Ενας
από τους κορυφαίους ιστορικούς της εποχής μας, ο Πίτερ Μπράουν,
βρέθηκε πριν από δύο εβδομάδες στην Αθήνα, προσκεκλημένος της
Γενναδείου Bιβλιοθήκης, όπου τιμήθηκε για τη σημαντική προσφορά
του. O Mπράουν είναι ο άνθρωπος που καθιέρωσε την έννοια «ύστερη
αρχαιότητα», και που συνέδεσε αδιάσπαστα το όνομά του με τη
δημιουργία μιας νέας περιοχής ακαδημαϊκής έρευνας γι’ αυτήν την
κρίσιμη, και όμως παραμελημένη έως πρόσφατα, εποχή.
Εποχή του μεταιχμίου, με ασαφή χρονολογικά όρια –συνήθως
τοποθετείται ανάμεσα στον 3ο και τον 8ο αιώνα μ.Χ.– η ύστερη
αρχαιότητα καλύπτει τη διαδικασία μετεξέλιξης του αρχαίου
ελληνορωμαϊκού κόσμου σε μεσαιωνικό στη Δύση, σε βυζαντινό στην
Ανατολή και, αργότερα, και πιο νοτιο-ανατολικά, σε ισλαμικό. Ο
εκχριστιανισμός της αυτοκρατορίας, που ξεκίνησε με τον
«προσηλυτισμό» του Κωνσταντίνου, ήταν ένας από τους πιο
καθοριστικούς παράγοντες αυτής της μεταμόρφωσης. Πέρα από
ιστορική περίοδος, η ύστερη αρχαιότητα προκαλεί μια νέα
προσέγγιση, μια νέα μεθοδολογία που ενθαρρύνει τη
διεπιστημονικότητα ανάμεσα σε ποικίλες ειδικότητες από το χώρο
των κλασικών, των βυζαντινών, των δυτικών μεσαιωνικών και των
ισλαμικών σπουδών. Είναι παράλληλα και μια ερμηνευτική
έννοια-κλειδί για την κατανόηση μιας πλειάδας φαινομένων της
μεταβατικής αυτής εποχής, όπως η οργάνωση της χριστιανικής
εκκλησίας ή η σύνθεση του ρωμαϊκού δικαίου, που υπήρξαν κεντρικά
στη διαμόρφωση του σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού.
Το πρωτοπόρο συγγραφικό έργο και η χαρισματική διδασκαλία του
Πίτερ Μπράουν υπήρξαν καθοριστικά για την εντυπωσιακή άνθηση της
μελέτης της περιόδου, αλλά και για την κατεύθυνση που πήρε η
έρευνα, εμπνέοντας μιαν ολόκληρη γενιά νεότερων ιστορικών. Εκεί
που οι παλαιότεροι έβλεπαν μια σκοτεινή εποχή κρίσεων,
ασυνεχειών και παρακμής, ο Πίτερ Μπράουν τόνισε τη συνέχεια του
αστικού βίου, τη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων, την
πρωτοτυπία, την ποικιλότητα και τη φαντασία ενός κόσμου όπου
όλες οι πιθανότητες ήταν ανοιχτές. Εχει γράψει με ακαταμάχητο
τρόπο για μια εντυπωσιακή ποικιλία θεμάτων όπως η λατρεία των
αγίων, οι αντιλήψεις για το σώμα, η ρητορική και η κοινωνική
ισχύς, η σεξουαλικότητα και, φυσικά, η επικράτηση του
Χριστιανισμού.
Μια απόφαση που άλλαξε τον κόσμο
— Πώς η απόφαση ενός ανθρώπου, του Κωνσταντίνου, να καθιερώσει
τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους,
άλλαξε τον κόσμο;
— Αν είχα μια μηχανή του χρόνου που θα μπορούσε να με οδηγήσει
πίσω στο έτος 312 μ.Χ., δεν θα ρωτούσα τον Κωνσταντίνο αν έγινε
όντως χριστιανός ή γιατί έγινε χριστιανός. Αυτό μας το λέει,
μέσα από τις ιστορικές πηγές, και όπως ισχύει για όλους τους
πολιτικούς όταν μιλούν δημοσίως, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τον
πιστέψουμε. Αυτό όμως που θα του ζητούσα το 312 είναι η πρόβλεψή
του για το μέλλον, τριάντα χρόνια μετά, εξήντα χρόνια μετά. Αυτό
είναι κάτι το οποίο οι ιστορικοί δεν το μαθαίνουν ποτέ. Πρέπει
να δουλέψουν πολύ σκληρά για να διακρίνουν την αίσθηση του
μέλλοντος που έχουν αυτοί που συμμετέχουν στην Ιστορία, και
νομίζω ότι το ζήτημα του προσηλυτισμού του Κωνσταντίνου είναι
κεφαλαιώδους σημασίας. Ομως δεν ξέρουμε! Και εδώ πρέπει να κάνει
κανείς τη δική του εκτίμηση των δυνάμεων που ήταν διαθέσιμες
στον Κωνσταντίνο, των όσων θα μπορούσε να προβλέψει, των όσων θα
του ήταν αδύνατον να προβλέψει... Νομίζω ότι εκείνο που δεν
προέβλεψε ήταν η ανάδυση χριστιανικής ηγεσίας μέσα από την
ανώτερη τάξη. Αν είχε την δυνατότητα να προβλέψει τον Αμβρόσιο
και τον Βασίλειο Καισαρείας, ίσως ποτέ του να μην είχε γίνει
χριστιανός.
Η χρεοκοπία του παγανισμού
— Ποιος λοιπόν ήταν ο λόγος που ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να
προχωρήσει σε αυτήν την αλλαγή;
— Μια πολύ πραγματική αίσθηση, νομίζω, μιας κάποιας χρεοκοπίας
του παραδοσιακού παγανισμού – και εδώ θεωρώ ότι η αναλογία με
τον Γκορμπατσόφ είναι προφανής. Στην εποχή μας γνωρίζουμε ότι
ένα άτομο μπορεί να πάρει αποφάσεις που προκαλούν την κατάρρευση
ενός ολόκληρου συστήματος, και κατόπιν χρειάζεται μεγάλη
προσπάθεια για την όποια επανόρθωσή του. Αυτή η αίσθηση –που
έχει ο Κωνσταντίνος και όχι απαραίτητα όλοι οι άλλοι– της
χρεοκοπίας του παγανισμού είναι η αίσθηση ενός κόσμου που
γίνεται όλο και περισσότερο, όχι μονοθεϊστικός αλλά μονολατρικός.
Είναι ένας κόσμος που αναζητά ισχυρούς θεούς-προστάτες, που να
βρίσκονται πάντα δίπλα στους πιστούς τους. Θα μπορούσαμε να τους
ονομάσουμε θεούς-πυρηνικές βόμβες σε αντιδιαστολή με τους
κοινούς θεούς-συμβατικά όπλα. Ο Κωνσταντίνος θέλει ακριβώς αυτό.
Εχει μια γνήσια αίσθηση του τι σημαίνει να είναι δεμένος κανείς
με έναν θεό. Τον αποκαλεί ύψιστο θεό. Υψιστος θεός δεν σημαίνει
ότι πιστεύει πως δεν υπάρχουν και άλλοι θεοί: απλώς ο δικός του
είναι ο ανώτερος όλων. Επίσης ο Κωνσταντίνος έχει την ετοιμότητα
κάθε Ρωμαίου της περιόδου να προσφέρει σημαντικά προνόμια και
μεγάλη υποστήριξη σε όσους λατρεύουν τον θεό του. Αυτά ήταν τα
γεγονότα που συνέβησαν, και νομίζω ότι ήταν ακριβώς αυτά όσα
θεώρησε ότι έπρεπε να κάνει. Είμαστε εμείς, οι άνθρωποι της
σύγχρονης εποχής, που κοιτάζουμε πίσω και ρωτάμε γιατί δεν έκανε
κάτι άλλο. Αλλά αυτό είναι σαν να ζητάς από τον Γκορμπατσόφ να
είχε προβλέψει.
Μακρόχρονες διαδικασίες
— Η ύστερη αρχαιότητα έχει προοδεύσει πολύ από τη δεκαετία του
’70, όταν εσείς μόνος προωθούσατε την χρήση του όρου. Τώρα πια
παντού ακούμε για την ύστερη αρχαιότητα. Πώς βλέπετε αυτήν την
εξέλιξη;
— Νομίζω ότι η εξέλιξη οφείλεται εν μέρει στο ότι εμείς, η
σημερινή ακαδημαϊκή κοινότητα, αισθανόμαστε μεγαλύτερη συμπάθεια
για τις εποχές που ακολουθούν τις «κλασικές» περιόδους. Εγώ,
πάντως, είμαι πάντοτε πολύ ευαίσθητος σε θέματα αλλαγής και
διεργασίας. Υπάρχουν δύο παρατάξεις στους ειδικούς που εξετάζουν
κοινωνίες του απώτατου παρελθόντος. Οι μεν μοιάζουν με εκείνους
που θαυμάζουν αριστουργήματα της τέχνης, και τα θαυμάζουν για
αυτό που είναι. Οι άλλοι, σαν και εμένα, δεν ενδιαφέρονται απλώς
για μοναδικές στιγμές μεγαλείου, αλλά κυρίως για τις μακρόχρονες
διεργασίες μέσω των οποίων ένα πράγμα μετατρέπεται σε κάτι άλλο.
Γνωρίσαμε στην εποχή μας αλλαγές τόσο μεγάλες που είναι πολύ
δύσκολο να περιγραφούν με λίγες απλώς λέξεις – με λίγους απλώς
όρους. Εχουμε, νομίζω, εγκαταλείψει την έννοια της προόδου, και
έχουμε επίσης εγκαταλείψει –και αυτό είναι εξίσου σημαντικό– την
έννοια της παρακμής. Η μελέτη της ύστερης αρχαιότητας είναι σε
μεγάλο βαθμό η μελέτη των 300 χρόνων κατά τους οποίους ένας
προϋπάρχων πολιτισμός, που θεωρεί τον εαυτό του ριζωμένο στο
παρελθόν της κλασικής αρχαιότητας, αλλάζει παρόλα αυτά. Και
βρήκα, βεβαίως, ότι οι εσωτερικές αλλαγές, οι τρόποι με τους
οποίους οι κορμοί των ιδεών που ξεκινούν από τον Πλάτωνα και τον
Αριστοτέλη αποκτούν νέες σημασίες –απρόβλεπτες νέες σημασίες–
λειτουργούν σχεδόν όπως το γονιδίωμα. Οι μικρές αυτές αλλαγές
ερμηνείας, που μοιάζουν να είναι αντίθετες με την αρχική
σύλληψη, δημιουργούν νέους πνευματικούς σχηματισμούς,
προσαρμόζονται σε νέες ανάγκες, σε νέες πνευματικές προκλήσεις.
Αν κάποιος μου ζητούσε έναν σύντομο ορισμό της ύστερης
αρχαιότητας, θα του έλεγα: η συνέχεια της ζωής του αρχαίου
κόσμου μέσα σε νέες συνθήκες, με τη συνεχή δημιουργία νέων
συγκυριών και προκλήσεων.
— Πότε λοιπόν ξεκινά αυτή η περίοδος των αλλαγών και πότε
τελειώνει; Και ποια η διαφοροποίηση ως προς αυτό μεταξύ Ανατολής
και Δύσης;
— Θεωρώ ότι εδώ δεν πρέπει να γενικεύει κανείς, και, πάνω απ’
όλα, δεν πρέπει να γενικεύει γεωγραφικά. Ο κόσμος της ύστερης
αρχαιότητας είχε τόσες περιοχές όσα περίπου κράτη η σημερινή
Ευρωπαϊκή Ενωση, και ακόμη περισσότερες. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
πράγματι δημιούργησε έναν παγκόσμιο πολιτισμό. Υπήρξε λοιπόν
μεγάλη ενότητα αλλά και σημαντική διαφοροποίηση μέσα στην
ενότητα αυτήν. Πάντως, στη λατινική –ρωμαϊκή κατά κύριο λόγο–
Δύση έχουμε μια πολύ συντομότερη άνθηση της ύστερης αρχαιότητας,
κυρίως επειδή ο αστικός πολιτισμός –ο πολιτισμός του αρχαίου
άστεως– είναι λιγότερο ισχυρός. Είναι σαφώς η μοίρα των πόλεων
αυτή που καθορίζει τη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας, αν και
στη Δύση κατά κάποιον τρόπο ορισμένες δομές επιβιώνουν για ένα
μακρό χρονικό διάστημα μετά την καταστροφή των υποδομών τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δομές της χριστιανικής εκκλησίας,
τις οποίες υιοθετεί ο λατινικός μεσαίωνας. Οταν στρεφόμαστε στον
ελληνικό κόσμο, στις περιοχές της σύγχρονης Ελλάδος, στα
Βαλκάνια και πάνω απ’ όλα στη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή,
βρίσκουμε έναν πολιτισμό ριζωμένο πολύ πιο στέρεα στην αστική
υποδομή της αρχαιότητας, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει εκεί
μια αληθινή συνέχεια στα χαρακτηριστικά της ύστερης αρχαιότητας:
χαρακτηριστικά του αστικού βίου, χαρακτηριστικά του ιδιωτικού
βίου, που διατηρούνται. Σε ορισμένες περιοχές ακόμη και η
ισλαμική κατάκτηση δεν είναι κάτι το σημαντικό. Η ζωή
συνεχίζεται.
Η ζωή των κοσμικών
— Υπάρχει μια πόλη που επιβίωσε για πολύ μακρύτερο χρονικό
διάστημα, διατηρώντας ορισμένα χαρακτηριστικά της ύστερης
αρχαιότητας. Εννοώ την αυτοκρατορική πρωτεύουσα της Ανατολής,
την Κωνσταντινούπολη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η βυζαντινή
περίοδος είναι μια μετα-ύστερη αρχαιότητα περισσότερο απ’ ό,τι ο
δυτικός μεσαίωνας;
— Ο τρόπος για να γίνει κατανοητό αυτό δεν είναι να εξετάσει
κανείς την πολιτική ιστορία, αλλά θέματα όπως αυτά με τα οποία
ασχολείσθε εσείς, τα ονειροκριτικά, την αντιμετώπιση του φυσικού
κόσμου. Πρόκειται για έναν κόσμο όπου για παράδειγμα η
αστρονομία και η αστρολογία διατηρούν απολύτως την αρχαία τους
μορφή, όπου οι ρωμαϊκές τελετουργίες που συνδέονται με την
αυτοκρατορική αυλή –ας πούμε τα Βρουμάλια– εξακολουθούν να
τελούνται στην Κωνσταντινούπολη. Τείνουμε να θεωρούμε ότι η
εποχή κυριαρχείται από την επικράτηση της χριστιανικής
εκκλησίας. Αλλά εξίσου σημαντική είναι η ζωή των καθημερινών
ανθρώπων, η ζωή των κοσμικών, και εδώ η έννοια της ύστερης
αρχαιότητας είναι χρήσιμη διότι μας δίνει την αίσθηση μιας
κοινωνίας που διατηρεί τις ρίζες της στο αρχαίο της παρελθόν. Μα
πάντοτε οι κοσμικοί αυτοί με ενδιέφεραν.
— Είναι πραγματικά ενδιαφέρον να το επισημαίνετε αυτό εσείς, ο
οποίος με ένα άρθρο-σταθμό αναλύσατε το φαινόμενο του «ιερού
άνδρα», του χριστιανού αγίου που αντικατέστησε τον ήρωα της
αρχαίας πόλης και έγινε το επίκεντρο του αστικού βίου στην
ύστερη αρχαιότητα. Πρόκειται για μορφή εμβληματική που
καταδεικνύει ουσιαστικά μια μετατόπιση από έναν ειδωλολατρικό σε
έναν χριστιανικό τρόπο ζωής.
— Νομίζω ότι αυτό ισχύει απολύτως, και είναι μια πτυχή της
ύστερης αρχαιότητας που, για να είμαι ειλικρινής, δεν έχει γίνει
πλήρως κατανοητή. Μια σημαντική προέκταση του θέματος είναι ο
ρόλος που ο «ιερός άνδρας» έπαιξε ως ένα σημείο έντονης
ιερότητας σε μια κοινωνία που διατήρησε πολύ δυνατές κοσμικές
–μη θρησκευτικές– καταβολές. Οπότε, ξανακοιτάζοντας το έργο μου,
θα τόνιζα σήμερα πολύ πιο έντονα τον τρόπο με τον οποίο
εδραιώθηκε ένα είδος σταθερής ισορροπίας –σχεδόν ένα πρωτόκολλο
συνεργασίας– ανάμεσα στην υψηλή ιερότητα των ολίγων και τη
συντήρηση ενός πολύ πρακτικού και προσγειωμένου κοσμικού βίου
στην πλειοψηφία. Διότι, όταν κάνουμε μια αμιγώς θρησκευτική
προσέγγιση της ιστορίας της περιόδου, συχνά ξεχνούμε ότι η
Κωνσταντινούπολη παραμένει το απόλυτο μοντέλο για το κοσμικό
δίκαιο – τον τρόπο που οργανώνεται μια κοινωνία. Το ρωμαϊκό
δίκαιο δεν οφείλει στην πραγματικότητα τίποτε στη Ρώμη, ενώ
οφείλει τα πάντα στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό είναι ένα από τα
μεγάλα παράδοξα της ευρωπαϊκής ιστορίας, ότι δηλαδή αυτό που
υιοθετήθηκε ως ρωμαϊκό, είναι μεν ρωμαϊκό, αλλά ανατολικό
ρωμαϊκό, δηλαδή βυζαντινό.
Υπονόμευση των βεβαιοτήτων
— Υπάρχει στη σύγχρονη Ελλάδα, μια αρκετά περιθωριακή άποψη, που
όμως κερδίζει διαρκώς οπαδούς και προβάλει μια συντηρητική και
εθνοκεντρική αντίληψη της αρχαιότητας. Σε έναν νεο-παγανιστικό
ιστότοπο μάλιστα συνάντησα και παραπομπή σε έργο σας ως απόδειξη
ότι υπήρξε κατά την ύστερη αρχαιότητα ένας απηνής και
συστηματικός διωγμός των εθνικών από τους χριστιανούς. Και οι
χριστιανοί σύμφωνα με την αντίληψη αυτήν είναι οι κακοί που
αφάνισαν τους Ελληνες εθνικούς, μοναδικούς κληρονόμους του
πολιτισμού.
— Τι μπορεί να απαντήσει κανείς; Μεγάλωσα και εγώ σε μια μικρή
χώρα –στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας– μια χώρα που βρισκόταν
παγιδευμένη στη μέγγενη θανάσιμων βεβαιοτήτων – θανάσιμων
κυριολεκτικώς. Και αισθανόμουν πάντοτε ότι το καθήκον του
ιστορικού ήταν να υπενθυμίζει στους ανθρώπους ότι ζουν σε έναν
κόσμο ο οποίος είναι πολύ πιο πλούσιος από ό,τι θα μπορούσαν να
φαντασθούν, και ότι η μελέτη του παρελθόντος είναι απλώς ένας
τρόπος να υπενθυμίζουν στους εαυτούς τους τον πλούτο και την
ποικιλότητα του κόσμου στον οποίο ζουν. Και δεν εννοώ την
ποικιλότητα ως μιαν αντίληψη ιδεολογική. Νομίζω ότι ο ιστορικός
πρέπει να είναι πάντοτε ο υπονομευτής των ανώριμων βεβαιοτήτων
και η μέθοδος του ιστορικού είναι να χρησιμοποιεί το παρελθόν.
Αν ήμουν δημοσιογράφος θα το έκανα με άλλον τρόπο, αλλά πάντοτε
θα υπενθύμιζα στους ανθρώπους ότι ο κόσμος είναι μεγαλύτερος και
ότι αυτό είναι ουσιωδώς καλό. Είναι ένας κόσμος εν δυνάμει
γονιμότερος: υπάρχουν εμπειρίες, καταστάσεις, που δεν έχουμε
φανταστεί, που δεν μας έχουν ενθαρρύνει να φανταστούμε... Κατ’
αυτήν λοιπόν την έννοια, το να ασχοληθεί κανείς με μιαν εποχή η
οποία είχε εξαιρεθεί, η οποία είχε παραμερισθεί, μπορεί, νομίζω
να φέρει έναν απρόσμενο πλούτο στην εποχή μας.
Γράφοντας αλλάζεις τη φαντασία των ανθρώπων
— Θα ήθελα να ρωτήσω αν ο ιστορικός του απώτερου παρελθόντος
έχει να προσφέρει κάτι πιο απτό στην κατανόηση του παρόντος.
Εχει, λ.χ., ο ιστορικός της ύστερης αρχαιότητας, εποχής της
πρώτης παγκοσμιοποίησης, να προσφέρει κάτι στην κατανόηση της
παγκοσμιοποίησης σήμερα;
— Εχει, αρκεί να μην το κάνει με υπερβολικά άμεσο τρόπο, διότι
όταν ζητάς από τον ιστορικό να σχολιάσει το παρόν, συχνά του
ζητάς να συγκρουσθεί με τις αντιλήψεις σου πριν ακόμη εκφράσει
την ιστορική του άποψη. Θεωρώ ότι αυτό που πάντοτε προσφέρει ο
ιστορικός είναι δροσερό νερό – απλώς δροσερό νερό.
— Το δικό σας είδος ιστορίας βρίσκεται μακριά από την
παραδοσιακή αφηγηματική ιστορία των γεγονότων, αλλά διατηρεί
μιαν υψηλή αφηγηματική ποιότητα· έναν εξαιρετικά προσωπικό και
ελκυστικό τρόπο γραφής που βρίσκεται πολύ κοντά στη λογοτεχνία.
Πόσο σημαντική είναι η γραφή για την ιστορία;
— Θεωρώ τον εαυτό μου άνεργο συγγραφέα που αναγκάστηκε να βρει
δουλειά στο πανεπιστήμιο και πάντοτε θεωρούσα το γράψιμο ως το
ουσιαστικό μου καθήκον. Διότι μόνο γράφοντας μπορείς να αλλάξεις
τη φαντασία των ανθρώπων, και μόνο αλλάζοντας τη φαντασία των
ανθρώπων μπορείς να τους εμπλουτίσεις και να τους αλλάξεις
πραγματικά. Ετσι, ο πρωταρχικός, ο απολύτως πρωταρχικός μου
στόχος είναι να γράφω με τέτοιον τρόπο, ώστε, όταν ο αναγνώστης
τελειώσει ένα βιβλίο μου, να αισθανθεί ότι διάβασε ένα καλό
μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα που έχει κάτι να σου πει.
— Και το έχετε πετύχει, αλλάξατε τον τρόπο που βλέπουμε το
παρελθόν. Σας ευχαριστώ θερμά γι’ αυτή τη συνέντευξη.
— Εγώ σας ευχαριστώ.
Από το Δουβλίνο στο Χαρτούμ και στο Πρίνστον
Ο Πίτερ Μπράουν γεννήθηκε στο Δουβλίνο, το 1935, από
Προτεστάντες γονείς. Μέρος της παιδικής του ηλικίας πέρασε στο
Χαρτούμ, ενώ τις σπουδές του έκανε στην Οξφόρδη. Δίδαξε στην
Οξφόρδη και στα Πανεπιστήμια του Λονδίνου και του Μπέρκλεϊ, ενώ
από το 1986 είναι καθηγητής στο Πρίνστον. Στα ελληνικά
κυκλοφορούν μόνο τρία από τα βιβλία του:
-Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., μετ. Ε.
Στάμπογλη, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1998.
-Η κοινωνία και το Αγιο στην ύστερη αρχαιότητα, μετ. Α.
Παπαθανασοπούλου, εκδ. Αρτος Ζωής, 2000.
-Η δημιουργία της ύστερης αρχαιότητας, μετ. Θ. Νικολαΐδης, εκδ.
Εστία, 2001. |