Οι Διακόνισσες. Η Γενική Ιεροσύνη τών γυναικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία * Οι διάδοχοι τών αποστόλων * Γενικό και ειδικό ιερατείο * Το «βασίλειο ιεράτευμα» και η ιεροσύνη * Στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε Ειδική Ιεροσύνη * Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας για την χειροτονία διακόνισσας * Και πάλι Ορθόδοξη διακόνισσα όπως στην αρχαία Εκκλησία! Στη Ζιμπάμπουε
Ο θεσμός τών Διακονισσών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και η δυνατότης αναβιώσεως αυτού* Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου Ομοτίμου Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: Διορθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον περί της θέσεως της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και περί του ζητήματος της χειροτονίας των γυναικών (Ρόδος, 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988), Αθήναι 1988. |
Αφού συγχαρώ εν πρώτοις την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου δια την απόφασίν της περί συγκλήσεως του Διορθοδόξου αυτού Συνεδρίου, το οποίον εξετάζει το σπουδαιότατον ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών, αφού εκφράσω δεύτερον τας ευχαριστίας μου δια την τιμήν, η οποία μου έγινε, με το να προσκληθώ ως εις των εισηγητών, και αφού τρίτον εκφράσω την χαράν εμού και της ωσαύτως θεολόγου συζύγου μου δια την πνευματικήν επικοινωνίαν μας με τόσους εκλεκτούς, σεβαστούς και αγαπητούς αδελφούς και αδελφάς εν Χριστώ, οι οποίοι φιλοξενούμεθα εις το λαμπρόν αυτό ξενοδοχείον του εκλεκτού και διακεκριμένου οφφικιάλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου κ. Β. Καμπουράκη, εισέρχομαι εις την ανάπτυξιν του θέματός μου, τα όρια του οποίου προσδιωρίσθησαν ακριβώς υπό των σεβαστών οργανωτών του Συνεδρίου δια του υπ’ αυτών διατυπωθέντος τίτλου: «Ο θεσμός των διακονισσών εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και η δυνατότης αναβιώσεως αυτού». Ειδικώτερον, εντός των χρονικών ορίων τα οποία επιβάλλονται υπό της κλεψύδρας, αφ’ ενός θα σκιαγραφήσωμεν την ιστορίαν του θεσμού των διακονισσών· αφ’ ετέρου θα υπομνήσωμεν τας προϋποθέσεις και την λειτουργικήν «τάξιν» της χειροτονίας αυτών· τρίτον – υπό την οπτικήν γωνίαν του απασχολούντος την Χριστιανικήν Οικουμένην ζητήματος της χειροτονίας των γυναικών και της εισόδου αυτών εις τα τάξεις των κληρικών – θα αναφερθώμεν εις τον κανονικόν χαρακτήρα και τας καθ’ όλου κανονικάς συνεπείας της χειροτονίας των διακονισσών και ιδίως εις την ακριβή θέσιν αυτών εντός της ολότητος του ιερού κλήρου και εις τας προς αυτόν διασυνδέσεις και συναρτήσεις των· τέταρτον, θα υπομνήσωμεν τους εν τη ιστορία τομείς της εργασίας των διακονισσών· πέμπτον, μετά των συμπερασμάτων θα παρουσιάσωμεν γενικάς δεοντολογικάς σκέψεις, αναφερομένας εις το ζήτημα της αναζωπυρήσεως και ανανεώσεως του θεσμού των διακονισσών και τέλος εν Επιλόγω θα θίξωμεν τον προβληματισμόν δια το όλον ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών. Είναι περιττόν να είπωμεν, ότι η παρούσα εισήγησις, κατά το μέγιστον μέρος αυτής στηρίζεται επί του περιεχομένου της ανατυπωθείσης εκ του περιοδικού «Θεολογία» (έτος 1954) διδακτορικής μας διατριβής και πολλών άλλων μελετών μας, αι οποίαι από του 1954 μέχρι σήμερον εδημοσιεύθησαν είτε εις την ελληνικών γλώσσαν, είτε εις γαλλικήν ή αγγλικήν ή γερμανικήν ή ιταλικήν ή σουηδικήν μετάφρασιν. Αι μελέται αύται μνημονεύονται εν των Παραρτήματι.
1. Η ιστορία του θεσμού των διακονισσών Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνας υφίστατο «πλουραλισμός» εις την κατά περιοχάς και χρονικάς περιόδους απόδοσιν πρωτείου εις μίαν εκ των εις την Εκκλησίαν αφιερωμένων γυναικείων τάξεων (διακονισσών, χηρών, παρθένων)[1]. Παρά ταύτα, ευθύς εξ αρχής και ήδη εκ των αποστολικών χρόνων φαίνεται ότι το πρωτείον αποδίδεται εις την τάξιν των «διακόνων γυναικών»[2]. Αυτό εν συνεχεία γίνεται ολονέν και περισσότερον αισθητόν. Ως πρώτη μαρτυρία περί της τάξεως των «διακόνων γυναικών» θεωρείται το χωρίον Ρωμ. 16, 1-2, εν τω οποίω μνημονεύεται η Φοίβη, ήτις εορτάζεται υπό της Εκκλησίας την 3ην Σεπτεμβρίου και αναφέρεται υπό των ορθοδόξων λειτουργικών κειμένων ως πρότυπον διακονίσσης. Γράφει δι’ αυτήν ο Απ. Παύλος: «Συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφήν ημών, ούσαν διάκονον της εκκλησίας της εν Κεγχρεαίς, ίνα αυτήν προσδέξησθε εν Κυρίω αξίως των αγίων… και γαρ προστάτις πολλών εγενήθη και εμού αυτού». Και το χωρίον Α’ Τιμ. 3, 11 («γυναίκας ωσαύτως σεμνάς, μη διαβόλους, νηφαλίας, πιστάς εν πάσι») πιθανώς αναφέρεται εις γυναίκας διακόνους, ως αποδεικνύεται εκ της φιλολογικής συναφείας και των λογικών συναρτήσεων και πλαισίων του χωρίου». Ως ετόνιζεν ήδη ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «τινές απλώς περί γυναικών ειρήσθαι τούτό φασιν, ουκ έστι δε· τι γαρ εβούλετο μεταξύ των ειρημένων παρεμβαλείν τι περί γυναικών; Αλλά περί των το αξίωμα της διακονίας εχουσών λέγει»[3]. Εκ των αρχών του β’ αιώνος χαρακτηριστική είναι εξωχριστιανική τις μαρτυρία. Τω 111 ή 112 μ.Χ. Πλίνιος ο νεώτερος, γράφων προς τον Τραϊνόν, αναφέρει την εν Βιθυνία ύπαρξιν διακονισσών. Ομιλεί δι’ «ancillas, quae ministrae dicebantur»[4]. Κλήμης ο Αλεξανδρεύς († προ του 215) τονίζει, ότι η γυναικεία διακονία ήτο αναγκαία και υπήρχε κατ’ αυτούς ήδη τους αποστολικούς χρόνους, καθ’ ους οι απόστολοι, «ως αδελφάς περιήγον τας γυναίκας συνδιακόνους εσομένας προς τας οικουρούς γυναίκας, δι’ ων και εις την γυναικωνίτιν αδιαβλήτως παρεισεδύετο η του Κυρίου διδασκαλία»[5]. Εν συνεχεία προσθέτει: «Ίσμεν γαρ και όσα περί διακόνων γυναικών εν τη ετέρα προς Τιμόθεον επιστολή ο γενναίος διατάσσεται Παύλος»[6]. Ο Ωριγένης ερμηνεύων το χωρίον Ρωμ. 16, 1-2, εν περικοπή ήτις διεσώθη λατινιστί, τονίζει ότι «apostolica auctoritate» υπήρχον «feminae ministrae» «in ministerio ecclesiae»[7]. Τον γ’ αιώνα η «Διδασκαλία (των Αποστόλων)», εν τη οποία δια πρώτην φοράν χρησιμοποιείται και το χαρακτηριστικόν όνομα «διακόνισσα» αντί του «η διάκονος», παρουσιάζει τας διακονίσσας ως συγκεκροτημένην εν τη Εκκλησία τάξιν, μνημονευομένην μετά των τάξεων των επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων[8]. Κατά την «Διδασκαλίαν» η γυναικεία διακονία ήτο αναγκαία in multis rebus[9] τοσούτω μάλλον, όσω και αυτός ο Κύριος διεκονήθη υπό γυναικών. Οι διάκονοι και αι διακόνισσαι έχουν έν και το αυτό λειτούργημα, το λειτούργημα της διακονίας (το ministerium diaconiae) και είναι ως μία ψυχή εν δυσί σώμασι (duo corpora in una anima)[10]. Εις μερικάς περιοχάς κατά τους τρεις πρώτους αιώνας μετά των τριών βαθμών της ιερωσύνης συναριθμείται και η τάξις των χηρών, η οποία ήδη μνημονεύεται εν Α’ Τιμ. 5, 9-10. Εις τας εκ του γ’ αιώνος προερχομένας «Ψευδοκλημεντείους Ομιλίας» μνημονεύεται ο Πέτρος ως δρων εν Τριπόλει της Φοινίκης «επίσκοπον καταστήσας και πρεσβυτέρους δώδεκα ορίσας και χηρικά συστησάμενος»[11]. Το αντίστοιχο χωρίον των ωσαύτως εκ του γ’ αιώνος προερχομένων ψευδοκλημεντείων Αναγνωρίσεων αναφέρει επίσης, ότι ούτος «constituit eis episcopum et duodecim cum eo presbyteros, simulque diaconos ordinat. Instituit etiam ordinem viduarum atque omnia ecclesiae ministeria disponit»[12]. Είναι προφανές, ότι και εν τω χωρίω τούτω η τάξις των χηρών συναριθμείται μετά των τάξεων του κλήρου και των εκκλησιαστικών λειτουργών, θεωρουμένη ως εν ministerium. Ο όρος «χήρα» εις μερικάς περιοχάς ήτο terminus technicus, δια του οποίου εδηλούτο τάξις των γυναικών, της οποίας μετείχον και παρθένοι. Ήδη ο Ιγνάτιος, γράφων προς τους Σμυρναίους (ΧΙΙΙ, 1), λέγει: «Ασπάζομαι... τας παρθένους, τας λεγομένας χήρας»[13]. Από των αρχών του δ’ αιώνος και εξής υπάρχουν αναρίθμητοι μαρτυρίαι περί της τάξεως των διακονισσών, απαντώμεναι εις τους κανόνας οικουμενικών και τοπικών συνόδων και εις διάφορα φιλολογικά, ιστορικά και αρχαιολογικά μνημεία, λ.χ. εις λειτουργικο-κανονικά συγγράμματα («Αποστολικαί Διαταγαί» και «Διαθήκη του Κ. Η Ι.Χ.», εις έργα μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και άλλων εκκλ. Συγγραφέων της Ανατολής και της Δύσεως, εις ιστορικούς και χρονογράφους, εις αγιολογικά κείμενα, εις ευχολόγια και άλλα λειτουργικά βιβλία, εις την νομοθεσίαν των βυζαντινών αυτοκρατόρων, εις επιτυμβίους επιγραφάς. Εκ των μαρτυριών των πηγών τούτων πιστοποιείται ότι ο θεσμός των διακονισσών, ανθήσας επί της εποχής των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, διετηρήθη – έστω ολίγον κατ’ ολίγον υποβαθμιζόμενος – μέχρι του τέλους των βυζαντινών χρόνων. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος τον ι’ αιώνα μαρτυρεί, ότι υφίσταντο εισέτι επί των χρόνων αυτού «αι της Μεγάλης Εκκλησίας (= Αγίας Σοφίας) διακόνισσαι»[14]. Η Άννα Κομνηνή τον ιβ’ αιώνα εξυμνεί την υπέρ των διακονισσών φροντίδα του πατρός αυτής Αλεξίου του Α’ (1081-1118)[15], ο οποίος προσφάτως εξυμνήθη δια την προ 900 ετών συμβολήν του εις την εν Πάτμω ίδρυσιν της Ιεράς Μονής του αγ. Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Βαλσαμών περί τα τέλη του ιβ’ αιώνος μαρτυρεί, ότι υπήρχον εισέτι επί των ημερών αυτού εν τη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως διακόνισσαι[16]. Λείψανα της τάξεως των διακονισσών εν τη Ανατολή σώζονται και σήμερον τόσον εντός ελληνικών γυναικείων μοναστηρίων[17] ή απομεμακρυσμένων ιεραποστολικών κοινοτήτων, όσον και εις απεσχισμένας ανατολικάς εκκλησίας. Εν τη Δύσει ο θεσμός των διακονισσών δεν έσχε ταχείαν και μεγάλην ανάπτυξιν. Κατά το τέλος του 4ου αιώνος ήτο σχεδόν άγνωστος εις την Δύσιν, θεωρούμενος εν αυτή ως θεσμός ανατολικός. Ο ψευδο-Ιερώνυμος, εξ αφορμής του χωρίου Ρωμ. 16, 1-2, τονίζει: «Sicut etiam in Orientalibus diaconissae mulieres in suo sexu ministrare videntur»[18]. Ωσαύτως ούτος, ερμηνεύων το χωρίον Α’ Τιμ. 3, 11, επαναλαμβάνει, ότι «in Oriente diaconissae appellant»[19]. Μάλιστα πολλαί σύνοδοι, ως αι σύνοδοι της Οράγγης (Concilium Arausicanum) τω 441, η εν Epaon σύνοδος (Concilium Epaonense) τω 517 και η 2α εν Ορλεάνη σύνοδος (Concilium Aurelianense II) τω 533 απαγορεύουν παντελώς την χειροτονίαν των διακονισσών[20]. Τα συνοδικά ταύτα μέτρα, ισχύσαντα δι’ ωρισμένας μόνον εκκλησιαστικάς περιφερείας, δεν επέδρασαν επί πάσαν την Δυτικήν Εκκλησίαν, καθ’ όσον έτεραι μαρτυρίαι αντιθέτως πιστοποιούν, ότι τουλάχιστον μέχρι του ια’ αιώνος, υπό την επίδρασιν του παραδείγματος της Ανατολής, καθιερούντο και εν τη Δυτική Εκκλησία διακόνισσαι. Ούτω λ.χ. τον 6ον αιώνα εχειροτονήθη διακόνισσα η αγία Radegunde, σύζυγος του φράγκου βασιλέως Κλοθαρίου του 1ου[21]. Τω 866 η εν Worns σύνοδος υιοθετεί, εν σχέσει προς τας διακονίσσας, τον ιε’ κανόνα της Δ’ εν Χαλκηδόνι οικουμενικής συνόδου[22]. Ως ετονίσαμεν εις το εν Bari 1ον Διεκκλησιαστικόν Ιστορικόν Συνέδριον, υπό την επίδρασιν του παραδείγματος των ελληνικών κοινοτήτων της Ιταλίας ολίγον κατ’ ολίγον η Ρωμαϊκή Εκκλησία εισήγαγε τον θεσμόν των διακονισσών[23]. Το «Liber Pontificalis» αναφέρει, ότι, τω 799 ο πάππας Λέων ο Γ’ και ο Κάρολος ο Μέγας εισήρχοντο θριαμβευτικώς εις την Ρώμην, εξήλθον προς υποδοχήν αυτών ο ρωμαϊκός λαός «μετά διακονισσών και ευγενών κυριών» («cum diaconissis et noblissimis matronis»)[24]. Τρεις πάπαι του ια’ αιώνος, ο Βενέδικτος ο 8ος (1012-1024), ο Ιωάννης ο 20ός (1024-1033) και ο Λέων ο 9ος (1049-1054), γράφοντες προς επαρχιακούς επισκόπους, - ήτοι ο πρώτος προς τον επίσκοπον του Porto[25], ο δεύτερος προς τον επίσκοπον της Sylva Candida[26] και ο τρίτος προς τον επίσκοπον πάλιν του Porto[27] -, αναγνωρίζουν εις αυτούς το δικαίωμα να χειροτονούν διακονίσσας. Ο τίτλος «diaconissa» ή «diacona» ενεφανίσθη εκ νέου κατά τους νεωτέρους χρόνους δια της ιδρύσεως των προτεσταντικών αδελφοτήτων διακονισσών[28] και δια της αναβιώσεως της χειροτονίας των διακονισσών εν τη Αγγλικανική Εκκλησία[29] και από του παρελθόντος έτους εν τη Παλαιοκαθολική Εκκλησία[30].
2. Προϋποθέσεις και λειτουργική «τάξις» της χειροτονίας των διακονισσών Διακόνισσαι εξελέγοντο «μετ’ ακριβούς δοκιμασίας»[31] είτε εκ των τάξεων των αφιερωμένων εις τον Θεόν παρθένων[32], είτε εκ των χηρών, αι οποίαι ήσαν μονόγαμοι[33]. Διακόνισσαι επίσης εγίνοντο και σύζυγοι επισκόπων. Ο 48ος κανών της Πενθέκτης εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου ορίζει, ότι η σύζυγος του επισκόπου, «ει και αξία φανείη, προς το της διακονίας αναβιβαζέσθω αξίωμα»[34]. Διακόνισσαι εχειροτονούντο επίσης εκλεκταί μοναχαί, μεγαλοσχήμονες ή και ηγούμεναι γυναικείων μοναστηρίων[35]. Όσον αφορά εις την ηλικίαν των εκλεγομένων διακονισσών, κατ’ αρχάς αύται, συμφώνως προς την αποστολικήν περί χηρών διάταξιν (Α’ Τιμ. 5, 9-10), έπρεπε να έχουν υπερβή το εξηκοστόν έτος[36]. Βραδύτερον όμως, επειδή συχνάκις εγίνοντο εξαιρέσεις, όπως αποδεικνύει το παράδειγμα της αγίας Ολυμπιάδος, την οποίαν, αν και πολύ νέαν, «χήραν γενομένην..., διάκονον εχειροτόνησε Νεκτάριος»[37], και επειδή οι τομείς της διακονικής εργασίας απήτουν ακμαίας δυνάμεις και αρκετήν ευκινησίαν και ευρωστίαν, η Εκκλησία επισήμως περιώρισε το χρονικόν τούτο όριον, απαιτούσα ηλικίαν ουχί ελάσσονα της των τεσσαράκοντα ετών. Ούτως ο ιε’ κανών της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου ορίζει «διάκονον μη χειροτονείσθαι γυναίκα προ ετών τεσσαράκοντα»[38], ο δε 15ος κανών της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου παραγγέλλει: «Μήτε διάκονος προ των εικοσιπέντε χρόνων ή διακόνισσα προ των τεσσαράκοντα ετών χειρονείσθω»[39]. Ότι η Πενθέκτη εν Τρούλλω Σύνοδος ήθελε να ενθαρρύνη τας ευσεβείς γυναίκας εις το να χειροτονώνται διακόνισσαι, είναι φανερόν εις τον 40όν κανόνα αυτής, ο οποίος δικαιολογεί το όριον του 40ού έτους της ηλικίας ως εξής: «Εν γαρ τω θείω Αποστόλω γέγραπται, εξήκοντα ετών την εν τη Εκκλησία καταλέγεσθαι χήραν· οι δε ιεροί κανόνες τεσσαράκοντα ετών την διακόνισσαν χειροτονείσθαι παραδεδώκασι, την εκκλησίαν χάριτι θεία κραταιοτέραν γινομένην και επί τα πρόσω βαίνουσαν εωρακότες, και το των πιστών προς την των θείων εντολών τήρησιν πάγιόν τε και ασφαλές· όπερ και ημείς άριστα κατανοήσαντες, αρτίως διωρισάμεθα, την ευλογίαν της χάριτος, τω μέλλοντι των κατά Θεόν αγώνων ενάρχεσθαι, ώσπερ τινά σφραγίδα ταχέως ενσημαινόμενοι, εντεύθεν αυτόν προς το μη επί πολύ οκνείν και αναδύεσθαι προβιβάζοντες, μάλλον μεν ουν προς την του αγαθού παρορμώντες εκλογήν και κατάστασιν»[40]. Καθ’ όλους τους μετέπειτα βυζαντινούς αιώνας αι απαιτήσεις της Εκκλησίας ως προς την ηλικίαν των διακονισσών ήσαν σταθεραί, διατηρηθείσης της σχετικής διατάξεως της Δ’ εν Χαλκηδόνι και της Πενθέκτης εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου. Αι εκλεγόμεναι διακόνισσαι, εκτός της πίστεως, της αρετής, του ιεραποστολικού φρονήματος και της γνησίας διακονικής αποφάσεως προς μίμησιν του Χριστού, όστις «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών»[41], έπρεπε να έχουν και την αναγκαίαν μόρφωσιν, δια να δύνανται να ανταποκρίνωνται εις το κατηχητικόν των έργον[42]. Αι εκλεγόμεναι εις το διακονικόν λειτούργημα καθιερούντο και εγκαθίσταντο εις αυτό υπό του επισκόπου, ο οποίος εχειροτόνει ταύτας δια λειτουργικής πράξεως αναλόγου προς την χειροτονίαν των διακονισσών. Δια την λειτουργικήν αυτήν πράξιν εις τα πηγάς χρησιμοποιούνται ποικίλαι λέξεις ή φράσεις (λ.χ. «χειροτονία», «χειροθεσία», «χειροτονείν», «καθιερούν», «επιτιθέναι χείρας», «προχειρίζεσθαι», «ordination», «ordinare», «chirotonia», «consecration», “manu superposita consecrare», «manum imposition», «manus imponene»)[43]. Η κατά τους τρεις πρώτους αιώνας έλλειψις εν ταις πηγαίς περιγραφής της λειτουργικής πράξεως της καθιερώσεως τω διακονισσών ή των διακονικόν λειτούργημα εχουσών χηρών δεν δύνανται να θεωρηθή ως argumentum e silentio δια την εκδοχήν ότι δεν υπήρχε τότε χειροτονία των διακονισσών. Αλλ’ ευθύς ως εμφανίζεται εις τας «Αποστολικάς Διαταγάς» και εις την «Διαθήκην του Κ. η. Ι.Χ.» πλήρης σειρά τυπικών χειροτονίας των διαφόρων τάξεων του ιερού κλήρου, τότε η σειρά αύτη συμπεριλαμβάνει και τυπικόν της χειροτονίας των διακονισσών. Και όταν βραδύτερον εις τα Ευχολόγια των βυζαντινών χρόνων εμφανίζεται διαφοροποίησις της απλουστέρας μορφής της χειροθεσίας των κατωτέρων βαθμίδων του ιερού κλήρου από της πανηγυρικής μορφής της χειροτονίας των ανωτέρων βαθμίδων αυτού (επισκόπου, πρεσβυτέρου και διακόνου), τότε η Εκκλησία δια την καθιέρωσιν των διακονισσών χρησιμοποιεί τυπικόν «χειροτονίας διακονίσσης» ειδολογικώς όμοιον προς το τυπικόν της «χειροτονίας διακόνου». Η «χειροτονία» των – επί τη βάσει των ανωτέρω εκτεθεισών προϋποθέσεων – εκλεγομένων διακονισσών, τελουμένη μόνον υπό του επισκόπου δια προσευχής και επιθέσεως των χειρών, πανταχού και πάντοτε μέχρι τέλους των βυζαντινών χρόνων περιελάμβανε λειτουργικήν πράξιν, ανάλογον προς την της χειροτονίας των διακόνων. Η λειτουργική αύτη πράξις, ούσα κατ’ αρχάς λίαν απλή, του χρόνου προϊόντος διεμορφώθη εις πανηγυρικήν τελετήν, ης η τάξις και το τυπικόν περιγράφονται εν τισι των ευχολογίων των βυζαντινών χρόνων.
1. Όσον αφορά εις την μέχρι του τέλους του ε’ αιώνος χρονικήν περίοδον, εν τω Χειροτονικώ μεν των «Αποστολικών Διαταγών» παρατίθεται χαρακτηριστική «διάταξις» και «επίκλησις επί χειροτονία διακονίσσης», εν τω Χειροτονικώ δε της «Διαθήκης του Κ. η. Ι.Χ.» (Testamentum Domini Nostri Jesu Christi) υπάρχει ωσαύτως η δια την «χειροτονίαν» («Ordinatio»)[44] της χήρας διακονίσσης «oratio», ήτις επιγράφεται ως «Oratio constituendarum viduarum». Αι δύο αύται διατάξεις έχουσιν ως εξής[45]:
Η ανωτέρω εκ του Χειροτονικού των «Απ. Διαταγών» παρατεθείσα «επίκλησις επί χειροτονία διακονίσσης», ούσα ομοία και ανάλογος προς την εν τω αυτώ Χειροτονικώ υπάρχουσαν διάταξιν περί της χειροτονίας των διακόνων, διαφέρει ταύτης κατά το ότι, ενώ εν εκείνη ο επίσκοπος απλώς εύχεται όπως η διακόνισσα επαξίως επιτελή το εγχειρισθέν αυτή έργον, εν ταύτη ο επίσκοπος εύχεται, όπως ο διάκονος, ευαρέστως λειτουργήσας την εγχειρισθείσαν αυτώ διακονίαν, αξιωθή μείζονος βαθμού. Η εν τη «Διαθήκη…» «Oratio constituendarum viduarum» έχει κατά το μάλλον και ήττον ειδολογικάς και ουσιαστικάς ομοιότητας τόσον προς την εν τη «Διαθήκη» προηγουμένην τάξιν της χειροτονίας του διακόνου, όσον και προς τας εν τω Χειροτονικώ των «Αποστολ. Διαταγών» υπαρχούσας «τάξεις» της χειροτονίας του διακόνου και της διακονίσσης, αλλά καθ’ ύλην είναι κατά τι εκτενεστέρα της εν τω Χειροτονικώ τούτω «επικλήσεως επί χειροτονία διακονίσσης», διότι μνημονεύει αορίστως πως και πτυχάς τινας της ζωής και του έργου της χήρας-διακονίσσης. Έπειτα ενώ εν τη κατά τας «Αποστολικάς Διαταγάς» «χειροτονία» της διακονίσσης και εν τη κατά την «Διαθήκην» χειροτονία του διακόνου μνημονεύεται επίθεσις των χειρών του επισκόπου («επιθήσεις αυτή τας χείρας» - «episcopus solus ei manum imponit» - «oratio impositionis manus super diaconum»), αντιθέτως εν τη κατά την αυτήν «Διαθήκην» τάξει της καθιερώσεως της χήρας-διακονίσσης ουδείς γίνεται λόγος περί επιθέσεως των χειρών. Ωσαύτως σημειωτέον, ότι ενώ εν ταις «Απ. Διαταγαίς» απλώς ορίζεται, όπως η ευχή της «χειροτονίας» της διακονίσσης λέγηται «παρεστώτος του πρεσβυτερίου και των διακόνων και των διακονισσών», εν τη «Διαθήκη» προ της ευχής της καθιερώσεως της χήρας-διακονίσσης σημειούται, ότι «ipsa orante in ingressu altaris et deorsum adspiciente, dieat episcopus submisse, ut sacerdotes tamen audire possint» Επίσης εν τη «Διαθήκη» σημειούται, ότι ο λαός λέγει «Αμήν» μετά το πέρας της αναγνώσεως της ευχής ταύτης.
2. Συν τω χρόνω προϊόντι, επέζησεν εν τη Ανατολική ιδίως Εκκλησία μόνον η πρώτη εκ των δύο ανωτέρω παρατεθεισών διατάξεων[48], ενσωματωθείσα κατά τα κύρια αυτής σημεία εις την από του ς’ μέχρι του η’ αιώνος επί το πανηγυρικώτερον διευρυνθείσαν και διαμορφωθείσαν «τάξιν» ή «ευχήν» ή «ακολουθίαν» «επί χειροτονία διακονίσσης», περί ης λαμβάνομεν γνώσιν εκ διαφόρων χειροτονικών, εμπεριεχομένων εκ κώδιξι και χειρογράφοις ευχολογίοις των βυζαντινών χρόνων. Εκτενής και αξία ιδιαίτερα προσοχής «ευχή επί χειροτονία διακονίσσης» απαντάται εν τω κατά τον η’ αιώνα ή τας αρχάς του θ’ αιώνος γραφέντι Βαρβερινώ Κώδικι (Κώδιξ Β), εν τω από του θ’ ή των αρχών του ι’ αιώνος καταγομένω Βησσαριανώ κώδικι της Κρυπτοφέρρης (κώδιξ Κρυπτοφέρρης) και εν τω κατά τον ι’ αιώνα γραφέντι υπ’ αριθ. 956 χειρογράφω της Βιβλιοθήκης (της μονής της αγ. Αικατερίνης) του όρους Σινά. Της «ευχής» του τελευταίου κώδικος παραδιδομένης ημίν υπό του Δμητριέβσκη[49], η ευχή των δύο πρώτων κωδίκων ευρίσκεται παρά τω Goar[50] και άλλοις[51]. «Τάξις γινομένη επί χειροτονία διακονίσσης» απαντάται ωσαύτως και εν τω υπ’ αρ. 213 κώδικι των Παρισίων (Coislinus), γραφέντι το έτος 1027 και εν τω υπ’ αρ. 149-104 (94) κώδικι της βιβλιοθήκης του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Αμφότεροι οι κώδικες ούτοι παραδίδονται ημίν υπό του Δμητριέβσκη[52]. Επίσης εάν μελετήσωμεν τον κατά τον ιβ’- ιδ’ αιώνα γραφέντα υπ’ αρ. 692 κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών και λάβωμεν υπ’ όψιν τα ειδολογικά και τα καθ’ ύλην εσωτερικά κριτήρια, ήτοι τα κριτήρια γλώσσης, συντάξεως, περιεχομένου, διατάξεως της ύλης κ.λ., άτινα μαρτυρούν άμεσον εν πολλοίς συνάρτησιν του κώδικος τούτου μετά του ανωτέρω μνημονευθέντος υπ’ αρ. 213 κώδικος των Παρισίων, δημιουργηθείσαν είτε δι’ αντιγραφής είτε δια χρήσεως κοινού πρωτοτύπου, καταλήγομεν εις το συμπέρασμα, ότι και η υπ’ αρ. λ’ «τάξις γινομένη επί χειροτονία διακονίσσης», ην περιείχεν άλλοτε εν τω απολεσθέντι τμήματι αυτού ο αθηναϊκός ούτος κώδιξ, ως αποδεικνύεται εκ του πίνακος των περιεχομένων αυτού, συνέπιπτε πλήρως προς την εν τω υπ’ αρ. 213 κώδικι των Παρισίων υπάρχουσαν. «Τάξιν επί χειροτονία διακονίσσης» περιγράφουν ωσαύτως το κατά τον ιδ’ αιώνα γραφέν και υπό του Δμητριέβσκη δημοσιευθέν υπ’ αρ. 163 ειλητάριον της μονής Ξενοφώντος του αγ. Όρους[53] και ο Ματθαίος Βλάσταρις[54]. Αξία προσοχής τυγχάνει και η νεστοριανή Ordo chirotoniae mulierum diaconissarum, ήτις, ευρεθείσα εν συριακώ χειρογράφω γραφέντι περί τα μέσα του ις’ αιώνος, εδημοσιεύθη υπό των Assemani[55], Denzinger[56] και άλλων[57]. Η εν τη Δύσει διαμορφωθείσα Ordo ad diaconam faciendam παρατίθεται εν τη από του η’ ή του θ’ αιώνος προερχομένη και αρχαιότερον υλικόν περιλαμβανούση συλλογή «Ordo Romanus antiquus de divinis catholicae ecclesiae officiis et ministeriis per totius anni circulum». Η συλλογή αύτη, περιέχουσα και το καλούμενον Sacramentarium Gelasianum, ελήφθη υπό του M. Hittorp εκ μεσαιωνικών χειρογράφων της βιβλιοθήκης του εν Κολωνία καθεδρικού ναού και εξ άλλων ιδιωτικών βιβλιοθηκών και εδημοσιεύθη υπ’ αυτού εν τω έργω «De divinis officiis» (Köln 1568), σελ. 1 - 160[58]. Εν τω επομένω πίνακι αφ’ ενός κατατάσσονται κατά σχετικήν χρονολογικήν σειράν οι ανωτέρω μνημονευθέντες κώδικες και αι ιστορικαί πηγαί και αφ’ ετέρου σημειούνται αι κατωτέρω χρησιμοποιούμεναι βραχυγραφίαι αυτών:
Πηγαί και κώδικες, περιέχοντες τυπικά Χειροτονίας διακονισσών.Ονομασία Αριθ. Αιών Βραχυγραφία Βαρβερινός κώδιξ--Η’-Θ’Β Βησσαριανός κώδιξ (Κρυπτοφέρρης)--Θ’-Ι’Κ Κώδιξ Βιβλιοθήκης Σινά 956Ι’Σ Κώδιξ Παρισίων (Coislinus) 213ΙΛ’Η Ordo Romanus--Θ’-ΙΑ’Ο Codex Engelbergensis 54IB’E Κώδιξ Εθν. Βιβλιοθ. Αθηνών 662ΙΒ’-ΙΔ’Αθ. Ματθαίος Βλάσταρις--ΙΓ’Βλ. Ειλητάριον Μονής Ξενοφώντος Αγ. Όρους 163ΙΔ’Ξ Κώδιξ Βιβλιοθ. Αλεξανδρ. 149-104 (94)ΙΔ’Αλ. Συρ. Νεστοριανόν χειρόγραφον--ΙΣΤ’Συρ.
3. Τα υπό των κωδίκων και πηγών τούτων παραδιδόμενα τυπικά της χειροτονίας των διακονισσών έχουν ως εξής: Α’«Ευχή επί χειροτονία διακονίσσης».(Κώδικες Β και Κ – Ευχολόγιον Coar κ.λ.)[59].«Μετά το γενέσθαι την αγίαν αναφοράν και ανοιγήναι τας θύρας πριν ή ειπείν τον διάκονον· Πάντων των αγίων, προσφέρεται η μέλλουσα χειροτονείσθαι τω αρχιερεί και εκφωνών το, Η θεία Χάρις, κλινούσης αυτής την κεφαλήν, επιτίθησι την χείρα αυτού επί την κεφαλήν αυτής, και ποιών σταυρούς τρεις επεύχεται ταύτα. Ο Θεός ο άγιος, ο Παντοδύναμος, ο δια της εκ Παρθένου κατά σάρκα γεννήσεως του μονογενούς Σου υιού και Θεού ημών αγιάσας το θήλυ· και ουκ ανδράσι μόνον αλλά και ταις γυναιξί δωρησάμενος την χάριν και την επιφοίτησιν του αγίου Σου Πνεύματος· Αυτός και νυν, Δέσποτα, έπιδε επί την δούλην σου ταύτην· και προσκαλέσαι αυτήν εις το έργον της διακονίας σου, και κατάπεμψον αυτή την πλουσίαν δωρεάν του αγίου Σου Πνεύματος· διαφύλαξον αυτήν εν τη ορθοδόξω Σου πίστει, εν αμέμπτω πολιτεία κατά το Σοι ευάρεστον την εαυτής λειτουργίαν δια παντός εκπληρούσαν. Ότι πρέπει Σοι… αμήν. Και μετά το αμήν ποιεί εις των διακόνων ευχήν ούτως· Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν. Υπέρ της άνωθεν ειρήνης, και ευσταθείας του σύμπαντος κόσμου· του Κυρίου δεηθώμεν. Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου· του Κυρίου δεηθώμεν. Υπέρ του αρχιεπισκόπου ημών (του δείνος), ιερωσύνης, αντιλήψεως, διαμονής, ειρήνης, υγιείας, σωτηρίας αυτού και του έργου των χειρών αυτού του Κυρίου δεηθώμεν. Υπέρ της νυν προχειριζομένης διακονίσσης τήσδε και της σωτηρίας αυτής· του Κυρίου δεηθώμεν. Όπως ο φιλάνθρωπος Θεός άσπιλον και αμώμητον αυτή την διακονίαν χαρίσηται· του Κυρίου δεηθώμεν. Υπέρ του ευσεβεστάτου και θεοφιλεστάτου βασιλέως ημών. Υπέρ του ρυσθήναι ημάς. Αντιλαβού σώσον. Και εν τω γενέσθαι ταύτην την ευχήν υπό του διακόνου, έχων ομοίως την χείρα επί την κεφαλήν της χειροτονουμένης ο Επίσκοπος, επεύχεται ούτως. Δέσποτα Κύριε, ο μηδέ γυναίκας αναθεμένας εαυτάς και βουληθείσας καθ’ ο προσήκε λειτουργείν τοις αγίοις οίκοις σου αποβαλλόμενος, αλλά ταύτας εν τάξει λειτουργών προσδεξάμενος· δώρησαι την χάριν του Αγίου Σου Πνεύματος και τη δούλη του ταύτη, βουληθείση αναθείναί Σοι εαυτήν, και την διακονίας αποπληρώσαι χάριν, ως έδωκας χάριν της διακονίας Σου Φοίβη, ην εκάλεσας εις έργον της λειτουργίας· παράσχου δε αυτή ο Θεός, ακατακρίτως προσκαρτερείν τοις αγίοις ναοίς Σου, επιμελείσθαι της οικείας πολιτείας, σωφροσύνης δε μάλιστα, και τελείαν απόδειξον δούλην Σου· ίνα και αυτή, παραστώσα τω βήματι του Χριστού, άξιον της αγαθής πολιτείας απολήψηται τον μισθόν. Ελέει και φιλανθρωπία του μονογενούς Σου Υιού, μεθ’ ου ευλογητός ει· και τα εξής. Και μετά το αμήν, περιτίθησι τω τραχήλω αυτής υποκάτωθεν του μαφωρίου το διακονικόν ωράριον, φέρων έμπροσθεν τας δύο αρχάς· και τότε ο εν τω άμβωνι διάκονος λέγει· Πάντων των αγίων μνημονεύσαντες και τα λοιπά. Μετά (δε) το μεταλαβείν αυτήν του αγίου σώματος και του αγίου αίματος, επιδίδωσιν αυτή ο Αρχιεπίσκοπος το άγιον ποτήριον· όπερ δεχομένη αποτίθεται τη αγία τραπέζη».
Β’«Ευχή επί χειροτονία διακονίσσης»(Κατά τον κώδικα Σ)[60].«Μετά το γενέσθαι την αναφοράν και ανοιγήναι τας θύρας προσφέρεται η μέλλουσα χειροτονείσθαι, και ο αρχιερεύς εκφωνεί το Η θεία χάρις, κλινούσης αυτής την κεφαλήν και επιτίθησι την χείρα αυτού επί την κεφαλήν αυτής, και ποιών σταυρούς τρεις επεύχεται. Ο Θεός ο άγιος και παντοδύναμος… (ως εν τοις κώδιξι Β και Κ). Και μετά το Αμήν, ποιεί εις των διακόνων ευχήν και εν τω γενέσθαι ταύτην, ο Αρχιεπίσκοπος έχων την χείρα επί την κεφαλήν αυτής, επεύχεται ούτως· Δέσποτα Κύριε, ο μηδέ γυναίκας αναθεμένας εαυτάς… (ως εν τοις κώδιξι Β και Κ)».
Γ’«Τάξις επί χειροτονία διακονίσσης»(Κατά τους κώδικας Η και Αθ.)[61].«Τάξις γινομένη επί χειροτονία διακονίσσης, ήτις οφείλει είναι μ’ (= τεσσαράκοντα) χρόνων, παρθένος αγνή και, κατά το νυν κρατούν, μονάζουσα μεγαλοσχήμων, κεκαρμένη τε κοσμίως, και εις τοσούτον δια της επανθούσης αυτής αρετής ανηγμένη εις ύψος, ως αμιλλάσθαι κατά γε τούτο τοις αληθώς ανδράσι, καντεύθεν αξιούσθαι και της τοσαύτης τιμής. Τελείται τοίνυν και επί ταύτη πάντα, όσα και επί τοις διακόνοις ολίγων τινών γινομένων ενηλλαγμένως· προσάγεται γαρ τη ιερά τραπέζη μαφωρίω καλυπτομένη την κάραν, ου τα αμφότερα άκρα έμπροσθεν απηώρηται, και μετά το ρηθήναι· Η Θεία Χάρις, ου κλίνει γόνυ, καθάπερ ο διάκονος, αλλά μόνην την κάραν, και ο αρχιερεύς σφραγίζων ταύτην τρις και έχων επικειμένην αυτή την χείρα εύχεται ούτως. Ο διάκονος· Του Κυρίου δεηθώμεν. Ο Θεός, ο άγιος και παντοδύναμος… (ως εν τοις κώδωξι Β και Κ). Και λεγομένων των διακονικών, α λέγεται και επί τοις διακόνοις, ο αρχιερεύς, έχων ωσαύτως τη της χειροτονουμένης κορυφή την χείρα επικειμένην, εύχεται ούτως: Δέσποτα Κύριε, ο μηδέ γυναίκας αναθεμένας εαυτάς και βουληθείσας… (ως εν τοις κώδωξι Β και Κ). Και μετά το Αμήν περιτίθησι τω τραχήλω ταύτης υποκάτωθεν του μαφωρίου το διακονικόν ωράριον, φέρων εις το έμπροσθεν τας δύο αρχάς, και ούτως ο επί του άμβωνος διάκονος λέγει το Πάντων αγίων μνημονεύσαντες. Κατά δε τον της μεταλήψεως των θείων μυστηρίων καιρόν, κοινωνεί μεν του θείου σώματος και αίματος μετά τους διακόνους, λαμβάνουσα δε το ποτήριον εκ των του αρχιερέως χειρών ουδενί μεταδίδωσιν, αλλ’ ευθύς επιτίθησιν αυτό τη αγία τραπέζη. Επληρώθη η χειροτονία της διακονίσσης».
Δ’Τάξις χειροτονίας διακονισσών.(Κατά τον Βλ.)[62].«Τα γε μη παλαιά των βιβλίων, οις η των χειροτονιών απασών ακριβώς εγγέγραπται τελετή και τον καθ’ ηλικίαν οποίον είναι δει χρόνον υφηγείται της διακόνου, ότι τεσσαρακοστός· και το σχήμα, ότι μοναχικόν, και τούτο τέλειον· και τον βίον, ότι των ανδρών αμιλλάσθαι χρη ταύτην τοις άκροις την αρετήν· τελείσθαι δε και επ’ αυτή, πλην ολίγων, όσα και επί τοις διακόνοις· τη γαρ ιερά τραπέζη προσαγομένην μαφωρίω καλύπτεσθαι, των άκρων τούτου έμπροσθεν απηωρημένων και μετά το ρηθήναι το· Η θεία Χάρις, η τα ασθενή θεραπεύουσα, ουδέτερον των ποδών εις γόνυ κλίνειν, αλλά μόνην την κεφαλήν· και επιτιθέντα ταύτη τον αρχιερέα την χείρα, επεύχεσθαι αμέμπτως αυτήν το της διακονίας έργον επιτελέσαι, σωφροσύνην και σεμνήν πολιτείαν μετερχομένην, και τοις αγίοις ούτω ναοίς προσκαρτερείν, ου μην και τοις αχράντοις μυστηρίοις υπηρετείν επιτρέπει, ή ριπίδιον εγχειρίζεσθαι, ως επί του διακόνου· είτα τω τραχήλω ταύτης υπό το μαφώριον επιτιθέναι τον αρχιερέα το διακονικόν ωράριον, φέροντα εις τα έμπροσθεν τας δύο τούτου αρχάς. Εν δε τω καιρώ της μεταλήψεως, μετά τους διακόνους των θείων κοινωνείν αυτήν μυστηρίων· είτα λαμβάνουσαν το ποτήριον εκ των χειρών του αρχιερέως μηδενί μεταδιδόναι, αλλ’ ευθύς επιτιθέναι τούτο τη αγία τραπέζη».
Ε’«Τάξις γινομένη επί χειροτονία διακονίσσης»(Κατά τον κώδικα Αλ.)[63].Η τάξις αύτη είναι η αυτή προς την των κωδίκων Η και Αθ., διαφέρουσα εκείνης κατά το ότι αύτη έχει την λέξιν «κεφαλήν» αντί της λέξεως «κάραν».
ΣΤ’Χειροτονικόν του Ειληταρίου Ξ[64].Εν τω Χειροτονικώ τούτω, μετά την «τάξιν επί χειροτονία διακόνου», υπήρχεν η σημείωσις: «Τα δε αυτά και επί διακονίσσης άνευ του γονυκλιτήσαι αυτήν· εκείνη γαρ μόνην την κεφαλήν κλίνει, και μετά την θείαν μετάληψιν λαμβάνουσα το άγιον ποτήριον παρά του χειροτονήσαντος αυτήν, ουδενί μεταδίδωσιν εξ αυτού, αλλ’ ευθέως αποτίθεται αυτό εν τη αγία τραπέζη».
Ζ’Νεστοριανή Ordo mulierum diaconissarum.(Κατά το χειρόγραφον Συρ.)[65].
Ακολουθούν αι δύο καθιερωτικαί ευχαί του επισκόπου, ως η μεν πρώτη ταυτίζεται προς την αντίστοιχον της χειροτονίας του διακόνου, η δε ετέρα έχει ως εξής:
Η’Η εν τη Δύσει διαμορφωθείσα Ordo ad diaconam faciendam.(Κατά την συλλογήν Ο, τον κώδικα Ε κ.λ.)[66].
Μετά τα αντίφωνα και την ανάγνωσιν των Ψαλμών ακολουθεί η προσευχή:
Είτα, μετά την αναγνώσιν της Αποστολικής περικοπής,
Ακολουθεί η καθιέρωσις δια της προσευχής:
Εν συνεχεία, αφού χορηγηθή αυτή υπό του επισκόπου δακτύλιος πίστεως (annulum fidei)και τεθή επί της κεφαλής αυτής στέφανος εξ ανθέων (torques), αναγιγνώσκεται η ευαγγελική περικοπή. Κατά το τέλος της Λειτουργίας η καθιερωθείσα διακόνισσα κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων και μετά ταύτα λαμβάνει παρά του επισκόπου την ευλογίαν της ειρήνης.
4. Η προσεκτική μελέτη των Χειροτονικών τούτων από της ειδολογικής και της καθ’ ύλην επόψεως οδηγεί ημάς εις τα κάτωθι πορίσματα: Πάσαι αι εν τοις κόλποις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας διαμορφωθείσαι διατάξεις περί της χειροτονίας των διακονισσών, καίτοι απέχουσαι απ’ αλλήλων ου μόνον τοπικώς, αλλά και χρονικώς, συμφωνούν απολύτως καθ’ ύλην, διαφέρουσαι μόνον κατά τι γλωσσικώς και φραστικώς. Ενώ εις τα Ευχολόγια αι περιγραφόμεναι χειροθεσίαι του λεγομένου κατωτέρου κλήρου (ψάλτου, αναγνώστου, υποδιακόνου) τελούνται εκτός του ιερού βήματος και ουχί κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας, η χειροτονία της διακονίσσης έχει απόλυτον ειδολογικήν ομοιότητα προς τας χειροτονίας των τάξεων του ανωτέρου κλήρου (επισκόπου, πρεσβυτέρου, διακόνου), διότι γίνεται εντός του ιερού βήματος και έμπροσθεν της αγίας Τραπέζης, κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας και μάλιστα μετά την αγίαν αναφοράν, δηλαδή ευθύς μετά τον ασπασμόν «Και έσται τα ελέη...». Η χειροτονία της διακονίσσης, ως και η του διακόνου, ηδύνατο να γίνη ου μόνον «επί τελείας προσκομιδής», αλλά και «επί προηγιασμένων», μετά την επί της αγίας τραπέζης απόθεσιν των τιμίων δώρων της μεγάλης εισόδου[67]. Η χειροτονηθησομένη διακόνισσα, κατά την τελετήν της χειροτονίας, ισταμένη προφανώς, ως και ο χειροτονηθησόμενος διάκονος, εν τη σολέα, προ των αγίων θυρών, «μαφορίω» κεκαλυμμένη, προσήγετο εις την αγίαν τράπεζαν, ένθα ο επίσκοπος εχειροτόνει ταύτην δι’ επιθέσεως των χειρών, απαγγέλλων ουχί μίαν ευχήν, ως κατά τας κατωτέρας χειροθεσίας, αλλά δύο ευχάς, τούθ’ όπερ είναι γνώρισμα των ανωτέρων χειροτονιών. Αμφότεραι αι ευχαί αύται, ακολουθούσαι εις την προεξαγγελλομένην εκφώνησιν: «Η θεία Χάρις, η τα ασθενή θεραπεύουσα...» και εις την επισυναπτομένην σφράγισιν και απαγγελλόμεναι υπό του επισκόπου, ο οποίος έχει τας χείρας επί της κεφαλής της χειροτονουμένης, καταλήγουν εις δοξολογίαν της αγίας Τριάδος. Η εκφώνησις «Η θεία Χάρις η τα ασθενή θεραπεύουσα...», η οποία ακούεται κατά την χειροτονίαν της διακονίσσης, αποτελεί γνώρισμα μόνον της χειροτονίας των ανωτέρων κληρικών (επισκόπου, πρεσβυτέρου, διακόνου), καθ’ όσον η εκφώνησις αύτη ουδέποτε ακούεται εις τας χειροθεσίας των κατωτέρων κληρικών, ουδέ αυτού του υποδιακόνου. Ωσαύτως είναι άξιον προσοχής, ότι εις τας χειροτονίας των ανωτέρων κληρικών επεμβαίνει μετά την πρώτην ευχήν λειτουργός έχων τον ίδιον βαθμόν, προς τον οποίον προάγεται ο χειροτονούμενος (επίσκοπος εις χειροτονίαν επισκόπου, πρεσβύτερος εις χειροτονίαν πρεσβυτέρου και διάκονος εις χειροτονίαν διακόνου), ο οποίος απαγγέλλει τα μεταξύ των δύο ευχών παρεμβαλλόμενα ειρηνικά. Κατά την χειροτονίαν της διακονίσσης τα ειρηνικά ταύτα απαγγέλλονται υπό διακόνου. Τοιούτόν τι ουδέποτε γίνεται εις τας κατωτέρας χειροθεσίας, αι οποίαι γίνονται εκτός του ιερού βήματος[68]. Εκ τούτων γίνεται φανερόν, ότι και κατά την χειροτονίαν της διακονίσσης τελούνται σχεδόν πάντα, όσα και κατά την χειροτονίαν του διακόνου. Η χειροτονία της διακονίσσης διαφέρει της χειροτονίας του διακόνου εις ελάχιστα σημεία. Ενώ ο χειροτονούμενος διάκονος στηρίζει το μέτωπόν του εις την αγίαν τράπεζαν και κλίνει το δεξιόν γόνυ, η διακόνισσα δεν κλίνει γόνυ, αλλά παραμένει ορθία[69]. Η χειροτονουμένη διακόνισσα περιεβάλλετο, ως και ο διάκονος, το διακονικόν ωράριον, φέρουσα όμως τούτο «υποκάτωθεν του μαφωρίου», μετά των δύο αρχών αυτού έμπροσθεν. Κατά την ώραν της θείας Κοινωνίας η διακόνισσα κοινωνεί, ως ο διάκονος, λαμβάνουσα το άγιον ποτήριον εκ των χειρών του αρχιερέως, αλλ’ «ουδενί μεταδίδωσι» την θείαν κοινωνίαν. Δι’ αυτό «επιτίθησιν αυτό (το άγιον ποτήριον) τη αγία τραπέζη». Η βυζαντινή χειροτονία διακονίσσης επέδρασε σημαντικώς τόσον εις την «Ordo chirotoniae mulierum diaconissarum», η οποία διεμορφώθη εις τους Νεστοριανούς και Μονοφυσίτας, όσον και εις τα σχετικά δυτικά τυπικά (Ordo ad diaconissa, faciendam – Ordinatio abbatissae canonicam regulam profitentis). Εις την Δύσιν η χειροτονία των διακονισσών συνεδέετο μετ’ ειδικής λειτουργίας (Missa ad diaconam faciendam). Κατά την χειροτονίαν ταύτην, πλην του ωραρίου, παρεδίδετο εις τας χειροτονουμένας δακτύλιος (annulus) και στέφανος εξ ανθέων (torques)[70].
3. Κανονικός χαρακτήρ και κανονικαί συνέπειαι της χειροτονίας των διακονισσών Ο άγιος Επιφάνειος τονίζει, «ότι μεν διακονισσών τάγμα εστίν εις την Εκκλησίαν, αλλ’ ουχί εις το ιερατεύειν»[71]. Και ενώ υπό των Αποστόλων «κατεστάθησαν διαδοχαί επισκόπων και πρεσβυτέρων εν οίκω Θεού, ουδαμού γυνή εν τούτοις κατεστάθη. Ήσαν δε τέσσαρες θυγατέρες Φιλίππω τω ευαγγελιστή προφητεύουσαι, ου μην ιερουργούσαι. Και ην Άννα προφήτις θυγατήρ Φανουήλ, αλλ’ ουχ ιερατείαν πεπιστευμένη»[72]. «Ει ιερατεύειν γυναίκες Θεώ προσετάσσοντο..., έδει μάλλον αυτήν την Μαριάμ ιερατείαν εκτελέσαι εν Καινή Διαθήκη, την καταξιωθείσαν εν κόλποις ιδίοις υποδέξασθαι τον Παμβασιλέα Θεόν επουράνιον, Υιόν Θεού... Αλλ’ ουκ ηυδόκησεν. Αλλ’ ουδέ βάπτισμα διδόναι πεπίστευται· επεί ηδύνατο ο Χριστός μάλλον παρ’ αυτής βαπτισθήναι ήπερ παρά Ιωάννου»[73]. Ο αυτός πατήρ παρατηρεί, ότι η εκκλησιαστική πράξις του παρελθόντος και των χρόνων αυτού αποκρούει την ιερουργικήν ιερωσύνην της γυναικός: «Παρατηρητέον δε ότι άχρι διακονισσών μόνον το εκκλησιαστικόν επεδεήθη τάγμα, χήρας τε ωνόμασε, και τούτων τας έτι γραοτέρας πρεσβύτιδας, ουδαμού δε πρεσβυτερίδας ή ιερίσσας προσέταξε»[74]. Εις τας «Αποστολικάς Διαταγάς» τονίζεται: «Περί δε του γυναίκας βαπτίζειν γνωρίζομεν υμίν, ότι κίνδυνος ου μικρός ταις τούτο επιχειρούσαις. Διο ου συμβουλεύομεν· επισφαλές γαρ, μάλλον δε παράνομον και ασεβές. Ει δε διδάσκειν αυταίς ουκ επετρέψαμεν, πως ιερατεύσαι ταύταις παρά φύσιν τις συγχωρήσει; Τούτο γαρ της των Ελλήνων αθεότητος το αγνόημα... ιερείας χειροτονείν, αλλ’ ου της του Χριστού διατάξεως»[75]. Ανεξαρτήτως του ζητήματος περί του πως αντιμετωπίζονται τα συγκεκριμένα επιχειρήματα του αγ. Επιφανείου υπό των ετεροδόξων, οι οποίοι δέχονται την χειροτονίαν των γυναικών εις τους βαθμούς του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου, πρέπει να τονισθή ότι ουδέποτε εις την συνείδησιν της Εκκλησίας επεκράτησεν η αντίληψις διαφόρων κύκλων αιρετικών (Γνωστικών, Μοντανιστών, Πρισκιλλιανών, Κολλυριδιανών κ.λπ.), κατά την οποίαν αι γυναίκες είναι δυνατόν να αποκτήσουν ιερουργικά ιερατικά καθήκοντα, ανάλογα προς τα του πρεσβυτέρου ή και επισκόπου. Από της αποστολικής εποχής μέχρι σήμερον επικρατεί εν τη Εκκλησία μόνιμος και σταθερά παράδοσις[76] Ταύτα, ενώ εξηγούν διατί το γυναικείον διακονικόν λειτούργημα ουδέποτε ηδύνατο να δημιουργήση δυνατότητα προαγωγής των διακονισσών εις τους βαθμούς του πρεσβυτέρου και του επισκόπου, όμως ουδόλως κατ’ αρχήν και κατ’ αιτιώδη σχέσιν οδηγούν ημάς εις το συμπέρασμα, ότι αι διακόνισσαι δεν ανήκον εις τον κλήρον και ότι η χειροτονία των δεν είχε μυστηριακόν χαρακτήρα όμοιον προς τον χαρακτήρα της χειροτονίας του διακόνου. Εν τοιούτον εσφαλμένον συμπέρασμα έχει προβληθή υπό μερικών Ορθοδόξων, ως λ.χ. υπό του Nicolae Chitescu και υπό του George Khodre. Ο πρώτος έγραψεν, ότι αι διακόνισσαι «erchielten nicht die Diakonenweihe. Sie empfingen nur eine Segnung»[77]. Ο δεύτερος ισχυρίσθη, ότι «die Haundauflegung (während der Diakonissenweihe) wird als einfache Segnung zu verstehen sein»[78]. Ο ισχυρισμός ούτος στηρίζεται εις το λογικόν σφάλμα της των «όρων τετράδος» (quaternion terminorum). Το σφάλμα τούτο συνίσταται εις το ότι παρουσιάζομεν κατά τον συλλογισμόν ως συμπέρασμα κρίσιν σχηματιζομένην εκ δύο προκειμένων κρίσεων, εις τας οποίας ο μέσος όρος δεν είναι, ως θα έπρεπε, κοινός, αλλ’ έχει διάφορον σημασίαν εις εκατέραν εξ αυτών. Τοιουτοτρόπως οι αρνούμενοι, ότι η χειροτονία της διακονίσσης είναι ομοία προς την του διακόνου, συνδέουν και συναρτούν εις την συλλογιστικήν των πορείαν την έννοιαν της χειροτονίας και του κληρικού λειτουργήματος μόνον προς τους βαθμούς του πρεσβυτέρου και του επισκόπου, οι οποίοι τελούν μυστήρια και την Θ. Ευχαριστίαν. Οι προβάλλοντες τον ισχυρισμόν αυτόν λησμονούν, ότι όχι μόνον αι διακόνισσαι, αλλά και αυτοί οι διάκονοι, αν και αναμφισβητήτως κατά την ορθόδοξον κανονικήν παράδοσιν ανήκουν εις τον ανώτερον κλήρον, δεν έχουν ιερωσύνην προς τέλεσιν μυστηρίων, αλλ’ έχουν αναμφισβητήτως μυστηριακήν διακονικήν ιερωσύνην, τούθ’ όπερ κυρίως αποτελεί την ειδοποιόν διαφοράν του διακονικού βαθμού. Το ότι η φράσις του αγίου Επιφανείου «διακονισσών τάγμα εστίν εις την Εκκλησίαν, αλλ’ ουχί εις το ιερατεύειν» ουδέν μαρτυρεί εναντίον της κατατάξεως των διακονισσών εις τας τάξεις του κλήρου και των εκκλησιαστικών λειτουργών και το ότι ο Επιφάνειος, χρησιμοποιών την λέξιν «ιερατεύειν», υπονοεί μόνον το τελείν την Θ. Ευχαριστίαν και τα λοιπά μυστήρια, αποδεικνύεται εκ του ότι ο ίδιος εκκλησιαστικός πατήρ εις την αυτήν παράγραφον υπομιμνήσκει, ότι και αυτοί οι αναμφισβητήτως εις τον ανώτερον κλήρον ανήκοντες διάκονοι δεν τελούν τα μυστήρια της Εκκλησίας: «Και γαρ ούτε διάκονοι εν τη εκκλησιαστική τάξει επιστεύθησάν τι μυστήριον επιτελείν, αλλά μόνον διακονείν τα επιτελούμενα»[79]. Και αι «Αποστολικαί Διαταγαί» τονίζουν: «Διάκονος ουκ ευλογεί, ου δίδωσιν ευλογίαν, λαμβάνει δε παρά επισκόπου και πρεσβυτέρου· ου βαπτίζει, ου προσφέρει, του δε επισκόπου προσενεγκόντος ή του πρεσβυτέρου, αυτός επιδίδωσι τω λαώ, ουχ ως ιερεύς, αλλ’ ως διακονούμενος (= διακονών) ιερεύσιν»[80]. Και η «Διαθήκη» τονίζει, ότι ο διάκονος «non ad sacerdotium ordinatur, sed ad ministerium episcopi et ecclesiae»[81]. Η μνημονευθείσα βυζαντινή τάξις της χειροτονίας των διακονισσών έχει, ως είπομεν, όλα τα ειδολογικά γνωρίσματα της τάξεως της χειροτονίας των ανωτέρων κληρικών. Εις την τάξιν της χειροτονίας των διακονισσών γίνεται μνεία της θεραπευούσης τα ασθενή θείας Χάριτος και απευθύνεται υπό του επισκόπου δέησις προς τον Παντοδύναμον Θεόν, τον «ουκ ανδράσι μόνον, αλλά και ταις γυναιξί δωρησάμενον την χάριν του αγίου Πνεύματος», ίνα καταπέμψη εις την χειροτονουμένην την «πλουσίαν δωρεάν» του αγίου Πνεύματος και ίνα προσδεχθή ταύτην «εν τάξει λειτουργών». Κατά την «Διδασκαλίαν» η διακόνισσα κατέχει λίαν τιμητικήν θέσιν εις τας τάξεις του κλήρου, διότι εις αυτήν τονίζεται ότι οι διάκονοι και αι διακόνισσαι ανήκουν εις εν και το αυτό λειτούργημα, το ministerium diaconiae, και είναι ως μία ψυχή εις δύο σώματα[82]. Η διακόνισσα αναφέρεται μετά των λοιπών τάξεων του ανωτέρου κλήρου, εφ’ όσον παραλληλίζονται υπό της «Διδασκαλίας» ο επίσκοπος προς τον Θεόν Πατέρα, ο διάκονος προς τον Χριστόν, η διακόνισσα προς το Άγιον Πνεύμα και οι πρεσβύτεροι προς τους αποστόλους: «Hic locum Dei sequens sicuti Deus honoretur a vobis. Diaconus autem in typum Christi adstat; ergo diligatur a vobis. Diaconissa vero in typum Sancti Spiritus honoretur a vobis. Presbyteri etiam in typum apostolorum spectentur a vobis…»[83]. Και εις τας «Αποστολικάς Διαταγάς», υπό των οποίων εξετάζεται «εις τίνος τύπον και αξίαν έκαστος των εν τω κλήρω τέτακται παρά Θεού»[84], επαναλαμβάνονται τα υπό της «Διδασκαλίας» λεγόμενα: «Ούτος ο (επίσκοπος) υμών επίγειος Θεός μετά Θεόν, ος οφείλει της παρ’ υμών τιμής απολαύειν... Ο γαρ επίσκοπος προκαθεζέσθω υμών... Ο δε διάκονος τούτω παριστάσθω ως ο Χριστός τω Πατρί και λειτουργείτω αυτώ εν πάσιν αμέμπτως, ως ο Χριστός, αφ’ εαυτού ποιών ουδέν, τα αρεστά ποιεί τω Πατρί πάντοτε. Η δε διάκονος εις τύπον του Αγ. Πνεύματος τετιμήσθω υμίν, μηδέν άνευ του διακόνου πράττουσα ή φθεγγομένη, ως ουδέ ο Παράκλητος αφ’ εαυτού τι λαλεί ή ποιεί, αλλά δοξάζων τον Χριστόν, περιμένει το Εκείνου θέλημα· και ως ουκ έστιν εις τον Χριστόν πιστεύσαι άνευ της του Πνεύματος διδασκαλίας, ούτως άνευ της διακόνου μηδεμία προσίτω γυνή τω διακόνω ή τω επισκόπω. Οι τε πρεσβύτεροι εις τύπον των αποστόλων υμίν νενομίσθωσαν, διδάσκαλοι έστωσαν θεογνωσίας...»[85] Άλλη ένδειξις περί της εν τω κλήρω κατατάξεως των διακονισσών τυγχάνει το γεγονός, ότι η τάξις της «χειροτονίας» αυτών εν ταις «Αποστολικαίς Διαταγαίς» τάσσεται μετά την τάξιν της χειροτονίας των διακόνων και προ της τάξεως της καθιερώσεως του υποδιακόνου. Το αυτό συμβαίνει και εις τα Βυζαντινά Ευχολόγια. Κατά την «Διαθήκην του Κ. η Ι.Χ.» αι χήραι, αι οποίαι έχουν διακονικόν λειτούργημα, ανήκουν εις τον κλήρον και τάσσονται πάντοτε μετά τον επίσκοπον, πρεσβύτερον και διάκονον και προ του υποδιακόνου και του αναγνώστου. Κατά την ώραν της προσφοράς αι χήραι-διακόνισσαι έχουν, κατά την «Διαθήκην», θέσιν εντός του θυσιαστηρίου, ιστάμεναι μετά τους πρεσβυτέρους προς τα αριστερά και έχουσαι θέσιν ανάλογον προς την των διακόνων, οι οποίοι ίστανται προς τα δεξιά: «Primus in medio consistat episcopus, et post ipsum immediate sistant presbyteri hic et inde, et post presbyteros, qui sunt in parte sinistra, sequantur proxime viduae, post presbyteros, qui sunt in parte dextera, slent diaconi, et post hos lectores, et post lectores hypodiaconi…»[86]. Κατά την ώραν της Θείας Κοινωνίας αι διάκονοι-χήραι κοινωνούν ευθύς μετά τους διακόνους και προ των αναγνωστών και των υποδιακόνων: «Suscipiat prius clerus sequenti ordine: episcopus, dein presbyteri, postea diaconi, hine viduae, tunc lectores, tunc hypodiaconi…»[87]. Ότι αι κεχειροτονημέναι διακόνισσαι ανήκουν εις τον κλήρον μαρτυρείται σαφέστατα και υπό της αυτοκρατορικής νομοθεσίας των βυζαντινών χρόνων. Ο Ιουστινιάνειος κώδιξ ποιείται περί αυτών λόγον εις νομοθετικάς διατάξεις, αι οποίαι έχουν τον τίτλον «Περί επισκόπων και κληρικών» (De episcopis et clericis)[88]. Η 6η Ιουστινιάνειος Νεαρά έχει τον χαρακτηριστικόν και λίαν αποκαλυπτικόν τίτλον: «Περί του πως δει χειροτονείσθαι τους επισκόπους και πρεσβυτέρους και διακόνους άρρενας και θηλείας»[89]. Η 3η Ιουστινιάνειος Νεαρά, ήτις φέρει την επιγραφήν «Περί του ωρισμένον είναι τον αριθμόν των κληρικών της αγιωτάτης μεγάλης Εκκλησίας της πανευδαίμονος (πόλεως)»[90], ορίζει ότι εν τω ναώ της Αγ. Σοφίας πρέπει να υπηρετούν 60 ιερείς, 100 διακόνοι, 40 διακόνισσαι («διακόνους δε άρρενας εκατόν και τεσσαράκοντα θηλείας»), 90 υποδιάκονοι, 110 αναγνώσται, 25 ψάλται. Ο συνολικός αριθμός των κληρικών της αγίας Σοφίας ανέρχεται εις 425. Εκτός αυτών υπηρετούν εν τω ναώ τούτω 100 οστιάριοι[91]. Το Σύνταγμα κανόνων του ιερού Φωτίου αναφέρει ότι και Νεαρά τις του Ηρακλείου (610-614) τάσσει τας διακονίσσας εις τον κλήρον και επαναλαμβάνει, ότι εν τη αγία Σοφία πρέπει να υπηρετούν 40 διακόνισσαι[92]. Εις Ιεροσολυμιτικά δίπτυχα της λειτουργίας του αγίου Ιακώβου, αναγόμενα εις τον 12ον αιώνα, μνημονεύονται δις διακόνισσαι μεταξύ διακόνων και υποδιακόνων: «Έτι υπέρ πρεσβυτέρων, διακόνων, διακονισσών, υποδιακόνων, αναγνωστών, ερμηνευτών, επορκιστών, ψαλτών, μοναζόντων». (Επαναλαμβάνεται άλλην μίαν φοράν)[93]. Πάσα διακόνισσα, υπαγομένη αμέσως υπό τον επίσκοπον, εθεωρείτο ως εντεταλμένη αυτού και της Εκκλησίας. Η ζωή των διακονισσών ήτο ανάλογος προς την των εκκλησιαστικών λειτουργών. Εκαλούντο «κανονικαί», διότι ακριβώς ανήκον εις τον εκκλησιαστικόν «κανόνα», δηλ. εις τον κατάλογον των υπό της Εκκλησίας διατρεφομένων κληρικών[94]. Δια τούτο, ως μαρτυρούν αι «Αποστολικαί Διαταγαί», ελάμβανον και το ανάλογον μέρος εκ των «περισσευουσών ευλογιών», αι οποίαι προωρίζοντο δια τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς[95]. Επειδή η διακόνισσα δια της χειροτονίας αυτής καθιερούται εις τον Θεόν, πρέπει να τηρή κατά την 6ην Ιουστινιάνειον Νεαράν «το οφειλόμενον τη ιερωσύνη»[96] και να μένη απολύτως αγνή. Εις περίπτωσιν γάμου αυτής ή άλλης ηθικής παρεκτροπής αι ποιναί, αι οποίαι υπό της Εκκλησίας και της Πολιτείας επεβάλλοντο εις τας διακονίσσας και τους συνενόχους αυτών, ήσαν αυστηρόταται. Κατά τον ιε’ κανόνα της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμ. Συνόδου, η διακόνισσα, «ει δεξαμένη την χειροθεσίαν και χρόνον τινά παραμείνασα τη λειτουργία εαυτήν επιδώ γάμω, υβρίσασα την του Θεού χάριν, η τοιαύτη αναθεματιζέσθω μετά του αυτή συναφθέντος»[97]. Ο 44ος κανών του Μ. Βασιλείου τονίζει, εκτός των άλλων, τα εξής: «Ημείς ουν της διακόνου το σώμα, ως καθιερωμένον, ουκ έτι επιτρέπομεν εν χρήσει είναι σαρκική»[98]. Η Ιουστινιάνειος νομοθεσία υπήρξεν έτι αυστηροτέρα, διότι εμιμήθη την αρχαίαν ρωμαϊκήν νομοθεσίαν περί Εστιάδων, η οποία επέβαλλε την ποινήν του θανάτου εις τας εξ αυτών παραβαινούσας την υπόσχεσιν της αγνότητος[99]. Αλλά συν τω χρόνω η αυστηρά πολιτική νομοθεσία εγκατελείφθη και ελησμονήθη. Αι παρεκτρεπόμεναι διακόνισσαι εκρίνοντο επιεικέστερον και επί το φιλανθρωπότερον. Η 32α Νεαρά Λέοντος του Σοφού ορίζει, ότι «οι… ταις διακονίσσαις ενασελγαίνοντες, ως την νύμφην Χριστού Εκκλησίαν ενυβρίζοντες, ρινοκοπείσθωσαν αυτοί τε και (εκείναι) αις ούτοι συνεφθάρησαν»[100]. Αι διακόνισσαι απέλαυον μεγάλης εκτιμήσεως και προσεφωνούντο κατά τας περιστάσεις ως «δέσποιναι», «αιδεσιμώταται», «θεοφιλέσταται», «τιμιώταται», «ευλαβέσταται». Ο σεβασμός και η αγάπη προς τας διακονίσσας αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος, ότι πλείσται επιτύμβιοι επιγραφαί και ενίοτε και ναοί αφιερούντο εις διακονίσσας. Η Ιστορία διέσωσε πολλά σχετικώς ονόματα διακονισσών[101].
4. Οι τομείς της εργασίας των διακονισσών[102] α’) Εις των σπουδαιοτέρων τομέων της εργασίας των διακονισσών ήτο η άσκησις των έργων της αγάπης. Αύται ήσαι οι άγγελοι του ελέους και αι επισκέπτριαι αδελφαί των ασθενών, θλιβομένων και ενδεών γυναικών. Διενήργουν την φιλοξενίαν των γυναικών. Το φιλανθρωπικόν των έργον ησκείτο εν συνεργασία πάντοτε μετά του επισκόπου, τον οποίον αύται αντιπροσώπευον εις τας τάξεις του γυναικείου φύλου. Αι Αποστολικαί Διαταγαί παραγγέλλουν εις τους διακόνους και τας διακονίσσας τα εξής: «Χρη ουν υμάς επισκέπτεσθαι πάντας τους δεομένους επισκέψεως· και περί των θλιβομένων αναγγέλλετε τω επισκόπω υμών· ψυχή γαρ αυτού και αίσθησις είναι οφείλετε· εύσκυλτοι και ευήκοοι εις πάντα όντες αυτώ, ως επισκόπω υμών και πατρί και διδασκάλω»[103]. β’) Σπουδαίος τομεύς της εργασίας των διακονισσών ήτο η εν τω γυναικείω κόσμω ιεραποστολική, κατηχητική και διδακτική εργασία. Αύται αφ’ ενός προσείλκυον πολλάς εκ των εθνικών γυναικών εις την χριστιανικήν πίστιν, αφ’ ετέρου διενήργουν την κατήχησιν των θηλειών κατηχουμένων, διδάσκουσαι εις αυτάς τας αληθείας του συμβόλου της πίστεως, τον τρόπον της αποκρίσεως εις τας ερωτήσεις του εκκλησιαστικού λειτουργού κατά την ώραν του βαπτίσματος, ως και τους κανόνας της προ του βαπτίσματος και της μετ’ αυτό χριστιανικής συμπεριφοράς, και εκ τρίτου εδίδασκον και ενουθέτουν πολλάκις τας βεβαπτισμένας γυναίκας είτε καθ’ ομάδας είτε ατομικώς επί ζητημάτων, αναφερομένων οτέ μεν εις την ατομικήν ή οικογενειακήν ή κοινωνικήν ζωήν της γυναικός, οτέ δε εις τα καθήκοντα μιας αφιερωμένης εις τον Θεόν γυναικός. Ωσαύτως αι διακόνισσαι ανελάμβανον την εκπαίδευσιν των ορφανών και ενίοτε την διδασκαλίαν και κατήχησιν και αρρένων παιδίων και νέων[104]. γ’) Αι διακόνισσαι εις πάσας τας εκδηλώσεις της ζωής απετέλουν τον συνδετικόν κρίκον μεταξύ των κληρικών και των χριστιανών γυναικών, οδηγούσαι ταύτας προς εκείνους. «Άνευ της διακόνου, - ορίζουν αι Αποστ. Διαταγαί -, μηδεμία προσίτω γυνή τω διακόνω ή τω επισκόπω»[105]. Αι διακόνισσαι μετέφερον τας παραγγελίας του επισκόπου προς τας χριστιανικάς γυναίκας, προς τας οποίας δεν ηδύνατο να σταλή ο διάκονος δια λόγους ευπρεπείας ή προς αποφυγήν του σκανδαλισμού των εθνικών. Αι «Αποστολικαί Διαταγαί», επαναλαμβάνουσαι σχετικήν διάταξιν της «Διδασκαλίας», παραγγέλλουν: «Ω επίσκοπε,… έστι γαρ, οπόταν εν τισιν οικίαις άνδρα διάκονον εν γυναιξίν ου δύνασαι πέμπειν δια τους απίστους, αποστελείς ουν γυναίκα διάκονον, δια τας των φαύλων διανοίας»[106]. δ’) Κύριον καθήκον των διακονισσών ήτο η γενική επίβλεψις των χριστιανών γυναικών, η οποία ησκείτο ου μόνον εν τω ναώ, αλλά και εκτός του ναού, οπότε συνεδυάζετο με την εφαρμογήν της εξατομικεύσεως του ποιμαντικού έργου δι’ επισκέψεων κατ’ οίκον. Ενίοτε αι διακόνισσαι εγίνοντο «ανάδοχοι» ή πνευματικαί «μητέρες» (matres spiritales) των βαπτιζομένων γυναικών. Αι διακόνισσαι είχον επίσης την επίβλεψιν των εκκλησιαστικών παρθένων και «εκκλησιαστικών χηρών». Εξέχουσαι διακόνισσαι διηύθυνον «οίκους παρθένων» ή «παρθενώνας», ως και τους «οίκους των διακονισσών», οι οποίοι υπήρχον πλησίον των μεγάλων ναών[107]. ε’) Πλείσται διακόνισσαι ήσκουν τα καθήκοντά των εις τα μοναστήρια. Συχνάκις μεγαλοσχήμονες μοναχαί ή ηγούμεναι εχειροτονούντο διακόνισσαι. Και αντιστρόφως διακόνισσαι εγίνοντο ηγούμεναι. Η αγία Ολυμπιάς λ.χ. ήτο ηγουμένη του εν Κωνσταντινουπόλει – παρά τον ναόν της αγίας Σοφίας – ιδρυθέντος υπ’ αυτής μοναστηρίου[108]. Και εις την Δύσιν είναι συχνή η μνεία της διακονίσσης-ηγουμένης (diacona-abbatissa ή diaconissa-abbatissa)[109]. στ’) Κατά την ώραν της λατρείας αι διακόνισσαι επώπτευον τας εκκλησιαζομένας γυναίκας, έδιδον το σύνθημα της συμμετοχής των γυναικών εις το εν τη Εκκλησία «υποψάλλειν» του εκκλησιάσματος και εις το «φίλημα της ειρήνης»[110]. Επίσης αναμφιβόλως εισήρχοντο εις το ιερόν βήμα. Κατά τον Γρηγόριον Νύσσης, η Μακρίνα «ταις μυστικαίς υπηρεσίαις τας χείρας εαυτής έχρισεν»[111]. Η «Διαθήκη» μαρτυρεί, ότι κατά την προσκομιδήν αι διακονικόν αξίωμα έχουσαι χήραι ίσταντο εν τω ιερώ βήματι προς τα αριστερά του επισκόπου μετά τους πρεσβυτέρους[112]. Κατά την 6ην Ιουστινιάνειον Νεαρά επετρέπετο εις τας διακονίσσας «τοις τε προσκυνητοίς υπηρετείσθαι βαπτίσμασι, τοις τε άλλοις παρείναι τοις απορρήτοις, άπερ εν τοις σεβασμιωτάτοις μυστηρίοις δι’ αυτών είωθε πράττεσθαι»[113]. Κατά τον Ματθαίον Βλάσταριν, επετρέπετο εις τας διακονίσσας ου μόνον η είσοδος ει το ιερόν θυσιαστήριον, αλλά και το «τα των διακόνων ανδρών παραπλησίως μετιέναι»[114]. Παρά ταύτα, αι μαρτυρίαι αύται δεικνύουσαι απλώς, ότι η τάξις των διακονισσών, είχε πολλά δικαιώματα, ουδόλως δύνανται να στηρίξουν ενδεχομένην υπόθεσιν, ότι αι διακόνισσαι, ως οι διάκονοι, διηκόνουν ενεργώς παρά τω ιερώ θυσιαστηρίω κατά την τελεσιουργίαν της αναιμάκτου θυσίας. Δια τούτο ο Ματθαίος Βλάσταρις λέγει πάλιν σχετικώς: «Γυναίκα δε της ιεράς και αναιμάκτου γίνεσθαι θυσίας διάκονον ου μοι δοκεί το πιθανόν έχειν»[115]. Εις τα μοναστήρια φαίνεται ότι ήτο δυνατόν να αναγινώσκουν αποστολικάς και ευαγγελικάς περικοπάς, παρακλήσεις κ.τ.τ. ζ’) Σημαντική ήτο η υπηρεσία των διακονισσών κατά την τελεσιουργίαν του βαπτίσματος. Κατά τας «Αποστολ. Διαταγάς», η διακόνισσα βοηθεί «τοις πρεσβυτέροις εν τω βαπτίζεσθαι τας γυναίκας δια το ευπρεπές»[116]. Επειδή αφ’ ενός εν τη αρχαία Εκκλησία δεν είχεν επικρατήσει ο νηπιοβαπτισμός και επειδή κατά την βάπτισιν των ενηλίκων το σώμα κατεδύετο ει το ύδωρ εις κατάστασιν γυμνότητος, δια τούτο η παρουσία των διακονισσών κατά το βάπτισμα των γυναικών ήτο αναγκαία, ίνα τελεσιουργήται το ιερό μυστήριον μετά πάσης ευπρεπείας και κοσμιότητος και ίνα αποφεύγεται ο σκανδαλισμός των συνειδήσεων ου μόνον των εθνικών, αλλά και αυτών των τελούντων το βάπτισμα κληρικών. Κατά τον Επιφάνειον, το τάγμα των διακονισσών είναι απαραίτητον «ένεκεν σεμνότητος του γυναικείου γένους και ότε γυμνωθείη σώμα γυναίου, ίνα μη υπό ανδρών ιερουργούντων θεαθείη, αλλά υπό της διακονίσσης...»[117]. Ως έλεγεν ο Ματθαίος Βλάσταρις, αι διακόνισσαι «ταις βαπτιζομέναις των γυναικών υπηρέτουν, ανδρών οφθαλμών ου θεμιτόν ον, γυμνουμένας ταύτας οράσθαι, υπεράκμους ήδη βαπτιζομένας»[118]. Η διακόνισσα εβοήθει προ πάντων εις την ένδυσιν και έκδυσιν των βαπτιζομένων γυναικών και διενήργει την δια του επορκιστού ελαίου και του αγίου μύρου επίχρισιν του σώματος της βαπτιζομένης, του λειτουργού χρίοντος μόνον το μέτωπον αυτής[119]. Μετά την εν τω ύδατι τριττήν κατάδυσιν «τον μεν άνδρα υποδεχέσθω, ο διάκονος, όπως σεμνοπρεπώς η μετάδοσις της αθραύστου σφραγίδος γένηται»[120]. η’) Έτερος τομεύς της τελετουργικής εργασίας των διακονισσών ήτο η μεταφορά και μετάδοσις της θείας Κοινωνίας εις τας ασθενείς γυναίκας, αι οποίαι δεν ηδύναντο να μεταβούν εις τον ναόν[121]. θ’) Αι διακόνισσαι φαίνεται ότι ελάμβανον ενεργόν μέρος εις το «σαβάνωμα», την διακόσμησιν, την κηδείαν και τον ενταφιασμόν των νεκρών χριστιανών γυναικών[122]. ι’) Εκ των ανωτέρω καθίσταται προφανές, ότι η χειροτονία των διακονισσών καθίστα ταύτας ικανάς, όπως συμμετέχουν εις το παρά τω γυναικείω ιδίως κόσμω έργον της εξωτερικής και της εσωτερικής ιεραποστολής της Εκκλησίας. Αι διακόνισσαι, εκπροσωπούσαι εις την διακονικήν αυτών εργασίαν τον επίσκοπον, ήσαν σπουδαιότατα όργανα του ποιμαντικού έργου, υποβοηθούσαι τον συνδυασμόν της εξατομικεύσεως και της συγκεντρώσεως του καθ’ όλου ιεραποστολικού έργου. Η γυναικεία διακονία, αφορώσα προ πάντων εις τας γυναίκας, δεν απέκλειε και τας προς άρρενας υπηρεσίας, εφ’ όσον και ο Κύριος είχε διακονηθή υπό γυναικών. Εκτός των μνημονευθεισών πτυχών και εκφάνσεων της γυναικείας διακονίας, αι οποίαι μόνον εν μέρει εταυτίζοντο προς τους τομείς της εργασίας του διακόνου, πιθανώτατα θα υπήρχον και άλλαι εκδηλώσεις αυτής, αι οποίαι είναι άγνωστοι εις ημάς. Η αγάπη προς τον Σωτήρα, η οποία πρέπει να είναι το ελατήριον της δράσεως των διακονισσών, ασφαλώς θα ωδήγει ταύτας εις την εξεύρεσιν νέων τρόπων εκφράσεως και ακτινοβολίας.
5. Συμπεράσματα – Δεοντολογικαί σκέψεις Τα εν τοις πρόσθεν λεχθέντα οδηγούν εις το συμπέρασμα, ότι η χειροτονία των διακονισσών ήτο μοναδικόν εις την Εκκλησίαν είδος χειροτονίας γυναικών, δια της οποίας εδημιουργείτο ο μοναδικός βαθμός του γυνακείου κλήρου και η μοναδική τάξις αυτού, δηλαδή ο βαθμός και η τάξις των διακονισσών. Η χειροτονία των διακονισσών, παρά τας λειτουργικάς αυτής ομοιότητας προς την χειροτονίαν του διακόνου, είχεν – εν συγκρίσει προς ταύτην – ιδιότυπόν πως (sui generis) χαρακτήρα, διότι δεν εσήμαινε προαγωγήν των χειροτονουμένων εκ τυχόν κατωτέρων βαθμών (λ.χ. υποδιακόνου), ούτε παρείχεν εις αυτάς δικαιώματα δι’ άνοδον εις τους βαθμούς του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου. Αι διακόνισσαι δεν ηδύναντο να διεκδικήσουν πρεσβυτερικά ή επισκοπικά καθήκοντα. Αι διακόνισσαι, υπερέχουσαι του κατωτέρου κλήρου, οσάκις συναριθμούνται μετά των ανδρών κληρικών, κατά κανόνα κατατάσσονται αορίστως μεταξύ διακόνων και υποδιακόνων, ιστάμεναι υπό τους διακόνους ή μετά των διακόνων. Αναβίωσις του θεσμού των διακονισσών, ως ελέχθη ανωτέρω, υπάρχει σήμερον υπό νέαν μορφήν εις προτεσταντικάς εκκλησίας, εις τους Αγγλικανούς, εις τους Παλαιοκαθολικούς και εις Ανατολικάς εκκλησίας. Η αναζωπύρησις και αναδιοργάνωσις του θεσμού των διακονισσών εν τη καθ’ όλου Ορθοδόξω Εκκλησία ουδόλως δύναται να προσκόψη εις κανονικάς δυσχερείας, διότι ο θεσμός ούτος υφίσταται δυνάμει μέχρι σήμερον, αναγνωριζόμενος υπό τριών Οικουμενικών Συνόδων και μη καταργηθείς υπό μεταγενεστέρας αυθεντικής εκκλησιαστικής αποφάσεως. Δείγματα χειροτονίας διακονισσών υπάρχουν άλλως τε μέχρι της σήμερον εις ελληνικά μοναστήρια. Το παράδειγμα του αγίου Νεκταρίου, ο οποίος εχειροτόνησε διακονίσσας, ηκολούθησαν και σημερινοί Ιεράρχαι. Εις τον αιώνά μας γενικώς διαπιστούται ολονέν και περισσότερον η νοσταλγία προς αναζωπύρησιν του θεσμού των διακονισσών. Τοιαύτη νοσταλγία εξεδηλώθη λ.χ. τω 1906 εις προσυνοδικάς επιτροπάς της πανρωσικής συνόδου και εν Ελλάδι δια της ιδρύσεως – υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος – της «Σχολής διακονισσών», η οποία, ως μη ώφελε, περιήλθεν εις το Κράτος και εξειλίχθη εις απλήν Σχολήν κοινωνικών λειτουργών. Ως προπαρασκευαστική δια την «Σχολήν διακονισσών» ήτο η κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1951-1952 και 1952-1953 γενομένη εν τω εν Αθήναις Ι. Ναώ Χρυσοσπηλαιωτίσσης σειρά μαθημάτων γυναικείας διακονίας, την οποίαν διωργάνωσεν η «Αποστολική Διακονία» δια τας φοιτητρίας της Θεολογικής Σχολής και δι’ άλλας νεάνιδας, εχούσας ιεραποστολικά ιδεώδη. Εις την Σχολήν ταύτην, ήτις ελειτούργει υπό την εποπτείαν του αειμνήστου τότε αρχιμ. και μετέπειτα Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα, πρώτοι διδάξαντες υπήρξαν οι θεολόγοι Χαρίκλεια και Ευάγγελος Θεοδώρου. Την 21ην Μαΐου 1952 αι σπουδάστριαι της Σχολής, κατά την διάρκειαν ημερησίας εκδρομής των εις την Ι. Μονήν Φανερωμένης Σαλαμίνος, ομοφώνως απεφάσισαν την σύστασιν «Συνδέσμου φίλων του θεσμού των διακονισσών». Η «Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος», προς προώθησιν της ιδέας της αναζωπυρήσεως του θεσμού αυτού, ήδη το 1949 είχεν εκδώσει το βιβλίον: Ευαγγ. Θεοδώρου, Ηρωίδες της χριστιανικής αγάπης – Αι διακόνισσαι δια των αιώνων, Αθήναι, 1949. Ωσαύτως δια τον αυτόν σκοπόν η «Αποστολική Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» τω 1961 εις την υπό τον τίτλον «Οικοδόμοι πολιτισμού» Τρίτην Σειράν Μαθημάτων του Ανωτέρου Κατηχητικού Σχολείου περιέλαβε δια τα Ανώτερα Κατηχητικά Σχολεία Θηλέων ειδικά μαθήματα, αναφερόμενα αφ’ ενός εις την τάξιν των διακονισσών της Αρχαίας Εκκλησίας και των βυζαντινών χρόνων και αφ’ ετέρου εις τον θεσμόν των διακονισσών εν ταις προτεσταντικαίς εκκλησίαις των νεωτέρων χρόνων (σσ. 385-399 και 400-413). Εις την προώθησιν της ιδέας ταύτης συνεβάλετο και το μάθημα της «Ιστορίας και Θεωρίας της εκκλησιαστικής κοινωνικής διακονίας», το οποίον εδιδάσκετο παλαιότερον εν τω Τμήματι Κοινωνικής Διακονίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κατά τα τελευταία έτη εν τω Ποιμαντικώ Τμήματι της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρέπει ωσαύτως να μνημονευθή η σχετική συμβολή πανορθοδόξων διασκέψεων (λ.χ. εν Etchmiadzin-Erevan της Σοβιετικής Αρμενίας, εν τη ι. Μονή Agapia Ρουμανίας). Δια την αναζωογόνησιν του δυνάμει υφισταμένου θεσμού των διακονισσών πρέπει να ληφθή υπ’ όψιν και προβληθή προ πάντων το ιδεώδες της γυναικείας διακονίας της Βυζαντινής Εκκλησίας, αλλά ποτέ δεν πρέπει να παραθεωρηθούν και τα εκλεκτά στοιχεία του ετεροδόξου γυναικείου διακονικού έργου, τα οποία θα ήτο δυνατόν να προσαρμοσθούν εις την ορθόδοξον ατμόσφαιραν και εις τας συγκεκριμένας σημερινάς συνθήκας των ορθοδόξων ενοριών. Εις την προσπάθειαν αυτήν δεν πρέπει να αγνοηθούν η σύγχρονος κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότης και αι σημεριναί ανάγκαι και προοπτικαί του γυναικείου φύλου. Προς το τελευταίον αυτό σημείον συναρτάται και το ζήτημα, εάν αι διακόνισσαι θα είναι μόνον άγαμοι ή χήραι, ή εάν θα ήτο δυνατόν να είναι και έγγαμοι, ζώσαι εν τη οικογενεία των. Επίσης θα ήτο δυνατόν να μελετηθή το ζήτημα της ιδρύσεως τάξεως δοκίμων ή λαϊκών διακονισσών. Η είσοδος εις την τάξιν ταύτην θα ηδύνατο ίσως να γίνεται και δια καθιερωτικής ευχής προ του ιερού Βήματος, ισοδυνάμου προς τας ευχάς των κατωτέρων χειροθεσιών. Η ευχή αύτη θα απηγγέλλετο υπό του επισκόπου ενώπιον λατρευτικής συνάξεως. Βεβαίως εν τοις Ορθοδόξοις Βυζαντινοίς Ευχολογίοις δεν υπάρχει ευχή κατωτέρας χειροθεσίας διακονίσσης. Αλλ’ εάν υπάρχη το μείζον της ανωτέρας χειροτονίας, τι εμποδίζει να χρησιμοποιηθή και το έλασσον της κατωτέρας χειροθεσίας; Εξ άλλου θα έπρεπε να εξασφαλισθή η άμεσος εξάρτησις των δοκίμων ή λαϊκών αυτών διακονισσών εκ του επισκόπου, ως και συνεργασία αυτών μετά των ιερέων. Η οδός προς την αναβίωσιν της ανωτέρας χειροτονίας των διακονισσών θα διηνοίγετο ευκολώτερον, εάν απεφασίζετο να χειροτονηθούν κατ’ αρχάς ως διακόνισσαι πολλαί εκλεκταί μοναχαί, αφού προηγουμένως αύται δεχθούν ειδικήν σεμιναριακήν καθοδήγησιν.
6. Επίλογος Ως επίλογον της εισηγήσεώς μου παραθέτω τα εξής, τα οποία ετόνισα το 1986 εν εισηγήσει μου εις το συνέδριον της Katholischen Akademie Freiburg, το οποίον είχεν ως θέμα του το ερώτημα: «Warum Keine Ordination der Frau?»[123]. Εκτός των άλλων είπα: «Die Geschichte des Diakonissenamtes und der Diakonissenordination in der byzantinischen Kirche und in allen Ostkirchen kann uns helfen, die richtige Einstellung zu der Frage der Ordination von Frauen zu finden. Diese Kirchen, genauso wie die Alte Kirche, hatten als erstes Kriterium eine ekklesiologische Auffassung, die immer unter Berücksichtigung der jeweiligen Situation mit der personalen Fürsorge verbunden war. Infolge dessen ist die Frage nach der Ordination der Frau in erster Linie eine Frage der Ekklesiologie, die auf die Erbauung der Kirche hinzielt, und erst in zweiter und dritter Linie eine Frage der Biologie, der Psychologie, der Soziologie, der Ethik, der Frauenbewegung, des Feminismus»[124]. Ωσαύτως προσέθεσα τα εξής: «Die eventuelle Wiederbelebung der griechisch – orthodoxen Ordination der Diakonissen in der Orthodoxie und in den anderen Kirchen könnte Erfahrung und neue pastorale Aspekte schaffen, damit auch die in der christlichen Ökumene vermittelnde Stellungnahme der gesamten orthodoxen Kirche gegenüber der Frage der Ordination und des Priestertums der Frau eine allseitige Begründung und Formulierung finden kann»[125]. Περί του ζητήματος τούτου πρέπει να εκφέρουν γνώμην ου μόνον οι λειτουργιολόγοι, αλλά και οι εκπρόσωποι πάντων των κλάδων της Θεολογίας[126].
α’) Συμπεράσματα του «Διορθοδόξου Θεολογικού Συνεδρίου» (Ρόδος) περί της γυναικείας διακονίας. Η ανωτέρω εισήγησις προεκάλεσεν εν τω «Διορθοδόξω Θεολογικώ Συνεδρίω» (Ρόδος, 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988) ζωηράς συζητήσεις, αίτινες τελικώς ωδήγησαν εις την ομόφωνον διατύπωσιν εις αγγλικήν γλώσσαν των υπ’ αρ. 32, 33, 34, 35 και 36 συμπερασμάτων, τα οποία, ως και τα λοιπά, εδημοσιεύθησαν υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «32. The apostolic order of deaconesses should be revived. It was never altogether abandoned in the Orthodox Church though it has tended to fall into disuse. There is ample evidence, from apostolic times, from the patristic, canonical and liturgical tradition, well into the Byzantine period (and even in our own day) that thiw order was held in high honour. The deaconess was ordained within the sanctuary during the Divine Liturgy with two prayers, she received the Orarion (the deacon’s stole) and received Holy Communion at the Altar. 33. The revival of this ancient order should be envisaged on the basis of the ancient prototypes testified to in many sources (cf. the reference quoted in the works on this subject of modern Orthodox scholars) and with the prayers found in the Apostolic Constitutions and the ancient Byzantine liturgical books. 34. Such a revival would represent a positive response to many of the needs and demands of the contemporary world in many spheres. This would be all the more true if the Diaconate in general (male as well as female) were restored in all places in its original, manifold services (diaconiai), with extension in the social sphere, in the spirit of ancient tradition and in response to the increasing specific needs of our time. It should not be solely restricted to a purely liturgical role or considered to be a mere step on the way to higher «ranks» of clergy. 35. The revival of women deacons in the Orthodox Church would emphasize in a special way the dignity of women and give recognition to her contribution to the work of the Church as a whole. 36. Furthermore, would it not be possible and desirable to allow women to enter into the «lower orders» through a blessing of the Church (Cheirothesia): sub-deacon, reader, cantor, teacher… with-out excluding new orders that the Church might consider to be necessary? This matter deserves further study since there is no definite tradition of this sort»[127]. Η ωσαύτως υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου δημοσιευθείσα ελληνική απόδοσις των συμπερασμάτων τούτων έχει ως εξής: «32. Η αποστολική τάξις των διακονισσών δέον όπως αναβιώση. Εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ουδέποτε εγκατελείφθη πλήρως, καίτοι έτεινε να περιπέση εις αχρησίαν. Υπάρχουν πολλαί μαρτυρίαι από της αποστολικής εποχής και εκ της πατερικής, κανονικής και λειτουργικής παραδόσεως εν τη βυζαντινή περιόδω (και επί των ημερών ημών εισέτι) ότι η τάξις αύτη ετιμάτο μεγάλως. Η διακόνισσα εχειροθετείτο (ορθότερον: εχειροτονείτο = was ordained) εντός του ιερού βήματος κατά την Θείαν Λειτουργίαν μετά δύο ευχών, ελάμβανε το Οράριον και μετελάμβανε της θείας κοινωνίας εις την Αγίαν Τράπεζαν. 33. Η αναβίωσις της αρχαίας αυτής τάξεως δέον όπως αντιμετωπισθή επί τη βάσει των παλαιών πρωτοτύπων, τα οποία μαρτυρούνται εις πολλάς πηγάς (πρβλ. παραπομπάς αναφερομένας εις μελέτας επί του θέματος τούτου συγχρόνων Ορθοδόξων ερευνητών), και των ευχών αι οποίαι ευρίσκονται εις τας Αποστολικάς Διαταγάς και εις τα αρχαία βυζαντινά λειτουργικά βιβλία. 34. Τοιαύτη αναβίωσις θα αντιπροσώπευε μίαν θετικήν ανταπόκρισιν εις τας πολλάς ανάγκας και τα αιτήματα του συγχρόνου κόσμου εις πολλούς τομείς. Τούτο θα ηδύνατο να καταστή πολλώ μάλλον αληθές, εάν ο εν γένει βαθμός των διακόνων (αρρένων και θηλέων) αποκαθίστατο πανταχού εις την αρχικήν και πολύμορφον διακονίαν αυτού, μετά προεκτάσεως εις την κοινωνικήν σφαίραν, κατά το πνεύμα της αρχαίας παραδόσεως και ως απάντησις προς τας αυξανούσας ειδικάς συγχρόνους ανάγκας. Δεν θα έδει να περιορισθή μόνον εις τινα καθαρώς λειτουργικόν ρόλον ή να θεωρηθή ως βαθμίς τις δια την άνοδον εις τας ανωτέρας «τάξεις» του κλήρου. 35. Η αναβίωσις των διακονισσών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία θα ηδύνατο να τονίση κατά ειδικόν τρόπον την αξίαν της γυναικός και να προσφέρη αναγνώρισιν της προσφοράς αυτής εις το καθόλου έργον της Εκκλησίας. 36. Θα ήτο έτι μάλλον δυνατόν και επιθυμητόν να επιτραπή εις τας γυναίκας, όπως εισέλθουν δι’ εκκλησιαστικής χειροθεσίας εις τους «κατωτέρους βαθμούς», ήτοι του υποδιακόνου, του αναγνώστου, του ψάλτου, του διδασκάλου…, χωρίς να αποκλείωνται και νέαι τάξεις, τας οποίας θα εθεώρει αναγκαίας η Εκκλησία. Το ζήτημα τούτο χρήζει περαιτέρω μελέτης, διότι δεν υφίσταται καθιερωμένη επ’ αυτού παράδοσις»[128].
β’) Σχετικά δημοσιεύματα Ευαγγ. Θεοδώρου 1. Αι γυναίκες εις την αρχαίαν Εκκλησίαν, περιοδικόν ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ, 1940. 2. Αι αδελφότητες των διακονισσών, περιοδικόν ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ, 1945. 3. Η συμμετοχή των διακονισσών εις την ενοριακήν ζωήν, περιοδικό ΕΝΟΡΙΑ, 1946. 4. Αι γυναίκες εν τη λατρεία, περιοδικόν ΠΑΝΤΑΙΝΟΣ, 1946. 5. Ηρωΐδες της χριστιανικής αγάπης – Αι διακόνισσαι δια των αιώνων, Αθήναι 1949. 6. Η «χειροτονία» ή «χειροθεσία» των διακονισσών, Εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή, Αθήναι 1954. 7. Η δράσις των χριστιανών γυναικών κατά τας επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, περιοδικόν ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, 1958. 8. Γυνή (εν τη Εκκλησία), Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήναι, τόμ. 4, 1964, στ. 859-864. 9. Διακόνισσα – Διακονισσών (ετερόδοξοι) αδελφότητες – Διακονισσών Σχολή, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 4, Αθήναι 1964, στ. 1144-1156. 10. Das Diakonissenamt in der griechisch – orthodoxen Kirche, εν: Die Diakonisse, Studien des Ökumenischen Rates der Kirchen, Nr. 4, Genf 1966. 11. The Ministry of Deaconesses in the Greek Orthodox Church, εν: World Council of Churches Studies, No 4: The Deaconess, Geneva 1966. 12. Le ministère de diaconesse dans l’Église Orthodoxe Grecque, εν: Études du Conseil œcuménique des Églises, No 4, La Diakonesse, Genève 1967. 13. Diakonissämbetet i den grekisk – ortodoxa Kyrkan, μετάφρασις.
Υποσημειώσεις * Εισήγησις εν τω Διορθοδόξω Θεολογικώ Συνεδρίω, όπερ συνεκλήθη εν Ρόδω από της 30ής Οκτωβρίου μέχρι της 7ης Νοεμβρίου 1988 επί του θέματος «Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών». Η σύγκλησις του Συνεδρίου εγένετο κατόπιν αποφάσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αι εργασίαι του Συνεδρίου διεξήχθησαν εν ταις αιθούσαις του ξενοδοχείου «Rodos Palace», εν τω οποίω οι αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών και οι προσκληθέντες ειδικοί επιστήμονες, διερμηνείς, γραμματείς και το βοηθητικόν προσωπικόν εφιλοξενήθηκαν υπό του διακεκριμένου Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου του ξενοδοχείου τούτου κ. Β. Καμπουράκης, όστις ελαυνόμενος υπό της μεγάλης αγάπης του προς την Αγίαν Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, προθύμως ανέλαβε την όλην φιλοξενίαν των προσκληθέντων συνέδρων. Περί των εργασιών του εν λόγω συνεδρίου βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου. Το Διορθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον περί της θέσεως της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και περί του ζητήματος της χειροτονίας των γυναικών (Ρόδος, 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988), Αθήναι 1988. [1] Περί του ζητήματος των προς αλλήλας σχέσεων των διακονισσών, των χηρών και των παρθένων βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ηρωΐδες της χριστιανικής αγάπης – Αι διακόνισσαι δια των αιώνων, εν Αθήναις 1949, σ. 29-30. Του ιδίου, «Η χειροτονία» ή «χειροθεσία» των διακονισσών, εν Αθήναις 1954, σ. 25. [2] Κατά τας «Αποστολικάς Διαταγάς» (βιβλ. Γ’, κεφ. ζ’, εν Migne Ε.Π. 1, 780) αι χήραι είναι υποτεταγμένοι «τοις διακόνοις, έτι μην και ταις διακόνοις». [3] Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις Α’ Τιμ. γ’, 11 εν Migne Ε.ΙΙ. 62, 553. [4] Plinii, Ad Traianum, ep. XCVI, 8, έκδ. Kukula, Leipzig 1908, σ. 316. [5] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς 3, 6 εν Migne Ε.ΙΙ. 8, 1157. [6] Αυτόθι. [7] Ωριγένους, Εις επιστ. Προς Ρωμαίους Χ, 17 εν Migne Ε.ΙΙ. 14, 1278. [8] F.X. Funk, Didascalia et Constitutiones Apostolorum, τόμ. 1, Paderborn 1905, σσ. 104 εξ. [9] Διδασκαλία ΙΙΙ, 13, 2 εν F.X. Funk, ένθ. ανωτ., σσ. 212-214. [10] Αυτόθι. [11] Ομιλία ΧΙ, 36 εν Paul de Lagarde, Clementina, Leipzig 1865, σσ. 120, 18 εξ. Πρβλ. Migne Ε.ΙΙ. 2, 302. [12] Αναγνωρίσεις (Recognitiones) VI, 15 εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1355-1356. [13] Ιγνατίου, Προς Σμυρναίους 13 εν The Apostolic Fathers (1930) (εν τη σειρά The Loeb Classical Library), σ. 266. [14] Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, Έκθεσις βασιλείου τάξεως, εν Migne Ε.ΙΙ. 112, 425-426. [15] «Επιμελές γαρ και το των διακονισσών πεποίηκεν έργον»: Annae Comnenae, Alexias, έκδ. Schopen – Reifferscheid, Bonn 1839/78, II, σσ. 348-349. Bernard Leib, Άννης της Κομνηνής Αλεξιάς, τόμ. 3, βιβλία XI-XV, Paris 1945, σ. 217. [16] Θεοδ. Βαλσαμώνος, Εις τον ιε’ κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, Migne E.II. 137, 441-446. [17] Ιδέ Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Η «χειροτονία» ή «χειροθεσία» των διακονισσών, σ. 95, υποσημ. 4. [18] Ps. – Hieronymi, Commentarium in ep. Ad Rom., 16, 1 εν Migne P.L. 30, 714. [19] Ps. – Hieronymi, Commentarium in ep. Ι ad Tim. 3, 1 εν Migne P.L. 30, 880. [20] Η σύνοδος της Οράγγης (Concilium Arausicanum) τω 441 απαγορεύει την χειροτονίαν των διακονισσών και ορίζει ότι αι προ της απαγορεύσεως ταύτης χειροτονηθείσαι διακόνισσαι θα λαμβάνουν εφεξής εκ της Εκκλησίας την αυτήν ευλογίαν, την οποίαν ελάμβανον και οι λαϊκοί: «Diaconissae omni mode non ordinandae. Si quae jam sunt, benedictioni, quae populo impenditur, capita submittant» (κανών 26 εν Mansi, Sacrorum conciliorum nova et amplissima Collectio, Παρίσιοι, 6, 434 εξ.). Ο 21ος κανών της εν Epaon (Burgund) συνόδου (Concilium Epaonense) το έτος 517 απαγορεύει την καθιέρωσιν των χηρών, αίτινες ονομάζονται «διακόνισσαι»: «Viduarum consecrationem, quas diaconas vocitant, ab omni regione nostra penitus abrogamus» (Mansi… 8, 561). Σχετικός είναι και ο απαγορεύων απολύτως την καθιέρωσιν των διακονισσών 18ος κανών της 2ας εν Ορλεάνη συνόδου (Concilium Aurelianense II) του έτους 533: «Placuit etiam, ut nulli postmodum faeminae diaconalis benedictio, pro conditionis hujus fragilitate, credatur» (Mansi… 8, 836-837). [21] Ο εν Noyon επίσκοπος Medardus «manu superposita consecravit diaconam» την αγίαν Radegunde (Venantii Fortunati, Vita sanetae Radegundis, εν Migne P.L. 88, 497-512). [22] G. Uhlhorn, Die christliche Liebestätigkeit in der alten Kirche, Stuttgart 1882, σ. 403. [23] Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ελληνοϊταλικαί σχέσεις και επαφαί επί λειτουργικών ζητημάτων περί τον θ’ αιώνα, Ανάτυπον εκ του τόμου: La chiesa greca in Italia dall’VIII al XVI secolo, Padova 1973, σσ. 265-266. [24] Liber pontificalis, έκδ. L. Duchesne, τόμ. 2, σ. 6. [25] Migne P.L. 139, 1621. [26] Migne P.L. 132, 1056. [27] Migne P.L. 143, 598. [28] Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ηρωίδες της χριστιανικής αγάπης – Αι διακόνισσαι δια των αιώνων, σσ. 93-200. [29] Ένθ’ ανωτ., σσ. 201-213. [30] Christian Oeyen, Priestertum der Frau? Die altkatholische Theologie als Beispiel einer Denkentwicklung, εν: Ökumenische Rundschau, 35, Jahrgang, Heft 3, Juli 1986, Frankfurt, σσ. 255-258. [31] Δ’ Οικουμενική Σύνοδος, κανών ιε’, εν Αμίλκα Αλιβιζάτου, Οι ιεροί κανόνες και οι εκκλησιαστικοί νόμοι, εν Αθήναις 1949, σ. 54. [32] Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. ΣΤ’, κεφ. ιζ’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 957. 6η Ιουστινιάνειος Νεαρά, κεφ. ιδ’ εν R. Schoell – G. Kroll (εκδ.), Corpus juris civilis, τόμ. 3: Novellae, Βερολίνον 1895, σ. 43. [33] Αποστολικαί Διαταγαί, ένθ’ ανωτ. 6η Ιουστινιάνειος Νεαρά, ένθ’ ανωτ. [34] Αμ. Αλιβιζάτου, ένθ’ ανωτ., σ. 98. [35] Θεοδ. Βαλσαμώνος, Ερμηνεία εις τον μη’ κανόνα της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου, Migne E.II. 137, 658. Βίος ήτοι πολιτεία και πράξεις της ... Ολυμπιάδος διακόνου, Analecta Bollandiana, τόμ. 15, Bruxelles 1896, σ. 415. Α. Δμητριέβσκη, Περιγραφή λειτουργικών χειρογράφων, τόμ. Β’, Ευχολόγια, Κίεβον 1901, σ. 996. Ματθαίου Βλαστάρεως, Σύνταγμα κατά στοιχείον των εμπεριειλημμένων απασών υποθέσεων τοις ιεροίς και θείοις κανόσιν, Γ’ στοιχείον, κεφ. ια’, Migne Ε.ΙΙ. 144, 1173. [36] Codex Theodosianus, XVI, II: de episcopis et clericis, νόμ. 27, έκδ. Mommsen – Mayer 1905, σ. 843 [37] Σωζομένου, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλ. Η’, κεφ. θ’, Migne Ε.ΙΙ. 67, 1537. [38] Αμ. Αλιβιζάτου, ένθ’ ανωτ., σ. 54. [39] Ένθ’ ανωτ., σ. 83. [40] Αυτόθι, σ. 95. [41] Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Γ’, κεφ. ιθ’, εν Migne Ε.ΙΙ. τόμ. 1, στ. 801-804. [42] Πρβλ. 6ην Ιουστινιάνειον Νεαράν, κεφ. ια’ και ιδ’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1037-1040. Η Νεαρά αύτη απαιτεί, ίνα αι διακόνισσαι, ως και οι λοιποί κληρικοί, είναι των στοιχειωδών τουλάχιστον «γραμμάτων επιστήμονες». Περισσότερα ιδέ εν Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Η «χειροτονία» … των διακονισσών, σσ. 48-50. [43] Βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ ανωτ., σσ. 50 εξ. [44] Ign. Ephr. Rahmani, Testamentum Domini nostril Jesu Christi, Moguntiae 1899, I, 41, σ. 99. [45] Πρβλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Η «χειροτονία» … των διακονισσών, σσ. 51 εξ. [46] Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Η’, κεφ. ιθ’-κ’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1116-1117. F.X. Funk, Didascalia et Constitutiones Apostolorum, τόμ. 1, Paderborn 1905, σ. 524, 9 εξ. [47] Ign. Ephr. Rahmani, ένθ’ ανωτ. [48] Η εν Χειροτονικώ των «Αποστολικών Διαταγών» παρατιθεμένη «επίκλησις επί χειροτονία διακονίσσης» αποτελεί και σήμερον το κυριώτερον στοιχείον της καθειρώσεως των διακονισσών εν τω Προτεσταντισμώ: Diakonissenbuch, εκδ. υπό του Kaiserwerther Verband der Diakonissen-Mutterhäuser, 1935, σσ. 25-26. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ηρωΐδες της χριστιανικής αγάπης – Αι διακόνισσαι δια των αιώνων, σ. 145. [49] Α. Δμητριέβσκη, ένθ’ ανωτ., σ. 16. [50] Jacobi Goar, Ευχολόγιον sive rituale Graecorum, complectens ritus et ordines, Lutetiae Parisiorum 1647. Editio secunda Venetiis 1730, σσ. 218 εξ. [51] Βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Η «χειροτονία» … των διακονισσών, σ. 53, υποσημ. 5. [52] Α. Δμητριέβσκη, ένθ’ ανωτ., σσ. 996 και 346. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ηρωΐδες της χριστιανικής αγάπης …., σσ. 47-48. [53] Α. Δμητριέβσκη, ένθ’ ανωτ., σσ. 360-361. [54] Ματθαίου Βλαστάρεως, ένθ. ανωτ., Migne Ε.ΙΙ. 144, 1173 εξ. [55] J. Assemani, Bibliotheca Orientalis III, 2, Ρώμη 1728, σσ. 851 εξ. [56] H. J. Denzinger, Ritus Orientalium, Coptorum, Syrorum et Armenorum, Würzburg 1863 εξ., τόμ. ΙΙ, σ. 261· πρβλ. τόμ. Ι, σ. 123 και τόμ. ΙΙ, σ. 227. [57] G. Mayer, Witwen εν Wetzer – Welte, Kirchenlexikon, τόμ 2, Freiburg im Breisgau 1901, σ. 62 εξ. Adolf Kalsbach, Die altkirchliche Einrichtung der Diakonissen bis zum ihrem Erlöschen, Freiburg im Breisgau 1926, σσ. 61 εξ. [58] Η «Ordo ad diaconam faciendam», σημειουμένη και υπό της υπό του Jean Mabillon εκδοθείσης συλλογής «Ordo Romanus» (ΙΧ, 3) (Migne P.L. 78, 1903), απαντάται εν μεσαιωνικοίς λειτουργικοίς χειρογράφοις (H. Ehrenberger, Libri liturgici biblioth. Apost. Vaticanae, Freiburg 1897, σσ. 515 εξ. F. E. Warren, The Laefric missal, Oxford 1883, σ. 216. J. Forget, Diaconesses εν Dictionnaire de théologie catholique, εκδ. υπό A. Vacant – E. Mangenot, Paris 1909 εξ., V, 1) και εν τω κώδικι, όστις χαρακτηρίζεται ως Codex Engelbergensis (ιβ’ αιών) (Adolf Kalsbach, ένθ’ ανωτ., σ. 81). Παραπομπή εις την «Ordo ad diaconam faciendam» υπάρχει εν χειρογράφω ενός Libri Pontificalis της βιβλιοθήκης του εν Toulouse Κολλεγίου (Jean Morin, Commentarius historicus ae dogmaticus de sacris Ecclesiae ordinationibus secundum antiques et recentiones Latinos, Graecos, Syros et Babylonios…, τόμ. 1-3, Paris 1655, Amsterdam 1695) και εν χειρογράφω του Bamberg (εκ του ια’ αιώνος) (Michel Andrieu, Les Ordines Romani du haut Moyen Age, Louvain 1931, σ. 36). Η περί ης ο λόγος «Ordo ad diaconam faciendam» δημοσιεύεται επίσης εν Δευτέρα εκδόσει του έργου του M. Hittorp (De divinis catholicae ecclesiae officiis et mysteriis) (εν τη σειρά Magna bibliotheca veterum partum, τόμ. 10, Paris 1644, σσ. 161 εξ.), αλλά και υπό των L. A. Muratori (Antiquitates italicae medii aevi, τόμ. 5, Milano 1741, σ. 577), J. Pinius (Tractatus de ecclesiae diaconissis, εν Acta Sanctorum, Sept. T. I, Antwerpen 1746, κεφ. Χ, § 5, 47 εξ.), Adolf Kalsbach (μν. έ., σσ. 81 εξ.) κ.ά. [59] Πρβλ. Jacobi Goar, ένθ’ ανωτ., σσ. 218 εξ. [60] Α. Δμητριέβσκη, ένθ’ ανωτ., σ. 16. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ηρωΐδες της χριστιανικής αγάπης, σ. 47. [61] Α. Δμητριέβσκη, ένθ’ ανωτ., σσ. 996 και 346. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ ανωτ., σσ. 47-48. [62] Ματθαίου Βλαστάρεως, ένθ’ ανωτ., στ. 1173 εξ. [63] Πρβλ. υποσημ. 61. [64] Α. Δμητριέβσκη, ένθ’ ανωτ., σσ. 360-361. [65] Βλ. υποσημ. 55, 56 και 57. [66] Βλ. υποσημ. 58. [67] Jacobi Goar, ένθ’ανωτ., σ. 211. Παν. Τρεμπέλα, Τάξεις χειροθεσιών και χειροτονιών, Αθήναι 1949, σσ. 38-39. [68] Παν. Τρεμπέλα, ένθ’ ανωτ., σσ. 30-53 [69] Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Η «χειροτονία» ... των διακονισσών, σσ. 62-63. [70] Ένθ’ ανωτ., σσ. 63-65. [71] Επιφανείου, Κατά αιρέσεων 79, 3 εν Migne Ε.ΙΙ. 42, 744-745. [72] Αυτόθι. [73] Ένθ’ ανωτ. [74] Αυτόθι. [75] Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. ΙΙΙ, κεφ. στ’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 776. [76] Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ανωτ., σ. 66. [77] Nicolas Chitescu, Das Problem der Ordination der Frau, εν: Zur Frage der Ordination der Frau, εκδ. υπό του Ökumenischen Rat der Kirchen, Genf 1964, σ. 67. [78] George Khodre, Die Ordination der Frau, εν: Zur Frage der Ordination der Frau, σ. 74. [79] Επιφανείου, ένθ’ ανωτ., στ. 744-745. [80] Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Η’, κεφ. κη’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1124. [81] Ign. Ephr. Rahmani, ένθ’ ανωτ., Ι, 38, σ. 93. [82] F. X. Funk, μν. έ., τόμ. 1, σσ. 212-214. [83] Ένθ’ ανωτ., σ. 104, 6. [84] Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Β’, κεφ. κστ’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 665-669. [85] Ένθ’ ανωτ., 668. [86] Ign. Ephr. Rahmani, ένθ’ ανωτ., Ι, 23, σσ. 35-37. [87] Αυτόθι, σ. 47. [88] Corpus juris civilis, τόμ 2: Codex Justinianus, επιμελεία P. Krueger, Βερολίνον 1892, Liber primus, III [89] Νεαρά 6ην εν R. Schoell – G. Kroll, μν. έ., σ. 35. [90] Νεαρά 3ην, ένθ’ ανωτ., σ. 18. [91] Ένθ’ ανωτ., σ. 21. [92] Φωτίου, Σύνταγμα κανόνων Ι, 30 εν Migne Ε.ΙΙ. 104, 556. [93] P. E. Brightman, Liturgies Eastern and Western, τόμ. Ι: Eastern Liturgies, Oxford 1896, σσ. 501 και 502. [94] Νεαρά 3η (προοίμιον) εν R. Schoell – G. Kroll, μν. έ., σσ. 18 εξ. [95] Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Η’, κεφ. λα’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1128. [96] Νεαρά 6ην, κεφ. ιστ’ εν R. Schoell – G. Kroll, ένθ’ ανωτ., σσ. 44-45. [97] Αμ. Αλιβιζάτου, ένθ’ ανωτ., σ. 54. [98] Μ. Βασιλείου, Επ. 199η Αμφιλοχίω περί κανόνων, καν. Μδ’, Migne Ε.Π. 32, 729, Αμ. Αλιβιζάτου, ένθ’ ανωτ., σ. 373. [99] Βλ. υποσημ. 96. [100] Ματθαίου Βλαστάρεως, ένθ’ ανωτ., Migne Ε.Π. 144, 1172. [101] Λεπτομερείας ιδέ σχετικώς εν: Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ανωτ., σσ. 76-77. [102] Πρβλ. αυτόθι, σσ. 78 εξ. [103] Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Γ’, κεφ. ιθ’, εν Migne Ε.ΙΙ. 1, 804. [104] Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ανωτ., σσ. 79-80. [105] Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Β’, κεφ. κστ’, εν Migne Ε.Π. 1, 665-669. [106] Διαταγαί, βιβλ. Γ’, κεφ. ιε’, εν Migne Ε.Π. 1, 796-797. [107] Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ανωτ., σσ. 81-82. [108] Βίος ήτοι πολιτεία και πράξεις της ... Ολυμπιάδος, διακόνου ..., Analecta Bollandiana, τόμ. 15, Bruxelles 1896, σσ. 400-423. [109] Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, αυτόθι, σσ. 82-83. [110] Αυτόθι, σ. 84-85. [111] Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, Migne Ε.Π. 46, 992. [112] [112] Ign. Ephr. Rahmani, μν. έ., Ι, 23, σσ. 35-37. [113] Νεαρά 6η, κεφ. ιδ’, εν R. Schoell – G. Kroll, μν. έ., σ. 44. [114] Ματθαίου Βλαστάρεως, Σύνταγμα..., Migne Ε.Π. 104, 1173. [115] Αυτόθι. [116] Αποστολικαί Διαταγαί, βιβλ. Η’, κεφ. κη’, Migne Ε.Π. 1, 1125. [117] Επιφανείου, Κατά αιρέσεων, Migne Ε.Π. 42, 744-745. [118] Ματθαίου Βλαστάρεως, ένθ’ανωτ. [119] Κατά τας Αποστολικάς Διαταγάς «εν τω φωτίζεσθαι γυναίκας, ο διάκονος χρίσει μόνον το μέτωπον αυτών τω αγίω ελαίω και μετ’ αυτόν η διάκονος αλείψει αυτάς· ου γαρ ανάγκη τας γυναίκας υπ’ ανδρός κατοπτεύεσθαι» (βιβλ. Γ’, κεφ. ιε’, εν Migne Ε.Π. 1, 716-797). [120] Αυτόθι, κεφ. ιστ’, εν Migne Ε.Π.1, 797. [121] Λεπτομερείας ιδέ εν Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ένθ’ανωτ., σσ. 91-92. [122] Αυτόθι, σ. 92. [123] Evangelos D. Theodorou, Die Tradition der Orthodoxen Kirche in Bezug auf die Frauenordination, εν τω υπό της Katholischen Akademie Freiburg εκδοθέντι τόμω: Warum keine Ordination der Frau? Untersciedliche Einstellungen in den christlichen Kirchen (επιμελεία των Elisabeth Gössmann και Dietmar Bader), München – Zürich 1987, σσ. 26-49. [124] Ένθ’ ανωτ., σ. 40. Εν νεοελληνική μεταφράσει η περικοπή θα είχεν ως εξής: «Η Ιστορία του λειτουργήματος των διακονισσών και της χειροτονίας των διακονισσών εν τη Βυζαντινή Εκκλησία και εν πάσαις ταις Ανατολικαίς Εκκλησίαις δύναται να βοηθήση ημάς να εύρωμεν την ορθήν στάσιν έναντι του ζητήματος της χειροτονίας των γυναικών. Αι Εκκλησίαι αύται, ακριβώς ως η Αρχαία Εκκλησία, είχον ως πρώτον κριτήριον εκκλησιολογικήν αντίληψιν, η οποία, λαμβάνουσα υπ’ όψιν την εκάστοτε κατάστασιν, συνεδυάζετο μετά της προσωπικής (ποιμαντικής) φροντίδος. Επομένως το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών είναι πρωτίστως ζήτημα της Εκκλησιολογίας, ήτις αποσκοπεί εις την οικοδομήν της Εκκλησίας, και μόνον κατά δεύτερον και τρίτον λόγον είναι ζήτημα της Βιολογίας, της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Ηθικής, της κινήσεως των γυναικών, του Φεμινισμού». [125] Αυτόθι, σσ. 43-43. Εν νεοελληνική μεταφράσει η περικοπή ια είχεν ως εξής: «Η ενδεχομένη αναζωογόνησις της Χειροτονίας των Διακονισσών εις τας Ορθοδόξους, ως και εις τας λοιπάς Εκκλησίας, θα ηδύνατο να δημιουργήση εμπειρίαν και νέας ποιμαντικάς απόψεις, αι οποίαι θα εβοήθουν, ώστε η (μεσιτεύουσα) γεφυροποιός στάσις της συνόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του ζητήματος της χειροτονίας και της ιερωσύνης της γυναικός να δύναται να εύρη ολόπλευρον θεμελίωσιν και διατύπωσιν». [126] Προσπαθείας προς την κατεύθυνσιν ταύτην, αίτινες δεν εξαντλούν το σχετικόν πηγαίον υλικόν και επομένως δεν είναι ανεπίδεκτοι περαιτέρω συζητήσεως, ευρίσκει τις εις σχετικές μελέτας του Ομοτίμου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού κ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη. Πρβλ. τας μελέτας αυτού: «Η θέσις και η διακονία των λαϊκών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία (Αθήναι, 1976). «Η θέσις και η διακονία των γυναικών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία (Αθήναι, 1978). «Το πρόβλημα της ιερωσύνης των γυναικών εμπόδιον του διεκκλησιαστικού διαλόγου», εν: Ι. Ν. Καρμίρη, Θεολογικά Θέματα, Αθήναι 1979, σσ. 43-51. Τα αυτά ισχύουν δια σχετικάς παραγράφους των μελετών του Ομοτίμου Καθηγητού κ. Μάρκου Σιώτου, «Η φροντίς της πρώτης Εκκλησίας περί της ισότητος των δύο φύλων» (Αθήναι, 1964) και «Η Καινή Διαθήκη περί ισότητος των δύο φύλων» (Αθήναι 1982). Νεωτάτη συμβολή εις την ερμηνείαν του σχετικού πηγαίου υλικού είναι η σχετική ειδική μελέτη του Καθηγητού κ. Βλασίου Φειδά, «Το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών», της οποίας μελέτης το περιεχόμενον παρουσιάσθη ως εισήγησις εις το ανωτέρω μνμονευθέν «Διορθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον της Ρόδου». Η μελέτη αύτη εδημοσιεύθη εσχάτως εν τω συλλογικώ έργω: «Αξίες και Πολιτισμός – Αφιέρωμα στον Καθηγητή Ευάγγελο Θεοδώρου» (εκδ. Υπό των Η. Βουλγαράκη, Ε. Κωνσταντινίδου, Μ. Μακράκη, Μ. Μπέγζου, Σ. Πάνου, Ι. Παπαζαχαρίου, Μ. Περσελή, Γρ. Στάθη, Βλ. Φειδά, Ι. Φουντούλη, Αθήνα 1991, σσ. 171-205). Εις το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών αναφέρονται και τα κατωτέρω μνημονευόμενα υπ’ αριθ. 15, 23 και 25 δημοσιεύματα του γράφοντος. [127] Inter-Orthodox Theological Consultation: The place of women in the Orthodox Church and the question of the ordination of women, Rhodos, Greece (30 October – 7 November 1988), published by the Ecumenical Patriarchate, December 1988, σσ. 10-11. [128] Διορθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον: Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών. Ρόδος-Ελλάς (30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988), έκδοσις Οικουμενικού Πατριαρχείου, Κατερίνη, Δεκέμβριος 1988, σσ. 21-22. |
Δημιουργία αρχείου: 14-5-2024.
Τελευταία μορφοποίηση: 15-5-2024.