Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Ιστορικά θέματα και Βιβλιοπαρουσίαση

Ο Συκοφάντης Δυνάστης // Φράγκικη προπαγάνδα του Κοραή // Ο πράκτορας του Ναπολέοντα Κοραής κατά της Ρωμηοσύνης // Η κατάρα της Βαυαροκρατίας στην Ελλαδική Εκκλησία // Το πολιτικό πρόβλημα του νέου Ελληνισμού // Ο “αφορισμός” του Αλεξάνδρου Υψηλάντη

Γερμανία και Ελλάδα τον 19ο αιώνα

Βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου: "Ένας νέος κόσμος γεννιέται"

Του Αναστασίου Α. Φιλιππίδη

Ιανουάριος 2000.

Πηγή: http://www.parembasis.gr/2000/00_01_13.htm

 

Ένα σημαντικό βιβλίο για την εθνική μας αυτογνωσία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Ακρίτας” με τίτλο “ένας νέος κόσμος γεννιέται”, σε επιστημονική επιμέλεια του καθηγητή Ευ. Χρυσού. Αποτελεί τα Πρακτικά ενός συμποσίου που διεξήχθη στην Αθήνα πριν από τέσσερα χρόνια με την συνεργασία του ινστιτούτου Γκαίτε.

Το συμπόσιο εξέτασε τις σχέσεις της γερμανικής διανόησης με την Ελλάδα στην διάρκεια του 19ου αιώνα. Η Γερμανία (μέ την ευρεία έννοια, μια και δεν υπήρχε ως ενιαίο κράτος μέχρι το 1870) αποτέλεσε την κύρια πηγή φιλελληνισμού στην κρίσιμη περίοδο της ελληνικής εθνεγερσίας. Η οπτική γωνία υπό την οποία αντιμετώπισαν την Ελλάδα οι Γερμανοί φιλόλογοι, αρχαιολόγοι, ιστορικοί, ποιητές και πεζογράφοι καθόρισε σε μέγιστο βαθμό την εικόνα της Ελλάδας που επικράτησε στην συνέχεια σε όλη την Ευρώπη. Η αναφορά στα ονόμτα Χαίλντερλιν, Γκαίτε, Σίλλερ, Ντρόυζεν, Φαλμεράγερ, Σλήμαν, Κρουμπάχερ αρκεί για να υπογραμμίση αυτήν την αλήθεια.

Επιπλέον, και αυτό είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον για μάς, η γερμανική θεώρηση υιοθετήθηκε ενθουσιωδώς από τους Έλληνες διανοούμενους της εποχής και αποτέλεσε τον κορμό της εθνικής μας ιδεολογίας. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες διανοούμενοι (π.χ. οι Καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών) είχαν σπουδάσει στην Γερμανία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι όταν ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837) από τους έξι φιλολόγους καθηγητές οι δύο ήταν Γερμανοί και τρεις ακόμη είχαν σπουδάσει στην Γερμανία (εισήγηση Φ. Κακριδή). Εξίσου ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μέχρι το 1884 τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας στην Ελλάδα αποτελούσαν μεταφράσεις έργων ξένων ιστορικών (εισαγωγή Ευ. Χρυσού).

Οι αναλύσεις που περιέχονται σ’ αυτόν τον τόμο, ιδιαίτερα από Γερμανούς ερευνητές, φωτίζουν από πολλές πλευρές τους διαύλους μέσα από τους οποίους μεταφέρθηκε η γερμανική πρόσληψη της Ελλάδας στην ίδια την Ελλάδα. Έτσι, ο ενθουσιασμός για την αρχαία Ελλάδα, που ήταν μάλλον άγνωστος στον απλό λαό (άν κρίνουμε από τις λαογραφικές πληροφορίες που συνέλεξε ο Ι. Θ. Κακριδής στο βιβλίου του “Οι αρχαίοι Έλληνες στην ελληνική λαϊκή παράδοση”) αναπτύσσεται στην Γερμανία περί τα τέλη του 18ου αιώνα και σταδιακά διαχέεται στον ελληνικό χώρο.

Η μεταφορά είναι τόσο πιστή και συνεχής ώστε να ακολουθεί τις διακυμάνσεις της ίδιας της γερμανικής διανόησης. Με την σειρά της, η γερμανική διανόηση επηρεάζεται από τις πολιτικές εξελίξεις στην Γερμανία και κυρίως από το εθνικό ζήτημα. Όπως αναφέρει χρακτηριστικά ο P. Funke στην εισαγωγή του, η παρουσίαση της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας μοιάζει “μέ έναν σεισμογράφο των πολιτικών αντιπαραθέσεων γύρω από την ενοποίηση της Γερμανίας ως εθνικού κράτους”. Για παράδειγμα, στην πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα οι Γερμανοί ενθουσιάζονται με την κλασική Ελλάδα (μόνο) και παραμερίζουν ο,τιδήποτε μετά την λήξη αυτής της “ένδοξης περιόδου”, δηλαδή μετά την μάχη της Χαιρώνειας 338 π.Χ.). Έτσι, ο Niebuhr έγραφε ότι στη Χαιρώνεια συνετελέσθη “η πτώση της Ελλάδας, της Γερμανίας της αρχαιότητας”. Η θεώρηση αυτή έχει την εξήγησή της στις γερμανικές πολιτικές σκοπιμότητες της εποχής: το 1800 το γερμανικό έθνος είναι διαιρεμένο σε 300 και πλέον κράτη που απλώνονται από την Δαλματία μέχρι την Λιθουανία. Η αντιστοιχία με τις αρχαιοελληνικές πόλεις - κράτη είναι εμφανής –και γοητευτική για τους Γερμανούς διανοούμενους που οραματίζονται την εγκαθίδρυση φιλελεύθερης δημοκρατίας στα απολυταρχικά κρατίδιά τους. Οι αρχαίοι Έλληνες προσφέρουν το παράδειγμα ενός έθνους με κοινή γλώσσα και πολιτισμό που έφθασε στην μέγιστη ακμή του χωρίς να απαιτηθή η συνένωσή του σε ενιαίο κράτος.

Οι Έλληνες διανοούμενοι αντιγράφουν αυτή την επιλογή και, ερχόμενοι σε σύγκρουση με τα αισθήματα που είχε διατηρήσει ο απλός λαός στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς, διαγράφουν ως μη ελληνική την μεταγενέστερη περίδο, δηλαδή την εποχή του Μεγ. Αλεξάνδρου και των επιγόνων του, την γνωστή σήμερα ως “ελληνιστική” εποχή. Έτσι, ο Κοδρικάς πιστεύει ότι η Ελλάδα δοκίμασε αλλεπάλληλες εφόδους και δουλείες “από διάφορα έθνη, πότε Μακεδόνων, πότε Ρωμαίων, και ενίοτε Γότθων”. Ο Κοραής γράφει ότι “η διδασκαλία (τού Σωκράτη) κατεπολεμήθηκε πρώτον από τους σοφιστάς, έπειτα από τους δορικτήτορας της Ελλάδος Μακεδόνας και Ρωμαίους”, ενώ ο Α. Ρ. Ραγκαβής ισχυρίζεται ότι “αφ’ ότου η Ελλάς υπέκυψε εις ζυγόν Μακεδόνων, η τέχνη από ελευθέρας εταπεινώθη εις δούλην”. (Τα αποσπάσματα έχουν αντληθεί από το βιβλίο “Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση” του Φ. Δημητρακοπούλου).

Ενώ, όμως, αυτές είναι οι απόψεις που διδάσκονται στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο της Αθήνας στα τέλη της δεκαετίας του 1830, η γερμανική ιστοριογραφία έχει αλλάξει σελίδα. Οι σαρωτικές ήττες των μικρών γερμανικών κρατών από τον Ναπολέοντα είχαν φανερώσει τα ασφυκτικά όρια της εθνικής ανεξαρτησίας για μια σύγχρονη πόλη - κράτος. Σταδιακά, λοιπόν, προβάλλει ως ρεαλιστικότερο όραμα η συνένωση των κρατιδίων υπό μια ισχυρή στρατιωτική ηγεμονία. Τον ρόλο αυτό διαφαίνεται ότι θα αναλάβη η Πρωσία, όπως και πραγματικά συνέβη στην δεκαετία του 1860. Η αναζήτηση ιδεολογικής νομιμοποίησης του νέου πολιτικού προσανατολισμού οδηγεί την γερμανική ιστοριογραφία σε αναθεώρηση του ρόλου του Μεγ. Αλεξάνδρου.

Το 1833 ο Ντρόυζεν δημοσιεύει την “Ιστορία του Μεγ. Αλεξάνδρου” η οποία τυγχάνει θερμής υποδοχής. Εδώ ο Μεγ. Αλέξανδρος παρουσιάζεται όχι ως καταστροφέας αλλά ως σωτήρας της Ελλάδας. Η στρατοκρατική Πρωσία ενδιαφέρεται, ασφαλώς, να τονίση τις ιστορικές αναλογίες (Ελλάδα=Γερμανία, Μακεδονία=Πρωσία) και είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ντρόυζεν γίνεται ο επίσημος ιστορικός της Πρωσίας. Με τον καιρό οι Έλληνες διανοούμενοι αντιγράφουν την νέα γερμανική τάση και ο Μέγας Αλέξανδρος παίρνει την θέση που γνωρίζουμε σήμερα.

Στα πολύ ενδιαφέροντα Πρακτικά του συμποσίου εξετάζονται πολλοί ακόμη τομείς της σχέσης Γερμανίας - Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα. Από τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, πάντως, προκύπτει ανάγλυφη η εικόνα της ελληνικής διανόησης πού, σε μεγάλο βαθμό, αποδέχεται αβασάνιστα τις κατευθύνσεις της δυτικής ιστοριογραφίας και προσπαθεί να τις επιβάλει στον ελληνικό λαό. Η σύγκρουση των δυτικότροπων λογίων με την παράδοσή μας συνεχίστηκε σε όλο τον 19ο αιώνα και, με άλλες μορφές, συνεχίζεται μέχρι σήμερα...

 

Σχόλιο της ΟΟΔΕ:

 

Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η ιστορική βάση της Ρωμανίας, ως οργανικής συνέχειας της Ρωμαϊκης Αυτοκρατορίας δεν αναγνωρίστηκε τότε από τους Γερμανούς, όπως έγινε με την ελληνικότητα του Μ. Αλεξάνδρου και της Μακεδονίας. Πώς θα μπορούσε; Αφού οι Γερμανοί θεωρούσαν εαυτούς κληρονόμους της «Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους»; Το μόνο που μπορούσαν να πουν ήταν πως η Ρωμανία ήταν ένα «γραικικό» και «βυζαντινό» υποπαράγωγο της γνήσιας ρωμαϊκής. Και βεβαίως αυτή την άποψη υιοθέτησαν άκριτα οι κοραϊκοί/διαφωτιστές ιστορικοί. Μετά έρχονται οι σημερινοί ιδεολογικοί απόγονοι του Κοραή και των φίλων του, να μιλήσουν για την «σωτηρία του ελληνικού πολιτισμού». Οι δυτικοσπαρμένες και δυτικοθρεμμένες απόψεις, αρκετό κακό έκαναν στην πατρίδα μας. Οι ψευτοαρχαΐζοντες, οι ψευδοκλασσικιστές λόγιοι, όλοι αυτοί που με την άκριτη προσκόλλησή τους στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, κατάφεραν να θέσουν σε πρώτο πλάνο την καταγωγή του Γένους αποκλειστικά από τους αρχαίους Έλληνες, αλλά και αυτούς στρεβλά, όπως τους είχαν στο μυαλό τους οι δυτικοί. Το πρόβλημα βεβαίως δεν ήταν ο διαφωτισμός, ως πρόοδος των γραμμάτων και των επιστημών. Άλλωστε υπήρχαν και «παραδοσιακοί» Χριστιανοί διαφωτιστές σαν τον Ευγένιο Βούλγαρη. Το πρόβλημα ήταν με την δουλική αναπαραγωγή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, και αυτούσια μεταφορά της ιδεολογίας του στα ελληνικά δεδομένα με τα οποία καμία σχέση δεν είχε.

Δημιουργία αρχείου: 26-2-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 16-10-2011.