής παρθενικής γεννήσεως τού Ιησού. Στην πολύ σημαντική αναφορά του ο Αμφιλόχιος διορθώνει δύο κομβικά σημεία:

α) την αντιδοκητική έμφαση στην πραγματική γέννηση τού Ιησού, που είχε δοθεί από τους παλαιότερους Πατέρες (Ιγνάτιο, Ειρηναίο, Τερτυλλιανό), η οποία όμως μπορούσε να οδηγήσει στην φθορά τής παρθενίας τής μητέρας του. Η διαφύλαξη τής παρθενίας της επιτυγχάνεται με την αναφορά στο χωρίο τού Ιεζεκιήλ, στο οποίο διατυπώνεται η έννοια τής διέλευσης τού Θεού χωρίς την παραβίαση τής πύλης, η οποία ταυτίζεται επακριβώς με την διαφύλαξη τής παρθενίας από την γέννηση. Και στις δύο περιπτώσεις υποκείμενο είναι ο Θεός, στην μεν πρώτη στο πρόσωπο τού Γιαχβέ, στην δε δεύτερη στο πρόσωπο τού Θεανθρώπου Ιησού.

β) Αλλάζει το ερμηνευτικό παράδειγμα στο θέμα από την ανθρωποκεντρική προσέγγιση τών αιρετικών στην θεοκεντρική τής Εκκλησίας.

Την θέση τού Αμφιλοχίου «ουδέν κέκλεισται τω Κυρίω» διερμηνεύει ευστοχότερα ο Πρόκλος, ο οποίος επισημαίνει τα εξής: «Τι ουν μοι φησί προσφέρεις ότι ηδύνατο γυνή γεννήσαι Θεόν; Εις τούτο γαρ σοι λέγω· ότι ου λέγω σοι ότι ηδύνατο γυνή Θεόν γεννήσαι, αλλ’ ότι ηδύνατο Θεός σαρκωθείς γεννηθήναι υπό γυναικός· πάντα γαρ αυτώ δυνατά». Αυτή η αλλαγή τής ερμηνευτικής προσέγγισης τού κειμένου τού Ιεζεκιήλ αξιοποιεί πλήρως την επιβλητική παρουσία τού Γιαχβέ, από την οποία εξαρτάται το σύνολο τού προφητικού οράματος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω.

Επάνω σε αυτές τις βάσεις το Ιεζ. 44,1-3 χρησιμοποιείται από ένα πλήθος συγγραφέων, την παράδοση τών οποίων συνοψίζει ο Ιωάννης Δαμασκηνός ως εξής: «Χαίροις, μόνη εν παρθένοις Παρθένος, η και προ τού τόκου, και εν τόκω, και μετά τόκον, παρθένος διαμείνασα. Χαίροις, μόνη εν πύλαις πύλη κεκλεισμένη, και μόνη πόλις εν πόλεσι πεπυργωμένη».

Υπό την προοπτική όλων τών ανωτέρω, θα τολμούσαμε να διατυπώσουμε την εκτίμηση ότι το συγκεκριμένο προφητικό κείμενο τού Ιεζεκιήλ δεν ερμηνεύθηκε τόσο από την περί τής παρθενίας τής Θεοτόκου εκκλησιαστική παράδοση και πίστη, αλλά μάλλον την ερμήνευσε, παίζοντας ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη και στον καθορισμό τού δόγματος περί τής αειπαρθενίας τής Θεοτόκου, καθώς έδωσε το υπόβαθρο και καθοδήγησε την πατερική σκέψη να επεκτείνει την προ τού τόκου παρθενία της, στην κατά και μετά τον τόκο διατήρησή της.

Δημιουργία αρχείου: 5-3-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 5-3-2019.

ΕΠΑΝΩ