Α'
Κατά την πρόσφατη «ειρηνική» επίσκεψη του
νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο κρίθηκε σκόπιμο να επιβεβαιωθεί, για άλλη μια φορά,
η ανάγκη τηρήσεως όλων των Ορων της Πατριαρχικής και Συνοδικής
Πράξεως του 1928, πράγμα που είχε ήδη αποφασίσει η Ιεραρχία της
Εκκλησίας της Ελλάδος τον Μάιο του 2004 μετά την πολύμηνη και
σοβαρή, ως μη όφειλε, κρίση στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών.
Μεταξύ των συμφωνηθέντων καταλέγεται και η ανάληψη της
υποχρεώσεως για την τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτη της
Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος, το γε νυν έχον τουλάχιστον,
είναι νόμος του ελληνικού κράτους, προκειμένου να εναρμονισθεί
με τους Ορους που διαλαμβάνονται στην εν λόγω Πράξη.
Στο «Πρακτικό Συμφωνίας», τέλος, που συντάχθηκε και υπογράφηκε
έπειτα από τις διμερείς συνομιλίες, το οποίο δημοσιεύθηκε ήδη
και στο επίσημο όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ρητώς
αναφέρεται ότι τα «συμφωνηθέντα τυγχάνουν επ' αναφορά προς τας
Ιεράς Συνόδους των δύο Εκκλησιών».
Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι, δεδομένης και της βασικής
υποσχέσεως του νέου Αρχιεπισκόπου να σεβασθεί απολύτως το
συνοδικό σύστημα, τα ζητήματα αυτά θα απασχολήσουν προσεχώς την
Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κρίνεται, λοιπόν, σκόπιμο,
εγκαίρως και, όπως ευελπιστώ, εγκύρως, να ενημερωθεί ο
ενδιαφερόμενος αναγνώστης για το όλο πρόβλημα που ασφαλώς
συνάπτεται αμέσως και ευθέως με το γενικότερο και χρόνιο ζήτημα
των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με την ελληνική πολιτεία.
Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν προέκυψε, βεβαίως, από το πουθενά. Οι
εκκλησιαστικές επαρχίες της ελληνικής επικράτειας ανήκαν πολλούς
αιώνες πριν από την έναρξη του αγώνα για την απελευθέρωση από
την οθωμανική κυριαρχία στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως,
όπως άλλωστε όλος ο ευρύτερος γεωγραφικός χώρος, με βάση τη
διάκριση του τότε γνωστού κόσμου στις εκκλησιαστικές
δικαιοδοσίες των τεσσάρων πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής.
Η έκρηξη της Επαναστάσεως του 1821 έκοψε τις σχέσεις των
επαναστατημένων επαρχιών με τη Μεγάλη Εκκλησία της
Κωνσταντινουπόλεως. Η δολοφονία του Καποδίστρια, στη συνέχεια,
έκοψε το νήμα της ζωής του πρώτου κυβερνήτη της ελεύθερης
Ελλάδας, αλλά και το νήμα των επαφών που είχε ο ίδιος
δρομολογήσει με το Πατριαρχείο προκειμένου να τακτοποιηθούν τα
εκκλησιαστικά πράγματα και να αποκατασταθούν οι σχέσεις του
νεοπαγούς ελληνικού κράτους με τον Οικουμενικό Θρόνο.
Η έλευση του Οθωνα και της βαυαρικής αντιβασιλείας οδήγησε,
ατυχώς, το 1833, στην «αυτογνώμονα», αντικανονική και
πραξικοπηματική ανακήρυξη «Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος».
Η Εκκλησία αυτή, αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη, διατηρούσε μόνο τη
δογματική ενότητα με τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες, είχε κατά το
διοικητικό μέρος ως αρχηγό της τον βασιλέα, παρ' ότι ήταν
ρωμαιοκαθολικός, και διοικείτο από πενταμελή Διαρκή Σύνοδο, τα
μέλη της οποίας διορίζονταν από τη βασιλική κυβέρνηση!
Η «Διακήρυξη περί της Ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας» του
1833 συνιστά χωρίς αμφιβολία μνημείο απροκάλυπτης επεμβάσεως του
πολιτειακού νομοθέτη στα εσωτερικά της Εκκλησίας, την οποία
κατέστησε κυριολεκτικώς υποτελή στην κρατική εξουσία. Θα ήταν
όμως υπερβολή και αδικία αν θεωρούσαμε τον προτεστάντη Μάουρερ
και κατ' επέκταση τη βαυαρική Αντιβασιλεία ως τους αποκλειστικώς
υπευθύνους της διοικητικής αποκοπής της Εκκλησίας της Ελλάδος
από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Υπήρχε ένα ώριμο κλίμα, που οδηγούσε με μια ιστορική νομοτέλεια
προς το αποτέλεσμα αυτό. Ηδη από την έναρξη του αγώνα της
Ανεξαρτησίας υποστηριζόταν ευρέως ότι μια ανεξάρτητη Ελλάδα
έπρεπε να παύσει να έχει εξάρτηση από το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως, ακριβώς επειδή τούτο βρισκόταν σε εξάρτηση
από τον Σουλτάνο. Κατά την έκφραση του Θεόκλητου Φαρμακίδη,
λόγιου κληρικού και θεολόγου, που πρωτοστατούσε στην υποστήριξη
της απόψεως αυτής, χωρίς ανεξάρτητη Εκκλησία, η κρατική
ανεξαρτησία θα ήταν «ατελής σε μία ουσιαστική περιοχή της».
Ετσι ή αλλιώς, το Πατριαρχείο δεν αναγνώρισε ποτέ αυτή την
Εκκλησία. Επειτα από πολυετείς και πολύμοχθες διαπραγματεύσεις,
δεκαεπτά χρόνια αργότερα, συγκλήθηκε τον Ιούνιο του 1850, από
τον Πατριάρχη Ανθιμο Δ', Μεγάλη Σύνοδος με τη συμμετοχή πέντε
πρώην Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και του Πατριάρχη
Ιεροσολύμων, η οποία ανακήρυξε κανονικώς αυτοκέφαλη την Εκκλησία
του μικρού και νεοπαγούς Βασιλείου της Ελλάδος.
Η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της (τότε) Ελλάδος με τον
Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο της 29ης Ιουνίου 1850, που
αποκατέστησε όχι μόνο τη δογματική, αλλά και την κανονική
ενότητα τόσο με το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και με όλες τις
άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, εκχωρήθηκε όμως εντός δεδομένων
εκκλησιολογικών πλαισίων και υπό συγκεκριμένους Ορους.
Θεμελιώδης Ορος του Τόμου είναι ότι η διοίκηση της Αυτοκέφαλης
Εκκλησίας της Ελλάδος θα ασκείται κατά τους ιερούς Κανόνες και
μάλιστα «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».
Η διοίκηση ανατίθεται εξάλλου σε «Σύνοδο Διαρκή» στην οποία θα
συμμετέχουν Αρχιερείς καλούμενοι αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία
της αρχιεροσύνης, με Πρόεδρο τον εκάστοτε Μητροπολίτη Αθηνών.
Συνεπώς, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του Τόμου, η
Εκκλησία της Ελλάδος δεν διαθέτει Πρώτον, αφού ως υπέρτατη
εκκλησιαστική αρχή ανακηρύσσεται η Σύνοδος, ο δε εκάστοτε
Μητροπολίτης Αθηνών ποιμαίνει την αντίστοιχη εκκλησιαστική
επαρχία και είναι απλώς Πρόεδρος της Συνόδου.
Β'
Ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος της 29ης
Ιουνίου 1850, με τον οποίο ανακηρύχθηκε κανονικώς αυτοκέφαλη η
Εκκλησία της (τότε) Ελλάδος, υπό τον όρο ότι η διοίκησή της θα
ασκείται κατά τους ιερούς Κανόνες και μάλιστα «ελευθέρως και
ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως», παραβιάσθηκε πολύ
γρήγορα από την Πολιτεία.
Η ελληνική Πολιτεία προτίμησε να συμμορφωθεί προς το Σύνταγμά
της, του 1844, το οποίο στο άρθρο 3 αναγνώριζε ήδη την Εκκλησία
της Ελλάδος ως αυτοκέφαλη και στο άρθρο 105 προέβλεπε την έκδοση
ειδικών νόμων για τη ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ετσι, το
1852, εκδόθηκαν δύο νόμοι, οι νόμοι Σ' και ΣΑ', που ουσιαστικώς
παγίωσαν, αν και σε πιο εκλεπτυσμένη μορφή, την πολιτειοκρατία
στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς, ανώτατη αρχή είναι πλέον η Ι.
Σύνοδος, που αποτελείται από πέντε Αρχιερείς, που καλούνται
αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης και με ενιαύσια
θητεία. Η κυβέρνηση έχει όμως το δικαίωμα να διατηρήσει δύο από
τους συνοδικούς και στην επόμενη συνοδική περίοδο, ενώ
καθοριστικός παραμένει ο ρόλος του Βασιλικού Επιτρόπου, χωρίς τη
συνυπογραφή του οποίου οποιαδήποτε πράξη της Συνόδου είναι
άκυρη.
Η εκλογή εξάλλου των Επισκόπων (σήμερα Μητροπολιτών) επαφίεται,
σε πρώτο στάδιο, στην Ι. Σύνοδο, που καταρτίζει όμως απλώς ένα
τριπρόσωπο δελτίο, από το οποίο την τελική επιλογή κάνει ο
Βασιλέας, επομένως η κυβέρνηση!
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν αντέδρασε και φαίνεται να
αρκέστηκε στις επουσιώδεις βελτιώσεις που επέφερε ο Καταστατικός
Νόμος του 1852. Δεν του το επέτρεπε ίσως η συγκυρία, καθώς ο
εθνοφυλετισμός, με τη δημιουργία της μιας μετά την άλλη των
«εθνικών» Ορθόδοξων Εκκλησιών, κατέτρωγε τις σάρκες Του και
αποδεκάτιζε το ποίμνιό Του.
Τελείως διαφορετικά θα ήταν ασφαλώς τα πράγματα, εάν ακριβώς
λόγω της απροσχημάτιστης παραβιάσεως των νωπών τότε ακόμη Ορων
ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε, τη
στιγμή εκείνη, απαιτήσει από την ελληνική Πολιτεία τον σεβασμό
του Τόμου ή είχε προχωρήσει στην ανάκλησή του.
Αντιθέτως, μάλιστα, αμέσως μετά την ένωση της Επτανήσου με την
Ελλάδα, το 1864, και στη συνέχεια αμέσως μετά την προσένωση της
Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου, το 1881, στην ελληνική
επικράτεια, με δύο Πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις, του 1866
και του 1882 αντιστοίχως, προχώρησε στην προσάρτηση των
αντίστοιχων εκκλησιαστικών επαρχιών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της
Ελλάδος.
Στην εισαγωγή μάλιστα της Πράξεως του 1882 γίνεται ρητή αναφορά
στην άποψη του Πατριάρχη Φωτίου, ότι «τα εκκλησιαστικά και
μάλιστά γε τα περί των ενοριών δίκαια, ταις πολιτικαίς
επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθεν».
Η ίδια πρακτική της προσενώσεως δηλ. των εκκλησιαστικών επαρχιών
στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, επρόκειτο να ακολουθηθεί
και για τις Νέες Χώρες, τις περιοχές που προσαρτήθηκαν στην
ελληνική επικράτεια μετά τους βαλκανικούς πολέμους και την
απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, των νησιών
του Αιγαίου και της Κρήτης, παρότι στην Κρήτη είχε δημιουργηθεί
από το 1900 μία ημιαυτόνομη Εκκλησία με Σύμβαση μεταξύ της
Κρητικής Πολιτείας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Και τούτο αποδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, τόσο από τη
σύνθεση της μεγάλης κληρικολαϊκής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής
που είχε συσταθεί επί κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου το 1914 όσο και
από το σχετικό σχέδιο καταστατικού νόμου που αυτή κατήρτισε,
όπου μεταξύ των πέντε Μητροπόλεων, στις οποίες προβλεπόταν να
διαιρεθεί η Εκκλησία της Ελλάδος, καταλέγονταν και οι
Μητροπόλεις Θεσσαλονίκης και Κρήτης.
Ο εθνικός διχασμός που ακολούθησε, οι διεθνείς συγκυρίες και
κυρίως η μικρασιατική καταστροφή του 1922 με τον συνακόλουθο
ξεριζωμό του μεγαλύτερου μέρους του ποιμνίου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου από τις πατρογονικές του εστίες, επηρέασαν
αποφασιστικώς τις εξελίξεις και στο θέμα των Μητροπόλεων των
Νέων Χωρών.
Μετά από μακρά συζήτηση, κατά την οποία προτάθηκαν ποικίλες
λύσεις, και επίπονες διαπραγματεύσεις τόσο με την ελληνική
Πολιτεία όσο και με την ελλαδική Εκκλησία, εκδόθηκε τελικώς η
Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928 με την
οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποδεχόμενο πρόταση του τότε
Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου [Παπαδοπούλου], ανέθεσε «επιτροπικώς»
και υπό δέκα ρητούς όρους τη διοίκηση των εκκλησιαστικών αυτών
επαρχιών στην Εκκλησία της Ελλάδος, πλην της Κρήτης, που
εξακολουθούσε να διατηρεί το έως τότε εκκλησιαστικό καθεστώς
της.
Η ελληνική πολιτεία, όμως, προέτρεξε και εξέδωσε, λίγο πριν, τον
Ιούλιο 1928, τον νόμο 3615, που ρύθμιζε ομολόγως το ζήτημα της
εκκλησιαστικής διοικήσεως των Νέων Χωρών, δεν περιλάμβανε όμως
όλους τους Ορους της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως, και
τούτο παρότι γνώριζε εν σχεδίω την εν λόγω Πράξη, η οποία έκανε
λόγο για κύρωσή της με νόμο.
Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκε ζήτημα διπλής αναγνώσεως του
εκκλησιαστικού καθεστώτος των Νέων Χωρών και τελικώς ζήτημα
ισχύος όλων των Ορων της Πράξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή
μόνον εκείνων του νόμου της ελληνικής Πολιτείας.
Ατυχώς, τούτο αποτέλεσε το πρόσχημα της μη εφαρμογής πολλών Ορων
της Πράξεως από την Εκκλησία της Ελλάδος για μεγάλα χρονικά
διαστήματα και της δημιουργίας, όχι άπαξ, σοβαρής κρίσεως μεταξύ
των δύο Εκκλησιών, η οποία έφθασε έως τις παρυφές του σχίσματος.
Τη διαπάλη μεταξύ κανονικότητας και νομιμότητας επέτεινε, όπως
θα καταδειχθεί στη συνέχεια, η αναφορά, για πρώτη φορά, των δύο
αυτών κανονιστικών κειμένων, του Τόπου και της Πράξεως, στο
κείμενο του Συντάγματος του 1975.
Γ΄- Δ΄
(τελευταίο)
Το Σύνταγμα της Ελλάδος ανέκαθεν αφιέρωνε ένα
άρθρο στην ειδική σχέση της Πολιτείας με την Ανατολική Ορθόδοξη
του Χριστού Εκκλησία, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει ως
«επικρατούσα».
Το κείμενο της σχετικής διατάξεως παρέμεινε αναλλοίωτο, από το
1844, σε όλα τα δημοκρατικά και δικτατορικά συνταγματικά κείμενα
που γνώρισε η χώρα μας και διασφάλιζε τη δογματική και κανονική
ενότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο
και τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Προσθέτως, η στερεότυπη αυτή διατύπωση διαλάμβανε ότι η Εκκλησία
της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλη και διοικείται από Σύνοδο
Αρχιερέων. Η εμμονή του συνταγματικού νομοθέτη στο αναλλοίωτο
της διατάξεως τον έκανε να λησμονήσει ότι από το 1844, στην
πορεία των ετών, και τα δύο αυτά σημεία είχαν μεταβληθεί.
Ο Τόμος του 1850 και η Πράξη του 1928 (βλ. αντιστοίχως «Το Βήμα
της Κυριακής», 27.7.2008, σ. Α 48 και 31.8.2008, σ. Α 58) είχαν
καθιδρύσει στην ελληνική επικράτεια ένα ιδιότυπο εκκλησιαστικό
καθεστώς. Ενα μέρος της, εκείνο που ανήκε στο τότε Βασίλειο της
Ελλάδος το έτος 1850, στο οποίο προστέθηκαν οι περιοχές της
Επτανήσου, της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου με τις Πράξεις
του 1866 και του 1882, αποτελούσε την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της
Ελλάδος και άλλο μέρος της, εκείνο των Νέων Χωρών, της Κρήτης,
του Αγίου Ορους και, μετά από την προσένωσή της στην Ελλάδα, της
Δωδεκανήσου, υπαγόταν εκκλησιαστικώς στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο.
Αλλά και στο θέμα της συνοδικής διοικήσεως, ανώτατη
εκκλησιαστική αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε αναγορευθεί,
με νόμο, από το 1923 η Ι. Σύνοδος της Ιεραρχίας, η οποία
αποτελείται από όλους τους εν ενεργεία Μητροπολίτες, εκ
παραλλήλου, από το 1925, με τη Διαρκή Ι. Σύνοδο, ως διαρκές
διοικητικό όργανο, που συγκροτείται σύμφωνα και με τους ορισμούς
της Πράξεως του 1928.
Η μεταπολίτευση και η κατάστρωση του νέου Συντάγματος, το 1975,
ήταν ασφαλώς η κατάλληλη ευκαιρία όχι απλώς μόνο για
αναδιατύπωση και διόρθωση, αλλά για ριζική αλλαγή των σχετικών
συνταγματικών διατάξεων. Ατυχώς, όχι μόνον η Πολιτεία, αλλά και
η Εκκλησία της Ελλάδος δεν βρέθηκε τη στιγμή εκείνη έτοιμη να
επιχειρήσει τολμηρά βήματα προς την πλήρη αυτοδιοίκησή της και
τον απεγκλωβισμό της από την πολιτική εξουσία.
Απλή σύγκριση των διατάξεων του άρθρου 3 του ισχύοντος
Συντάγματος 1975 με εκείνες των άρθρων 1 και 2 του Συντάγματος
1844 πείθει ότι ο πυρήνας παραμένει αναλλοίωτος. Στο στερεότυπο
κείμενο προστέθηκε μόνον η φράση: «... διοικείται υπό της Ιεράς
Συνόδου των εν ενεργεία Αρχιερέων και της εκ ταύτης προερχομένης
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, συγκροτουμένης ως ο Καταστατικός Χάρτης
της Εκκλησίας ορίζει, τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού
Τόμου της κθ' (29) Ιουνίου του έτους 1850 και της Συνοδικής
Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928».
Πρόθεση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη ήταν αναμφιβόλως να
αποκλείσει με τον τρόπο αυτό την επανάληψη της δημιουργίας «αριστίνδην»
Συνόδων, όπως είχε συμβεί, όχι για πρώτη βέβαια φορά, κατά τη
διάρκεια της πρόσφατης τότε επτάχρονης δικτατορίας των
συνταγματαρχών και την πραξικοπηματική άλωση της διοικήσεως της
Εκκλησίας.
Η διάταξη όμως αυτή έδωσε τη δυνατότητα, πάντως το άλλοθι, στο
Συμβούλιο της Επικρατείας να υποστηρίξει, με σειρά αποφάσεών του
έως και σήμερα, την άποψη πως με τον τρόπο αυτόν κατοχυρώνονταν
συνταγματικώς μόνον οι Οροι της Πατριαρχικής και Συνοδικής
Πράξεως του 1928, οι οποίοι αφορούσαν στη συγκρότηση της
Διαρκούς Συνόδου. Παρέβλεψε, όμως, η νομολογία. και ιδίως η
νοοτροπία αυτή, δύο σημαντικές σταθερές:
Η πρώτη, ότι τα κανονιστικά αυτά εκκλησιαστικά κείμενα, ο Τόμος
του 1850 και η Πράξη του 1928, ανεξαρτήτως της συνταγματικής ή
μη κατοχυρώσεώς τους, είναι, πρωτίστως, απολύτως δεσμευτικά
μεταξύ των Εκκλησιών και μόνον πλήρης και συνεπής εφαρμογή τους
συνεπάγεται εκκλησιολογική, δογματική και κανονική ενότητα της
Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις
λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Η δεύτερη, ότι τα κείμενα αυτά, ως εσωτερικό δίκαιο της
Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένα
με βάση το άρθρο 13 του Συντάγματος, που καθιδρύει τη
θρησκευτική ελευθερία, έκφανση της οποίας αποτελεί και το
δικαίωμα διοικήσεως κάθε θρησκευτικής κοινότητας, άρα και
εκείνης της «επικρατούσας» θρησκείας, με βάση το εσωτερικό της
δίκαιο.
Συνεπώς, για να επιστρέψουμε στην αφορμή των άρθρων αυτών, στο
«Πρακτικό Συμφωνίας» μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και
Εκκλησίας της Ελλάδος (βλ. «Το Βήμα της Κυριακής», 27.7.2008, σ.
Α 48), οι διατάξεις εκείνες του Καταστατικού Χάρτη που δεν
στοιχούνται με τους Ορους της Πράξεως του 1928 είναι
αντισυνταγματικές και άρα ανίσχυρες.
Ρηξικέλευθη πρωτοβουλία της Εκκλησίας θα ήταν να ζητήσει την
απάλειψη από το Σύνταγμα, σε προσεχή βέβαια πλέον αναθεώρηση,
τουλάχιστον της προσθήκης εκείνης στο άρθρο 3, που έγινε για
λόγους καιρικούς και δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα
επέλυσε.
Προϋπόθεση, όμως, για όλα αυτά είναι να ξεκαθαρίσει η ίδια η
διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος (άραγε, τι θα προτιμούσε το
ποίμνιο, αν ερωτάτο...) πώς βλέπει τις σχέσεις της με το
Οικουμενικό Πατριαρχείο στο μέλλον, αφού είναι γνωστό ότι στην
Ιεραρχία υπήρχαν ανέκαθεν και εξακολουθούν να υπάρχουν δύο
τάξεις: η μία επιθυμεί την εν καιρώ ταύτιση της δικαιοδοσίας της
Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος με τα όρια της ελληνικής
επικράτειας, η άλλη τη διατήρηση του σημερινού καθεστώτος, αν
όχι και επανυπαγωγή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος στο
Πατριαρχείο για ενδυνάμωσή του...
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
|