Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Κοινωνία και Γεγονότα

 

Άτομα με ειδικές ανάγκες

Μερικοί οπαδοί του αθεϊστικού "προοδευτισμού" προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα παιδιά με ειδικές ανάγκες θα ήταν καλύτερα να μην έχουν γεννηθεί. Ότι θα έπρεπε να έχουν εκτρωθεί πριν καν αντικρίσουν το φως του ήλιου. Μια άποψη που εκφέρουν "εκ του ασφαλούς", στην ασφάλεια της "φυσιολογικής" ζωής τους. Κάποιοι άνθρωποι όμως που γνώρισαν τέτοια παιδιά, μαρτυρούν διαφορετικές απόψεις...

Δεν ξέρω αν είχατε ποτέ την ευκαιρία να βρεθείτε σε παιδική κατασκήνωση ή, ακόμη, να εργαστείτε για κάποιες καλοκαιρινές ημέρες ως συνοδοί σε κατασκήνωση παιδιών με «ειδικές ανάγκες»… Τέλη Αυγούστου 2000, βρισκόμουν σε μια κατασκήνωση στη Χαλκιδική, απ’ τις πολλές, που διοργανώνονται για τα ά.μ.ε.α. σε όλη την Ελλάδα. Ήταν η τρίτη διαδοχική χρονιά που πήγαινα διακοπές παρέα με τα παιδάκια αυτά. Πολλοί φορείς αναλαμβάνουν την διοργάνωση κατασκηνώσεων σε πολλές περιοχές και πολλοί επίσης εθελοντές συνοδοί καλούνται να δώσουν λίγη αγάπη, απ’ αυτή που τους περισσεύει.

Στην αρχή, την πρώτη μου μέρα ως συνοδός, ήμουν αμήχανος κι επιφυλακτικός. Η πρώτη επαφή με τα παιδιά αυτά ήταν, θέλοντας και μη, μηχανική και αψυχολόγητη. Υπάρχει το άγνωστο που σε προκαταλαμβάνει, η άγνοια σου φέρνει δισταγμούς σε κάθε σου βήμα. Αλλά στη συνέχεια, με την τριβή, η παρέα μεταμορφώνεται σε μια απέραντη ευχαρίστηση. Δεν απαιτείται μεγάλη προσπάθεια, ούτε αφορά ξεπέρασμα της ιδέας «προκατάληψη». Αρκεί να «αναγνωρίσει» κανείς με προσοχή, στο πρόσωπο των παιδιών αυτών, το δικό του, να βρει έναν κόσμο που του μοιάζει. Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν μας χωρίζει τίποτα, παρά ένας απλός καθρέπτης, το μέσο που νομίζουμε ότι φαινομενικά μας «ξεχωρίζει» αλλά και που, μέσω αυτού πάλι,  τελικά μας συναντά. Και αυτή τη διαφορά, την δημιουργούμε μόνοι μας επιμένοντας να αντικρύζουμε τα πάντα μέσα από την επιτηδευμένη «προοδευτική» μας σκέψη, ενός τρόπου ζωής φτωχού από ανθρωπισμό. Τόσο φτωχού, που η ιδεολογία του προτάσσει την απόρριψη από την κοινωνία των παιδιών αυτών.

Πολλά από αυτά, που ακούω μερικές φορές, δεν είναι παρά αξιολύπητες υπεκφυγές, γιατί, πραγματικά, σαν τις 15 αυτές ημέρες γεμάτες παιχνίδι, τρεξίματα, αγωνία, αϋπνίες αλλά και τόσο χαμόγελο... δε θα ξαναβρώ πουθενά! Ναι, η παρέα με τα «καθυστερημένα», για πολλούς, παιδάκια είναι η πιο άδολη και χαρούμενη, που γνώρισα! Πόσα τους οφείλω άραγε! Ανήκουν πλέον στη παρέα μου, γίνανε κι αυτά οι φίλοι μου, με τους οποίους θέλω να συχνάζω! Δεν μπορώ παρά να θεωρήσω ευλογία την συνάντησή μου μ’ αυτά! Παιδιά σαν αυτά ιδέα δεν έχουν τι σημαίνει «δόλος». Και κρίμα, είναι πολύ κρίμα, που η κοινωνία σήμερα κάνει το παν για να τους τον μεταδώσει. Αλλά σαφώς χωρίς επιτυχία, λόγω της αγνής φύσεως των ψυχών τους.

Ένα μεσημέρι, εκείνης της καλοκαιρινής περιόδου, έτυχε να περπατώ μόνος στην κατασκήνωση. Όλα τα παιδάκια φιλοξενούνται σε βαγόνια και στο δρόμο μου, πέρασα μπροστά από το βαγόνι που έμενε η Δέσποινα. Ένα κορίτσι περίπου 22-25 ετών, με φυσιολογικό ύψος και βάρος και καστανά μαλλιά, μέχρι τους ώμους. Ήταν αυτιστικό (αυτισμός: ψυχική κατάσταση κατά την οποία το άτομο περιορίζεται στο δικό του κόσμο ιδεών, αποκόπτοντας εκούσια την επαφή του με το περιβάλλον, με αρκετές διακυμάνσεις ανά άτομο). Καθόταν μόνη στον πάγκο μπροστά στο βαγόνι. Δεν έδειχνε τίποτε ασυνήθιστο, έμοιαζε με ένα «κοινό» κορίτσι. Εκείνη τη στιγμή χωρίς πολλή σκέψη, πήγα και έκατσα στον πάγκο της. Ήταν για μένα ευκαιρία, που θα έμενα μόνος μαζί της, χωρίς μάλιστα να βρίσκομαι υπό το βλέμμα κανενός.

Στην αρχή, αφού κάθισα, την χαιρέτησα ευγενικά. Η Δέσποινα δεν έδειξε να ενδιαφέρεται. Η έκφρασή της έμεινε αναλλοίωτη, δεν ήταν καν υποχρεωμένη να γυρίσει το κεφάλι. Εγώ συνέχισα να την καλώ με το όνομά της, στραμμένος χαμογελαστά προς το μέρος της. Είχα την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα έπαιρνα μία απάντησή της. Εκείνη όμως συνέχιζε να αδιαφορεί, θαρρείς πως δεν υπήρχα. Στην επιμονή μου, αποφάσισα να «πειραματιστώ» περισσότερο και την πλησίασα. Έγειρα το πρόσωπό μου για να την αντικρύσω κατάματα, με την προσδοκία να «κλέψω» ένα βλέμμα της. Δεν τα κατάφερα πάλι, δεν αντιδρούσε με τίποτα! Σχεδόν όμως... επειδή εκείνη τη στιγμή, ενώ την κοιτούσα κατά πρόσωπο, ένιωσα, χωρίς να το καταλάβω, ένα δυνατό της χαστούκι να μου ταρακουνά το κεφάλι! Και ταυτόχρονα να με ξυπνά από τον κόσμο μου. Τα ’χασα εκείνη την ώρα και απομακρύνθηκα ενστικτωδώς για να μη δώσω συνέχεια στο γεγονός. Τολμώ να πω πως στιγμιαία θύμωσα μαζί της και όλη μου η καλή διάθεση χάθηκε. Αργότερα όμως συνήλθα και αντιλήφθηκα πολλά. Αυτό που συνέβη τελικά, ήταν κάτι μικρό. Αλλά και κάτι μεγάλο!

Είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου! Έτρεφα ελπίδες φιλόδοξες αλλά και πολύ επιπόλαιες. Πίστευα πως η καλή μου διάθεση θα έπρεπε να βρει τουλάχιστον «καθρέφτη» αντί για τοίχο. Όμως δεν υπολόγισα αρκετά πράγματα, πολλά από τα οποία τα έμαθα με την αφορμή αυτή.

Τρία καλοκαίρια που συναντούσα την Δέσποινα δεν θυμάμαι να είχε αρθρώσει ποτέ λέξη. Ελάχιστες φορές μόνο την άκουσα να βγάζει κάποιο μουρμουρητό ή δυνατό μουγκρητό με κλειστό στόμα. Ή κάποια άλλη φορά, που φώναζε όταν θα της ερχόταν μία κρίση. Επίσης, μερικές φορές έπαιρνε την πρωτοβουλία και έβγαινε μόνη της στο δρομάκι για να περπατήσει όπως συνήθιζε, με τα δικά της χαρακτηριστικά βήματα, στις μύτες των ποδιών, σαν να περπατούσε για πρώτη της φορά ή σαν να μας έλεγε «εδώ είμαι, βγήκα». Στα παιχνίδια δύσκολα συμμετείχε. Την τελευταία χρονιά, μάλιστα, την παρατήρησα να αγκαλιάζει σφιχτά στο ένα χέρι κάποιο αντικείμενο ή μία κούκλα, ενώ με το άλλο την οδηγούσε η συνοδός της. Δείγματα φόβου, κατάλαβα, και ανασφάλειας. Η Δέσποινα, ανεξάρτητα του πώς το εξέφραζε, καθόταν τον περισσότερο καιρό στη γωνία του κρεβατιού της με την πλάτη στον τοίχο, κουλουριασμένη. Κρατούσε σφιχτά στα χέρια της διάφορα αντικείμενα, όποια έβρισκε, προσωπικά ή των συνοδών της. Ποτέ δεν καθόταν με τα πόδια στο πάτωμα, ούτε υπάκουε συχνά τις συνοδούς της. Όπως η Δέσποινα, έτσι όλα τα παιδιά έχουν την ιδιαίτερή τους προσωπικότητα. Και το καθένα, αν είχε την δύναμη να εκφραστεί, θα την μαρτυρούσε. Αλλά και θα μας έκανε κριτική.

Αναρωτιέμαι ώρες-ώρες συνειρμικά: ποια είναι η ζωή των παιδιών αυτών; Άραγε στις οικογένειες που ζουν είναι ενωμένα με τα μέλη της ή απλά «περισσεύουν»; Πόσο βεβαρημένο να είναι το χθες μερικών; Ζουν ως άτομα που απαιτούν φροντίδα και αγάπη; Για ποιο λόγο, για ποιο κατεστημένο, για ποια προκατάληψη, για ποια επιλογή τους πληρώνουν τώρα το κόστος κάποια από αυτά να ζούνε μια μαύρη ζωή χωρίς διέξοδο; Για ποιο λόγο τα παιδιά αυτά, που διατηρούν ορθάνοιχτα τα χέρια σε σχήμα αγκαλιάς περιμένοντας τη ζεστή δική μας, να δέχονται χτυπήματα αντί για χάδια, κραυγές αντί για γλυκόλογα, να βλέπουν τρομακτικά φαντάσματα αντί για ιλαρά πρόσωπα…;

Κι όμως, κακία δεν έχουν, κακία δεν ανταποδίδουν. Δεν «φτιάχτηκαν» με τέτοια χαρακτηριστικά ή με τέτοιες προδιαγραφές. Περιμένουν αγάπη, μας την ζητούν και μας εμπιστεύονται! Κι όμως. Η φωνή τους, που παρακαλεί γι’ αυτό, έχει εμάς αποδέκτες, έρχεται στα δικά μας αυτιά. Τα οποία, δυστυχώς, είναι κουφά! Δεν μπορούν να ακούσουν ένα κλάμα! Το ίδιο και τα μάτια μας. Είναι στραβά. Δεν μπορούν να ατενίσουν ένα χαμόγελο. Τα χείλη μας, συνηθισμένα σε πονηριές, διπλωματίες και αισχρόλογα, δεν αντέχουν να φιλήσουν ένα άδολο μάγουλο, δεν χαρίζουν πια γλυκές κουβέντες. Τα  χέρια μας, τόσο τα ‘χουμε λερώσει, που δεν γνωρίζουν πια να αγκαλιάζουν. Αδύνατο να σκουπίσουν δυο παιδικά δάκρυα…

Έτυχε, δυστυχώς, να γνωρίσω παιδιά που υπέφεραν και υποφέρουν, που όλο τον χρόνο περνούσαν και περνάν άσχημες και δύσκολες ημέρες. Πολλά αναμένουν την μεγάλη ημέρα που θα φύγουν για μία απλή κατασκήνωση -όπως και οι γονείς τους, που θα τα ξεφορτωθούν- μήπως και επιτέλους εκείνο το όμορφο όνειρο, που είναι γι’ αυτά η κατασκήνωση, μείνει για πάντα στη ζωή τους και δεν ξαναχαθεί. Μάταια όμως! Κάποια παιδιά αρνούνται να γυρίσουν σπίτι τους μετά την κατασκήνωση, μα θα γυρίσουν. Στους γονείς, που δεν τα θέλουν πια, που με το ζόρι τα κρατάν. Και γιατί να ξαναπάν στο αντίστοιχο ίδρυμα; Δεν είναι κανείς εκεί, παρά μόνο μία βιαστική νοσοκόμα, που «δεν πειράζει» αν κάνει επώδυνα ή άτσαλα μία ένεση σ’ «αυτά» τα παιδιά... Κι ούτε είναι φυσικά κανείς άλλος γι’ αυτά εκεί, στο «κατάλληλο ίδρυμα». Για ποιο λόγο ένα παιδί να νιώθει την ερημιά της μοναξιάς (εύχομαι, τουλάχιστον, η Δέσποινα να μην την νιώθει); Το τρομακτικό σκοτάδι της απομόνωσης; Το γουργουρητό του νηστικού στομαχιού; Τα άκαρδα χτυπήματα, τα ταπεινωτικά λόγια...; Για ποιο λόγο πρέπει από ένα τέτοιο παιδί να τολμήσει να κυλήσει, εξ’ αιτίας μας, ο πόνος από τα μάτια του;

Κατόπιν θυμήθηκα το χαστούκι που μου δώρισε η Δέσποινα. Με λεπτότητα μου είπε πολλά πράγματα μαζί, χωρίς να χρειαστεί να ανοίξει το στόμα της. Νομίζω πως ακούω την «φωνή» της εκείνη τη στιγμή… «Ξέρεις μάγκα, εγώ πέρασα πολλές στιγμές μοναξιάς. Ένιωσα το μαύρο σκοτάδι να ποτίζει το μέσα μου. Ποτέ δεν είχα τροφή από καλή καρδιά, καμμιά φορά το στομάχι μου πονούσε από τη πείνα. Συχνά, επιθυμούσα να ξανακούσω ένα όμορφο τραγούδι, μα οι φωνές του πατέρα μου μ’ έσπαζαν την καρδιά -αν τελικά δεν με πετούσε σε μια γωνία. Οι εικόνες γύρω μου ήταν σκοτεινές. Κάποτε κινούνταν και μιλούσαν καλά κι άλλοτε έσταζαν φαρμάκι. Δεν έχω πια το πολύχρωμο παιχνίδι μου από καιρό και η μόνη αγκαλιά είναι τα χέρια μου γύρω από τη μέση μου. Συγγνώμη ρε συ για το χτύπημα! Δεν γούσταρα να το κάνω, όσο κι αν μου το δίδαξαν. Αλλά αυτή είναι η κοινωνία σου. Σ’ την χαρίζω».

Οι μέρες κυλούσαν στη κατασκήνωση. Ασύλληπτα γρήγορα. Τα παιχνίδια μας ξεκαρδιστικά, χρύσωναν το χρόνο. Και τα μαλώματά μας κουραστικά, αλλά και ωφέλιμα. Μα ο χρόνος περνούσε... ή μάλλον εμείς τον χάναμε! Προοδευτικά, η οικειότητα μεγάλωνε και το δέσιμο, που αποκτήσαμε, μας έγινε αναγκαίο! Τόσο, που στο τέλος δεν περιμέναμε τη φυσική του λύση. Την τελευταία πια ημέρα, δεν είχαμε πρόγραμμα, οι δραστηριότητες είχαν πλέον τελειώσει. Συνοδοί και παιδιά, τα μαζεύαμε με βαρειά καρδιά. Όλοι ήμασταν επί ποδός και ο τόπος στα δρομάκια της κατασκήνωσης γέμισε από τις βαλίτσες μας. Τέλος τα χειροκροτήματα και τα γέλια των παιδιών!

Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Τα βαγόνια αδειάζουν από παιδιά και ζωή. Πηγαινοέρχομαι με βιασύνη για να βοηθήσω τους άλλους συνοδούς με τις αποσκευές τους και μαζί κάποια καροτσάκια. Κοντοστάθηκα όμως σε μία εξαιρετικά συγκλονιστική και ακατανόητη εικόνα: ήταν η Δέσποινα, καθισμένη στον πάγκο του βαγονιού της, με δάκρυα στα μάτια και με δύο έκπληκτες συνοδούς δίπλα της, να την παρηγορούν και να την αγκαλιάζουν, καθώς φεύγουμε! Μου φαινόταν... απίστευτο, δεν μπορούσα να συλλάβω αυτό που έβλεπα! Η Δέσποινα δεν δεχόταν να φύγουμε! Τρία χρόνια που ήμουν στην ίδια κατασκήνωση μαζί της, δεν θυμάμαι να την έζησα ποτέ... τόσο ζωντανή! Ναι, θυμήθηκα τελευταία... Την έβλεπα να χαμογελά. Να κουνιέται στο άκουσμα ενός τραγουδιού. Θυμήθηκα αυτές τις αλλαγές, την διαφορετική εκείνη όψη της! Δεν ήταν εκείνη των περασμένων ετών, αλλά ένα κορίτσι που, να, μπροστά μου, δεν ήθελε τώρα να χάσει την παρέα της! Ήταν ένας άνθρωπος, που γνώριζε πώς να αρπάζει απ' τα μαλλιά την ευκαιρία για χαρά και την ελπίδα! Κάποιος, ο οποίος, στην αγάπη απάντησε με αγάπη! Ένα μοναδικό της προσόν, που ήθελε με τη βία να φέρει στην επιφάνεια της ζωής της!!!

Για μένα, η Δέσποινα έκανε ένα βήμα μπροστά, αντίθετα με πολλούς από εμάς.

Εύχομαι να γνωρίσω στο μέλλον κι άλλες «αθλήτριες» σαν την Δέσποινα, που θα με διδάξουν αληθινά νοήματα στη ζωή! Η συνάντησή μου μαζί της ήταν μία ευλογία, όπως ευλογία ήταν και η συνεύρεσή μου στο χώρο εκείνο με όλους τους άλλους «φίλους» της. Εκείνους που την καταλαβαίνουν και τους καταλαβαίνει. Εκείνους, που δεν γνωρίζουν τι σημαίνει «ζω επειδή έχω τις προϋποθέσεις» ή «γιατί να ζω έτσι που είμαι;» ή «τέτοια παιδιά, καλά είναι να μην γεννιούνται» ή «όσα έχουν σύνδρομο Down αξίζουν μόνο την έκτρωση» ή «τα ΄καθυστερημένα΄ δεν είναι άνθρωποι». Ευτυχώς που δεν συμβιβάστηκαν όλοι. Εννοείται, πως σκοπεύω να ξαναβρώ τα παιδιά αυτά και τα καλοκαίρια μου, επίσης, να τα γεμίζω μαζί τους.

 

«Η ευτυχία κρύβεται στα μικρά πράγματα», λένε κάποιοι. Τι ψέμα... Η ευτυχία βρίσκεται ΠΑΝΤΟΥ!

 

Όλες μου οι στιγμές μ’ εκείνα τα παιδιά ήταν μοναδικές κι ανεπανάληπτες. Αναμφισβήτητα όμως, το κλάμα της Δέσποινας ήταν το παν. Όπως και το χαστούκι της, φυσικά.

Θανάσης Αναστασίου

Δημιουργία αρχείου: 14-4-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 14-4-2005.

ΕΠΑΝΩ