Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιστορικά θέματα

Ενέργειες επιβίωσης της Εκκλησίας μετά την Άλωση * Ο ρόλος της ενορίας κατά την τουρκοκρατία * Οι Έλληνες στην Τουρκοκρατία * Η Θεολογία στην Τουρκοκρατία

Η Εκκλησία στην Τουρκοκρατία και την Εθνεγερσία

Η προσφορά τής Εκκλησίας στον σκλαβωμένο Ελληνισμό

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 296. Μάρτιος 2021, από το βιβλίο τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Παλαιά και Νέα Ρώμη, εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας), β΄ έκδ. 2016,  σελ. 270-316.

Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr

 

 

Το έτος που διερχόμαστε, δηλαδή το 2021, εορτάζουμε την επέτειο τών 200 ετών από την Επανάσταση τού 1821 και έχουν προσδιοριστεί πολλές εκδηλώσεις από την Ιερά Σύνοδο και από την Πολιτεία για να μελετηθούν όλες οι πλευρές τής σημαντικής αυτής Επαναστάσεως.

Μια σοβαρή πλευρά τού ζητήματος είναι η προσφορά τής Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, που κράτησε αναμμένη την δάδα τής Ελληνορθόδοξης Παράδοσης, αλλά και η προσφορά της κατά την διάρκεια τής Επαναστάσεως και μετά από αυτήν.

Δεν μπορούν να ερμηνευθούν τα γεγονότα τού 1821, εάν δεν τα συσχετίσουμε με την «Πονεμένη Ρωμηοσύνη», όπως έλεγε ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου, κατά την διάρκεια τής Τουρκοκρατίας.

Κατά την Τουρκοκρατία, που ήταν μια μεγάλη δοκιμασία για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, διαφυλάχθηκε η ορθόδοξη πίστη, γιατί οι Χριστιανοί στηρίχθηκαν στις πνευματικές τους δυνάμεις, όπως αυτές είχαν αναπτυχθή και καλλιεργηθή τους προηγούμενους αιώνες. Θα εντοπισθούν μερικοί ουσιαστικοί παράγοντες που συνετέλεσαν στην διατήρηση τής αυτοσυνειδησίας και τής ταυτότητος τού Γένους.

Στην συνέχεια θα τονισθούν μερικά ενδιαφέροντα σημεία, που πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας για να ερμηνεύσουμε τα θέματα αυτά, όπως η Εθναρχούσα Εκκλησία, οι άγιοι και τα μοναστικά κέντρα, η παιδεία, η «Ελληνική Νομαρχία», οι Νεομάρτυρες, οι φιλοκαλικοί Πατέρες – Κολλυβάδες, και η Εθνεγερσία τού 1821.

 

1.  Η Εθναρχούσα Εκκλησία

Μετά την άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς, άρχισε μια νέα περίοδος στην μέχρι τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής, κατά τον Runciman, γνώριζε πολύ καλά το τι προβλήματα και δυσαρέσκειες είχε δημιουργήσει η προσπάθεια μερικών δυτικοφρόνων να επιβληθή η ένωση τών Ορθοδόξων Χριστιανών με την Ρώμη και γι' αυτό ανεζήτησε να βρη τον Γεώργιο-Γεννάδιο Σχολάριο, που είχε αποσυρθή σε Μονή και ο οποίος εξέφραζε την ομάδα τών ανθενωτικών και τον έπεισε να δεχθή να εκλεγή Πατριάρχης. Η ενθρόνισή του έγινε τον Ιανουάριο τού 1454 και ο Μωάμεθ τού δώρισε έναν καινούριο σταυρό, τον περιέβαλε με τα εμβλήματα και τού είπε: «Έσο Πατριάρχης με καλή τύχη και να είσαι βέβαιος για την φιλία μας, και για όλα τα προνόμια που είχαν οι Πατριάρχες πριν από σένα». Ο Γεννάδιος Σχολάριος ανέλαβε να σηκώση έναν μεγάλο σταυρό κατά τα επόμενα χρόνια.

Ο Μωάμεθ επέβαλε στο Οθωμανικό κράτος το σύστημα τών μιλέτ, σύμφωνα με το οποίο κάθε έθνος θα ασκούσε μια διοίκηση, όπως το επιβάλλει η θρησκεία του. Έτσι, ο Πατριάρχης θεωρήθηκε Εθνάρχης, αρχηγός τού ρωμαίϊκου μιλιέτ. Τα Πατριαρχικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία σε όλες τις υποθέσεις που αφορούσαν τους Ρωμηούς, ήτοι τους γάμους, τα διαζύγια, τις επιτροπείες τών ανηλίκων, τις διαθήκες και τους διαδόχους, εκδίκαζαν εμπορικές υποθέσεις αν οι διάδικοι ήταν ορθόδοξοι. Δηλαδή, «τα πατριαρχικά δικαστήρια απένεμαν δικαιοσύνη σύμφωνα με τον κανονικό νόμο τών Βυζαντινών και με το αστικό και εθιμικό βυζαντινό δίκαιο».

Ο Charles Frazee γράφει ότι η οργάνωση τών θρησκευτικών κοινοτήτων και τών Χριστιανών μέσα στην κοινωνική και πολιτική διάρθρωση τού Οθωμανισμού έγινε βάσει τού ισλαμικού δικαίου και τής ισλαμικής παράδοσης, οπότε «οι Χριστιανοί θα αποτελούσαν ένα μιλέτ, ένα "έθνος" υπό τη θρησκευτική και πολιτική διοίκηση τών εκκλησιαστικών τους ηγετών». Με αυτόν τον τρόπο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν μόνον θρησκευτικός ηγέτης όλων τών Ορθοδόξων, αλλά και «η κεφαλή τού έθνους», δηλαδή ένας μιλέτ-μπασί, ο οποίος ήταν υπεύθυνος ενώπιον τού Σουλτάνου. Ακόμη, πρέπει να σημειωθή ότι οι Κληρικοί και λαϊκοί που ασκούσαν τα εκκλησιαστικά αξιώματα προέρχονταν από την ελληνική κοινότητα τής πρωτεύουσας που είχε συγκεντρωθή στο Φανάρι, εξ ού και ονομάσθηκαν Φαναριώτες. Η δύναμη τών Φαναριωτών που άρχισε τον 16ο αιώνα, αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο στην συνέχεια και αυτοί απέκτησαν παντοδυναμία τον 18ο αιώνα. Αυτό είχε σχέση και με την «αυξανόμενη ελληνοποίηση τής Ορθόδοξης Εκκλησίας στα Βαλκάνια», όπως το βλέπουμε κυρίως στις Παραδουνάβειες Ηγεμονίες.

Ο Gerhard Podskalsky (Γκέρχαντ Ποντσκάλσκυ) στο έργο του με τίτλο Η ελληνική θεολογία επί Τουρκοκρατίας, γράφει ότι ο Σουλτάνος Μεχμέτ Β΄ (Μωάμεθ ο Πορθητής) καθιέρωσε νέο νομικό καθεστώς, το οποίο ουσιαστικά δεν άλλαξαν οι μετέπειτα Σουλτάνοι μέχρι τον 19ο αιώνα, σύμφωνα με το οποίο αντιμετώπισε την Εκκλησία ως διάδοχο τών βυζαντινών αυτοκρατόρων και τής ανεγνώρισε «την νομική θέση θρησκευτικής κοινότητας». Βεβαίως, «πολλά μέτρα τού κράτους δεν επέτρεπαν στους Έλληνες να λησμονήσουν τη θέση τους ως λαού υποτελούς».

Σημαντικές πληροφορίες για το πώς ζούσαν οι Ρωμηοί κατά την διάρκεια τής Τουρκοκρατίας υπό την πνευματική καθοδήγηση και διοίκηση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικά τής Εκκλησίας, μάς δίνει ο Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός στο βιβλίο του με τίτλο Τουρκοκρατία και υπότιτλο Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο βιβλίο αυτό βλέπουμε αναλυτικά την μεγάλη αξία τού Εκκλησιαστικού Σώματος, τών Ενοριών και τών Ιερών Μονών στην ζωή τών υποδούλων Ρωμηών, την πολιτική δράση τών Φαναριωτών, την ανάπτυξη τής παιδείας με πρωτοβουλία τής Εκκλησίας, το πρόβλημα τού εξισλαμισμού και την αντίδραση τής Εκκλησίας σε αυτό και γενικά το πώς η Ρωμανία επιβίωσε με την συμπαράσταση και την πνευματική βοήθεια που προσέφερε η Εκκλησία.

Μέσα στα πλαίσια αυτά τής εθναρχίας λειτουργούσαν οι Ρωμηοί και κέντρο τής ρωμαίϊκης κοινότητας ήταν η Εκκλησία με τον Επίσκοπό της.

Αν διαβάση κανείς τους Κανονισμούς με τους οποίους διοικούνταν οι κατά τόπους Δημογεροντίες στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, ιδίως μετά τον 17ο αιώνα, θα διαπιστώση την μεγάλη προσφορά τών Επισκόπων στην όλη διοικητική διάρθρωση τών υποδούλων Ρωμηών.

Έχω μελετήσει διεξοδικά και έχω αναλύσει τον Κανονισμό λειτουργίας τής Δημογεροντίας τών Βοδενών (Εδέσσης) και διεπίστωσα την θέση που κατείχε ο Μητροπολίτης στην διοίκηση, την παιδεία και την όλη λειτουργία της. Ο Καθηγητής Χαράλαμπος Παπαστάθης δημοσίευσε τέτοιους Κανονισμούς, στους οποίους φαίνεται ότι κέντρο τής κοινότητας τών Ρωμηών ήταν ο Επίσκοπος και η όλη οργανωτική δομή είχε κέντρο την Εκκλησία. Μάλιστα γράφει ο ίδιος συμπερασματικά:

«Κύτταρο τής συλλογικής δράσης ήταν η ενορία-κοινότητα· οι κοινοτικές αρχές του αναδεικνύονταν με ψηφοφορία και είχαν επικεφαλής τον επιχώριο επίσκοπο, δημιουργώντας έτσι τη γέφυρα ανάμεσα στη βυζαντινή μας παράδοση, που εκφραζόταν στο πολιτικό-εθνικό πεδίο με τη Μεγάλη Ιδέα, και στα δημοκρατικά ιδεώδη τής δεύτερης πεντηκονταετίας τού ευρωπαϊκού 19ου αιώνα· συνάμα συνιστούσαν το ιδανικώτερο, με τα μέτρα πάντοτε τής εποχής, σύστημα αυτοδιοίκησης, –ανέφικτο πρότυπο ακόμη για τη σύγχρονή μας Ελλάδα. Η πολιτική και θρησκευτική κεφαλή, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εκλεγόταν από μικτή συνέλευση κληρικών και λαϊκών. Αμόλυντη από ξενικές επιρροές η Μεγάλη Εκκλησία μπόρεσε, μολονότι επιβίωνε σε αλλόθρησκη και απολυταρχική χώρα, να συστήσει ένα ελληνοκεντρικό κρατικό μόρφωμα μέσα στον κορμό τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, να εισαγάγει –έστω σε προδρομική μορφή– την αρχή τής λαϊκής κυριαρχίας στην οργάνωση τού ποιμνίου της, να το συντηρήσει, αναπτύξει και ετοιμάσει για τη μεγάλη εκείνη ώρα τής Ανάστασης, που ποιμένες και ποιμαινόμενοι ονειρεύονταν να λειτουργήσουν και να λειτουργηθούν στην Αγιά-Σοφιά».

Έτσι δεν αλλοιώθηκε η ταυτότητα τής Ελληνορθόδοξης Παράδοσης και τού Γένους μας, παρά τις διάφορες ξενοκρατίες που περάσαμε και τα τραγικά αποτελέσματά τους.

 

2.  Άγιοι και μοναστικά κέντρα

Σε όλη την εκκλησιαστική ιστορία συναντούμε την μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα τών Μοναστηριών, μέσα στα οποία καλλιεργήθηκε η ορθόδοξη θεολογία στην πρακτική της εφαρμογή. Είναι γνωστόν ότι κατά την διάρκεια τής ενδόξου Ρωμηοσύνης στο Πανεπιστήμιο τής Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη δεν διδασκόταν η θεολογία, αλλά η θύραθεν επιστήμη και η φιλοσοφία, διότι όποιος ήθελε να μάθη ορθόδοξη θεολογία πήγαινε στα Μοναστήρια, όπου ζούσαν ασκητές, οι οποίοι γνώριζαν την θεολογία εμπειρικώς.

Έτσι, τα Ορθόδοξα Μοναστήρια και κατά την Τουρκοκρατία απέβησαν τα πνευματικά φροντιστήρια τού ορθοδόξως και θεολογικώς ζην και στήριξαν τον λαό. Ήταν, πράγματι, τα πνευματικά θεραπευτήρια που βοήθησαν τον λαό να ζη ορθόδοξα και να πιστεύη ορθόδοξα. Άλλοτε λειτουργούσαν ως πνευματικοί μαγνήτες που είλκυαν τον λαό προς αυτά και άλλοτε ήταν τα ορμητήρια από τα οποία, με την ευλογία τών ηγουμένων και τών εκκλησιαστικών αρχών, εξέρχονταν εξαγιασμένοι μοναχοί και επιτελούσαν ένα θαυμαστό ιεραποστολικό έργο, στήριζαν τον λαό.

Στην εισαγωγή τού βιβλίου «Βίος και πολιτεία Ιακώβου τού νέου οσιομάρτυρος» (υπό Πατέρων τής Ιεράς Μονής Παναγίας τής Χρυσοποδαριτίσσης, εις Νεζερά Πατρών) γίνεται αναφορά σε μερικά τέτοια πνευματικά μοναστικά κέντρα και σε θεοκίνητους Κληρικούς που έζησαν τον 16ον αιώνα, τον πρώτο αιώνα τής δουλείας και υπήρξαν πνευματικές εστίες που έθρεψαν τον λαό και τον κράτησαν στην ορθόδοξη πίστη και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Κοινό γνώρισμα όλων αυτών ήταν ότι υπήγονταν στην κανονική δικαιοδοσία τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και συνδέονταν με το Άγιον Όρος. Θα τους αναφέρω περιληπτικώς.

Ο άγιος Θεωνάς (+1541) προερχόταν από την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους, έγινε ηγούμενος τής Ιεράς Μονής τής Αγίας Αναστασίας τής Φαρμακολυτρίας, στην Χαλκιδική, και μετά Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.

 Ο όσιος Διονύσιος εν Ολύμπω (+1541) που ήταν ηγούμενος τής Ιεράς Μονής Φιλοθέου, και κτήτωρ δύο Μονών, τής Αγίας Τριάδος Ολύμπου και τής Σούρβιας Πηλίου.

Ο όσιος Νικάνωρ (+1549) κτήτωρ τής Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως τής Ζάβορδας, στην Δυτική Μακεδονία, που μετέφερε εκεί το ησυχαστικό και κοινοβιακό «πνεύμα» τού Αγίου Όρους.

 Ο όσιος Συμεών (+1594), κτήτωρ τής Ιεράς Μονής Φλαμουρίου Πηλίου, που λειτούργησε με βάση τον αθωνιτικό μοναχισμό και μετέφερε στην περιοχή το «πνεύμα» αυτό με τις περιοδείες και τις ομιλίες του.

Ο όσιος Θεοφάνης ο Νέος (τέλη 16ου αιώνος) έζησε ασκητικά στο Άγιον Όρος και στην Σκήτη Βεροίας, και δίδαξε την ευσεβή πίστη στους Χριστιανούς τής Μακεδονίας.

Πολλοί άγιοι έζησαν στις αρχες τού 16ου αιώνος στα Μετέωρα, όπου παρετηρείτο άνθηση τού μοναχισμού.

Οι άγιος Βησσαρίων Β΄ (+1540) Μητροπολίτης Λαρίσης, υπήρξε κτήτωρ τής Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος-Δουσίκου, με τυπικό αγιορείτικο και μεγάλη πνευματική παρουσία στην περιοχή.

Ο άγιος Δαυίδ εν Ευβοία (16ον αιώνα) ήταν ηγούμενος τής Ιεράς Μονής Βαρνακόβης Δωρίδος.

Την εποχή αυτή παρατηρείται άνθηση τού αγιορειτικού μοναχισμού και ως προς τον αριθμό και ως προς την ανοικοδόμηση κτιρίων και την αγιογράφηση, αλλά και ως προς την εμφάνιση πολλών πνευματικών και λογίων μοναχών, όπως τού οσίου Θεοφίλου τού Μυροβλύτου (+1548) και τού αγίου Μαξίμου τού Γραικού τού Βατοπαιδινού (+1556).

Επίσης, αυτήν την εποχή ανεδείχθησαν πολλοί Οικουμενικοί Πατριάρχες που ζούσαν ασκητικά και ασκούσαν ποιμαντική δράση, όπως ο άγιος Διονύσιος Α΄, ο άγιος Μάξιμος Γ΄, ο άγιος Νήφων Β΄.

Καθ’ όλη την διάρκεια τής δουλείας στους Οθωμανούς, τα Μοναστήρια και οι άγιες προσωπικότητες, Κληρικοί, και Μοναχοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαπαιδαγώγηση τού λαού προκειμένου να παραμείνη σταθερός στην ορθόδοξη παράδοση.

Πρέπει να εξάρουμε την μεγάλη προσφορά τής Αθωνικής Πολιτείας, τού Αγίου Όρους, που ήταν πάντοτε η κονίστρα τών πνευματικών αγώνων, μέσα στην οποία αγιάσθηκαν πολλοί Κληρικοί και μοναχοί, και από εκεί στην συνέχεια εξήλθαν στον κόσμο κηρύσσοντας την Βασιλεία τού Θεού και διατηρώντας τον λαό στην ευλάβεια τού Γένους.

Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου αναφέρεται στην ατμόσφαιρα τού Αγίου Όρους, κατά την εποχή τής Τουρκοκρατίας, από τον 16ο αιώνα και μετά, με τους λογίους που συνδέονταν με το Άγιον Όρος, την Αθωνιάδα Ακαδημία και την όλη φιλοκαλική αναγέννηση που παρατηρήθηκε στο Άγιον Όρος. Επίσης, αναφέρεται και στο γεγονός ότι την περίοδο αυτήν παρατηρείται μια πνευματική συναλλαγή, αφού μοναχοί έρχονται από τον κόσμο για να μονάσουν στο Άγιον Όρος και από εκεί εξέρχονταν μοναχοί και επισκέπτονταν τον κόσμο, παρά τις δύσκολες συνθήκες ζωής. Επισκέπτονταν το πλήθος τών μετοχίων που είχαν στην Σερβία, την Βουλγαρία, την Ρουμανία, την Ρωσία, όπου έμεναν και μετέφεραν την ζωή τής Αθωνικής Πολιτείας, με το ορθόδοξο ησυχαστικό πνεύμα. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο παρηγορούσαν τον λαό, αλλά τού ανέπτυσσαν την συνείδηση τής ορθόδοξης ταυτότητας, αλλά και την συνείδηση τής εθνικής υποστάσεώς του.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνη τής μεγάλης προσφοράς τού αγίου Κοσμά τού Αιτωλού. Με την ευλογία τών Πνευματικών του Πατέρων τής Ιεράς Μονής Φιλοθέου τού Αγίου Όρους, και την κανονική άδεια τού Οικουμενικού Πατριάρχου, αλλά και τών τοπικών εκκλησιαστικών και κοσμικών αρχόντων, περιόδευε επανειλημμένως σε πολλά μέρη τής Ελλάδος και κήρυττε θεοφώτιστα και εμπνευσμένα, έκανε θαύματα, προέλεγε τα μέλλοντα και οδηγούσε στην μετάνοια και σωτηρία πολλούς ανθρώπους, αλλά συγχρόνως ανεπτέρωνε την ελπίδα σε πολλούς ανθρώπους για την πνευματική και εθνική ελευθερία.

Ο άγιος Κοσμάς, όπως το βλέπουμε στις ομιλίες του, δίδασκε τους Χριστιανούς να αγαπούν τον Θεό, να παραμένουν μέσα στην Εκκλησία, να μαθαίνουν γράμματα προκειμένου να διαβάζουν τα Ευαγγέλια, τους βίους τών αγίων και την ιστορία τού Γένους, να υπομένουν στις δοκιμασίες τής ζωής, να ταπεινώνονται, να δείχνουν αγάπη στους πτωχούς κλπ.

Με τις ομιλίες του μετέφερε την ησυχαστική παράδοση που είχε ζήσει στο Άγιον Όρος. Όταν μελέτηση κανείς τις ομιλίες του, διαπιστώνει ότι είναι γεμάτες από ησυχαστικά στοιχεία.

Σε μια ομιλία τονίζει δύο σημεία που πρέπει να έχουν πάντοτε στον νου τους οι Χριστιανοί. Το ένα να μη κάνουν στους άλλους αυτό που οι ίδιοι μισούν και το δεύτερο να προσεύχωνται συνεχώς στον Χριστό. Για το δεύτερο αυτό γράφει:

«Το δεύτερον είναι να μη σάς λείπη ποτέ ετούτη η προσευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιε και Λόγε τού Θεού τού ζώντος, δια τής Θεοτόκου και πάντων σου τών αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου. Αυτό, αδελφοί μου, πάντοτε να το λέγετε και με το στόμα σας και με τον νου σας και ημέραν και νύκτα, όπου και αν είστε, ή τρώτε ή περιπατείτε ή δουλεύετε ή κάθεσθε, αυτό πάντα να μελετάτε. Και αν δεν το εξεύρετε, να το γράψετε, να το μάθετε και αυτό σάς ωφελεί κατά πολλά και εδώ σάς ελευθερώνει από κάθε κακόν και εκεί σάς λυτρώνει από την αιώνιον Κόλασιν και σάς αξιώνει και πηγαίνετε εις τον Παράδεισον, εις την αιώνιον πατρίδα μας».

Και σε άλλη ομιλία του κάνει λόγο για την αξία τής ευχής με το «κομπολόγι»-κομποσχοίνι, αλλά και την αξία τού σημείου τού Σταυρού. Γράφει:

«Τώρα εις το τέλος σάς συμβουλεύω να κάμετε όλοι σας από ένα κομπολόγι, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, παιδιά και κορίτσια και να έχη εκατόν τρία σπυριά και να το κρατήτε με το αριστερόν χέρι και με το δεξιόν να σμίγης τα τρία σου δάκτυλα, να κάνης τον σταυρόν σου και να λέγης: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιε και Λόγε τού Θεού τού ζώντος, δια τής Θεοτόκου και πάντων τών Αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου». Μέσα εις το «Κύριε Ιησού Χριστέ» θεωρείται η αγία Τριάς, ο Θεός, η ένσαρκος οικονομία τού Χριστού μας, η Δέσποινά μας η Θεοτόκος και πάντες οι Άγιοι.

Ο πανάγαθος Θεός τον σταυρόν μάς εχάρισεν, με τον σταυρόν να ευλογούμεν και τα Άχραντα Μυστήρια, με τον σταυρόν να ανοίγωμεν και τον Παράδεισον, με τον σταυρόν να κατακαίωμεν και τους δαίμονας, μα πρώτα και εμείς να έχωμεν το χέρι μας καθαρόν από αμαρτίες και αμόλυντο και τότε, ωσάν κάνωμεν τον σταυρόν, κατακαίεται ο Διάβολος και φεύγει. Ειδέ και είμεσθεν μεμολυσμένοι με αμαρτίες, δεν πιάνεται ο σταυρός οπού κάνομεν. Όθεν, αδελφοί μου, ή τρώτε ή πίνετε κρασί ή νερόν ή περιπατείτε ή δουλεύετε να μη σάς λείπει αυτός ο λόγος από το στόμα σας και ο σταυρός από το χέρι σας. Και αν ημπορήτε το ημερόνυκτο να κάμετε πενήντα και εκατό κομποσχοίνια, καλόν και άγιον είναι έργον. Και να προσεύχεσθε πάντοτε την αυγήν και το βράδυ και μάλιστα το μεσόνυκτον όλον οπού είναι ησυχία».

 

3. Η παιδεία

Ένας από τους ουσιαστικούς παράγοντας που συνετέλεσε στην διατήρηση τής ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας ήταν και η παιδεία την οποία καλλιεργούσε η Εκκλησία με τα Σχολεία, αμέσως μετά την υποδούλωση τού Γένους στους Οθωμανούς.

Βεβαίως, στα πρώτα χρόνια τής δουλείας δεν υπήρχε δυνατότητα να λειτουργήσουν πολλά Σχολεία, επειδή οι δυσκολίες ήταν αρκετές, αλλά και τότε που επιτράπηκε η λειτουργία Σχολείων, ήτοι από τον 17ο αιώνα και μετά, ήταν περιορισμένα.

Ο πρώτος Πατριάρχης τού Γένους, Γεννάδιος Σχολάριος το 1454 ίδρυσε την Πατριαρχική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη που ονομαζόταν Μεγάλη τού Γένους Σχολή. Αργότερα η Σύνοδος που συγκροτήθηκε στην Βασιλεύουσα το 1593 επί πατριαρχείας Ιερεμία Β΄ τού Τρανού προέτρεψε τους Μητροπολίτας να ιδρύσουν κατά τόπους Σχολεία και να υποστηρίζουν την παιδεία. Συγκεκριμένα: «Ώρισεν η αγία Σύνοδος έκαστον επίσκοπον εν τη εαυτού παροικοία φροντίδα και δαπάνην την δυναμένην ποιείν, ώστε τα θεία και ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι· βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσι διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις, εάν τών επιτηδείων χρείαν έχουσιν».

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης στο περισπούδαστο πολυσέλιδο δίτομο έργο του με τίτλο Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας, και υπότιτλο Ελληνικά Σχολεία από τής Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, στην μεν μακρά εισαγωγή αναφέρεται στην παιδεία στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία μέχρι τής εποχής τού Καποδιστρίου, στο δε κύριο μέρος αναγράφει λεπτομερώς τα Σχολεία τα οποία λειτούργησαν σε διάφορες περιοχές τού υποδούλου Γένους από την εποχή τής Αλώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως μέχρι την εποχή τού Ιωάννου Καποδιστρίου (1453-1831).

Μεταξύ τών άλλων γράφει ότι η Μεγάλη τού Γένους Σχολή που ιδρύθηκε αμέσως μετά την Άλωση ήταν συνέχεια τής λεγομένης Οικουμενικής Σχολής ή Οικουμενικού Φροντιστηρίου Κωνσταντινουπόλεως. Από την Σχολή αυτή βγήκαν μεγάλες προσωπικότητες που κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στην Εκκλησία και την τουρκική διοίκηση και βοήθησαν το Γένος. Στην συνέχεια ιδρύθηκαν και άλλες Σχολές, όπως στην Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, την Πάτμο, την Άρτα, την Χίο, την Δημητσάνα, την Βέροια, την Σμύρνη, την Κύπρο, την Τραπεζούντα, την Αδριανούπολη, την Κοζάνη, την Αθήνα, την Ρόδο και αλλού.

Τα Σχολεία τα οποία λειτουργούσαν ήταν δύο ειδών, ήτοι τα κοινά και τα ανώτερα. Τα κοινά Σχολεία λειτουργούσαν στα Μητροπολιτικά Μέγαρα τών πόλεων ή στους Ιερούς Ναούς τών κωμοπόλεων και τις παρακείμενες Ιερές Μονές. Ως αναγνωστικά χρησιμοποιούσαν διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία, όπως την Οκτώηχο, τον Απόστολο, το Ψαλτήριο, το Ωρολόγιο. Τα παιδιά συνήθως κάθονταν στην ψάθα ή στον τάπητα τού δαπέδου, μάλιστα δε ο διδάσκαλος τού Γένους Γ. Γεννάδιος εισήγαγε πρώτος τα θρανία στην Βλαχία. Επίσης χρησιμοποιούσαν την αρίθμηση, την λογαριθμητική κλπ. Τα ανώτερα Σχολεία είχαν διάφορα ονόματα, όπως Ακαδημία, Λύκειον, Μουσείον, Ελληνομουσείον, Παιδαγωγείον, Φροντιστήριον, Ομακόϊον, Γυμνάσιον, Σχολείον, Σχολή. Σημαντική είναι η καταγραφή και η περιγραφή την οποία κάνει ο συγγραφεύς κατά περιοχές εντός τού ελλαδικού χώρου και γενικότερα τού βαλκανικού.

Ο Gerhard Podskalsky στο μνημονευθέν ογκώδες σύγγραμμά του, Η ελληνική θεολογία επί Τουρκοκρατίας, που αναφέρεται στην θεολογία κατά την Τουρκοκρατία, και μάλιστα στα κεφάλαια «Τα νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τυπογραφεία ως στοιχείο μετεξέλιξης», «Προσήλωση στην παράδοση. Η ελληνική θεολογία 1455-1581», «Ο θρησκευτικός ανθρωπισμός. Προσπάθεια συνδιαλλαγής μεταξύ Ανατολής και Δύσεως 1581-1629», «Η αντιπαράθεση με τον Διαφωτισμό. Η Ορθοδοξία επιστρέφει στις δικές της πηγές 1727-1821», παρουσιάζει ανάγλυφα και διεξοδικά ένα «πανόραμα» τής όλης πολιτιστικής και πνευματικής ατμόσφαιρας τής Ρωμηοσύνης κατά την Τουρκοκρατία, στην οποία σημαντικό ρόλο διεδραμάτισε η Εκκλησία με τα σημαίνοντα μέλη της, Κληρικούς και λαϊκούς. Φυσικά δεν είναι ο χώρος κατάλληλος για να δοθούν μερικά παραδείγματα και να εκτεθούν τα βασικά συμπεράσματα τής μελέτης αυτής.

Ο Βασίλειος Αρβανίτης στο βιβλίο του με τίτλο Η Εκπαίδευσις τών Ελληνοπαίδων επί Τουρκοκρατίας, με συνοπτικό τρόπο περιγράφει τις έδρες τών Σχολείων, τους διδάξαντες διδασκάλους, την μέθοδο διδασκαλίας τους και την ύλη τών μαθημάτων σε διάφορες περιοχές τού υπόδουλου Γένους.

Αξιόλογη είναι η προσφορά και τού Καθηγητού π. Γεωργίου Μεταλληνού που αναφέρεται στην Παιδεία που αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια τής Τουρκοκρατίας από τον 15ο αιώνα και μετά και την καταγραφή συγκεκριμένων διδασκάλων και Σχολών.

Είναι σημαντικό, όπως σημειώνει ο Θεοχάρης Προβατάκης σε σχετική μελέτη του, ότι από τον 17ο αιώνα στους νάρθηκες τών Ιερών Ναών ζωγραφίζονται οι αρχαίοι Έλληνες, όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Σοφοκλής, ο Όμηρος, ο Πυθαγόρας, κλπ. οι περισσότεροι με φωτοστέφανο και ανοικτό ειλητάριο, ακόμη και ο Αριστοφάνης. Και αυτό γίνεται όχι μόνον στους Ναούς τού ελλαδικού χώρου, αλλά ολοκλήρου τής Βαλκανικής.

Την ήδη υπάρχουσα παιδεία επηρέασαν και οι νέες ιδέες που είχαν αναπτυχθή στην Δύση και με αργούς ρυθμούς εισέρχονταν και στην τουρκοκρατούμενη ελληνική περιοχή. Μεταξύ τών Κληρικών που δίδασκαν στα Σχολεία, μπορεί να συναντήση κανείς τρεις τάσεις. Την πρώτη την εξέφραζαν οι φιλελεύθεροι Κληρικοί, που απεδέχθησαν πλήρως τις διαφωτιστικές ιδέες, απορρίπτοντας την Ελληνορθόδοξη παράδοση. Την δεύτερη την εξέφραζαν οι συντηρητικοί, οι οποίοι απέρριπταν τις νέες αυτές ιδέες για να παραμείνουν στην παλαιά φιλοσοφία και κοσμοθεωρία. Και την τρίτη τάση εξέφραζαν οι πατερικοί Κληρικοί, στους οποίους συγκαταλέγονταν ο Ευγένιος Βούλγαρης και οι φιλοκαλικοί Πατέρες, μεταξύ τών οποίων ήταν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, οι οποίοι επέτυχαν την ισορροπία, αφού έκαναν λόγο για την διπλή γνωσιολογική μέθοδο και αναφέρονταν στην γνώση που προέρχεται από τον νου και την γνώση που προέρχεται από την λογική.

Υπήρξαν βέβαια περιπτώσεις κατά τις οποίες έγιναν διώξεις εναντίον Κληρικών, αυτό δεν οφειλόταν απλώς στην έλλειψη σεβασμού τής ελευθερίας τους, αλλά στο γεγονός ότι μαζί με τις νέες ιδέες μετέφεραν και την αθεΐα. Για παράδειγμα, το 1721 αφορίσθηκε ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, «γιατί κατηγορήθηκε για αντιτριαδικές τάσεις». Αργότερα το Πατριαρχείο τον αθώωσε και τον αποκατέστησε. Ο Θεόφιλος Καΐρης καταδικάστηκε για την θρησκεία την οποία δημιούργησε, την λεγόμενη «Θεοσέβεια», η οποία απέρριπτε την χριστιανική πίστη, ενώ η Εκκλησία τον επήνεσε για την προσφορά του στο Γένος. Ακόμη, οι Εγκύκλιοι τού Πατριαρχείου εναντίον τών «καινοφανών διδασκαλιών», οφειλόταν στο ότι ο Σεΐχης τού Ισλάμ με φετφά, λόγω τού αραβικού φανατισμού, απέρριψε «τα βιβλία τής αστρονομίας ιστορίας και φιλοσοφίας». Το Πατριαρχείο ζώντας σε αυτό το Κράτος δεν μπορούσε να ενεργήση διαφορετικά.

Πάντως, η Εκκλησία κατά την διάρκεια τής Τουρκοκρατίας ανέπτυξε την Παιδεία, άλλοτε κρυφά και άλλοτε φανερά. Εδώ εντάσσεται και το λεγόμενο «Κρυφό Σχολειό».

Επειδή κατά καιρούς δημιουργείται μια αμφισβήτηση αυτού τού γεγονότος και θεωρείται ότι το Κρυφό Σχολειό είναι ένας μύθος που πρέπει να απαλειφθή από την ιστορία που διδάσκονται τα παιδιά στα Σχολεία, θα πρέπη να γίνουν μερικές επισημάνσεις.

Κατ' αρχάς κάθε γεγονός το οποίο είναι θρύλος, δηλαδή κάθε τι που παραμένει στην μνήμη τού λαού και επιδεικνύονται οι τόποι στους οποίους πραγματοποιήθηκε, δεν είναι μύθος, αφού οι θρύλοι κατά κανόνα παραπέμπουν σε ένα ιστορικό γεγονός. Έπειτα, κάθε μύθος δεν είναι και απόβλητος, αλλά είναι ένα στοιχείο τού πολιτισμού. Η μυθολογία εμπεριέχεται στον πολιτισμό τού κάθε λαού. Για παράδειγμα, εάν θελήσουμε να αφαιρέσουμε από την διδασκαλία τής ιστορίας τους μύθους τού Αισώπου, τα έργα τού Ομήρου, την Θεογονία τού Ησιόδου κλπ., τότε αποβάλλουμε ένα πολύ μεγάλο τμήμα τής παραδόσεώς μας. Άλλωστε, οι μύθοι συνήθως εκφράζουν μια αλήθεια.

Επί πλέον, το λεγόμενο Κρυφό Σχολειό ερμηνεύεται ως συμπληρωματική διδασκαλία που γινόταν στην ελεγχόμενη από το Οθωμανικό Κράτος, κατά διαστήματα και καιρούς, επιτρεπόμενη παιδεία. Εννοώ ότι και σε μέρη που επιτρεπόταν η λειτουργία τών Σχολείων, και οπωσδήποτε ελεγχόταν η ύλη την οποία διδάσκονταν τα παιδιά, η επίσημη διδασκαλία συμπληρωνόταν είτε από την οικογένεια είτε από τους Κληρικούς και μοναχούς στους οποίους προσέφευγαν τα παιδιά.

Πέρα από τους θρύλους και τις παραδόσεις, αλλά και από το ποίημα τού Ιωάννη Πολέμη και τον γνωστό πίνακα τού Νικολάου Γκύζη με περιεχόμενο το Κρυφό Σχολειό, που παραπέμπουν σε πραγματικά γεγονότα, υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες που φανερώνουν ότι πράγματι λειτουργούσαν μερικά υποτυπώδη Σχολεία με διάφορες μορφές, που άλλοτε προσέφεραν στοιχειώδη παιδεία στον λαό, όταν δεν υπήρχαν επίσημα Σχολεία, και άλλοτε συμπλήρωναν την παιδεία που δέχονταν στα επιτρεπόμενα αλλά και ελεγχόμενα τότε Σχολεία. Δύο τέτοιες μαρτυρίες θα αναφέρω.

Η πρώτη προέρχεται από τον Charles Tuckermann (Τάρκεμαν), πρώτο αμερικανό Πρόξενο στην Αθήνα, στο βιβλίο του Οι Έλληνες τής σήμερον. Ο αμερικανός αυτός διπλωμάτης παρουσιάζει την προφορική παράδοση την οποία είχε ακούσει από συνομιλητές του στην ελεύθερη Ελλάδα και την καταγράφει. Αφού εκθέτει το γνωστό ποίημα «φεγγαράκι μου λαμπρό / φέγγε μου να περπατώ / να πηγαίνω στο σχολειό / να μαθαίνω γράμματα / τού Θεού τα πράμματα», στην συνέχεια γράφει:

«Τοιούτον περίπου ήτο το άσμα, όπερ ετραγώδουν οι Ελληνόπαιδες, πορευόμενοι εν καιρώ νυκτός εις το σχολείον επί τουρκοκρατίας. Το άσμα τούτο είναι γνωστόν εις πάντα Έλληνα νυν ως και πρότερον, και οι πατέρες,  δεικνύοντες εις τα τέκνα των την σελήνην, επαναλαμβάνουσι τους στίχους τούτους, αφηγούμενοι αυτοίς πόσον τοις εχρησίμευσεν αύτη κατά τους σκοτεινούς χρόνους τής οθωμανικής κυριαρχίας. Μη επιθυμούντες, έστω και κατ' ελάχιστον, να ερεθίσωσι τους δεσπότας αυτών δυναμένους να παρακωλύσωσιν τας προς ιδίας παίδευσιν προσπαθείας των, οι παίδες ουχί δε σπανίως και αυτοί οι πατέρες, εφοίτων δια νυκτός και κρύφα εις την οικίαν τού διδασκάλου, όπως εξακολουθήσωσι τας σπουδάς των».

Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται από τον Γάλλο συγγραφέα René Puaux (Πηώ), ο οποίος περιόδευσε την Ήπειρο το 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωσή της από τον ελληνικό στρατό και συνομίλησε με έλληνες Ηπειρώτες, οι οποίοι τού διηγήθηκαν ιστορίες από την ζωή τους, κατά την διάρκεια τής τουρκικής κατοχής. Μεταξύ τών άλλων περιγράφει μια συνάντηση σε ένα σαλόνι με τον δάσκαλο, την δασκάλα και μερικούς μαθητές. Γράφει:

«Την ώρα που γυρόφερνε, σύμφωνα με το έθιμο, ο δίσκος με τα γλυκά, κουβεντιάζω με τους εκπαιδευτικούς. Η περιγραφή τών προσπαθειών τους να συντηρήσουν την ελληνική ιδέα κάτω από τουρκική εξουσία, προσπάθειες που τις περιγράφαν απλά, σαν να ήταν για κάτι τελείως φυσικό, αποκάλυπταν χαρακτηριστικά αξιοθαύμαστα. Θα μπορούσε κανείς να αφιερώσει ένα ωραίο κεφάλαιο στο σώμα τών Ελλήνων δασκάλων τής Ηπείρου που, αντιμετωπίζοντας τόσες αντιξοότητες και ταπεινώσεις, δεν έπαυαν γι αυτό να προχωρούν το πατριωτικό τους έργο. Κανένα ελληνικό βιβλίο δεν γινόταν δεκτό, αν είχε τυπωθεί στην Αθήνα. Έπρεπε όλα να έλθουν από την Κωνσταντινούπολη. Η ελληνική ιστορία ήταν απαγορευμένη. Έτσι, έκαναν συμπληρωματικές μυστικές παραδόσεις, όπου χωρίς βιβλίο, χωρίς τετράδιο, ο μικρός Ηπειρώτης μάθαινε να γνωρίζει την πατρίδα μητέρα του, τον εθνικό του ύμνο, τα ποιήματα και τους ήρωές του. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους την ζωή τών δασκάλων τους. Ένας λόγος αστόχαστος ή μια καταγγελία θα ήταν μοιραία. Δε μάς συγκινούν αυτά τα διακόσια αγοράκια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια που αποδέχονταν τις ώρες τής συμπληρωματικής διδασκαλίας –σε ηλικία, όπου τα παιδιά τόσο αγαπούν τα διαλείμματα– για να μιλήσουν για την Ελλάδα, κι ύστερα γύριζαν στο σπίτι τους με σφραγισμένα τα χείλη και με το μυστικό ενθουσιασμό στην καρδιά τους;».

Μια παρόμοια πληροφορία μού έδωσε ο αείμνηστος καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο Ιωάννης Καλογήρου, ο οποίος μού περιέγραψε περιστατικό από την διδασκαλική δράση τής μητέρας του στην τουρκοκρατούμενη Βόρειο Ήπειρο, που τους μάθαινε τραγούδια, σύμφωνα με την μουσική τού εθνικού ύμνου τής Ελλάδος, ώστε μυστικά να τους δίνουν το μήνυμα τού ερχομού τής ελευθερίας.

Επομένως, η Εκκλησία με τα μέλη της, Κληρικούς, Μοναχούς και λαϊκούς, βοήθησε αποτελεσματικά στην διατήρηση τής εθνικής αυτοσυνειδησίας τού Γένους, με όλη την παράδοσή της, την διοίκηση και την παιδεία την οποία προσέφερε στον λαό.

 

4. Ελληνική Νομαρχία

Μερικοί υποστηρίζουν ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο ιδεώδη, αφού στα τετρακόσια χρόνια τής τουρκικής σκλαβιάς έγιναν και διάφορα λάθη από εκπροσώπους τής Εκκλησίας, Κληρικούς και μοναχούς. Όμως, τα μεμονωμένα παραδείγματα δεν μπορούν ποτέ να διαγράψουν όλη την μεγάλη προσφορά τής Εκκλησίας, Κληρικών, μοναχών και λαϊκών, στην διάσωση τής αυτοσυνειδησίας τού Γένους. Μερικοί διαφωτιστές, ενοχλημένοι ενδεχομένως από την προσφορά τής Εκκλησίας και την επιρροή της στον λαό, προσπάθησαν να υπερτονίσουν μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις και να τις παρουσιάσουν καθ' υπερβολήν αρνητικά. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η έκδοση τού βιβλίου Ελληνική Νομαρχία, για την οποία θα γίνη λόγος πιο κάτω.

Πρέπει να λεχθή ότι τον 18ο αιώνα στην Δύση αναπτύχθηκε ο Διαφωτισμός με πολλές εκφράσεις, ήτοι ο αγγλικός εμπειρισμός, ο γαλλικός εγκυκλοπαιδισμός, ο γερμανικός ιδεαλισμός και ο ιταλικός αντικληρικαλισμός. Γενικώς, ο δυτικός διαφωτισμός ήλθε σε διάσταση αφ' ενός μεν με τον τρόπο με τον οποίον διοικούσε ο Πάπας την Εκκλησία, αφ' ετέρου δε με τον σχολαστικισμό τής Καθολικής Εκκλησίας και συνδεόταν με τον ουμανισμό και την Μεταρρύθμιση (Προτεστάντες). Έτσι, η Ελληνική Νομαρχία ήταν απαύγασμα αυτών τών διαφωτιστικών αντικληρικαλιστικών αρχών που παρατηρούνταν στην Δύση και μεταφέρθηκαν υπερβολικά και στην Ανατολή.

Ο Steven Runciman αναφέρει ότι τα συγγράμματα τού Αδαμαντίου Κοραή, τα οποία εξέφραζαν τις γαλλικές εγκυκλοπαιδιστικές διαφωτιστικές απόψεις, διαβάζονταν και από τους νέους Φαναριώτες, οι οποίοι απομακρύνονταν από την θρησκεία, τον ιερό Κλήρο και οι οποίοι επέκριναν την Ιεραρχία, παραθεωρώντας την διαφορά που υπάρχει μεταξύ δυτικής και ορθοδόξου θεολογίας και παραδόσεως. Αποτέλεσμα αυτής τής επιρροής ήταν η εμφάνιση ενός βιβλίου στην Βιέννη, το 1791, γραμμένου στα ελληνικά με τίτλο Γεωγραφία νεωτερική, από δύο Έλληνες μοναχούς, τον Δημήτριο Φιλιππίδη και τον Γεώργιο Κώνσταντα. Επρόκειτο για ένα βιβλίο εναντίον τής Εκκλησίας, που κατηγορούσε τους Ιεράρχες για φιλοχρηματία και δουλικότητα έναντι τών Τούρκων, τον δε κατώτερο Κλήρο για σκοταδιστική αμάθεια.

Ως απάντηση στο βιβλίο αυτό δημοσιεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1798 ένα έργο με τίτλο Διδασκαλία πατρική, το οποίο δημιούργησε μεγάλες αντιδράσεις. Κατά τον Runciman, «οσοδήποτε κι αν ήταν χωρίς τάκτ, η Διδασκαλία Πατρική δεν ήταν θεολογικώς χωρίς βάση. Δεν ήταν έργο τής Εκκλησίας ν' αναμιγνύεται σε ανατρεπτικές εθνικιστικές δραστηριότητες. Ο ίδιος ο Χριστός είχε κάνει την διάκριση μεταξύ τών πραγμάτων που ήταν τού Καίσαρος και τών πραγμάτων που ήσαν τού Θεού. Ο Παύλος είχε διατάξει τους χριστιανούς να υπακούουν στον βασιλέα, έστω και αν ο βασιλεύς ήταν ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος αυτοκράτωρ. Η αρχαία Εκκλησία ήρθε σε αντίθεση με την εξουσία μόνο όταν τής απαγορευόταν η Ελευθερία τής λατρείας ή όταν ζητούσαν από τα μέλη της να προβούν σε πράξεις αντίθετες προς την χριστιανική συνείδηση. Οι Τούρκοι δεν είχαν προβάλει τέτοιες απαιτήσεις. Οι καλοί άνθρωποι τής Εκκλησίας έπρεπε ασφαλώς να είναι καλοί πολίτες, και όχι επαναστάτες ή συνωμότες. Από την πρακτική άποψη επίσης η Διδασκαλία δεν ήταν αδικαιολόγητη».

Όμως, η δημοσίευση τής Διδασκαλίας Πατρικής ήταν, όπως θα λέγαμε σήμερα, επικοινωνιακά άκαιρη, οπότε δημιούργησε αντίδραση στους διαφωτιστικούς κύκλους και ο Κοραής εξέδωσε μια πραγματεία με τίτλο Αδελφική διδασκαλία, με την οποίαν προσπάθησε να ανατρέψη τα επιχειρήματα τής Διδασκαλίας Πατρικής. Παράλληλα την εποχή εκείνη «ένα εξ ίσου σκληρό βιβλίο, που δημοσιεύθηκε ανωνύμως στην Ιταλία το 1806 και είχε τον τίτλο Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας, επανελάμβανε τις κατηγορίες εναντίον τής όλης εκκλησιαστικής οργανώσεως», όπως το έκανε η Γεωγραφία Νεωτερική.

Πάντως, απ' ό,τι φαίνεται η Ελληνική Νομαρχία είναι ένα βιβλίο που εμπνεόταν από τον πόθο τής ελευθερίας, αλλά ήταν γραμμένο με φανατισμό και από κάποιον που γνώριζε τον δυτικό Χριστιανισμό, αγνοώντας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά συνέπεια, απέδιδε τις κακές ενέργειες τού δυτικού Χριστιανισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το ότι εγράφη ανωνύμως και το ότι ο τόπος εκδόσεως θεωρείται γενικά η Ιταλία, πράγμα το οποίο δεν συνηθίζεται για ένα βιβλίο, διότι πάντοτε σε αυτό αναγράφεται η πόλη τής εκδόσεως και όχι η χώρα, καθώς επίσης το ότι εξέφραζε τις διαφωτιστικές γαλλικές αρχές θεωρείται από πολλούς ότι ήταν γραμμένο ή από τον Αδαμάντιο Κοραή ή πάντως από μαθητές του. Είναι σημαντικές μερικές επισημάνσεις για το βιβλίο αυτό.

Ο ανώνυμος συγγραφεύς τής Ελληνικής Νομαρχίας είναι υπερβολικός, άδικος και υβριστικός σε πολλές περιπτώσεις, όπως φαίνεται σε μερικά παραδείγματα. Αποκαλεί τους Αρχιερείς βαρβάρους και μωρούς για τους οποίους έπρεπε να ξαναγυρίση ο Χριστός και να τους φωτίση, ώστε να ανοίξουν κανένα βιβλίο και να λαμπρύνουν τον εσκοτισμένο νου. Δηλαδή, όλοι οι Αρχιερείς ήταν αγράμματοι, κατά τον ανώνυμο συγγραφέα, που είναι υπερβολικό, όπως έχει αποδείξει η σύγχρονη ιστορική βιβλιογραφία. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί για τους Συνοδικούς Μητροπολίτες είναι πολύ βαριές: «η διεστραμμένη ψυχή αυτών τών δώδεκα μωρών τής Συνόδου». Υπερβολικός είναι ο συγγραφεύς και στην προσπάθεια να καταγράψη την διαγωγή τών αρχιερέων, οι οποίοι «κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας την νύχτα και δύο ώρας μετά το μεσημέρι». Ποιος άνθρωπος μπορεί να κοιμηθή 16 ώρες το εικοσιτετράωρο; Ποιος μπορεί να φάγη για πρόγευμα δυο οκάδες γιαούρτι και το απόγευμα μισή οκά σαρδέλλες ξεκοκκαλισμένες;. Και μάλιστα αυτό αναφερόταν για τον τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων. Όμως γνωρίζουμε ότι τότε στα Ιωάννινα αρχιεράτευε ο Ιερόθεος, μεγάλο πνευματικό ανάστημα, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία που αντήλλαξε με τον εξάδελφό του άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Και από παράκλησή του ο τελευταίος έγραψε το περίφημο βιβλίο Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής τών πέντε αισθήσεων.

Πάντως, τα κοσμητικά επίθετα τα οποία χρησιμοποιούνται στην Ελληνική Νομαρχία για τους Αρχιερείς φανερώνουν τον αντικληρικαλισμό και ακόμη το ότι στρέφεται εναντίον τους όχι τόσο για τα τυχόν σφάλματά τους, όσο για το ότι είναι Επίσκοποι τής Εκκλησίας. «Αναίσχυντοι», «λύκοι και καθέδρα τού σκότους», «άπιστε τής Εκκλησίας» κλπ. Η υπερβολή του φαίνεται και στην περίπτωση που καταφέρεται εναντίον τών πλουσίων. Λέγει τα εξής υπερβολικά: «Πόσοι ήθελον κατακοπρισθή επάνω των μη ηξεύροντες πώς να λύσουν τα δεσίματα τών φορεμάτων των! Πόσοι ήθελον σκωληκιάσει καθήμενοι, μην ηξεύροντες να περιπατήσουν! Πόσοι άλλοι ήθελον μείνει γυμνοί μην ηξεύροντες πώς να ενδυθώσι». Επίσης, υπερβολική είναι και η γλώσσα που χρησιμοποιεί εναντίον τών Ελλήνων που βρίσκονταν εκείνη την εποχή στην Δύση.

Φαίνεται ακόμη ότι ο συγγραφεύς έχει δυτική σκέψη και νοοτροπία. Διαβάζοντας κανείς αυτό το έργο νομίζει ότι περισσότερο αναφέρεται στην Δυτική Εκκλησία παρά στην Ορθόδοξη. Αποδίδει την κατηγορία τής φεουδαρχίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι ποτέ δεν υπήρξε ο ρατσιστικός φεουδαλισμός στην Ορθόδοξη Ανατολή. Οι σελίδες 122 -128 από το βιβλίο Ελληνική Νομαρχία, αν διαβασθούν με τα λεγόμενα από τον Καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη, φανερώνουν ότι ο συγγραφεύς της ερμηνεύει τον ορθόδοξο Κλήρο με τα δεδομένα τής φεουδαρχίας τών Φράγκων.

Πέρα από αυτά, ο ανώνυμος συγγραφέας τού βιβλίου Ελληνική Νομαρχία δείχνει την δυτική του προέλευση, αφού χρησιμοποιεί φράσεις που δείχνουν ότι αγνοεί την Ορθόδοξη Ανατολή. Η Σύνοδος τού Πατριαρχείου αποκαλείται σύγκλητος. Οι Κληρικοί λέγεται ότι ανήκουν σε τάγμα, η Ιερωσύνη είναι σύστημα, κλάση: «η κλάσις τής ιερωσύνης τών Ελλήνων». Οι λέξεις αυτές είναι καθαρά δυτικής προελεύσεως. Αλλά και το περιεχόμενό τους είναι «εισαγόμενο». Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπήρχαν ποτέ τάξεις, και οι Κληρικοί προέρχονταν από όλα τα στρώματα τού λαού. Το ότι ο ανώνυμος Έλληνας είχε άγνοια τών ελληνικών πραγμάτων φαίνεται από το γεγονός ότι το ράσο, το ιδιαίτερο ένδυμα τών Κληρικών, το ονομάζει «φόρεμα», «το φόρεμα τής ιερωσύνης». Ποιος Έλληνας αγνοούσε και αγνοεί το ράσο και ποιος το αποκαλεί φόρεμα;

Ακόμη, ο ανώνυμος συγγραφεύς φαίνεται καθαρά ότι δεν διακρίνεται για ορθόδοξο φρόνημα. Ζητά να λιγοστεύσουν οι νηστείες, επειδή αφανίζουν την υγεία τού λαού και να μεταφερθούν οι εορτές την Κυριακή, επειδή εμποδίζουν το κέρδος. Ακόμη ζητά να αποβάλουν ή να σμικρύνουν τις περισσότερες σαρακοστές. Καταφέρεται εναντίον τών μοναχών και τών Μοναστηριών. Οι μοναχοί αποκαλούνται «τέρατα», τρέφονται από τον ιδρώτα τού ελληνικού λαού, αν και διασώζονται μαρτυρίες τού Μακρυγιάννη και άλλων ότι τα Μοναστήρια ήταν εστίες ζωής για τους υποδούλους Έλληνες. Ζητά να κλείσουν τα Μοναστήρια και να διορθωθούν πολλά πράγματα τής θρησκείας. Προτρέπει τους Μοναχούς να καταγίνωνται «εις την μελέτην τών σοφών τής εκκλησίας και εις τον ορθόν λόγον». Ζητά να εμποδίσουν τα θαύματα, γιατί είναι δεισιδαιμονία.

Όλα αυτά που ανεφέρθησαν, καθώς επίσης και το ότι επαινείται ο Κοραής, δείχνουν καθαρά ότι ο ανώνυμος συγγραφεύς διαπνέεται από προτεσταντικό και εικονοκλαστικό πνεύμα, έχει άγνοια τής παραδόσεως τού ελληνικού λαού και προσπαθεί να εισάγη στον Ελληνικό Ορθόδοξο χώρο τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες τών δυτικών, κυρίως τών Προτεσταντών. Είναι προτεστάντης και ξεκομμένος από όλη την παράδοση τού Γένους. Όταν κατηγορή την Ορθόδοξη Εκκλησία, το κάνει με τα δεδομένα τής Λατινικής Εκκλησίας και όταν θέλη να διορθώση μερικά πράγματα το κάνει μέσα από την προτεσταντική προβληματική.

Θεωρώ ότι η Ελληνική Νομαρχία είναι ένα εμπαθές κείμενο, γεμάτο από υπερβολές και ύβρεις, υποκειμενικό, και δεν βοήθησε στην Επανάσταση, που την έκανε ο ελληνικός λαός με τους ποιμένες του. Οι διαφωτιστές παρακίνησαν κυρίως τους λογίους.

 

5. Οι Νεομάρτυρες

Σημαντικό ρόλο στην διατήρηση τής εκκλησιαστικής, αλλά και εθνικής αυτοσυνειδησίας είχαν οι Νεομάρτυρες τής Εκκλησίας. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται όλοι οι μάρτυρες που μαρτύρησαν μετά την άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς το 1453. Οι Νεομάρτυρες αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν, άλλοι, επειδή είχαν αλλαξοπιστήσει, επέστρεφαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και άλλοι από Μουσουλμάνοι γίνονταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και γι΄ αυτό υποβάλλονταν σε διάφορα μαρτύρια και τελικά απέθνησκαν για τον Χριστό. Το μαρτύριο και η ημέρα τού μαρτυρίου ήταν σημαντικά γεγονότα για την περιφέρεια εκείνη, γίνονταν εορταστικές εκδηλώσεις, ήταν στην πραγματικότητα μια διαμαρτυρία εναντίον τών Οθωμανών, υπόσχεση παραμονής στην Ορθόδοξη Εκκλησία και διαφύλαξη τών ιερών και οσίων τού Γένους, και, βεβαίως, ήταν μια υπόμνηση τής ελευθερίας.

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) συγκέντρωσε όσα μαρτυρολόγια Νεομαρτύρων κυκλοφορούσαν, καθώς επίσης και ο ίδιος συνέταξε άλλα μαρτυρολόγια και στην συνέχεια τα εξέδωσε σε βιβλίο επωνομαζόμενο «Νέον Μαρτυρολόγιον» με υπότιτλο «ήτοι μαρτύρια τών νεοφανών μαρτύρων, τών μετά την άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρησάντων, συναχθέντα εκ διαφόρων Συγγραφέων και μετ΄ επιμελείας ότι πλείστης διορθωθέντα, εν οις και ικαναί ακολουθίαι προσετέθησαν, παρά τού οσίου Νικόδημου τού Αγιορείτου». Στο βιβλίο αυτό καταγράφονται εκατό περίπου συναξάρια Νεομαρτύρων. Μπορεί κανείς να αντιληφθή την μεγάλη σημασία τους, αφού οι τόποι που μαρτύρησαν οι άγιοι αυτοί και όπου ευρίσκονταν οι τάφοι τους, υπήρξαν, τουλάχιστον, εκατό πνευματικές εστίες που τροφοδοτούσαν τον λαό με δύναμη, αλλά και υπόμνηση να παραμείνουν πιστοί στις παραδόσεις που είχαν παραλάβει. Ήταν και είναι εκατόν πνευματικές αντιστάσεις εναντίον κάθε εκκοσμίκευσης τής ορθοδόξου πίστεως.

Θα γίνη μια σύντομη παρουσίαση τού βιβλίου αυτού που θεωρώ πολύ σημαντικό, γιατί βοήθησε πολύ στην διατήρηση τής εκκλησιαστικής και εθνικής αυτοσυνειδησίας.

Σκοπός τού βιβλίου είναι να καταγραφούν οι ομολογίες και τα μαρτύρια τών νεοφανών μαρτύρων και να γίνουν ανάγνωσμα από τους Χριστιανούς που βρίσκονταν κάτω από την δουλεία τών Οθωμανών, σε μια περίοδο πολύ κρίσιμη, όπου παρατηρούνταν πολλές αλλαξοπιστίες και με αυτόν τον τρόπο αλλοιωνόταν η ταυτότητα τών υποδούλων Ρωμηών.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό σκοπός τού βιβλίου αυτού ήταν να προτρέψη τους Ρωμηούς να υπομένουν τους πολλούς πειρασμούς που αντιμετώπιζαν, να παραμείνουν σταθεροί στην πίστη τους στον Χριστό και την Εκκλησία, να επιστρέψουν στην Εκκλησία όσοι είχαν αρνηθή τον Χριστό και αλλαξοπίστησαν και ακόμη να μαρτυρήσουν για την αγάπη τού Χριστού. Πρόκειται για ένα σάλπισμα πνευματικής ελευθερίας, που δινόταν μέσα από τα σπλάχνα τής Ρωμηοσύνης και όχι έξω από αυτήν.

Συνήθως κάνουμε λόγο για την συμβολή τών διαφωτιστών στην εξέγερση τών υποδούλων Ρωμηών. Και αυτοί έπαιξαν έναν ρόλο, μεταξύ τών λογίων, αλλά ποτέ δεν πρέπει να παραβλέπουμε την σημαντική προσφορά τών Νεομαρτύρων, καθώς και τού βιβλίου αυτού τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου που ήταν μια ουσιαστική συμβολή στο να διαφυλαχθή η πνευματική ελευθερία και η αυτοσυνειδησία τών Ρωμηών. Γιατί αν δεν προηγείτο ο αγώνας τών Νεομαρτύρων οι λόγιοι δεν θα εύρισκαν ανταπόκριση στα λαϊκά στρώματα.

Όταν διαβάση κανείς τα συναξάρια τών Νεομαρτύρων, εκπλήσσεται από το «πνεύμα» που διακατείχε τους Χριστιανούς αυτούς, που προέρχονταν από όλη την Βαλκανική και αγωνίσθηκαν με τον τρόπο τους, δέχθηκαν να μαρτυρήσουν παρά να χάσουν την πνευματική τους ελευθερία, το οποίο τους ξεχωρίζει σαφέστατα από τους ήρωες τής Πατρίδος. Οι Νεομάρτυρες ήταν εμποτισμένοι από το Άγιον Πνεύμα, ενώ οι ήρωες αγωνίζονταν για κάποιο υψηλό ιδανικό.

Κατά την παράδοση τής Εκκλησίας, όταν το Άγιον Πνεύμα έλθη πλούσια στην ψυχή τού ανθρώπου, και στην συνέχεια διαπορθμευθή και στο σώμα του, τότε ο άνθρωπος μπορεί να μαρτυρήση για τον Χριστό, από εσωτερική πληρότητα και αγάπη και μπορεί να υπομείνη τα βασανιστήρια. Αυτό σημαίνει ότι τής πληρώσεως τού ανθρώπου από το Άγιον Πνεύμα προηγείται η ησυχαστική ζωή, και ακολουθούν η μαρτυρία και τα μαρτύρια.

Το «Νέον Μαρτυρολόγιον» είναι γεμάτο από την ατμόσφαιρα που διακατείχε τους οσίους ασκητές, τους μάρτυρες και τους μεγάλους Πατέρας τής Εκκλησίας. Στην ζωή τών Νεομαρτύρων βλέπει κανείς την ευαγγελική άσκηση, διάφορα στοιχεία τής ησυχαστικής παραδόσεως, και την εμπειρία τής θέας τού Θεού, τής Παναγίας και τών Αγίων. Στα συναξάρια αυτά συναντά κανείς την σωστή πνευματική καθοδήγηση που λάμβαναν οι Χριστιανοί από διαφόρους αγίους πνευματικούς Πατέρες, οι οποίοι τους συνιστούσαν το μαρτύριο· βλέπει την ατμόσφαιρα που διακατείχε τους μάρτυρες, δηλαδή την προσευχή με το όνομα τού Χριστού «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιε τού Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλόν», την νοερά καρδιακή προσευχή, την έλευση τής ευχής στην καρδιά, τον φωτισμό τού νοός· την έκσταση, ως αρπαγή τού νοός· την δίψα τού μαρτυρίου, τα μαρτύρια με έκσταση, ώστε να μπορούν να βαστάσουν τους πόνους τών βασάνων· την έκφραση τής μετανοίας τών ήδη αλλαξοπισθέντων με το μαρτύριό τους· την έλλαμψη στο σώμα υπό τής Χάριτος τού Θεού, την συνανάκραση σώματος και Φωτός, την θέωση· τον φωτισμό τού χώρου τής φυλακής από κάποιο άλλο φως· τα εκδηλούμενα διάφορα σημεία κατά την διάρκεια τού μαρτύριου· την εμφάνιση τών αγίων μέσα στο φως· την έλλαμψη τών λειψάνων τών μαρτύρων· τα διάφορα θαύματα που γίνονταν μετά το μαρτύριο κλπ.

Το «Νέον Μαρτυρολόγιον» είναι ένα συναξάριο που δείχνει το «πνεύμα» που διακατείχε τους Νεομάρτυρες που ήταν το ίδιο το «πνεύμα» τών αρχαίων ασκητών και αρχαίων μαρτύρων τής Εκκλησίας, οι οποίοι ήταν μέτοχοι τού Παναγίου Πνεύματος και οδηγούντο από αυτό στο μαρτύριο.

Πέρα από τους βίους τών αγίων Νεομαρτύρων, μεγάλη σημασία έχει και το «προοίμιο» το οποίο συνέγραψε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στην αρχή τού βιβλίου. Φαίνεται ότι ο Άγιος εμπνεύσθηκε πολύ από τα θαυμαστά μαρτύρια αυτών τών ευλογημένων ανθρώπων και καρπός τής εμπνεύσεώς του ήταν αυτό το θαυμάσιο πράγματι «προοίμιο».

Στην αρχή τού «προοιμίου» ο άγιος Νικόδημος δοξάζει τον Θεό γιατί ανέδειξε τόσους Νεομάρτυρες κατά την δύσκολη αυτή περίοδο τής Τουρκοκρατίας «υποκάτω εις τον σκληρόν ζυγόν, και την αιχμαλωσίαν τών νυν κρατούντων… Οι οποίοι δια να φυλάξουν την ελευθερίαν, και ευγένειαν τής Χριστιανικής ημών πίστεως, κατεφρόνησαν πλούτον, δόξαν, ηδονάς, και κάθε άλλην σωματικήν απόλαυσιν, και παρέδωκαν προθύμως τον εαυτόν τους εις θάνατον». Και μάλιστα αυτό το έκαναν με χαρά σε μια περίοδο που έλλειψε ο φόβος τού Θεού, ησθένησε η πίστη και λιγόστευσε η ελπίδα. Πρέπει να δοξασθή ο Θεός, γιατί αυτό είναι ένα θαύμα «παρόμοιον ωσάν να βλέπη τινας μέσα εις την καρδίαν τού χειμώνος, εαρινά άνθη, και τριαντάφυλλα· μέσα εις την βαθυτάτην νύκτα, ημέραν και ήλιον· μέσα εις το ψηλαφητόν σκότος, φώτα λαμπρότατα· εν καιρώ τής αιχμαλωσίας, να βλέπη ελευθερίαν· και εν καιρώ τής τωρινής ασθενείας, υπερφυσικήν δύναμιν».

Έπειτα, καταγράφει τα πέντε αίτια για τα οποία ο Θεός ανέδειξε τους Νεομάρτυρας κατά την διάρκεια τής δουλείας. Γράφει:

«Ειδέ και ερωτά τινάς, δια ποία αίτια ευδόκησεν ο Θεός να γίνωνται ούτοι οι νέοι Μάρτυρες εις τους τωρινούς καιρούς; Αποκρίνομαι, ότι δια πέντε τινά: α΄. δια να ήναι ανακαινισμός όλης τής Ορθοδόξου πίστεως. β’. δια να μένουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα τής Κρίσεως οι αλλόπιστοι. γ΄. δια να ήναι δόξα μεν και καύχημα τής Ανατολικής Εκκλησίας, έλεγχος δε και καταισχύνη τών ετεροδόξων. δ΄. δια να ήναι παράδειγμα υπομονής εις όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς οπού τυραννούνται υποκάτω εις τον βαρύν ζυγόν τής αιχμαλωσίας. ε΄. δε και τελευταίον, δια να ήναι θάρρος, και παρακίνησις εις το να μιμηθούν δια τού έργου το μαρτυρικόν τους τέλος, και όλοι μεν οι Χριστιανοί οι κατά περίστασιν εις το μαρτυρήσαι αναγκαζόμενοι. Εξαιρέτως δε και μάλιστα, όσοι έφθασαν να αρνηθούν πρότερον την Ορθόδοξον πίστιν».

Ύστερα από την ανάπτυξη τών πέντε αυτών αιτίων, εγκωμιάζει τους αθλητές και Μάρτυρες τού Χριστού «τα γλυκύτατα πάσι Χριστιανοίς και πράγματα, και ονόματα, τού επουρανίου βασιλέως παρεμβολή καινή, και γεναιότατον στράτευμα…»· τους ονομάζει αγγέλους, διότι ενίκησαν τον ασώματο διάβολο ως ασώματοι όντες· φωστήρες που έλαμψαν με τις ακτίνες τού μαρτυρίου «ανάμεσα εις την βαθείαν ταύτην νύκτα και ψυχρότητα τής αιχμαλωσίας» και λάμπουν «εις τας διανοίας τών Ορθοδόξων τρανώτερον το φως τής θεογνωσίας»· ποταμούς, διότι «με την πλημμύραν τών αιμάτων» τους κατεβύθησαν «την πλάνην τών αλλοπίστων· ιατρούς, διότι θεραπεύουν με την δύναμη τού Αγίου Πνεύματος τις ασθένειες τής ψυχής και τού σώματος αυτών που τους επικαλούνται με πίστη· πύργους τής ευσεβείας, φύλακας τής Εκκλησίας τού Χριστού, μυρίπνοα άνθη και ρόδα τού Παραδείσου, προστάτας, βοηθούς και σωτήρας τών Ορθοδόξων».

Στο τέλος δε ζητά τις πρεσβείες τους προς τον Θεό για να γίνη ίλεως για τις αμαρτίες.

Νομίζω είναι καλό να γραφούν μερικά ενδιαφέροντα σημεία από το σημαντικό αυτό «προοίμιο» τού αγίου Νικοδήμου, γιατί συνδέονται με το θέμα που θίγουμε στην ενότητα αυτή και σχετίζονται με την μεγάλη προσφορά τής Εκκλησίας, και δια τών Νεομαρτύρων, στην διάσωση τής ορθοδόξου πίστεως, αλλά και τού Γένους σε μια περίοδο κρίσιμη, κατά την περίοδο τής δουλείας στους Οθωμανούς.

Οι Νεομάρτυρες εκήρυτταν ότι η πίστη τού Χριστού ήταν απλανής και αληθινή και ομολογούσαν ότι ο Χριστός είναι Υιος τού Θεού και Θεός αληθινός, αν και ήταν «γεννηθέντες και ανατραφέντες, ανάμεσα εις τα πλήθη τών αλλοπίστων, τελευταίον, ενώπιον τών ιδικών τους ηγεμόνων, και κριτών, με μεγάλην ανδρείαν» Την δε ομολογία τους εβεβαίωσαν «με τα διάφορα θαύματα, τα οποία ενήργησε δι’ αυτών ο Θεός, τόσον εν τω καιρώ τού μαρτυρίου των, όσον και μετά την τού Μαρτυρίου των τελείωσιν». Όλα αυτά ήταν γεγονότα κοινωνικά, που γίνονταν γνωστά σε ολόκληρες περιφέρειες και ενεργούσαν αποτελεσματικά στις καρδιές τών υποδούλων Ρωμηών.

Άλλο σημείο είναι ότι οι Νεομάρτυρες, με το μαρτύριό τους, συνιστούσαν στους Χριστιανούς να κάνουν υπομονή στα βάσανα που αντιμετώπιζαν και να μη εγκαταλείψουν την πίστη τους στον Χριστό. Βάζοντας ο άγιος Νικόδημος τους Νεομάρτυρες να ομιλούν εκείνοι, γράφει:

«Αδελφοί μας Χριστιανοί. Αδελφοί μας αγαπητοί, και παμπόθητοι. Ο λαός τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ο εκλεκτός, και περιούσιος, λάβετε παράδειγμα υπομονής τών θλίψεων οπού δοκιμάζετε, και από ημάς τους συναδελφούς σας. Ημείς δια να υπομείνωμεν ανδρείως δια τον Χριστόν τα παρά τών αλλοπίστων διάφορα μαρτύρια, εκληρονομήσαμεν μίαν Βασιλείαν αιώνιον, και εσυναριθμήθημεν με τους παλαιούς, και Αγίους Μάρτυρας. Και εσείς αν υπομένετε μετά ευχαριστίας, δια το όνομα τού Χριστού, τους δαρμούς, τας φυλακάς, τας αλύσεις, τας αγγαρείας, τας ζημίας, τα ανυπόφορα δοσίματα, και τα άλλα βάσανα οπού σάς κάμνουν οι νυν κρατούντες, βέβαια ως Μάρτυρες τη προαιρέσει λογίζεσθε κοντά εις τον Θεόν».

Και πιο κάτω τους συνιστά να μη αλλαξοπιστήσουν, καίτοι ευρίσκονται εν μέσω λύκων:

«Φυλαχθήτε αγαπητοί αδελφοί μας, φυλαχθήτε δια αγάπην Θεού και δια την σωτηρίαν τών ψυχών σας, να μη σάς κλέψουν τον θησαυρόν τής Αγίας σας πίστεως, τής οποίας όλος ο Κόσμος με όλας του τας δόξας, και αναπαύσεις, και τα βασίλεια, δεν είναι αντάξιος. Ενθυμηθήτε πως ο δεσπότης μας Χριστός οπού σάς έβαλεν ωσάν τα πρόβατα ανάμεσα εις τα ανήμερα θηρία, σάς έδωκε τοιαύτην παραγγελίαν, να ήσθε φρόνιμοι ωσάν το οφίδι».

Και κατωτέρω γράφει:

«Φυλαχθήτε να μην αρνηθήτε την Ορθόδοξον πίστιν σας, και να ομολογήσετε την εκείνων θρησκείαν. Μη τυφλωθήτε τόσον, οπού να προτιμήσετε το σκότος από το φως· το ψεύδος από την αλήθειαν· το χαλκούν και κάλπικον νόμισμα από το καθαρόν και δοκιμασμένον μάλαγμα· το γυαλί και άτιμον χαλίκι από το ατίμητον πετράδι· με έναν λόγον, τον άδην από τον ουρανόν, και την κόλασιν από τον Παράδεισον· μη το καταδεχθήτε ποτέ, μη, να αφήσετε την αγιωτάτην πίστιν σας, ήτις κάμνει εκείνους οπού την πιστεύουν, από ανθρώπους Αγγέλους· από επιγείους ουρανίους· από υλικούς, υιούς Θεού κατά χάριν, λαμπροτάτους ηλίους, κληρονόμους τής ουρανών βασιλείας. Και απλώς ειπείν, μη το στέρξετε ποτέ, ποτέ αδελφοί, να αρνηθήτε τον πραότατον, τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν υιόν τού Θεού, και Θεόν, δι’ ού εκτίσθησαν όλα τα πάντα, ουράνια, επίγεια, και καταχθόνια, τον πλάστην σας· τον προνοητήν σας· τον πατέρα σας· τον ευεργέτην σας· τον σωτήρα σας· τον διδάσκαλόν σας· όστις εγένετο άνθρωπος, και έπαθε, και εσταυρώθηκε, και απέθανε, και ανέστη δια την σωτηρίαν την εδικήν σας· όστις σάς έπλυνε με το θείον του βάπτισμα· σάς έθρεψε με το σώμα του· σάς επότισε με το αίμα του· όστις σάς εξαγόρασεν από τας χείρας τού διαβόλου· σάς ελύτρωσεν από την κόλασιν· και σάς έκαμε κληρονόμους τής βασιλείας του· αλλ’ ουδέ με λόγον ψιλόν να στέρξετε, αλλ’ ουδέ με νεύμα μόνον απλούν, να φανήτε πως αρνείσθε τον Χριστόν, και δέχεσθε άλλην θρησκείαν, καν μυρία βάσανα σάς κάμουν, καν χιλίους θανάτους σάς δώσουν· δια τι και ο ψιλός εκείνος λόγος, και το απλούν ετούτο νεύμα, σάς χωρίζουν από τον Χριστόν, και την βασιλείαν του, και σάς καταδικάζουν εις την αιώνιον κόλασιν».

Ο άγιος Νικόδημος δια τών Νεομαρτύρων ενθαρρύνει τους υποδούλους Ρωμηούς να μη φοβηθούν από τις απειλές τών τυράννων:

«Μη σάς φοβίζουν αδελφοί, τα άγρια πρόσωπα τών τυράννων, ούτε το πλήθος αυτών, ούτε η φωναίς τους, ούτε οι φοβέραις τους. Μη σάς φοβίσουν η πληγαίς, η σπάθαις, η αλυσίδες, η φυλακαίς. Μη σάς φοβίζουν η φούρκαις, τα τζεγγέλια, η πυρκαϊαίς».

Γνώρισε ο άγιος Νικόδημος ότι υπήρχαν πολλοί που είχαν αλλαξοπιστήσει, δηλαδή αρνήθηκαν τον Χριστό, και απεδέχθησαν τον Μουσουλμανισμό και έτσι απέκτησαν δόξες, τιμές, αξιώματα, πλούτο, από τους Οθωμανούς. Ο άγιος είχε σαφή γνώση ότι με τον τρόπο αυτό έρριψαν τον Σταυρό τού Χριστού και έλαβαν το «χάραγμα» που τους «έδωκε το θηρίον, δηλαδή ο διάβολος, και η εικών τού θηρίου δηλαδή ο αρχηγός τής θρησκείας τών αλλοπίστων». Γι’ αυτό, χρησιμοποιώντας τα στόματα τών Νεομαρτύρων, τους συνιστά να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με πραγματική μετάνοια και κυρίως με το μαρτύριό τους. Γράφει:

«Σάς παρακινούμεν λοιπόν αδελφοί, να μιμηθήτε ημάς τους ομοιοπαθείς αδελφούς σας, και να πιασθήτε δεύτερον εις τον πόλεμον με τον εχθρόν οπού σάς ενίκησε, και να μη τον αφήσετε πλέον έως οπού κατά κράτος να τον νικήσετε· το λέγομεν καθαρώτερον· α΄. Πρέπει να υπάγετε εις κανένα πνευματικόν έμπειρον, και ενάρετον, να εξομολογηθήτε την άρνησιν οπού εκάματε, και όλας τας λοιπάς αμαρτίας σας· φανερώνοντες εις αυτόν και τον σκοπόν οπού έχετε δια το μαρτύριον· β΄. Να ζητήσετε να λάβετε την δευτέραν χρίσιν τού Αγίου μύρου, κατά την διάταξιν τής Εκκλησίας μας· γ΄. Να τραβηχθήτε εις ένα μέρος ήσυχον, και εκεί καθήμενοι να παρακαλέσετε τον Θεόν με νηστείαν, αγρυπνίαν, και δάκρυα, δια να γένη ίλεως εις το μέγα σφάλμα οπού εκάμετε· και μάλιστα δια να ανάψη την θείαν του αγάπην εις την καρδίαν σας, και να σάς ενδυναμώση εις το Μαρτύριον, δια να καταισχύνετε τον διάβολον, και τους υπηρέτας του· δ΄. Να κοινωνήσετε τα θεία μυστήρια με κατάνυξιν και ευλάβειαν. Και ε΄. ύστερα από όλα ταύτα, να σηκωθήτε να υπάγετε εις τον τόπον εκείνον οπού ηρνήθητε τον Χριστόν πρότερον, και εκεί να αρνηθήτε την θρησκείαν εκείνην οπού εδέχθητε, και να ομολογήσετε την πίστιν τού Χριστού, και εν τη ομολογία ταύτη να χύσετε το αίμα σας, και να αποθάνετε· έτζη εκάμαμεν ημείς, και με την χάριν τού Χριστού ενικήσαμεν· έτζη να κάμετε και εσείς δια να νικήσετε».

Το εκπληκτικτό σημείο από το «προοίμιο» τού αγίου Νικοδήμου είναι η προτροπή του, δια στόματος τών Νεομαρτύρων, προς τους αρνηθέντες τον Χριστόν να προχωρήσουν προς το μαρτύριο: «Τρέχετε, τρέχετε λοιπόν αδελφοί, δια να φυλάσσετε τον ποθούμενον· δράμετε, δράμετε, δια να μη φύγη το κυνήγι από τας χείρας σας· αγωνισθήτε, αγωνισθήτε, δια να μη σάς πάρουν άλλοι τον Στέφανον». Μάλιστα τους διαβεβαιώνει ότι μόλις θα εισέλθουν στο μαρτύριο με πίστη για να κηρύξουν το όνομα τού Χριστού «ενώπιον τών αλλοπίστων», τότε ο Θεός «θα στείλει μυστικώς, και αοράτως την θείαν Του χάριν και βοήθειαν, δια να σάς παρηγορήση, και να σάς ενδυναμώση εις το Μαρτύριον».

Σε ένα σημείο τού «προοιμίου» του ο άγιος Νικόδημος λέγει ότι με τους Νεομάρτυρες χαίρεται η Εκκλησία, γιατί όσο περνά ο καιρός αυξάνονται τα νέα παιδιά της. Και γράφει: Η Εκκλησία «αυξάνει την χαράν της… επειδή κατά το ενεστός έτος (1794) εις διάστημα εννέα μηνών, είδεν, ότι ήνθισαν εις τον νοητόν της παράδεισον, ως ρόδα ερυθρά, και εύοσμα, πέντε νέοι Μάρτυρες, εν διαφόροις τόποις αθλήσαντες». Η δόξα τής Εκκλησίας φαίνεται κυρίως σε χρόνους μαρτυρικούς, μέσα στους διωγμούς και όχι τόσο σε περίοδο εξωτερικής ειρήνης και ελευθερίας.

Γενικά, όχι μόνον το «προοίμιον», αλλά και όλο το περιεχόμενο τών μαρτυρολογίων τών Νεομαρτύρων είναι θαυμαστό και μεγάλη προσφορά στους Ρωμηούς που ήταν κάτω από την τουρκική σκλαβιά. Είναι ανυπολόγιστη η προσφορά τών Νεομαρτύρων στο Γένος, αλλά και σημαντική η προσφορά τού αγίου Νικοδήμου με το βιβλίο με τα συναξάρια τών Νεομαρτύρων και την συγγραφή τού καταπληκτικού προοιμίου.

 

6. Οι Φιλοκαλικοί Πατέρες-Κολλυβάδες

Το δεύτερο μισό τού 18 αιώνος αναπτύχθηκε στο Άγιον Όρος μια πνευματική κίνηση, που επεκτάθηκε και έξω από αυτό, η λεγόμενη νηπτική και φιλοκαλική κίνηση και παράδοση, στην οποία συγκαταλέγονταν πιστά τέκνα τής Εκκλησίας, κυρίως ιερομόναχοι και μοναχοί. Στους ανθρώπους αυτούς απέδωσαν τον χαρακτηρισμό «κολλυβάδες», επειδή η κίνηση αυτή άρχισε από ένα γεγονός ότι δεν ανέχονταν και δεν επιθυμούσαν να γίνονται μνημόσυνα την Κυριακή, λόγω τού αναστασίμου χαρακτήρα τής ημέρας αυτής, αλλά τα κόλλυβα να διαβάζωνται το Σάββατο που είναι η ημέρα τών νεκρών.

Όμως, η πνευματική αυτή κίνηση δεν μπορεί να κλεισθή μέσα στον χαρακτηρισμό κολλυβάδες, αλλά όσοι συγκαταλέγονταν στην πνευματική αυτή κίνηση πρέπει να ονομασθούν φιλοκαλικοί Πατέρες, γιατί, όπως αποδείχθηκε, βοήθησαν πολύ τους Χριστιανούς και τελικά το Γένος να παραμείνουν στην πίστη τών Πατέρων τους και να διαφυλάξουν την πνευματική ταυτότητά τους.

Την εποχή εκείνη στο Άγιον Όρος παρατηρείται μια άνθηση, με την παρουσία λογίων, αλλά και πατερικών μοναχών. Ήδη τον 17ο αιώνα παρατηρήθηκε το εκπληκτικό και παράδοξο να παραχωρηθή το δικαίωμα να ανοίξουν οι Λατίνοι στο Άγιον Όρος Σχολή που λειτούργησε για μερικά χρόνια, μέχρις ότου κλείσθηκε από τους Τούρκους. Το παράδοξο ακόμη είναι ότι κλήθηκε ένας προτεστάντης Καθηγητής για να διδάξη στην υπό ίδρυση Ακαδημία φιλοσοφία και θεολογία. Όμως, ταυτόχρονα υπήρξαν και ζηλωτές μοναχοί, φωτισμένοι θεολόγοι με πολλά διανοητικά και πνευματικά χαρίσματα (Παναγιώτης Χρήστου).

Τέτοιοι φωτισμένοι Πατέρες και θεολόγοι ήταν οι Φιλοκαλικοί Πατέρες, οι οποίοι γνώρισαν και έζησαν όλη την ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας και την παρουσίασαν στην εποχή τους, γι' αυτό και έχουν χαρακτηρισθή ως «ανανεωταί τής πατερικής σκέψεως». Πρόκειται για τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη που προερχόταν από γονείς εβραϊκής καταγωγής, αλλά προσήλυτους στην Ορθοδοξία, τον Αθανάσιο Πάριο (1721-1813), τον Μακάριο Κορίνθου Νοταρά (1731-1805), τον Νικόδημο Αγιορείτη (1749-1809) και άλλους. Πέρα από αυτούς, ως Κολλυβάδες χαρακτηρίζονταν και οι Χριστοφόρος Προδρομίτης, Ιάκωβος Πελοποννήσιος, Παΐσιος Καλλιγράφος, Παρθένιος Ζωγράφος, Αγάπιος Κύπριος κ.α. Οι Φιλοκαλικοί Πατέρες-Κολλυβάδες ήταν σχολάρχες και διδάσκαλοι σε διάφορες Σχολές, παιδαγωγοί τού Γένους, ηγέτες στον μοναχισμό, Πνευματικοί Πατέρες και καθοδηγητές μαρτύρων, συγγραφείς, μεταφραστές και σχολιαστές διαφόρων κειμένων κλπ.. Η σημαντικότερη φυσιογνωμία είναι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος υπήρξε πράγματι πρωτεργάτης σε αυτήν την πνευματική κίνηση, όπως είδαμε και προηγουμένως.

Είναι γνωστόν ότι στην Δύση αναπτύχθηκε την εποχή εκείνη ο Διαφωτισμός ως αντίδραση στην μεταφυσική θεολογία τής Δύσεως, ο οποίος Διαφωτισμός έδινε προτεραιότητα στον ορθό λόγο και τις αισθήσεις. Τις αρχές τού Διαφωτισμού προσπάθησαν να περάσουν μέσα στον χώρο τής ορθοδόξου ανατολής, με τον λεγόμενο «νεοελληνικό Διαφωτισμό», Έλληνες λόγιοι που σπούδαζαν στην Δύση και διακατέχονταν από αρχαιολατρεία.

Προς αντιμετώπιση τού κινήματος τού νεοελληνικού Διαφωτισμού εργάσθηηκαν οι φιλοκαλικοί-Κολλυβάδες Πατέρες που διακόνησαν τον λαό τού Θεού με διαφόρους τρόπους «με έργο και λόγο, με γραφίδα και βίο, με συγγραφές και εκδόσεις, με μεταφραστικό πλουτισμό και πρωτότυπη θεολογική λειτουργική και κανονική παραγωγή, με συναξαριστικές συλλογές και νεομαρτυρικές προαλείψεις, με άσκηση και μαρτύριο συνειδήσεως, με ένταση υπέρ τής παραδόσεως, και ως προς την ανόθευτη πίστη, και ως προς το απαραχάρακτο ήθος, και ως προς τις καταλυτικές τής θείας λατρείας τυποποιήσεις και ανατροπές, τον αληθή αγιοπατερικό και ρωμαίϊκο διαφωτισμό τού Γένους».

Οι Φιλοκαλικοί Πατέρες, όπως φαίνεται από το έργο το οποίο άφησαν, πρόβαλαν την εμπειρική θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως την συναντούμε στα κείμενα τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας και τους βίους τών αγίων· αντέταξαν στον δυτικό σχολαστικισμό τα εμπειρικά κριτήρια τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, τον ησυχαστικό τρόπο ζωής· αντιπαρέθεσαν «στον δρόμο τής αλαζονικής και νοησιαρχικής πολυγνωσίας τον αγιοπατερικό δρόμο τής καθαιρόμενης, φωτιζόμενης και θεούμενης χαρισματικά ύπαρξης» και στους κατά κόσμον σοφούς, τους θεουμένους αγίους και τους Νεομάρτυρας· εξισορρόπησαν ως πατερικοί τον ανατρεπτικό φιλελευθερισμό με τον τυποποιημένο συντηρητισμό όπως και συνέδεσαν το δόγμα με το ήθος· διακίνησαν «την ενίσχυση τής ορθοδόξου παραδόσεως και την αφύπνιση τού Ελληνισμού» · και τελικά σκόπευαν στην «από πάσης πλευράς πνευματική άνοδο τού λαού τής εποχής τους, αλλά και την προφύλαξή του από τους δυτικότροπους νεωτερισμούς».

Το έργο τών Φιλοκαλικών Πατέρων είναι μεγάλο και μελετήθηκε από πολλές πλευρές και μελετάται ακόμη και σήμερα. Πολλοί από τους συγχρόνους Χριστιανούς ανεκάλυψαν τον θησαυρό τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, μελετώντας τα κείμενα τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου.

 Σημαντικό είναι το έργο τού αγίου Νικοδήμου, σε συνεργασία με τον άγιο Μακάριο Νοταρά, με τίτλο «Φιλοκαλία τών ιερών Νηπτικών συνερανισθείσα παρά τών αγίων και θεοφόρων Πατέρων» και υπότιτλο που δείχνει το περιεχόμενο, «εν ή δια τής κατά την πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». Το έργο αυτό είναι μια ανθολόγηση νηπτικών κειμένων τών Πατέρων που αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο βιώνει κανείς την άκτιστη Χάρη τού Θεού.

 Από την τίτλο και από τον υπότιτλο φαίνεται το «πνεύμα» που διακατείχε τους δύο αυτούς Φιλοκαλικούς Πατέρας, τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και τον Μακάριο Νοταρά, και το πώς ήθελαν να μορφώσουν τους υποδούλους αδελφούς τους. Διαβάζοντας κανείς τα κείμενα τής Φιλοκαλίας, παρατηρεί όλο τον πλούτο και την αξία τών νηπτικών αυτών κειμένων. Σήμερα όσοι από τους δυτικούς γίνονται Ορθόδοξοι μαγεύονται από την αξία αυτών τών ησυχαστικών κειμένων που συνέλεξαν ο άγιος Μακάριος Νοταράς και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και τα εξέδωσε με εισαγωγές και κριτικές παρεμβάσεις ο τελευταίος.

Είναι σημαντικό το «προοίμιο» που συνέγραψε ο άγιος Νικόδημος και για την έκδοση τής «Φιλοκαλίας», στο οποίο συνδέει αναπόσπαστα την ενανθρώπηση τού Χριστού και όλο το μυστήριο τής θείας οικονομίας με την ησυχαστική-νηπτική παράδοση τής Εκκλησίας.

Στην αρχή αναφέρεται στην δημιουργία τού ανθρώπου, την πτώση του και την ενανθρώπηση τού Χριστού, που είχε ως αποτέλεσμα την επαναφορά τού ανθρώπου στην κοινωνία με τον Θεό που γίνεται με το άγιο Βάπτισμα, με το οποίο εισέρχεται μέσα στην καρδιά τού ανθρώπου η Χάρη τού Αγίου Πνεύματος «οιονεί σπέρμα θείον». Έπειτα, παρουσιάζει πώς η Χάρη αυτή σκεπάζεται από τα πάθη και απαιτείται η εύρεσή της, προκειμένου ο άνθρωπος να επιτύχη την σωτηρία του. Αυτό επιτυγχάνεται με την νήψη, την προσοχή και την φυλακή τού νοός, την προσευχή με το όνομα τού Χριστού, σε συνδυασμό με την τήρηση τών εντολών Του, αφού δια τού τρόπου αυτού αναπτύσσεται η καρδιακή θέρμη και έτσι καταναλίσκονται τα πάθη, καθαίρονται ο νους και η καρδία και ενώνονται μεταξύ τους. Στην συνέχεια τηρούνται ευκολότερα οι εντολές τού Χριστού, εκχέονται οι καρποί τού Παναγίου Πνεύματος και με τον τρόπο αυτόν με συντομώτερη οδό ευρίσκεται η Χάρη τού Αγίου Πνεύματος που βρίσκεται στην καρδιά καλυμμένη από τα πάθη.

Αφού αναφέρεται στα έργα τών αγίων Πατέρων που κάνουν λόγο για την εργασία τής νοεράς προσευχής, την κάθαρση τού νοός και τής καρδίας, στην συνέχεια περιγράφει την κατάσταση τής εποχής εκείνης, αφού όχι μόνον οι λαϊκοί, αλλά και οι μοναχοί διακρίνονταν για την «αγνωσία» και την «αμέλεια» αυτών τών νηπτικών κειμένων, τα οποία βοηθούν στην θέωση τού ανθρώπου. Μάλιστα, και αυτά τα νηπτικά κείμενα παρέμειναν μέχρι τότε στο σκοτάδι και την γωνία «ακλεή και σητόβρωτα και τήδε κακείσε παρερριμμένα τε και διεσπαρμένα». Κατά τον άγιο Νικόδημο οι περισσότεροι από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς διάκεινται με αμέλεια ως προς την ιερά αυτή εργασία και κατατρίβονται στην ζωή τους μόνο με τα εργαλεία τών αρετών, ενώ αμελούν την εσωτερική ιερά εργασία, την φυλακή τού νοός και τής καθαράς προσευχής η οποία μόνο οδηγεί προς θέωσιν τον άνθρωπο. Μάλιστα δε, όπως γράφει «και παρά τοις μοναχοίς αυτοίς και ησύχως μονάζουσι, σπανιώτατον εστιν, ω τής ζημίας! και πάνυ δυσεύρετον». Πιστεύει δε ότι, επειδή εγκαταλείφθηκε αυτή η ιερά εργασία, η ιερά ησυχία, γι΄ αυτό και εξέλειπαν οι διαπρέποντες εν αγιότητι και από τους ζώντας και από τους μετά τον θάνατον και έτσι λίγοι είναι οι σωζόμενοι στην εποχή μας. Γιατί «δίχα δε τού θεωθήναι τον νουν, έφη τις, ουχ όπως αγιάσαι, αλλ’ ουδέ σωθήναι τον άνθρωπον ενδέχεται», αφού ταυτίζεται η θέωση με την σωτηρία, διότι «ταυτόν γαρ εστι σωθήναι και θεωθήναι». Γράφοντας όλα αυτά και αναφερόμενος στην αγνωσία και την αμέλεια τών συγχρόνων του για θέματα ιεράς ησυχίας γράφει: «Θρηνώ δε το εντεύθεν· και μοι το πάθος επικόπτει τον λόγον». Την μέθοδο τής ιεράς ησυχίας την χαρακτηρίζει «αγία», διότι δι΄ αυτής απαλλάσσεται ο άνθρωπος από την πλάνη.

Επειδή υπήρχαν ορισμένοι που είχαν αντίρρηση για την δημοσίευση τών νηπτικών αυτών κειμένων, διότι δήθεν από την ανάγνωσή τους ακολουθεί κάποιος κίνδυνος, ο άγιος Νικόδημος χρησιμοποιεί χωρία από την Αγία Γραφή και τους Πατέρας με τα οποία αποδεικνύει ότι η εξάσκηση σε αυτό το έργο «μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και πενθικής διαθέσεως» συνιστάται από όλη την Αποστολικοπατερική παράδοση για την απαλλαγή μας από την πλάνη.

Ο άγιος Νικόδημος κάνει μια θεολογική ανάλυση τής ησυχαστικής μεθόδου, που συνδέεται με την νήψη και την προσευχή, και προς το τέλος τού προοιμίου καταγράφει το περιεχόμενο τής συλλογής αυτών τών κειμένων που συμπεριλαμβάνονται στην «Φιλοκαλία»:

«Και έχεις τοιγαρούν, ω φίλτατε Αναγνώστα, δια τού πάντ' αρίστου Κυρίου Ιωάννου, άπονον τού λοιπού και ευπόριστον, την παρούσαν πνευματικήν Βίβλον. Βίβλον, το τής νήψεως ταμιείον· το τού νοός φυλακτήριον· το μυστικόν διδασκαλείον τής νοεράς προσευχής. Βίβλον, τής πρακτικής την εξαίρετον υποτύπωσιν· τής θεωρίας την απλανή οδηγίαν· τον τών Πατέρων Παράδεισον· τών αρετών την χρυσήν σειράν. Βίβλον, το πυκνόν τού Ιησού αδολέσχημα, την ανακλητικήν τής χάριτος σάλπιγγα και, συνελόντα φάναι, αυτό δη αυτό το τής θεώσεως όργανον, χρήμα είπέρ τι άλλο μυριοπόθητον, και προ πολλών ετών μελετώμενον μεν και ζητούμενον, αλλ’ ουχ ευρισκόμενον».

Στο τέλος δε προτρέπει τους αναγνώστας να μελετήσουν τα κείμενα αυτά γιατί θα τους θρέψουν και θα τους μεθύσουν με την νηφάλιο μέθη τού Πνεύματος και θα τους ελευθερώσουν από την δουλεία στα πάθη:

«Έλθετε τοίνυν, έλθετε· φάγετε τον εν αυτή γνωστικόν τής σοφίας άρτον, και πίετε οίνον τον ευφραίνοντα μεν νοητώς την καρδίαν, εξιστώντα δε πάντων αισθητών ομού τε και νοητών δια την κατ’ έκστασιν θέωσιν, και μεθύσθητε μέθην τω όντι νηφάλιον. Έλθετε πάντες όσοι κλήσεως ορθοδόξου τυγχάνετε μέτοχοι, συνάμα Λαϊκοί τε και Μοναχοί, οι την εντός υμών ούσαν τού Θεού βασιλείαν και τον εν τω αγρώ τής καρδίας κεκρυμμένον ευρηκέναι σπουδάζοντες θησαυρόν· ος έστιν ο γλυκύς Ιησούς Χριστός· ίν’ όπως, τής περί τα κάτω αιχμαλωσίας, και τής περιφοράς τού νοός ελευθερωθέντος, και τής καρδίας τών παθών καθαρθείσης, δια τής αδιαλείπτου τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φοβεράς επικλήσεως, και τών λοιπών συνεργών αρετών, τών εν τη παρούση Βίβλω διδασκομένων, ενωθείητε μεν προς εαυτούς, δι’ εαυτών δε και προς Θεόν, κατά την προς τον Πατέρα τού Κυρίου παράκλησιν, ίνα ώσι, λέγοντος, εν, ως ημείς εν εσμεν· και ούτως αυτώ ηνωμένοι και όλως ηλλοιωμένοι τη κατοχή και εκστάσει τού Θείου έρωτος δαψιλέστατα θεωθείητε, εν αισθήσει νοερά και αδιστάκτω πληροφορία και προς τον πρώτον σκοπόν τού Θεού επανέλθοιτε, δοξάζοντες Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον, την μίαν Θεαρχικωτάτην Θεότητα».

Τα κείμενα τής «Φιλοκαλίας» τα οποία παρέδωκαν οι άγιοι Πατέρες στα τέκνα τους «καθάπερ τινα πατρικήν κληρονομίαν», έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση πολλών Χριστιανών, τους οποίους καθοδήγησαν να ασχοληθούν με την ιερά ησυχία και την κάθαρση τού νοός και τής καρδίας, ώστε να μεθέξουν τής καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας τού Θεού. Αυτό έγινε όχι μόνον για τους ελληνοφώνους Χριστιανούς, όταν δημοσιεύθηκε η «Φιλοκαλία» στην Βενετία το 1782, αλλά και για τους Σλαύους και Ρώσσους, όταν μεταφράσθηκε από το Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (1722-1794), και εκδόθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1793, καθώς επίσης και από άλλους λαούς που ακολουθούν άλλες ομολογίες, αφού μεταφράσθηκε και σε ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως σημειώνουν οι εκδότες στην ελληνική γλώσσα. Η «Φιλοκαλία» «ως μορφή συνοδικής, τρόπον τινα, κωδικοποιήσεως τής Ορθοδόξου Μυστικής Θεολογίας» προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση και σε ανθρώπους τής εποχής μας, γιατί περιέχει κείμενα μεγάλης διαχρονικής αξίας και σπουδαιότητος.

Πάντως, η ιερά ησυχία που καταγράφεται στο βιβλίο αυτό εκφράζεται ως «η Καθαρτική, Φωτιστική και Τελειωτική εργασία» και βοηθά στο να ενεργοποιηθή η Χάρη τού Βάπτισματος, που υπάρχει μέσα στην ψυχή, να γεμίση την ψυχή και το σώμα τού ανθρώπου από Άγιον Πνεύμα και τότε μπορεί ο άνθρωπος να υπομένη τα βάσανα και τους πειρασμούς, να κρατά την πίστη, να δίνη την ομολογία και να γίνεται μάρτυς Ιησούς Χριστού. Με αυτές τις προϋποθέσεις κρατήθηκαν οι Χριστιανοί στην ορθόδοξη πίστη και την Ορθόδοξη Εκκλησία και απέφυγαν τους βίαιους εξισλαμισμούς. Αλλά η «Φιλοκαλία» συνετέλεσε και στην μεγάλη ησυχαστική αναγέννηση στους σλαυϊκούς λαούς και δημιούργησε τόσους αγίους, που βοήθησαν αποτελεσματικά τον λαό.

Εκτός από την «Φιλοκαλία» θεωρούνται επίσης σημαντικά τα έργα τού αγίου Νικοδήμου που επιγράφονται «Εορτοδρόμιον» και «περί φυλακής τών πέντε αισθήσεων» που έχουν επίσης διαχρονική αξία και σπουδαιότητα.

 

7. Εκκλησία και εθνεγερσία

Η Ορθόδοξη Εκκλησία με το διοικητικό της σύστημα κατά την διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, με την λατρεία της, με την διδασκαλία της και κυρίως με την ησυχαστική παράδοση που ανέδειξε τους Νεομάρτυρες, τους οποίους μπορούμε να θεωρήσουμε ως τους πραγματικούς «αντιστασιακούς» τής εποχής εκείνης, συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην διατήρηση τής Ελληνορθόδοξης Παράδοσης και στην απελευθέρωσή της. Άλλωστε, οι πρωτεργάτες τής ελληνικής επαναστάσεως εμπνέονταν από την ορθόδοξη παράδοση και όχι από τον διαφωτισμό.

Σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα ελευθερωνόταν το Γένος από τον τουρκικό ζυγό ανεπτύχθηκαν διαφορετικές απόψεις. Πολλοί που έβλεπαν τα πράγματα που εκτυλίσσονταν μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μεταξύ τών οποίων Ιεράρχες και Φαναριώτες, θεωρούσαν ότι η διάβρωση τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα γινόταν έσωθεν. Άλλωστε, την εξωτερική πολιτική και το εμπόριο τών Οθωμανών το εξασκούσαν την εποχή εκείνη οι Φαναριώτες. Άλλοι, όμως, θεωρούσαν ότι η απελευθέρωση τού Γένους θα γινόταν με επανάσταση τών Ρωμηών, έστω και αν αυτό επέφερε ζημιές και θανάτους. Κανείς δεν μπορεί να θεωρήση ότι η πρώτη άποψη συνιστά προδοσία.

Ο καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός στο βιβλίο του που προαναφέραμε με τίτλο Τουρκοκρατία αναλύει διεξοδικά το δίλημμα που επικρατούσε στους υπευθύνους κατά την διάρκεια τής Τουρκοκρατίας και ιδίως προς το τέλος της: «συνύπαρξη ή αντίσταση;», και περιγράφει τις δύο αυτές τάσεις. Έτσι, την συνύπαρξη υποστήριζαν οι αντιρρητικοί ή ανθενωτικοί και την αντίσταση οι ενωτικοί, που ήταν και φιλοδυτικοί. Με επιχειρήματα υποστηρίζει ότι και η λεγόμενη συνύπαρξη που «είχε και μια δυναμική διάσταση», αφού συνδέεται με «την πίστη για μια βαθμιαία υποκατάσταση τών Οθωμανών στη διακυβέρνηση τού κράτους και τη δημιουργία ενός "Οθωμανικού κράτους τού Ελληνικού έθνους"» δεν ήταν τελείως ανεδαφική, αλλά υπήρχε μια τέτοια προοπτική.

Πάντως, όταν ωρίμασαν τα πράγματα και φάνηκε ότι για την απελευθέρωση τού Γένους απαιτείται επανάσταση με όπλα, τότε η Εκκλησία βοήθησε με όλες τις δυνάμεις της. Κληρικοί και μοναχοί, λαϊκοί άνδρες και γυναίκες, ακόμη και παιδιά πολέμησαν σκληρά και έχυσαν το αίμα τους «για τού Χριστού την πίστη την αγία και τής πατρίδος την ελευθερία».

Επειδή μερικοί υποστηρίζουν ότι κατά την Επανάσταση τού '21 θυσιάστηκε κυρίως ο λεγόμενος «κατώτερος» Κλήρος, εννοούν τους Πρεσβυτέρους και Διακόνους, ενώ οι Αρχιερείς ήταν απρόθυμοι για την Επανάσταση, θα πρέπη να αναφερθή ότι έχει εκδοθή ένα σημαντικό βιβλίο με τίτλο Αρχιερείς και '21, γραμμένο από τον ιστορικό Πέτρο Γεωργαντζή, στο οποίο βρίσκει κανείς πολύ ενδιαφέρουσες ιστορικές πληροφορίες.

Η Επανάσταση ήταν, κατά τον συγγραφέα, θρησκευτική και εθνική και όχι κοινωνική, ταξική. Αυτό το τεκμηριώνει πρώτον από τις απόψεις συγχρόνων μαρξιστών, όπως διατυπώθηκαν σε επιστημονικό συμπόσιο που έγινε στο Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών τής Ελλάδας τον Αύγουστο τού 1981 στην Αθήνα, που σε μερικά σημεία αναθεωρούν τις θέσεις παλαιών μαρξιστών, δεύτερον από τις μαρτυρίες τών δημιουργών τού Εικοσιένα, τρίτον από τις διακηρύξεις τών Εθνοσυνελεύσεων και τέταρτον από τις κρίσεις τών συγχρόνων με την Επανάσταση ιστορικών.

Σχετικά με την στάση τών Αρχιερέων προ τής Επαναστάσεως και κατά την Επανάσταση ο συγγραφεύς είναι πολύ αποκαλυπτικός. Με βάση ιστορικές πηγές και μαρτυρίες αποδεικνύει ότι οι Πατριάρχες και οι Αρχιερείς προέρχονταν από τα κατώτατα στρώματα τού λαού και όχι από την λεγομένη «άρχουσα τάξη». Έπειτα, οι Αρχιερείς δεν ήταν οι ευνοούμενοι τών Τούρκων, γιατί δεν είχαν καθόλου ελευθερία κινήσεως, δεν είχαν ελευθερία λόγου και, όπως αποδεινύεται από πολλές μαρτυρίες, η στάση τών κρατούντων στα αιτήματα τών Αρχιερέων ήταν σκληρή. Ακόμη, οι φόροι τους οποίους επέβαλαν οι Τούρκοι στους Αρχιερείς ήταν δυσβάστακτοι, αφού αναφέρονται περιπτώσεις, κατά τις οποίες Αρχιερείς ή παρητούντο ή απέθαναν από μελαγχολία, γιατί δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τους φόρους, που έπρεπε να αποδώσουν στους Τούρκους κατακτητές.

Πέρα από αυτά ο συγγραφεύς αποδεικνύει, με βάση τις πηγές και άλλες μαρτυρίες ότι κατά τον καιρό τής Επαναστάσεως σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος υπήρχαν 195-200 Αρχιερείς. Από αυτούς αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθή στην Φιλική Εταιρεία, χωρίς να υπολογισθούν και οι άλλοι που τυχόν ήταν Φιλικοί, αλλά δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες. Επίσης αποδεικνύει ότι από τους 200 Αρχιερείς οι 73, ποσοστό 36,5%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 42 Αρχιερείς, ποσοστό 21,0%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν, και οι 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις τών Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις». Το συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα ανέρχεται στο 80%. «Αν όμως ληφθή υπόψη ότι οι πλείστοι Αρχιερείς τής Μ. Ασίας, τής Συρίας, τής Σερβίας ή Βουλγαρίας, λόγω αδιαφορίας ή αδυναμίας τών Χριστιανών τών περιοχών αυτών, δεν έλαβαν μέρος στους αγώνες, τότε το ποσοστό τών αρχιερέων τής Ελληνικής χερσονήσου, δηλ. από την Θράκη, την Μακεδονία και τα δυτικά παράλια τής Μ. Ασίας και κάτω, είναι ασφαλώς πολύ υψηλότερο, που φθάνει οπωσδήποτε γύρω στα 90% τού συνολικού αριθμού τών αρχιερέων».

Επειδή πολλοί κάνουν λόγο για τον λεγόμενο «αφορισμό» που εξεδόθη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ εναντίον τού Υψηλάντου, θα πρέπη να γίνη μια αναφορά και στο θέμα αυτό και πρέπει να επισημανθή η προσφορά τού Πέτρου Γεωργαντζή, ο οποίος μελέτησε το ζήτημα από ιστορικής και κανονικής πλευράς και παρουσίασε όλες τις σημαντικές παραμέτρους σε βιβλίο του με τίτλο Ο «αφορισμός» τού Αλεξάνδρου Υψηλάντου. Η μελέτη τού βιβλίου αυτού οδηγεί σε τρία συμπεράσματα.

Το πρώτον, ότι ο «αφορισμός» δεν ήταν αποτέλεσμα τής βουλήσεως τού Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου τού Ε΄, ούτε καν τών Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμηούς τής Πόλης, εκ τών οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί - Αρχιερείς. Στην Κληρικολαϊκή αυτή συνέλευση αποφασίσθηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως τής επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη τού αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πύλη, και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές. Στους 49 λαϊκούς που ήταν παρόντες, συμμετείχαν ο πρώην ηγεμόνας τής Βλαχίας, ο μεγάλος διερμηνέας τής Πύλης, ο διερμηνέας τού στόλου, όλοι οι έγκριτοι «πολιτικοί», δηλαδή «επίτροποι τού κοινού», οι Έλληνες μεγαλέμποροι τής Πόλεως, οι αρχιτεχνίτες, οι προϊστάμενοι τών συντεχνιών κλπ. Και στους 23 Κληρικούς συγκαταλέγονταν 2 Πατριάρχες, και 21 Αρχιερείς. Όλοι αυτοί βρίσκονταν κάτω από ασφυκτική πίεση, ζούσαν το δράμα τού Ελληνισμού τής Πόλης και έπρεπε να λάβουν μια απόφαση για να διασώσουν τους Ρωμηούς τής Πόλης από βέβαιη σφαγή.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι η Πατριαρχική Σύνοδος ανέλαβε το χρέος να συντάξη ένα «αφοριστικό» κείμενο, με τρόπο όμως που να μην προκαλέση κακό στο Έθνος. Αυτό επιτεύχθηκε με πολλούς τρόπους.

Κατ αρχάς, οι Πατριαρχικοί κωλυσιεργούσαν στην σύνταξη τού «αφοριστικού» εγγράφου. Η κήρυξη τής Επαναστάσεως έγινε από τον Υψηλάντη στο Ιάσιο τής Μολδαβίας την 24η Φεβρουαρίου 1821. Το πρώτο «αφοριστικό» έγγραφο έγινε μετά από ένα μήνα, ήτοι την 23 Μαρτίου 1821, και, βέβαια, έφθασε στον προορισμό του μετά από λίγες ημέρες, όταν η Επανάσταση είχε αρχίσει στην Πελοπόννησο.

Έπειτα, χρειάστηκε να γίνουν δύο «αφοριστικά» έγγραφα, και αυτό ήταν μέσα στον διπλωματικό τρόπο με τον οποίον ενεργούσαν οι Πατριαρχικοί. Το πρώτο εστάλη σε όλους τους Αρχιερείς (23 Μαρτίου) και ήταν γραμμένο κατά τέτοιον τρόπο που δεν μπορεί να χαρακτηρισθή αφορισμός «εφ όσον δεν είχε ούτε καν τις τυπικά συνηθισμένες αφοριστικές εκφράσεις», και το δεύτερο αφοριστικό εγράφη μετά από 4 ημέρες, ήτοι την 27 Μαρτίου, όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν την πλεκτάνη και την απάτη, και το οποίο απεστάλη μόνο σε έναν Μητροπολίτη, τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας. Με αυτόν τον τρόπο και τα δύο αυτά «αφοριστικά» κείμενα δεν εξετέλεσαν τον προορισμό τους.

Το τρίτο σημείο είναι ότι οι Πατριαρχικοί Ιεράρχες πλήρωσαν πολύ ακριβά την ενέργειά τους αυτή, ακριβώς γιατί ακόμη και αυτοί οι Τούρκοι αντελήφθησαν την πλεκτάνη τους. Από τους 23 Αρχιερείς που υπέγραψαν το «αφοριστικό» κείμενο, το ένα τρίτο (1/3), συμπεριλαμβανομένου και τού Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου τού Ε΄, πλήρωσαν με την ζωή τους την «απιστία» τους προς τον Σουλτάνο, το άλλο 1/3 δοκιμάστηκε σκληρά με φυλακίσεις, εξορίες και περιορισμούς. Επίσης, πρέπει να σημειωθή ότι το 1/5 από τους Συνοδικούς Αρχιερείς έλαβε μέρος στην Επανάσταση και ότι το 1/3 τών Συνοδικών Αρχιερέων, ενώ ήταν «πλεγμένοι στις μηχανορραφίες» τής Φιλικής Εταιρείας, εν τούτοις στα «αφοριστικά» κείμενα γράφουν ότι πρώτη φορά λάμβαναν γνώση για την σύσταση και τους σκοπούς τής Φιλικής Εταιρείας.

Γενικά, η Εκκλησία με τα μέλη της, Κληρικούς και λαϊκούς, βοήθησε το Γένος τόσο κατά την διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, όσο και κατά τον αγώνα τής ελευθερίας, χύνοντας ποταμηδόν το αίμα της.

Δημιουργία αρχείου: 12-4-2021.

Τελευταία μορφοποίηση: 12-4-2021.

ΕΠΑΝΩ