Η ανθρώπινη ιστορία έχει καταγράψει πολλά
γεγονότα κατά τα οποία η ζωή διέψευσε κάθε επιστήμη και η
ήρεμη Θεία σοφία κένωσε τη θορυβώδη ανθρώπινη πολυγνωσία, μα
πάντα αυτή η διάψευση προκαλεί τον ίδιο θαυμασμό, σ’ όποιον
θελήσει να τη μελετήσει. Την πιο παράξενα βρωμερή περίοδο
των τελευταίων χρόνων για την Ελλάδα, επέλεξε ο Θεός να
δώσει φυσικά ένα σημάδι της παρουσίας Του και να ανατρέψει
ό,τι ξέρουμε για τη ζωή, για το θάνατο και για την ηθική
μας.
Η ανθρώπινη γνώση επιμένει ότι με το θάνατο επέρχεται η
σήψη, ότι η σήψη αναδίδει δυσωδία, ότι ένα νεκρό σώμα είναι
μιαρό, ότι η όψη του νεκρού προκαλεί σοκ, πληγώνει τις
ψυχές, φοβίζει και απωθεί. Δε χρειάστηκαν παρά μονάχα
μερικές εβδομάδες για να διαγνώσουμε τη σήψη σε ζωντανούς
οργανισμούς και λίγες ώρες για να αισθανθούμε την ομορφιά
και τη δύναμη της ζωής μπροστά στο άψυχο σώμα ενός Ιεράρχη.
Ήταν η ώρα που ο Θεός ως η μόνη Αλήθεια, με μια σιωπηλή
εντολή ακύρωσε τις πολλές μικρές, άτακτες «ψευδό-αλήθειες»
μας. Ο Αρχιεπίσκοπος αποχαιρέτησε τη γήινη διάσταση της
Ελλάδας σε μια δύσκολη περίοδο, όταν οι πολίτες
παρακολουθούμε μπερδεμένοι μεγάλες αποκαλύψεις για απόπειρες
αυτοκτονίας, εκβιασμούς, προδοσίες, σκάνδαλα, φωνές,
αλαζονεία, βρωμιά. Μας αποχαιρέτησε σα να μην άντεχε τη
δυσωδία, ή σα φάρος για να δώσει ελπίδα σε όσους τη
χρειάζονται, ένα μάθημα σε όσους δεν έχουμε ακόμα καταλάβει.
Σπάνια τόση αξιοπρέπεια στάθηκε απέναντι σε τόση
μικροπρέπεια ίσα για να την κάνει να φανεί στην πραγματική
της διάσταση, σπάνια ένας αδύναμος νεκρός κάνει πολλούς
ισχυρούς ζωντανούς να φαίνονται διπλά σάπιοι. Ξαφνικά οι
φωνές για το «δίκαιο», τα ουρλιαχτά για την αναζήτηση της
«αλήθειας», οι μάχες για την «ηθική», μας ενοχλούσαν.
Ξαφνικά σιχαθήκαμε από τις διαβεβαιώσεις ότι κάποιοι είδαν ή
δεν είδαν ένα DVD, ότι κάποιοι έκλεψαν ή δεν έκλεψαν,
εκβίασαν ή δεν εκβίασαν, ότι έκαναν ή δεν έκαναν πλάκα, ότι
πρόδωσαν ή δεν πρόδωσαν το φίλο για την ηθική ή την
ανηθικότητα, για την αλήθεια ή το ψέμα για την τιμή ή την …
«τιμή». Ξαφνικά το μόνο που μας ανακούφιζε ήταν η σιωπή,
γιατί κάθε άλλος θόρυβος μας έφερνε στο νου τη σήψη.
Ένα έθνος που δεν έχει που να πιαστεί, ακούμπησε ξανά σ’ ένα
φέρετρο για να θυμηθεί, να παρηγορηθεί, να πάρει δύναμη, να
αναπνεύσει, γιατί μέσα στη δυσωδία από τον κόσμο της
πολιτικής, της ενημέρωσης, της παιδείας, της δικαιοσύνης,
ακόμα και ενός μέρους της Εκκλησίας ( που είχε βγάλει από το
καλοκαίρι τις μαύρες πλερέζες και διαδοχολογούσε, πάντα με
«αδελφική στοργή και αγάπη»), τούτο το φέρετρο μοσχομύριζε
κι έλαμπε από ζωή!
Δεν ήταν Άγιος ο Αρχιεπίσκοπος ( άλλωστε η Αγιότητα είναι
κάτι που αφορά το Κριτή και όχι τους κρινόμενους) , ούτε
αναμάρτητος. Ήταν όμως άνθρωπος, σπάνιο χάρισμα σε μια εποχή
και μια χώρα Υπεράνθρωπων υπανθρώπων. Ήταν ένας άνθρωπος που
ενόχλησε τους πολιτικούς αλλά μάγεψε τους πολίτες, μπέρδεψε
τους δημοσιογράφους, αλλά προβλημάτισε τους ερευνητές,
προκάλεσε τους υγιείς και δυνατούς, αλλά άγγιξε τους
ασθενείς και τους αδύναμους. Πάνω από όλα όμως ήταν ένας
κοινός θνητός που δε γραπώθηκε από την αθανασία, σε μια
κοινωνία «αθανάτων» που γραπωνόμαστε από την θνητή μας φύση.
Δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε ιδανικά, αλλά ήταν ένας
από τους λίγους ηγέτες που δε θυσίασαν αυτά που πίστευαν στο
βωμό της υστεροφημίας τους. Όταν πίστευε ότι έπρεπε να
επαναστατήσει, επαναστάτησε, όταν πίστευε ότι έπρεπε να
σιωπήσει, σιώπησε, χωρίς να κοιτά στο ταμείο την ανθρώπινη
τιμή των επιλογών του. Κυρίως όμως όταν έλαβε το μήνυμα του
τέλους, έγινε πιο γλυκός κι αντί να πιαστεί από το λαιμό
μιας επιστήμης που δεν μπορούσε να τον βοηθήσει, προτίμησε
να προετοιμαστεί για να συναντήσει ένα Πρόσωπο που μάλλον
αγάπησε πολύ. Να γιατί το πλήθος που τον συνόδεψε, ήταν μια
σιωπηλή, πένθιμη αγκαλιά: γιατί παρά τις τυχόν αντιρρήσεις
μας με τις απόψεις του, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε
έναν πραγματικά ερωτευμένο άνθρωπο, παθιασμένο με το
Δημιουργό του ως το τέλος, παθιασμένο με το ποίμνιό του ως
την τελευταία του δημόσια εμφάνιση, παθιασμένο με τη ζωή
ακόμα κι όταν πέθανε.
Υ. Γ. Όταν πρωτοδιάβασα το έργο του W. Golding «Ο
κύριος των Μυγών» (Lord of the flies), με είχε εντυπωσιάσει
ο τίτλος του. Μέσα σ’ αυτή τη βρωμιά της πατρίδας μου μα με
ζεστή την καρδιά από το θάνατο του Ιεράρχη μου, το
ξαναθυμήθηκα αυτό το βιβλίο με ανατριχίλα, γιατί τελικά ο
συγγραφέας είχε δίκιο: Το κακό είναι στ’ αλήθεια σαν τη
μύγα: ενοχλητικό, βρωμερό, θορυβώδες κι ας νομίζει ότι είναι
Κύριος. Αρκεί μια παγωνιά για να το ακυρώσει, για να του
θυμίσει ότι τελικά … άλλο είναι να είσαι Κύριος κι άλλο να
είσαι μύγα!
* Σημείωση
της ΟΟΔΕ: Μία εκκλησιαστικά ορθότερη λέξη, αντί για την
κοσμικής χρήσεως λέξη: "νεκρός", είναι η λέξη "κεκοιμημένος".
Αυτή είναι η εκκλησιαστικά καταλληλότερη λέξη για έναν
Χριστιανό, και ιδιαίτερα για έναν Ιεράρχη.
Για τους Χριστιανούς, τα ζώα
ψοφούν, οι άνθρωποι πεθαίνουν, αλλά οι Χριστιανοί
κοιμούνται!