Τα στέφανα τού γάμου * Ο Γάμος ως μυστήριο * Τα πρόσωπα του Γάμου, σχέση και υπακοή στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Το Μυστήριο του Γάμου ως εκκλησιαστικό γεγονός † Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
Πηγή: toromaiiko.com Αναδημοσίευση από: https://alopsis.gr |
1. Η ζωή μέσα στο σώμα τού Χριστού, την Εκκλησία (Κολ. 1,24) είναι θεανθρώπινη. Το ανθρώπινο στοιχείο, εκκλησιαζόμενο, πορεύεται προς την ένωση με το θείο, την άκτιστη θεία χάρη για την πραγμάτωση τού μόνου σκοπού τού ανθρώπου επί τής γης, που είναι η θέωσή του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος ολόκληρος καταφάσκεται και «προσλαμβάνεται» από τον Κύριο και την Κεφαλή τής Εκκλησίας, τον Ιησούν Χριστόν, ως ψυχή και σώμα. Η θέωση αναφέρεται στον άνθρωπο ως όλο, ως ψυχοσωματική ενότητα και ολότητα, κατά τον λόγο τών Αγίων Πατέρων μας: «Ο Χριστός όλον όλος ανέλαβέ με και όλος όλω ηνώθη, ίνα όλω τη σωτηρίαν χαρίσηται. Το γαρ απρόσληπτον αθεράπευτον». Η πρόσληψη τού ανθρώπου ολόκληρου, ως ψυχοσωματικής ενότητος, αλλά και ως κοινωνικού όντος, ως άρρενος και θήλεος, πραγματώνεται στο Μυστήριο τού Γάμου, που εντάσσει την κοινωνική και διαπροσωπική ζωή τού ζεύγους στο σώμα τού Χριστού, την εν Χριστώ κοινωνία. Γι’ αυτό απ’ αρχής ο γάμος ως μυστήριο συνδεόταν με τη θεία Λειτουργία, τη λειτουργική σύναξη και την ευλογία τής Εκκλησίας. Η ευλογία τού Επισκόπου, που επιβεβαιώνει την εκκλησιαστικότητα τού Γάμου, είναι βέβαιη ήδη στην μεταποστολική εποχή. Ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος (+107) ορίζει ότι οι νυμφευόμενοι πρέπει «μετά γνώμης επισκόπου την ένωσιν ποιείσθαι, ίνα ο γάμος ή κατά Κύριον και μη κατ’ επιθυμίαν». Η βιολογική ζωή εντάσσεται στο εκκλησιαστικό σώμα για την υπέρβαση τής γήινης σχέσης και τη μεταμόρφωσή της σε σχέση εκκλησιαστική, δηλαδή κοινωνία χάριτος. Η φυσική ένωση καταξιώνεται σε «υπερατομική προσωπικότητα», για τη θεμελίωση τής «εν Χριστώ οικογενείας». 2. Ο συσχετισμός τού μυστηρίου τού Γάμου ήδη από τον Απόστολο Παύλο, με τη σχέση Χριστού-Εκκλησίας (Εφεσ. 5,32) δίνει σ' αυτό καθαρά χριστολογικές διαστάσεις και εδραιώνει το μυστηριακό τού χαρακτήρα. Κατά τον Καθηγητή κ. Χρήστο Βούλγαρη, «ο χαρακτήρ τής ενώσεως Χριστού και Εκκλησίας είναι ουσιαστικός και η ένωσις αυτών πραγματική. Διο συσχετίζων ο Παύλος την ένωσιν ανδρός και γυναικός προς την ένωσιν Χριστού και Εκκλησίας, επιθυμεί να υπογραμμίσει την πραγματικότητα αυτής, το ‘εις σάρκα μίαν’ (Εφεσ. 5,31)… Δια τού τρόπου τούτου ο γάμος δεν αποβαίνει σύμβολον τής ενώσεως Χριστού και Εκκλησίας, αλλά μίμησις αυτής, τουτέστιν προέκτασις αυτής εις τα επί μέρους μέλη τής Εκκλησίας». Οι ενούμενοι στο γάμο συνάπτονται ως μέλη τού σώματος τού Χριστού, τής Εκκλησίας, στο εκκλησιαστικό σώμα, εμβολιάζοντας σ' αυτό την προσωπική ζωή τους, ο δε φυσικός καρπός τής ενώσεώς τους, προσθέτει νέα μέλη στο εκκλησιαστικό σώμα. Τα νέα αυτά μέλη είναι τα τέκνα. Το δυναμικό αυτόν χαρακτήρα τού Γάμου εμπεριέχει το «εις σάρκα μίαν», μέσα στο εκκλησιολογικό πλαίσιο. Ο ιερός Χρυσόστομος παρατήρει σχετικά: «Πώς δε και γίνονται εις σάρκα μίαν: Και γέφυρά τις εστί το παιδίον. Ώστε οι τρεις σαρξ γίνονται μία, τού παιδός εκατέρωθεν εκατέρου συνάπτοντος» (—διότι το παιδί ενώνει από τις δύο πλευρές τον ένα με τον άλλο, τον άνδρα με την γυναίκα). Η εκκλησιολογική υπόσταση τής φυσικής ενότητας τών συζύγων, πού πραγματοποιείται στο μυστήριο τού γάμου, νικά το θάνατο, γιατί υπερβαίνει την διαίρεση τών βιολογικών ατομικοτήτων. Η κοινωνία τής σαρκός και τού αίματος τού Χριστού (Θεία Κοινωνία) ενοποιεί και εκκλησιάζει τη ζωή τους. Με αυτές τις προϋποθέσεις γίνεται κατανοητό, ότι ο γάμος «είναι υπόθεση που αφορά ολόκληρη την Εκκλησία, γιατί μόνο μέσα στην Εκκλησία μπορεί ο άνθρωπος να νοιώσει μέλος τής παγκόσμιας αδελφότητας. Μόνο μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος μπορεί να ξανοιχθεί με αγάπη προς όλους τους ανθρώπους»!. Κατά τον αείμνηστο π. Αλέξανδρο Schmeman, «μαζί με ολοκλήρη τη φυσική ζωή τού ανθρώπου ο γάμος έπρεπε να μπει μέσα στην Εκκλησία, δηλαδή να κριθεί, να λυτρωθεί και να μεταμορφωθεί σε μυστήριο τής Βασιλείας». 3. Αυτή η πορεία από το «φυσικό» στο «υπερφυσικό», με την εκκλησιοποιήση τού γάμου, φαίνεται στη δομή τού Μυστηρίου. Ο αρραβώνας τελείται στον πρόναο. Είναι η χριστιανική κατάφαση τού φυσικού γάμου και η χριστιανική έκφρασή του. Κατόπιν το ζευγάρι οδηγείται στην εκκλησία, στη σύναξη τού σώματος, που λαμβάνει χώρα στον κυρίως ναό. Με αυτή την συμβολική πράξη «εισάγεται» ο γάμος στην Εκκλησία και στον ερχόμενο κόσμο, τη Βασιλεία. Γι’ αυτό, στο τέλος τής ακολουθίας τού μυστηρίου ο ιερέας, βγάζοντας τα στέφανα από τις κεφαλές τών νεονύμφων… λέγει: «ανάλαβε (προς τον Χριστόν ο λόγος) τους στεφάνους αυτούς εν τη Βασιλεία σου». Αλλά και ο κυκλικός χορός («Ησαΐα χόρευε…») δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το αιώνιο ταξίδι, που ήδη έχει αρχίσει στα όρια τής εκκλησιαστικής υπάρξεως. Την εσχατολογική αυτή προοπτική τού μυστηρίου εκφράζει η τελευταία ευχή τής Ακολουθίας, που συνιστά και την κατακλείδα της: «Ο Πατήρ, ο Υιος και τον Άγιον Πνεύμα, η Παναγία και ομοούσιος και ζωαρχική Τριάς, η μία Θεότης και Βασιλεία, ευλογήσαι υμάς και παράσχοι υμίν μακροζωίαν, ευτεκνίαν, προκοπήν βίου και πίστεως, και εμπλήσαι υμάς πάντων τών επί γης αγαθών, και αξιώσαι υμάς και τών επηγγελμένων αγαθών τής απολαύσεως, πρεσβείαις τής αγίας Θεοτόκου και πάντων τών Αγίων, αμήν». Την προοπτική αυτή σφραγίζει η σύνδεση και τού Μυστηρίου τού Γάμου με τη Θεία Ευχαριστία. 4. Με το κορυφαίο εκκλησιαστικό Μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας ήταν από την αρχή αναπόσπαστα συνηνωμένα και τα άλλα Μυστήρια, όπως και η διδαχή, το κήρυγμα. Κατά τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, η Θεία Ευχαριστία είναι η «τελείωσις» τών Μυστηρίων και χωρίς αυτήν «εκάστη τών ιεραρχικών τελετών ατελής μένει». Με πρώτο το Βάπτισμα, όλα τα Μυστήρια, αλλά και οι λοιπές λειτουργικές τελετές ετελούντο (ή και τελούνται ακόμη) μέσα στη Θεία Λειτουργία ή συνηνωμένα με αυτήν, και μάλιστα αδιάσπαστα, όπως λ.χ. οι Χειροτονίες, τα Εγκαίνια τού ναού, ο Γάμος, ο καθαγιασμός τού Αγίου Μύρου, ακόμη και η ακολουθία τού μικρού Αγιασμού. Η λειτουργική διασύνδεση τών λοιπών Μυστηρίων με τη Θεία Ευχαριστία μαρτυρείται ως τον 17° αιώνα. Από τα παραπάνω κατανοείται, ότι, αν η λατρεία είναι το κέντρο τής εκκλησιαστικής ζωής, ως ο κατ’ εξοχήν χώρος και χρόνος φανερώσεως τής Εκκλησίας ως Κυριακού Σώματος, η Θεία Λειτουργία με την εμπεριεχόμενη σ’ αυτήν Θεία Ευχαριστία συνιστά τον πυρήνα και το σκοπό, την αρχή και το τέλος τής λατρείας της. Έτσι, όλες οι λειτουργικές πράξεις, που λαμβάνουν χώρα στην εκκλησιαστική ζωή, αποτελούν ένα όλο -τον συνεχή και καθολικό αγιασμό τού σώματος- συγκλίνοντας προς τη Θεία Ευχαριστία, το απόλυτο κέντρο τής εκκλησιαστικής ύπαρξης και ενότητας. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, αυτόνομες και ανεξάρτητες λατρευτικές πράξεις στη ζωή τής Εκκκλησίας, αλλά όλες μαζί συνιστούν μίαν αρραγή ενότητα, το κέντρο τής οποίας κατέχει το «μυστήριο τών μυστηρίων», η Θεία Ευχαριστία. Κάθε δημόσια προσευχή-ακολουθία νοείται ως προετοιμασία για τη συμμετοχή στο Μυστήριο, στο οποίο η Εκκλησία πραγματώνεται ως «καινή κτίση», νέα δημιουργία, υπερβαίνει τις διαστάσεις τού ιδρύματος και γίνεται σώμα Χριστού. Είναι το «έσχατον» τής Εκκλησίας, η φανέρωσή της «ως ο ερχόμενος κόσμος». Γι’ αυτό και δεν μπορεί ποτέ να νοηθεί η Ευχαριστία ως μέσον προς κάτι άλλο. Είναι καθ’ εαυτήν σκοπός και ολοκλήρωση τής εκκλησιαστικής πραγματικότητος και ανάβαση τού σώματος από την ιστορία στη μεταϊστορία (πρβλ. τον λόγο τής Ευχής τής Αναφοράς: «μεμνημένοι τοίνυν… τής δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας». Πρόκειται για «μνήμη», βίωση δηλαδή τού μέλλοντος!). 5. Όπως λοιπόν και τα άλλα Μυστήρια, έτσι και ο Γάμος -συνδέεται απ’ αρχής με την Θεία Ευχαριστία. Η απουσία ειδικής Ακολουθίας για το γάμο στους πρώτους αιώνες είναι ευεξήγητη, αν ληφθεί υπόψει το γεγονός, ότι «η πλήρωση τού γάμου από τους Χριστιανούς ήταν η κοινή συμμετοχή τους στη Θεία Ευχαριστία. Η δια τού αυτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’, τού σοφού (886-912), ”καθιέρωση τής ιερολογίας τού γάμου” δεν σημαίνει και καθιέρωση τής εκκλησιαστικής ευλογίας τού Μυστηρίου τον 9° αιώνα. Κατά τον καθηγητή κ. Βλάσιο Φειδά (ιστορικό), «η ένταξη τής ευλογίας τού γάμου στο πλαίσιο τής Θείας Ευχαριστίας περιόρισε την ανάπτυξη τών ιδιαιτέρων στοιχείων μιας ειδικής Ακολουθίας τού Μυστηρίου τού Γάμου, η οποία καλυπτόταν τόσο από τις ειδικές ευχές για τον αγιασμό τής εγγάμου σχέσεως, όσο και από την όλη Ακολουθία τής Θείας Λειτουργίας… Βέβαια -συμπληρώνει- οι πρώτες απλές μορφές ευλογίας και αγιασμού τής εγγάμου σχέσεως αναπτύχθηκαν με την αξιοποίηση σχετικών στοιχείων από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, χωρίς όμως και να αυτονομηθούν από το ευχαριστιακό πλαίσιο και χωρίς να εξελιχθούν σε μία αυτοτελή Ακολουθία τού Γάμου». Μέσα στη Θεία Λειτουργία ο γάμος «βρίσκει το πραγματικό νόημα και την ουσιαστική αποστολή του, που είναι η βίωση από τους συζύγους τής αγάπης τού Χριστού και η μεταβολή τού δεσμού τους σε σημείο βασιλείας τού Θεού… Μέσα στην ευχαριστιακή σύναξη, παρισταμένων τής Θεοτόκου και πάντων τών Αγίων, με την ευλογία τού τριαδικού Θεού, οι πιστοί δέχονται ένα ζεύγος να μετάσχει στο έλεος και τη δωρεά τού Θεού και να μεταμορφώσει τη σχέση του σε μυστήριο τής βασιλείας». Βέβαια, δεν πρέπει να λησμονείται, ότι όλα αυτά είναι δυνατόν να συμβούν έτσι και να επιτευχθούν, όταν υπάρχει η πλήρης ένταξη τών νεονύμφων στο εκκλησιαστικό σώμα και την εν Χριστώ ζωή, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους αγίους Αποστόλους και συνεχίζεται μέσω τών Αγίων Πατέρων. Είναι δε ελάχιστα ή καθόλου δυνατή μέσα στην συμβατική και εντελώς μη εκκλησιαστική κατανόηση και βίωση τού γάμου, όπως συμβαίνει στις εκκοσμικευμένες ενορίες μας σήμερα, που η διαφοροποίηση από τον κόσμο περιορίζεται στο γράμμα και όχι στο πνεύμα, ο δε γάμος έχει αποκτήσει καθαρά κοσμικό χαρακτήρα. Η δομή και τής Ακολουθίας τού Γάμου, ακόμη και όπως τελείται σήμερα κατά κανόνα, έξω από την Θεία Λειτουργία, μαρτυρεί τη σχέση τού μυστηρίου με τη Θεία Ευχαριστία. Αυτό υπενθυμίζουν το «Ευλογημένη η Βασιλεία…», τα ειρηνικά, τα αναγνώσματα, η εκτενής, τα πληρωτικά-αιτήσεις, το «Και καταξίωσον» με το «Πάτερ ημών», η ευχή τής κεφαλοκλισίας, το κοινό ποτήριο, το Κοινωνικό («Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι»). Στη χειρόγραφη παράδοση αναγράφεται και η ψαλμωδία τού Τρισάγιου στην κανονική του θέση. Ο αείμνηστος έγκριτος Έλληνας μουσικολόγος, Σίμων Καράς, πραγματευόμενος το θέμα σε ειδική μελέτη του και έχοντας ως βάση τα χειρόγραφα, επισημαίνει λεπτομερώς τις αναλογίες και ομοιότητες μεταξύ τής Ακολουθίας τού Γάμου και τών Ακολουθιών τών άλλων Μυστηρίων και λειτουργικών πράξεων, πού τελούνται μέσα στη Θεία Λειτουργία. Πρέπει, ακόμη, να σημειωθεί ότι με βάση τη χειρόγραφη παράδοση, από τον 11° μέχρι τον 17° αιώνα, η Ακολουθία τού Γάμου συνυφαίνεται με την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, κάτι που, όπως φαίνεται, είχε μεγάλη διάδοση. Εύλογο όμως είναι το ερώτημα: για ποιο λόγο; Κατά τον αείμνηστο λειτουργιολόγο Ιωάννη Φουντούλη, «Ίσως η ανάγκη να αποδεσμευθή ο Γάμος από τις μεγάλες εκκλησιαστικές συνάξεις ολοκλήρου τής ενοριακής κοινότητος, ιδιαίτερα κατά τις ημέρες τών Κυριακών και τών εορτών ή πανηγύρεων, ίσως η τέλεσίς του σε διαφορετικές ώρες από τις συνήθεις τής Λειτουργίας. Ίσως και πολλοί μαζί από αυτούς τους λόγους ή ενδεχομένως και άλλοι συνετέλεσαν στην αναζήτηση και εξεύρεση αυτής τής πρακτικής λύσεως». Ορθά δε συμπεραίνει ότι και από τη λύση αυτή φαίνεται "η εμμονή στη σύνδεση λειτουργίας και γάμου"». 6. Πρέπει, λοιπόν, να υπογραμμισθεί, ότι επί πολλούς αιώνες ως τα μέσα τής Τουρκοκρατίας -και μιλώ για την ελληνική πραγματικότητα- κατορθώθηκε από τους αγίους Πατέρες μας να κρατήσουν τόσο το Βάπτισμα όσο και το Γάμο συνδεδεμένα με την Θεία Ευχαριστία, ήρκεσαν δε οι δύο υπόλοιποι σκοτεινοί αιώνες τής δουλείας να την εξαλείψουν. Με την επικράτηση, όμως, ενός σχολαστικού πνεύματος, μαζί με την τυποποίηση, που πηγάζει από την εθιμοποίηση τής Πίστεως, τα Μυστήρια αποσπάσθηκαν στους τελευταίους αιώνες από τη Θεία Λειτουργία ή αποσυνδέθηκαν από αυτήν και τη Θεία Ευχαριστία, καταλήγοντας σε ιδιωτικές Ακολουθίες για τον ατομικό αγιασμό και τη συμβατική διευθέτηση «θρησκευτικών καθηκόντων». Το μυστήριο τής Μετανοίας, έτσι, από πράξη συμφιλιώσεως με το εκκλησιαστικό σώμα, νοείται σήμερα ως τυπική-«νομική» ρύθμιση τής σχέσης μας με την «οργισμένη» θεότητα και καταλλαγή μαζί της, στα όρια μιας συναλλαγής. Τα «επιτίμια», εξ άλλου, από μέσα θεραπευτικά τής ανθρώπινης φύσης, έγιναν -παπικά- «ποινές» για την εξαγορά τών αμαρτιών ή την εξιλέωση τού Θεού. Αυτό ισχύει και για το Ευχέλαιο, ως ένα σημείο, που κατάντησε υποκατάστατο τής Εξομολογήσεως, ως «προετοιμασία» για την προσέλευση στη Θεία Μετάληψη. Σ’ αυτό το πλαίσιο και το Μυστήριο τού Γάμου αποξενώθηκε από τη δυνατότητα μεταμορφώσεως τού «φυσικού» γάμου στα όρια τής Εκκλησίας και εκλαμβάνεται ως «ευλογία» απλή και χριστιανική επικύρωση τού γάμου για τη «νόμιμη» σαρκική συνάφεια τών συζύγων. Γι’ αυτό και αντικαταστάθηκε το Ποτήριο τής Ευχαριστίας με ένα κύπελο, που «συμβολίζει» την κοινή ζωή τους, στα όρια όμως τής μεταμορφωμένης «φυσικότητος». Έτσι, όμως, συσκοτίσθηκε η σχέση τών Μυστηρίων με τη ζωή τού όλου εκκλησιαστικού σώματος, η εκκλησιαστικότητά τους, υποχώρησε δε η έννοια τής κοινότητος-κοινωνίας και, τελικά, τής συνάξεως, που πραγματοποιεί την οικοδομή και εν Χριστώ «αύξηση» τής Εκκλησίας. Όλα τα κοσμικά στοιχεία, που παρεισέφρησαν στην τέλεση τού γάμου και που ποικίλλουν κατά τόπους, συμβάλλουν στην εκκοσμίκευση τού Μυστηρίου, που βαίνει παράλληλα με την αποεκκλησιοποίησή του. Είναι, εντούτοις, γεγονός ότι στην Ελλάδα τουλάχιστον, κατά τις τελευταίες δεκαετίες πληθαίνουν εκείνοι, που επιθυμούν να τελέσουν τα Μυστήρια τού βαπτίσματος και τού Γάμου μέσα στη Λειτουργία. Αυτό πρέπει να χαιρετισθεί με αισιοδοξία, έστω και αν ακόμη δεν λείπουν λόγοι συναισθηματικοί και ευσεβιστικοί, που ωθούν σ’ αυτό. Παρ’ όλα αυτά, και αν ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις δεν πρόκειται παρά για «ρομαντικές» συναισθηματικότητες, η «επιστροφή» στην παράδοση -έστω και επιφανειακά- είναι ένα θετικό βήμα για την αναζωπύρωση τού φρονήματος. Όπως η αποσύνδεση Γάμου και Θείας Ευχαριστίας μπορεί να θεωρηθεί εύκολη λύση για τις περιπτώσεις τελείας διακοπής από τη ζωή τής Εκκλησίας, η επανασύνδεση τών Μυστηρίων αυτών μαζί της από τους έχοντες γνώση τού θεολογικο-εκκλησιολογικού περιεχομένου αυτών τών Μυστηρίων και επιθυμούντες την παραδοσιακή τέλεσή τους, είναι αληθινή ευλογία, και γι’ αυτό πρέπει να γίνεται και από την πλευρά ημών τών Κληρικών επαινετά αποδεκτή. |
Δημιουργία αρχείου: 22-2-2024.
Τελευταία μορφοποίηση: 22-2-2024.