Λοιπόν, σήμερα αναγκάζομαι να πω και τούτο, κάπως τολμηρό μα με φέρνει η
ανάγκη να το πω, όταν κάθε μέρα ακούω «η γυναίκα μου είναι έτσι, η
γυναίκα μου είναι τέτοια, οι γυναίκες είναι σατανάδες...».
Λέω:
«Συγγνώμη, αγαπητέ μου, αυτή τη γυναίκα που λες δεν την παντρεύτηκες εσύ;».
«Ναί». «Καλά, όταν την παντρεύτηκες δεν βρήκες σ’ αυτήν όλη την αγάπη,
την τρυφερότητα, την ευτυχία;» «Ναί». «Τώρα γιατί άλλαξες; Η ίδια είναι.
Και τότε που παντρεύτηκες και τώρα η ίδια είναι. Βλέπεις, ότι εσύ φταίς;».
Συνάντησα ένα
ανδρόγυνο μια φορά μεγάλης ηλικίας, σχεδόν 80 ετών, που είχαν μεταξύ
τους πικρία και ήθελε, αν ήταν δυνατόν, να σκοτώσει ο ένας τον άλλο.
Τούς λυπήθηκα, κάθησα κοντά τους και άρχισα να ερευνώ και είδα ότι από
άγνοια το έπαθαν. Δεν γνώριζαν ούτε το χριστιανισμό ούτε περί ήθους,
τίποτα. Όταν κάθισα και τους μίλησα είδα ότι δέχονταν και ό,τι τους
έλεγα το άκουγαν. Έ!, αφού προσπάθησα συνοπτικά να τους δείξω ότι ο
άνθρωπος κατάγεται από τον Θεό και έχει αιωνιότητα και ότι δεν θα
μείνουμε για πάντα στον κόσμο αυτό και ότι η συζυγία δεν διαλύεται εδώ,
αλλά θα συνεχιστεί στην αιωνιότητα, συγκινήθηκαν, και τα δέχτηκαν όλα
αυτά. Έφυγα και αφού πέρασε λίγος καιρός μου στέλνουνε ένα γράμμα, στο
οποίο μου γράφανε: «Γέροντα, είναι σαν να ξαναζούμε τον πρώτο μήνα του
γάμου μας». Αυτοί που ήθελαν να σφαγούν, να σφάξει ο ένας τον άλλο.
Βλέπεις τις αποδείξεις;
Θα σάς πω για ένα ακόμα χαρακτήρα
πραγματικού συζύγου, που πάρα πολύ δύσκολα τον
συναντούμε στις μέρες μας. Εμείς γνωρίσαμε όμως έναν. Κατά πάντα τέλειος
χαρακτήρας, χριστιανός, πλήρως κοινωνικός. Άργησε να παντρευτεί, σχεδόν
στα τριάντα του, όχι γιατί αποστρεφόταν, αλλά νόμιζε ότι έτσι έπρεπε.
Και τότε έκανε την προσευχούλα του με πίστη και βρήκε μια κορούλα και
παντρεύτηκε. Η κορούλα ήταν μικρή, δέκα χρόνια μικρότερη απ’ αυτόν.
Μόλις την παντρεύτηκε άρχισε αυτή να κάνει αταξίες. Έκανε πώς δεν έβλεπε
αυτός, νόμιζε πώς είναι κορούλα του και αυτός πατέρας της. Είχαν όμως
επιχειρήσεις μεγάλες στο εξωτερικό και έπρεπε κατ’ ανάγκην να πάνε εκεί,
έστω και προσωρινά. Την παίρνει λοιπόν και έφυγαν. Όταν πήγαν εκεί αυτή
πείσμωσε. Λέει: «Για να με χωρίσει από το περιβάλλον μου το ’κανε. Εγώ
θα τον αφήσω». Λοιπόν, τον παρατάει και έφυγε. Έρχεται στην
Ελλάδα και που πάει; Σ’ ένα από αυτά τα “καζίνα” και ζούσε ως ελεύθερη
γυναίκα επί αμοιβή.
Αυτός, από την ημέρα που έφυγε δεν έπαυε
κάθε μέρα να κάνει προσευχή με δάκρυα και να επιμένει, να
εκβιάζει
τον Θεό: «Πανάγαθε δεν υποχωρώ, δεν θα σ’ αφήσω, εσύ μου έδωσες τη
γυναίκα μου. «Παρά Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή».
Θέλω τη σύζυγό μου.
Εάν πλανήθηκε η κορούλα πρέπει να χαθεί; Γιατί ήρθες εσύ στη γη; Δεν
ήρθες να ανεύρεις το απολωλός, να θεραπεύσεις τον άρρωστο, να αναστήσεις
τον νεκρό; Δεν υποχωρώ, δεν θα σ’ αφήσω ήσυχο. Θέλω τη γυναίκα μου, να
μου τη φέρεις πίσω». Έκλαιε επί δύο χρόνια.
Επέδρασε η προσευχή και
τελικά ήρθε στον εαυτό της. «Πω, πω», ομολογούσε, «πρέπει να κάνει ο
Θεός άλλη κόλαση, γιατί αυτή είναι για μένα μικρή!». Πιάνει και του
γράφει ένα γραμματάκι και του λέει: «Δεν τολμώ να σε ονομάσω,
δεν έχω θέση. Αν επιστρέψω, με δέχεσαι σαν υπηρέτρια;».
Απαντάει αυτός: «Αγάπη μου, γιατί είπες αυτή τη λέξη και με
πλήγωσες; Δεν σε έστειλα για διακοπές και περιμένω με λαχτάρα την αγάπη
μου να ’ρθει στην αγκαλιά μου;» Πήγε λοιπόν, την περίμενε στο
αεροδρόμιο, όπως συννενοήθηκαν. Όταν βγήκε αυτή έξω και τον είδε έπεσε
κάτω και άρχισε να χτυπιέται με κλάματα. Την πήρε στην αγκαλιά του. «Αγάπη
μου, γιατί κάνεις έτσι και με πληγώνεις; Σε περίμενα με λαχτάρα. Πάμε
στο σπίτι μας, δεν χωρίσαμε ποτέ. Πάντοτε μαζί σου ήμουν». Και
απεδείχθη ύστερα ότι έγινε πιστή σύζυγος αυτή η κορούλα. Αυτή είναι η
θέση του άνδρα, του συζύγου.