Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Κοινωνία και Γεγονότα |
---|
Οι εθνικές συνέπειες τών Εκκλησιαστικών προβλημάτων
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ στους Σεβασμιώτατους Μητροπολίτες της Ορθόδοξης Εκκλησίας εντός του ελλαδικού χώρου και στην Ι. Σ. την περί τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη μας Βαρθολομαίο Α΄:
ΦΑΝΑΡΙ – ΑΘΗΝΑ: Πέρα από τη σύγκρουση Μια ερμηνεία και μια πρόταση ενότητας, συμβολή για το μέλλον της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, την Οικουμένη Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*. |
Η ΟΟΔΕ ευχαρίστως δημοσίευσε τη μελέτη που μας έστειλε ο εν Χριστώ αδελφός μας, που σκοπό είχε να συμβάλλει στην επίλυση τού ζητήματος που ανέκυψε στις σχέσεις τής Εκκλησίας τής Ελλάδος και τού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Και παρά το ότι το πρόβλημα λύθηκε, η ιστορική ανασκόπηση και οι σκέψεις που υπάρχουν στο άρθρο, είναι πολύ χρήσιμα και κατατοπιστικά σε πολλά ζητήματα. Γι' αυτό διατηρούμε το άρθρο και μετά την επίλυση τού προβλήματος.
Ι. ΕισαγωγήΕρώτηση: «Τι σημαίνει κατ’ αναγωγήν το του Κυρίου παράγγελμα «εάν τις αγγαρεύση σε μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο»; (Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Ερωτήσεις διάφοραι και εκλογαί, Qu.178). Ερμηνεία: Ο αγγαρεύον ημάς εστίν ο Κύριος δια της αυτού διδασκαλίας το εν της αυτού μίλιον. Καλόν ουν ημάς ακούειν αυτού κελεύοντος και υπάγειν δύο μίλια, τουτέστιν υπακούειν της εντολής και προστίθει δια των έργων το άλλο εν μίλιον. Ή και άλλως, αγγαρευόμεθα το της πίστεως μίλιον, απαιτούμεθα δε και τα έργα της πίστεως. Είναι ορατό πια, σε όσους έχουν καθαρά μάτια, ότι η σύγκρουση μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των εθνικών Εκκλησιών στα Βαλκάνια, που έχει τουλάχιστον δύο αιώνες ιστορία, έχει σοβαρές πιθανότητες να κορυφωθεί κατά τον 21ο αιώνα, με άξονα την Ελλαδική Εκκλησία. Αλλά είναι επίσης αποδεκτό, ότι η Μητέρα Εκκλησία (Μ.Ε.), η Εκκλησία της Κων/πολης ως Οικουμενικό Πατριαρχείο, τους δύο προηγούμενους αιώνες τήρησε την αναφερθείσα εντολή του Κυρίου με το παραπάνω. Η μελέτη της πρόσφατης εκκλησιαστικής ιστορίας, μας δείχνει πως μετά από επίπονες διεργασίες, υποχωρήσεις αλλά και ταπεινώσεις, εκφρασμένες σε «Τόμους» και «πράξεις», Πατριαρχικές και Συνοδικές, η Μ.Ε. τελικά συγκράτησε[i] τις θυγατέρες Εκκλησίες των Βαλκανίων από τα χειρότερα, διότι συχνά αυτές προσπάθησαν να γίνουν μητροκτόνες[ii]. Ωθήθηκαν αυτές από πολιτειοκρατικές και εθνοφυλετικές αντιλήψεις και χρησιμοποίησαν πρακτικές προτεσταντικής διαμαρτύρησης[iii]. Να θυμηθούμε τον Αδαμάντιο Κοραή[iv], που θεωρούσε ότι «… η Κωνσταντινούπολη μένει μολυσμένη από την καθέδραν του ανόμου τυράννου….»[v]. Έτσι υπονοείται πως η Εκκλησία μέσα στο καινούργιο ελλαδικό κράτος δεν θα μολύνεται πια, από την εξουσία, πράγμα που αποδείχτηκε μεγάλη πλάνη[vi]!!!
ΙΙ. Μια ιστορική θεώρηση της σύγκρουσηςΗ προσωπική μου γνώμη είναι, πως η στρατηγική και πρακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας κατά το 19ο αιώνα έγινε τελικά πανορθόδοξα αποδεκτή. Στο πλαίσιο αυτό η γραμμή των «αυτογνωμόνων και βιαίων»[vii] (κατά τον Αρχιμ. Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ οικονόμων[viii]) αποσχίσεων απομονώθηκε. Οι άγευστες από το συνοδικό σύστημα διοίκησης της Εκκλησίας, τόσο σε μικρή (Μητροπολιτική) όσο και σε μεγάλη (Πατριαρχική)[ix] κλίμακα, φωνές και πρακτικές, τόσο του Αρχιμ. Θεόκλητου Φαρμακίδη[x] και των οπαδών του στον Ελλαδικό χώρο, όσο και των «εξαρχικών»[xi] στη Βουλγαρία έχασαν, αλλά όχι ολοκληρωτικά και οριστικά. Έμεινε δηλαδή «η Φαρμακίδειος νοοτροπία και η σχετική επιχειρηματολογία[xii]». Το ελλαδικό σχίσμα των Μάουρερ[xiii] - Φαρμακίδη κράτησε 17 έτη (1833-1850), με τον Αρχιμ. Θ. Φαρμακίδη μόνο του να επιμένει[xiv] μέχρι τέλους εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του τόμου της Μεγάλης Συνόδου του 1850[xv]. Κατανόησε βαθιά ότι τελικά η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος δεν αναγνωρίστηκε, όπως ο ίδιος επεδίωκε, αλλά ανακηρύχθηκε, και μάλιστα με όρους, όπου το Πατριαρχείο έμενε Μ.Ε.[xvi], παρ’ ότι την ονόμασε αδελφή[xvii]. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπονοείται ως ο Πρώτος[xviii], αφού από το 1848[xix] στους όρους που ετοίμαζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο πρόεδρος της Ι.Σ. θα μνημόνευε τον Πατριάρχη(!!!), αλλά ίσως για λόγους τιμωρίας(;), αλλά μάλλον για λόγους τακτικής και αναμονής για τον μέλλοντα καιρό, στην καλύτερη περίπτωση για άρση του Αυτοκεφάλου ή έστω να μη έχουμε και ελλαδικό Πατριαρχείο. Έτσι λοιπόν το 1850, το θέμα αυτό το άφησαν για ευθετότερο χρόνο[xx]. Έκτοτε οι Αρχιερείς μνημονεύουν τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, χωρίς να έχουν τον πρόεδρο ως Πρώτο, αλλά την Ι.Σ. ως «Συλλογικό Εναλλασσόμενο Πρώτο[xxi]». Ο δε Μητροπολίτης Αθηνών ή Αρχιεπίσκοπος (μετά το 1923[xxii], χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις από το Πατριαρχείο[xxiii]) είναι απλά Πρόεδρος και φυσικά δεν είναι πραγματικά, αλλά τιμητικά, «πάσης» Ελλάδος Αρχιεπίσκοπος. Ειδικά μετά την πράξη του 1928 και ακόμη περισσότερο μετά το 1944[xxiv]. Το ζήτημα του Πρώτου λοιπόν είναι «κλειδωμένο[xxv]» στον Πατριαρχικό τόμο. Είναι ζήτημα «χρόνου» να αποκατασταθεί ορατά και ακουστά, μέχρις ότου έλθει ο κατάλληλος εκκλησιολογικός «χωροχρόνος», ώστε να πάρει σάρκα και οστά, «στο πλαίσιο μιας αδελφικής συνοδικότητας» και «ως διακονία πρωτοβουλίας, συντονισμού και προεδρίας, πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη των αδελφών-Εκκλησιών»[xxvi] και ειδικά της «αυτοκέφαλης» Εκκλησίας της Ελλάδος, στην «Παλαιά» Ελλάδα. Το βουλγαρικό σχίσμα διήρκησε πολύ, 85 έτη (1860-1945). Τόσο η Μεγάλη Σύνοδος (με σχεδόν οικουμενικό χαρακτήρα) του 1872, που καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό[xxvii], όσο και η Πατριαρχική του 1945[xxviii], οπότε και η βουλγαρική Εκκλησία ζήτησε συγγνώμη και δέχτηκε τους Πατριαρχικούς όρους, είναι (μαζί με τον τόμο του 1850) μεγάλες παρακαταθήκες εκκλησιολογικής συνείδησης για τον δύσκολο 21ο αιώνα. Παρ’ ότι δεν πρόκειται για όμοιες περιπτώσεις, αφού το βουλγαρικό σχίσμα έγινε πριν αποκτήσουν οι Βούλγαροι έθνος-κράτος, άφησε όμως, παρά την ήττα τους, πίσω του μια ιδέα αποσχιστική να πλανάται, ως «αυτοκεφαλαρχία»,[xxix] την οποία θέριευε και θεριεύει[xxx] μέχρι σήμερα ο συνεχόμενος πολυτεμαχισμός του βαλκανικού χώρου. Η Πατριαρχική και Συνοδική πράξη του 1866 (Ιούλιος)[xxxi] δεν καθυστέρησε για την «κατ΄ αφομοίωση» παραχώρηση της Εκκλησίας της επαρχίας των Επτανήσων στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Όμως είχαμε σημαντικές αντιδράσεις για σοβαρούς εκκλησιολογικούς και εθνικούς λόγους, από μεγάλη μερίδα πιστών. Επικεφαλής ήταν ο Κεφαλληνίας Σπυρίδων (Κοντομίχαλος) και ο πολιτικός Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος[xxxii]. Πιο εύκολα ήλθε η Πράξη του 1882[xxxiii] (Μάιος) για την «κατ’ αφομοίωση» ένταξη στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος των επαρχιών Ηπείρου (μικρό μέρος) και Θεσσαλίας (το μεγαλύτερο μέρος). Η περίπτωση των επαρχιών των λεγομένων «Νέων Χωρών» (1913), δεν ήταν –παρ’ ότι αρχικά έτσι εμφανίστηκε - ούτε ίδια, ούτε εύκολη. Η καθυστέρηση[xxxiv] της συμφωνίας μεταξύ Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου για πλήρη χειραφέτηση, δηλαδή για την «κατ’ αφομοίωση» παραχώρηση αυτών των εκκλησιαστικών επαρχιών, πέρασε από μύρια κύματα, και τελικά αποσύρθηκε οριστικά. Έτσι στα 15 χρόνια συζητήσεων και προτάσεων, ακούστηκαν επτά[xxxv] διαφορετικές σκέψεις ή προτάσεις, από τις οποίες συζητήθηκαν οι πέντε[xxxvi]!!! Λόγω όμως του εθνικού διχασμού (1916-1923) και του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) στην αρχή, της Μικρασιατικής καταστροφής κατόπιν (1922), της αντικατάστασης της Συνθήκης των Σεβρών του 1920 από τη Συνθήκη της Λοζάννης το 1923 και της επιβληθείσα υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών[xxxvii], η μεγάλη καθυστέρηση λύσης του ζητήματος των Νέων χωρών, για άλλους θα μπορούσε να θεωρηθεί ευλογία και για άλλους τραγικό εθνικό γεγονός!!! Όμως αν δεχτούμε την άποψη πως, τόσο για την Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και για τον Ρωμαίικο πολιτισμό και ελληνισμό, αυτή η καταστροφή ήταν χειρότερη[xxxviii] από την Άλωση της Πόλης, τότε θα πρέπει να δεχτούμε το πρώτο. Τα πράγματα, λοιπόν, άλλαξαν άρδην[xxxix] τον 20ο αιώνα με αποτέλεσμα το Οικουμενικό Πατριαρχείο να βρεθεί σε τρομερά δύσκολες συνθήκες[xl]. Επί πλέον στα έθνη-κράτη Σερβίας[xli] και Ρουμανίας[xlii] ήδη είχαν δημιουργηθεί αρχικά αυτόνομες «εθνικές» Εκκλησίες (1831[xliii] και 1859[xliv]) και μετά ανακηρυχθεί κανονικά πια αυτοκέφαλες, 1879[xlv] και 1885[xlvi] αντίστοιχα, κατά το παράδειγμα της ελλαδικής (!!!). Ακολούθησε κατόπιν και η Αλβανία, που αυτοανακηρύχτηκε «αυτοκέφαλη», υπό τον ηγέτη των εθνικιστών Φαν Νόλι[xlvii] το 1921. Από το Οικ.Πατριαρχείο αυτή ανακηρύχθηκε κανονικά το 1937. Η επέκταση του ελλαδικού χώρου στη σημερινή Βόρεια Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου το 1912-13, η μικρασιατική καταστροφή το 1922, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η τεράστια διασπορά του ελληνισμού σ’ όλο τον πλανήτη, η ανάπτυξη της Ουνίας[xlviii] από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και η δημιουργία εκατοντάδων αυτόνομων προτεσταντικών κινήσεων[xlix] και τον 20ο αιώνα στο χώρο τώρα των υπερατλαντικών κτίσεων (Αμερική, Αυστραλία, κ.λ.π.),[l] φυσικά και θα άλλαζαν σημαντικά την τακτική και ποιμαντική του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μόνο άνθρωποι στατικοί, μονόχνοτοι και άπειροι δεν θα έκαναν τέτοια αλλαγή[li].
ΙΙΙ. Ο μεταοθωμανικός και μετανεωτερικός κύκλος της ΕκκλησίαςΔεν είμαι ούτε κανονολόγος, αλλά ούτε και ιστορικός. Η εσωτερική μου συνείδηση όμως, αλλά και η όση γνώση και εμπειρία μου έχουν χαριστεί, δείχνουν ότι η οριστική αλλαγή στρατηγικής[lii] στις αρχές του 20ου αιώνα δεν ήταν εύκολη, ούτε χωρίς πειρασμούς για το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Ήδη η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας από την εποχή της πολιτικής της Ιεράς Συμμαχίας (1815), είχε μπει στη συζήτηση ενός Ορθόδοξου Οικουμενισμού, παρά τα θεολογικά και κανονικά ζητήματα που εγέρθηκαν τότε από τον Φιλάρετο (1782-1867), Μητροπολίτη Μόσχας (1821-1867)[liii]. Ήδη από το 1872 μπαίνει στη συζήτηση και το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το σχέδιο αποκαταστάσεως του «Ορθόδοξου Καθολικισμού[liv]» στη Δύση και το βλέπει ευνοϊκά το 1882. Προβλήματα βέβαια είχε και η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα. Αναδεικνύονται τα ζητήματα με την κίνηση του Απόστολου Μακράκη και τα Ευαγγελικά[lv]. Συμβαίνει να πολεμιέται αργότερα τόσο ευθέως εκκλησιαστικά από τον παλαιοημερολογιτισμό[lvi], όσο και πλαγίως από το πλήθος των (παρα)εκκλησιαστικών οργανώσεων[lvii], αλλά και από τον εναγκαλισμό[lviii] του κράτους, σε όλες τις φάσεις του 20ο αιώνα. Έτσι κατανοώ γιατί οι σκληροί ‘’ελλαδικοί’’ (τις περισσότερες φορές άδικα και άμυαλα) κατηγορούν[lix] το Πατριαρχείο μας για πολλά. Πολλοί ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος θεωρούν αντικανονική[lx] την Πατριαρχική και συνοδική Πράξη του 1928, άλλοι θεωρούν αντικανονικό και τον τόμο του 1850, και κάποιοι λαϊκοί εξυμνούν τους Μάουρερ-Φαρμακίδη[lxi]. Τα τελευταία χρόνια υπαινίσσονται ή το κατηγορούν[lxii] ακόμη και για μη Ορθόδοξο[lxiii] Οικουμενισμό, άλλοι για κρυφο-παπισμό[lxiv]. Στην επίθεση αυτή συμπλέουν όλοι όσοι θεωρούν την Εκκλησία μέρος[lxv] του έθνους (!!!) και όσοι έχουν ένα λανθάνοντα εθνικισμό. Έτσι κάποιοι το κατηγορούν στην πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας, για δικανισμό[lxvi], κάποιοι για φιλοτουρκισμό[lxvii] και άλλοι για συνοδοιπορία με την παγκοσμιοκρατία[lxviii]. Από την άλλη, πολλοί ελλαδικοί Μητροπολίτες, μεγάλο μέρος του κλήρου, μοναχοί και εμείς οι λαϊκοί κατηγορούμαστε συχνά για τύφλωση[lxix], εκκοσμίκευση[lxx], φονταμενταλισμό,[lxxi] πολιτειοκρατισμό[lxxii], προτεσταντισμό[lxxiii], επαγγελματισμό[lxxiv], ευσεβισμό[lxxv], εθνικισμό[lxxvi] και επαρχιωτισμό[lxxvii]. Τα γεγονότα της μετάβασης της Τουρκίας από τον Οθωμανισμό[lxxviii] στον Νεοτουρκισμό[lxxix]-Κεμαλισμό, γνωρίζουμε πλέον πως οδήγησαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε νέα δεδομένα. Στο τέλος του 20ου αιώνα πια, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει χαράξει στο εσωτερικό της Τουρκίας νέο πλαίσιο αναφοράς: «Έτσι οι λαϊκοί, που μετείχαν σε μεγάλο αριθμό στην εκλογή του Πατριάρχη, από εδώ και εμπρός αποκλείονται, όπως και οι μητροπολίτες και επίσκοποι που διαμένουν εκτός Τουρκίας. Από την προηγούμενη κατάσταση μένει μια μόνο περιοριστική ρήτρα: το δικαίωμα της κυβέρνησης, όταν ετοιμάζεται μια Πατριαρχική εκλογή, να διαγράφει όποιον θέλει από τον κατάλογο των εκλογίμων[lxxx]». Επίσης, «Η ελληνο-ορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης υπέστη έτσι μια φοβερή αιμορραγία. Εδώ και πενήντα χρόνια, αριθμούσε περισσότερα από 100.000 πρόσωπα, ενώ σήμερα δεν ξεπερνά τις 5.000. Και η θεολογική σχολή της Χάλκης παραμένει κλειστή. Ποιος θα κρατήσει στη ζωή το Πατριαρχείο[lxxxi];…». Στο σημείο αυτό νομίζω ότι χρειάζεται να τονιστεί ότι ήδη περάσαμε από τις αρχές του 20ου στην μεταοθωμανική εποχή στην Ανατολή και πρόσφατα στις απαρχές της μετανεωτερικής[lxxxii] εποχής σε Δύση και Ανατολή. Η φιλοσοφία του διαφωτισμού όμως που κυριάρχησε αργά, αλλά σταθερά, σε όλο το δυτικό κόσμο, επεκτάθηκε και στον ανατολικό, και στη συνέχεια ραγδαία εξαπλώθηκε και στις νέες κτίσεις. Σήμερα αποτελεί τη βάση κυριαρχίας της νεωτερικότητας[lxxxiii], με αιχμή την επιχειρηματική κεφαλαιοκρατία (νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό[lxxxiv]) στο χώρο της οικονομίας, τις νέες τεχνολογίες στο χώρο της επιστημονικής έρευνας, την αποθέωση του ατόμου[lxxxv] στο χώρο της ανθρωπολογίας και τη θεολογία το «θανάτου του Θεού»[lxxxvi] στο χώρο της πίστης. Οι δύο αυτές μεγάλες αλλαγές, είχαν αρχίσει βέβαια να γίνονται και στις χώρες, στις οποίες πριν 200 χρόνια περίπου το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε Αρχιεπισκοπές, Μητροπόλεις, επισκοπές και Ι. Μονές. Δηλαδή πρόκειται για τις χώρες που έγιναν έθνη-κράτη, στην προηγούμενη φάση της νεωτερικότητας. Σ’ εκείνη τη φάση είχαμε τη σύγκρουση με το Πατριαρχείο, τις αποσχιστικές πράξεις και τη νέα ισορροπία με τις αυτοκέφαλες εκκλησίες. Με την λύση του προβλήματος της σχισματικής Εκκλησίας της Π.Γ.Δ.Μ. φαίνεται να τελειώνει οριστικά αυτός ο κύκλος. Τέτοιους ιστορικούς[lxxxvii] κύκλους η Εκκλησία «έκλεισε» και άλλες φορές. Μετά την «πτώση» της αρχικής δημιουργίας, η «εκλογή» του Αβραάμ[lxxxviii] γίνεται η απαρχή μιας νέας δημιουργίας, ενός νέου ιστορικού κύκλου. Αυτή η προ Χριστού Εκκλησία έκλεισε τον κύκλο της φυσιοκρατικής ζωής των ανθρώπων. Η προετοιμασία της Εκκλησίας των απογόνων του ήταν «δυνάμει» γεγονός: «εξήγαγε δε αυτόν έξω και είπεν αυτώ. Ανάβλεψον δή εις τον ουρανόν και αρίθμησον τους αστέρας, ει δυνήσει εξαριθμήσαι αυτούς. Και είπεν. Ούτως έσται το σπέρμα σου. Και επίστευσεν[lxxxix] Άβραμ τω Θεώ, και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην[xc]». Ο νέος ιστορικός κύκλος «κλείνει» με την ενανθρώπιση του άσαρκου Λόγου, δηλαδή του Παλαιού των Ημερών, τη δημιουργία της στενής ομάδας των δώδεκα και των πρώτων πιστών, τη δημόσια εμφάνιση και βίωση μιας νέας «βασιλείας». Σφραγίζεται με την εθελούσια απ’ Αυτόν, αλλά παράλογη στα ανθρώπινα μέτρα πράξη, την Σταύρωσή Του, και επόμενα την θεϊκή Ανάστασή Του. Η Ανάληψη φέρνει την Πεντηκοστή, που είναι η απαρχή μιας Εκκλησίας, που προσδιορίστηκε από τις αιώνιες δωρεές της Τριαδικής Θεότητας και Αυτού του Αγίου Πνεύματος. Προσδιόρισε λοιπόν η Πεντηκοστή «την Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, δηλαδή της Αγίας Αποστολικής πίστης, της Αγίας Αποστολικής Παράδοσης, της Αγίας Αποστολικής ιεραρχίας, ακόμη και κάθε τι Αποστολικού, που είναι θεανθρώπινο[xci]». Οι τρεις πρώτοι αιώνες πέρασαν μέσα από την κήρυξη και εφαρμογή της πίστης, στο πρώτο (πρόσωπο) και δεύτερο (μικρές κοινότητες) επίπεδο της ανθρωπολογικής κλίμακας. Η πίστη και πράξη αυτή έλαβαν χώρα σε πείσμα μιας κοινωνίας και μιας πολιτείας,[xcii] που είχαν τελείως διαφορετικό θεολογικό, ανθρωπολογικό, κοινωνικό και πολιτικό πρότυπο. «Ο ίδιος ο Σωτήρας είχε δείξει ποια έπρεπε να είναι η στάση των χριστιανών απέναντι στις πολιτικές Αρχές και τους νόμους τους. Είχε απορρίψει με συνέπεια όλες τις εγκόσμιες εξουσίες, πραγματοποιώντας το έργο Του[xciii]». Επειδή οι πιστοί πίστευαν βαθιά τη ρήση του Κυρίου, «κανένας δεν βάζει για μπάλωμα σε παλιό ρούχο ένα καινούργιο ύφασμα. Γιατί, το μπάλωμα θα τραβήξει το παλιό ύφασμα και το άνοιγμα θα γίνει μεγαλύτερο. Ούτε βάζουν καινούργιο κρασί σε παλιά ασκιά, γιατί αλλιώς θα σκάσουν τα ασκιά, θα χυθεί το κρασί και θα καταστραφούν και τα ασκιά. Αλλά το καινούργιο κρασί το βάζουν σε καινούργια ασκιά, κι έτσι διατηρούνται και τα δύο[xciv]», δεν επαναστατούσαν μετωπικά σε όλα τα ζητήματα ενάντια στο κράτος. Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία, στους πρώτους αιώνες, είναι γεμάτη από μάρτυρες και όχι από βιαστικούς ταραχοποιούς ή έστω επαναστάτες χωρίς κανένα υπόβαθρο στα επίπεδα μικρής κλίμακας, αφού έχει γίνει η μετωπική σύγκρουση στο ζήτημα της σχετικότητας της κρατικής εξουσίας ως «θεϊκής»[xcv] υπόστασης. Στην εποχή όμως του Κωνσταντίνου κλείνει και αυτός ο κύκλος. «Το σχήμα των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους άλλαξε. Η αλλαγή έγινε με την εισαγωγή στην ιστορία μιας ιδέας πραγματικά καινούργιας, ακόμη και για τους Χριστιανούς. Πρόκειται για την ιδέα του Χριστιανικού Κράτους ή της Χριστιανικής κοινωνίας[xcvi]». Ο πρώτος Χριστιανός αυτοκράτορας ήταν ένας Χριστιανός «εκτός» Εκκλησίας κατά τον Philip Sherrard[xcvii] και ανεξάρτητος απ’ αυτήν. Κατ’ αυτόν, «πήρε την εξουσία του από το Θεό και η Εκκλησία τον αναγνώριζε και αποδεχόταν ολόκληρη[xcviii] την αυτοκρατορία κι όλη την θεοκρατική αντίληψη για το κράτος, που ήταν συνυφασμένη μαζί του. Στην ουσία, αυτό σήμαινε πως για το Βυζάντιο και για τα Ορθόδοξα κράτη που προήλθαν απ’ αυτό, η Εκκλησία έπρεπε να αποδεχτεί ολόκληρη τη Ρωμαϊκή κληρονομιά[xcix] -…- και να της δώσει τη Χριστιανική ευλογία». Ανεξάρτητα αν συμφωνούμε με αυτή την έποψη και σε ποιόν βαθμό, το ζήτημα είναι ότι έχουμε μια νέα απαρχή, μια νέα κατάσταση. Η Εκκλησία προσαρμόστηκε σ’ αυτήν και ειδικά το Οικουμενικό[c] πια Πατριαρχείο, λειτουργεί κατ’ αυτό τον τρόπο μέχρι το 1453, για έντεκα αιώνες, περνώντας από τρεις ενδιάμεσες διαφορετικές φάσεις. Φυσικά και υπήρχαν προβλήματα, όπως οι σχέσεις με την πολιτεία, οι Χριστολογικές αιρέσεις, αλλά και βοήθειες, όπως το μεγάλο κίνημα του νηπτικού και κοινοτικού[ci] μοναχισμού, που μαζί με τις μικρές ενοριακές εκκλησιαστικές κοινότητες, αντιστάθμιζαν[cii] αυτή τη νέα κατάσταση. Για όσο καιρό στην πρώτη φάση (330-641, έως το 7ο αιώνα δηλαδή) τα Πατριαρχεία της Ανατολής (Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων) ήταν ισχυρά, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως απέκτησε τα ίσα πρεσβεία τιμής με αυτό της παλαιάς Ρώμης. Κατόπιν διευρύνθηκε η αποστολή του, για όσο καιρό ακόμη η Χριστιανοσύνη ήταν αδιαίρετη (τυπικά έως το 1053). Κατά την περίοδο αυτή ήταν πραγματικά Οικουμενικό και έπαιξε έτσι συντονιστικό, αλλά και καθοριστικό ρόλο στους λαούς έξω από την Αυτοκρατορία. Έτσι κατά την διάρκεια της β΄ φάσης της Νέας Ρώμης (641-1204), το 732, που είναι εποχή του Λέοντα Ίσαυρου, υπάγεται η Αρχιεπισκοπή Θεσσαλονίκης, ως Εξαρχία του Ανατολικού Ιλλυρικού, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο έως το 1833 ολόκληρη και ανελλιπώς. Αργότερα επί πατριαρχίας του Μεγάλου Φωτίου (820-871), ξεκίνησε με τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο ο εκχριστιανισμός των Σλάβων[ciii]. Κατόπιν έλαβε χώρα ο εκχριστιανισμός των Ρώσων[civ], που έμεναν έκτοτε στενά εξαρτημένοι[cv] από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έως το 1452[cvi]. Ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος παρακμής[cvii] που έφερε και την λατινική κατάκτηση[cviii] της Πόλης. Η χριστιανική ζωή στην μικρά Ασία «σχεδόν νεκρώθηκε» από τις τουρκικές εισβολές. Άλλοι χριστιανοί κατέφυγαν στα παράλια, οι πιο αδύναμοι προσχώρησαν στο Ισλάμ και οι πιο δυνατοί κράτησαν την πίστη και δημιούργησαν νησίδες Ορθοδοξίας. Η νέα εποχή της Οθωμανοκρατίας άρχισε να ανατέλλει. Μια τελευταία αναλαμπή απέμενε, έως ότου η Μεγάλη Εκκλησία, μπει στον επόμενο κύκλο. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας[cix], μια θαρραλέα πνευματική αναγέννηση, η παλαμική θεολογία (δηλαδή η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά 1296-1340[cx]) και η σημαντική απόσταση από την λατινική θεολογία (Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός 1392-1443[cxi]), σημάδεψαν το τέλος του κύκλου της ισότιμης συναλληλίας. Ο επόμενος κύκλος της νικήτριας μεν Εκκλησίας, τραυματισμένης μεν ιστορικά από τις προηγούμενες μάχες, αλλά όμως και εφοδιασμένης από τη θεολογία των δύο προηγουμένων μεγάλων θεολόγων της Ορθοδοξίας, με τον μοναχισμό σε σταθερή πορεία και με μοναστικά κέντρα σε ανάπτυξη (όπως το Άγιο Όρος, το Σινά, η Παλαιστίνη και ο Πόντος), αντιθέτως όμως με τα τρία Πατριαρχεία της Ανατολής σε ύφεση, λόγω των αιρέσεων, αποσχίσεων και του Ισλάμ, είχε προδιαγραφεί. «Ο Πατριάρχης αναγνώρισε τον Σουλτάνο σαν εγκόσμια δύναμη μέσα στην κοινωνία, όπου έπρεπε η Εκκλησία να επιτελέσει το έργο της … Ήταν το ίδιο παράδειγμα που ακολούθησαν γενικά οι Χριστιανοί στους αιώνες πριν από την μεταστροφή του Κωνσταντίνου… Σαν συνέπεια έρχεται η αντίληψη, πως το Κράτος είναι υπεύθυνο για ολόκληρη την πολιτική και οικονομική πλευρά της ζωής…, αλλά για τις εσωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας μόνος αρμόδιος είναι αποκλειστικά η ίδια η Εκκλησία[cxii].». Η διαφορά από τον πρώτο αιώνα ήταν, πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε πίσω της ιστορία, λατρεία, τέχνη, αγιότητα, θεολογία, εμπειρία. Όμως το γεγονός ότι είχε αποδεχθεί στη εποχή της Νέας Ρώμης να γίνει η Ορθόδοξη πίστη, επίσημη «θρησκεία» του Κράτους, στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά ακολουθία, δεν μπορούσε παρά να δεχτεί και τα «προνόμια» του Σουλτάνου, αλλά και τους όρους του Εθναρχικού της ρόλου. Οι συχνές εναλλαγές των Πατριαρχών, ο πολλαπλός τους ρόλος, η αδυναμία να βρίσκονται κοντά στο λαό λόγω του Εθναρχικού τους ρόλου, έφερε από τη μια μεριά ένα νέο κύμα νεομαρτύρων[cxiii], αλλά από την άλλη ένα κύμα εξεγέρσεων. Η άκρατη νεωτερικότητα κατά τον 17ο αιώνα, αλλά κυρίως τον 18ο αιώνα στην Ανατολή, απλά ανακόπηκε από τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό και το κίνημα των Κολλυβάδων[cxiv]· η προσπάθεια όμως με τις παραγωγικές κοινότητες είχε όρια[cxv]. Στη συνέχεια όμως οι εξεγέρσεις δεν ήταν δυνατόν να ανακοπούν όπως και η εθνικιστική διάσταση της τότε νεωτερικότητας ήταν αδύνατον να νικηθεί αποτελεσματικά από ένα Οικουμενικό Πατριαρχείο, που άλλαζε Πατριάρχη κάθε τρία χρόνια… Η σύγκρουση των κατά τόπους Εκκλησιών πήρε χαρακτηριστικά εθνικά έως εθνικιστικά ακόμα και εθνοφυλετικά, αλλά και η θεολογία της Δύσης μαζί με τη φιλοσοφία, τον πολιτισμό, την επιστήμη, την τεχνολογία και την οικονομία, που στηρίχθηκε κυρίως σε καλβινικά[cxvi] προτεσταντικά πρότυπα, πέρασαν στη Ρωσία, στα Βαλκάνια και στον ελλαδικό χώρο κατ’ εξοχήν. Η θεωρία του αντιπαπικού μεσαιωνικού επαναστάτη της Πάδουας, Marsiglio[cxvii], που θεωρούσε το εγκόσμιο κράτος σαν την μόνη συνεκτική κι εξαναγκαστική δύναμη, ικανή να δημιουργήσει πολιτισμένη ζωή για τον άνθρωπο στη γη, κυριαρχούσε στη συνείδηση και τη σκέψη της πλειοψηφίας των ανθρώπων της νέας τότε εποχής, δηλαδή της νεωτερικής. Ένας «άθεος[cxviii]» ανθρωπισμός της νεωτερικότητας ξεδιπλώνεται στην δυτική Ευρώπη και εξαπλώνεται στα έθνη-κράτη, που δημιουργούνται και με τη βοήθειά της, στην ανατολική. Ο εκκλησιολογικός αρειανισμός εμφανίζεται καθοριστικά στο προσκήνιο της δυτικής και της ανατολικής Ευρώπης. Το οικουμενικό Πατριαρχείο λόγω της θέσης του μέσα στον Οθωμανισμό, αλλά και της σχέσης του με τους Χριστιανούς, ως διαμεσολαβητικού μέσου - Εθναρχικού κέντρου, δεν μπόρεσε ίσως να προβλέψει και κυρίως να προετοιμαστεί γι’ αυτές τις εξελίξεις. Εξ αιτίας και αυτού πλήρωσε και ακόμη πληρώνει πολλά. Στον νέο κύκλο για την Οικουμενική Ορθοδοξία, που ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα με τον Νεοτουρκισμό-Κεμαλισμό στην Τουρκία και την κορύφωση της νεωτερικότητας με όλα τα θετικά και τα τρωτά[cxix] της στις αρχές του 21ου αιώνα, αλλά και με την εποχή της μετανεωτερικότητας να ανατέλλει δειλά, είναι ανάγκη να βρεθούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αυτήν την φορά πιο μπροστά από τις εξελίξεις, που πλησιάζουν…
ΙV. Μερικές αναγκαίες επισημάνσεις Μέσα στα πλαίσια αυτά, κατά την γνώμη μου, πρέπει να ειδωθεί όλη η προηγούμενη εμπειρία, παράδοση, θεολογία, αλλά και τα παθήματα και τα λάθη από την Οικουμενική Ορθοδοξία. Τα πατερικά κείμενα, οι κανόνες και τα πρότυπα χρειάζονται για να μας φωτίζουν κατά το πνεύμα και όχι κατά το γράμμα[cxx], κυρίως στο επίπεδο της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ειδικά η θεμελιώδης, πράγματι, αρχή[cxxi]: «ει δε και τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις, ει αύθις καινισθείη (ανακαινίστηκε ή θα ανακαινισθή στο εξής, δηλαδή θα έχει κάποια πολιτική μεταβολή, τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις (δηλαδή, πρότυπα) και των εκκλησιαστικών παροικιών (δηλαδή, επαρχιών, διοικήσεων) η τάξις ακολουθήτω»,(17ος καν. της Δ΄οικουμενικής συνόδου, 451 μ. Χ., Χαλκηδών), πάνω στην οποία στηρίχτηκε η σύγκρουση του 19ου και 20ου αιώνα στα Βαλκάνια με το Πατριαρχείο, με τέτοια θεώρηση χρειάζεται να ειδωθεί. Παρά το γεγονός ότι αρκετοί εκκλησιαστικοί[cxxii] διαφωνούν με τον τρόπο που ερμηνεύεται αυτός ο κανόνας, ότι δηλαδή αναφέρεται σε πόλεις και όχι σε έθνη, χρειάζεται πάντως να ειδωθεί και σε ιστορικό πλαίσιο, δηλαδή σε χωροχρονικό[cxxiii] επίπεδο, αφού πια γνωρίζουμε ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι διαλεκτικά δεμένοι. Γι αυτούς τους λόγους επισημαίνω και τα παρακάτω: 1. Η οποιαδήποτε λύση του ζητήματος της σχέσης Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν μπορεί να γίνει μονομερώς[cxxiv]. Για το κανονικό μέρος μπορεί να αρκεί το σχετικό βιβλίο του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου. Εξ άλλου τα ζητήματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία λύνονται συνοδικά και οικουμενικά. 2. Με φοβίζει το γεγονός ότι στην Ι.Σ. των Σεβ. Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος μερικοί εισηγητές μίλησαν με τόση βεβαιότητα για αντικανονικότητα της πράξης του 1928, χωρίς να αναρωτηθούν για το γεγονός ότι στην Εκκλησία μας, εκτός από την οικονομία των κανόνων, υπάρχει ως κανόνας και η οικονομία. Η οικονομία[cxxv] είναι αντικανονική ή κανονική; Δεν συνειδητοποιούν, ότι «πολλές φορές η ακρίβεια για την ζωή της Εκκλησίας σημαίνει βλάβη»; Η φωνή του Παφνούτιου στην ομήγυρη των πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν φτάνει μέχρι τον 21ο αιώνα; «Μη τη υπερβολή της ακριβείας, μάλλον την Εκκλησίαν προσβλάψωσιν».[cxxvi] 3. Με προβληματίζει βέβαια και το γεγονός της υπερβολικής πίεσης που εξασκεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Εκκλησία της Ελλάδος, χρησιμοποιώντας τα ελληνικά Μ.Μ.Ε.,[cxxvii] αλλά και τα πολιτικά και οικονομικά κενά στα παγκόσμια συμφέροντα, χωρίς απαραίτητα αυτά από μόνα τους να είναι λάθος. Πάντως η πίεση για εκκλησιαστική ενότητα, στην περί τον Μακ. Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πρόεδρο της Ι.Σ. κκ Χριστόδουλο ομάδα των «πενήντα», καλό θα ήταν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να ασκείται κυρίως θεολογικά και εκκλησιολογικά. 4. Με τρομάζει επί πλέον το γεγονός, ότι οι προτάσεις για επίλυση της κρίσης είναι πολύ μικρής κλίμακας, άρα δεν αποτελούν πιθανές λύσεις, αλλά τακτικές κινήσεις. Μία μόνο πρόταση μεγάλης κλίμακας έχει κάνει την εμφάνισή της στις εφημερίδες, η οποία από την μία γίνεται με κάποια παλαιά[cxxviii] ανάλυση, αλλά από την άλλη και εκκλησιολογικά λαθεμένη μου φαίνεται. Νομίζω, ότι μπορώ στο σημείο αυτό, πριν δηλαδή παρουσιάσω την πρότασή μου, να κάνω μερικές θεωρητικές επισημάνσεις, γιατί εκτιμώ ότι οδηγούμαστε σε πιθανή και μεγάλη σύγκρουση και όχι σε ενότητα, όπως εύχονται και οι αγιορείτες πατέρες[cxxix]. Πρέπει εκ των προτέρων να ομολογήσω, πως αυτά που θα εκθέσω, δεν πιστεύω ότι έχουν απόλυτη ισχύ, αλλά είναι η συνείδηση, ή έστω η εντύπωση, που μου έχει δημιουργηθεί για τις κυρίαρχες τάσεις και θέλω δημόσια να εξομολογηθώ. Στην Ελλαδική Εκκλησία λοιπόν, δίνουμε συχνά την αίσθηση ότι έχουμε εγκαταλείψει την εσχατολογική[cxxx] διάσταση της πίστης μας, την πίστη στο «προσδοκώ ανάσταση νεκρών». Μερικά παραδείγματα, όπως τα βιώνω, με πείθουν γι’ αυτό: Α. Ο τρόπος εισόδου κάποιου στον κλήρο γίνεται συνήθως ερήμην του εκκλησιαστικού σώματος, και το «άξιος» κατά την χειροτονία, δεν αποτελεί επομένως συστατικό χαρακτηριστικό της εισόδου. Β. Ο τρόπος εκλογής[cxxxi] των επισκόπων έχει να κάνει με τους συσχετισμούς δύναμης γύρο από τον κάθε φορά Αρχιεπίσκοπο, ενώ πολύ δε περισσότερο στη ελλαδική Εκκλησία, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το λαϊκό στοιχείο. Γ. Οι μη εθνοκεντρικοί (π.χ. μαρξιστές, ευρωπαϊστές, κ.λ.π.) Ορθόδοξοι βαπτισμένοι Χριστιανοί, αντιμετωπίζονται από ορισμένους κληρικούς, με ιδεολογικούς[cxxxii] όρους (π.χ. γραικύλοι) και όχι ποιμαντικούς. Δ. Η κατήχηση με την εκκλησιολογική έποψη είναι σπάνιο είδος, ενώ τα κατηχητικά σχολεία[cxxxiii] στις ενορίες παίρνουν πολλές φορές ηθικολογικό και ιδεολογικό χαρακτήρα με συνέπεια ναι τροφοδοτούν τότε την «άρνηση[cxxxiv]». Ε. Το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία[cxxxv] βρίσκεται σε μια εσωτερική αντίφαση. Από τη μια πλευρά, ούτε ως κατηχητικό μάθημα μπορεί να θεωρηθεί στην πράξη, όσο η προσέλευση στο σχολείο έχει τα χαρακτηριστικά της υποχρεωτικότητας, αλλά όσο και οι καθηγητές θεολόγοι είναι απλά πτυχιούχοι μιας σχολής, χωρίς δηλαδή την εκκλησιαστική προσωπική ευλογία. Από την άλλη, δεν παρέχεται η ευχέρεια να γίνει το μάθημα συμβατό τόσο με το χώρο και τους εκπαιδευτικούς, όσο και με τις συνθήκες της εποχής. ΣΤ. Οι θρησκευτικές οργανώσεις, πέραν του ότι διδάσκουν ακόμα ορισμένες σαφώς μη ορθόδοξες δοξασίες (όπως η θεωρία της «ικανοποίησης της Θείας δικαιοσύνης», η απόλυτη διάκριση ήθους και δόγματος, η υποτίμηση των θείων ενεργειών[cxxxvi] στους μη Ορθοδόξους πιστούς, κλπ), έχουν επηρεάσει πολλούς εκκλησιαστικούς και δημιουργούν πολλές φορές προβλήματα στην ενοριακή μας και ευχαριστιακή[cxxxvii] μας συνύπαρξη[cxxxviii]. Και αυτό μάλιστα σε μια εποχή, που αυτή είναι η αναγκαία συνθήκη Ορθόδοξης πίστης και πράξης, οπότε πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.
V. Μια ερμηνεία του εκκλησιολογικoύ μας χωροχρόνου Εάν η θεώρηση του μακαριστού Αρχιμ. π. Ιουστίνου Πόποβιτς είναι ορθή (προσωπικά την δέχομαι παρά κάποιες άλλες προσεγγίσεις[cxxxix]), ότι δηλαδή ο σημερινός απολυτοποιημένος ανθρωπισμός, σε όλες τις εκδοχές της νεωτερικότητας, τουλάχιστον όπως αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, είναι ένας εκκλησιολογικός «αρειανισμός»,[cxl] τότε μπορούμε να δούμε αντίστοιχα σχήματα σε εκκλησιολογικό επίπεδο στο «εσωτερικό» της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι οπαδοί του εθνικισμού και του εθνοφυλετισμού αποβάλουν «συν τοις άλλοις» σιγά-σιγά την ιστορική μνήμη της Οικουμενικότητας. Επί πλέον δεν ενδιαφέρονται, πιθανώς ούτε νοερά, οπότε δεν έχουν οικουμενικό όραμα για τον πλανήτη, ως συλλογικοί α-νόητοι, άρα δεν έχουν και αλληλεγγύη – πράξη, πέραν της «ιδιαίτερης» πατρίδας. Οι επηρεασμένοι και μη αμιγείς, επί το επιεικέστερο, δίνουν απλά προτεραιότητα στην εδαφικότητα[cxli] έναντι της χρονικότητας. Η «ιστορική μνήμη»[cxlii] και το μελλοντικό οικουμενικό νόημα και όραμα όμως σε μας τους βαλκάνιους ενσαρκώνεται, κατ΄ αρχήν, μέσω της σχέσης μας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ας θεωρήσουμε πως η «ιστορική μνήμη» και το «μελλοντικό οικουμενικό όραμα» αντιπροσωπεύει στην ανθρώπινη[cxliii] φύση της Εκκλησίας ό,τι ο νους στην ανθρώπινη φύση του Χριστού. Επί πλέον να θεωρήσουμε πως η «εδαφικότητα», εντός μιας κρατικής οντότητας, των επισκοπών, αντιπροσωπεύει ό,τι το σώμα στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.[cxliv] Ας θυμηθούμε τον Χριστολογικό Απολλιναρισμό. Θεωρούσαν οι απολλιναριανοί, ότι ο Χριστός, κατά την ανθρώπινη φύση του δεν είχε νου[cxlv]!!! Εάν δεχθούμε την προτεραιότητα της εδαφικότητας, πόσο μάλλον την κυριαρχικότητά της, έναντι της ιστορικής μνήμης και του μελλοντικού οικουμενικού οράματος, τότε δεν είμαστε στα πρόθυρα ενός ιδιόμορφου εκκλησιολογικού απολλιναρισμού; Αντίστοιχα, οι οπαδοί της «αποθέωσης της ιστορίας»[cxlvi] οδηγούνται στην δική τους μονομέρεια. Οι άκρατοι διεθνιστές ή οικουμενιστές ή οπαδοί κάθε είδους παγκοσμιοποίησης ή παγκοσμιοκρατίας, είτε αυτή που γράφτηκε στο παρελθόν, είτε αυτή που θα γραφτεί στο μέλλον, με τον «άκρατο ακτιβισμό» οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικολογικό, θρησκευτικό ή «εκκλησιαστικό», υποτιμούν το συγκεκριμένο χώρο, την εδαφικότητα. Υποτιμούν δηλαδή και δεν ενδιαφέρονται για την κοινοτική, περιφερειακή και την κρατική εν τέλει τοπικότητα, όπως εκδηλώνεται στους συγκεκριμένους «καιρούς» με τα σύνορα των εδαφών των ενοριών, περιφερειών, μονοεθνικών ή πολυεθνικών πολιτικών ή κρατικών δομών. Έτσι όσοι Ορθόδοξοι αποδέχονται αυτή την αντίληψη και πρακτική, οδηγούνται κοντά σ’ ένα εκκλησιολογικό νεστοριανισμό. Γιατί, τι ήταν ο Χριστολογικός νεστοριανισμός; Ήταν μια αίρεση, που ενώ προσπαθούσε να αποφύγει την μη σωτηρία και της ανθρώπινης νόησης των πιστών, πολεμώντας τον απολλιναρισμό, στρέβλωσε τον τρόπο ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού. Η μερίδα αυτή της «Αντιοχειανής Σχολής, από το ένα μέρος επέμενε στην ηθική πλευρά της σωτηρίας και από το άλλο μπόλιασε την ηθική φιλοσοφία στην ερμηνεία του μυστηρίου της σωτηρίας. Η μερίδα αυτή «δεν μπορούσε να δεχτεί την τέλεια, ουσιαστική και φυσική ένωση της θεότητας και ανθρωπότητας. Δέχεται την εξωτερική, ηθική και βουλητική ένωση, έτσι ώστε να μην υπάρχουν «φυσικώς» ενωμένες δυο υποστάσεις ή δυο πρόσωπα, αλλά δυο φύσεις ή δυο υιοί (ο άνθρωπος Ιησούς και ο Λόγος), σε μια σχέση οχήματος-οδηγού[cxlvii]!!! Έτσι οι «ανιστόρητοι» «εθνικιστές» ως «απολλιναρίζοντες», έκαναν το 1924 το δεύτερο, μετά απ’ αυτό του 1833, ελλαδικό σχίσμα, αυτό του παλαιοημερολογιτισμού, αφού φαντάστηκαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Αρχιεπ. Αθηνών Χρυσόστομο Α΄ (Παπαδόπουλο) ως «ασώματους» «οικουμενιστές». Θεώρησαν λοιπόν πως με ένα ηθικιστικό τρόπο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρότεινε νέο τρόπο σωτηρίας, και για τους Ορθόδοξους, αλλά και τους Ρωμαιοκαθολικούς, Αγγλικανούς, Ιουδαίους, Μουσουλμάνους, και κάθε είδους ανθρώπους καλής θέλησης, μέσω του οικουμενικού διαλόγου, που τότε ξεκίνησε… Το πρόβλημα αυτού του ιδιάζοντος «νεστοριανισμού» στην προσωπική ζωή των πιστών, ήδη φούντωνε στο ελλαδικό χώρο από τις αρχές του 20ου αιώνα από τη φιλοσοφία και θεολογία των αναπτυσσόμενων θρησκευτικών οργανώσεων. Το αντιφατικό είναι, πως ενώ αυτοί πραγμάτωναν τον ηθικισμό, επί της ουσίας τύχαιναν προβολής απ’ αυτούς τους «ηθικιστές» του ελλαδικού χώρου στους Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου, σε μια εποχή που βρίσκονταν σε διωγμό!!! Θεωρούσαν δηλαδή, πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο λειτουργεί ως Εκκλησία–οδηγός, πάνω στην ελλαδική Εκκλησία–όχημα. Έτσι αποφάσισαν για να σωθούν, να κατεβούν από το όχημα!!! Η εισαγωγή του νέου ημερολογίου (1924) ήταν η καλύτερη αφορμή και δικαιολογία. Σήμερα οι «απολλιναρίζοντες» οπαδοί των «εθνικών» Εκκλησιών βρίσκονται και «εντός» της ελλαδικής Εκκλησίας. Είναι αμύντορες στους πραγματικούς (άνθρωποι είμαστε όλοι) ή φανταστικούς κινδύνους, που έρχονται από τους άκρατους «ιστορικιστές», οπαδούς της οικουμενικής κίνησης, και είναι έτοιμοι για την κορύφωση της σύγκρουσης. Οι ίδιοι σπρώχνουν[cxlviii] το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο γίνεται μακριά τους και πολύ θα ήθελαν να παίζει ένα τέτοιο ρόλο οδηγού απέναντι στις «εθνικές» Εκκλησίες, ώστε να τις τραβήξουν όσο γίνεται πιο «μακριά» του. Το ζήτημα των Μητροπόλεων των λεγομένων «Νέων Χωρών» είναι μια ωραία ευκαιρία για να ονειρεύονται ένα ελλαδικό Πατριαρχείο[cxlix], μαζί με τα υπόλοιπα των Βαλκανίων…
VI. Τα όρια και οι αδυναμίες των τεσσάρων προτάσεων Οι προτάσεις που συζητούνται μέχρι τώρα ανοικτά για την σχέση της Μητέρας Εκκλησίας και της Εκκλησίας της Ελλάδος, ουσιαστικά είναι μόνο τέσσερις, αλλά έχω την γνώμη ότι όλες πάσχουν λιγότερο ή περισσότερο. Α. Η ανοικτή πρόταση για ενοποίηση του εκκλησιαστικού (ελλαδικού) χώρου, με αφομοίωση όλων των επαρχιών στην Εκκλησία της Ελλάδος, που ακούγεται από Ιεράρχες, κληρικούς και λαϊκούς με ταυτόχρονη απαξίωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ζητά να υποτάξει την Εκκλησία στο έθνος (ελλαδικό). Η διαμάχη στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής, όπου η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία βρισκόταν στα όρια της υποταγής της στις «εθνικές» επιδιώξεις της κάθε φοράς διπλωματικής γραμμής των «εθνικών» συμφερόντων[cl], ήταν στην πραγματικότητα ένα ίδιο εκκλησιολογικό πρόβλημα, με όρους μειονότητας. Η άποψη αυτή, που παίχτηκε δύο αιώνες στα Βαλκάνια, αφυδάτωσε το ευ-αγγέλιο της σωτηρίας και του ίδιου του έθνους, του κάθε έθνους. Εκκλησιολογικά βλέπει την Εκκλησία, καθαρά ως ανθρώπινο οργανισμό, και είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένας καθαρός εκκλησιολογικός «απολλιναρισμός». Νομίζω πως η ανάπτυξη της «αρειανίζουσας αθεΐας», εκτός από αιτία μετατρέπεται και σε αποτέλεσμα, μέσα απ’ αυτή την εκκλησιολογική απόκλιση. Και αυτό επειδή θεωρώ, πως αυτό διδάσκει με τον τρόπο συμπεριφοράς της, κάθε φορά που μια επαρχιακή Εκκλησία γίνεται μέρος του έθνους και όχι η φανέρωση του Ευχαριστιακού Θεανθρώπινου Σώματος του Χριστού[cli]. Δηλαδή αποδέχεται ότι η Εκκλησία είναι κτιστή συλλογικότητα χωρίς «ιστορική οικουμενική μνήμη (νου)», και δεν δείχνει να αποδέχεται «εν τοις πράγμασιν» ότι είναι πλήρως θε-ανθρώπινος οργανισμός. Από την έποψη αυτή, η μέχρι τώρα «πολυδιάσπαση» του ελλαδικού εκκλησιαστικού χώρου, διασώζει[clii] την μη εκκλησιολογική «απολλιναροποίηση», τουλάχιστον σε όσους έχουν ανοικτά μάτια. Οι αντίθετες φωνές «εντός» της Εκκλησίας, απλά εμποδίζουν, ως «ομίχλη», αυτή τη θεία Δωρεά, που σώζεται στα Βαλκάνια από την Ελληνική Ορθοδοξία.
Β. Η νέα εκκλησιαστική γραμμή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της πλήρους δηλαδή εφαρμογής των Ι΄ όρων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης του 1928[cliii], ώστε να κρατήσει τα εδαφικά ερείσματα στον ελλαδικό χώρο είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, και αναγκαία και σοφή. Η ασταθής ισορροπία όμως με την οποία κέρδισε χρονική διάρκεια σχεδόν ενός αιώνα, μετά την σταθεροποίηση των «εθνικών» Εκκλησιών, με έστω μόνο χαλαρή σχέση με το Ορθόδοξο κέντρο, και με το δεδομένο της απώλειας των ερεισμάτων στο χώρο της Μικράς Ασίας (επτά λυχνίες της Αποκάλυψης), δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε για ένα αιώνα να φαίνεται ότι δίνει προτεραιότητα στον ιστορικό[cliv] χρόνο σε σχέση με το χώρο–εδαφικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές του 20ου αιώνα έκανε νεύμα στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, με το ημερολογιακό. Και το ημερολογιακό του 1924, έδωσε την αφορμή για το εσωτερικό σχίσμα με τους «παλαιοημερολογίτες», που αποτελούν ένα άλλο ακόμη ελλαδικό καθεστώς. Έτσι, μετά από μια χιλιετία, έγινε το «μετέωρο[clv] βήμα[clvi]» με την άρση[clvii] των αναθεμάτων, μεταξύ του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα και του Πάπα Παύλου του ΣΤ΄, αλλά η προσπάθεια ίδρυσης ουνιτικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία[clviii], αποδεικνύει τον «μετεωρισμό». Αυτό το πλαίσιο ακολούθησαν λοιπόν και οι επόμενοι δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες. Ακολούθησαν επί πλέον, τόσο τα ανοίγματα στην ιστορική Αγγλικανική εκκλησία στη Δύση, όσο και τα ανοίγματα στις παλαιές ιστορικές εκκλησίες της Ανατολής. Κατόπιν, νομίζω, και λόγω της έλλειψης σημαντικών εδαφικών ερεισμάτων, οδηγήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε ακόμη στενότερη σχέση με τις πολιτικές εξουσίες σ’ όλο τον πλανήτη. Έτσι ο «πειρασμός της Ρώμης»[clix] γίνεται έντονος, σε μια εποχή που ο χρόνος είναι η βάση του νεωτεριστικού[clx] φιλοσοφικού, πολιτικού, οικονομικού και τεχνολογικού υποδείγματος. Πιστεύω όμως πως η ταυτόχρονη επαναφορά στο εκκλησιολογικό προσκήνιο της «θεολογίας της εσχατολογίας[clxi]» (εκκλησιαστικός χρόνος), διαφυλάττει τα πράγματα. Εάν λοιπόν (ο μη γένοιτο), το Οικουμενικό Πατριαρχείο χάσει και αυτά τα κανονικά του ερείσματα στον ελλαδικό χώρο και συνεχίσει να παίζει απλά, αλλά «συγκεντρωτικά» μόνον ένα παγκόσμιο συντονιστικό ρόλο στις Ιερές Αρχιεπισκοπές, Μητροπόλεις και Μονές του, χωρίς λειτουργική και οργανική σύνδεση με πραγματικές επισκοπές μέσω και μόνο του θεσμού των «Τιτουλαρίων»[clxii] Μητροπολιτών, τότε θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων –και όχι εκ πεποιθήσεως- να παίζει το ρόλο του «οδηγού» απέναντι στα «οχήματα», που θα αποτελούν οι αυτοκέφαλες, αλλά και οι αυτόνομες θυγατέρες Εκκλησίες του σ’ όλο τον πλανήτη. Το σχήμα αυτό θυμίζει τον «νεστοριανισμό» στο πρόβλημα της Χριστολογίας. Άρα ο κίνδυνος για μια μελλοντική διολίσθηση της εκκλησιολογίας του Οικουμενικού θρόνου σ’ ένα ιδιότυπο εκκλησιολογικό «νεστοριανισμό γίνεται έτσι πιθανός. Μη ξεχνάμε εξ άλλου, πως ο Χριστολογικός απολλιναρισμός γεννήθηκε από τον Χριστολογικό αρειανισμό, ενάντια του οποίου επινοήθηκε ο Χριστολογικός νεστοριανισμός… Αυτόν λοιπόν τον εκκλησιολογικό νεστοριανισμό τον φέρνει πιο κοντά τόσο η συνεχής μείωση των επισκοπών και ενοριών στην Τουρκία, όσο και ο πόλεμος των ελλαδιτών στα κανονικά του ερείσματα στο χώρο της Ελλάδος. Διότι εντός των πραγματικών ενοριών και επισκοπών, γίνεται «Λειτουργικά» η αντίδοση των ιδιωμάτων, και δεν παρισφρύει εκκλησιολογικά το σχήμα «οδηγός–όχημα»[clxiii]. Ο βασικός του στόχος όμως είναι θεμιτός, γι’ αυτό χρειάζεται να κρατήσει, αλλά και να διευρύνει τα ερείσματα και μάλιστα πιο κοντά του, όπως ανάλογα έγινε τον 20ο αιώνα τελικά με τις Εκκλησίες της διασποράς. Λογικό είναι λοιπόν να μην «απογυμνωθεί από τα κανονικά του δικαιώματα», όχι μόνο στα νησιά (Κρήτη, Δωδεκάνησα, κ.λ.π.), αλλά και στη Βόρεια Ελλάδα. Νομίζω ακόμη, πως ήλθε επιτέλους η ευλογημένη αυτή ώρα να συζητηθεί όλο το ζήτημα του ελλαδικού Αυτοκεφάλου από την αρχή. Αυτή λοιπόν η προσφορά της ελλαδικής Ορθοδοξίας, δεν είναι απλά μια εθνική προσφορά προς το θεσμό του Οικουμενικού Θρόνου, άλλά κυρίως είναι η προσφορά προς στον ίδιο μας τον εαυτό, αφού και οι αιτίες ενός πιθανού εκκλησιολογικού νεστοριανισμού αποφεύγονται, αλλά και ο εκκλησιολογικός απολλιναρισμός που παρασιτικά αναπτύσσεται δύο αιώνες τώρα στα Βαλκάνια έχει πιθανότητες να μαραθεί. Εάν αυτά τα δύο συμβούν, ο ευρωπαϊκός και ο παγκόσμιος εκκλησιολογικός αρειανισμός θα έχουν βρει απέναντί τους ένα πραγματικό αντίπαλο: μια Ορθόδοξη Εκκλησία που θα βιώσει την παλαμική εκκλησιολογία στον 21ο αιώνα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο λοιπόν, επιδιώκει να κρατήσει –και θα κρατήσει- τα εδαφικά ερείσματά του στον ελλαδικό χώρο, θα ξεφύγει από τον επικίνδυνο νεστοριανισμό που καραδοκεί, οπότε «το ανθρώπινο» των Ορθοδόξων λαών θα αγιάζεται και δεν θα παραδοθεί (ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο), έρμαιο κατά την εποχή της παγκοσμιοκρατίας στους ισχυρούς της γης, κάθε λογής. Θα πολεμηθεί ακόμη ο αντίστοιχος «απολλιναρισμός», που μέσω του εθνικισμού και της απόλυτης ή σχετικής προτεραιότητας της εδαφικότητας (σώματος), κυριαρχεί στα νεωτερικά Βαλκάνια. Επί πλέον είναι ανάγκη να μη παρασυρθούμε στην τακτική και τους ρυθμούς των άλλων χριστιανικών ομολογιών[clxiv]. Πρέπει εδώ να ομολογήσουμε, ότι ο εκκλησιολογικός αρειανισμός της νεωτερικής Ευρώπης, είναι αποτέλεσμα του «θανάτου του Θεού», αφού η Ορθόδοξη θεολογία απουσίαζε από τη Δύση, λόγω της κυριαρχίας των Φράγκων[clxv], και μειώθηκε στην Ανατολή. Επειδή ο εθνικισμός είναι τέκνο αυτής της νεωτερικότητας, λογικό ήταν να επέλθει και ο εκκλησιολογικός απολλιναρισμός ως «απάντηση». Ποιος λοιπόν θα πολεμήσει και τις δυο αιρέσεις; Οι φορείς ενός εκκλησιολογικού «νεστοριανισμού» θα το κάνουν ή οι φορείς της γνήσιας παλαμικής θεολογίας και εκκλησιολογίας θα ηγηθούν; Οι τελευταίοι (όπου γης υπάρχουν), καλούνται να πολεμήσουν με τη ζωή τους και με τη θεολογία τους, δηλαδή με αγάπη γνήσια, και τις τρεις μαζί πια, εκκλησιολογικές αιρέσεις της εποχής μας… Έτσι η εμπειρία που κρύβεται στο κλίμα του Οικουμενικού Θρόνου και οι προσευχές τόσων Αγίων Πατριαρχών, οδηγούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο αυτονόητο. Πήρε οριστικά λοιπόν στη δικαιοδοσία του τις Εκκλησίες της διασποράς[clxvi] -μεγάλη εδώ η προσφορά της Εκκλησίας της Ελλάδος-, κράτησε την Εκκλησία της Κρήτης και τις Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων ενώ, φυσικά με περιπετειώδη (1913-1928) τρόπο αλλά και με την ευλογία της παρουσίας ενός Αρχιεπισκόπου (Χρυσόστομου Α΄) που έδωσε ο Θεός να προέρχεται από την Ανατολική Θράκη, δηλαδή από το κλίμα του Πατριαρχείου, κράτησε τα κανονικά δικαιώματα στις τότε «Νέες Χώρες». Εάν όμως δεν υπάρξει ευσταθής ισορροπία μεταξύ χρονικότητας (ιστορίας), που κουβαλάει απ΄ το παρελθόν, και ιστορικού ρόλου για το μέλλον απ’ τη μια μεριά, και χωρικότητας (κανονικά εδάφη) από την άλλη, ο κίνδυνος για παγίωση των εκκλησιολογικών μονομερειών και αποκλίσεων θα μεγαλώνει. Η ενότητα[clxvii] έτσι στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας θα πληγεί καίρια. Το «χέρι» βοήθειας λοιπόν σ’ αυτό το ζήτημα, πάλι και μόνο η Εκκλησία της Ελλάδος μπορεί να το προσφέρει, κατεβαίνοντας από το αναπαυτικό φορείο (βλέπε επίλογο) της Αυτοκεφαλίας. Γ. Η πρόταση του Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου περί εκκλησιαστικού status quo μεταξύ Φαναρίου και Αθήνας, είναι πρόταση μικρής κλίμακας, και απευθύνεται στη καλή θέληση των δύο πλευρών, δεν ερμηνεύει όμως πλήρως την σύγκρουση δύο αιώνων και δεν παίρνει χαρακτηριστικά ευσταθούς θεσμικής εκκλησιαστικής ισορροπίας. Το ότι όμως αποδέχεται ως ευλογία τα πέντε διαφορετικά καθεστώτα της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα αποδεικνύει, πως το status quo που προτείνει, μπορεί να παίξει στην αφετηρία, το ρόλο του «υπομόχλιου» για την εξεύρεση λύσης μεγάλης κλίμακας. Δ. Η πρόταση του ελλογιμότατου καθηγητή κ. Χρήστου Γιανναρά, για κατάργηση[clxviii] του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος με ταυτόχρονη υπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, από το οποίο ζητείται να … αυτομολήσει σε ελλαδικό έδαφος (Θεσσαλονίκη ή Άγιο Όρος), φαντάζει σαν η «μόνη λύση, που μυκτηρίζεται». Η πρόταση αυτή όμως, ενώ είναι μεγάλης θεσμικής κλίμακας, αποξενώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τον ιστορική του έδρα. Έτσι προτείνεται, μόνο του να καταργήσει το προνόμιο του χρόνου, δηλαδή της ιστορικής του μνήμης και του ρόλου που του δίνει η σημερινή ιστορική συγκυρία και να εγκλωβιστεί στον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μια ομολογημένη ήττα[clxix] και ένα κρυφό εθνικισμό ανώτερου επιπέδου. Και είναι ανώτερου, γιατί τεμαχίζει το χωροχρόνο[clxx], και δίνει προτεραιότητα στο χώρο (εδαφικότητα) εις βάρος του χρόνου (ιστορικής μνήμης και ρόλου). Εκκλησιολογικά σημαίνει απόλυτη υποταγή στα κελεύσματα της κοσμικής-τουρκικής εξουσίας, αποφυγή της σταύρωσής του και επομένως της ανάστασής του. Έτσι κατανοούμε γιατί ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Ιβήρων του Αγίου Όρους, Αρχιμ. π. Βασίλειος (Γοντικάκης) δεν οδηγείται σ’ αυτήν την πρόταση, αλλά στη στήριξη του Οικουμενικού Θρόνου στην έδρα του, στην Αγία Σοφία[clxxi]!!! Η πρόταση αυτή λοιπόν μοιάζει να είναι μια φυγή προς μια «απολλιναρίζουσα» λύση. Πρόκειται για ψευδαίσθηση λύσης[clxxii].
VII. Μια πρόταση συνοδικής και ιεραρχικής ενότητας Η πρόταση που θα ακολουθήσει εννοείται πως μπορεί να αποφασιστεί από Μείζονα Σύνοδο με οικουμενικά χαρακτηριστικά, αφού προηγουμένως ανοίξει ένας μεγάλος θεολογικός διάλογος σε μικρή και μεγάλη κλίμακα. Ο διάλογος αυτός θα ευχόμουν να ξεκινήσει από μια μικτή επιτροπή της Μητέρας Εκκλησίας και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το πρόβλημα εντοπίζεται βέβαια στο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδος, αλλά επειδή δύναται να λειτουργήσει και ως πρότυπο στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις άλλες εθνικές Εκκλησίες και τις Εκκλησίες της Διασποράς στον πλανήτη μας, ο διάλογος αυτός χρειάζεται να γίνει σε δύο επίπεδα. Στο ένα επίπεδο προτείνεται σύσταση ειδικής επιτροπής[clxxiii] του Οικουμενικού Θρόνου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η ιστορία δείχνει, πως η Εκκλησία της Ελλάδας πρέπει να ξεκινήσει πρώτη. Να στείλει τον «κατάλογο των εκλογίμων» για «έγκριση», όπως αναφέρει η Πράξη του 1928 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ταυτόχρονα να ζητήσει την ειδική αυτή επιτροπή. Και αυτό, γιατί πρώτη βέβαια άνοιξε τον «χορό» των «αυτογνωμόνων» και «βιαίων» διασπάσεων των κανονικών αλληλεξαρτήσεων με τη Μητέρα Εκκλησία στα Βαλκάνια. Το δεύτερο επίπεδο, είναι αυτό των τοπικών Μητροπόλεων, τουλάχιστον στην Ελλάδα κατ΄ αρχάς, λόγω του ιδιαιτερότητας του προβλήματος το οποίο κορυφώνεται και στις σχέσεις μεταξύ κληρικών και μεταξύ λαϊκών, αλλά και μεταξύ αυτών των δύο χώρων, στις ενορίες, στις Μητροπόλεις και στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο στον ελλαδικό και παγκόσμιο χώρο. Στο πρώτο επίπεδο πρέπει να συντομευτεί ο χρόνος, αφού τα πράγματα βιάζουν και οι εξελίξεις «τρέχουν». Έτσι θα τροφοδοτήσει κατάλληλα τις τοπικές Εκκλησίες με εκκλησιολογικό προβληματισμό, με υποδείγματα αληθινής ταπείνωσης και αγάπης, με πρακτική κατήχηση Ορθόδοξης πίστης, ότι μετά τη Σταύρωση χαρίζεται η Ανάσταση. Στο δεύτερο, χρειάζεται να αυξήσουμε την ποιότητα της προσωπικής, αλλά κυρίως της κοινής προσευχής, με μια σειρά μακρών περιόδων «νηστείας και προσευχής», με αγρυπνίες, με αποφυγή του διαλόγου των κωφών. Έτσι, με ευθύνη των κατά τόπους Επισκόπων, να συζητηθεί (σε όλες τις ενορίες) γιατί η Εκκλησία είναι περιέχον και όχι περιεχόμενο[clxxiv], είτε του έθνους, είτε της οικουμενικής κίνησης, είτε της τοπικής κοινωνίας, είτε της παγκόσμιου χωριού. Ο κάθε τοπικός Επίσκοπος θα γίνει λοιπόν κοινωνός της συνείδησης του πληρώματός του, δηλαδή του λαού του Θεού, περισσότερο από πριν, οπότε στις Ιερές Συνόδους δεν θα μεταφέρει κύρια την ατομική του άποψη, αλλά την επισκοπική του… Μέχρι να φτάσουμε εκεί, και αφού η σύγκρουση καλά κρατεί και παρατείνεται με τις διάφορες αναβολές, προσφέρω κι εγώ, ως μέλος της Εκκλησίας, αυτά που έχω κατά νου. Η κεντρική μου ιδέα λοιπόν είναι: 1. Να κερδιθεί μέσα στον εκκλησιαστικό χρόνο κοινής προσευχής και άσκησης ένα μέρος από τον «χαμένο» ιστορικό χρόνο των συγκρούσεων δύο αιώνων. Να θυμηθούμε την έκφραση του Οικουμενικού μας Πατριάρχη για το ανάλογο φαινόμενο του «ακραίου ακτιβισμού», της «θεοποιημένης δράσεως»[clxxv]. Τότε και ο χρόνος των παγκόσμιων αλλαγών λόγω παγκοσμιότητας[clxxvi] και παγκοσμιοκρατίας, θα μας ενδιαφέρει λιγότερο, αφού ο εκκλησιαστικός –εσχατολογικός- θα τον υπερβεί. 2. Να κερδιθεί ο «πολυδιασπασμένος» εκκλησιαστικός χώρος στο ελλαδικό κράτος, στα Βαλκάνια, στον Ρωμαίικο χώρο περί την Πόλη. Έτσι μπορούν να επιταχυνθούν οι διαδικασίες θεολογικής ώσμωσης και στις Μητροπόλεις που έχουν διαφορετικά εκκλησιαστικά «καθεστώτα». Θα προσφερθεί στους διανοούμενους που διαγωνίζονται να βρουν τα καλύτερα, νομικά[clxxvii], πολιτικά[clxxviii] και «θεολογικά»[clxxix] επιχειρήματα για να «κατατροπώσουν» την … αντίπαλη «παράταξη», μια ελπίδα και πίστη Ορθόδοξης ενότητας και όχι η βεβαιότητα διαμάχης μεταξύ εκκλησιαστικών εξουσιαστικών ιεραρχιών. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα μεταφερθούν και σε επίπεδο ενοριακό και ευχαριστιακό οι διαδικασίες ενότητας και όχι η «διένεξη», οπότε έτσι δεν θα φτάσουμε ποτέ στα χειρότερα, όπως με το ημερολογιακό.[clxxx] Η πρότασή μου λοιπόν συνοπτικά περιέχει τους εξής σπονδύλους: 1. Καταργείται[clxxxi] το «αυτοκέφαλο» στην Εκκλησία της Ελλάδας. 2. Η Εκκλησία της Ελλάδας, γίνεται Εξαρχία[clxxxii] του Οικουμενικού Πατριαρχείου[clxxxiii], ονομάζεται Ιερά Αρχιεπισκοπή Ελλάδας και αποτελεί «άχρι καιρού» Επαρχία[clxxxiv] του. 3. Η Εκκλησία της Ελλάδας χωρίζεται[clxxxv] σε Θέματα–Μητροπόλεις[clxxxvi]. 4. Δύο από τα Θέματα αυτά είναι: α) η Εκκλησία της Κρήτης[clxxxvii] και β) η Εκκλησία των Δωδεκανήσων[clxxxviii]. 5. Τα θέματα συνολικά μπορεί να είναι τουλάχιστον δεκαπέντε.[clxxxix] Ένα απ’ αυτά είναι το Θέμα Νομού Βόρειας Αττικής με έδρα τη Μητρόπολη Αθηνών. Ένα άλλο είναι το Θέμα του Νομού Θεσσαλονίκης, με έδρα την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. 6. Σε κάθε Θέμα δημιουργείται «Επαρχιακή–τοπική» Σύνοδος[cxc] με ορισμένη Μητροπολιτική έδρα, την έδρα του Θέματος. Πρόεδρος είναι ο Μητροπολίτης της έδρας. Συγκαλείται τακτικά μία φορά το έτος και έκτακτα για τοπικά επαρχιακά εκκλησιαστικά ζητήματα. 7. Σε κάθε Μητρόπολη ενός Θέματος οι υπόλοιπες παλαιές Μητροπόλεις ονομάζονται επισκοπές[cxci]. 8. Η Ιεραρχία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Ελλάδας–Εξαρχίας αποτελείται από το Σύνολο των Μητροπολιτών και Επισκόπων, με Αρχιεπίσκοπο–Έξαρχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου[cxcii] τον Μητροπολίτη Αθηνών. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ονομάζεται Έξαρχος Πάσης[cxciii] Ελλάδος[cxciv]. 9. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εξαρχίας (Ιερά Αρχιεπισκοπή της Ελλάδος), συνέρχεται δύο[cxcv] φορές το έτος σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες. Προεδρεύει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. 10. Κατά μήνα ή σε έκτακτες περιπτώσεις συγκαλείται από τον Αρχιεπίσκοπο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος. Αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, που προεδρεύει, και 4 Μητροπολίτες[cxcvi]. Καλούνται «αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας»[cxcvii] ανά έτος[cxcviii] ή ανά δυο[cxcix] έτη. 11. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος (Εξαρχία) αποτελεί νομικό[cc] πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, εάν συμφωνεί και η Ελληνική Πολιτεία. Αυτό καθώς και η σχέση της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και η σχέση της με την Ελληνική Πολιτεία ορίζονται από ειδικά άρθρα του (υπό αναθεώρηση) Συντάγματος[cci] της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η Ιερά Μητρόπολη Αθηνών και οι υπόλοιπες Ιερές Μητροπόλεις αποτελούν νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. 12. Στην Θεία Λατρεία, στα ιερά Μυστήρια, αλλά και σε κάθε ιερά ακολουθία οι Πρεσβύτεροι και οι Διάκονοι[ccii] μνημονεύουν τον κανονικό Ιεράρχη τους. Οι επίσκοποι των Ι. Μητροπόλεων ή οι βοηθοί επίσκοποι του Μητροπολίτη[cciii] μνημονεύουν στο «…εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε…» και κατά την Μεγάλη Είσοδο, τον οικείο Μητροπολίτη. 13. Οι Μητροπολίτες και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εις το «… εν πρώτοις μνήσθητι…» μνημονεύουν το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη[cciv]. Οι Μητροπολίτες κατά την Μεγάλη Είσοδο μνημονεύουν το όνομα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Εξάρχου πάσης Ελλάδος, αλλά και του και Οικουμενικού Πατριάρχη, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και έξαρχος πάσης Ελλάδος μνημονεύει μόνο τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικό Πατριάρχη.[ccv] 14. Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Εξάρχου πάσης Ελλάδος γίνεται από την Αγία και Ιερά σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου[ccvi]. Για όσο χρονικό διάστημα οι Μητροπολίτες της Εξαρχίας δεν συμμετέχουν[ccvii] στην Ι.Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου, λόγω πολιτικών και νομικών προβλημάτων, που προέρχονται από την Πολιτεία της Τουρκίας, στην οποία και εδρεύει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η εκλογή γίνεται από τριπρόσωπο το οποίο ψηφίζει κληρικολαϊκή[ccviii] συνέλευση. Όταν επιτραπεί η συμμετοχή του Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών της Εξαρχίας στην Ι.Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το τριπρόσωπο θα το ψηφίζει η Ι.Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ η κληρικολαϊκή συνέλευση θα έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα. 15. Η εκλογή των Μητροπολιτών, των Επισκόπων και των βοηθών Επισκόπων[ccix], θα γίνεται από την Ι.Σ.Ι. της Εξαρχίας. Το τριπρόσωπο εκλέγει η Ι.Σ.Ι. και με «διαγνώμη»[ccx] του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου (κληρικολαϊκή συνέλευση), που αποτελείται από τα μέλη της Ιεραρχίας, τους βοηθούς Επισκόπους και αντιπροσώπους κληρικών και λαϊκών. 16. Ο κατάλογος των εκλογίμων για την πλήρωση «χηρευούσης» Ι. Μητρόπολης συντάσσεται από την Ι.Σ.Ι. της Εξαρχίας. Στον κατάλογο αυτό εγγράφονται αυτοδίκαια όλοι οι Επίσκοποι των Μητροπόλεων των Θεμάτων και όλοι οι βοηθοί Επίσκοποι των Μητροπολιτών των Θεμάτων. Ο κατάλογος αυτός υποβάλλεται στην Ι.Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου για έγκριση, προσθήκες ή διαγραφές[ccxi]. Οι διαγραφές γίνονται κατόπιν αναλυτικής δικαιολόγησης. Εάν από τον αντίστοιχο κατάλογο αφαιρεθούν οι Επίσκοποι, τότε αυτός ο κατάλογος και με την ίδια διαδικασία γίνεται «κατάλογος εκλογίμων» για την πλήρωση «χηρευούσης» επισκοπής. Αντίστοιχα με αφαίρεση των βοηθών Επισκόπων γίνεται ο κατάλογος για εκλογή βοηθού Επισκόπου ενός Μητροπολίτη. 17. Με ειδικό κανονισμό, που θα ψηφίζεται από την Ι.Σ.Ι. της Εξαρχίας και θα εγκρίνεται από την Ι. Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ορίζονται κληρικολαϊκές συνελεύσεις τόσο σε εξαρχικό επίπεδο, όσο και σε μητροπολιτικό, επισκοπικό και ενοριακό επίπεδο[ccxii]. Οι κληρικολαϊκές[ccxiii] συνελεύσεις συγκαλούνται και αποφασίζουν για αντίστοιχες εκλογές τριπροσώπων και για εκκλησιαστικές διακονίες. Δεν αποφασίζουν για δογματικά και κανονικά ζητήματα. 18. Οι κληρικολαϊκές συνελεύσεις των ενοριών (Ενοριακά Συμβούλια)[ccxiv] εκλέγουν από επισκοπικό ή μητροπολιτικό κατάλογο εκλογίμων για το τριπρόσωπο εκλογής διακόνων ή πρεσβυτέρων σε αντίστοιχη ενορία Ι. Επισκοπής ή Ι. Μητρόπολης. 19. Οι Ι. Μονές βρίσκονται στην άμεσο εποπτεία του οικείου Ιεράρχη[ccxv]. Ιδρύονται από αυτόν, κατόπιν έγκρισης της Ι. Επαρχιακής Συνόδου του Θέματος. Οι διοικητικές και διαχειριστικές υποθέσεις υπόκεινται στην κανονική εποπτεία του οικείου Ιεράρχη. Το όνομά του δε, μνημονεύεται πρώτο στις ιερές ακολουθίες των Μονών και ακολουθεί του Καθηγουμένου. 20. Οι Πατριαρχικές Ι. Μονές της Εξαρχίας εποπτεύονται κανονικά από την Ι.Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου[ccxvi]. 21. Οι Σταυροπηγιακές[ccxvii] Ι. Μονές της Εξαρχίας εποπτεύονται κανονικά από την Δ.Ι Σ. της Ι. Αρχιεπισκοπής Ελλάδος – Εξαρχίας. 22. Το καθεστώς του Αγίου Όρους[ccxviii] παραμένει αμετάβλητο. 23. Εννοείται ότι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο παραμένουν τα κανονικά δικαιώματα για το Άγιο Μύρο και το «έκκλητο». Ζητήματα που έχουν να κάνουν με ιδιαίτερα διοικητικά ζητήματα, αρμοδιότητες, ευθύνες, πνευματικά δικαστήρια, λεπτομέρειες των κληρικολαϊκών συνελεύσεων, τοποτηρητείες, λεπτομέρειες για τις εκλογές κληρικών, διορισμούς και μεταθέσεις κληρικών, επισκοπικών, μητροπολιτικών και αρχιεπισκοπικού συμβουλίων, τοπικών συμβουλίων, διακονιών, ιδρυμάτων, παιδείας, ιεραποστολής, μοναχισμού, ειδικών κανονισμών, εκκλησιαστικής γλώσσας, εκκλησιαστικών κειμένων, εφαρμογής, αναθεωρήσεων, και «παρα»-εκκλησιαστικών οργανώσεων, καθορίζονται από Ειδικό Σύνταγμα-Τόμο, της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατόπιν συμφωνίας με την Ι. Σ. της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
V. Επίλογος-μια ιστορία απ’ το Λειμωνάριο… [Για τον άγιο αρχιεπίσκοπο Θεόδοτο (Πατριάρχης Αντιοχείας, 417 ή 420/1-428/9, διάδοχος του Αλέξανδρου)][ccxix]: 1. «Μας διηγήθηκε κάποιος απ’ τους πατέρες, ότι υπήρχε στη Θεούπολη (Αντιόχεια) ένας αρχιεπίσκοπος στο όνομα Θεόδοτος, ο οποίος ήταν τόσο καλός, ώστε, όταν ερχόταν ημέρα γιορτής, καλούσε σε γεύμα μερικούς από τους κληρικούς της αρχιεπισκοπής του. Όταν λοιπόν κάποιος δεν πείστηκε και δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση, τότε μεν δεν είπε τίποτε ο Πατριάρχης, άλλη φορά όμως πήγε ο ίδιος σ’ αυτόν, να τον παρακαλέσει να έρθει και να απολαύσει το κοινό τραπέζι. 2.Έλεγε δε πάλι για τον ίδιο αρχιεπίσκοπο Θεόδοτο ότι ήταν τόσο πράος και ταπεινόφρων, ώστε, κάποτε που ήταν στο δρόμο μ’ ένα κληρικό και τον μεν ίδιο κουβαλούσαν σε φορείο (σημ. συντ. δηλαδή σε αναπαυτικό κάθισμα πάνω σε άμαξα), ο δε κληρικός καθόταν σε άλογο, είπε ο Πατριάρχης σ’ αυτόν τον κληρικό: «Ας μοιράσουμε το μήκος του δρόμου κι ας αλλάξουμε αυτά που καθόμαστε». Ο κληρικός όμως δεν δεχόταν να κάνει τούτο, γιατί έλεγε ότι είναι προσβολή του Πατριάρχη αυτός να μπει στο φορείο κι ο Πατριάρχης να κάθεται σε άλογο. Δεν υποχώρησε όμως ο θείος Θεόδοτος, άλλά έπεισε το λειτουργό ότι το γεγονός δεν ήταν προσβολή σε βάρος του και τον ανάγκασε να κάνει έτσι». Αμήν, γένοιτο. * Ο Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας είναι εκπαιδευτικός, πτυχιούχος φυσικής και θεολογίας, αρθρογράφος, συμμέτοχος συνδικαλιστικών - εκπαιδευτικών και τοπικών κινήσεων, Οβρυά Πατρών, mpourdar@otenet.gr
1 Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή Αποστόλου Παύλου, ΚΕΦ. ΙΒ΄, στίχ.22-27: «…αλλά πολλώ μάλλον τα δοκούντα μέλη του σώματος, ασθενέστερα υπάρχειν αναγκαία εστίν, και ά δοκούμεν ατιμότερα είναι του σώματος, τούτοις τούτοις τιμήν περισσοτέραν περιτίθεμεν, και τα ασχήμονα ημών ευσχημοσύνην περισσοτέραν έχει, τα δε ευσχήμονα ου χρείαν έχει. Αλλ’ ο Θεός συνεκέρασε το σώμα, τω υστερούντι περισσοτέραν δους τιμήν, ίνα μη ή σχίσμα εν τω σώματι, αλλά το αυτό υπέρ αλλήλων μεριμνώσιν τα μέλη. Και είτε πάσχει έν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη. Υμείς δε εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους.». [ii] Σεβ. Μητρ. Πέτρας Νεκτάριου, δεν θα γίνουμε ποτέ μητροκτόνοι, , εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-07-2001. [iii] Α). Πρωτ. και καθηγ. Πανεπ. π. Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, η εθνικοποίηση της Εκκλησίας, ΤΟ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ, ένθετο εφ. Ελευθεροτυπίας, 3-07-2003, αρ.192, σελ.16. Β). Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Οικουμενικότητα και αυτοκεφαλία, περ. Άρδην, τ.45, σελ.42. [iv] Αρχιμ. Ανδρέα Νανάκη, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, εκδ. Τέρτιος, ΚΑΤΕΡΙΝΗ 1993, Α. Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), σελ.28-29. [v] Αδαμάντιος Κοραής, Βλέπε, πρωτ. και καθ. Πανεπ. π. Γεωργ. Μεταλληνού, ένθετο εφ. Ελευθεροτυπίας, 3-07-2003, αρ.192, σελ. 15. [vi] Παν. Οικ. Πατρ. Βαρθολομαίου, Σεπτόν πατριαρχικόν Απαντητικόν Γράμμα προς τον Μακ. Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλον, δια το θέμα των εν Βορείω Ελλάδι και Αιγαίω Επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (01/12/2003): «…Ειδικώτερον, ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του σωτηρίου έτους 1850, δια του οποίου εχορηγήθη η αυτοκεφαλία εις την Αγιωτάτην Εκκλησίαν της Ελλάδος, ορίζει ότι αύτη θα διοικήται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως». Ατυχώς κατά την υπέρ τα 150 έτη ιστορίας της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος περίοδον δεν έλειψαν αι κοσμικαί επεμβάσεις εις την διοίκησιν αυτής, λύπην δε προξενεί εις τον μελετώντα την ιστορίαν το γεγονός ότι πολλαί των επεμβάσεων αυτών επεζητήθησαν υπό εκκλησιαστικών παραγόντων. Αλλά και δι εκείνας αι οποίαι επεβλήθησαν υπό κοσμικών εξουσιών απορίαν προξενεί η πολλάκις παθητική υπό της Ελλαδικής Εκκλησίας και αδιαμαρτύρητος αποδοχή αυτών…», http://www.ec-patr.gr/admin/apofasis/13.htm [vii] Πρωτ. και καθηγ. Πανεπ. π. Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ, ΑΘΗΝΑ 1983, σελ. 13. [viii] Αρχιμ. Ανδρέα Νανάκη, μν. έργ., σελ. 36-38, 7. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος (1780-1857) και οι αντιδράσεις για την εκκλησιαστική κατάσταση. [ix] Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Ι. Μ. ΠΕΛΑΓΙΑΣ, Α΄ 2002, σελ.141. [x] Αρχιμ. Ανδρέα Νανάκη, μν. έργ., Β. Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784-1860), σελ. 29-30. [xi] Ιωάννου Ε. Αναστασίου, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τομ. 2ος, σελ. 423-426. [xii] Πατριαρχικόν Γράμμα προς τους Αρχιερείς των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Βορείω Ελλάδι και Αιγαίω (23/10/2003), http://www.ec-patr.gr/admin/apofasis/3.htm [xiii] Πρωτ. και καθηγ. Πανεπ. π. Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, μν. έργ., σελ. 16. [xiv] Πρωτ. και καθηγ. Πανεπ. π. Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, μν. έργ., σελ. 236. [xv] Α). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, ΕΚΚΛ. ΙΣΤΟΡΙΑ , ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, 20ΟΣ ΑΙ., εκδ. Κυριακίδη, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1984, σελ.161-166. Β). Πρωτ. και καθηγ. Πανεπ. π. Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, μν. έργ., σελ σελ. 227. [xvi] Α). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργο, σελ.27 και ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ και ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ 1850, σελ. 162. Β). Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου, Ιρεροθέου μν. Έργο, σελ. 168, 189, 193. [xvii] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργο, ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ 1850, σελ. 163. [xviii] Α). Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, μν. έργ., σελ. 189. [xix] Πρωτ. και καθηγ. Πανεπ. π. Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, μν. έργ., σελ.211- 212: «Παραθέτουμε στη συνέχεια τους Όρους, τους οποίους δια του Κ. Τυπάλδου είχε ετοιμάσει από το 1848 η Μεγάλη Εκκλησία…. γ΄ Οι Αρχιερείς ιερουργούντες θέλουσι μνημονεύει της Ιεράς Συνόδου, ο δε Πρόεδρος αυτής ιερουργών θέλει μνημονεύει του Οικουμενικού Πατριάρχου. Εις δε…». [xx] Μαλαματής Βαλάκου-Θεοδωρίδου, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΩΡΩΝ, Επέκταση 2003, σελ. 54: «..Μάλιστα αναπτερώθηκαν οι συζητήσεις για την κατάργηση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και την υπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο…». [xxi] Α). Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ΠΗΔΑΛΙΟΝ, εκδ. ΑΣΤΗΡ, ΑΘΗΝΑΙ 1982,σελ. 37, υυποσημ. (1), κανών λδ΄ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ: «όν λόγον έχει ο Μητροπολίτης προς τους επισκόπους, τον αυτόν έχει και ο Πατριάρχης προς τους Μητροπολίτας. Και καθώς ο Μητροπολίτης είναι Πρώτος και κεφαλή των επισκόπων, ούτως είναι και ο Πατριάρχης, Πρώτος και κεφαλή των Μητροπολιτών….». Β). Σεβ. Μητρ. Κορινθίας Παντελεήμονος, Η μνημόνευσις του ονόματος του Αρχιεπισκόπου, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 11/10/1998. [xxii] Α). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ. , σελ. 52-53. Β). Αρχιμ. Ανδρέα Νανάκη, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, εκδ. Τέρτιος, ΚΑΤΕΡΙΝΗ 1993, σελ. 44-45. [xxiii] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ. σελ. 53. [xxiv] Α). Σεβ. Μητρ. Πέτρας Νεκτάριου, δεν θα γίνουμε ποτέ μητροκτόνοι, μν. άρθρο. Β). Αρχ, Αμφιλόχιου Τσούκου, άρθρο: τα Δωδεκάνησα παραμένουν πιστά στο Πατριαρχείο , www.TheoDromion.com [xxv] Σεβ. Μητρ. Κορινθίας Παντελεήμονος, μν. άρθρο: «Πάντως το θέμα κανονικώς ετέθη και έπρεπε κάποτε να τεθή, εναπόκειται δε εις το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά την αίτηση της συγγνώμης της Εκκλησίας της Ελλάδος, να άρη την ποινήν, να διορθώση το σημείον αυτό του Τόμου της Αυτοκεφαλίας και να κάνη τον Πρώτο κατ' ουσίαν Αρχιεπίσκοπο της Ελλάδος και Κανονικά Πρώτον,…’. [xxvi] Olivier Clement, Η αλήθεια ελευθερώσει ημάς, συνομιλώντας με τον Οικ Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α΄, εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, 1997, σελ.53-55. [xxvii] Αναστασίου Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας, ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, Δ΄ έκδοση, εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ. 53: «Είναι σαφές ότι ο φυλετισμός , η ανισότητα μεταξύ τάξεων, εθνών, φύλων, ο παραγκωνισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελούν υπό το φως της χριστιανικής θεωρήσεως αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσεως, άρνηση της βασικής αρχής ότι «ουκ ένι…» (Γαλ. 3.28, πρβλ Ρωμ. 2.11), άρνηση της αρχής ενότητος του ανθρωπίνου γένους, της λυτρώσεως ολοκλήρου του ανθρωπίνου φυράματος εν χριστώ και τελικά αντίσταση στο βασικό σχέδιο του Θεού για μια κοινωνία αγάπης.». [xxviii] Ιωάννου Ε. Αναστασίου, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τομ. 2ος, σελ. 423-426. [xxix] Α). Olivier Clement, μν. έργ. σελ. 47. Β). Σεβ Μητρ Ναυπάκτου, μν. έργ., σελ. 158-165. Β). Σεβ Μητρ Ναυπάκτου Ιεροθέου, μν. έργ., σελ. 158-165. [xxx] Α). Καθ. Θεολ. Σχ. Θεσσαλ., Ιωάννου Ταρνανίδη, Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΑ ΣΚΟΠΙΑ, ένθετο εφ. Ελευθεροτυπίας, 3-07-2003, αρ.192, σελ.41. Β). Σεπτόν Πατριαρχικόν Γράμμα προς τον Εξοχ. Κ. Boris Trajkovski, Πρόεδρον της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (20/01/2004), http://www.ec-patr.gr/docdisplay.php?id= 4&cat= apofasis. Γ). Σεπτόν Πατριαρχικόν Γράμμα προς τον Μακ. Πατριάρχην της Σερβίας κ.κ. Παύλον (20/01/2004), http://www.ec-patr.gr/docdisplay.php?id=3&cat=apofasis [xxxi] Α). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν.έργ., σελ.166-169. Β). Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρούδη, μν. έργ., σελ. 308-314. [xxxii] Α). Αρχ. Ανδρέα Νανάκη, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, Τέρτιος, ΚΑΤΕΡΙΝΗ 1993, σε. 40-41. Β). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν.έργ., σελ. 29-31. [xxxiii] Α). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ. σελ.169-171. Β).Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ, σελ. 312-314. [xxxiv] Μαλαματής Βαλάκου-Θεοδωρίδου, μν. έργ, σελ. 46-47. [xxxv] Οι επτά διαφορετικές σκέψεις και προτάσεις ήταν: Ι). Η «κατάργηση του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και η υπαγωγή της -μαζί με τις νέες χώρες – στο Οικουμενικό Πατριαρχείο»: Μαλαματής Βαλάκου-Θεοδωρίδου, μν. έργ, σελ. 54, 56, 57. ΙΙ). Η άποψη για (εξέταση) «για την παραμονή ή όχι του οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη ή την μεταφορά του στη Θεσσαλονίκη ή στο Άγιο Όρος»: Μαλαματής Βαλάκου-Θεοδωρίδου, μν. έργ, σελ.61, 103-104. ΙΙΙ). Η «συνέχιση της εξάρτησης των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως», με «καθιέρωση Διαρκούς Ιεράς συνόδου στη Θεσσαλονίκη», στην οποία θα μεταβιβαζόταν επιτροπικά η Πατριαρχι-κή εξουσία επί των Νέων χωρών» και «κατάργηση των υπεραρίθμων μητροπόλεων»: Της ιδίας, μν. έργ., σελ. 66-67, 103. ΙV). Το «προσφορότερο κανονικό διοικητικό σύστημα», όπου η «Εκκλησία των Νέων Χωρών, που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, διαιρείται σε πέντε θέματα (διοικήσεις): Θράκης, Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης, Νήσων Αιγαίου Πελάγους», το οποίο «κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα ήταν το επωφελέστερο για τη Εκκλησία και το περισσότερο σύμφωνο με τους εκκλησιαστικούς κανόνες»: Της ιδίας, σελ. 68, 103. V). Η «χειραφέτηση και προσάρτηση των Μητροπόλεων των Νέων χωρών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως έγινε για τις Εκκλησίες της Επτανήσου και της Θεσσαλίας»: Της ιδίας, μν. έργ., σελ. 103. VI). Η «τήρηση του εκκλησιαστικού καθεστώτος των επαρχιών των Νέων Χωρών, με διοίκηση από το πατριαρχείο, χωρίς τη συμμετοχή της Ιεραρχίας των Νέων Χωρών», της ιδίας, μν. έργ., σελ. 103. VII). Έτσι η τελευταία λύση που ανέφερε (σ. σ. η εισηγητική έκθεση του Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων , 31-5-1928), ήταν η «πρόταση του αρχιεπισκόπου Αθηνών (σ.σ. Χρυσοστόμου Α΄ Παπαδόπουλου), δηλαδή η πλήρης διοικητική αφομοίωση της Εκκλησίας των Νέων Χωρών με την Εκκλησία της Παλαιάς Ελλάδος και διατήρηση της ψιλής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου…»: Της ιδίας, μν. έργ., σελ. 99,103. Βλέπε επίσης και Σεβ. Μητρ. Καισαριανής Δανιήλ, ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ « ιστορική ανασκόπησις … Νέων Χωρών, ήτις ωδήγησεν εις την έκδοσιν …Πράξεως του 1928.», Ι. Σ. Ι. της Εκκλησίας της Ελλάδος, 4-6,11-2003, http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/eisigiseis/nees_xores_2003.htm [xxxvi] Α). Μαλαματής Βαλάκου-Θεοδωρίδου, μν. έργ, σελ. 54, 60, 66. Β). Σεβ. Μητρ. Καισαριανής Δανιήλ ΕΙΣΗΓΗ-ΣΙΣ « ιστορική ανασκόπησις … Νέων Χωρών, ήτις ωδήγησεν εις την έκδοσιν …Πράξεως του 1928.», Ι. Σ. Ι. της Εκκλησίας της Ελλάδος, 4-6,11-2003, http://www.ecclesia.gr/greek/ holysynod/eisigiseis/nees_xores_2003.htm [xxxvii] Μαλαματής Βαλάκου-Θεοδωρίδου, μν. έργ, σελ. 58: «…το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδυναμώθηκε και βρέθηκε σε δύσκολη θέση». [xxxviii] ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ, χιλιαεννιακοσιαεικοσιδυο, ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, εναλλακτικές εκδόσεις 2002, σελ.13, 15, 21, 73, 99, κ.λ.π. [xxxix] Αρκεί να προσέξουμε πως: α). Τον 18ο αιώνα έγιναν 30 αλλαγές Οικουμενικών Πατριαρχών με επάνοδο 10 φορές των εκπτώτων, λόγω της πολιτικής της Υψηλής Πύλης, δηλ. μέσος όρος Πατριαρχίας λίγο πάνω από τα 3 έτη. β) Τον 19ο αιώνα έγιναν 34 αλλαγές Οικ. Πατριαρχών με επάνοδο 8 φορές εκπτώτων για τους ίδιους λόγους της Υ. Π., με μέσο όρο Πατριαρχίας κάτι λιγότερο από 3 έτη. γ). Τον 20ο αιώνα όμως έγιναν 13 μόνο αλλαγές με μία μόνο επάνοδο, του Ιωακείμ Γ΄ (1901-1912), με μία κενή περίοδο (1918-1921) όταν καταλήφθηκε ο Οικ. Θρόνος από τον Τούρκο ψευτο-πατριάρχη παπα-Ευθύμ. Τον αι. αυτό, λόγω των νέων συνθηκών έχουμε μέσο όρο Πατριαρχίας άνω των 7 ετών. Μετά δε το 1948 έχομε 3 μόνο Πατριαρχίες με μέσο όρο άνω των 18 ετών!!! http://www.ec-patr.gr/ [xl] Α). Χρήστου Τσούβαλη, θεολόγου, γεν. γραμμ. Εστίας Θεολόγων Χάλκης, ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ, εφ. Η ΗΜΕΡΑ, ΠΑΤΡΑ, 18/10/2000: « Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) και την ίδρυση της Τουρκικής δημοκρατίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεχίζει τη δράση του ως θρησκευτικό και πνευματικό μόνο καθίδρυμα. Ο Πατριάρχης εξακολουθεί να φέρει τον επίσημο τίτλο "ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης". Τα προνόμια, που είχαν αναγνωρισθεί από μέρους των Οθωμανών Τούρκων έπαυσαν να υφίστανται. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, οι έλληνες ορθόδοξοι παρέμειναν μόνο στην Πόλη και στα νησιά Ίμβρο και Τένεδο με ωρισμένα δικαιώματα. Διατηρούν τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά τους ιδρύματα, όπως και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Από του 1923 και εξής η τουρκική μεταπολίτευση επέφερε αλλαγές και στην εσωτερική διοίκηση του Πατριαρχείου. Οι Γενικοί Κανονισμοί του 1860 έπαυσαν να ισχύουν. Έτσι το Πατριαρχείο λειτουργεί χωρίς εσωτερικό κανονισμό αλλά μόνο με τους Ιερούς Κανόνες, τις εκκλησιαστικές διατάξεις, τα πατριαρχικά και συνοδικά έγγραφα και τα εκκλησιαστικά έθιμα, που προσαρμόζονται κάτω από ένα πνεύμα εκκλησιαστικό ανάλογο με τις εμφανιζόμενες κάθε φορά περιστάσεις. Έπαυσε να υπάρχει και το Μικτό Συμβούλιο. Έτσι οι λαϊκοί δε μετέχουν πια στη διοίκηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, και η εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχου γίνεται από την Ενδημούσα Σύνοδο, στην οποία μετέχουν μόνο οι μητροπολίτες που βρίσκονται στην Πόλη υπό την προεδρία του πρώτου κατά την τάξη ιεράρχου». Β). ΜΑΡΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ, ΟΙ ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (1908-1912), Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ, τμήμα ιστορίας και Αρχαιολογίας, τομέας της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1990, 5ο ΚΕΦ., Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και Νεότουρκοι: α). «… Το σοβαρότερο όμως θέμα που κλονίζει τις ήδη συγκρατημένες σχέσεις Πατριαρχείου – Κυβέρνησης, είναι το ζήτημα των θρησκευτικών προνομίων του Πατριάρχη. Και πάλι ο υπουργός Εσωτερικών Hilmi πασά ανοίγει βαθύ ρήγμα, όχι μόνο με το Πατριαρχείο, αλλά και με όλη την ελληνική εθνότητα, όταν δηλώνει στον Πατριάρχη ότι τα εκπαιδευτικά θέματα εξαρτώνται από το Πατριαρχείο κατά παραχώρηση και όχι κατά προνόμιο…» (‘’Πρόοδος’’, αρ. 1477, 6/12/1908), σελ.180. β). «…Το ίδιο κατηγορηματικός εμφανίζεται (σ. σ. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄) και στις δηλώσεις του σχετικά με την εισαγωγή του νέου 18ου άρθρου, σύμφωνα με το οποίο θα επέλθει ομοιόμορφο εκπαιδευτικό σύστημα για όλους τους Οθωμανούς υπηκόους. Θεωρεί το άρθρο αντισυνταγματικό και επιζήμιο για την αυτοκρατορία, ενώ παράλληλα καταφέρεται και εναντίον του 11ου άρθρου, το οποίο θίγει έμμεσα την χριστιανική θρησκεία…» (‘’ Πρόοδος’’, αρ. 1647, 30/5/1909), σελ. 181. γ) «…Η βουλγαρική εφημερίδα ‘’den’’, παρότι δέχεται ότι η κατάργηση των εκκλησιαστικών προνομίων επιβάλλεται σε κάθε πολιτισμένο και νεωτεριστικό κράτος, αμφισβητεί αν η Οθωμανική αυτοκρατορία είναι τέτοιο…» (‘’Πρόοδος’’, αρ. 1771, 2/10/1909), σελ. 182. [xli] Ιωάννου Ε. Αναστασίου, μν. έργ., σελ. 457. [xlii] Του ιδίου σελ.459. [xliii] Αντωνίου – Αιμιλίου Ταχιάου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, πανεπιστημιακαί παραδόσεις, εκδ. Π. Πουναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1984, σελ. 53: «… Η αντίδρασις όμως κατά του ελληνικού στοιχείου ήτο αναπόφευκτος από τας αρχάς του 19ου αιώνος, ότε ήρχισεν η εθνική αναγέννησις της Σερβίας, ήρχισε μία συστηματική εκστρατεία υπέρ της αντικαταστήσεως της ιεραρχίας υπό εντοπίων. Το θέμα ανέλαβε προσωπικώς ο ηγεμών Μίλος, ο οποίος απήτησε και εκκλησιαστικήν αυτονομίαν παρά της Πύλης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πράγματι, κατόπιν πολλών προσπαθειών του Μίλος, κατά το έτος 1831 το πατριαρχείον ΚΠόλεως εχειροτόνησε τους σέρβους αρχιμανδρίτας, Μελέτιον και Νικηφόρον, εις μητροπολίτην Βελιγραδίου και επίσκοπον Σάμπατς-κραλιέβου αντιστοίχως και ανεγνώρισε την σερβικήν Εκκλησίαν ως αυτόνομον…». [xliv] Ιωάννου Ε. Αναστασίου, μν. έργ. σελ.459: «Οι σχέσεις μρ το Οικουμενικό Πατριαρχείο διαταράχτηκαν, όταν ο ηγεμόνας συνταγματάρχης Κούζας (1859) δήμευσε την περιουσία που ανήκε στα μοναστήρια της Ανατολής και με νόμους κήρυξε την εκκλησία αυτόνομη με αντικανονική διοίκηση. Το πατριαρχείο διαμαρτυρήθηκε έντονα,…». [xlv] Καθηγ. Θεολ. Σχολ. Θεσσαλ. , ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΡΝΑΝΙΔΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, εκδ. αφών Κυριακίδη, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 19852, 3. Το αυτοκέφαλο του 1879, σελ. 104-105. [xlvi] Ιωάννου Ε. Αναστασίου, μν. έργ. σελ.459: «Ύστερα από διαπραγματεύσεις το 1885, όταν ήταν πατριάρχης ο Ιωακείμ Δ΄, η εκκλησία αναγνωρίστηκε αυτοκέφαλη…». [xlvii] Α). Ιωάννου Ε. Αναστασίου, μν. έργ. σελ.463. Β). Σπυρίδων Δημ. Κοντογιάννης, αν. καθ. Θεολ. Σχ. Αθηνών, ένθετο εφ. Ελευθεροτυπίας, 3-07-2003, αρ.192, σελ. 47. [xlviii] Α). Η 7η Ολομέλεια της Μικτής Επιτρ. Θεολ. Διαλόγου μεταξύ των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, Balamand, Λίβανος, 17-24 Ιουν. 1993, Επίσκεψις, Αρ. 496-30.9.1993, σελίδες 7. Β). (Αρχιμ. Σπυρ. Σπ. Μπιλάλη, Η ΠΑΠΙΚΗ ΟΥΝΙΑ, έκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ, ΑΘΗΝΑ 1974. Γ). Σεβ. Μητρ. Γουμενίσσης Δημητρίου, Το μέγα αγνόημα των Λαϊκών και το μείζον αμάρτημα των κληρικών, «Δ. Η Ενωσιακή προοπτική του Βατικανού αντικειμενικώς και ορθοδόξως κρινομένη», http://web.otenet.gr/imgap/file1/antipapika.html Δ). Σεπτόν Πατρ γράμμα Παν Οικ Πατρ Βαρθολομαίου προς Μακ Πατρ Ρωσίας περί ιδρύσεως Ουνιτικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία, 4-12-2003, http://www.ec-patr.gr/admin/ [xlix] Πρωτ. και καθηγ. Θεολ. Σχ. Αθηνών, π. Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, ένθετο εφ. Ελευθεροτυπίας, 3-07-2003, αρ.192, σελ.14. [l] Ομιλία της Α.Θ.Π., του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, κατά την συνάντησιν Αυτού μετά των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών της Κούβας, των αντιπροσώπων άλλων Εθνικών Συμβουλίων Εκκλησιών των άλλων χωρών δικαιοδοσίας της Ι. Μητροπόλεως Παναμά (203/01/2004), http://www.ec-patr.gr/ docdisplay.php?id=13&cat=apth : «…Η δικαιοδοσία όμως του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν περιορίζεται εντός των ορίων του σημερινού κράτους της Τουρκίας, αλλά καλύπτει έν μέγα μέρος της Ελλάδος, την Δυτικην Ευρώπην, τον Νέον Κόσμον (Αμερικήν και Ωκεανίαν), ως και την Άπω Ανατολήν, συμφώνως προς τας αποφάσεις και τους κανόνας των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι εμπιστεύονται εις αυτό την ευθύνην όλων εκείνων των περιοχών, αι οποίαι δεν καλύπτονται υπό των παλαιφάτων Ορθοδόξων Πατριαρχείων της Ανατολής και των λοιπών Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών….». [li] Πρόποσις της Α.Θ.Π., τού Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, κατά το γεύμα του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών της Κούβας (23/01/2004), http://www.ec-patr.gr/docdisplay.php?id=14&cat=apth : «…. Οπωσδήποτε γνωρίζετε ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία ευρίσκεται εν διαλόγω Αληθείας και Αγάπης τόσον μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας της πρεσβυτέρας Ρώμης, η οποία και εκφράζει θρησκευτικώς το μεγαλύτερον τμήμα του Λαού της Κούβας και των λαών της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής, όσον και μετά της Αγγλικανικής Κοινωνίας (Ομολογίας) και άλλων Χριστιανικών Ομολογιών. Πραγματοποιούμεν διαλόγους ακαδημαϊκούς και μετ’ άλλων θρησκευμάτων, ως το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός. Οι διαθρησκειακοί και διεκκλησιαστικοί ούτοι διάλογοι μας φέρουν πλησίον και μας δίδουν την ευκαιρίαν να γνωρίσωμεν καλλίτερον ο εις τον άλλον και το «πιστεύω» του, να εκτιμήσωμεν όσα κοινά έχομεν και να εξετάσωμεν όσα μας διαφοροποιούν και τι εξ αυτών είναι τυχόν ιάσιμον. Ακόμη, μας δίδουν την ευκαιρίαν να ενώσωμεν την φωνήν μας δια την προστασίαν της προσωπικής ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας της εκφράσεως της θρησκευτικής πίστεως, της ισονομίας και της δικαιοσύνης. Να ενώσωμεν την φωνήν μας υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, της εξαλείψεως της αδικίας και της δυστυχίας εις όλας τας χώρας του κόσμου, και εις αυτάς τας ευημερούσας, εις τας οποίας επίσης υπάρχουν άπειροι πεινώντες και άνεργοι και άστεγοι και απελπισμένοι. Να ζητήσωμεν από κοινού τον σεβασμόν των δικαιωμάτων των εις τας διαφόρους χώρας μειονοτήτων, την εξάλειψιν του «ρατσισμού» και τα τοιαύτα. Παραλλήλως, να εργασθώμεν από κοινού εις προγράμματα αμέσου ανακουφίσεως προσώπων και λαών ευρισκομένων υπό συνθήκας όλως εκτάκτου ανάγκης…..» [lii] Olivier Clement, μν. έργ., σελ. 48-53. [liii] Μακαρ. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΣΚΙ, έργα 4, ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, μετ. Παν. Κ. Πάλλη, εκδ. Π. Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1979, σελ. 251-256 και ειδικά σελ. 253: « Προφανώς ο Φιλάρετος προηγείτο της εποχής του, όχι μόνο στην Ανατολή… Ααφ’ ετέρου η περιγραφή του Φιλάρετου ήταν σαφώς ελλιπής. Μίλησε για μόνο άποψη της ενότητος, δηλαδή για την ενότητα του δόγματος. Δεν είπε πολλά για την εκκλησιαστική τάξη…». [liv] Μακαρ. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΣΚΙ, έργα 4, μν., έργ., σελ. 290-291. [lv] Α). Αρχιμ. Ανδρέα Νανάκη, μν. έργ., σελ. 41-42. Β). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ. , σελ. 31-32. [lvi] Α). Μακ. Αρχιεπ Χριστοδούλου (Κ. Παρασκευαίδη), ως Μητρ. Δημητριάδος, ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΗΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ κ.λ.π., Α΄ ΑΝΑΤΥΠΩΣΙΣ. Β). Λάμπρου Δ. Κτενά, ΠΙΣΩ ΑΠ’ Ο,ΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ, ΑΘΗΝΑΙ 1994, έκδ. Τρίτη. [lvii] Α). ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΓΟΥΣΙΔΗ καθ. Θεολ. Σχ. Θεσαλ., ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ, Η … «ΖΩΗ»…, εκδ. Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1993, σελίδες 191. Β). ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΙΔΕΩΝ, μαρτυρία, εκδ. Δόμος, Α΄ εκδ. 1987, σελίδες 346. Γ). Μοναχ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, « Το εκκλησιαστικόν πρόβλημα», Θεσσαλονίκη – Άγιον Όρος 1994, σελ.13-54. Δ). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., σελ. 57, 68, 93, 94-97, 140-143. [lviii] Α). Σεπτόν Πατριαρχικόν Γράμμα προς τον Μακ. Αρχιεπ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλον, δια το θέμα των εν Βορείω Ελλάδι και Αιγαίω Επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (01/12/2003). http://www.ec-patr.gr/admin/apofasis/13.htm Β). ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΞ ΕΠΟΨΕΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ, 2η έκδ., εκδ. ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1964, σελ. 62-82. Γ). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., σελ. 39-51, 57-98. Δ). Κωνστ. Δωρ. Μουρατίδου, ΕΚΚΛΗΣΙΑ – ΠΟΛΙΤΕΙΑ – ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ΑΘΗΝΑΙ 1975, σελ. 9. [lix] Α). Χρ. Σαρτζετάκη, Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ, http://www.sartzetakis.gr/ Νέα Πεντέλη, 8-10-2003. Β). Απόστολος Αλεξάνδρου: α). Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΨΕΙΣ, Θεσσαλονίκη 21/10/2003, http://www.antibaro.gr/religion/alexandrou_neesxwres.php β). Η αδικία σε βάρος της εκκλησίας της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 09/12/2003, http://www.antibaro.gr/religion/alexandrou_adikia.php [lx] Α). Σεβ. Μητρ. Καισαριανής Δανιήλ, ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ « ιστορική ανασκόπησις … Νέων Χωρών, ήτις ωδήγησεν εις την έκδοσιν …Πράξεως του 1928.», Ι. Σ. Ι. της Εκκλησίας της Ελλάδος, 4-6,11-2003, http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/ Β). Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ «νομοκανονική θεώρησις της πατριαρχικής και συνοδικής πράξεως του 1928», Ι. Σ. Ι. της Εκκλησίας της Ελλάδος, 4-6,11-2003, http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/eisigiseis/arch_noe_o1.htm [lxi] Α). Χρ. Σαρτζετάκη, μν. άρθρο: «Έτσι και από τα πράγματα καταδεικνύεται, παρά τα αντιθέτως ακρίτως λεγόμενα, πόσον ορθή και εθνωφελής υπήρξεν η ευθύς μετά την εθνικήν απελευθέρωσιν διά του βασιλικού διατάγματος του 1833 «διακήρυξις περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας», έργον του εκ των Αντιβασιλέων αειμνήστου Γεωργίου-Λουδοβίκου Μάουρερ και του λογίου κληρικού Θεοκλήτου Φαρμακίδου, με ομόθυμον σημειωτέον συναίνεσιν του συνόλου των Αρχιερέων». Β). Χτυπήματα του τσαρισμού στην Ελλάδα, εφ. Νέα Ανατολή, φ.355, 2-7-2000. [lxii]. Πρωτ. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, Ορατός ο κίνδυνος βατικανοποιήσεως της Ορθοδοξίας, εφ. Ορθ. Τύπος 27-7-2001, και http://www.ekdoseis-ypakoh.gr [lxiii] Α). DIMITRU STANILOAE, ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ, το πρόβλημα της intercommunion, εις. Παν. Νέλλας, μετ. Ελ. Μάϊνας, εκδ. ΑΘΩΣ, ΠΕΙΡΑΙΥΣ, 1976, σελίδες 117. Β). Αρχιμ. (και καθ. Δογματικής) π. Ιουστίνου Πόποβιτς, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΕΚΔ. «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ 1968, Η υψίστη αξία και το έσχατον κριτήριον εν τη Ορθοδοξία, σελ. 102-132. [lxiv] Α). Αγιορ. Μοναχού ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΖΑΡΙΦΟΠΟΥΛΟΥ, του Αγιαννανίτου, ΚΑΤΑ ΛΑΤΙΝΟΦΡΟΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ, Άγιον Όρος – Αθήναι 1973, σελ. 5 κ. εξής. Β). Πρωτ. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, μν. άρθρο. Γ). Χρήστου Γιανναρά, Το φοβερό ενδεχόμενο λογοδοσίας, εφ. Καθημερινή της Κυριακής, 02-11-2003. Δ). Ιερόν Κοινόβιον του Κουτλουμουσίου, Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ, εκδόσεις Ι. Μ. ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1992, σελίδες 131. [lxv] Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Οικουμενικότητα και αυτοκεφαλία, αναφέροντας κείμενο του Olivier Clement, Η αλήθεια ελευθερώσει ημάς, μν. έργ., σελ.47, στο περιοδικό Άρδην, τ. 45, σελ. 40: «Η αυτοκεφαλαρχία σχηματίζει σταδιακά τη θεωρεία της, λέει πως το θεμέλιο της εκκλησιολογίας δεν είναι η ευχαριστιακή αρχή, αλλά η φυλετική και εθνική αρχή. Η ‘’τοπική’’ Εκκλησία σημαίνει στο εξής την ‘’εθνική’’ Εκκλησία, με παράλληλη εφαρμογή της τριαδικής αναλογίας ,καθώς το ‘’πρωτείο τιμής γίνεται ‘’ισότητα’’ τιμής». [lxvi] Χρήστου Γιανναρά, μν. άρθρο, εφ. Καθημερινή, 02-11-2003. [lxvii] Α). Πρωτ. π. Δημητρίου Βασιλειάδη, άρθρο Οδύνη και αγωνία, Κομοτηνή 22-10-2003, http://www.orthodoxnet.gr/modules.php? op=modload&name=News&file=article&sid=48. Β). Νεκλή Σαρρή, τι υποκρύπτεται πίσω από την διαμάχη, περιοδικό Άρδην, τ.45, σελ. 33. [lxviii] Α). Μανώλη Γλέζου, περιοδικό Άρδην, τ.44, σελ. 28, Αυτοδιοίκηση, όχι ετεροδιοίκηση: «… Με τη φόρα που έχουν πάρει, σε λίγο, θα μας παρασκευάσουν μιαν αυτοδιοίκηση, όπου κάθε Νομός θα είναι ένας Δήμος, και σε λίγο κάθε Περιφέρεια ένας Δήμος, και κατόπιν όλη η Ελλάδα ένας Δήμος, που θα την κανοναρχεί ο Πλανητάρχης της Παγκοσμιοκρατίας (Μπους ή άλλος παρόμοιός του)…». Β). Κώστα Ιορδανίδη, Περί Οικουμενικότητος, εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 2-11-2003: «… Είναι επίσης βέβαιο ότι ο εκάστοτε Πατριάρχης ΚΠόλεως θα έχει την υποστήριξη των δυτικών εκείνων δυνάμεων που θέλουν να περιορίσουν την ισχύ της Ρωσικής Εκκλησίας…. Κανένας Τόμος ή Πράξη Πατριαρχική δεν είναι δυνατόν να διασφαλίσει ‘’δικαιώματα’’, ούτε μια οικονομική ολιγαρχία μπορεί να στηρίξει έναν διαχρονικό θεσμό, επειδή θεωρεί ότι δια του τρόπου αυτού καλύπτει ανάγκες κοινωνικής της προβολής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν επιτρέπεται να γίνει life style κάποιων νεόπλουτων, που οργανώνουν βαφτίσεις και γάμους στο Φανάρι, ούτε και να ταυτίζεται με τον εσμό των ‘’εκσυγχρονιστών’’, που αντιμετωπίζουν την Αυτοκέφαλη εκκλησία της Ελλάδος – Ποίμνιο και Ιεράρχες – ως άθροισμα αναχρονιστών, ανικάνων να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιήσεως…» [lxix] Αρχιμ. π. Αρσένιου Μέσκου, συνέντευξη στο περιοδικό ΑΝΑΛΟΓΙΟ, έκδ. Ι. Μ. Σερβίων και Κοζάνης, τ. 4, χειμώνας 2003, σελ.107: «Η Εκκλησία στην Ελλάδα είναι περιθώριο, είναι στο περιθώριο ήδη από την εποχή της μεταπολίτευσης. Ιστορικές συγκυρίες απαλύνουν πολύ αυτό το γεγονός και μας ευκολύνουν να μην το παρατηρούμε ή ακόμα να νομίζουμε και το αντίθετο…». [lxx] Α). Σεβ, Μητρ. Γουμενίσσης Δημητρίου, εκκοσμίκευση και Εκκλησία, http://web.otenet.gr/imgap/file1/Ekkosmikefsi.html : « ..Ως φαινόμενο παρήχθη από τη θεολογική ή φιλοσοφική προσπάθεια απαλλαγής του κόσμου από το Δυτικώς προβαλλόμενο είδωλο του θεού-Φεουδάρχη και των ‘’αλάθητων’’ επίγειων πριγκήπων ‘’Του’’….Οι ανθρωποπαθείς παρανοήσεις της χριστιανικής αποκαλύψεως και οι παραχαράξειςτης εκκλησιστικής ζωής, δηλαδή η μεταποίηση της ‘’Εκκλησίας’’ ουσιωδώς σε κρατική οντότητα….Δε χρειάζεται άλλο τεκμήριο πέραν του γεγονότος ότι στις συζητήσεις για το Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως οι ‘’παραδισιακές’’ Εκκλησίες των χωρών-μελών προτείνουν να περιληφθούν κάποιες ηθικές αρχές εν ονόματι της χριστιανικής καταγωγής της Ευρώπης..». Β). Μοναχός Μωϋσής Αγιορείτης, Μοναχισμός και Εκκοσμίκευση, συλλ. Τόμος ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ, εκδ. ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ, Α΄ έκδ. Νοέμβριος 2003, σελ. 139: «…Τώρα, αν ένας νέος ιερομόναχος παραμένει μόνος, μόνιμα σ’ ένα πλούσιο διαμέρισμα της μεγαλουπόλεως, με όλες τις ανέσεις και τις παροχές των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών μέσων, αφού έγινε μοναχός σε μια ενορία και γράφτηκε εντελώς τυπικά σ’ ένα μοναστήρι, που καμιά φορά δεν το γνωρίζει, αντιλαμβάνεστε το μέγεθος του προβλήματος…». Γ). Αρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου, καθηγουμένου Ι. Μ. Τατάρνης, Η εντός των ‘’τειχών’’ εκκοσμίκευσις, προηγ. Τόμος, σελ. 159: «…Τώρα πλέον στον τύπο του σύγχρονου μοναχού δεν ταιριάζει το ‘’πολύθυρον τριβώνιον’’, το τρύπιο ράσο δηλαδή, ούτε τα χονδροπάπουτσα, ούτε οι ‘’μαλλίνες’’ ούτε τα τσουράπια ούτε ο τορβάς. Τώρα το λόγο έχουν τα πτυχία, οι γνώσεις, οι δημόσιες σχέσεις. Και κυρίως ο ‘’κοινωνικός μοναχισμός’’. Λίγη προσευχή (και αυτή σε ζεστό ή δροσερό περιβάλλον, αναλόγως εποχής) και πολύ δράσις. Πολλή φιλοσοφία και ελάχιστη θεολογία, δηλαδή ζωή πνευματική. Πολλή κριτική εναντίον πάντων (μηδέ του Πατριάρχου εξαιρουμένου) και καθόλου αυτοκριτική…». [lxxi] Πρωτ. π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Εκκοσμίκευση ή Εγκοσμίκευση, περιοδ. ΑΝΑΛΟΓΙΟ, τ. 4, Χειμώνας 2003, σελ. 75: «Το πρόβλημα είναι πως ο οποιοσδήποτε εκσυγχρονισμός , και ο ελληνικός επίσης, δεν υπάρχει παρά αντικρυστά με τον ενιστάμενο ομόλογό του:;;;;;; τον φονταμενταλισμό. Με κοινό ενδιαφέρον τους για την Ιστορία και την Ισχύ, διακρίνονται μόνον ως προς την χρήση της παράδοσης για την επίτευξη του ιδίου σκοπού, δηλαδή της ιστορικής Ισχύος….». [lxxii] Α). Philip Sherrard, ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ, εκδ. «ΑΘΗΝΑ», Αθήνα 1971, κεφ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, σελίδες 294-323 και ειδικά σελ.298-299: «Η Ελληνική μορφή του Εραστιανισμού – δηλαδή του δόγματος της υποταγής της Εκκλησίας στο κράτος – που θεμελιώθηκε από την Εκκλησιαστική συμφωνία του 1833, έκανε ακριβώς το ίδιο: υποβόβασε την Εκκλησία στην Ελλάδα σ’ εξάρτημα της πολιτείας, και τους αξιωματούχους της σε κάτι λίγο παραπάνω από υπαλληλίσκους της κυβερμητικής γραφειοκρατίας… Μόλις στα 1850 μπόρεσε να πειστεί ο Πατριάρχης ν’ αναγνωρίση τη νέα κατάσταση στην Ελλαδική Εκκλησία,. Κι αυτό με ορισμένες προϋποθέσεις που έμειναν, στην πραγματικότητα, διαρκώς ανεκπλήρωτες από την Εκκλησία της Ελλάδας». Β). Μακαριστού π. Ιωάννου Σάββα Ρωμανίδου, Δογματοϊστορική Εισαγωγή στον τόμο Ι, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, ΡΩΜΑΙΟΙ ΄Η ΡΩΜΗΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΕΚΔ. π. Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1984, σελ. 187: «Όθεν εκείνο το οποίον επιβάλλεται σήμερον εις τους θεολόγους και ιστορικούς, δια την ορθήν αξιολόγησιν της Ρωμιοσύνης, είναι να διακριθεί σαφώς από την πολιτικήν, οικονομικήν, στρατιωτικήν, κρατικήν επιρροήν, κ.τ.λ…». Γ). Πάνου Νικολόπουλου, μνημ. περιοδικό ΑΝΑΛΟΓΙΟ, Εκκλησία και δίκαιο σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, σελ. 96: «…Με την παρέμβασή της αυτή η Εκκλησία (σ.σ. εάν τυχόν επιτύχει να ψηφιστεί μια διάταξη νόμου σύμφωνη με τη διδασκαλία της ή να αποτραπεί η ψήφιση κάποιου ‘’αντιχριστιανικού’’ νόμου) δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να συμμετέχει στην διαμόρφωση της ελληνικής έννομης τάξης, που θεμελιώνεται στην κοσμική ιδεολογία του διαφωτισμού….». [lxxiii] Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, μν. συλλ. Τόμος περί ΕΝΟΡΙΑΣ, η νόσος της εκκοσμικεύσεως, σελ. 15: «Της αλλοιώσεως φρονήματος και ήθους προυγείται η αποσύνδεση φρονήματος και ήθους. Αποσυνδέεται δηλαδή η καθημερινή ζωή των πιστών από τις επιταγές της πίστεως. Το γεγονός αυτό έχει άμεση σχέση με την καλλιέργεια της ατομικής ευσέβειας, κατ’ επίδραση προτεσταντική και με τη θρησκειοποίηση της Εκκλησίας, η οποία εκλαμβάνεται ως ένας εγκοσμιοκρατικός οργανισμός που καλύπτει τις ‘’θρησκευτικές ανάγκες’’ των πιστών ή ένας θεσμός απλώς χρήσιμος για την ηθικοποίηση των πολιτών και για την επιβίωση του έθνους». [lxxiv] Πρωτ. π. Μιχαήλ Καρδαμάκη, μν. συλλ. Τόμος περί ΕΝΟΡΙΑΣ, η εκ νέου ανακάλυψη της Ενορίας, σελ. 107 «…Η παρακμή αυτών των Ενοριών (σ.σ. των γιγαντιαίων αστικών) μαρτυρεί την γενικότερη κρίση ή απελπισία της Εκκλησίας ως οργανωμένης διοικήσεως ή δημόσιας υπηρεσίας, όταν η επαγγελματική της εκπαίδευση ή σχολική ποιμαντική της, καταρτίζει εφημερίους (γιατί υπάρχουν για τις ενορίες αυτές και εφημέριοι χωρίς καμία κατάρτηση!), που αρνούνται το χάρισμα της ιερωσύνης - χάρισμα Σταυρού -, ή αγνοούν τη συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη, τον ένα, φοβούμενοι το μικρό ποίμνιο. Δεν είναι τυχαίο ότι περιφρονείται κάθε μικρή αριθμητικώς Ενορία ή ότι το πάθος των εφημερίων μας είναι οι μεγάλες αριθμητικώς Ενορίες». [lxxv] Αρχιμ. Σαράντου Σαράντη, μν. συλλ. Τόμος περί ΕΝΟΡΙΑΣ, Εκοσμίκευση κατά τη θεία Λατρεία, σελ. 72: «επιτρέψτε μου μια παρατήρηση για το Σύμβολο της πίστεως και για το πάτερ ημών. Ο νεοεισαχθείς τρόπος εκφοράς τους από όλο το εκκλησίασμα είναι αήθης και μοιάζει κοσμικός. Ασφαλώς, είναι δάνειο από τις θρησκευτικές οργανώσεις της πατρίδας μας, οι δε οργανώσεις έκαναν εισαγωγή από τις εκκλησίες της Δύσεως, που έχασαν τον απλό αλλά αυθεντικό τρόπο εκφοράς τους από τον προεστώτα ή την προεστώσα στα Μοναστήρια και προπαγάνδισαν το θρησκευτικό οχλοκρατικό λαϊκισμό….. Το «όλοι μαζί», εκτός του ότι δεν είναι καλόηχο, είναι και σύνθημα αποκρυφιστικό, όπως είχε αποδείξει ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος. Γι’ αυτό απάδει στον ιερό χώρο της θείας Λειτουργίας». [lxxvi] Αρχιμ. και καθηγ. Δογματ., μακαριστού π. Ιουστίνου Πόποβιτς, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ, εκδ. ΑΣΤΗΡ, ΑΘΗΝΑ 1968, σελ. 56: «Είναι πλέον καιρός, είναι η δωδεκάτη ώρα, να παύσουν οι εκκλησιαστικοί μας αντιπρόσωποι να είναι αποκλειστικά δούλοι του εθνικισμού, και να γίνουν αρχιερείς και ιερείς της Μιάς , Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας…». [lxxvii] Οι δημοσιεύσεις αυτές είναι πάρα πολλές και γνωστές. Το ίδιο και οι συζητήσεις σε μεγάλη μερίδα πιστών και μη. [lxxviii] Αρχ. Ανδρέα Νανάκη, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, σελ. 88: «Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας το Γένος αντιστέκεται και μέχρι τον 19ο αιώνα έχει ιδεολογική συνοχή και συγκεκριμένη προοπτική, που ήταν η ανασύσταση της αυτοκρατορίας της Κπολης. Στα χρόνια αυτά η θρησκευτική πίστη καθορίζει τη θέση των υπηκόων στην Οθωμανική αυτοκρατορία….». [lxxix] ΜΑΡΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ, μν. έργ., ειδικά σελίδες 192-265. [lxxx] Olivier Clement, μν. έργ., σελ.49. [lxxxi] Olivier Clement, μν. έργ., σελ. 83. [lxxxii] Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ, Το αίνιγμα της ελληνικής ταυτότητας, Γενική εισαγωγή, εκδ. Αρμός, σελίδες 342-344 και ειδικά σελ. 347: «…Το τι θα έλθει, όταν και αν ‘’τελειώσει’’ ο μενταμοντερμονισμός, η ‘’τελευταία’’ αυτή φάση της νεωτερικότητας, το ονομάζουμε, ελλείψει καταλληλότερης λέξης, ‘’μετανεωτερικότητα’’». [lxxxiii] Παναγιώτης Μπούρδαλας, συνέντευξη στον μακαριστό Παναγιώτη Νέλλα, περιοδικό Σύναξη, τ.8, Φθινόπωρο 1983, σελ. 97: «Στη Δύση ήταν διαλεκτικά και ιστορικά αναγκαίο οι ζωντανές δυνάμεις νάρθουν σε ρήξη με την τυρρανική ψευτοθεοκρατική κοινωνία, που συμπορευόταν ταυτόχρονα και αρμονικά με τη λατρεία της συσώρευσης του κεφαλαίου και μεγέθυνε την κοινωνική αδικία. Με το διαφωτισμό πρώτα, το μαρξισμό αργότερα και τις αναρχίζουσες ή οικολογικές αντιλήψεις σήμερα, συγκροτείται η ρήξη. Στο κέντρο της ζωής αντί για το «είδωλο θεός», προσπάθησαν να τοποθετήσουν τον άνθρωπο, στη θέση του κεφαλαίου το «λαό’. Μα χωρίς καθολικές προύποθέσεις, απέμειναν από τον άνθρωπο τα συντρίμμια του, ένστικτα και νους, από το λαό τα συστήματα συγκρότησής του. Έχουμε δηλαδή μια Δύση συστηματοκεντρική και ταυτόχρονα διασπαστική». [lxxxiv] Αναστασίου Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας, μν. έργ., σελ. 249: « Η σύλληψη, τα κριτήρια και ο τρόπος λειτουργίας του όλου συστήματος έχουν στηριχθεί στον δυτικό καπιταλισμό, στη λογική της ελεύθερης οικονομίας, της οποίας η δυναμική στηρίζεται στη διαρκή κερδοφορία….». [lxxxv] Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ, μν. έργ., σελ. 359: «Λέμε ότι μπήκαμε σε μια ιστορική τροχιά όπου τα διαλυμένα άτομα έχουν την τάση να διαλύονται ακόμα περισσότερο και ο πληθυσμός τους να αυξάνεται. Ότι το πλήθος των μοντέρνων, ρομαντικών, διαφωτιστικών ή και νεορομαντικών Ατόμων έχει την τάση να αραιώνει. Ότι έχει την τάση να αυξάνεται, εξ αντιδράσεως, η αναμονή κολεκτιβιστικών υποτροφικών εξελίξεων. Με άλλα λόγια: το μεταμοντέρνο σχετικιστικό-μηδενιστικό ρεύμα επιβάλλεται, ενώ παράλληλα α) αναπτύσσεται ο φουνταμενταλισμός και β) το Άτομο αντιστέκεται με αλυσιτελή εκσυγχρονιστικά προγράμματα και αντιφουνταμελιστικές εκστρατείες. Το Αμερικάνικο άτομο νομίζει ότι η ειδωλολατρεία της Αγοράς είναι εγγύηση των κατακτήσεών του…». [lxxxvi] Olivier Clement, Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ «ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», έκδ. Αθηνά, ΑΘΗΝΑ 1973. [lxxxvii] Αναστασίου Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας, μν. έργ., σελ. 85-92. [lxxxviii] Νίκου Α. Ματσούκα, ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ Α, Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, εκδ. Π. Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1990, σελ. 183: «Οι πρώτοι θεολόγοι, οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί και γενικώς οι πατέρες της Εκκλησίας….στους Ιουδαίους, λόγου χάρη, που έλεγαν ότι η χριστιανική διδασκαλία είναι μια νεοφανής αίρεση, απαντούσαν ότι η ιστορία του Χριστιανισμού αρχίζει με την δημιουργία, και ότι είναι κληρονομιά του Αβραάμ. Η αγία Τριάδα αποκαλύπτεται στον Αβραάμ, και ο άσαρκος Λόγος καθοδηγεί την ιστορία του Ιασραήλ…». [lxxxix] Μιλτιάδη Δ. Κωνσταντίνου, καθηγ. Παλ. Διαθ. στη Θεολ. Σχ. Θεσσαλ., Ρήμα Κυρίου κραταιόν, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 184: «Ο Αβραάμ αποδεσμεύεται από κάθε κοσμική εξάρτησή του ( πατρίδα, οικογένεια) και μεταναστεύει μαζί με την άτεκνη σύζυγό του σε άγνωστη χώρα, υπακούοντας στην κλήση του Θεού και εμπιστευόμενος στην υπόσχεσή του, ότι θα αποκτήσει απογόνους. Την ίδια απροϋπόθετη πίστη στο Θεό επιδεικνύει ο Αβραάμ και στη νέα χώρα όπου εγκαθίσταται, όταν ανανεώνεται η επαγγελία της γέννησης απογόνου (Γέν. Ιε΄,1-21). Η πίστη αυτή δοκιμάζεται όταν ο Θεός απαιτεί τη θυσία του Ισαάκ, του καρπού δηλαδή της υπόσχεσης (Γεν. κβ΄, 1-19). Η δημιουργία και το μέλλον του εκλεκτού λαού του Θεού εξαρτώνται από αυτή την απροϋπόθετη πίστη (πρβλ. Εβρ. Ια΄, 8-12), εφόσον πρόκειται όχι μόνο για τους κατά σάρκα απογόνους του Αβραάμ, αλλά για όλους εκείνους τους οποίους η ίδια πίστη καθιστά ‘’τέκνα Αβραάμ’’ (Γαλ. Γ΄, 7 πρβλ. Πρξ. Β΄, 39)». [xc] ΓΕΝΕΣΙΣ, κεφ. 15, στιχ. 5-6. [xci] Αρχιμ. και καθηγ. Δογματικής π. Ιουστίνου Πόποβιτς, απόσπασμα από τον Γ΄ τόμο της δογματικής του, στο βιβλίο « ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, επισκόπου Αθαν. Γέβτιτς, εκδ. νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα, Μαϊος 2001,σελ. 156. [xcii] Πέτρου Β. Βασιλειάδη, καθηγ. θεολ. Σχ. Θεσσαλ., Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, Εκκλησία-Κοινωνία - Οικουμένη 4, εκδ. παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.166: «…, που ουσιαστικά υποδουλώνουν και συμβολικά αναδεικνύουν την πάλη ανάμεσα στη λατρεία του Θεού και του ‘’αρνίου’’, και τη λατρεία του θηρίου. Ανάμεσα στην εκκλησία και την κεφαλή της το Χριστό, το εσφαγμένο αρνίο, και τη ρωμαϊκή εξουσία και το ρωμαίο αυτοκράτορα, που επί Δομιτιανού ελατρεύετο ως dominus et deus,(σ.σ. δηλαδή ως Κύριος και Θεός).». [xciii] Philip Sherrard, μν. έργ., σελ. 301. [xciv] Κατά Ματθαίον, κεφ. 9, στίχ. 17-18, μετάφραση των «έξι» καθηγητών, έκδ. ΒΙΒΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, ΑΘΗΝΑ 1989, σελ. 20. Στο πρωτότυπο είναι: ««Ουδείς δε επιβάλλει επίβλημα ράκους αγνάφου επί ιματίω παλαιώ. Αίρει γαρ το πλήρωμα αυτού από του ιματίου, και χείρον σχίσμα γίνεται. Ουδέ βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς. Ει δε μήγε, ρήγνυνται ποι ασκοί, και ο οίνος εκχείται και οι ασκοί απολούνται. Αλλά οίνον νέον εις ασκούς βάλλουσιν καινούς, και αμφότεροι συντηρούνται». [xcv] Καθηγ. Πανεπ. Σάββα Αγουρίδη, ερμηνεία της καινής Διαθήκης, Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, εκδ. Π. Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1994, σελ. «… Τα παραπάνω δείχνουν πολύ καθαρά τη διαπλοκή των κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων με τους θρησκευτικούς. Στην αυτοκρατορική λατρεία έχουμε την πιο έντονη και πιο ωμή μεταμόρφωση του κράτους σε θρησκεία. Με μεγάλη συντομία πρόκειται για το εξής: με την αλλαγή της Δημοκρατίας σε Αυτοκρατορία, η Ρώμη προσεταιρίζεται από την Ανατολή το θείο χαρακτήρα της κρατικής εξουσίας.Σιγά-σιγά αλλά σταθερά, πλάι στη θρησκευτική ανεξαρτησία της δημοκρατικής περιόδου, οικοδομείται η λατρεία του αυτοκράτορα ως λατρεία του πνεύματος της αυτοκρατορικής Ρώμης, ως ιδεολογικός – θρησκευτικός ενωτικός κρίκος περί την κεντρική εξουσία…». [xcvi] Philip Sherrard, μν. έργ., σελ. 302. [xcvii] Philip Sherrard, μν. έργ., σελ. 305. [xcviii] Εννοείται πως η θεϊκή προσκύνηση του αυτοκράτορα, που θεωρείτο Κύριος και Θεός, εξέλιπε. [xcix] Ν. Ζέρνωφ, ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥΣ, μετ. Γ. Στεφόπουλου, εκδ. ΑΣΤΗΡ, ΑΘΗΝΑ 1972, σελ.9, 11-12: Σε αντίθεση με τη Ρωμαϊκή κληρονομιά, οι Ρώσοι βαπτισμένοι ηγεμόνες, με εξαίρεση την αρχική παλινωδία του πρώην αιμοχαρή και πρώτου βαπτισμένου ηγεμόνα, αφού «ο ίδιος κάλεσε από την ΚΠολη ιεραποστόλους και έτσι έθεσε τα θεμέλια της Ρωσικής Εκκλησίας», Βλαδίμηρου του Κιέβου (π.1015), επηρεασμένου από τους έλληνες επισκόπους που «επέμεναν ότι ο άρχοντας έχει υποχρέωση να τιμωρεί αυστηρά τους πονηρούς. Υπάκουσε απρόθυμα ο Βλαδίμηρος, αλλά δεν άλλαξε γνώμη και έμενε πεπεισμένος ότι τα βασανιστήρια και η θανατική ποινή δεν έχουν θέση σε καμιά χριστιανική κοινωνία. Η ίδια γνώμη υποστηρίχθηκε από ένα μεγάλο αριθμό Ρώσων χριστιανών, και ωρισμένοι επιφανείς άρχοντες – όπως ο ηγεμόνας Βλαδίμηρος ο Μονομάχος (π. 1125), η Αυτοκράτειρα Ελισάβετ (π. 1761) και ο Αλέξανδρος ο Β΄(π. 1881) κέρδισαν παγκόσμια επιδοκιμασία καταργώντας τη θανατική ποινή από τη νομοθεσία της χώρας…». [c] Olivier Clement, μν. Έργ., σελ. 43: «…Στο τέλος του 6ου αιώνα, εφόσον η «Οικουμενική» Αυτοκρατορία είχε εξαφανιστεί στη Δύση αλλά εξακολουθούσε να υπάρχει στην ανατολή, ο πατριάρχης ΚΠολεως πήρε το όνομα «Οικουμενικός πατριάρχης». [ci] Θεόδωρου Ι. Ζιάκα, Η ΕΚΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, η κρίση της νεωτερικότητας και η ελληνική παράδοση, εκδ. αρμός, Αθήνα2001, σελ. 300: «Στο Βυζάντιο, αλλά γενικότερα, η Εκκλησία φαίνεται να περιορίζει τη διεκδίκηση του τριαδικού τύπου της συλλογικότητας μόνο στο εσωτερικό της. Η πολιτεία, το Κράτος, ο Κόσμος, αφήνονται απ’ έξω. Ανήκουν στη δικαιοδοσία του διαβόλου (του «άρχοντος του αιώνος τούτου»). Ανήκουν στον «Καίσαρα» και τελικά στον Σουλτάνο, που καθίσταται οιωνί απαραίτητος. Αυτή είναι η πιο ακραία, η χειρότερη διατύπωση. Στην καλύτερη διατύπωση πρόκειται για την παθητική αποδοχή του δυαδισμού Εκκλησίας - Αυτοκρατορίας. Για την παθητική αναγνώριση της αντίθεσης τριαδικού και δυναμοκεντρικού συλλογικού. Για την όχι εντελώς επιτυχή εφαρμογή της συνταγής ¨τα του καίσαρος τώ καίσαρι». Για τη μη αμφισβήτηση της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Αυτό δεν ήταν μήπως και το status του «ιστορικού συμβιβασμού»;». [cii] Βασιλείου Τρ. Γιούλτση, Κοινωνιολογία του αθεϊσμού, Θεματικά όρια και προβλήματα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 31: «παράλληλα η ανάπτυξη του μοναχισμού εξασφάλισε στην Εκκλησία το απαραίτητο χαρισματικό αντιστάθμισμα, που ήταν αναγκαίο για την συγκράτηση από υπερβολές ή σπουδή θεσμοθετήσεων.». [ciii] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ ΦΩΤΙΣΤΑΙ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ, εκδ. οικ. ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, Γ΄ έκδ., ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992, σελ.34: « Ο Πατριάρχης φώτιος αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι οι σλάβοι και οι Τούρκοι του βορρά, δηλαδή οι Χάζαροι, έχοντας έλθει σ’ επαφή με τους έλληνες από πολύν καιρό, ήσαν πλέον ώριμοι να κερδηθούν και να εισέλθουν στη χορεία των χριστιανικών λαών και συγχρόνως στον κύκλο της πολιτισμένης ανθρωπότητος». [civ] ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΡΝΑΝΙΔΗ, καθηγ. Θεολ. Σχ. Θεσσαλ., ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΣΛΑΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, εκδ. αφών Κυριακίδη, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1991, σελ. 197: «..Όπως είναι γνωστό, η χριστιανική πίστη εξαπλώθηκε στη Ρωσία με τη βάπτιση του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου, πρίγκηπα Βλαδίμηρου, που έλαβε χώρα στα 988 μ. Χ. Από τη μέρα εκείνη και μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα, όταν η Ρωσική Εκκλησία αυτονομείται, η διοίκησή της ήταν στα χέρια βυζαντινών κληρικών…». [cv] Ιωάννου Ε. Αναστασίου, μν. έργ., σελ. 76: «Οι περισσότεροι από τους μητροπολίτες ήταν Έλληνες και χειροτονούνταν στην ΚΠολη, έδρα είχαν το Κίεβο με τον τίτλο «Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας». [cvi] Ιωάννου Ε. Αναστασίου, μν. έργ., σελ. 436: «Όταν το 1448 εξελέγη μητριοπολίτης Μόσχας ο Ιωνάς από τους Ρώσους επισκόπους χωρίς την έγκριση από του Πατριαρχείου ΚΠόλεως, η εκκλησία της Ρωσίας έγινε μόνη της αυτοτελής. Ο ηγεμόνας Βασίλειος Βασίλιεβιτς, με γράμμα του στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ζήτησε το 1452 την έγκριση της πράξεως και επειδή η ΚΠολη βρισκόταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση δεν είχαν αντίρρηση, έτσι έγινε πιά η εκκλησία της Ρωσίας και επίσημα αυτοτελής. Στη Ρωσία έκανε κακή εντύπωση η ένωση της Φλωρεντίας και πίστευαν ότι οι Έλληνες πρόδωσαν την πίστη, έτσι όταν έμαθαν την άλωση, τη θεώρησαν ως τιμωρία του Θεού για την εγκατάληψη της Ορθοδοξίας…». [cvii] ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ, τόμ. Α΄, εκδ. Μπεργάδη, ΑΘΗΝΑ 1979, σελ. 104. [cviii] Αρχιμ. Ανδρέα Νανάκη, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, μν. έργ., σελ. 85: «Οι δύο αυτοκρατορίες που προέκυψαν μετά την άλωση της ΚΠολης από τους Φράγκους το 1204, η αυτοκρατορία της Νίκαιας και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, βρίσκονταν στη μικρά Ασία …». [cix] Του ιδίου, σελ. 106-111. [cx] Αρχιμ. Ανδρέα Νανάκη, μν. έργ., σελ. 85: «Έκφραση της ακμής που στα ύστερα χρόνια γνωρίζει η αυτοκρατορία είναι η σύγκρουση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συμπυκνώνει την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας και γίνεται ο εκφραστής της μυστικής θεολογίας και του ησυχασμού, της προσέγγισης δηλαδή του Θεού με την προσευχή και την άσκηση. Ο Βαρλαάμ ο Κλαβρός εκφράζει την αναγεννησιακή σκέψη και πιστεύει ότι ο Θεός κατανοείται από τον άνθρωπο με την παιδεία και τη φιλοσοφία». [cxi] Α). Ιερομον. Αθανασίου του Παρίου, Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΠΑΠΑΣ-ΟΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΣΟΥ, εκδ. Ορθοδόξου Κυψέλης, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ1981, σελίδες 243-398. Εδικά, σελ. 254: «Και δεν είναι αμφιβολία, ότι κάθε ορθόδοξος είναι Αντίπαπας, όμως τούτος δεν είναι Αντίπαπας, αλλ’ ο Αντίπαπας. Μάρκος ο Αντίπαπας άγιος». Β). Αρχιμ. Ανδρέα Νανάκη, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, μν. έργ., σελ. 86: «Στους ανθενωτικούς με επικεφαλής τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό επίσκοπο Εφέσσου, εκείνο που προείχε ήταν η διάσωση της πίστης και η διατήρηση της Ορθοδοξίας. Οι ενωτικοί και οι αντιησυχαστές είναι προσανατολισμένοι προς τη Δύση και θεωρητικά το εθνικό πρόβλημα προέχει της Ορθοδοξίας, σε αντίθεση με τους ανθενωτικούς και τους ησυχαστές, όπου έχουμε ένα σαφέστατο προσανατολισμό προς την Ανατολή, αποστροφή προς τη Δύση και το πρωτεύον είναι η διάσωση της ορθοδοξίας». [cxii] Philip Sherrard, μν. έργ., σελ. 309. [cxiii] Αγίων Μακαρίου Κορίνθου - Νικοδήμου Αγιορείτου – Νικηφόρου Χίου και (διδασκάλου) Αθανασίου Παρίου, ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ (1400-1900 μ. Χ.), έκδ. Ορθοδόξου Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 1984, σελίδες 798. Αναφέρονται 181 Νεομάρτυρες. [cxiv] Κωνσταντίνου Κ. Παπουλίδη, ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΥΒΑΔΩΝ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΚΑΤΟΝΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ», αρ.7, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1971, σελίδες 111. [cxv] Μ. Μελετόπουλου, Ο Ντίνος Μαλούχος και η επιθεώρηση ‘’Κοινότης’’, περιοδικό Άρδην, τ. 44, σελ. 46: « …Η τρομακτική πίεση που ασκούσε στον υπόδουλο Ελληνισμό η Οθωμανική εξουσία και η αδήριτη ανάγκη για επιβίωση τον υποχρέωσαν να υιοθετήσει σιδηρές μεθόδους κοινωνικής οργάνωσης, χωρίς περιθώρια επιείκειας και χωρίς την πολυτέλεια του συγχωρητέου λάθους….». [cxvi] Α). Max Weber, Η ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ, μετ. Μ. Γ. Κυπραίου, Gutenberg, Νοέμβριος 2000. Β). R. Tawney, Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ, εκδ. Κάλβος, μετ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Αθήνα 1979. Γ). Μακαρ. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΣΚΙ, έργα 4, μν., έργ., σελ.309. [cxvii] Philip Sherrard, μν. έργ., σελ. 316-321. [cxviii] Βασιλείου Τρ. Γιούλτση, καθηγ. Θεολ. Σχ. Θεσσαλ., Κοινωνιολογία του αθεϊσμού,ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ, μν. έργ., σελ. 173: «Έτσι στη διαχρονική πορεία το φαινόμενο του αθεϊσμού εκφράζεται συνήθως ανάλογα με το γενικότερο κοσμοείδωλο της εποχής και βέβαια οι ενδεχόμενες εξάρσεις ακολουθούν σχεδόν πάντοτε προηγούμενες κοινωνικο-πολιτικές μεταβολές. Στις φάσεις αυτές αντιστοιχεί ο λεγόμενος μαχητικός αθεϊσμός, ενώ αντίθετα σε περιόδους κοινωνικο-πολιτικής σταθερότητας, που είναι δυνατό να συμπίπτει με πολιτιστική άνοδο, παρατηρείται έξαρση του αθεϊσμού των ‘’πιστών’’.». [cxix] Αναστασίου Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας, μν. έργ., σελ. 244: «…Η ταχύτητα με την οποία συντελούνται οι αλλαγές σ’ όλους τους βασικούς τομείς της οικονομίας, τεχνολογίας, πληροφορήσεως, δημιουργεί συχνά ίλιγγο και ανησυχία. Έτσι, ενώ οι προσπάθειες παγκόσμιας προσεγγίσεως και συντονισμού έμοιαζαν στην αρχή με ευεργετική βροχή που θα γονιμοποιούσε όλη την οικουμένη, τώρα εξελίσσονται πλέον σε καταιγίδες και πλημμύρες που απειλούν κάθε γωνιά της γης με ορμητικούς χειμάρους.». [cxx] Β΄ προς Κορινθίους Επιστολή Αποστόλου Παύλου, ΚΕΦ. Γ΄, στίχ. 6: «…ός και ικάνωσεν ημάς διακόνους καινής διαθήκης, ου γράμματος, αλλά πνεύματος. Το γαρ γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί.». [cxxi] Πρωτ. και καθηγ. στη Θεολ. Σχ. Αθηνών, π. Γεώργιος Μεταλληνός, το εκκλησιαστικό: πρόβλημα ή πρόφαση;, περιοδικό άρδην, τ. 45, σελ. 35. [cxxii] Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ, άρθρο στο Άρδην, τ. 45, σελ. 41!!! [cxxiii] Αναστασίου Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας, μν. έργ., σελ. 44, σημ. 16: «Χριστιανός αδιάφορος έναντι της Οικουμένης και της ιστορικής πορείας αποτελεί αντίφαση. Οι σχέσεις προσώπου και συνόλου διευρύνονται στην έκταση του χώρου και του χρόνου. Ο πιστός ανήκει τόσο στο παρελθόν, όσο και στο μέλλον. Η αίσθηση ευθύνης για το σύνολο αποτελεί βασικό κίνητρο για την προώθηση της παγκόσμιας κοινότητος, …». [cxxiv] ΜΗΝΥΜΑ της Ιεράς Κοινότητας του αγίου Όρους, Προς τον Οικουμ. Πατριάρχη Βαρθολομαίο, 18/31-12-2003, http://www.ec-patr.gr/deltiotypou/docdisplay.php?id=1&cat=minimata [cxxv] Α). Καθηγ. κανον. Δικ. στη Θεολ. Σχ. Θεσσαλ., ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ Ι. ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, εκδ. Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟ-ΝΙΚΗ 1992, σελ. 21. Β). Νίκου Α. Ματσούκα, ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ Β, εκδ. Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1988, σελ. 58 κ.ε., 80κ. ε., 409, 410, 448 κ.ε., 462, 463. Γ).Τόμος 29-6-1850, Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ. σελ.302 και 303 περί «Εκκλησιαστικής οικονομίας», που αναφέρεται ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ!!! [cxxvi] Νίκου Α. Ματσούκα, μν. έργ., σελ. 462-463. [cxxvii] Συνέντευξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, 16-10-2003, στον δημοσιογράφο Γιάννη Πρετεντέρη, στο τηλεοπτικό κανάλι Mega: «Εγώ προτιμώ την ειρήνη, αλλά εάν προκληθώ εις πόλεμον, η φαρέτρα μου είναι γεμάτη», http://www.praktika.gr/2003/genikes/diafores-omilies/mega161003.html [cxxviii] Χρήστου Γιανναρά, ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, έκδ. Γρηγόρη, 1977, Ο θεσμός της πενταρχίας σήμερα, σελ 245-278. [cxxix] ΜΗΝΥΜΑ της Ιεράς Κοινότητας του αγίου Όρους, Προς τον Οικουμ. Πατριάρχη Βαρθολομαίο, 18/31-12-2003 [cxxx] Συλλογικό έργο Εκκλησία και Εσχατολογία της Ι.Μ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ – ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σελίδες 443. [cxxxi] Σεβ, Μητρ. Γουμενίσσης Δημητρίου, ΤΡΟΠΟΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΜΩΝ – ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ, Εισήγηση στην Ι. Σ. Ι. Οκτώβριος 2000, http://web.otenet.gr/imgap/file1/episkopefth.html [cxxxii] Βασιλείου Τρ. Γιούλτση, καθηγ. Θεολ. Σχ. Θεσσαλ., Κοινωνιολογία του αθεϊσμού, μν. έργ., σελ. 33: «Γι’ αυτό εκεί που ατονεί η αγιότητα υπερτονίζεται η πειθαρχία, ο κώδικας και γενικά η συμμόρφωση σ’ ένα πλαίσιο ηθκής….. Είναι φανερό πως η απόκλιση αυτή γίνεται συχνά το κοινωνικό προσωπείο του Χριστιανισμού από τη στιγμή που οι ιδεολογικές και επιστημολογικές τάσεις της θεολογίας νεκρώνουν το πνεύμα και απολυτοποιούν το γράμμα. Η νέκρωση όμως του πνεύματος σημαίνει μοιραία και νέκρωση της ελευθερίας, μαρασμό του ηρωϊσμού, αδυναμία για υπέρβαση της ατομικότητας, με άλλα λόγια χρεοκοπία της αγιότητας. Ως υποκατάστατο της αγιότητας θα εμφανιστεί αμέσως ο ηθικισμός,…». [cxxxiii] Καθηγ. Παιδ. στη Θεολ. Σχ. Θεσσαλ. Ιωάννη Β. Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, εκδ. αφών Κυριακίδη, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1990, σελ. 142-143. [cxxxiv] Βασιλείου Τρ. Γιούλτση, καθηγ. Θεολ. Σχ. Θεσσαλ., Κοινωνιολογία του αθεϊσμού, μν. έργ., σελ. 125: «…Από την ανάλυση των παραπάνω προσεγγίσεων έγινε φανερό πως το πρόβλημα του αθεϊσμού της εφηβείας συνδέεται άμεσα με τη θρησκευτική ή την κοινωνική αγωγή, και βέβαια την πορεία της θρησκευτικότητας. Η σύνδεση αυτή επιβάλλει παράλληλη συνεκτίμηση των δύο τάσεων μ’ όλες τις προϋποθέσεις και τις μεθοδολογικές δεσμεύσεις, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος…». [cxxxv] Χρ. Κ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΩΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ, Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, εκδ. αφών Κυριακίδη, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1993, ΣΕΛ. 129-139. [cxxxvi] Α). Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή Αποστόλου Παύλου, ΚΕΦ. ΙΒ΄, στίχ. 3: «…και ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω.». Β). Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ, Ι.Μ. ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ Έσσεξ ΑΓΓΛΙΑΣ, 1985, σελ. 95: «Το άγιο Πνεύμα, το Πνεύμα της Αλήθειας ζη μέσα σε κάθε άνθρωπο,και πολύ περισσότερο μέσα στο χριστιανό. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως κάθε χριστιανός μπορεί να μεγαλοποιεί τη σχετικά μικρή πείρα του από τη χάρη και να στηρίζεται με σιγουριά σ’ αυτήν». [cxxxvii] Πέτρου Β. Βασιλειάδη, καθηγ. Θεολ. Σχ. Θεσσαλ., Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, μν. έργ., σελ. 101: «Την έννοια αυτή του λαού, της συλλογικότητας, της κοινωνίας (και μάλιστα κοινωνίας αγάπης), υποδηλώνουν ο παύλιος ορισμός/εικόνα ‘’σώμα χριστού’’ (Α΄ Κορ. 12) και το ιωάννειο σχήμα ‘’άμπελος –κλήματα’’ (Ιω. 15, 1-8) και διατρανώνει σαφέστατα το το χωρίο της Α΄ Πέτρου ‘’οί ποτε ου λαός νύν δε λαός θεού’’ (2, 10).». [cxxxviii] Πρεσβ. π. Σταύρου Κοφινά, ΕΝΟΡΙΑ: ΕΝΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ, συλλ. Τόμος ΕΝΟΡΙΑ-ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ, εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, Β΄ έκδοση, 1993, σελ. 155: «… Στις περισσότερες περιπτώσεις τα μέλη του εκκλησιαστικού συμβουλίου βλέπουν τη θέση τους από τη σκοπιά του γοήτρου και της εξουσίας μάλλον παρά της διακονίας και της θυσίας. Γι’ αυτό το λόγο πολύ συχνά τα λαϊκά μέλη βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τον ιερέα. Αν ο ιερέας έχει εξ ίσου την ανάγκη για γόητρο και εξουσία (που συνήθως συμβαίνει) η συνεργασία μεταξύ τους μπορεί να είναι εκρηκτική». Τέτοια γεγονότα ζούμε σε αρκετές ενορίες. Προσωπικά έχω ζήσει δύο τέτοιες εκρηκτικές καταστάσεις στην Ι. Μητρόπολη Πατρών (1984, 2001-03). [cxxxix] Βασίλης Αδραχτάς, ΤΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ, οι ‘’αποδείξεις’’ περί της υπάρξεως του Θεού, εκδ. «ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ – ΙΕΡΑ/ΒΕΒΗΛΑ», Σεπτέμβριος 2001, σελ. 25-28. [cxl] Α΄). Αρχιμ. (και καθ. Δογματικής) π. Ιουστίνου Πόποβιτς, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ, εκδ. «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ 1968, από τον αρειανεισμό του Αρείου έως τον νεώτερον Ευρωπαϊκόν αρειανισμόν, σελ. 133-144, ειδικά σελ. 142: «Η σύγχρονος ευρωπαίκή σχετικοκρατία ακολουθεί τον αρειανισμόν. Ο μεταφυσικός σχετικισμός εγέννησε και τον ηθικόν τοιούτον. Δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτον ούτε υπεράνω του κόσμου ή του ανθρώπου, ούτε εις τον κόσμον ή τον άνθρωπον, ούτε πάλιν πέριξ του κόσμου ή του ανθρώπου. Αλλά και από αυτόν τον νεώτερον σχετικισμόν, όπως και από τον παλαιόν αρειανισμόν τοιούτον σώζει μόνον η πίστις εις την Θεανθρωπότητα του Σωτήρος Χριστού, εις το ομοούσιόν Του με τον Θεόν Πατέρα. Σώζει δηλαδή η θαυμαστή λέξις ομοούσιος…». Β). Του ιδίου, μν. έργ., σκέψεις περί του «αλαθήτου του ευρωπαϊκού ανθρώπου, σελ. 150: «…και ταύτα συνέβαινον επί αιώνας, έως ότου τον παρελθόντα αιώνα, το 1870, εις την Α΄ Σύνοδον του Βατικανού, όλα αυτά συνεκεφαλαιώθησαν εις το δόγμα του αλαθήτου του πάπα. Έκτοτε το δόγμα αυτό απέβη το κεντρικόν δόγμα του παπισμού. Δια τούτο επί των ημερών μας εις την Β΄ Σύνοδον του Βατικανού τόσον επιμόνως και επιδεξίως συνεζητήθη και υπεστηρίχθη το απαραβίαστον και το αναλλοίωτον αυτού του δόγματος. Το δόγμα τούτο έχει κοσμοϊστορικήν σημασίαν δι’ όλην την τύχην της Ευρώπης, μάλιστα δε δια τους αποκαλυπτικούς καιρούς της, εις τους οποίους έχει ήδη εισέλθει. Δια του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το είδωλόν των: ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη θεότης, πανθεότης. Το ευρωπαϊκόν ουμανιστικόν πάνθεον απέκτησε τον Δίαν του…». [cxli] Δημήτριος Γερούκαλης, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕΙ ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ; Κως, Δεκ. 2003, http://www.antibaro.gr/society/geroukalhs_politismos.php [cxlii] Βασίλης Αδραχτάς, Ο καημός του ενός ή περί προσωπολαγνείας, περ. «διαβάζω», τ.439, 4/2003, αφιέρωμα, σελ. 98, 106,107. [cxliii] Πέτρου Β. Βασιλειάδη, καθηγ. Θεολ. Σχ. Θεσσαλ., Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, μν. έργ., σελ. 145: «…Γι’ αυτό, τα αίτια του φαινομένου θα πρέπει να αναζητήσουμε και στη θεολογική σκέψη της Ανατολής, όπου το αποκλειστικό σχεδόν όραμα μελλοντικών και ουράνιων πραγμάτων έχει οδηγήσει σε μιαν ασυναίσθητη απομάκρυνση από την ιστορική πραγματικότητα, υποβαθμίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη σημασία του γεγονότος της ενανθρωπήσεως.». [cxliv] Αρχιμ. και καθηγ. Δογματικής π. Ιουστίνου Πόποβιτς, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ, μν. έργ., σελ. 479: Α). «29. Ο οργανισμός της Εκκλησίας είναι ο πλέον σύνθετος οργανισμός από όσους γνωρίζει το ανθρώπινον πνεύμα. Δια τι; Διότι είναι αυτός ο μοναδικός θεανθρώπινος οργανισμός, εις τον οποίον πάντα τα του Θεού και τα του ανθρώπου μυστήρια, πάσαι αι θείαι και ανθρώπινες δυνάμεις, αποτελούν έν σώμα…». Β). Επίσης σελ.183: «34. … Ο Θεάνθρωπος Χριστός ήνωσεν («ανεκεφαλαίωσεν») εν τη Εκκλησία Του τα πάντα, ‘’τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης’’ (Εφεσ. 1, 10). Όλα τα μυστήρια του ουρανού και της γης συνηνώθησαν εις έν μυστήριον, εις το ‘’μέγα μυστήριον’’, το υπέρ-μυστήριον, την Εκκλησία…». Γ). Και στην σελ 189: «… κατά ένα θείον και θαυμαστώς μυστικόν τρόπον αύτη είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός εν όλω τω πληρώματι όλων των θεανθρωπίνων ιδιωμάτων και τελειωτήτων Του. Δια τούτο η Εκκλησία είναι το μυστήριον των μυστηρίων, τα άγια των αγίων, το ευαγγέλιον των ευαγγελίων…». [cxlv] Α). Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Λέκτ. Παν., ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ, σημειώσεις από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 68: «…Αρχικά ήταν ένθερμος οπαδός της πίστεως της Νικαίας, του ομοουσίου και φίλος του Μ. Αθανασίου και των Καππαδοκών …Νωρίς ήδη είχε αρχίσει να διαμορφώνει ο Απολλινάριος (σ. σ. επίσκοπος Λαοδικείας, 310-390) την ιδιόμορφη διδασκαλία του με την οποία κολόβωνε την ανθρώπινη φύση του Χριστού, ως προς το στοχείο ‘’νους’’. Στη θέση του ‘’νου’’ της ανθρώπινης φύσης τοποθετούσε ο Απολλινάριος τον θείο Λόγο και έτσι δεν δέχονταν και αυτός την πλήρη ενανθρώπιση του δευτέρου προσώπου της αγίας Τριάδος… υποστήριξε ότι ο Λόγος δεν είχε προσλάβει τρεπτό, δηλ. ανθρώπινο νου, αλλά μόνο ‘’σάρκα’’». Β). Νίκου Α. Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση, 2η έκδοση, εκδόσεις Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992, σελ. 283: Οι Καππαδόκες δεν συμφωνούν με τις απόψεις του Απολλινάριου, επειδή οι προϋποθέσεις τους είναι σαφώς άλλες. Σ’ αυτούς, όπως σ’ ολόκληρη την εμπειρία της Ορθόδοξης εκκλησίας, κυριαρχεί ο θεραπευτικός και απολυτρωτικός χαρακτήρας της σωτηρίας. Η πρόσληψη τέλειας (ακέραιης) ανθρώπινης φύσης, σημαίνει τέλεια θεραπεία, σώματος και ψυχής…». Γ). Θεοδωρήτου Κύρου, εκκλησιαστική ιστορία 5, 9 PG 82, 1216 C: « Και τον της ενανθρωπήσεως δε του κυρίου λόγον αδιάστροφον σώζομεν, ούτε άψυχον ούτε άνουν ούτε ατελή την της σαρκός οικονομίαν παραδεχόμενοι», Νίκου Α. Ματσούκα, μν. έργ., σελ. 284. [cxlvi] Α). Κώστας Παπαϊωάννου, Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, εναλλ. Εκδ./Θεωρία 14. Β). Στέλιου Ράμφου, Ιστορία στην κόψη του χρόνου, εκδ. Καστανιώτη, ΑΘΗΝΑ 2000. Γ). Συνέντευξη του Στέλιου Ράμφου στους Νίκο Καλαποθάκο και Σταμάτη Κωνσταντινίδη, περιοδικό «διαβάζω», τ. 439, 4/2003, αφιέρωμα, σελ. 76, 81. [cxlvii] Α). Νίκου Α. Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση, 2η έκδοση, εκδόσεις Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ1992, σελ. 283-284, 290-318. Β). Γεωργ. Δ. Μαρτζέλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ, σημειώσεις από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1985, ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟ ΔΟΓΜΑ, σελ. 62-84. Γ). Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία 1, 2 PG 2 86, 2424Α: «Επειδή γε Νεστόριος η θεομάχος γλώσσα, το Καϊάφα δεύτερος συνέδριον, το της βλασφημίας εργαστήριον, εν ώ πάλιν χριστός συμφωνείταί τε και πιπράσκεται, τας δύο φύσεις διαιρούμενός τε και σπαραττόμενος», Νίκου Α. Ματσούκα, μν. έργ., σελ.285. [cxlviii] Κοσμά Φωτιάδου, Εξουθενώνοντας το Πατριαρχείο, http://users.in.gr/xristianiki/page_GREEK_6.htm : «Αν δεχτεί η Εκκλησία της Ελλάδος το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως μητέρα Εκκλησία δεν χάνει δικαιώματα, αλλά ανανεώνει ουσιαστικά τα δικαιώματά της επί του Οικουμενικού Θρόνου. Αν αντίθετα αρνηθεί την μητρότητα, χάνει και το κληρονομικό δικαίμα. Ο νοών νοείτω! Πέραν απ’ όλα αυτά η προσπάθεια της Εκκλησίας της Ελλάδος να αυτονομηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι εντελώς ανεπίκαιρη και αντίθετξη με τις διεθνείς προοπτικές αυτής της χώρας…». [cxlix] Α). Αρχιμ. Βασιλείου, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους, Δεκ. 2003, Διαμάχη μεταξύ Φαναρίου και Αθηνών, ένα πρόβλημα ανύπαρκτο και σοβαρό. http://www.ec-patr.gr/docdisplay.php?id=3&cat=dikeo : «Όμως κάπου ακούγεται μια διαμαρτυρία παράφωνη. Μια φωνή που λέγει όχι. Και δεν καταλαβαίνεις από που ξεκινά, που στηρίζεται και τι επιδιώκει. Και την εντοπίζεις κάπου πιο συγκεκριμένα. Στην Κρήτη γίνεται μία πανορθόδοξη συνάντησι. Η αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ζητά από τους συμμετέχοντες αντιπροσώπους να υποβληθή μία αίτησι προς την Ευρωπαϊκή Ένωσι, ώστε στο διαμορφούμενο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα να αναφερθή το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως θεσμός πανευρωπαϊκής εμβέλειας, τη στιγμή που, ως πρώτη τή τάξει Ορθόδοξος Εκκλησία, έχει την ευθύνη και το διακόνημα της διαιτησίας για την επίλυσι των Ορθοδόξων προβλημάτων. Το αυτονόητο και πανορθόδοξα δεκτό αρνούνται οι αντιπροσωπείες δυο τοπικών Εκκλησιών, της Ρωσίας και της Ελλάδος. Κατά την πρόοδο των συζητήσεων η θέσι τους αυτή γίνεται απόλυτα σαφής. Οπότε, ο μεγάλος υποχωρεί. Ο αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, φειδόμενος της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αποσύρει την αίτησί του». Β). Απόστολος Αλεξάνδρου, μν. άρθρα: α). Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΨΕΙΣ, Θεσσαλονίκη 21/10/2003, http:// www.Antibaro.gr/religion/alexandrou_neesxwres.php β). η αδικία σε βαρος της εκκλησίας της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 09/12/2003, http://www.antibaro.gr/religion/alexandrou_adikia.php [cl] Χρήστου Σαρτζετάκη, μν. άρθρο: «…εις τρόπον ώστε να στερηθή πλέον η εκεί Ομογένεια της, χάριν των συμφερόντων του Ελληνισμού, ενιαίας εκπροσωπήσεώς της και να απολέση έτσι κάθε δυνατότητα αποτελεσματικής παρεμβάσεώς της…». [cli] Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Οικουμενικότητα και αυτοκεφαλία, περιοδ. Άρδην, τ. 45, σελ. 40. [clii] Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Η θεωρεία της ενοποίησης του Εκκλησιαστικού χώρου, εφ. Κυρ. Ελευθεροτυπία, 19-10-2003. [cliii] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ. , σελ. 172-176. [cliv] Προσφώνησις του Σεβ. Μητρ. Γέροντος Ηρακλείας κ. Φωτίου προς τη Α.Θ.Π., τον Οικουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαίον, εκπροσώπου της Ιεραρχίας του Θρόνου επί τη πρώτη του έτους (01-01-2004), http://www.ec-patr.gr/admin/omilie/11.htm [clv] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, μακαρ. Πρεσβ. και επιτ. Καθηγ. εκκλ. Ιστορίας, ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, εκδ. Π. Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1979, ΙΙΙ. Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΟΣ, ΣΕΛΊΔΕΣ 247-323 και ειδικά σελ. 309-311: «Το 1902, ο νέος οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ κάλεσε επίσημα όλες τις αυτοκέφαλες ορθόδοξες εκκλησίες να εκφράσουν τη γνώμη τους για τις σχέσεις με τη τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες… Για πρώτη φορά, η έννοια της ‘’οικονομίας’’ χρησιμοποιήθηκε στις οικουμενικές σχέσεις… Το θεολογικό πρόβλημα αφέθηκε άλυτο, ή μάλλον η ύπαρξή του απλώς αγνοήθηκε. Έγινε δεκτό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία απλώς δεν μπορούσε να πει τίποτε για τη νονοκανονική θέση (το status) των αποχωρισμένων Εκκλησιών μέσα στην Εκκλησία, γιατί αυτές δεν είχαν καμιά τέτοια θέση Σ’ αυτό το σημείο υπήρχε μια εμφανής διαφορά προσεγγίσεως του θέματος μεταξύ της Ελληνικής και της Ρωσικής Εκκλησίας…. [clvi] Πρωτ. π.Θεόδωρου Ζήση, συλλ. Τόμος ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ, η Εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και της Πολιτείας, σελ. 128-129: «… Και ενώ θα μπορούσε κανείς να δεχθεί ότι η κίνηση αυτή (σ. σ. η Οικουμενική Κίνηση) είχε αγαθά κίνητρα και όντως απέβλεπε στην επίτευξη του στόχου της ενότητας, ‘’ίνα πάντες έν ώσιν’’, κατέληξε δυστυχώς σε πλήρη σχετικοποίηση της αληθείας, αφού τείνει να γίνει αποδεκτό σχεδόν από όλους, και από πολλούς Ορθοδόξους, ότι η αλήθεια δε βρίσκεται σε μία μόνο εκκλησία,…., αλλά όλες αποτελούν κλαδιά ενός δένδρου της Εκκλησίας…». [clvii] Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου προς τον Πάπαν Ρώμης κ.κ. Ιωάννην - Παύλον Β΄, επί τη 40ή επετείω από της συναντήσεως του Πατριάρχου Αθηναγόρου και του Πάπα Παύλου VI εν Ιεροσολύμοις (05/01/2004). http://www.ec-patr.gr/docdisplay.php?id=1&cat=apofasis [clviii] Σεπτόν Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου προς τον Πάπαν Ρώμης κ.κ. Ιωάννην -Παύλον Β΄, επί του θέματος της προθέσεως ιδρύσεως υπό του Βατικανού Ουνιτικού Πατριαρχείου εν Ουκρανία (29-11-2003), http://www.ec-patr.gr/admin/apofasis/21.htm [clix] Ιερόν Κοινόβιον του Κουτλουμουσίου, Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ, μν.έργ., ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, 1992, σελίδες 131. [clx] Α). Στέλιου Ράμφου, Έλληνες και Ταλιμπάν, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2002, σελ.10-11. Β). Γιώργου Καραμπελά, Από το «Βασίλειο του Θεού» στην τυραννία του χρόνου, http://www.ardin.gr/Arthra/karampelias_ramfos/ [clxi] Πέτρου Β. Βασιλειάδη, καθηγ. θεολ. Σχ. Θεσσαλ., Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, σελ. 145: «Η Εκκλησία, βέβαια, κατ’ αυτόν τον τρόπο σχετικοποιείται καταλήγοντας σε μιαν αποκλειρτικά σχεδόν ιστορική πραγματικότητα. Παύει με άλλα λόγια να αποτελεί έκφραση και γεγονός των εσχάτων, και γίνεται έτσι εικόνα και θεσμός του κόσμου τούτου…». [clxii] Χρήστου Γιανναρά, ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, έκδ. Γρηγόρη, 1977, Ο θεσμός της πενταρχίας σήμερα, σελ 262-263. [clxiii] Νίκου Α. Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση, 2η έκδοση, εκδόσεις Πουρναρά, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ1992, ΣΕΛ. 285, 291. [clxiv] Αναστασίου Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας, μν. έργ., το ζητούμενο από την Ορθοδοξία, σελ. 265-267. [clxv] Μακαριστού π. Ιωάννου Σάββα Ρωμανίδου, μν. έργ., σελίδες 51-194. [clxvi] Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ, ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ ΤΟΥ 1928, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΟΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ Τῌ 4ῃ 6ῃ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2003: «… Εν αναφορά δε προς την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν της Ελλάδος προστίθενται ενταύθα, ταύτα : Επί Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄ ( 1878 – 1884 και 1901 – 1912 ) αι Ορθόδοξοι Ελληνικαί Κοινότητες εν Ευρώπη και Αμερική και εν ταις λοιπαίς Χώραις Ορθοδόξων Ελληνικών Εκκλησιών, αι λεγόμεναι Διασπορά, πλην μόνης της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας της Βενετίας, εξεχωρήθησαν κατά το έτος 1908, τή αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος δια Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου. Δι’ αυτού δε του τρόπου απέκτησε το κανονικόν κυριαρχικόν της πνευματικής προστασίας και εποπτείας δικαίωμα από την Εκκλησίαν της Ελλάδος. Εν συνεχεία κατά το έτος 1922 ιδρύθη, υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής, ως Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής, έχουσα τον Αρχιεπίσκοπον και τους περί αυτόν Βοηθούς Επισκόπους. Ωσαύτως, κατά το έτος 1924, ιδρύθη υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Μητρόπολις Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Μετά πάροδον δε 16 ετών, και συγκεκριμένως τη 19η Μαΐου 1924, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, δι’ ’Εγκυκλίου αυτής, εγνωστοποίησε << Προς τας εν τη Διασπορά Ορθοδόξους Ελληνικάς Παροικίας την γενομένην κατάργησιν του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1908». Εν προκειμένω, εις το τέλος της ως άνω Εγκυκλίου αναγράφονται τα εξής : << Ταύτα έχουσαι υπ’ όψει αι ευσεβείς ορθόδοξοι Ελληνικαί παροικίαι της διασποράς, του λοιπού, δια παν αυτών εκκλησιαστικόν ζήτημα, δέον ν’ αναφέρονται ουχί προς την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και προς τους υπ’ αυτού καθισταμένους Αρχιερείς ή εφημερίους >>. ( Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, εκδοθείσαι υπό του Αρχιμ. Χρυσοστόμου Θέμελη, Αρχιγραμματέως της Ιεράς Συνόδου, νυν Μητροπολίτου Μεσσηνίας, τόμος Α΄ ( 1901 – 1933 ), Αθήναι 1955, σελ. 160 – 164 και 422 – 423 ).». [clxvii] Α). Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θείαν Λειτουργίαν , ΙΕ΄ Περί παραθέσεως, στιχ. 3-7: «τι έστιν η της πίστεως ενότης; ….Δει γαρ ου το εαυτού ζητείν μόνον, αλλά και το των άλλων, δια τον της αγάπης νόμον». Β). Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, εκδ. Γρηγόρη, 2η εκδ. , ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1990, σελίδες 214. Γ). Σκέψεις για την εκκλησιαστική – ενοριακή ζωή και πράξη, Αρχιμ. Αγαθάγγελου Χαμαντίδη, άρθρο, http://www.myriobiblos.gr Δ). Χρήστου Γιανναρά, ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1977, σελ. 251-256, κ.ε. [clxviii] Α). Χρ. Γιανναράς, Μυκτηρίζουν τη μόνη λύση, εφ. Καθημερινή της Κυριακής, 26-10-2003. Β). Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ, σελ. 57. [clxix] Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ, σελ. 61, 103-104. [clxx] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, φυσικός και εσχατολογικός χρόνος, στο συλλογικό έργο Εκκλησία και Εσχατολογία της Ι. Μ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ – ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σελ. 427-436. [clxxi] Αρχιμ. π. Βασιλείου (Γοντικάκη) Καθηγουμένου Ι. Μ. Ιβήρων, μν. επιστολή, http://www.ec-patr.gr/docdisplay.php?id=3&cat=dikeo [clxxii] Olivier Clement, μν. Έργ., σελ. 83: «…Να φύγει από εκεί; Αποκλείεται, λέι. Το Πατριαρχείο δεν άφησε ποτέ αυτή την πόλη, εκτός για πενήντα επτά χρόνια, τον 13ο αιώνα, όταν η πόλη, κατακτήθηκε από τους Λατίνους, και το Πατριαρχείο κατέφυγε στη Νίκαια. Σήμερα, να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη ή στην Πάτμο, θα ήταν σαν να ταυτιζόταν με την Ελλάδα, ενώ το Πατριαρχείο τοποθετείται υπεράνω εθνών…». [clxxiii] Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, μν. έργ., συμπέρασμα τρίτο, σελ. 390. [clxxiv] Μ. Μελετόπουλου, μν. άρθρο, περ. Άρδην, τ. 44, σελ. 46: «Σύμφωνα με τον Μαλούχο, η συμπύκνωση των αρετών που ανέπτυξε το υπόδουλο γένος για να επιβιώσει και να αναπτυχθεί, με τελικό στόχο την εθνική χειραφέτηση, ενσαρκώθηκε στον θεσμό της κοινότητας. Οι κοινότητες, και όχι η θρησκεία, πίστευε, συνιστούσαν το ψυλογικό υπόβαθροτης ελληνικής Επανάστασης. Οι Έλληνες υπέταξαν τη θρησκεία στους εθνικούς τους σκοπούς, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας…». [clxxv] Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, Επίσκεψις, αρ. 488, 31-01-1993 (περ. Σύναξη τ. 48, σελ. 26). [clxxvi] Α). Αναστασίου Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας, μν. έργ., σελ. 53: «3. Εντούτοις, η άκριτη αποδοχή της κινήσεως προς ισοπέδωση των πάντων σ’ ένα ομοιόμορφο, ή καλύτερα άμορφο, ‘’διεθνισμό’’ του συρμού, με παραγνώριση της εθνικής κληρονομιάς και ιδιοτυπίας, θα ήταν εξίσου απαράδεκτη…». Β). Αρχιμ. και καθηγ. Δογματ., μακαριστού π. Ιουστίνου Πόποβιτς, μν. έργ., σελ. 55: «… Η Εκκλησία είναι οικουμενική, καθολική, θεανθρωπίνη, αιώνια, δια τούτοαποτελεί βλασφημίαν,ασυγχώρητον βλασφημίαν εναντίον του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, το να κάμωμεν την Εκκλησίαν ένα εθνικόν ίδρυμα (institution), να την στενεύωμεν μέχρι των μικρών, πεπερασμένων,χρονικών εθνικών σκοπών και μεθόδων. Ο σκοπός της είναι υπερεθνικός, οικουμενικός, πανανθρώπινος….». [clxxvii] Α). Σπύρου Τρωϊάνου, Ομότ. Καθ. Παν. Αθ.: Η νομική πλευρά του ζήματος, περ. Άρδην, τ. 45, σελ. 28-29. Β). Κώστας Ε. Μπέης, Ομότ. Καθηγ. Παν. Αθ.: Η Συνταγματική κατοχύρωση της Πατρ. Και Συνοδ. Πράξης του 1928, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/01/2004. Γ). Γεωργ. Κουμάντου, Ομότ. Καθ. Παν. Αθ.,: Θέλουμε το Πατριαρχείο;, Εφ. Καθημερινή, 13/01/2004. [clxxviii] Α). Ιωάννου Σταμούλη, δικηγ., Το χρέος της Πολιτείας έναντι του Πατριαρχείου, εφ. Ελευθεροτυπία, 13/01/2004. B). Νίκου Μουζέλη, δημοσιογρ., Η τακτική των ίσων αποστάσεων, εφ. Το Βήμα, 02/01/2004. Γ). Χρήστου Σαρτζετάκη, πρώην προέδρου της Ελλ. Δημοκρατίας, Η εκκλησιαστική διαμάχη, εφ. Ελευθεροτυπία, Οκτώβρης 2003. [clxxix] Α). Πρωτ. και Καθηγ. Θεολ. Σχολ. Παν. Θεσσαλ. π. Θεόδωρου Ζήση, Άγνοια ή σκόπιμος παραποίησις; Εφ. Ορθ. Τύπος, 31/10/2003. Β). Νεκτάριος Πόκιας, Θεολόγος, Εποικοινωνιολόγος, Το προκύψαν θέμα με το οικουμενικό Πατριαρχείο, www.Apodimos.com. Γ). Αγιορείτη μοναχού Πρόδρομου, Ο πειρασμός των Νέων χωρών, Καρυές Αγίου Όρους, 22/10/2003, http://www.agioros.com/prodromos/fanari.htm Δ). Αφιερώματα- Νέες χώρες: ‘’ Τις πταίει;’’ http://www.aegean.gr/agios-therapontas/magazine/special/ [clxxx] Βλέπε Εγκύκλιο «προς τον ιερό κλήρο της καθ’ ημάς Εκκλησίας» των ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, Εν Αθήναις 7/4/1973: «…..Εντελλόμεθα επαναληπτικώς όπως περιορίζεσθε εις την εξυπηρέτησιν μόνον των μελών της καθ’ ημάς Εκκλησίας…..Προκειμένου δε να εισέλθει τις εκ του νέου ημερολογίου εις τας τάξεις μας, απαραίτητος προϋπόθεσις τυγχάνει …. Αποκήρυξις δε και καταδίκη πάσης αιρέσεως και καινοτομίας εν οις και το νέον ημερολόγιον εν τη Ελλαδική Εκκλησία, ήτις δεχθείσα τούτο κατέστη σχισματική από του 1924 και εντεύθεν, Συνεπεία των ανωτέρω εντελλόμεθα όπως του λοιπού παύσητε ….….κυρώσεις». Η Ιερά σύνοδος, 1. Αρχιεπίσκοπος Αυξέντιος, Πρόεδρος, κλπ [clxxxi] Α). Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, μν. έργ., σελ . 146: «Υπάρχει δε περίπτωση να αίρεται το Αυτοκέφαλο μέχρι της ααναγνωρίσεώς του από Οικουμενική Σύνοδο. Σημειώνει ο Παναγιώτης Τρεμπέλας:….». Β). Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Οικουμενικότητα και αυτοκεφαλία, περιοδ. Άρδην, τ. 45, σελ. 39: «Είναι γνωστόν ότι η Βουλγαρική Εκκλησία άρχισε να αναζητά την ανεξάρτητη εκκλησιαστική διοίκηση από τον 9ο αιώνα, η Σερβική από τον 12ο αθιώνα και η Ρωσική τον 15ο αιώνα. Πριν αυτήν την την αναζήτηση υπήγοντο στο Οικουμενικό Πατριαρχερίο. Κατά καιρούς, τόσο η Βουλγαρική όσο και η Σερβική Εκκλησία απέκτησαν την αυτονομία, την αυτοκεφαλία και την Πατριαρχική τιμή, αλλά συγχρόνως κατά διαστήματα έχαναν την αυτοκεφαλία τους, ακόμη δε και την παραχώρηση της πατριαρχικής τιμής και υπήγοντο στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.». Γ). Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ, σελ. 54: «Κατά την διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου… Μάλιστα αναπτερώθηκαν οι συζητήσεις για την κατάργηση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και την υπαγωγή της ξανά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δ) Της ιδίας, γράμμα του Οικ. Πατρ. Βασιλείου του Γ΄στον Υπουργό Εξωτ.της Ελλάδος Α. Καραπάνω, αρ. πρωτ. 2248, 13-9-1928, δηλ. μετά την Πράξη του 1928, σελ. 420: «…εφ’ όσον πρόκειται ουχί περί τελείας συγχωνεύσεως εκκλησιαστικής, αλλά περί προσωρινής εκχωρήσεως του δικαιώματος της διοικήσεως, ανατιθεμένης επιτροπικώς τη Αγιωτάτη Αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος…». Ε).Της ιδίας επίσης σελ. 303, Τόμος 1850: «….δια καιρικάς περιπετείας,,και της Εκκλησιαστικής οικονομίας της ενότητος, …ώστε είναι πάντας ημάς ως εν τη αυτή Πίστει, ούτω και εν τη αυτή Οικονομία της ενότητος, …., υπάρχει του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος, υπερτάτην εκκλησιαστικήν αρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκή,…». [clxxxii] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., 2. Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΞΞΕΛΙΞΗ, σελ. 17-19, και ειδικά σελ. 17-18: «Η δυναμική ιστορική εξέλιξη της Εκκλησίας αυτής (Ελλαδικής χερονήσου, πλην Θράκης), δηλ. από τον μ. κωνσταντίνο μέχρι τον Λέοντα Ίσαυρο, ταυτίζεται με την Εξαρχία και το Βικαριάτο Θεσσαλονίκης στις δύο δοικητικές μορφές. Σαν Εξαρχίας, ανεξάρτητης, δηλ. Εκκλησίας που ευρισκόταν μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και ΚΠολης. Και σαν Βικαριάτου, δηλ. ημιαυτόνομης Εκκλησίας, υπό την έμμεση εποπτεία του επισκόπου Ρώμης. Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης είναι έδρα της εξαρχίας του Ανατολικού Ιλλυρικού…». [clxxxiii] Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Ι. Μ. ΠΕΛΑΓΙΑΣ, Α΄ 2002, σελ.120-121: «…Στην εκκλησιαστική ορολογία ο Έξαρχος έχει δύο σημασίες και έννοιες. Η πρώτη δηλώνει τον Μητροπολίτη που έχει τα πρωτεία σε μια περιοχή. Αυτό για να το καταλάβουμε πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην αρχαία εκκλησιαστική διοίκηση υπήρχαν οι Μητροπόλεις και οι Επισκοπές. Κάθε Μητροπολίτης προίστατο των Επισκόπων. Ο Έξαρχος προιστατο των Μητροπολιτών…». [clxxxiv] Σύνταγμα της Ιεράς Ελληνορθοδόξου Αρχιεπισκοπής Αμερικής, αρ. πρωτοκ. 1048/2002 (18 Ιανουαρίου 2002), άρθρο 1, §α), Ι. Σ. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ, http://www.goarch.org/. [clxxxv] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., 2. Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΞΞΕΛΙΞΗ, σελ. 17-19, και ειδικά σελ.18: «αναφέρονται διοικητικά στον μητροπολίτη έξαρχο Θεσσαλονίκης (και) είναι οι μητροπόλεις Γορτύνης στην Κρήτη, Κορίνθου στην Αχαΐα (δηλ. Πελοπόννησο), Λάρισας στη Θεσσαλία, Νικοπόλεως στην Παλαιά Ήπειρο (δηλ. Νότια Ήπειρο), Δυρραχίου στην Νέα Ήπειρο (δηλ. Βόρεια Ήπειρο), Στόβων στην Μακεδονία Β΄ (δηλ. Δυτ. Μακεδονία) και φυσικά Θεσσαλονίκης στην Μακεδονία Α΄». Πρόκειται δηλαδή για μια Εξαρχία, εννοείται της Ρώμης, αφού αργότερα η ΚΠολη έγινε Νέα Ρώμη, με επτά θέματα!!! [clxxxvi] Α). Σεβ, Μητρ. Βύρωνος Δανιήλ, μν. εισήγησις : «… Γ΄. Διαίρεσις των επαρχιών εις 5 θέματα Θάκης, Μακεδονίας, Ηπείρου, Νήσων Αιγαίου και Κρήτης με συνόδους τακτικάς εχούσας πάσας τας εξουσίας και τας ευθύνας τας οποίας οι Ι. Κανόνες καθορίζουσιν…..Σύστημα κατ’ εξοχήν αποκεντρωτικόν το οποίον υπό διαφορετικάς συνθήκας θα ήτο το επωφελέστερον δια την Εκκλησίαν και μάλλον σύμφωνον προς τους εκκλησιαστικούς κανόνας.». Β). Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ.: α). «… Είχε συζητηθεί η λύση της διευθέτησης του ζητήματος κατά θέματα, αλλά κατέληξε τελικά, κατά πλειοψηφία…», σελ.65. β). «…Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού μελέτησε τον καταστατικό χάρτη έκρινε πιο πρόσφορο το σύστημα της κατά θέματα διοικήσεως και…», σελ. 67. [clxxxvii] Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ.: Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, όρος Α΄ , σελ.423: «…,πλην της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κρήτης, διαφυλατούσης το άχρι τούδε αυτόνομον αυτής καθεστώς,..». [clxxxviii] Α). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ, ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡ. 590/265/1977, ΚΕΦ. Α΄, άρθρο5., σελ. 203. Β). Ιωάννου Ε. Αναστασίου, μν. έργ., σελ. 408-409. [clxxxix] Οι Περιφέρειες είναι η νέα δομή που προωθείται στην Ευρ. Ένωση. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο, τον τρόπο λειτουργίας τους και τον αριθμό τους, είναι ένα καθεστώς για τη χώρα μας. Σχετικά βλέπε, Μιχάλης Χαραλαμπίδης, το σχέδιό μας για την Ελλάδα, εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2000, σελ 25-47. Τα θέματα λοιπόν θα μπορούσαν να είναι τα εξής 15: α) Αττικής, β) Πειραιά, γ) Θεσσαλονίκης, δ) Κρήτης, ε) Δωδεκανήσων, στ) Νοτίου Αιγαίου, ζ) βορείου Αιγαίου, η) Νοτιοανατολικής Πελοποννήσου και Κυθήρων, θ) Νοτιοδυτικής Ελλάδος και Ζακύνθου - Κεφαλονιάς, - Ιθάκης – Λευκάδος, ι) Ηπείρου και Παξών – Κερκύρας, ια) Στερεάς Ελλάδος, ιβ) Θεσσαλίας και Σποράδων, ιγ) Δυτικής Μακεδονίας, ιδ) Κεντρικής Μακεδονίας, ιε) Ανατολικής Μακεδονίας και ιστ) Θράκης. [cxc] Α). Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ.: «…β. –Οι Μητροπολίτες κάθε θέματος συνέρχονται σε ετήσια τακτική Σύνοδο και έκτακτη…», σελ. 68. Β). ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΡΝΑΝΙΔΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, μν. έργ., Καταστατικό Σερβικής Εκκλησίας, 8. Η Επαρχιακή Συνέλευση, άρθρα136-143. Βλέπε: Άρθρο 136. Η Επαρχιακή Συνέλευση (Επαρχιακό Συμβούλιο) αποτελεί όργανο της επαρχιακής εκκλησιαστικής αυτοδιοικήσεως. Άρθρο 137. Την Επαρχιακή Συνέλευση συγκροτούν: α) ο επιχ. Αρχιερέας ή ο αναπληρωτής του, β) 2 μέλη του Επισκοπικού Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, γ) 1 Ιερομόναχος, δ) ανά 1 κληρικός και 1 λαϊκός από κάθε Αρχιερατική Επιτροπεία, ε) 5 λαϊκά μέλη, που ορίζονται…κ.λ.π., σελ. 174-175 [cxci] Α). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., σελ. 18: «Κάθε μια από τις μητροπόλεις (δηλ. τα Θέματα), σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας, είχε στην άμεση δικαιοδοσία της τις επισκοπές της. Οι επίσκοποι, σε τακτικές ή έκτακτες χρονικές περιόδους, συγκροτούσαν ‘’Επαρχιακάς Συνόδους’’ στην έδρα της μητροπόλεως υπό την προεδρία του μητροπολίτη. Στην συνέχεια όλοι οι μητροπολίτες και επαρχιούχοι επίσκοποι συγκροτούσαν στην Θεσσαλονίκη μια φορά το χρόνο την ‘’Σύνοδον της Εξαρχίας Θεσσαλονίκης’’ υπό την προεδρίαν του αρχιεπισκόπου και εξάρχου της πόλεως Θεσσαλονίκης….». Β). Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Ι. Μ. ΠΕΛΑΓΙΑΣ, Α΄ 2002, σελ.131: «…Το αρχαιότερο σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας ήταν το Μητροπολιτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο ο Επίσκοπος μιας κεντρικής πόλεως, που ονομάστηκε Μητροπολίτης, ήταν ο Πρόεδρος της επαρχιακής Συνόδου. Προήδρευε της επαρχιακής συνόδου, των άλλων δηλαδή επισκόπων της Επαρχίας. Με άλλα λόγια οι Επίσκοποι μιας Επαρχίας με τον Μητροπολίτη αποτελούσαν μια Τοπική Επαρχιακή Σύνοδο». [cxcii] Α). ιζ΄ Κανόνας Δ΄ Οικ. Συνοδου (451 μ.Χ.). Β). Μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρο 6. [cxciii] Ιωάννου Ε. Αναστασίου, μν. έργ., σελ. 76: «Οι περισσότεροι από τους μητροπολίτες ήταν Έλληνες και χειροτονούνταν στην ΚΠολη, έδρα είχαν το Κίεβο με τον τίτλο «Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας». [cxciv] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ.,σελ. 42: «Η Γ΄ Εθνική συνέλευση (σ. σ. 1917), με νόμο ονόμασε όλες τις επισκοπές μητροπόλεις, ενώ στον μητροπολίτη Αθηνών έδωκε τον τίλο «έξαρχος πάσης Ελλάδος»και την προσφώνηση «Μακαριώτατος». [cxcv] Μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρο 5, §α. [cxcvi] ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΡΝΑΝΙΔΗ, Καθ. Παν. Θεσσαλον., ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, εκδ. αφών Κυριακίδη, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 19852, ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (1957), άρθρο 58.1, σελ. 154: «Την διαρκή Ιερά Σύνοδο συγκροτούν ο Πατριάρχης, ως πρόεδρος, και τέσσαρες επαρχιακοί Αρχιερείς, ως μέλη». [cxcvii] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., τόμος 1850, σελ 163. [cxcviii] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ, ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡ. 590/265/1977, ΚΕΦ. Γ΄, άρθρο 8.1, σελ. 207. [cxcix] ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΡΝΑΝΙΔΗ, μν. έργ., ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (1957), άρθρο 58.2, σελ. 154. [cc] Α). ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΡΝΑΝΙΔΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, μν. έργ., Κατ. Σερβ. Εκκλ., Α. ΒΑ ΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, Άρθρο 5: « Στην ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας νομικά πρόσωπα είναι: το Πατριαρχείο, οι Επισκοπικές , οι Εκκλησιαστικές Κοινότητες, οι Μονές, τα κληροδοτήματα (μνημεία), τα αυτόνομα ιδρύματα ή παρόμοια ταμεία και ωρισμένοι ναοί,…», σελ. 144. Β). Μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρο 3β. [cci] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ. σελ. 200-201, άρθρα 3 και 13, του Συντάγματος 1975 (2000). [ccii] Μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρο 8, 1η πρόταση. [cciii] Μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρο 8, 3η πρόταση. [cciv] Κατά την ταπεινή μου γνώμη έτσι μπορεί να λυθεί το ζήτημα της φανερής προσωπικής έλλειψης Πρώτου, όπως τίθεται από πολλούς: Α). Διερωτάται, κατ’ αρχήν δικαίως, αλλά κάνει πρόταση, που έμμεσα αποκλείει την άρση του Αυτοκεφάλου, ο Σεβ. Μητρ. Κορινθίας Παντελεήμων, μν. άρθρο: Η μνημόνευσις του ονόματος του Αρχιεπισκόπου, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 11/10/1998: «…Πάντως το θέμα αυτό ετέθη και έπρεπε κάποτε να τεθεί, εναπόκειται δε εις το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά την αίτηση της συγγνώμης της Εκκλησίας της Ελλάδος, να άρη την ποινήν, να διορθώσει το σημείον αυτό του Τόμου της αυτοκεφαλίας και να κάνει τον Πρώτο αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας της Ελλάδος και κανονικά Πρώτον,…». Β). Αντίθετα ο Σεβ. Μητρ. Γουμενίσσης Δημήτριος γράφει: «Πάντως εκκλησιολογικώς και κανονικώς δεν ανήκει εις Υμάς (σ. σ. του Αρχιεπ. Χριστοδούλου) ως άθλημα διακονίας σύμπασα η Εκκλησία της Ελλάδος, και αυτό αποτελεί καιριότατο ζητούμενο ποιμαντικής και προεδρικής αυτοσυνειδησίας, άνευ του οποίου διακινδυνεύεται η ακεραιότητα και γνησιότητα του εν Ελλάδι Συνοδικού πολιτεύματος», Περί ΠΡΩΤΟ-λογίας, (επιστολή) προς Μακαριότατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλον, Κοιν: Σεβασμιοτάτους Μητροπολίτας , μέλη της Ι. Σ. της Ιεραρχίας, Γουμένισσα, 26/09/2001, http://web.otenet.gr/imgap/file1/ Γ). Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, μν. εισηγ http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/eisigiseis/arch_noe_o1.htm : «Σημειωτέον δε, υπό του Αρχιεπισκόπου Κρήτης και υπό των 8 μητροπολιτών εν αυτή, κατά την εκφώνησιν «…εν πρώτοις μνήσθητι Κύριες…» μνημονεύεται μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης». [ccv] Μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρο 8, 2η πρόταση. [ccvi] Μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρο 13. [ccvii] Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ., σελ. 39: «Η τουρκική κυβέρνηση διαμήνυσε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι δεν μπορούν στο εξής να συμμετέχουν στην ιερά σύνοδο οι Μητροπολίτες, των οποίων οι Μητροπόλεις ανήκουν πια στο ελληνικό έδαφος και ζήτησε από τον τότε Πατριάρχη γερμανό τον Ε΄ την απομάκρυνση των συνοδικών αρχιερέων Ιωαννίνων Γερβασίου, Μυτιλήνης Κυρίλλου, Σισανίου και Σιατίστης Ιεροθέου, ελευθερουπόλεως Γερμανού, Κασσανδρείας Ειρηναίου και Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνος…». [ccviii] Α). Μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρο 10. Β). ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΡΝΑΝΙΔΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, μν. έργ., Κατ. Σερβ. Εκκλ., 4. Το Πατριαρχικό Συμβούλιο, άρθρα 81-90,Βλέπε: άρθρο 82: «Το Πατριαρχικό Συμβούλιο το συγκροτούν: α) ο Πατριάρχης, β) 4 μέλη της Δ. Ι. Συνόδου κ.λ.π. γ) Ο κοσμήτορας της Ορθ. Θεολ. Σχολής, δ) 2 εκπρ. Των Μονών, ε) 1 Δ/ντής Εκκλ. Σχολής, στ) ανά 1 έγγαμος κληρικός από κάθε επαρχία, ζ) ΟΙ αντιπρόσωποι των Επαρχιακών Συνελεύσεων η) 10 λαϊκοί (!!!)΄, σελ. 162. [ccix] Μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρο 15. [ccx] Μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρο 14β και 17α. [ccxi] Α). Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ.: Ι). Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, όρος Ε΄, σελ. 424. ΙΙ). Γράμμα του Οικ. Πατριάρχη Βασιλείου του Γ΄ στον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος Α. Καραπάνο, αριθ. Πρωτ. 2248, περ. α) «…, ου η εκλογή διεξάγεται κατά τα από τινος γιγνόμενα», σελ. 419. Β). Παν. Οικ. Πατρ. Βαρθολομαίου, Σεπτόν πατριαρχικόν Απαντητικόν Γράμμα προς τον Μακ. Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλον, δια το θέμα των εν Βορείω Ελλάδι και Αιγαίω Επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (01/12/2003), http://www.ec-patr.gr/admin/apofasis/13.htm [ccxii] Επί πλέον βλέπε και μν. Σύνταγμα Ι. Ελληνορθ. Αρχιεπ. Αμερικής, άρθρα 17 και 18. [ccxiii] Πέτρου Β. Βασιλειάδη, καθηγ. Θεολ. Σχ. Θεσσαλ., Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, Εκκλησία-Κοινωνία - Οικουμένη 4, εκδ. παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 70-71: «Μερικές από τις προτάσεις περιελάμβαναν την αποκατάσταση του μητροπολιτικού συστήματος με εκπροσώπους από το πρεσβυτέριο και το λαό, τη συμμετοχή του πληρώματος της Εκκλησίας στις εκλογές των επισκόπων και την ανεξαρτησία της Εκκλησίας από την Πολιτεία, χωρίς όμως οι προτάσεις να φθάνουν μέχρι τον πλήρη χωρισμό εκκλησίας –Κράτους.». [ccxiv] ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΡΝΑΝΙΔΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, μν. έργ., Κατ. Σερβ. Εκκλ., 12, α) Ενοριακό Συμβούλιο, άρθρα 179-193. Βλέπε: Άρθρο 179: «Το Ενοριακό Συμβούλιο εκλέγεται υπό των αρρένων και θηλέων μελών της Εκκλ. Κοινότητας, που συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους και δεν στερήθηκαν το εκκλ. Δικαίωμα να εκλέγουν. Άρθρο 180: «Το εκλογικό δικαίωμα για την ανάδειξη του Ενοριακού Συμβουλίου στερείται μέλος της ενορίας: α), …,β)…, γ)…, δ)…., ε)…., στ)…, ζ)…, η)…., , εφ’ όσον υποβληθεί ένσταση κατά του καταλόγου των υποψηφίων.», σελ. 186-187. [ccxv] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, νόμος 590/1977, ΚΕΦ. ΙΑ΄, Άρθρο 39.2.1η πρόταση, σελ. 232 [ccxvi] Μαλαματής Βαλάκου - Θεοδωρίδου, μν. έργ.: Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, όρος Ι΄ , σελ.425. [ccxvii] Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, νόμος 590/1977, ΚΕΦ. ΙΑ΄, Άρθρο 39.2.2η πρόταση, σελ. 232. [ccxviii] Α). Δημητρίου Γ. Τσάμη, Άγιον Όρος, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩ, 27-12-1994, σελ. 242-297, ένθα: «…τμήμα του Ελληνικού Κράτους, οίνος η κυριαρχία παραμένει άθικτος επ’ αυτού. Εξ επόψεως πνευματικής διατελεί το Άγιον Όρος υπό την Άμεσον δικαιοδοσίαν του Οικουμενικού Πατριαρχίου», σελ. 242. Β). Αθ. Αν. Αγγελόπουλου, μν. έργ., ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ, ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡ. 590/265/1977, ΚΕΦ. Α΄, άρθρο5., σελ. 203. [ccxix] Ιωάννου Μόσχου, ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ, ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 17, ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΑ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1983, κεφ. 33, σελ. 39-40. |
Δημιουργία αρχείου: 5-3-2004.
Τελευταία ενημέρωση: 31-1-2006.