Θεολογία της Εικόνας και ενανθρώπιση του Θεού Λόγου // Είναι οι άγιες εικόνες είδωλα; // Εικονοκλάστες: Οι συντηρητικοί τής Ορθοδοξίας // «Εικονομαχία, η αναστήλωση των εικόνων και μια… υποκριτική ιστορία» // Νοθείες αρχαίων και νέων Εικονομάχων, σε κείμενα αγίων Πατέρων περί εικόνων // Το περιγραπτό τής ανθρώπινης φύσεως τού Θεού Λόγου και οι άγιες εικόνες // Οι άγιες εικόνες, ως προϊόν Χαρισματικής εμπειρίας της Εκκλησίας
Οι Ιερές
Εικόνες
και η προτεσταντική προπαγάνδα Τού Παναγιώτη |
Όπως γνωρίζουμε, σχεδόν σε κάθε διάλογο που διεξάγεται με Προτεστάντες αναφέρονται και οι ισχυρισμοί τους κατά των Ιερών Εικόνων. H τακτική τους συνίσταται ουσιαστικά σε μια ακραία, επιθετική ρητορική σχετικά με την τιμή που αποδίδουμε στις Εικόνες, και παρά το γεγονός ότι έχουν απαντηθεί και εξηγηθεί αμέτρητες φορές τα ζητήματα αυτά, εκείνοι εξακολουθούν να παριστάνουν ότι δεν κατανοούν πόσο απλό και αγιογραφικά τεκμηριωμένο είναι το ζήτημα.
1. Προλεγόμενα περί Γραφής, Εικόνων και Προτεσταντών Έτσι, επαναλαμβάνουν μονότονα τη γνωστή τους… ιαχή περί «ειδωλολατρίας», και επικεντρώνονται στην περιφορά των εικόνων, στο αν και πώς τις ασπαζόμαστε ή στο γεγονός ότι αναγνωρίζουμε πως διαμέσου των εικόνων ο Θεός μπορεί και επιτελεί θαύματα. Επίσης, με λαϊκισμό και γενικεύσεις αναφέρονται και στο γνωστό σενάριο περί των βυζαντινών που υποτίθεται έξυναν το χρώμα από τις εικόνες για να το πιουν, λες και το δίδαξαν η Εκκλησία ή οι Πατέρες. Πάντως, αν και δεν είναι απίθανο να υπήρξαν άνθρωποι που παρέκκλιναν προς τη λαϊκή παραθρησκευτικότητα, αξίζει να πούμε επ’ αυτού ότι η συγκεκριμένη κατηγορία, πηγάζει από μια επιστολή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ (820-829) που αν και προσπάθησε να παραμείνει διαλλακτικός και μετριοπαθής, «ήτο εικονομάχος και υπεστήριζε την εικονομαχικήν παράταξιν»[1] και έφτασε στο ακραίο σημείο να μαστιγώσει και να εξορίσει «επί οκτώ όλα έτη»[2] έναν απεσταλμένο του εικονόφιλου Πάπα. Ο Μιχαήλ Β΄ λοιπόν, «διά να εξουδετερώση τον πάπαν, του οποίου εφοβείτο τας μετά των εικονολατρών συνεννοήσεις, ήλθεν εις διπλωματικάς επαφάς μετά του αυτοκράτορος της Δύσεως Λουδοβίκου του Ευσεβούς (814-840). Εις μακράν προς αυτόν επιστολήν απηρίθμησε τα κατά της λατρείας των εικόνων και εζήτησεν από τον Λουδοβίκον να υποστηρίξη τους βυζαντινούς πρέσβεις εις την προσπάθειάν των να πείσουν τον πάπαν Ευγένιον Β΄ (824-827) περί του ορθού των απόψεών του, διά να δοθή τέρμα εις τα κακά αυτά»[3]. Είναι λοιπόν πιθανόν, η επιστολή να περιέχει αρκετές υπερβολές ή γενικεύσεις, καθώς όχι μόνο εκφράζει τις εικονομαχικές θέσεις, αλλά στάλθηκε και με πολύ συγκεκριμένο σκοπό, να κατηγορηθούν οι Ορθόδοξοι ώστε να έχουν διπλωματικά οφέλη οι Εικονομάχοι. Έτσι κι αλλιώς όμως, οι παρεκκλίσεις δεν ήταν ποτέ «προνόμιο» κάποιας συγκεκριμένης εποχής, αλλά υπήρχαν εξαρχής και καταγράφονται ακόμα και στην Καινή Διαθήκη για την Εκκλησία του 1ου αιώνα[4]. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να ενδίδουμε στον λαϊκισμό αλλά να μένουμε στην ουσία των ζητημάτων.
Ασφαλώς, είναι από μόνο του προβληματικό το γεγονός, ότι οι Προτεστάντες συνοδεύουν τις επιθέσεις τους με τον μύθο ότι αυτοί βρίσκονται στον «ορθό δρόμο» επειδή «ακολουθούν την Αγία Γραφή». Φυσικά, στην πραγματικότητα ενδιαφέρονται όχι για το τι λέει η Αγία Γραφή αλλά μόνο για όσα εδάφια θεωρούν ότι εξυπηρετούν τις εμμονές τους. Έτσι, τα χωρία που αναφέρονται στην θαυματουργή εικόνα του χάλκινου φιδιού (Αριθ. 21,7-9) και στις εικόνες των Χερουβίμ (Εξ. 25,18. Α΄ Βασ. 6,23-35), παρά το γεγονός ότι αποτελούν εντολές του Θεού, τα αγνοούν με διάφορες δικαιολογίες. Το ίδιο κάνουν με τη διαβεβαίωση της Αγίας Γραφής ότι η προσκύνηση μπροστά σε κάτι υλικό δεν είναι από μόνη της ειδωλολατρία και ούτε εμποδίζει την απόδοση της προσευχής στον Θεό, γι’ αυτό και ο πιστός Ιακώβ, «προσεκύνησεν επί το άκρον της ράβδου αυτού» (Εβρ. 11,21). Άρα, οι κατηγόριες τους περί δήθεν «προσκύνησης ειδώλων» και οι ισχυρισμοί περί «υπακοής» στην Αγία Γραφή είναι υποκριτικοί. Άλλωστε, η Αγία Γραφή είναι μία, και αν οι Προτεστάντες ακολουθούσαν όντως την Αγία Γραφή, τότε δεν θα ήταν διασπασμένοι σε τόσες ομάδες, αλλά θα αποτελούσαν μία και μόνο ομάδα, όπως ένας είναι ο Χριστός και μία η Αλήθεια. Όμως κάθε προτεσταντική ομάδα είναι χωρισμένη από τις υπόλοιπες (και γνωρίζουμε ότι συχνά υπάρχει σοβαρή αντιπαλότητα μεταξύ τους) και κάθε μία θεωρεί για τον εαυτό της ότι «έχει την αλήθεια». Οπότε ας μην γελιούνται: αυτό που ακολουθούν είναι οι ερμηνείες των ηγετών τους για το τί νομίζει καθένας από αυτούς ότι λέει η Αγία Γραφή γι’ αυτό και έχουν διασπαστεί παρά το γεγονός ότι η Γραφή είναι για όλους ίδια… Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε στον προτεσταντισμό μια παράλογη εικόνα, σαν να βρίσκεται κάποιος περικυκλωμένος από ένα πλήθος ανθρώπων που ο καθένας του ψιθυρίζει: «φίλε, μην ακούς τους άλλους, μόνο εγώ έχω την αλήθεια και αυτό το βεβαιώνει η… ειλικρινής μελέτη της Αγίας Γραφής που γίνεται με πίστη και προσευχή»! Όταν όμως ισχυρίζονται όλοι ακριβώς το ίδιο, τότε προφανώς κάτι δεν πάει καλά… Και δεν αρκεί η δικαιολογία των Προτεσταντών ότι στα «βασικά ζητήματα» πιστεύουν όλοι τα ίδια! Ο Χριστός είπε «μείνητε εν τω λόγω τω εμώ … και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8,32). Δεν είπε τίποτα για τα… «βασικά». Αντιθέτως, το έθεσε πολύ αυστηρά ότι δεν υπάρχουν «βασικά» και μή, αλλά «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι» (Λουκ. 11,23). Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να δεχτεί να παίξει με τη Σωτηρία του σπαταλώντας τον πολύτιμο χρόνο της επίγειας ζωής του, προσπαθώντας να ανακαλύψει σε τι ποσοστό πλάνης βρίσκεται η κάθε προτεσταντική ομάδα.
Και μια που ο λόγος για την Αγία Γραφή, αξίζει να θυμίσουμε ότι τον Κανόνα των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης τον έμαθαν από την Εκκλησία η οποία βρίσκεται στη θέση της 15 ολόκληρους αιώνες πριν οι Προτεστάντες εμφανιστούν. Όταν λοιπόν υβρίζουν την Εκκλησία ως… «ειδωλολατρική» είναι σαν να υβρίζουν τον Θεό που την τίμησε τόσο ώστε μέσα στους κόλπους της να διαμορφωθεί, να προστατευθεί από τα Απόκρυφα και να οριστικοποιηθεί τον 4ο αιώνα ο Κανόνας των 27 βιβλίων ώστε να τα έχουν και εκείνοι σήμερα. Αντιθέτως, ως προς την Παλαιά Διαθήκη οι Προτεστάντες αντί να ακολουθήσουν την Εκκλησία, υιοθέτησαν τον Κανόνα των… Ιουδαίων(!), τους οποίους η Γραφή ονομάζει αντίχριστους αλλά και άθεους διότι αρνήθηκαν τον Χριστό. Όπως λοιπόν είναι βέβαιο ότι έχουν την ορθή Καινή Διαθήκη, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι έχουν στρεβλό Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης και αυτό τους το εγγυάται το Α' Ιωάν. 2,22-23: «ούτός εστιν ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τον πατέρα και τον υιόν· πας ο αρνούμενος τον υιόν ουδέ τον πατέρα έχει». Είναι αδύνατον να συλλάβει κανείς τη σκέψη των Προτεσταντών που θέλουν να λέγονται Χριστιανοί, κι όμως υιοθέτησαν ως Ιερά τους βιβλία μόνο αυτά που τους υπέδειξαν οι αρνητές του Χριστού και διώκτες της Εκκλησίας! Ας αφήσουν λοιπόν τα μαθήματα προς την Εκκλησία και εμείς ας ασχοληθούμε με τις σοφιστείες τους επάνω στο ζήτημα των Εικόνων. Στο σημείο αυτό να κάνουμε μια διευκρίνηση: όπως θα παρατηρήσουν οι αναγνώστες, επιμένουμε ιδιαίτερα στα όσα δίδαξαν οι Πατέρες του 4ου αιώνα, διότι αποτελούν τον κύριο στόχο των Προτεσταντών, οι οποίοι επιλέγοντας κομμένες φράσεις από τη διδασκαλία τους, προσπαθούν να τους παρουσιάσουν σε εμάς, σαν να συμφωνούν οι Πατέρες... με τους αιρετικούς!
2. Το παραπλανητικό ερώτημα περί της «Τιμής των Εικόνων» Κατά τη διεξαγωγή διαλόγων με τους προτεστάντες, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι το επιθετικό τους ερώτημα περί «Τιμής των Εικόνων» εμπεριέχει ένα λογικό άλμα και αυτό οφείλουμε να το λάβουμε σοβαρά υπόψη. Η «τιμή» και οι «Εικόνες» είναι δύο διαφορετικά ζητήματα, άρα για ποιον λόγο ξεκινούν τη συζήτηση με την «Τιμή των Εικόνων»; Έχουν μήπως οι Προτεστάντες Εικόνες ώστε ο διάλογος να περιστραφεί στο ποιος τις τιμά… καλύτερα; Άρα λοιπόν, πρώτο και βασικό θέμα είναι να δούμε για ποιον λόγο οι Προτεστάντες δεν έχουν καθόλου Εικόνες. Διότι, ενώ ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί, στο ζήτημα αυτό ταυτίζονται με τις δυαρχικής προέλευσης αντιλήψεις των Μανιχαίων[5], με το άθεο Ισλάμ και με τους αρνητές του Χριστού Ιουδαίους. Ιστορικά είναι καταγεγραμμένο ότι η πρώτη, άνωθεν επιβαλλόμενη προσπάθεια εναντίωσης στις Ιερές Εικόνες έγινε επί του αιρετικού βυζαντινού αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄ (491-518) ο οποίος όντας φιλο-μανιχαίος και φιλο-αρειανιστής[6] προσπάθησε να αφαιρέσει τις αγιογραφίες δημιουργώντας μεγάλη δυσαρέσκεια. Όπως γράφει ο χρονογράφος Θεοφάνης: «Μανιχαίον δε τινα ζωγράφον … Αναστάσιος ήγαγεν … ος αλλότρια των εκκλησιαστικών αγίων εικόνων ετόλμησε γράψαι φασματώδη εν τω παλατίω … και στάσις του λαού γέγονε μεγάλη»[7]. Επίσης, ο Ιωάννης Δαμασκηνός (680-754) εντοπίζει μανιχαϊκό υπόβαθρο και στους Εικονομάχους του 8ου αιώνα: «Κακίζεις την ύλην και άτιμον αποκαλείς. Τούτο και Μανιχαίοι, αλλ’ η θεία Γραφή καλήν ταύτην ανακηρύττει»[8].
Ταυτόχρονα, αντιρρήσεις κατά των Εικόνων εξέφραζαν και οι Ιουδαίοι, στους οποίους απάντησε στα τέλη του 6ου αιώνα ο Λεόντιος επίσκοπος Νεαπόλεως Κύπρου θυμίζοντας τους πόσες φορές η ύλη έγινε μέσο τέλεσης θαυμάτων στην Παλαιά Διαθήκη[9]. Συνολικά, ένας αριθμός ομάδων που εξαρχής είχαν πολεμήσει την Εκκλησία, παρουσιάστηκαν ως ομοϊδεάτες των Εικονομάχων. Όπως σημειώνει ο καθ. Ιωάννης Αναστασίου, εικονομάχοι ήταν «επίσης οι Παυλικιανοί που είχαν απορρίψει το σεβασμό στις εικόνες, το σταυρό και τους αγίους. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και οι μωαμεθανοί Άραβες»[10]. Για τον λόγο αυτό λοιπόν, το ερώτημα των Προτεσταντών περί «Τιμής των Εικόνων» είναι παραπλανητικό, καθώς αυτό που πρέπει να διερευνηθεί πρώτο δεν είναι ο λόγος για τον οποίο εμείς αποδεχόμαστε τις Εικόνες, αλλά ο λόγος για τον οποίο οι Προτεστάντες ενώ θεωρούν εαυτούς Χριστιανούς, ταυτίζονται με Ιουδαίους, Μανιχαίους, Μουσουλμάνους και κάθε είδους αιρετικούς και άθεους κατά των Ιερών Εικόνων! Στα προηγούμενα μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να συμπεριλάβει και κάποιες μονοφυσιτικές τάσεις. Όπως σημειώνει ο δογματολόγος Νικόλαος Ματσούκας, «το ιδεολογικό υπόβαθρο των εικονομάχων, δίχως σοβαρές επιφυλάξεις, μπορεί να εξηγηθεί από τάσεις ανατολικών αντιλήψεων […] μπορεί να διακρίνει κανείς μονοφυσιτικές και ιουδαϊκές τάσεις. Αλλά το κύριο νεύρο παραμένει ο Μανιχαϊσμός, η άκρα υποτίμηση της ύλης, ο οξύς διαχωρισμός αισθητού και νοητού»[11]. Πράγματι, οι Εικονομάχοι, δεν ήταν απλά πολέμιοι των εικόνων, αλλά από τα σωζόμενα κείμενα τους διαπιστώνουμε ότι ήταν «δέκτες μιας επιβλητικής στην εποχή τους μανιχαϊστικής επίδρασης»[12] με αποτέλεσμα να έχουν υποτιμήσει ή και απορρίψει κάθε υλικό λειτουργικό σύμβολο[13].
Ασφαλώς, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η απόρριψη των Εικόνων από τους Προτεστάντες σχετίζεται με την απόρριψη της τιμής των Αγίων. Όμως, μιλώντας για «μονοφυσιτικές τάσεις» θα απορούσε κάποιος: εφόσον προσεύχονται στον Χριστό και ξέρουν τι είναι είδωλο και τι όχι, γιατί τότε δεν έχουν στους ναούς τους εικόνες του Ιησού κι ας μην τις τιμούν καθόλου; Και ενώ έχουν Σταυρούς, γιατί κατά κανόνα δεν υπάρχει επάνω ο Εσταυρωμένος; Μήπως τελικά οι προτεστάντες έχουν οδηγηθεί σε μια παραμορφωμένη Χριστολογία και αντιλαμβάνονται όπως οι μονοφυσίτες ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφάται από τη θεότητα και δεν μπορεί θεολογικά να εικονίζεται; Μήπως αντίστοιχα απορρίπτουν τη μεταμόρφωση της κτιστής φύσης των αγίων (Α΄ Κορ. 15,43-54) και έχουν την εντύπωση ότι τα λείψανα τους είναι απλώς κάποια «κατάλοιπα» και όχι το ίδιο το σώμα τους που πρόκειται να αναστηθεί; Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και το γεγονός ότι απορρίπτουν και τα Ιερά λείψανα, δεν θέλουν να φορούν Σταυρούς και αρνούνται πάση θυσία την ύπαρξη επίγειου υλικού θυσιαστηρίου, αρχίζουμε να υποπτευόμαστε (και θα πρέπει να αρχίσουν να το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι) ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει στον προτεσταντισμό καθώς εκτός από «μονοφυσιτικές τάσεις» εκδηλώνει και μια πνευματοκρατία η οποία δεν έχει καμία σχέση με τον χριστιανισμό, αλλά αποτελεί επιρροή από αντιχριστιανικά, δυαρχικά συστήματα που απορρίπτουν ή υποβιβάζουν μεταφυσικά την ύλη.
Η Εκκλησία σε κάθε περίπτωση απορρίπτει αυτές τις αντιλήψεις ως Μανιχαϊκές. Δεν μπορεί να υπάρξει απόρριψη της εικονογραφίας με παρερμηνεία του «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» (Ιω. 1,18), αφού γνωρίζουμε ότι «Θεός ην ο λόγος» (Ιω. 1,1) και «ο λόγος σάρξ εγένετο» (Ιω. 1,14). Κατά συνέπεια, δεν εικονογραφούμε την απρόσιτη φύση του Θεού αλλά το ότι «εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄ Τιμ 3,16). Δεν μπορεί να αρνείται κάποιος την εικονογραφία, παρά μόνο αν έχει στρεβλή θεολογία για την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Χριστός. Όπως λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, η Εκκλησία γνωρίζει, «Θεόν και Υιόν μόνον προαιώνιο […] περιγραπτόν σώματι, απερίγραπτον πνεύματι»[14]. Διότι αν δεν ήταν περιγραπτός κατά την ανθρώπινη φύση, πώς διαπέρασε το σώμα του η λόγχη, και πώς συνέβη «το ψηλαφηθήναι αυτόν μετά την ανάστασιν;»[15]. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει Σωτηρία αν δεν προσέλαβε πλήρως ο Χριστός την ανθρώπινη φύση: «Το γαρ απρόσληπτον, αθεράπευτον ό δε ήνωται τω θεώ, τούτο και σώζεται»[16]. Σύμφωνος με τη θεολογία των Πατέρων λοιπόν, ο 82ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου σημειώνει ότι αγιογραφούμε «Χριστόν τον Θεόν ημών […] κατά τον ανθρώπινον χαρακτήρα»[17].
Κατά συνέπεια, μόνο εάν μια θεολογία είναι προβληματική όπως των Προτεσταντών μπορεί να οδηγήσει σε μια φοβία για την ύλη ή την εικονογραφία/αγιογραφία, την οποία αποδέχτηκαν όλοι οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας. Ήταν άραγε ο Εφραίμ ο Σύρος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης ή ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ειδωλολάτρες που αποδέχονταν την αγιογράφηση των αγίων ή του Χριστού; Μήπως δεν ήξεραν οι Πατέρες να ξεχωρίσουν την… ειδωλολατρία από τη διδασκαλία του Χριστού; Δεν πολέμησαν την ειδωλολατρία ανυποχώρητα και με κάθε κόστος; Ή μήπως θα τους ξεγελούσε η υποτιθέμενη «συνήθεια» της αποδοχής των εικόνων στην εποχή τους, και θα την αποδέχονταν ακόμα και αν ήταν ειδωλολατρική; Όμως ο Χρυσόστομος δείχνει ότι οι Πατέρες ήταν πάντα σε εγρήγορση: «όπου αμαρτία τολμάται, έθους μή μνησθής αλλ’ εί μεν πονηρά τα γινόμενα, καν παλαιόν έθος ή, κατάλυσον» (PG 51,210). Άρα, κάθε θρησκευτική συνήθεια που είναι εσφαλμένη, όσο αρχαία κι αν είναι, πρέπει να κόβεται. Δεν υπάρχει δηλαδή η παραμικρή δικαιολογία για τους προτεσταντικούς ισχυρισμούς και γι’ αυτό οφείλουν, το «πονηρό έθος» κατά των Εικόνων να το αποκόψουν διά παντός.
3. Οι ισχυρισμοί περί «ειδωλολατρίας» Όπως ξέρουμε, το βασικό προτεσταντικό επιχείρημα περί «ειδωλολατρίας» αποτελεί ένα τέχνασμα που πραγματοποιείται με παρερμηνεία του εδαφίου Έξ. 20,4 «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα», το οποίο κάποιες φορές το παραθέτουν μαζί με την αρχή του επόμενου εδαφίου: «Ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς» Έξ. 20,5. Εδώ λοιπόν μας παρουσιάζουν τη Δεύτερη Εντολή του Δεκαλόγου σαν να ορίζει ότι κάθε είδους υλικό αντικείμενο προορισμένο για θρησκευτική χρήση, αποτελεί παράβαση θεϊκής εντολής. Όμως, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα: ο ισχυρισμός τους αναδεικνύεται από την Αγία Γραφή από αντιφατικός έως και βλάσφημος, όταν γνωρίζουμε πως ο ίδιος ο Θεός δίνει εντολή στους ανθρώπους να φτιάξουν ένα θρησκευτικής χρήσης ομοίωμα/εικόνα και αυτοί το κάνουν πράξη: «είπεν Κύριος πρός Μωυσήν Ποίησον σεαυτώ όφιν … πας ο δεδηγμένος ιδών αυτόν ζήσεται και εποίησεν Μωυσής όφιν χαλκούν» (Αριθ. 21,7-9). Το χάλκινο φίδι, είναι μια θαυματουργή εικόνα που με τη δύναμη του Θεού θεραπεύει τους ανθρώπους, και την εντολή για τη δημιουργία της εικόνας αυτής την δίνει ο ίδιος ο Θεός και οι άνθρωποι την εκτελούν, διότι οι εντολές του Θεού που περιέχονται στην Αγία Γραφή, δίδονται για να τηρούνται και να εκτελούνται από εμάς και όχι για να αγνοούνται ή να θεωρούνται… «εξαιρέσεις»(!) όπως δικαιολογούνται συνήθως οι Προτεστάντες. Κατά συνέπεια, δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: είτε η Αγία Γραφή δίνει χαρακτηριστικά αντιφατικές εντολές, είτε οι Προτεστάντες μας κοροϊδεύουν. Και φυσικά, ισχύει το δεύτερο... Διότι, αν η Δεύτερη Εντολή περί ειδωλολατρίας διατυπωθεί πλήρης, αποκαλύπτει την αιρετική σοφιστεία καθώς στη συνέχεια λέει: «εγώ γαρ ειμί … θεός ζηλωτής» (Έξ. 20,5), δηλ. μην φτιάξετε ομοιώματα «διότι είμαι Θεός που δεν ανέχομαι άλλους θεούς και απαιτώ αποκλειστικότητα». Άρα, το Έξ. 20,5 μας εξηγεί ότι η ύλη γενικά, μετατρέπεται σε αυτό που ονομάζουμε είδωλο/ειδωλολατρία, μόνο όταν κάποιος συνειδητά, αντικαταστήσει ή υποκαταστήσει τον Θεό, με την ύλη αυτή. Δεν αφορά γενικά και αόριστα την ύλη ή τις εικόνες. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Θεός προτρέπει και επιτρέπει τη δημιουργία της θαυματουργής εικόνας του Χάλκινου Φιδιού αλλά και τις εικόνες αγγέλων (Εξ. 25,18 ή Α΄ Βασ. 6,23-35). Επίσης βλέπουμε ότι οι καταδίκες των ισραηλιτών οφείλονται όχι στη δημιουργία ομοιωμάτων αορίστως, αλλά στη δημιουργία υποκατάστατων του Θεού: - «Ηλλάξαντο την δόξαν αυτών εν ομοιώματι μόσχου» (Ψαλμ. 105,20). - «Ούτοι οι θεοί σου, Ισραήλ» (Έξοδ. 32,4) [δηλ. ο χρυσός μόσχος ονομάζεται πλέον «Θεός»]. Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ουκ οφείλομεν νομίζειν» ότι «το θείον είναι όμοιον» «χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου» (Πραξ. 17,29).
Άλλωστε, αν ήταν «ειδωλολατρία» η κάθε φορά που ο άνθρωπος προσέγγιζε την ύλη ως μέσο της προσευχής του προς τον Θεό και ως δίαυλο για το εκ Θεού θαύμα, τότε οι Προτεστάντες θα έπρεπε να απορρίψουν και την Αγία Γραφή διότι: - Ο Θεός όπως είπαμε κάνει θαύματα με «μεσάζοντα» μια Εικόνα (Αριθ. 21,7-9). - Ο Θεός κάνει θαύματα με «μεσάζοντα» ένα… ξύλο, όπως το ραβδί του Ααρών (Έξ. 7,20), του Μωυσή (Έξ. 4,17) ή του Ελισαίου (Δ΄ Βασ. 4,29). - Ο Θεός κάνει θαύματα με «μεσάζοντα» ένα ρούχο (Δ΄ Βασ. 2,14 ή Ματθ. 14,36). - Ο Θεός κάνει θαύματα με «μεσάζοντα» την… ανθρώπινη σκιά (Πραξ. 5,15). - Ο Θεός κάνει θαύματα με «μεσάζοντα» τα Ιερά Λείψανα (Δ΄ Βασ. 13,21). - Ο Θεός κάνει θαύματα με «μεσάζοντα» ένα μαντίλι (Πραξ. 19,12).
Πότε λοιπόν θα καταλάβουν ότι αυτή είναι η διδασκαλία της Γραφής και άρα η απέχθεια που έχουν για την ύλη και τη λειτουργία της ως διαύλου για την προσευχή και τα θαύματα του Θεού αποτελεί αίρεση; Μην μπερδεύονται οι Προτεστάντες από τις κοσμικές ωραιοποιήσεις της λέξης «πνεύμα» και νομίζουν πως όταν απαξιώνουν την ύλη είναι… «ανώτεροι άνθρωποι του πνεύματος»! Κάθε θεολογική υποτίμηση της ύλης είναι πνευματοκρατία και Μανιχαϊσμός, δηλαδή, αντιχριστιανισμός. Οι Πατέρες της Εκκλησίας που ήταν πραγματικοί ασκητές και πνευματικοί άνθρωποι, απεχθάνονταν τον Μανιχαϊσμό και υπερασπίζονταν την ύλη ως θρησκευτικό μέσο, και ο Γρηγόριος Νύσσης, με αφορμή το νερό του βαπτίσματος, μετά από πολλά παραδείγματα σημειώνει: «Και θαμνός βάτου τω Μωϋσεί τα θεοφάνια έδειξε, και του Ελισαίου τα λείψανα νεκρόν ανέστησε, και πηλός τον τυφλόν τον εκ κοιλίας εφώτισε, και ταύτα πάντα ύλαι τυγχάνοντα άψυχοι και αναίσθητοι τοις μεγάλοις θαύμασιν εμεσίτευσαν την του θεού δεξάμενα δύναμιν»[18]. Δηλαδή: Ο θάμνος του βάτου έδειξε στον Μωυσή τον Θεό, το λείψανο του Ελισσαίου ανάστησε κάποιον νεκρό και ο πηλός έδωσε το φως σε εκείνον που ήταν τυφλός από την κοιλιά της μάνας του. Όλα αυτά είναι υλικά άψυχα και αναίσθητα, μεσίτευσαν όμως για τα μεγάλα θαύματα, όταν δέχτηκαν τη δύναμη του Θεού. Αυτά ισχύουν και για τις Εικόνες: ο Θεός α) δίνει εντολές δημιουργίας εικόνων για θρησκευτική χρήση), β) μας διδάσκει ότι διαμέσου μιας εικόνας ή οποιασδήποτε ύλης η προσευχή μπορεί να φτάσει στον Θεό και να πραγματοποιηθούν θαύματα όπως οι θεραπείες ανθρώπων, γ) όλα αυτά είναι απολύτως επιτρεπτά, εφόσον η ύλη δεν αντικαθιστά/υποκαθιστά τον Θεό. Σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα της Αγίας Γραφής, ο Όρος Πίστεως της 7ης Οικουμενικής Συνόδου απαγορεύει να αποδίδεται στις Εικόνες τιμή όμοια με «την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, ή πρέπει μόνη τη θεία φύσει», και μάλιστα, τους «τολμώντας ετέρως φρονείν ή διδάσκειν ... επισκόπους μεν όντας ή κληρικούς καθαιρείσθαι προστάζομεν, μονάζοντας δε ή λαϊκούς της κοινωνίας αφορίζεσθαι»[19].
Είναι προφανές λοιπόν ότι η Εκκλησία απαγορεύει με τρόπο απόλυτο να διατηρούν τα μέλη της διαφορετική γνώμη (‘φρονείν’) ή να διδάσκουν κάτι πέρα από αυτό που διδάσκει η Αγία Γραφή. Οι Προτεστάντες χρησιμοποιούν με παραπλανητικό τρόπο τα περί «ειδωλολατρίας» διότι γνωρίζουν πως ακόμα και ο πιο αφελής και επιφανειακός χριστιανός ξέρει τουλάχιστον ότι ο Θεός είναι «κάπου στον ουρανό». Επειδή λοιπόν δεν θα βρουν ανθρώπους με τόσο ακραίες ψευδαισθήσεις που να νομίζουν για τις Εικόνες το «ούτοι οι θεοί μου» -το οποίο αποτελεί την μοναδική αγιογραφική προϋπόθεση ειδωλολατρίας- έχουν καταφύγει στην παρερμηνεία του Έξ. 20,4-5.
4. Μπορούν να υπάρξουν θαυματουργές Εικόνες; Να πούμε καταρχάς ότι με το επίθετο «θαυματουργός», μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι δίδεται λάθος εντύπωση ως προς την προέλευση του θαύματος, το οποίο φυσικά πηγάζει μόνο από τον Θεό. Όμως, συναντάμε τη διατύπωση αυτή και στην Πατερική γραμματεία. Για παράδειγμα, ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει την «ράβδον» του Μωυσή, ως «θαυμασίων ποιητικήν» (PG 31,305C) το οποίο φυσικά είναι λεκτικό σχήμα αφού στα έργα του ο Μέγας Βασίλειος δεν αποδέχεται καμία άλλη πηγή θαυμάτων εκτός από τον Τριαδικό Θεό. Η έκφραση λοιπόν «θαυματουργή εικόνα», στην γλώσσα της Εκκλησίας έχει αποκλειστικά και μόνο την εξής έννοια: κάποιος πιστός, προσευχόμενος μπροστά στο εικονιζόμενο πρόσωπο μιας χριστιανικής Εικόνας, βιώνει κατόπιν ένα θαύμα. Σε κάθε περίπτωση, το θαύμα που βιώνει ο άνθρωπος προέρχεται από τον Θεό και μόνο. Στην περίπτωση που στην αγιογραφία εικονίζεται κάποιος άγιος ή η Θεοτόκος, ο πιστός απευθύνεται προς αυτούς με τη συνείδηση ότι ουσιαστικά ζητά την βοήθεια ή την πρεσβεία τους για να δώσει το θαύμα ο Θεός. Σύμφωνα με τη θεολογία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας σαφώς μπορούν να υπάρξουν θαυματουργές εικόνες, όπως υπάρχουν θαυματουργές εικόνες στην Παλαιά Διαθήκη (Αριθ. 21,7-9), θαυματουργά Ιερά Λείψανα (Δ΄ Βασ. 13,21) ακόμα και θαυματουργά μαντίλια (Πραξ. 19,12). Και όπως μια διήγηση της Αγίας Γραφής θερμαίνει την πίστη και την προσευχή μας, έτσι και μια χριστιανική Εικόνα μπορεί να κάνει το ίδιο και να έλθει το θαύμα. Δεν έχει νόημα η ερώτηση αν μπορεί το θαύμα να γίνει και χωρίς τη βοήθεια Εικόνων. Φυσικά και μπορεί. Όμως, μπορεί να γίνει καί με τη βοήθεια των Εικόνων όπως μπορεί να γίνει με τα ραβδιά των προφητών, με τα Λείψανα των μαρτύρων ή με τα μαντίλια των αγίων. Και έχει σημασία να το αποδεχόμαστε αυτό διότι μόνο έτσι διαφοροποιούμαστε από τον Μανιχαϊσμό και την πνευματοκρατία. Αυτό ακριβώς συνέβη με το χάλκινο φίδι που ο Θεός διέταξε τον Μωυσή να φτιάξει και να το τοποθετήσει σε μέρος που θα φαίνεται απ’ όλους. Μήπως δεν μπορούσαν οι ισραηλίτες απλά να προσευχηθούν; Φυσικά και μπορούσαν. Όμως ο Θεός γνώριζε ότι μια Εικόνα θα βοηθούσε τον λαό Του. Η παγίδα του Μανιχαϊσμού φανερώνεται με την επίμονη άρνηση, ένα συνεχές «όχι» στις Εικόνες, στα Ιερά Λείψανα, κ.λπ. Δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην ορθή κατεύθυνση λέγοντας «όχι», σε όλα αυτά που η Γραφή, η Εκκλησία και οι Πατέρες είπαν «Ναι».
5. Ο αντι-μανιχαϊσμός και αντι-προτεσταντισμός των Πατέρων της Εκκλησίας Μία από τις πιο ακατανόητες αλλά και υποκριτικές μεθόδους των αιρετικών, είναι η χρήση επιλεγμένων φράσεων από δικούς μας Πατέρες της Εκκλησίας, τις οποίες αποκόπτουν από το πλήρες νόημα ή από το πλήρες έργο τους, προσπαθώντας να μας πείσουν ότι ταυτίζονται θεολογικά με τους… Προτεστάντες! Το πιο εξωφρενικό όμως είναι όταν παραχαράσσουν διάφορους Πατέρες του 4ου αιώνα, δηλαδή από μια περίοδο που η Εκκλησία ελεύθερη πλέον από διωγμούς έχει υποδείξει με σαφήνεια τους αιρετικούς[20]. Όμως, τι κοινό έχουν άραγε οι Προτεστάντες με τους δικούς μας Πατέρες της Εκκλησίας που τιμούν την Παναγία και τους Αγίους και προσεύχονται σε αυτούς;! Ο Όσιος Εφραίμ κατά το, «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» (Ιακ. 5,16) προσεύχεται για την πρεσβεία της Παναγίας: «Θεοτόκε Παρθένε, Μήτηρ Θεού, η ουράνιος πύλη και κιβωτός, σωτηρίαν σε κέκτημαι ασφαλή»[21]. Και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλάει για την «Θεοτόκον την αγίαν Μαρίαν» (PG 37,177C) στην οποία από παλιά κατέφευγαν οι Χριστιανοί για βοήθεια: «την Παρθένον ικετεύουσα βοηθήσαι παρθένω κινδυνευούση» (PG 35,1181A). Επίσης ο Όσιος Εφραίμ λέει, «έργον γαρ υμίν εστιν, άγιοι, πρεσβεύειν υπέρ αμαρτωλών» (‘’Έργα’’ 1, 357) ενώ ο Μέγας Βασίλειος μιλάει για τους 40 μάρτυρες που «πυρί παρεδόθησαν» (PG 31,521Α) και πλέον είναι «βοήθεια Χριστιανοίς» και «ο θλιβόμενος επί τους τεσσαράκοντα καταφεύγει» (PG 31,524Α) διότι έγιναν «κοινοί φύλακες του γένους των ανθρώπων» και «πρεσβευταί δυνατώτατοι» (PG 31,524C). Επίσης, μας προτρέπει στην τιμή των Αγίων: «ο τους διά πίστιν ηθληκότας τιμών … πολλής αρετής έχει την μαρτυρίαν» (PG 32,712Α). Παρακάτω άλλωστε, όταν θα μιλήσουμε για τις μαρτυρίες των Πατέρων υπέρ των Εικόνων θα δούμε πόσο τιμούσαν τους αγίους.
Τι κοινό έχουν οι Προτεστάντες με τους δικούς μας Πατέρες της Εκκλησίας που διδάσκουν να φορούν οι Χριστιανοί το φυλακτό του Σταυρού;! Ο Όσιος Εφραίμ διηγείται την ιστορία όπου ο Σταυρός που φορούσε ένα νέο παιδί, έδιωξε τους δαίμονες: «θεασάμενος ο δαίμων το σημείον του σταυρού ό ημφίεστο το παιδίον, ουκ ετόλμησε τούτο αδικήσαι» (‘’Έργα’’ 6, 120). Και ο Γρηγόριος Νύσσης ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, εγκωμιάζοντας την ευσέβεια της αδελφής τους Μακρίνας, μας λέει για την αγία αυτή που πέθανε πάμφτωχη, με μοναδική της περιουσία ένα περιδέραιο στο οποίο κρέμονταν «σιδήρεον … του σταυρού φυλακτήριον» και ένα δαχτυλίδι στο οποίο «ο σταυρός εγκεχάρακτο» και σε μια υποδοχή κάτω από τον σταυρό, υπήρχε ένα τεμάχιο Τιμίου Ξύλου: «Κοίλος γαρ κατά την σφενδόνην εστίν ο δακτύλιος και εν αυτώ εκ του Ξύλου της Ζωής κατακέκρυπται»[22]. Μάλιστα την ιερότητα του Τιμίου Ξύλου και των τεμαχίων αυτού, την επιβεβαιώνει και ο Κύριλλος Ιεροσολύμων που γράφει ότι ο Χριστός «αληθώς γαρ εσταυρώθη … καν γαρ αρνήσωμαι νυν … ελέγχει με του σταυρού το ξύλον το κατά μικρόν εντεύθεν πάση τη οικουμένη λοιπόν διαδοθέν» (Κατηχήσεις Φωτιζομένων, ΙΓ΄.4). Και όπως σημειώνει ο Χρυσόστομος, τα τεμάχια Τιμίου Ξύλου διασκορπίσθηκαν παντού ως φυλαχτά: «αυτό δε το ξύλον εκείνο, ένθα το άγιον ετάθη σώμα και ανεσκολοπίσθη, πώς εστι περιμάχητον άπασι; και μικρόν τι λαμβάνοντες εξ εκείνου πολλοί» (PG 48, 826).
Τι κοινό έχουν οι Προτεστάντες με τους δικούς μας Πατέρες της Εκκλησίας που τιμούν τα Ιερά Λείψανα των αγίων;! Η τιμή τους είναι πανάρχαια όπως και η μεταφορά τους και η τοποθέτηση τους σε λειψανοθήκες και τη συναντάμε ήδη στον 2ο αιώνα, στο «Μαρτύριο Ιγνατίου»: «Μόνα γαρ τα τραχύτερα των αγίων αυτού λειψάνων περιελείφθη, άτινα εις την Αντιόχειαν απεκομίσθη και εν ληνώ κατετέθη, θησαυρός ατίμητος, υπό της εν τω μάρτυρι χάριτος τη αγία εκκλησία καταλειφθέντα» (PG 5,985D-988A). Αυτό που διδάσκει το Δ΄ Βασ. 13,21 για τα Λείψανα του Ελισαίου, το επαναλαμβάνει και ο Κύριλλος Ιεροσολύμων στις «Κατηχήσεις» του: «Και ψυχής μη παρούσης, έγκειται τις δύναμις τω των αγίων σώματι διά την εν τοσούτοις έτεσιν ενοικήσασαν εν αυτώ δικαίαν ψυχήν, ης υπηρέτημα γέγονεν» (Κατηχήσεις Φωτιζομένων, ΙΗ΄,16). Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παροτρύνει τους πιστούς να λαμβάνουν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος αγκαλιάζοντας τις λειψανοθήκες των αγίων: «Προσπέσωμεν αυτών τοις λειψάνοις, συμπλακώμεν αυτών ταις θήκαις, ίνα λάβωμεν την εν αυτοίς υπάρχουσαν χάριν» (PG 50,640). Επίσης, ο Μ. Βασίλειος θεωρεί μεγάλη ευλογία τον ερχομό λειψάνων αγίων από άλλες περιοχές: «Καλώς δε ποιήσεις, εάν και λείψανα μαρτύρων τη πατρίδι εκπέμψη» (PG 32,613Β). Αλλά και ο Όσιος Εφραίμ διδάσκει την θαυματουργή δύναμη του Αγίου Πνεύματος που δρα μέσα από τα λείψανα των αγίων: «ως ζώντες ενεργούσι, νοσούντας ιώμενοι, δαίμονας ελαύνοντες … σύνεστι γάρ πάντοτε τοις αγίοις λειψάνοις χάρις του Αγίου Πνεύματος πάντα θαυματουργούσα» (‘’Έργα’’ 7, 166).
[ Σημείωση σχετικά με τα τεμάχια των Ιερών Λειψάνων Η Εκκλησία αποδέχεται την ύπαρξη τεμαχίων Ιερών Λειψάνων. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει σαφέστατα ότι η τιμή και προς το μικρότερο ακόμα τεμάχιο λειψάνου, ισοδυναμεί με την τιμή ολοκλήρου του σώματος: «Τοσούτον δ’ εστίν της αθλήσεως σέβας, ως και κόνιν βραχείαν, ή τι λείψανον οστών παλαιών, η τριχών μικρόν μέρος, ή και ρακώματ’, ή τι και ραντισμάτων σημείον, αρκείν εις όλου τιμήν ποτέ» (PG 37,734A). Όμως οι Προτεστάντες στην προπαγάνδα τους παρουσιάζουν τα τεμάχια λειψάνων σαν αποτέλεσμα βανδαλισμού ή υποχρεωτικού μερισμού! Καταρχάς, εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα υπήρχαν ολόκληρα τα Ιερά Λείψανα, του αγίου Σπυρίδωνα, του αγίου Γερασίμου, του αγίου Διονυσίου Αιγίνης, του οσίου Παταπίου, του αγίου Ιωάννου του Ρώσου, του οσίου Λουκά, του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως κ.λπ. Άρα, τα τεμάχια λειψάνων προέκυψαν, και η μόνη ειρηνική και συμβατή με την τιμή προς τα Ιερά Λείψανα ερμηνεία για την ύπαρξη τους, προκύπτει από τις περιπτώσεις μετακομιδής Ιερών Λειψάνων, καθώς πολλά από τα οστά που ήταν θαμμένα για χρόνια θα είχαν ήδη αποχωριστεί μεταξύ τους. Δεν είναι όμως δυνατόν να συνδυαστεί η τιμή που αποδίδουμε προς τα Ιερά Λείψανα με δήθεν «βανδαλισμούς» ή «βίαιη θραύση» όπως ισχυρίζονται οι αιρετικοί, σε μια επιχειρηματολογία που προκαλεί την αποστροφή... Αντιθέτως, η μελέτη της Πατερικής και αγιολογικής γραμματείας αλλά και της Εκκλησιαστικής ιστορίας μας επιτρέπει να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με το πώς προέκυπταν τα τεμάχια Ιερών Λειψάνων: Καταρχάς, οι διηγήσεις δείχνουν ότι οι ειδωλολάτρες έχοντας αντιληφθεί τον σεβασμό για τα Λείψανα των Μαρτύρων, δεν τα απέδιναν στους Χριστιανούς, αλλά μόνο τα πωλούσαν. Όπως σημειώνει ο όσιος Εφραίμ στη διήγηση του για τον μεγαλομάρτυρα Βονιφάτιο, οι χριστιανοί πλησίασαν κάποιον ειδωλολάτρη, ακόλουθο του βασιλιά, και του είπαν: «Δώρησαι ημίν αυτόν» όμως ο ειδωλολάτρης απαντά ότι, «δωρεάν το λείψανον απολύσαι ού δύναμαι» και τελικά, «δεδωκότες αυτώ χρυσίον ικανόν, έλαβον το λείψανον του αγίου μάρτυρος Βονιφατίου» (‘’Έργα’’ 7, 197). Κατά συνέπεια, είναι λογικό ότι εφόσον οι ειδωλολάτρες πωλούσαν τα λείψανα, ενδεχομένως να τα τεμάχιζαν κιόλας για να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους. Έτσι κι αλλιώς όμως, οι φριχτές διηγήσεις των Μαρτυρίων μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι τα τεμάχια αυτά αποτελούσαν εναπομείναντα τμήματα από τα βασανιστήρια ή από τα δόντια των θηρίων. Επίσης, γνωρίζουμε ότι τεμάχια λειψάνων προέκυπταν από βανδαλισμούς που διέπρατταν ειδωλολάτρες στα κοιμητήρια ή στα υπάρχοντα λείψανα των αγίων, τα οποία όπως ξέρουμε, τα έκαιγαν ή τα έσπαγαν και κατόπιν τα πετούσαν στα απορρίμματα και στη θάλασσα απ’ όπου τα περιμάζευαν οι Χριστιανοί. ]
Τι κοινό έχουν οι Προτεστάντες με τους δικούς μας Πατέρες της Εκκλησίας που διδάσκουν την ειδική ιεροσύνη και την αποκλειστικότητα της στο επίγειο υλικό θυσιαστήριο;! Ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Καθ’ εκάστην εβδομάδα κοινωνούμεν, εν τη Κυριακή, εν τη Τετράδι και εν τη Παρασκευή και τω Σαββάτω και εν ταις άλλαις ημέραις, εάν ή μνήμη αγίου τινός … Άπαξ γαρ την θυσίαν του ιερέως τελειώσαντος και δεδωκότος … εν τη εκκλησία ο ιερεύς επιδίδωσι την μερίδα» (PG 32,484Β-485Β). Και ο Γρηγόριος Νύσσης: «Εστι τράπεζα αγία, θυσιαστήριον άχραντον, ουκέτι παρά πάντων ψηλαφώμενον, αλλά μόνον των ιερέων … Ο άρτος πάλιν άρτος εστί τέως κοινός αλλ’ όταν αυτόν το μυστήριον ιερουργήση, σώμα Χριστού λέγεται και γίνεται … Ούτως ο οίνος ολίγου τινός άξια όντα προ της ευλογίας» (PG 46,581C). Και επειδή οι Προτεστάντες επικαλούνται τον Επιφάνιο Κύπρου σαν… «δικό τους» στο ζήτημα των Εικόνων, θα παραθέσουμε τη διδασκαλία του περί Ιεροσύνης για την οποία λέει ότι: «αξίωμα … το δε ιερατικόν» πέρασε «εν τη αγία του θεού εκκλησία», «από του κυρίου ημών Ιησού Χριστού … ότι αυτός αρχιερεύς και αρχιερέων πρύτανις» (PG 41,393Β). Δηλαδή, όχι μόνο δεν καταργήθηκε η Ιεροσύνη επειδή έγινε Αρχιερέας ο Χριστός, αλλά ακριβώς γι’ αυτό, λόγω του Χριστού, η Μυστηριακή Ιεροσύνη πέρασε στην Εκκλησία.
Επιπλέον, ο Επιφάνιος διδάσκει και τα μνημόσυνα τα οποία απεχθάνονται οι αιρετικοί: «ονόματα λέγειν των τελευτησάντων … τι τούτου καιριώτερον και θαυμασιώτερον; … ωφελεί δε και η υπέρ αυτών γινομένη ευχή … υπέρ δικαίων ποιούμεθα την μνήμην και υπέρ αμαρτωλών» (PG 42,513Β). Μάλιστα, ο όσιος Εφραίμ όχι μόνο αποδέχεται τα μνημόσυνα αλλά τα ζητά και για τον εαυτό του: «Και ηνίκα ποιήσω τριακοστήν, ποιήσατέ μου την μνήμην … οι νεκροί εν ταις μνήμαις των προσφορών αίσθονται» (‘’Έργα’’ 7, 413-414).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας λοιπόν, είναι αποκλειστικά και μόνο δικοί μας Πατέρες, των Χριστιανών και της Εκκλησίας: - Τιμούν τους Αγίους και τη Θεοτόκο αποδεχόμενοι τις πρεσβείες τους όπως και η Εκκλησία. - Αποδέχονται και τιμούν όπως και η Εκκλησία, τα Ιερά Λείψανα των αγίων. - Αποδέχονται τα Μνημόσυνα όπως και η Εκκλησία. - Αποδέχονται φυλακτά όπως τον Σταυρό και το Τίμιο Ξύλο όπως και η Εκκλησία. - Αποδέχονται τη Μυστηριακή Ιεροσύνη και το επίγειο υλικό Θυσιαστήριο όπως και η Εκκλησία.
Ας πάψουν λοιπόν οι Προτεστάντες να παραχαράσσουν τα κείμενα και τη διδασκαλία των Πατέρων με (απο)κομμένες φράσεις. Διότι η συνειδητή παράθεση της μισής αλήθειας είναι ένα ολόκληρο ψέμα. Εφόσον οι Πατέρες διδάσκουν όλα αυτά που οι αιρετικοί τα θεωρούν «ειδωλολατρικά» και «σατανικά» ας τους αφήσουν ήσυχους και ας πάψουν επιτέλους να τους επικαλούνται, κοροϊδεύοντας τους αφελείς ότι δήθεν τους σέβονται. Οι Πατέρες εκτός των Αγίων και της Θεοτόκου, σέβονται την κτίση ολόκληρη, όπως διδάσκει η Αγία Γραφή, διότι είναι δημιούργημα του Θεού και ποτέ δεν διανοήθηκαν να τολμήσουν να «απαγορεύσουν» στον Θεό να θαυματουργεί με όποιον τρόπο Εκείνος θέλει, ακόμα και διαμέσου της ύλης. Αντιθέτως, οι αιρετικοί απεχθάνονται μεταφυσικά την ύλη αφού η διδασκαλία τους είναι μή χριστιανική και αρχική της πηγή είναι η μυθολογία του Ιράν και ο Ζωροαστρισμός, ο οποίος με το ένδυμα του Μανιχαϊσμού επηρέασε πολλές «χριστιανικές» αιρέσεις και τις μόλυνε. Οι Προτεστάντες δυστυχώς δεν έχουν καταλάβει τη σοβαρότητα της πλάνης τους.
6. Ποια ήταν η αρχαιότερη χριστιανική Εικόνα; Ένα από τα γνωστά επιχειρήματα των αιρετικών ενάντια στις Εικόνες, είναι ότι αυτές ήταν Γνωστικής καταγωγής και προέρχονται δήθεν από τους Καρποκρατιανούς, μια αίρεση του 2ου αιώνα. Όμως, όπως σημειώνει ο Επιφάνιος Κύπρου, η Εικόνα του Χριστού που διέθεταν οι συγκεκριμένοι Γνωστικοί ήταν πολύ παλαιότερη και αποδιδόταν στον Πόντιο Πιλάτο: «εκτυπώματα … του Ιησού … υπό Ποντίου Πιλάτου γεγενήσθαι του αυτού Ιησού, ότε ενεδήμει τω των ανθρώπων γένει» (PG 41,373C). Αν και είναι δύσκολο να γίνει κατανοητός ο λόγος για τον οποίο ο Πιλάτος έφτιαξε μια εικόνα του Χριστού, πάντως μπορούμε να κρατήσουμε τη βεβαιότητα του Επιφανίου ότι η γνωστική αίρεση δεν δημιούργησε τις εικόνες αλλά τις βρήκε έτοιμες από παλαιότερα και απλά τις αναπαρήγαγε. Όπως θα δούμε λοιπόν, η παλαιότερη χριστιανική εικόνα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ευσεβίου και του Σωζομενού ήταν ένας ανδριάντας του Χριστού τον οποίο έστησε η αιμορροούσα γυνή (Ματθ. 9,20-22) για να τιμήσει τον Κύριο που την θεράπευσε. Ο Ευσέβιος γράφει σχετικά: «Την γαρ αιμορροούσαν, ην εκ των Ιερών ευαγγελίων προς τον Σωτήρος ημών του πάθους απαλλαγήν εύρασθαι μεμαθήκαμεν, ενθένδε έλεγον ορμάσθαι τον τε οίκον αυτής επί τής πόλεως δείκνυσθαι και της υπό του Σωτήρος εις αυτήν ευεργεσίας θαυμαστά τρόπαια παραμένειν […] ανδριάντα εικόνα του Ιησού φέρειν έλεγον, έμενε δε και εις ημάς, ως και όψει παραλαβείν επηδημήσαντας αυτούς τή πόλει. Και Θαυμαστόν ουδέν τους πάλαι εξ εθνών ευεργετηθέντας προς του Σωτήρος ημών ταύτα πεποιηκέναι, ότε και των αποστόλων αυτού τας εικόνας Παύλου και Πέτρου και αυτού δη του Χριστού διά χρωμάτων εν γραφαίς σωζομένας ιστορήσαμεν, ως εικός, των παλαιών απαραφυλάκτως οία σωτήρας εθνική συνηθεία παρ' εαυτοίς τούτον τιμάν ειωθότων τον τρόπον»[23].
Δηλαδή: Έλεγαν για την αιμορροούσα γυνή, την οποία, όπως μάθαμε από τα ιερά ευαγγέλια, απάλλαξε από την ασθένεια της ο Σωτήρας μας, ότι καταγόταν από εδώ, και στην πόλη αυτή βρίσκεται η οικία της [ενν. στην Καισάρεια του Φιλίππου, στα βόρεια σύνορα του Ισραήλ με τη Συρία], στην οποία παραμένουν θαυμαστά μνημεία από την ευεργεσία που δέχθηκε από τον Σωτήρα […] Έλεγαν ότι ο ανδριάντας αυτός απεικόνιζε τον Ιησού και διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια μας, ώστε να τον έχουμε δει και εμείς οι ίδιοι όταν πήγαμε στην πόλη. Δεν είναι καθόλου περίεργο ότι οι από τα παλιά ευεργετηθέντες από τον Σωτήρα μας εθνικοί έχουν κάνει τέτοια πράγματα, αφού διηγηθήκαμε ότι σώζονται ζωγραφισμένες με χρώματα εικόνες των αποστόλων Του, Παύλου και Πέτρου, και του ίδιου του Χριστού μάλιστα, διότι είναι φυσικό οι παλαιοί να συνήθιζαν χωρίς υστεροβουλία να τους τιμούν κατά συνήθεια εθνική με τον τρόπο αυτό ως σωτήρες.
Επίσης, ο ιστορικός Σωζομενός γράφει ότι, «εν Καισαρεία τη Φιλίππου … επίσημον είναι Χριστού άγαλμα, ό του πάθους απαλλαγείσα ανέθηκεν η αιμορροούσα» και το άγαλμα αυτό καταστράφηκε από τους ειδωλολάτρες «επί Ιουλιανού» (PG 67,1280BC).
Ας εξετάσουμε τώρα προσεκτικά τη μαρτυρία του Ευσεβίου: Καταρχάς από την επιστολή του «Προς Κωνσταντίαν Αυγούσταν» (PG 20,1545-1548) γνωρίζουμε ότι ο Ευσέβιος δεν ήταν υπέρ των Εικόνων. Παρά ταύτα όμως, μας δίνει μια εξαιρετική μαρτυρία για απεικονίσεις του Χριστού και των Αποστόλων ήδη από τον 1ο αιώνα, οι οποίες έγιναν σε εποχή που ζούσαν οι Απόστολοι αλλά και οι μαθητές τους, εικόνες που όπως λέει ο Ευσέβιος έγιναν με αγαθές προθέσεις και με σκοπό την τιμή προς τον Χριστό και τους Αποστόλους. Αυτές οι εικόνες όμως, τι ήταν τελικά; Ειδωλολατρικές ή Χριστιανικές; Διότι η επιχειρηματολογία του Ευσεβίου μοιάζει παραπλανητική καθώς μιλάει για ανθρώπους που ευεργέτησε ο Χριστός, όμως μαζί με την αιμορροούσα γυνή τους εντάσσει σε κοινή ομάδα με ομοειδή χαρακτηριστικά ως «ευεργετηθέντες ειδωλολάτρες» που κατασκεύασαν εικόνες. Όμως, το να ονομάζει κάποιος την αιμορροούσα «ευεργετηθείσα ειδωλολάτρισσα» είναι βλασφημία! Διότι πώς είναι δυνατόν να ονομάζουμε «ειδωλολάτρισσα» δηλαδή πιστή του σατανά, μια γυναίκα στην οποία ο Χριστός είπε «θάρσει θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέν σε» (Ματθ. 9,20)! Μάλιστα, καθώς βλέπουμε στο Ματθ. 9,20-22, η αιμορροούσα πριν ακόμα θεραπευθεί προσέγγισε με πίστη τον Κύριο! Άρα, ο ίδιος ο Χριστός μας υποχρεώνει να χαρακτηρίσουμε τη γυναίκα ως πρώην εθνική και νυν ευεργετηθείσα χριστιανή. Μάλιστα, δεν έχουμε καμία απολύτως μαρτυρία ότι η γυναίκα μετά τη θεραπεία της έχασε την πίστη της και γι' αυτό η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της στις 12 Ιουλίου[24]. Αντιθέτως όμως, για τον Ευσέβιο ξέρουμε όχι μόνο ότι αντιπαθούσε τις εικόνες, αλλά και ότι τάχτηκε με τους αιρετικούς Αρειανιστές, αυτούς τους εγκληματίες που για πάνω από 40 χρόνια, μέχρι τον ερχομό του Μ. Θεοδοσίου αιματοκύλισαν την Εκκλησία και γνωρίζουμε καλά τις σπαρακτικές περιγραφές του Γρηγορίου του Θεολόγου που μιλάει για την «πονηρά βασιλεία» των αιρετικών αυτοκρατόρων και παρομοιάζει τους αιρετικούς με «λύκους βαρείς» που την «Εκκλησίαν σπαράττουσιν» και περιγράφει τις κακοποιήσεις και «τους θανάτους» «επισκόπων, φιλοσόφων, ανδρών, γυναικών, νέων, γεγηρακότων»[25]. Παρά το γεγονός λοιπόν ότι ο Ευσέβιος ήταν σπουδαίος ιστορικός, η Εκκλησία αμφισβήτησε τη θεολογία του που έκλινε στον αρειανισμό και τον παρέσυρε και στην αμφισβήτηση των Εικόνων. Γι’ αυτό στην 7η Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσαν οι Ορθόδοξοι στα 787 μ.Χ., στο τέλος δηλαδή της πρώτης περιόδου του σφαγείου που ονομάστηκε Εικονομαχία, οι Πατέρες είπαν: [ρωτά ο Πατριάρχης Ταράσιος τους Πατέρες της Συνόδου:] «Ίδωμεν ποίας δόξης εστίν ο Ευσέβιος … δεχόμεθα τούτον; Η αγία Σύνοδος είπε, μη γένοιτο δέσποτα»[26].
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κανένας λόγος να δεχτούμε τη γνώμη του Ευσεβίου ότι η συγκεκριμένη εικονογραφία έγινε από «συνήθεια ειδωλολατρική» διότι συγκρούεται και με την Παράδοση, αλλά κυρίως με τη μαρτυρία του Χριστού που μας βεβαίωσε για την πίστη της αιμορροούσας. Επίσης, εάν οι χριστιανοί είχαν τις αντιλήψεις κατά των εικόνων που ονειρεύονται οι Προτεστάντες, τότε από ευσέβεια θα είχαν καταστρέψει τις απεικονίσεις αυτές γιατί θα τις θεωρούσαν σατανικές. Κι όμως οι απεικονίσεις δεν πειράχτηκαν ούτε με εντολή των Αποστόλων, ούτε με εντολή των μαθητών των Αποστόλων και επέζησαν τόσους αιώνες ώστε να τις έχει δει ο Ευσέβιος τον… 4ο αιώνα! Άρα, ο Ευσέβιος εξαιτίας των αιρετικών του φρονημάτων πήγε να διαψεύσει ακόμα και τον Χριστό και την αρχαία Εκκλησία… Άλλωστε οι εικόνες που προαναφέραμε, του χάλκινου φιδιού και των χερουβίμ, δείχνουν ότι η συνήθεια της απεικονίσεως ήταν και βιβλική. Και ο Ευσέβιος δεν μπορεί να μην γνωρίζει την πρώιμη ανάπτυξη της Χριστιανικής τέχνης στις κατακόμβες[27] και στους κατ’ οίκον ναούς[28], όπως και το γεγονός ότι στα μέσα του 2ου αιώνα οι χριστιανοί έφεραν επάνω τους μυστικά χριστιανικά σύμβολα όπως η άγκυρα, το περιστέρι ή το ψάρι, καθώς μας λέει η εξαιρετική μαρτυρία του Κλήμη Αλεξανδρέα[29]. Σύμφωνα με τους Προτεστάντες, όλα αυτά είναι «ειδωλολατρία», όμως για κακή τους τύχη όλα τα συναντάμε εξαρχής, σε εποχές που οι ειδωλολάτρες τεμάχιζαν και έκαιγαν ζωντανούς τους Χριστιανούς, άρα η χριστιανική απέχθεια για κάθε τι ειδωλολατρικό ήταν δεδομένη. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία διέξοδος για τους αιρετικούς ώστε να μετατρέψουν τον Μανιχαϊσμό τους σε χριστιανισμό. Οι αντιλήψεις τους δεν έχουν καμία σχέση με τον Χριστιανισμό που εξαρχής ήταν φιλικός με τις εικαστικές τέχνες. Επιστρέφοντας μάλιστα στον Ευσέβιο, βλέπουμε και μια περίεργη αντιφατικότητα στις απόψεις του, καθώς στο έργο του «Βίος Κων/νου» μας περιγράφει με θαυμασμό και χωρίς καμία απολύτως κριτική(!) τις μεγαλοπρεπείς αγιογραφίες της Γέννησης και της Ανάληψης του Χριστού, οι οποίες κοσμούσαν ναούς στη Βηθλεέμ και στο Όρος των Ελαιών: «Περί οικοδομής εκκλησιών εν Βηθλεέμ και τω όρει των ελαιών […] ταύτα φιλοτιμίαις εκόσμει τω μεν της πρώτης του σωτήρος θεοφανείας […] τω δε της εις ουρανούς αναλήψεως την επί της ακρωρείας μνήμην σεμνύνων»[30].
Τα στοιχεία λοιπόν αποδεικνύουν ότι η αρχαιότερη εικόνα του Χριστού για την οποία σώζεται μαρτυρία, ήταν χριστιανική και προήλθε από τα χέρια μιας γυναίκας που ο ίδιος ο Θεός θαύμασε την πίστη της και γι’ αυτό η Εκκλησία την τιμά ως αγία.
7. Τι ακριβώς πρεσβεύει η Εκκλησία για τις Εικόνες; Σίγουρα οι Προτεστάντες βρίσκονται σε δύσκολη θέση όταν προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αιρετικά τους δόγματα με μια ευθεία σύγκρουση με την κοινή λογική και το αυτονόητο... Μπορούν άραγε με αυτή την επιχειρηματολογία κατά των Εικόνων, να πείσουν κάποιον γονιό ότι κακώς ασπάζεται με αγάπη την εικόνα του παιδιού του, με την αιτιολογία ότι εκείνη τη στιγμή δεν αγαπά το παιδί αλλά το… φωτογραφικό χαρτί;! Θα τολμούσαν ποτέ να πουν κάτι τόσο παράλογο σε κάποιον που κοιτάει με αγάπη μια φωτογραφία της οικογένειας του που έχει μαζί του; Οι Προτεστάντες άραγε, κουβαλούν ποτέ φωτογραφίες των αγαπημένων τους προσώπων; Αν ναι, μπορούν να ξεχωρίσουν στο μυαλό τους ότι εκείνη τη στιγμή η σκέψη τους δεν βρίσκεται στο φωτογραφικό χαρτί, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο; Κι αν η φωτογραφία εικονίζει τα μέρη που έζησαν τα παιδικά τους χρόνια, αντιλαμβάνονται ότι τα αισθήματα που νιώθουν, δεν οφείλονται στο… υλικό της εικόνας, αλλά σε αυτά που εικονίζονται; Εάν λοιπόν τα αντιλαμβάνονται αυτά, γιατί έχουν αναπτύξει μια τόσο φαιδρή επιχειρηματολογία, λες και η Εκκλησία αποτελείται από ανόητους που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το… υλικό μιας εικόνας από το εικονιζόμενο πρόσωπο ή συμβάν;! Δεν αισθάνονται αμηχανία όταν τους βάζουν να πολεμούν την κοινή λογική και το αυτονόητο;
Αντιθέτως, η Εκκλησία, σύμφωνα με τον Όρο Πίστεως της 7ης Οικ. Συνόδου, επιμένει σε αυτό που ο καθένας μπορεί να κατανοήσει: δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο για «ειδωλολατρία» διότι ο σεβασμός που αποδίδεται στα εικονιζόμενα ιερά πρόσωπα, δεν αφορά την ύλη της Εικόνας, αλλά «η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν»[31]. Ενδεικτικό της θεολογίας που αποδέχεται η Εκκλησία είναι και αυτό που αναφέρει από τον 6ο αιώνα ο Λεόντιος Νεαπόλεως Κύπρου στον Ε΄ Λόγο του «Κατά Ιουδαίων», που περιλαμβάνεται και στα πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου ξεκαθαρίζοντας το θέμα της διάκρισης εικόνας και πρωτοτύπου: «Ουδέ παρ’ ημίν ως θεοί προσκυνούνται οι των αγίων χαρακτήρες, και εικόνες και τύποι, εί γαρ ως Θεόν προσεκύνουν το ξύλον της εικόνος, έμελον πάντως και τα λοιπά ξύλα προσκυνείν. Έως μεν έστι συμπεπεδημένα τα δύο ξύλα του σταυρού, προσκυνώ τον τύπον διά Χριστόν τον εν αυτώ σταυρωθέντα επάν δε διαιρεθώσιν εξ αλλήλων, ρίπτω αυτά και κατακαίω»[32]. Η τοποθέτηση είναι σαφής: Ισχυρίζονται οι αιρετικοί ότι η Εκκλησία τιμά τα «ξύλα» ως θεούς. Τότε λοιπόν γιατί δεν τιμά με τον ίδιο τρόπο όλα τα ξύλα της φύσης;! Είναι σαφές πώς ούτε το υλικό, ούτε το χρώμα της Εικόνας, ούτε κάποια τυχαία παράσταση τιμάται, παρά μόνο τα συγκεκριμένα, χριστιανικά πρωτότυπα που εικονίζονται. Όπως λέει ο Λεόντιος Νεαπόλεως Κύπρου, όταν σχηματίσουμε τον Σταυρό με δύο οποιαδήποτε ξύλα, τότε σεβόμαστε το εικονιζόμενο πρωτότυπο, δηλαδή τον Σταυρό του Πάθους του Χριστού. Από τη στιγμή όμως που τα δύο αυτά ξύλα θα χωριστούν, τότε δεν σημαίνουν τίποτα, δεν έχουν ουδεμία αξία πλέον και μπορούμε να τα καίμε όπως κάθε ξύλο.
Γενικά, θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως η Εκκλησία διατύπωσε τις προϋποθέσεις περί τιμής και ασπασμού των Εικόνων επειδή προηγήθηκαν οι αιρετικές παραχαράξεις. Πρώτα οι αιρετικοί είπαν ότι απεχθάνονται τις Εικόνες, και μετά η Εκκλησία διατύπωσε την ορθή διδασκαλία. Σκοπός των Εικόνων σύμφωνα με τον Όρο Πίστεως της 7ης Οικουμενικής Συνόδου είναι: «Οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν»[33]. Και σύμφωνα με τον 82ο Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, η αγιογράφηση του Χριστού γίνεται «προς μνήμην της εν σαρκί πολιτείας, του τε πάθους αυτού και του σωτηρίου θανάτου … και της εντεύθεν γενομένης τω κόσμω απολυτρώσεως»[34]. Κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό, οι Εικόνες, σαν τα βιβλία, περιγράφουν πρόσωπα και καταστάσεις: «όπερ τοις γράμμασι μεμνημένοις η βίβλος, τούτο και τοις αγραμμάτοις η εικών»[35]. Και αλλού: «οι μεν τω λόγω κοσμούντες, οι δε τοις πίναξιν εγχαράσσοντες … ο λόγος της Ιστορίας διά της ακοής παρίστησι, ταύτα γραφική σιωπώσα διά μιμήσεως δείκνυσι» (PG 94,1268Α).
Κατά συνέπεια, οι Εικόνες έχουν σκοπό να μας διδάσκουν, να μας υπενθυμίζουν και να μας παρακινούν σε μίμηση. Γι’ αυτό υπάρχουν. Ακόμα και ο ασπασμός των Εικόνων δεν αποτελεί δόγμα με την έννοια της υποχρέωσης, διότι αν ήταν δόγμα, τότε δεν θα φτιάχνονταν αγιογραφίες στην οροφή των ναών ή σε μεγάλο ύψος όπου δεν φτάνει κανείς να τις ασπαστεί. Η Εκκλησία λοιπόν απλώς αποδέχεται τις Εικόνες και η τιμή ή ο ασπασμός προς αυτές προκύπτουν αυτονόητα με τις προϋποθέσεις της κοινής λογικής που αναφέρει η 7η Οικουμενική Σύνοδος: «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Καθώς λοιπόν βλέπουμε τον Χριστό, τη Σταύρωση Του, τους Αγίους ή τα μαρτύρια τους, συγκινούμαστε με τα αγαπημένα πρόσωπα και αυτό θερμαίνει την πίστη και την προσευχή μας. Αντιθέτως, οι αιρετικοί αποστρέφονται τις Εικόνες και τη θρησκευτική χρήση της ύλης διότι τους έχουν παρασύρει σε Μανιχαϊκές αντιλήψεις.
8. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και η αποδοχή των Εικόνων Όπως είπαμε, η θεολογία των Πατέρων υπέρ των εικόνων δεν προβάλλει τίποτα περισσότερο από το αυτονόητο που όλοι αντιλαμβανόμαστε κοιτώντας τις εικόνες των αγαπημένων μας προσώπων, κάτι που ουδεμία σχέση έχει με «ειδωλολατρία». Αυτή η σχέση που έχει η εικόνα με το πρωτότυπο της, περιγράφεται από τον Μέγα Βασίλειο με την περίφημη φράση: «Η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (PG 32,149C). Το ίδιο ακριβώς διδάσκει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Αύτη γαρ εικόνος φύσις μίμημα είναι του αρχετύπου» (PG 36,129Β). Και το ίδιο μας λέει και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Αι γαρ εικόνες αεί προς τα αρχέτυπα την εμφέρειαν έχουσιν» (PG 75,52Α).
Από εδώ λοιπόν προκύπτει αυτονόητα η τιμή προς τις χριστιανικές Εικόνες καθώς η αποδοχή των αγιογραφιών από τους Πατέρες είναι δεδομένη. Ο Μέγας Βασίλειος, στον λόγο του για τον μάρτυρα Βαρλαάμ, τοποθετεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό τον άγιο και τον Χριστό μέσα σε μια αγιογραφία: «Αλλά τί παιδικοίς ελαττώ τον αριστέα ψελλίσμασι; Ταις μεγαλοπρεπεστέραις τοίνυν τον εις αυτόν ύμνον παραχωρήσωμεν γλώτταις, τας μεγαλοφωνοτέρας των διδασκάλων επ΄ αυτώ καλέσωμεν σάλπιγγας. Ανάστητέ μοι νυν, ω λαμπροί των αθλητικών κατορθωμάτων ζωγράφοι· την του στρατηγού κολοβωθείσαν εικόνα ταις υμετέραις μεγαλύνατε τέχναις. Αμαυρότερον παρ΄ εμού τον στεφανίτην γραφέντα τοις της υμετέρας σοφίας περιλάμψατε χρώμασιν […] Ίδω της χειρός προς το πυρ ακριβέστερον παρ’ υμών γραφομένην την πάλην, ίδω φαιδρότερον επί της υμετέρας τον παλαιστήν γεγραμμένον εικόνος. Κλαυσάτωσαν δαίμονες, και νυν ταις του μάρτυρος εν υμίν αριστείαις πληττόμενοι. […] Εγγραφέσθω τω πίνακι και ο των παλαισμάτων αγωνοθέτης Χριστός· Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν»[36].
Όπως βλέπουμε, ο Μέγας Βασίλειος κάνει ακριβώς τη σύνδεση λόγου και εικόνας όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Μάλιστα, ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει τα δικά του λόγια ως «παιδικά ψελλίσματα» ενώ το έργο των αγιογράφων το ονομάζει «μεγαλοπρεπή γλώσσα» και «μεγαλόφωνη σάλπιγγα». Ζητάει λοιπόν από τους ζωγράφους να λαμπρύνουν με τα χρώματα τους την εικόνα του Βαρλαάμ, να φανεί με ακρίβεια η πάλη με τη φωτιά, να φανεί λαμπρότερος επάνω στον πίνακα ζωγραφισμένος ο «παλαιστής» μάρτυρας και έτσι θα χτυπηθούν και οι δαίμονες από τα ζωγραφισμένα κατορθώματα του. Και τελικά ζητάει από τους αγιογράφους: Ζωγραφίστε στον πίνακα και τον Χριστό!
Η αγιογραφία λοιπόν όχι μόνο εγκωμιάζεται από τον Μέγα Βασίλειο ως ανώτερη από τα λόγια, όμως μπορεί να περιλαμβάνει τους Αγίους και τον Χριστό ακόμα. Αν λοιπόν η αγιογραφία των Αγίων και του Χριστού αποτελεί «είδωλο» όπως λένε οι αιρετικοί, τότε ο Μέγας Βασίλειος μετατρέπεται σε υπερασπιστή των ειδώλων... Επειδή όμως ξέρουν ότι κάτι τέτοιο προσβάλλει τη νοημοσύνη όλων μας, τουλάχιστον, ας σταματήσουν να τον επικαλούνται οι Προτεστάντες, διότι έχουμε βαρεθεί να τους ακούμε, να μας κάνουν μαθήματα για το τι πίστευε για τις Εικόνες ο… Μέγας Βασίλειος!
[ Λόγω των διαφόρων απόψεων που υπάρχουν για την Επιστολή αρ. 360 του Μ. Βασιλείου δεν θα την επικαλεστούμε. Πάντως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι είναι μια επιστολή που αρκετοί επιστήμονες αποδέχονται ως γνήσια πόσο μάλλον όταν αποδεικνύεται ότι η επιστολή αυτή ήταν γνωστή σε Ανατολή και Δύση κατά τον 8ο αιώνα, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ως προς τη γνησιότητα της, και παρατίθεται λέξη προς λέξη στα Πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, όχι μόνο από τους Πατέρες της Ανατολής (βλ. Mansi 13,72E-73A) αλλά και από τους Δυτικούς, καθώς την παραθέτουν μεταφρασμένη στα ελληνικά οι λατίνοι εκπρόσωποι του Πάπα Αδριανού (βλ. Mansi 12,1066CD) ]
Συνεχίζοντας, βλέπουμε ότι την ίδια ακριβώς θέση με τον Μ. Βασίλειο υπέρ των Εικόνων, έχει και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Πανταχού την εικόνα την αγίαν εκείνην [του αγίου Μελετίου] διεχάραξαν πολλοί, ως μη μόνον ακούειν της αγίας προσηγορίας εκείνης, αλλά και οράν αυτού πανταχού του σώματος τον τύπον, και διπλήν τινα της αποδημίας έχειν παραμυθίαν»[37].
Εδώ βλέπουμε να διατυπώνεται η θεολογία της Πενθέκτης και της 7ης Οικουμενικής Συνόδου που αναφέρονται στην επί των «πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν».
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος επίσης περιγράφει εικόνες της εποχής του στις οποίες αποτυπώθηκαν τα βασανιστήρια των μαρτύρων από τους ειδωλολάτρες: «Διοκλητιανός, ο πρώτος ενυβρίσας Χριστιανοίς … Μαξιμιανός … Μαξιμίνος͵ ο μετ΄ εκείνους͵ και υπέρ εκείνους διώκτης ου τα σύμβολα της επί τούτω πληγής αι εικόνες φέρουσιν έτι δημοσία προκείμεναι͵ και στηλιτεύουσαι την λώβην του σώματος»[38].
Ο Μεθόδιος Ολύμπου αναφέρεται στην τιμή εικόνων με Αγγέλους και ότι μέσω αυτών δοξάζεται ο Θεός: «Τας μεν από χρυσού κατεσκευασμένας εικόνας των αυτού αγγέλων, τας αρχάς και τας εξουσίας, εις τιμήν και δόξαν αυτού ποιούμεν»[39].
Επίσης, ο Γρηγόριος Νύσσης μας μιλά για το όφελος που προκύπτει από τις Εικόνες των αγίων: «Επέχρωσε δε και ζωγράφος … εν εικόνι διαγραψάμενος, τας αριστείας του μάρτυρος, τας ενστάσεις, τας αλγηδόνας … της ανθρωπίνης μορφής το εκτύπωμα, πάντα ημών ως εν βιβλίω τινί γλωττοφόρω δια χρωμάτων τεχνουργησάμενος … και γραφή σιωπώσα εν τοίχω λαλείν, και τα μέγιστα ωφελείν»[40].
Και πάλι βλέπουμε την σύνδεση λόγου και εικόνας όπου η Εικόνα όχι μόνο δεν θεωρείται «είδωλο» αλλά αντιθέτως «τα μέγιστα ωφελείν». Θα γινόμασταν γραφικοί αν θεωρούσαμε ότι υπάρχει Πατέρας της Εκκλησίας που θα έλεγε ότι προκύπτει «ωφέλεια» από τα σατανικά είδωλα…
Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος μας περιγράφει την σπουδαιότητα του έργου της αγιογραφίας και διδάσκει στους αγιογράφους να προσεύχονται πρώτα στον Θεό ώστε να μπορέσουν να φτιάξουν Εικόνα άξια προς αυτό που εικονογραφούν: «Χρώματα δε μη έχων άξια της εικόνος, μηδέ πάλιν δάκτυλον δυνάμενον τυπώσαι εν αυτή τη εικόνι χαρακτήρα τέλειον … χάριν τούτων προσπίπτει ικετεύων δάκρυσι Δεσπότην των απάντων, Χριστόν τον βασιλέα … ίνα αυτός ο Θεός ο αγαθός και άγιος χαρίσηται ατεχνεί σοφίαν και σύνεσιν και δύναμιν, αναστήσαι εικόνα μεγίστην και αξίαν προς αυτήν την άθλησιν των αγίων Μαρτύρων»[41].
Έτσι λοιπόν, ο αγιογράφος, μην έχοντας χρώματα αντάξια με την εικόνα, ούτε το χέρι το ικανό να παραστήσει τέλεια την εικόνα, πρέπει γονατιστός και με δάκρυα να παρακαλεί τον Θεό να του χαρίσει τη σοφία, τη σύνεση και τη δύναμη, ώστε να αναπαραστήσει μια εικόνα αντάξια με τα κατορθώματα των αγίων Μαρτύρων. Άραγε, οι Προτεστάντες πιστεύουν ότι ο όσιος Εφραίμ παρακαλά τον Θεό για να δώσει δύναμη στον αγιογράφο ώστε να φτιάξει ένα ωραίο… «είδωλο»;!
Επιπλέον ο όσιος Εφραίμ περιγράφει την συγκίνηση που ένιωθε κάθε φορά που έβλεπε μια εικόνα με τη Θυσία του Αβραάμ: «Εντεύθεν ο Αβραάμ λαβών δέσμιον παίδα, ου ναρκά την χείρα, ουκ εξίσταται τον νουν. Οσάκις είδον τούτου του παιδός τας εικόνας, ουδέποτε ίσχυσα αδακρυτί παρελθείν, εναργώς μοι της τέχνης υπ’ όψιν αγαγούσης τη ιστορία ταύτη σαφή κατανόησιν»[42].
Παρατηρούμε επίσης ότι ο όσιος Εφραίμ επαινεί την αγιογραφία διότι μεταδίδει με ακρίβεια τη βιβλική γνώση. Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (όπως και παραπάνω ο Ευσέβιος) μας βεβαιώνει και για την εικονογράφηση των ναών: «Tον νεών[=ναόν] τούτον, ον Θεώ τε ήγειρε και ημίν … κιόνων δε και στοών κάλλεσι διωρόφων εις ύψος αιρόμενον, και τοις υπέρ αυτών πλάσμασιν ου λειπομένοις της φύσεως»[43]. Που σημαίνει: Τον ναό αυτόν, που ανήγειρε για τον Θεό και για εμάς … με το κάλλος των κιόνων του και των διωρόφων στοών, με εικονογραφία που δεν υπολείπεται από την φύση[44].
Άλλωστε, η αποδοχή των Εικόνων μπορεί να αποδειχτεί και με άλλο τρόπο. Εάν οι Εικόνες ήταν «ειδωλολατρικές» και άρα «σατανικές», δεν θα μπορούσαν να σταθούν τόσα παραδείγματα που χρησιμοποιούν οι Πατέρες στις ομιλίες τους και αναφέρονται σε ζωγράφους, αγάλματα ή αγιογραφίες. Δεν είναι δυνατόν οι ευσεβείς Πατέρες να απευθύνονται σε ακροατές Χριστιανούς και να προσπαθούν να παρακινήσουν προς την ευσέβεια ένα πλήθος πιστών, με παραδείγματα που συνδέουν τον Θεό με κάτι αισχρό και βλάσφημο όπως ένα σατανικό είδωλο! Για παράδειγμα ο Μ. Βασίλειος σε μια ομιλία του παραλληλίζει τον εαυτό του με… αγιογράφο και λέει ότι θα θυμίσει την αρετή των Μαρτύρων με τρόπο που θα είναι σαν οι ακροατές να έχουν μπροστά στα μάτια τους εικόνες από τις πράξεις των αγίων, δηλαδή, αγιογραφίες! «Ζωγράφοι διασημαίνουσιν … τοις πίναξιν εγχαράττοντες και πολλούς επήγειραν προς ανδρίαν … γραφική[=ζωγραφική] σιωπώσα δια μιμήσεως δείκνυσιν. Ούτω δη και ημείς αναμνήσωμεν της αρετής των ανδρών τους παρόντας … οιονεί υπ’ όψιν αυτών αγαγόντες τας πράξεις, κινήσωμεν προς την μίμησιν»[45]. Παρόμοια και ο Χρυσόστομος διδάσκει μέσω… αγιογραφίας: «Εν τοις τοίχοις της ημετέρας διανοίας ζωγραφήσωμεν των μαρτύρων τας τιμωρίας»[46].
Όπως βλέπουμε λοιπόν, οι Πατέρες, όπως δέχονται τους Αγίους, τη Θεοτόκο, τα Ιερά Λείψανα, τα Μνημόσυνα, τους Σταυρούς, τη Μυστηριακή Ιεροσύνη ή το επίγειο υλικό Θυσιαστήριο, έτσι δέχονται και τις Ιερές Εικόνες. Έτσι ακριβώς δέχονται και τον Νηπιοβαπτισμό, όπως αποδείξαμε σε άλλη σειρά άρθρων. Οι Πατέρες δέχονται όλα αυτά που δέχεται και διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι, όποιος νιώθει αποστροφή για οποιαδήποτε θρησκευτική χρήση της ύλης, αυτό σημαίνει ότι έχει διαβρωθεί από πνευματοκρατία και μανιχαϊκές αντιλήψεις. Ας σταματήσουν λοιπόν οι Προτεστάντες να ζουν με ψευδαισθήσεις ότι είναι τάχα «χριστιανοί του πνεύματος» διότι βρίσκονται σε πλάνη βαθιά, σαν τον αλαζόνα Φαρισαίο…
9. Ο Επιφάνιος και οι Εικόνες Δείξαμε παραπάνω ότι οι Προτεστάντες αντιμετωπίζουν πρόβλημα όταν προσπαθούν να εμφανίσουν ως «δικό τους» στο ζήτημα των Εικόνων τον Επιφάνιο, καθώς κανένας «δικός τους» δεν διδάσκει υπέρ των Μνημοσύνων ή της Μυστηριακής ιεροσύνης τα οποία οι αιρετικοί μισούν και αποστρέφονται. Άραγε τους αρκεί ένας «σύμμαχος» που κατ’ αυτούς είναι… «λιγάκι πλανεμένος» και δέχεται Μνημόσυνα και Ιεροσύνη, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι αρνείται τις Εικόνες; Γενικά, έχουν γραφτεί πολλά για την περίπτωση του Επιφανίου και για το αν όντως ήταν κατά των Εικόνων όπως τον παρουσιάζουν κάποια κείμενα που του αποδίδονται. Πάντως, παρά το γεγονός ότι οι εικονομάχοι στη σύνοδο της Ιέρειας αξιώνουν ότι ο Επιφάνιος υπήρξε ομοϊδεάτης τους, οι Πατέρες της 7ης Οικουμενικής Συνόδου τους διαψεύδουν, θεωρώντας ότι τα έργα που επικαλούνται ήταν ψευδεπίγραφα (βλ. Mansi 13,292DE). Εκτός αυτού, αναπτύσσουν και μια επιχειρηματολογία που δείχνει ότι υπάρχουν πολλά κενά και αντιφάσεις στους ισχυρισμούς των εικονομάχων[47]. Άλλωστε, τον Επιφάνιο υπερασπίστηκε και ο Θεόδωρος Στουδίτης μιλώντας για νόθα κείμενα[48], αλλά και ο Ιωάννης Δαμασκηνός που τάσσεται κατά της αυθεντικότητας των εικονοφοβικών κειμένων που αποδόθηκαν στον Επιφάνιο, με το εξής επιχείρημα: «Λέγεις τον μακάριον Επιφάνιον τρανώς τας παρ’ ημίν απαγορεύσαι εικόνας, γνώθι, ως επίπλαστος ο λόγος άλλου τινός τω του θείου Επιφανίου χρησαμένου ονόματι, οία πολλά συμβαίνει γίνεσθαι […] μάρτυς η αυτού εκκλησία εικόσι καλλωπιζομένη, έως ου ο άγριος και ανήμερος Λέων έβρυξεν» (PG 94,1304C-1305A).
Αναρωτιέται δηλαδή ο Ιωάννης Δαμασκηνός, πώς είναι δυνατόν ο Επιφάνιος να ήταν Εικονομάχος και ταυτόχρονα η συμπεριφορά του ποιμνίου του να δείχνει ότι την υποτιθέμενη διδασκαλία του για τις Εικόνες δεν την ήξεραν ούτε οι μαθητές του, οι οποίοι μόλις πέθανε του αφιέρωσαν Εκκλησία με την… εικόνα του[49]!
Η ισχυρότερη όμως απάντηση της Εκκλησίας στους αιρετικούς δεν είναι η υπεράσπιση του Επιφανίου, αλλά το ακριβώς αντίθετο: ακόμα κι αν ο Επιφάνιος, ως εξαίρεση στον κανόνα των Πατερικών θέσεων υπέρ των Εικόνων, είχε γράψει κάποια εικονοφοβικά κείμενα, η Εκκλησία απορρίπτει οτιδήποτε αντιτίθεται στην Αποστολική Παράδοση. Για την Εκκλησία δεν υπάρχει αλάθητο για κανέναν μεμονωμένο άνθρωπο, όποιος κι αν ήταν αυτός. Στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» για παράδειγμα, ο Γρηγόριος Νύσσης τιμάται με την επωνυμία «πατήρ πατέρων». Κι όμως, αυτό δεν εμπόδισε την Εκκλησία να απορρίψει την προσωπική θεολογική του θέση που είναι γνωστή ως «Περί των πάντων αποκατάσταση». Όμως, ο Γρηγόριος Νύσσης κράτησε την τιμητική του θέση ανάμεσα στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, διότι, όπως το διατυπώνει εξαιρετικά ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, είναι άλλο πράγμα το σφάλμα και άλλο η αίρεση, η οποία πηγάζει από τον εγωισμό και με «πεισμονήν» οδηγεί σε σύγκρουση με την Εκκλησία[50]. Αυτό ισχύει και για τον Επιφάνιο, το έργο και η διδασκαλία του οποίου ήταν γνωστά και γι’ αυτό άλλωστε απόρησαν όλοι με τους ισχυρισμούς των εικονομάχων. Όμως, όπως λέει ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ο Επιφάνιος έσφαλε και έγραψε εικονοφοβικά κείμενα, λόγω του λοιπού του έργου παραμένει ένας ορθόδοξος διδάσκαλος, απλώς απορρίπτονται οι παράδοξες διδασκαλίες του περί των Εικόνων, διότι, «ουδέ λόγος εις, δυνατός όλης Εκκλησίας ανατρέψαι παράδοσιν» (PG 94,1257CD).
Κατά συνέπεια, αν θέλουν οι αιρετικοί ας θεωρούν τον Επιφάνιο εικονομάχο διότι για την Εκκλησία οποιαδήποτε μεμονωμένη διαφοροποίηση απλώς απορρίπτεται. Αυτό είναι το ασφαλές, διαχρονικό κριτήριο της Εκκλησίας που εξουδετερώνει τις αυθαιρεσίες και τις αιρέσεις: - «Ου νόμος εκκλησίας, το σπάνιον» (Γρηγόριος Θεολόγος, PG 36,352D). - «Ουδέ λόγος είς δυνατός όλης Εκκλησίας ανατρέψαι παράδοσιν» (Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 94,1257CD). - «Μυρίοι [Πατέρες]δε ούκ εφθέγξαντο» (Μ. Φώτιος, PG 102,809ΒC).
Καθώς λοιπόν η περίπτωση του Επιφανίου ή ψευδο-Επιφανίου, ήταν μεμονωμένη, οι Ορθόδοξοι απορούσαν με το θράσος των εικονομάχων λέγοντας τους ότι, τολμάτε να επικαλείστε τον «Επιφάνιο», στην εποχή του οποίου όμως στάθηκαν «οι άγιοι Πατέρες» ως «περίβολοι αρραγείς της Εκκλησίας» (Mansi 13,293E). Πώς λοιπόν θα δεχτούμε εμείς τέτοια «φαλσογραφηθέντα[=νόθα κείμενα] κατά της Εκκλησίας» όταν οι Πατέρες «ουκ εδέξαντο» το παραμικρό «κατά των σεπτών εικόνων» (Mansi 13,296A); Το κυριότερο όμως είναι ότι τα εικονοφοβικά κείμενα που υποτίθεται έγραψε ο Επιφάνιος, επιβεβαιώνουν όλα όσα προείπαμε: α) Στο κείμενο «Λόγος του αγίου Επιφανίου κατά των επιτηδευόντων ποιείν εικόνας» που επικαλούνται οι Προτεστάντες, ο ίδιος ο «Επιφάνιος» περιγράφει την επικρατούσα θέση της Εκκλησίας στην εποχή του: «τας εικόνας των αγίων ποιούμεν εις μνημόσυνον και τιμήν αυτών»[51]. Επιπλέον, στην «Επιστολή προς Θεοδόσιον τον βασιλέα»[52] ο «Επιφάνιος» ομολογεί ότι αγιογραφούνται, η του «Χριστού εικόνα», οι εικόνες των «Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ», εικόνες με τους «Μωυσέα τε και τους προφήτας», εικόνες με τους «Πέτρον», «Ανδρέαν», «Ιάκωβον», «Ιωάννην» και «τους λοιπούς αποστόλους»! Έχουμε δηλαδή μια εξαιρετική μαρτυρία για την καθολική αποδοχή της αγιογραφίας και μάλιστα από εικονοφοβική πηγή, η οποία επιβεβαιώνει απόλυτα όλες τις προαναφερόμενες μαρτυρίες των Πατέρων υπέρ των αγιογραφιών.
β) Το χειρότερο όμως για τους Προτεστάντες είναι η ομολογία του «Επιφανίου», που κλείνοντας την επιστολή «προς Θεοδόσιον τον βασιλέα», γράφει: «Πολλάκις λαλήσας τοις συλλειτουργοίς μου περιαιρεθήναι τας εικόνας ουκ εδέχθην παρ' αυτών ουδέ προς βραχύ ακούσαι της εμής φωνής ηνέσχοντο»[53].
Δηλαδή, ο «Επιφάνιος» παραδέχεται ότι παρά τις προσπάθειες του, δεν μπόρεσε να παρασύρει κανέναν στην κακοδοξία της εικονομαχίας και σύσσωμη η Εκκλησία παρέμεινε υπέρ των Εικόνων ακολουθώντας πιστά την Αποστολική Παράδοση! Κατά συνέπεια, ακόμα και τα εικονοφοβικά κείμενα που επικαλούνται οι Προτεστάντες καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς τους.
[ Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μια παρένθεση σχετικά με τη Σύνοδο της Ελβίρας του 306 μ.Χ. Τη Σύνοδο αυτή επικαλούνται συχνά οι Προτεστάντες με έναν τρόπο σαν να ήταν κάποια Οικουμενική Σύνοδος που απαγόρεψε σε όλες τις Εκκλησίες τις Εικόνες… Φυσικά, δεν ήταν παρά μια τοπική σύνοδος, η οποία μάλιστα «εμφανίζεται ως εξαίρεση στον κανόνα ότι ουδεμία σύνοδος έθεσε ποτέ εν αμφιβολία το θεσμό των ιερών εικόνων»[54]. Ο 36ος Κανόνας που εξέδωσε αναφέρεται στις Εικόνες, όμως δεν υπάρχουν άλλες πηγές που να βοηθούν στην κατανόηση του. Έτσι, είναι δύσκολο να ερμηνευτούν τα αίτια έκδοσης της συγκεκριμένης απόφασης διότι σκοπός της σύγκλισης της Συνόδου «δεν ήταν η λήψη απόφασης για την ορθότητα ή μη του θεσμού των ιερών εικόνων ούτε για άλλα δογματικά θέματα, αλλά η επίλυση ζητημάτων διοικητικής φύσεως για την τοπική εκκλησία»[55]. Ακόμα περισσότερο όμως παρουσιάζεται δυσερμήνευτη αυτή η συγκεκριμένη απόφαση, από το γεγονός ότι δεν την αξιοποίησαν οι Εικονομάχοι ούτε στην ψευδοσύνοδο της Ιέρειας (754), ούτε στην εικονομαχική σύνοδο του 815[56]. Ο καθ. Παναγιώτης Τρεμπέλας θεωρεί ότι οι μαρτυρίες για ύπαρξη εικόνων στη Δύση είναι τόσο πολλές που καταρρίπτουν την υπόθεση ότι δήθεν η Σύνοδος της Ελβίρας είχε ως έργο την απαγόρευση τους. Για το λόγο αυτό, θεωρεί πιθανότερο ότι η σύνοδος έθεσε απλώς κάποια τοπικά μέτρα που αφορούσαν εικόνες άτεχνες ή κακώς αποδιδόμενες[57]. Κατ’ άλλους όμως, ο 36ος κανόνας της Ελβίρας, «προήλθεν εκ προνοίας προς αποφυγήν της κατά τους διωγμούς καταστροφής των εικόνων υπό των διωκτών»[58], δηλαδή να μην υπάρχουν εικόνες στους ναούς ώστε να μην βανδαλιστούν και διαπομπευθούν από τους ειδωλολάτρες. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το γεγονός ότι αγνόησαν και δεν χρησιμοποίησαν τη Σύνοδο της Ελβίρας οι εικονομάχοι στην επιχειρηματολογία τους, διαψεύδει τους Προτεστάντες και μας βεβαιώνει ότι το έργο της συνόδου δεν είχε εικονομαχικό χαρακτήρα.]
10. Η Εικονομαχία και η 7η Οικουμενική Σύνοδος των μαρτύρων και ομολογητών Κλείνοντας θα πρέπει να αναφέρουμε μερικά πράγματα για την 7η Οικουμενική Σύνοδο, την οποία πάντα κατηγορούν οι Προτεστάντες επειδή επανέφερε[59] τις Ιερές Εικόνες που είχαν απαγορεύσει οι Εικονομάχοι. Είναι χαρακτηριστική η αμέλεια και η αδιαφορία των Προτεσταντών για την ιστορία, καθώς διεξάγουν ακόμα και σήμερα συζητήσεις, στηριζόμενοι στο πολύ παλαιό και ξεπερασμένο στο ζήτημα της Εικονομαχίας, έργο του Κων/νου Παπαρρηγόπουλου. Το έργο του Παπαρρηγόπουλου μετρά 170 χρόνια ζωής. Όποιος ασχολείται με την ιστορία, γνωρίζει ότι κανείς δεν συμμετέχει σε συζήτηση με δευτερογενή βιβλιογραφία τόσο παλιά διότι είναι απόδειξη επιστημονικής ανεπάρκειας και έλλειψης σοβαρότητας, ειδικά όταν η επιστήμη της βυζαντινολογίας έχει πραγματοποιήσει εντυπωσιακή πρόοδο από τότε. Άλλωστε, οι θέσεις του Παπαρρηγόπουλου για την Εικονομαχία ως δήθεν… «κοινωνική μεταρρύθμιση» έχουν πάει στον κάλαθο των αχρήστων εδώ και πολλά χρόνια ως ανεδαφικές και ατεκμηρίωτες. Βεβαίως, επειδή ο Παπαρρηγόπουλος διατηρούσε το κύρος του για αρκετές δεκαετίες και η Ελλάδα δεν είχε αναπτύξει ακόμα συστηματικά τις βυζαντινές σπουδές, παρέσυρε πολλούς στις απόψεις του, και ανάμεσα τους και τον… άγιο Νεκτάριο Αιγίνης ο οποίος μορφωμένος και πολυγράφος, σεβάστηκε την επικρατούσα τότε άποψη του εθνικού μας ιστορικού. Φυσικά, όπως σημειώνει ο Διονύσιος Ζακυθηνός, η θεωρία που βλέπει την Εικονομαχία ως «προοδευτική κοινωνική μεταρρύθμιση» είναι εκτός πραγματικότητας: «Κατά την σκοτεινήν εποχήν της προπαρασκευής και τους πρώτους χρόνους της έριδος η [Εικονομαχική] κίνησις ουδέν το ‘ορθολογικόν’, το ‘φιλελεύθερον’, το ‘ανακαινιστικόν’, το ‘επαναστατικόν’ παρουσιάζει. Όλως τουναντίον, μεταβάλλεται εις φορέα πνεύματος αυστηρόν και ροπών αντιπνευματικών»[60]. Άλλωστε, μια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να εμφανίζεται από το πουθενά. Για να υπάρξει μεταρρύθμιση θα πρέπει να φανεί η προετοιμασία της και ο στόχος της, όμως πουθενά στις πηγές δεν υπάρχει κάτι που να δείχνει ότι η Εικονομαχία εξυπηρετούσε μια κοινωνική απαίτηση: «Μάταια όμως ψάχνει κανείς να βρει προεικονομαχικά κείμενα ή αναλύσεις, οι οποίες να φωτίζουν και να εξηγούν για ποιούς λόγους επιχειρήθηκε η εικονομαχία και ποιο ήταν το ιστορικό αίτημα που εκπλήρωνε»[61]. Και βεβαίως, δεν μπορεί να ονομαστεί «κοινωνική μεταρρύθμιση» οτιδήποτε γίνεται ερήμην της… κοινωνίας και με μια εμμονή που προκαλεί πολύ κακό για το τίποτα: «Ουδέν άμεσον σκοπόν οιασδήποτε φύσεως εξυπηρέτει [η Εικονομαχία], η δ’ εμμονή εις αυτήν μετά την διαπιστωθείσαν αντίθεσιν της μεγάλης πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών και πιθανώς και των πνευματικών ηγετών των ήτο ασυγχώρητον σφάλμα»[62]. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ιστορικό Stephen Gero, «η Βυζαντινή Εικονομαχία, ήταν στην πραγματικότητα μια αυτοκρατορική αίρεση … το κλειδί για την κατανόηση της προέλευσης της εξακολουθεί να είναι ο ίδιος ο αυτοκράτορας Λέοντας»[63]. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις πηγές, καθώς ο Λέοντας Γ΄ δεν είχε ιδέα από κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, αλλά αντιθέτως ήταν θύμα θρησκευτικών δεισιδαιμονιών κατά των Εικόνων και έλεγε π.χ. ότι σεισμοί που είχαν γίνει στην περιοχή της Σαντορίνης και της Θηρασίας, οφειλόταν στο ότι υπήρχαν εικόνες και αποτελούσαν «θείας οργής … μηνύματα» (PG 100,964ΑB). Και το γεγονός ότι το Βυζάντιο γνώριζε στρατιωτικές ήττες, πάλι το απέδιδε στο «προσκυνείσθαι τας εικόνας, και άλλο ουδέν» («Συγγραφή χρονογραφίου, τα κατά Λέοντος» PG 108,1024C). Το αστείο μάλιστα είναι ότι ο Παπαρρηγόπουλος ομολογεί ότι η Εικονομαχία ήταν άνωθεν επιβαλλόμενη χωρίς λαϊκά στηρίγματα, κι όμως, την ονομάζει… «κοινωνική μεταρρύθμιση»: «Η πολεμία της μεταρρυθμίσεως μερίς … ανέκαθεν ήτο πολυάριθμος, διότι περιελάμβανεν εκτός των μοναχών, όλον τον κοινόν λαόν , και όλας τας γυναίκας»[64].
Προσέχουμε πώς φαίνεται η ηλικία του ιστορικού έργου, το οποίο προέρχεται από μια εποχή που το να έχεις την υποστήριξη των γυναικών ήταν κάτι… αρνητικό!
Η συστηματική μελέτη των βυζαντινών πηγών διέψευσε ως φαντασιοπληξία και την θεωρία ότι δήθεν η Εικονομαχία στόχευε στην εκκλησιαστική περιουσία. Όπως γράφει η καθ. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, οι καταστροφικές επιθέσεις που έγιναν στα Ορθόδοξα μοναστήρια ήταν πράξη δευτερογενής, δηλαδή, πρώτα ο Λέοντας Γ΄ διαπίστωσε ότι η εμμονή του με τις Εικόνες θα έχει ανυποχώρητο αντίπαλο τους μοναχούς και μετά ξεκίνησε τις ανελέητες επιθέσεις εναντίον τους: «Η ιστοριογραφία του ΙΘ΄ αι. … ανεζήτει εις την εικονομαχίαν κοινωνικάς προεκτάσεις» όμως «κατά την άρχουσαν σήμερον γνώμην, τόσον η αντιμοναχική πολιτική, όσον και τα εις βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας υπό της πολιτείας ληφθέντα μέτρα υπήρξαν φαινόμενα δευτερογενή, όλως ξένα προς τον πρωτογενή χαρακτήρα του διωγμού των εικόνων»[65].
Θα λέγαμε μάλιστα, ότι πιο επιπόλαιη θεωρία από αυτήν δεν θα μπορούσε να υπάρξει, διότι σε ποια λογική στηρίζεται η άποψη ότι για να πάρει κάποιος την εκκλησιαστική περιουσία θα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει πρόβλημα με τις… Εικόνες;!
Η ουσία όμως είναι ότι η Εικονομαχία καταγράφτηκε ως σφαγείο, ειδικά στην περίοδο του Κων/νου Ε΄ του Κοπρώνυμου του οποίου «το βίαιο καθεστώς» εξελίχθηκε σε «ωμή τρομοκρατία»[66], «διωγμό εναντίον των εικονοφίλων» και «εκστρατεία εναντίον του μοναχισμού»[67], με αποτέλεσμα οι σφαγές των μοναχών να φτάσουν στο σημείο να απειλήσουν «εκ θεμελίων την ύπαρξίν του [μοναχισμού]»[68]. Όπως γράφει ο Χρονογράφος Θεοφάνης, οι Εικονομάχοι «παντοίοις υπερακμάσας κακοίς ούχ ήττον Διοκλητιανού και των πάλαι τυράννων» (PG 108,905Α) δηλαδή το λουτρό αίματος που δημιούργησαν κατά των Ορθοδόξων μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τους διωγμούς του Διοκλητιανού! Ειδικά οι μοναχοί υπέφεραν τα πάνδεινα καθώς οι Εικονομάχοι προκειμένου να κάμψουν την αντίσταση τους, τους μαστίγωναν, τους βασάνιζαν, τους τύφλωναν ή τους έκαιγαν ζωντανούς: «Και πολλούς μεν των μοναχών διά μαστίγων ανήλωσεν, έστι δε ους διά ξίφους, αναρίθμητους δε ετύφλωσεν. Και των μεν τας υπήνας κηρελαίω αλείφων ύφηπτε πυρ» (PG 108,900Β). Όπως σημειώνει ο καθ. Μάρκος Σιώτης ασκώντας και κριτική στις απαράδεκτες θέσεις του Παπαρρηγόπουλου[69] υπέρ των Εικονομάχων: «[Στην Εικονομαχία] διαπράττωνται και τα πλέον φρικιαστικά εγκλήματα. Αυτά και μόνον δεν δικαιολογούν την υπέρ αμφοτερων τούτων των αυτοκρατορων εύφημον κρισιν του συντάκτου της εθνικής ημών ιστορίας»[70].
Μέσα λοιπόν από το σφαγείο της εικονομαχικής παραφροσύνης, η Ορθοδοξία επιβιώνει, διατηρεί την Αποστολική Παράδοση, και στο τέλος της Α΄ περιόδου της Εικονομαχίας, πραγματοποιείται η 7η Οικουμενική Σύνοδος, μια Σύνοδος μαρτύρων και ομολογητών που δεν δίστασαν να δώσουν και τη ζωή τους για να διατηρήσουν αλώβητη τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Όμως, παρά το γεγονός ότι ο Χριστός λέει, «πας ος αν ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, και ο υιός του ανθρώπου ομολογήσει εν αυτώ έμπροσθεν των αγγέλων του θεού» (Λουκ. 12,8) οι Προτεστάντες όχι μόνο υπερηφανεύονται ότι είναι θρησκευτικοί απόγονοι των ανθρωποκτόνων και άρα αντίχριστων Εικονομάχων (Ιω. 8,44), αλλά υβρίζουν και την 7η Οικουμενική Σύνοδο που συγκρότησαν οι μάρτυρες και ομολογητές της περιόδου της Εικονομαχίας...
Κατόπιν βεβαίως, η Εικονομαχία αναζωπυρώνεται, περνάει στην Β΄ περίοδο της, η Εκκλησία διώκεται και πάλι, όμως για δεύτερη φορά παραμένει ακλόνητη και έτσι αναστηλώνονται οριστικά οι Ιερές Εικόνες το 843 μ.Χ. Μάλιστα, όπως γράφει ο καθ. Ιωάννης Αναστασίου, «η επαναφορά των εικόνων έγινε», «διά της ενδημούσης εν Κων/πόλει συνόδου την 11 Μαρτίου 843» και μάλιστα «άνευ πολλής αντιδράσεως» ενώ «δεν επηκολούθησαν διωγμοί εικονομάχων»[71]. Κατά συνέπεια, η ήττα των αντίχριστων Εικονομάχων ήταν όχι μόνο θρησκευτική αλλά και ηθική. Σε ανάμνηση της αναστύλωσης των Εικόνων και της ειρηνικής νίκης της Εκκλησίας απέναντι στους αιμοβόρους Εικονομάχους, θεσπίστηκε η λεγόμενη «Κυριακής της 'Ορθοδοξίας» που εορτάζεται την Α΄ Κυριακή των Νηστειών.
Τέλος, να πούμε ότι οι Προτεστάντες δεν επιχειρούν μόνο να συγκαλύψουν την αλήθεια για το ανθρωποκτόνο έργο της Εικονομαχίας, αλλά επιπλέον, διατρανώνουν και τη θρησκευτική τους συγγένεια με μια άλλη μια ομάδα Εικονομάχων, τους μανιχαϊκής προέλευσης Παυλικιανούς. Οι Παυλικιανοί από την πρώτη στιγμή (650 μ.Χ.) μπήκαν στο Βυζάντιο ως σύμμαχοι των Αράβων και γι’ αυτό εξαρχής αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία. Ήταν μια οργανωμένη αίρεση με πολλές εσωτερικές και βίαιες διαμάχες και αφού κατάφεραν να διευρύνουν την επιρροή τους με την ανεκτικότητα της Α΄ περιόδου της Εικονομαχίας, δημιούργησαν τελικά ολόκληρο στράτευμα και κατάντησαν μια γάγγραινα για το Βυζάντιο το οποίο αποφάσισε να τους εκδιώξει μετά από σκληρές και φονικές μάχες. Ήταν πλέον ένας οργανωμένος στρατός και ζούσαν με το πλιάτσικο και το δουλεμπόριο εις βάρος των αθώων πολιτών, ανδρών, γυναικών, και βρεφών ακόμα…
Παραθέτουμε λοιπόν ένα σχόλιο του καθ. Ιωάννη Αναστασίου, από την γνωστή του μονογραφία για την αίρεση αυτή, που την πραγματική της ιστορία καλύπτει μια γλυκανάλατη συναισθηματικότητα και παχυλή άγνοια: «Οι Παυλικιανοί … έπαιξαν προδοτικόν ρόλον κατά του Βυζαντίου … ως και κατά των Ορθοδόξων κατοίκων προθύμως, ως και άλλοτε συνειργάσθησαν μετά των εχθρών … εν Θράκη … ταχέως εξετράπησαν εις τυράννους …πιέζοντες τους Ορθοδόξους και συμμαχούντες μετά των εχθρών του Βυζαντίου … ευρίσκοντο εις την πρώτην γραμμήν του μίσους και του πολέμου κατά της Εκκλησίας και του Βυζαντίου. Αι υπηρεσίαι τας οποίας προσέφερον ήσαν ελάχιστοι και αι βλάβαι τας οποίας προεκάλεσαν πολύ μεγάλαι»[72]. Οι Παυλικιανοί αποτέλεσαν «ωργανωμένην στρατιωτικήν δύναμιν» και «συνειργάζοντο μετά των Αράβων και κατέστρεφον εδάφη της αυτοκρατορίας»[73]. Και εκτός από το πλιάτσικο, αγαπημένη τους ασχολία ήταν και το δουλεμπόριο με τους μουσουλμάνους και ο αρχηγός των Παυλικιανών «Σέργιος κατηγορείται οτι απέσπασε βρέφη από τας αγκάλας των μητέρων τους και άλλα εξ’ αυτών εθανάτωσεν άλλα δε απεμπόλησεν εις τους Άραβας … πολλούς έκαμε ν’ αποθάνουν εις φυλακάς … Και αιχμαλώτους τους οποίους συνελάμβανον ηνάγκαζον να αρνηθούν την Ορθοδοξίας και να γίνουν Παυλικιανοί»[74].
Δυστυχώς, αντίθετα με την πραγματική ιστορία, στον αιρετικό ή αθεϊστικό λαϊκισμό, οι Παυλικιανοί παρουσιάζονται ως «άκακα πρόβατα» ή θύματα και υποστηρίζεται έτσι ένα παράλογο σχήμα όπου το Βυζάντιο, ένα κράτος με τεράστιες αμυντικές ανάγκες, εμφανίζεται να δαπανά τόσους πολύτιμους οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους σε μακροχρόνιες εκστρατείες για να κυνηγάει τους… «φιλήσυχους πολίτες» του! Είναι να απορεί κανείς πώς καταφέρνει η ιδεοληψία να σφραγίζει την κοινή λογική των ανθρώπων…
11. Επίλογος Στο παρόν άρθρο απαντήθηκαν οι πιο συνηθισμένοι ισχυρισμοί της προτεσταντικής προπαγάνδας κατά των Ιερών Εικόνων. Δυστυχώς, διαπιστώνουμε ότι οι Προτεστάντες αντί να μελετούν σοβαρά, προτιμούν να αντιγράφουν ό,τι βρουν πρόχειρα στο διαδίκτυο. Εμείς πάντως κάνουμε το ανθρωπίνως δυνατό και παρουσιάζουμε την πραγματικότητα τεκμηριωμένη. Όσοι είναι καλοπροαίρετοι ας τα μελετήσουν. Από εκεί και πέρα εμείς μπορούμε μόνο να ευχόμαστε και τα υπόλοιπα είναι στο χέρι του Θεού. Σημειώσεις [1] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Ιστορία Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Β΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 223. [2] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Ιστορία», ό.π. [3] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Ιστορία … », στο ίδιο, σελ. 224. [4] Βλ. Πραξ. 15,24 / Γαλ. 3,1 / Ιούδα 4 / Α΄ Τιμ. 1,3-5 / Α΄ Κορ. 11,19 / Β΄ Πετρ. 2,1-3 κ.ά. [5] Ιδρυτής του Μανιχαϊσμού, ήταν ο Μάνης (216-277 μ.Χ.), γεννημένος στη Σελεύκεια, επί του ποταμού Τίγρη. Ο Μανιχαϊσμός ήταν μια θρησκεία που στηρίχτηκε στη δυαρχική μυθολογία της ιρανικής θρησκευτικής σκέψης και έτσι, υιοθετούσε στο σύστημά της δύο Αρχές, απόλυτα διαχωρισμένες και κινούμενες η μία ενάντια στην άλλη. Η μία περιελάμβανε το απόλυτα Καλό και η άλλη το απόλυτα Κακό. Το φως είναι καλό και ταυτίζεται με τον Θεό. Το σκοτάδι είναι κακό και ταυτίζεται με την ύλη. Αυτή η υπερκόσμια σύγκρουση εκδηλώθηκε και στον κόσμο και φυσικά στον άνθρωπο, του οποίου η ψυχή από τη φύση της ήταν συνδεδεμένη με το αγαθό, ενώ το σώμα και η ύλη, με το κακό. [6] Βλ. Θεόδωρος Αναγνώστης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Migne Patrologiae Graeca (PG) 86,185C-188A: «Μανιχαίοι δε και Αρειανοί έχαιρον Αναστασίω». [7] Θεοφάνους, «Χρονογραφία», PG 108,353A. [8] Ιωάννης Δαμασκηνός, «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας», Β΄, PG 94,1297ΒC. [9] Βλ. «Λεοντίου επισκόπου Νεαπόλεως της Κύπρου, εκ του πέμπτου Λόγου υπέρ της Χριστιανών απολογίας κατά Ιουδαίων, και περί εικόνων των αγίων», PG 93,1597A-1609A. [10] Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 405. [11] Ματσούκας Νίκος, «Θεολογία κτισιολογία εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 221-222. [12] Γεωργιάδης Κωνσταντίνος, «Πηγές και Θεολογία της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου» (διδακτ. διατριβή), ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 205. [13] Βλ. Γεωργιάδης Κωνσταντίνος, «Πηγές και Θεολογία …», ό.π., 203-205, σημ. 295. Επ’ αυτού του σημείου ο Κων/νος Γεωργιάδης κάνει μια πολύ χρήσιμη ανάλυση της θεολογίας των Εικονομάχων αποδεικνύοντας την επιρροή τους από δυαρχικές αντιλήψεις που οδηγούν σε πνευματοκρατία και υποτίμηση της ύλης. [14] Γρηγόριος Θεολόγος, «Επιστολή προς Κληδόνιον», PG 37,177Β. [15] «Επιστολή προς Κληδόνιον», PG 37,181A. [16] «Επιστολή προς Κληδόνιον», PG 37, 181C-184A. [17] «Πηδάλιον», σελ. 292. [18] Γρηγόριος Νύσσης, «Εις την ημέραν των Φώτων», PG 46, 584B. [19] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 240-241. [20] Εδώ οφείλουμε να πούμε ότι οι Προτεστάντες δεν έχουν καταλάβει για ποιον λόγο έγιναν οι Οικουμενικές Σύνοδοι και μέσα στην άγνοια τους έχουν πει απίθανα πράγματα, λες και η Εκκλησία έμαθε τι… πιστεύει για τον Χριστό, τον 4ο αιώνα! Μα είναι δυνατόν να δεχόμαστε ότι η Εκκλησία είχε ανάγκη τις Συνόδους για να «αναζητήσει» την αλήθεια ή για να γνωρίσει ποιος ήταν ο… Χριστός;! Η Εκκλησία βίωσε από την πρώτη στιγμή τον Χριστό ως τέλειο Θεό και Άνθρωπο και έτσι γνώριζε την πλήρη αλήθεια εξαρχής. Όπως ορθά σημειώνει για την Α΄ Οικ. Σύνοδο ο Μ. Αθανάσιος: «Οι μεν ουν εν τη Νικαία συνελθόντες … ουχ εαυτοίς πλάσαντες επενόησαν ταύτας [τις αποφάσεις] … αλλ’ άνωθεν παρά των πρό αυτών παραλαβόντες ειρήκασι» («Περί της εν Νικαία Συνόδου» PG 25, 460Β). Επίσης, ο Σωκράτης Σχολαστικός γράφει ότι η Εκκλησία κατείχε πλήρως την «άνωθεν μεν και εξ αρχής εκ των Αποστόλων παραδοθείσαν πίστιν, εν δε τη κατά Νικαίαν συνόδω βεβαιωθείσαν» (Εκκλησιαστική Ιστορία 5,6. PG 67,572C-573Α). Γιατί όμως χρειάστηκαν να γίνουν αυτά; Μα διότι εμφανίζονταν οι αιρετικοί. Όπως ξέρουμε, οι καινοτομίες των αιρετικών ήταν αυτές που ανάγκαζαν την Εκκλησία να τους απαντά με τις Συνόδους. Ερχόταν ο Άρειος ή ο Νεστόριος κ.λπ. με την αιρετική διδασκαλία που ο καθένας είχε σκαρφιστεί, και επειδή έπαιρναν κόσμο στον λαιμό τους, η Εκκλησία τους απαντούσε βεβαιώνοντας κάθε φορά την Αποστολική διδασκαλία χτυπώντας με ακρίβεια τους ισχυρισμούς τους. [21] Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, «Έργα» (μτφρ., σχόλια - Κων. Φραντζολάς), τόμ. 6, εκδ. «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 351 (στο εξής: «Έργα»). [22] Γρηγορίου Νύσσης, «Εις τον βίον της Οσίας Μακρινής αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου» PG 46, 989CD. [23] Εκκλησιαστική Ιστορία 7,18. [24] Βλ. Ευστρατιάδης Σωφρόνιος, «Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1935, σελ. 80. [25] Γρηγόριος ο Θεολόγος, «Εις Ηρώνα τον φιλόσοφον», PG 35,1209C. [26] Mansi 13,176Ε-177Α. [27] Για παράδειγμα, ο συμβολισμός της Ανάστασης του Χριστού με την εικόνα του Ιωνά και του κήτους, που εμφανίζεται «σε νωπογραφίες των κατακομβών της Ρώμης τον 2ο αιώνα μ.Χ.» (βλ. «Καινή Κτίση, Η Θέση του κόσμου στην Ορθόδοξη οπτική», έκδοση του περιοδ. «Σύναξη», Αθήνα 2003, σελ. 6). [28] Συλλογικό έργο, «Ιστορία της Ορθοδοξίας», τόμ. 1. «Οι απαρχές του Χριστιανισμού», έκδ. ROAD, Αθήνα 2008, σελ. 417. Βλ. και ολόκληρο το κεφ. 10, αφιερωμένο στην πρωτοχριστιανική τέχνη, σελ. 404-429. [29] Κλήμης Αλεξανδρέας, «Παιδαγωγός» 3,11,59 (PG 8,633). [30] Ευσέβιος, «Εις Βίον Κων/νου» 3,41. PG 20,1101Α. [31] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά …», ό.π., σελ. 240. [32] Πράξη δ΄, Mansi 13,49D. [33] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά …», ό.π., σελ. 240. [34] «Πηδάλιον», σελ. 292. [35] «Λόγος προς τούς διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας», Α', PG 94,1248C. [36] «Εις Βαρλαάμ τον Μάρτυρα», PG 31,489Α. [37] «Εις τον εν αγίοις πατέρα ημών Μελέτιον», PG 50,516. [38] «Κατά Ιουλιανού», PG 35,629Β. [39] «Περί Αναστάσεως», PG 18,289Β. [40] «Εγκώμιο εις τον μέγαν μάρτυραν Θεόδωρον», PG 46,737D. [41] «Έργα» 7, 176-177. [42] «Έργα» 7, 229. [43] «Επιτάφιος εις τον πατέρα», PG 35,1037Β. [44] βλ. μετάφραση στη σειρά ΕΠΕ, αρ. 48: Γρηγόριος Θεολόγος, Άπαντα αρ. 6, σελ. 338-339. [45] «Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας», PG 31,509C. [46] «Εγκώμιον εις τους αγίους πάντας, τους εν όλω τω κόσμω μαρτυρήσαντας», PG 50,712. [47] Mansi 13,293Β-296Α και Νικηφόρου Κων/πόλεως, «Απολογητικός μικρός», PG 100, 837BC. Βλ. και Γεωργιάδης Κωνσταντίνος, «Πηγές και θεολογία …», ό.π., σελ. 169-171. [48] Βλ. Αντιρρητικός II,48. PG 99,388Β. [49] Βλ. και Νικολαΐδης Νίκος, «Η Τριαδολογική Διδασκαλία του Αγίου Επιφάνιου Κύπρου» (διδακτ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 19. [50] Νικόδημος Αγιορείτης, «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού», τόμ. Β΄, Αθήνησι 1868, σελ. 256β. [51] [Ψηφιακή βιβλιοθήκη] TLG, «Tractatus contra eos qui imagines faciunt» 2.1. [52] TLG, βλ. σποραδικά στην «Epistula ad Theodosium imperatorem». [53] TLG, «Epistula ad Theodosium imperatorem», 28.6-8. [54] Γεωργιάδης Κωνσταντίνος, «Πηγές και Θεολογία …», ό.π., σελ. 149. [55] Γεωργιάδης Κωνσταντίνος, «Πηγές και Θεολογία …», στο ίδιο. [56] Γεωργιάδης Κωνσταντίνος, «Πηγές και Θεολογία …», στο ίδιο. [57] Παν. Τρεμπέλας, «Δογματική», τόμ. 3, σελ. 405. [58] Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, Εκκλησιαστικός Φάρος, 15 (1916), σελ. 130. [59] Η 7η Οικουμενική Σύνοδος επανέφερε τις Εικόνες το 787, στο τέλος της Α΄ περιόδου της Εικονομαχίας η οποία ξεκίνησε με τον Λέοντα Γ΄. Κατόπιν η Εικονομαχία αναβίωσε με τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ και κράτησε μέχρι το 843 οπότε και συνεκλήθη η Ενδημούσα Σύνοδος Κων/πόλεως υπό τον πατριάρχη Μεθόδιο και ανανέωσε τις αποφάσεις του 787. [60] Ζακυθηνός Διονύσιος, «Βυζαντινή Ιστορία 324-1071», εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1989 (c1972), σελ. 196. [61] Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, «Η φύση και η προοπτική της Εικονομαχίας», Θεολογία 1995, τεύχ. 4 (1995), σελ. 735. [62] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Ιστορία … », Β΄, ό.π., σελ. 157. [63] Στο πρωτότυπο: «Byzantine iconoclasm … was indeed an imperial heresy, born in the purple, in the royal palace … the key of understanding the origin of Byzantine iconoclasm is still the person of the emperor Leo himself» (Stephen Gero, «Byzantine Iconoclasm during the Reign of Leo III», CSCO, Peeters Publishers 1973, σελ. 131). [64] Παπαρρηγόπουλος Κων/νος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 3Β΄, σελ. 108. [65] Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, «Βυζαντινή ιστορία (610-867)», τόμ. Β1΄, 2η έκδ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 105-106. [66] Ostrogorsky Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Β΄, 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 42. [67] Ostrogorsky Georg, «Ιστορία …», ό.π., σελ. 41. [68] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Ιστορία … », Β΄, ό.π., σελ. 133. [69] Ο ανεκδιήγητος Παπαρρηγόπουλος αντί να κατακρίνει τον αιμοβόρο Κων/νο Ε΄ για τα εγκλήματα και τις σφαγές που διέπραξε, θυμώνει με τα… θύματα, επειδή του έβγαλαν το προσωνύμιο «Κοπρώνυμος»! (Βλ. «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 3Β', σελ. 62-63). [70] Σιώτης Μάρκος, «Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων», Αθήνα 1990, σελ. 133. [71] Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», Αθήναι 1959, σελ. 73. [72] Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», ό.π. [73] Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», στο ίδιο, σελ. 67. [74] Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», στο ίδιο, σελ. 68. |
Δημιουργία αρχείου: 28-1-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 28-1-2017.