Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ιστορικά και Ορθοδοξία |
---|
2ο Μέρος: Ο Βιγιλάνδιος κατά του Μοναχισμού // 3ο Μέρος: Ο Eλβίδιος κατά μοναχών και κατά της αειπαρθενίας // 4ο Μέρος: Αέριος: Ο αντινηστευτής και αντεπίσκοπος μοναχός // 5ο Μέρος: Πώς στράφηκε ο Λούθηρος κατά του Μοναχισμού // 6ο Μέρος: Οι κακοδοξίες του Καλβίνου για τον Μοναχισμό
Εχθροί του Μοναχισμού Μέρος 1ο Ιοβινιανός: Ένας αρχαίος εχθρός του Μοναχισμού του Γεωργίου Φλωρόφσκυ Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard
Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 88-107). (Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6). |
Με το ξεκίνημα του οργανωμένου Μοναχισμού, δεν έλειψαν οι ακρότητες. Από τη μία μεριά υπήρχαν υπερβολές στην άσκηση, και από την άλλη μεριά, στο άλλο άκρο, εχθροί του Μοναχισμού σαν τον Ιοβινιανό. Το παρόν απόσπασμα από το σχετικό βιβλίο του π. Γ. Φλωρόφσκυ, μας μαθαίνει την ιστορία του Μοναχισμού σε αυτή τη δύσκολη περίοδο.
Η γνώση μας για τον Ιοβινιανό προέρχεται πρωτίστως από τον Άγ. Ιερώνυμο. Εκτός αυτού, έχουμε πληροφορίες γι' αυτόν από τον Άγ. Αυγουστίνο και από τις συνόδους στις οποίες οι ιδέες του καταδικάστηκαν. Ο περίφημος Ιουδαίος προσήλυτος David Mendel, που ονομάστηκε Neander (1789-1850) κατά τη μεταστροφή του στον Προτεσταντισμό, συνέκρινε τον Ιοβινιανό με το Λούθηρο γιατί και οι δύο αντέδρασαν στον ασκητισμό από την προσωπική τους εμπειρία μέσα στο μοναχισμό. Το έργο του Ιερωνύμου Adversus Jovinianum («Κατά Ιοβινιανού») είναι το εκτενέστερο από τα πολεμικά του έργα και από πολλές απόψεις το καλύτερο έργο του, παρ' όλο που κι' αυτό έχει την τυπική δηκτική γλώσσα και τη βίαιη εξύβριση που είναι τόσο χαρακτηριστική του αγ. Ιερωνύμου αναφέρει το έργο του Ιοβινιανού ως εμετό και ονομάζει τον Ιοβινιανό δούλο της διαφθοράς, βάρβαρο συγγραφέα, και Χριστιανό επικούρειο, ο οποίος αγαπά περισσότερο τη γη από τον ουρανό, την κακία από την αρετή, την κοιλιά του από το Χριστό. Ο Αγ. Ιερώνυμος τον επιτιμά γιατί άρχισε να ντύνεται πιο κομψά. Το βιβλίο επίσης είναι πολύ μέτριο στον όλο χειρισμό του θέματος. Εκείνο που το κάνει να είναι το καλύτερο έργο του είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιεί σ' αυτό τους εθνικούς κλασσικούς. Ο Αγ. Αυγουστίνος είναι πολύ πιο επιεικής ίσως πιο αντικειμενικός γιατί η κυριότερη του κριτική για τον Ιοβινιανό ως άτομο είναι ότι παρέσυρε πολλές Ρωμαίες μοναχές να παντρευθούν. Το έργο του Ιερωνύμου Adversus Jovinianum απέχει από του να είναι άψογο. Συχνά, όταν έχει ένα ουσιαστικό επιχείρημα από την Αγία Γραφή, το υπερτονίζει, το μεγαλοποιεί. Άλλες φορές, η εξήγηση του είναι λιγότερο επιτυχής. Φαίνεται ότι ο Ιοβινιανός έγραψε ένα βιβλίο, ίσως προ του 390, ενώ βρισκόταν στη Ρώμη, εναντίον του μοναχισμού. Το έργο δεν υπάρχει πια. Ο Ιοβινιανός ήταν μοναχός, και πιθανώτατα παρέμεινε μοναχός ως το θάνατο του, αν και με μια μάλλον ανορθόδοξη και ελεύθερη διάθεση. Ήδη το 390 αυτός μαζί με οκτώ συντρόφους του καταδικάστηκε από μια σύνοδο στη Ρώμη με πρόεδρο τον Πάπα Σιρίκιο, ο οποίος αντετίθετο με ζήλο στο γάμο των κληρικών και ήταν επίσης προσεκτικός για τις ακρότητες του μοναχισμού. Ο Ιοβινιανός τότε πήγε στο Μεδιόλανο (Μιλάνο) όπου συναντήθηκε με τον Άγ. Αμβρόσιο. Μπορεί να φαίνεται ότι έκανε μια ανόητη κίνηση ο Ιοβινιανός, γιατί ο Άγ. Αμβρόσιος ήταν ένας πιστός υποστηρικτής του ασκητισμού και της παρθενίας. Αλλά υπήρχαν στο Μεδιόλανο δυο μοναχοί, ο Sarmati και ο Barbatian, οι οποίοι είχαν παρόμοιες απόψεις με εκείνες του Ιοβινιανού. Υπάρχει ακόμα η πιθανότητα ότι ο Ιοβινιανός υπολόγιζε στα νέα γεγονότα τα σχετικά με τον Ευγένιο. Ο Ευγένιος ήταν καθηγητής της ρητορικής στη Ρώμη, και αργότερα πήρε μια θέση στην κυβέρνηση του Ουαλεντινιανού. Με το θάνατο του Ουαλεντινιανού, τα στρατεύματα του Arbogast ανακήρυξαν τον Ευγένιο νέο Αύγουστο. Αμέσως ο Ευγένιος έστειλε αγγελιαφόρους στο Θεοδόσιο που τον πληροφόρησαν για την ανακήρυξη του και επίσης τόνισαν ότι ο Arbogast δεν ευθυνόταν για το θάνατο του Ουαλεντινιανού. Ο Ευγένιος ταυτόχρονα επικοινώνησε με τον Άγ. Αμβρόσιο, τον οποίο γνώριζε, αλλά ο Άγ. Αμβρόσιος αρνήθηκε να απαντήσει. Ο Ευγένιος, ο «νέος Αύγουστος», ήταν Χριστιανός, Ρωμαίος στην καταγωγή. Ο Ευγένιος ζήτησε επίσης την υποστήριξη των επισκόπων της Γαλατίας. Ο Ευγένιος, αν και είχε ανακηρυχθεί Αύγουστος από τα στρατεύματα του, είχε ακόμα ανάγκη από την αναγνώριση του Θεοδοσίου. Αλλά ο Θεοδόσιος ανακήρυξε ως Αύγουστο της Ιταλίας τον ενιάχρονο γυιό του Ονώριο στις αρχές του 393. Ο Ευγένιος, ο οποίος διεκδικούσε ως δική του την Ιταλία, διέκοψε φανερά τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εκείνον ακριβώς τον καιρό ο Άγ. Αμβρόσιος ήταν απασχολημένος με την Τρίτη Σύνοδο του Μεδιολάνου. Στα τέλη του 392 ο Πάπας Σιρίκιος είχε στείλει τρεις Ρωμαίους ιερείς στον Αγ. Αμβρόσιο στο Μεδιόλανο να τον πληροφορήσουν (Patrologia Latina 13,1171) ότι ο Ιοβινιανός και οκτώ σύντροφοι του είχαν καταδικαστεί ως αιρετικοί. Ο Ιοβινιανός αναφέρεται ως «ψευδομοναχός», που δίδασκε ότι η ισότητα του βαπτίσματος έδινε ίση «άξια» σε όλους τους βαπτισμένους, ότι η νηστεία ή το φαγοπότι ήταν ένα θέμα τελείως αδιάφορο. Μια τέτοια διδασκαλία, φυσικά, ήταν ανοιχτός πόλεμος εναντίον κάθε ασκητισμού. Ο Αγ. Αμβρόσιος δίνει μερικές λεπτομέρειες για την καταδίκη του Ιοβινιανού στο Μεδιόλανο (Patrologia Latina 16,1125). «Πόσο μεγάλη είναι η παραφροσύνη των θλιβερών ύλακών τους, ώστε τα ίδια πρόσωπα να λένε ότι ο Χριστός δεν μπορούσε να γεννηθεί από Παρθένο, και όμως να ισχυρίζονται ότι οι γυναίκες, αφού γεννήσουν σύμφωνα με τους ανθρώπινους όρους, παραμένουν παρθένες; Δίνει ο Χριστός στους άλλους ό,τι -όπως αυτοί ισχυρίζονται- δεν θα μπορούσε να δώσει στον εαυτό του; Αλλά αυτός, αν και ανέλαβε τη σάρκα μας, αν και έγινε άνθρωπος για να μπορέσει να λυτρώσει τον άνθρωπο και να τον ανακαλέσει από το θάνατο, ακόμα, επειδή ήταν Θεός, ήρθε πάνω στη γη μ' έναν ασυνήθιστο τρόπο, ώστε, όπως αυτός είπε: 'ιδού, καινά ποιώ πάντα' (Αποκ. 21,5), έτσι επίσης μπόρεσε να γεννηθεί από μιαν άσπιλη Παρθένο, και να πιστευθεί ότι είναι, όπως γράφτηκε (στην Παλιά Διαθήκη), 'ο Θεός μεθ' ημών'. Αλλά αυτοί από τους δικούς τους διεφθαρμένους τρόπους παρακινήθηκαν να λένε, Ήταν παρθένος όταν συνέλαβε, αλλά δεν ήταν παρθένος όταν γέννησε'. Θα μπορούσε, λοιπόν, να συλλάβει ως παρθένος, και δεν θα μπορούσε να γεννήσει ως παρθένος, αφού η σύλληψη προηγείται πάντα και η γέννηση ακολουθεί;». «Αλλά τι είναι αυτή η 'πύλη του ιερού', εκείνη 'η εξωτερική πύλη που κοιτάζει προς Ανατολάς, που παραμένει κλειστή και κανένας άνθρωπος', λέγεται, 'δεν θα την περάσει παρά μόνο ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ; δεν είναι η Μαρία αυτή η πύλη, δια της οποίας ο Σωτήρας εισήλθε στον κόσμο; Αυτή είναι η πύλη της δικαιοσύνης, όπως είπε ο ίδιος, Είναι πρέπον σε μας να πληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη' (Ματθαίος 3,15). Η Ευλογημένη Μαρία είναι η πύλη για την οποία γράφτηκε ότι 'ο Κύριος διήλθε δι' αυτής, γι' αυτό αυτή πρέπει να κλειστεί μετά τη γέννηση, γιατί αυτή και συνέλαβε και γέννησε ως παρθένος». Το άμεσο αποτέλεσμα της διδασκαλίας του Ιοβινιανού ήταν η αποσκίρτηση των μοναχών, ανδρών και γυναικών, στη Ρώμη, οι οποίοι αποκήρυξαν τους όρκους τους και παντρέφτηκαν, κατά παρόμοιο τρόπο με ό,τι έγινε στη Βιττεμβέργη κάτω από την επίδραση του Carlstadt και ενώ ο Λούθηρος εκρατείο κάτω από την προστατευτική φρουρά του Φρειδερίκου. Ο Λούθηρος, όταν πρωτοάκουσε ότι οι μοναχοί και οι μοναχές αποκήρυτταν τους όρκους τους, στενοχωρήθηκε. Αμέσως τότε μελέτησε την Αγία Γραφή και έβγαλε το συμπέρασμα ότι τέτοιοι όρκοι δεν ήταν Βιβλικοί και γι' αυτό ενέκρινε την αποκήρυξη των όρκων. Η πρώτη του, όμως, αντίδραση ήταν ενδιαφέρουσα. Ήταν αυτή η αποκήρυξη των όρκων που στενοχώρησε τον Άγ. Αυγουστίνο. Στο βιβλίο του De Haeresibus (82) ο Άγ. Αυγουστίνος γράφει: «ita ut quaedam virgines sacrae provectae jam aetatis in urbe Roma ubi haec docebat e audit nupisse dicantur»1. Ο Αγ. Αυγουστίνος γράφει κατά παρόμοιο τρόπο στο βιβλίο Retractationes (2,48): «tantum valuit in urbe Romana ut nonnullas etiam sanctimoniales de quarum impudicitia suspici nulla praecesserat, deiecisse in nuptias diceretur, hoc maxime argument cum eas argueret dicens: Tu erg melior quam Sarra, melior quam Susanna sive Anna … . Hoc mod etiam vizorum sanctorum sanctum caelibatum commemoratione patrum coniugatorum et comparatione frangebat».2 Ο Αγ. Αμβρόσιος ενδιαφερόταν, πράγματι, πολύ για τους όρκους του Ιοβινιανού. Παρά το γεγονός ότι ο Πάπας Σιρίκιος έστειλε κοινοποίηση του αφορισμού του Ιοβινιανού και των οκτώ συντρόφων του, ο Άγ. Αμβρόσιος θεωρησε το θέμα αρκετά σοβαρό για να συγκαλέσει τη δική του σύνοδο. Ήθελε, προφανώς, να σταματήσει την εξάπλωση τέτοιων διδασκαλιών στο Μεδιόλανο. Οι Επίσκοποι που συμμετείχαν σ' αυτή τη σύνοδο ήταν: ο Sabinus της Piacenza, ο Bassianus του Lodi, ο Eventius της Pavia, ο Maximus της Aemona, ο Felix του Como, ο Theodore του Octodurum, ο Constantius της Claterna, ο Geminian της Modena, και ο Eustratius της Tortona. Στη Ρώμη, εν τούτοις, η ειδωλολατρία ακόμα επέμενε. Πολλές ισχυρές οικογένειες ήταν εχθρικές προς την Κωνσταντινούπολη, μη ξεχνώντας ποτέ την αποσκίρτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου από την πόλη της Ρώμης και την ίδρυση της «Νέας Ρώμης» στην πόλη του Βυζαντίου. Αυτοί οι Ρωμαίοι δυσανασχετούσαν για τους νόμους που προέρχονταν από την Ανατολή. Η εχθρότητα τους μεγάλωσε με τα διατάγματα του Θεοδοσίου που καθιστούσαν το Χριστιανισμό τη μόνη νόμιμη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Ταράχτηκαν ιδιαίτερα από το διάταγμα του Θεοδοσίου στις 8 Νοεμβρίου του 392, το οποίο απαγόρευε κάθε μορφή ιδιωτικής ειδωλολατρικής λατρείας. Στο όνομα της αιωνίας πόλεως Ρώμης, η Ρωμαϊκή σύγκλητος αναγνώρισε τον Ευγένιο ως Αύγουστο. Η Ρωμαϊκή σύγκλητος έστειλε πρεσβεία στον Ευγένιο να τον πληροφορήσει για την απόφαση της και για να ζητήσει την ακύρωση των διαταγμάτων του Γρατιανού. Ο Ευγένιος δεν απάντησε. Μια δεύτερη αίτηση υποβλήθηκε. Και πάλι αυτός δεν προέβη σε καμιά ενέργεια. Έγραψε, μάλλον, στον Αγ. Αμβρόσιο για δεύτερη φορά. Όταν τελικά πιέστηκε να πει το λόγο για τη σιωπή του, ο Άγ. Αμβρόσιος απάντησε ότι αυτός φοβόταν ότι οι ειδωλολάτρες θα υπερίσχυαν του νέου Αυγούστου. Τελικά ο Ευγένιος απέδωσε τις δημευμένες περιουσίες των ειδωλολατρικών ναών αλλά όχι στους Ιερείς από τους οποίους τις είχαν πάρει. Τις έδωσε, μάλλον, στους συγκλητικούς που τις είχαν ζητήσει, και τις έδωσε ως δώρα στους «άξιους πολίτες» ούτως ώστε η κυβέρνηση να μην μπορούσε να ενοχοποιηθεί. Απένειμε επίσης δώρα στους Επισκόπους. Επιπλέον, ο Ευγένιος διέταξε την αποκατάσταση του Βωμού της Νίκης. Ο Ευγένιος, μαζί με τον Arbogast, διέσχισε τις Άλπεις το καλοκαίρι του 393, κι' έφθασε στο Μεδιόλανο τον Αύγουστο. Ο Αγ. Αμβρόσιος προτίμησε να φύγει σε εθελοντική εξορία παρά να συναντήσει αυτούς τους νέους κυρίους, μια εξορία που κράτησε πάνω από ένα χρόνο. 'Ήταν ίσως αυτό πάνω στο οποίο βασιζόταν ο Ιοβινιανός όταν έφυγε από τη Ρώμη για το Μεδιόλανο. Ό,τι είχε κάνει ο Άγ. Αμβρόσιος με το Θεοδόσιο, το ίδιο έκανε τώρα με τον Ευγένιο. Του έστειλε μια επιστολή και εξηγούσε γιατί έφυγε από την πόλη. Δεν έφυγε από φόβο. Έφυγε για να δηλώσει την πλήρη αποδοκιμασία του για την «ιεροσυλία» που διαπράχθηκε από τον Ευγένιο όταν παραχώρησε με νόμο στους ειδωλολάτρες ό,τι του ζήτησαν. «δεν φοβούμαι να σας πω, αυτοκράτορες, τι θεωρώ καλύτερο. Συνεπώς, όπως ακριβώς δεν σώπασα με τους άλλους αυτοκράτορες, έτσι δεν θα σωπάσω και με σένα, φιλανθρωπότατε Αυτοκράτορα … Ακόμα κι' αν η δύναμη ενός αυτοκράτορα είναι μεγάλη, θυμήσου, αυτοκράτορα, πόσο μεγάλος είναι ο Θεός. Αυτός βλέπει τις καρδιές όλων. Διερευνά τα βάθη της συνειδήσεως. Γνωρίζει τα πάντα πριν ακόμα να συμβούν: γνωρίζει τα μυστικά της καρδίας σας». Η εθελοντική εξορία του αγ. Αμβροσίου και το θαρραλέο γράμμα του στον Ευγένιο ήταν στην ουσία ένας υπονοούμενος αφορισμός. Ο Αγ. Αμβρόσιος δεν ζήτησε μετάνοια, όπως έκανε με το Θεοδόσιο, όταν ο τελευταίος είχε φονεύσει τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Ο προφανής λόγος ήταν ότι ο Άγιος Αμβρόσιος κατάλαβε ότι ο Ευγένιος είχε ταυτιστεί με την ειδωλολατρική μερίδα. Ο Ιοβινιανός προφανώς νόμισε ότι θα μπορούσε να δράσει πιο εύκολα μέσα στην ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο Ευγένιος. Ο Αγ. Αμβρόσιος αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο. Η Εκκλησία αρνήθηκε να δεχθεί τα δώρα που της πρόσφερε ο Ευγένιος. Με τη σειρά του, ο Ευγένιος επέτρεψε στους ειδωλολάτρες να αποκατασταθούν πλήρως στη Ρώμη και σ' ολόκληρη την Ιταλία με την αρχηγία του Νικόμαχου Φλαβιανού. Το 1938 ανακαλύφθηκε μια επιγραφή στην Όστια που χρονολογείται στα 393/394 και μνημονεύει την αποκατάσταση ενός ναού του Ηρακλέους. Οι ειδωλολατρικοί ναοί άνοιξαν πάλι. Η προσφορά θυσιών ξανάρχισε. Το χειμώνα του 393/394 οι λησμονημένες γιορτές αποκαταστάθηκαν. Τον Μάρτιο έγινε η περιφορά της Ίσιδος. Τον Απρίλιο έγιναν οι Μεγαλενσιανικοί αγώνες προς τιμήν της Κυβέλης. Από τις 28 Απριλίου ως τις ο Μαΐου δόθηκαν οι απαίσιες παραστάσεις των Ludi Florales. Και τέλος ήρθε η τελική ανατροπή όλες οι τιμητικές θέσεις στο κράτος δόθηκαν μόνο σε ειδωλολάτρες. Από τη μια μεριά υπήρχε η αποστασία των μοναχών, ανδρών και γυναικών, κάτω από την επίδραση του Ιοβινιανού· από την άλλη μεριά, υπήρχε η αποστασία πολλών προς την ειδωλολατρία. Μεγάλη λύπη δοκίμασε η Εκκλησία, στο Μιλάνο και στη Ρώμη. Ο Αγ. Αμβρόσιος συνέχισε να γράφει στους κληρικούς του και να τους παροτρύνει να παραμείνουν πιστοί και νομοταγείς στον Κύριο τους Ιησού Χριστό, στη Χριστιανική τους πίστη. Ο Αγ. Αμβρόσιος επέστρεψε στο Μιλάνο μόνο όταν ο Ευγένιος έφυγε για να αντιμετωπίσει τις στρατιωτικές δυνάμεις του Θεοδοσίου. Πριν αναχωρήσουν για τη μάχη ο Νικόμαχος Φλαβιανός και ο Arbogast ορκίστηκαν ότι μόλις γυρίσουν θα μετέτρεπαν τη μεγάλη βασιλική του Μιλάνου σε σταύλο, και ότι θα υποχρέωναν τους κληρικούς να μπουν στις τάξεις του στρατού. Μόλις ο Ευγένιος και οι ειδωλολάτρες στρατιωτικοί αρχηγοί του πέρασαν τις διαβάσεις των Άλπεων, έστησαν αγάλματα του Διός και αντικατέστησαν το μονόγραμμα του Χριστού πάνω στις σημαίες τους με τη μορφή του Ανίκητου Ηρακλέους (Hercules Invictus). Από την πλευρά του ο Θεοδόσιος ενέτεινε την πνευματική του ζωή. Ο Arbogast συγκέντρωσε τις δυνάμεις του, που αποτελούνταν κυρίως από Φράγκους και Αλαμανούς, κοντά στην Ακυληία. Ο Θεοδόσιος, εν τω μεταξύ, συγκέντρωνε πλήθη Γότθων, Αλανών, Ούνων, και στρατιές από τον Καύκασο. Αυτές οι δυνάμεις ήταν, κατά ειρωνικό τρόπο, υπό την αρχηγία του Γότθου Γαϊνά, του Βανδάλου Στιλήχωνος, και του Γότθου Αλαρίχου, ο οποίος το 410 θα λεηλατούσε τη Ρώμη, ένα γεγονός που παρακίνησε τον Άγ. Αυγουστίνο να γράψει το έργο του De Civitate Dei (Περί της Πολιτείας του Θεού). Αρχικά η μάχη έκλινε προς το μέρος του Ευγενίου, αλλά γρήγορα άλλαξε κατεύθυνση και ο Θεοδόσιος νίκησε κατά κράτος. Ο Νικόμαχος Φλαβιανός αυτοκτόνησε όταν δεν μπόρεσε να κρατήσει το πέρασμα των Ιουλιανών Άλπεων κοντά στο Ober Laibach. δυο μέρες ύστερα από τη μάχη ο Arbogast αυτοκτόνησε. Ο Ευγένιος φονεύθηκε. Ο Θεοδόσιος έστειλε αμέσως επίσημο απεσταλμένο προς τον Άγ. Αμβρόσιο με μια επιστολή που ανήγγελλε τη νίκη και ζητούσε από τον Επίσκοπο να αναγγείλει τη νίκη δημόσια και να αναπέμψει ευχαριστίες στον Θεό. Ο Αγ. Αμβρόσιος έφερε την αυτοκρατορική επιστολή στο ναό ούτως ώστε η πίστη του Θεοδοσίου να μιλούσε σε όλους. Παρεμπιπτόντως, ο Θεοδόσιος πληροφορούσε στην επιστολή του τον Άγ. Αμβρόσιο ότι εξεπλάγη που αυτός είχε εγκαταλείψει τον πόλη (το Μιλάνο) και είχε δείξει υπακοή στο σφετεριστή Ευγένιο. Ο Αγ. Αμβρόσιος ενδιαφέρθηκε να συγχωρήσει ο Θεοδόσιος τον νικημένο. Γι’ αυτό ξεκίνησε να συναντήσει τον αυτοκράτορα στην Ακυληία. Γονάτισε μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο Θεοδόσιος τον σήκωσε στα πόδια του και ύστερα γονάτισε με τη σειρά του μπροστά στον Αγ. Αμβρόσιο -θεωρούσε τη νίκη του ως καρπό των προσευχών του Αγ. Αμβροσίου. Στα κηρύγματα του κατά τους τελευταίους μήνες του 394 ο Άγ. Αμβρόσιος εκφράζει τη χαρά του για τη μεγάλη και τελική νίκη του Χριστιανισμού, μια νίκη που ξαναένωσε για μια ακόμα φορά την αυτοκρατορία εν ειρήνη υπό έναν Χριστιανό αυτοκράτορα. Αλλά η εποχή του Θεοδοσίου έφθανε στο τέλος της, η γήινη αποστολή του είχε ολοκληρωθεί και σε λίγο θα εκαλείτο στην ουράνια κατοικία του. Οι πόλεμοι του τερματίστηκαν. Είχε νικήσει τους εχθρούς του Χριστού. Συνέχισε να εκδίδει διατάγματα για να εμφυσήσει νέα ζωή στην αυτοκρατορία, μια ζωή που να βασίζεται στις Χριστιανικές αρχές. Μετά από τρεις μόνο μήνες παραμονής του στο Μιλάνο, ο Θεοδόσιος πέθανε στις 17 Ιανουαρίου του 395. Την Κυριακή 25 Φεβρουαρίου, σαράντα μέρες μετά το θάνατο του Θεοδοσίου, ο Άγ. Αμβρόσιος εκφώνησε τον επικήδειο λόγο του στον Καθεδρικό ναό ενώπιο της αυλής, των πριγκήπων, των ενόπλων δυνάμεων, και του λαού. «Βασιλείς θα βαδίσουν μέσα στο φως σου. Ο Γρατιανός και ο Θεοδόσιος θα βαδίσουν πριν από τους άλλους, μη περιστοιχούμενοι τώρα από τα όπλα των στρατιωτών τους αλλά από τις δικές τους αρετές, ντυμένοι τώρα όχι με πορφύρα αλλά με ένδυμα δόξης». Μεταξύ εκείνων που άκουγαν τον επικήδειο λόγο ήταν ο Γότθος Αλάριχος. Φαίνεται πώς υπήρχε μια σχέση μεταξύ της ήττας των ειδωλολατρών και της ήττας της σκέψεως του Ιοβινιανού, με την έννοια ότι και οι δυο εθεωρούντο ως εχθροί της Εκκλησίας, και οι δυο εθεωρούντο ότι χτυπούσαν τη ρίζα του Χριστιανισμού — ο Ιοβινιανός, όχι μόνο γιατί οι θέσεις του εθεωρούντο εσφαλμένες, αλλά και για το πρακτικό τους αποτέλεσμα: την εγκατάλειψη των όρκων, ένα θέμα που μνημόνευσε ο Άγ. Ιερώνυμος στο έργο του Adversus Jovinianum 2,36, ο Πάπας Σιρίκιος στην επιστολή του 7,3, και ο Άγ. Αυγουστίνος στα έργα του De Haeresibus 82 και Retractationes 2,48. Επιπλέον, στα μάτια των ειδωλολατρών η αναχώρηση των μοναχών από τον κόσμο και η αυτονέκρωση τους φαίνονταν ότι ήταν αντικοινωνικές και αφύσικες. εδώ η σχέση μεταξύ του Ιοβινιανού και των ειδωλολατρών βρίσκεται επί άλλου επιπέδου. Και ο Άγ. Ιερώνυμος και ο Άγ. Αμβρόσιος αντιτασσόταν με σφοδρότητα κατά του Ιοβινιανού. Εν τούτοις, το 393 ο Άγ. Ιερώνυμος συνέθεσε το έργο του De viris illustribus (Περί επιφανών ανδρών), την περίφημη πηγή που περιέχει βιογραφικές σκιαγραφίες εκατό τριανταπέντε Χριστιανών συγγραφέων. Ο Αγ. Ιερώνυμος παρουσιάζει τον εαυτό του, καταγράφει όλα τα βιβλία του ακόμα και εκείνα που σχεδίαζε να γράψει. Αλλά σ' αυτό το Έργο του ο Άγ. Ιερώνυμος ήθελε να βλάψει τη φήμη του Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και του Αγ. Αμβροσίου. Για τον τελευταίο έγραψε: «ο Αμβρόσιος, Επίσκοπος Μεδιολάνων, γράφει ακόμα και σήμερα. Γι’ αυτό, επειδή ακόμα ζει, θα αποφύγω να δώσω την κρίση μου φοβούμενος μήπως εκθέσω τον εαυτό μου στην αντιφατική μομφή για πολύ μεγάλη κολακεία η για πολύ μεγάλη ειλικρίνεια ne in alterutram partem aut adulati in me reprehendatur aut veritas». Σε λιγότερο από ένα χρόνο ο Άγ. Ιερώνυμος επαίνεσε τα βιβλία του Αγ. Αμβροσίου για τον ασκητισμό, ιδιαίτερα εκείνα που αναφέρονταν στην παρθενία. Στο βιβλίο του Adversus Jovinianum ο Άγ. Ιερώνυμος εξετάζει «τέσσερες προτάσεις» του Ιοβινιανού (Patrologia Latina 23,214). «(Ο Ιοβινιανός) λέγει ότι 'παρθένες, χήρες και έγγαμες γυναίκες, που έχουν κάποτε περάσει δια του νιπτήρος του Χριστού, αν είναι ίσες από άλλες απόψεις, είναι ίσης αξίας'. (Ο Ιοβινιανός) προσπαθεί να δείξει ότι αυτοί οι οποίοι, με την πλήρη βεβαίωση της πίστεως, έχουν αναγεννηθεί στο βάπτισμα, δεν μπορούν να ανατραπούν από το διάβολο'. Η τρίτη πρότασή του είναι 'ότι δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στην αποχή από την τροφή και την λήψη της με ευχαριστία'. Η τέταρτη και τελευταία (πρόταση του) είναι ότι υπάρχει μία ανταμοιβή στη βασιλεία των ουρανών για όλους εκείνους που έχουν κρατήσει τον όρκο που έδωσαν στο βάπτισμα'». Από τον Άγ. Αμβρόσιο και τον Άγ. Αυγουστίνο γίνεται φανερό ότι ο Ιοβινιανός είχε μια πέμπτη θέση: ότι η Μαρία συνέλαβε παρθενικώς αλλά έχασε την παρθενία με τη γέννηση (Αγ. Αμβροσίου, Eristula 42,4-7 στην Patrologia Latina 16,1125· Αγ. Αυγουστίνου, De Nuptiis et Concupiscentia 2,15- Contra duas Epistulas Pelagianorum 1,4- Contra Julianum 1,4· και De Haeresibus 82). Ο Ιοβινιανός τόνιζε περισσότερο την πρώτη του θέση. Κατά συνέπεια ο Ιερώνυμος — το έργο του Adversus Jovinianum έχει δυο τμήματα- αφιέρωσε ολόκληρο το πρώτο βιβλίο στην ανασκευή αυτής της θέσεως. Ο Αγ. Ιερώνυμος, ως συνήθως, ελέγχει με δριμύτητα τη φιλολογική ποιότητα του έργου του Ιοβινιανού. Αυτό ήταν αναμενόμενο από τον Άγ. Ιερώνυμο αλλά ο F. Valli στο έργο του για τον Ιοβινιανό που έχει τον τίτλο Giovinian (1953) θεωρεί ότι το ύφος του Ιοβινιανού -κρίνοντας από τα υπάρχοντα αποσπάσματα- είναι πολύ καλό. Ο Άγ. Ιερώνυμος ακολουθεί τον Ιοβινιανό στη σειρά των θεμάτων. Η πρώτη θέση του Ιοβινιανού ήταν ότι δεν υπάρχει καμιά διαφορά στην πνευματική ζωή μεταξύ της παρθενίας και του εγγάμου βίου. Ο Άγ. Ιερώνυμος σημειώνει ότι ο Αδάμ και η Εύα «παντρεύτηκαν» μόνο ύστερα από την αμαρτία τους. Αναφερόμενος στην παραπομπή του Ιοβινιανού στο χωρίο της Γενέσεως 1:28, ο Άγ. Ιερώνυμος ισχυρίζεται ότι ενώ ο γάμος απέβλεπε να «γεμίσει τη γη με ανθρώπους», η παρθενία γεμίζει τον παράδεισο. Ο Άγ. Ιερώνυμος καταφεύγει σε φαντασιώδεις ακρότητες για να δικαιολογήσει το γάμο και την πολυγαμία των Πατριαρχών. Ισχυρίζεται επίσης ότι όλα τα πρόσωπα που ήταν πλησιέστερα προς τον Θεό ήταν παρθένοι -π. χ., ο Ηλίας, ο Ιησούς του Ναυή, ο Άγ. Ιωάννης ο Βαπτιστής. Η περίπτωση του Σολομώντος ήταν ένα πρόβλημα για τον Άγ. Ιερώνυμο, αλλά ισχυρίζεται ότι ο Σολομών έμαθε το μάθημα του και αναφέρεται σε ό,τι ο Σολομών είπε για το γάμο στα βιβλία του Παροιμίες και Εκκλησιαστής θεωρεί επίσης ότι και το Ασμα Ασμάτων είναι έπαινος της αγνότητας. Η αναφορά του Ιοβινιανού στο γάμο του Απ. Πέτρου αντιμετωπίζεται από τον Άγ. Ιερώνυμο με τον ισχυρισμό ότι,ο γάμος του έγινε πριν ακούσει το Ευαγγέλιο, ότι, αφού έγινε απόστολος, εγκατέλειψε τη γυναίκα του. θεωρεί τη δήλωση του Απ. Πέτρου στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (19:27) ως απόδειξη γι' αυτό «Να, εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε» («Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμεν σοι»). Ο Αγ. Ιερώνυμος προβάλλει ακόμα το επιχείρημα ότι ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός αγαπούσε λιγότερο τον Απ. Πέτρο από όσο τον Απ. Ιωάννη ήταν ακριβώς ότι ο Απ. Πέτρος ήταν παντρεμένος, ενώ ο Απ. Ιωάννης ήταν παρθένος. Η θέση του Αγ. Ιερωνύμου είναι τόσο ακραία ώστε να ισχυρίζεται αναίσχυντα ότι ακόμα και το αίμα του μαρτυρίου δεν μπορούσε να αποπλύνει τα «μίανση» λόγω του γάμου του! Στις αναφορές του στον Απ. Παύλο όταν, ανασκευάζει τον Ιοβινιανό, ο Άγ. Ιερώνυμος γίνεται πιο ακραίος. Επιπλέον, χρησιμοποιεί σε μεγάλη έκταση, χωρίς να το μνημονεύει, το έργο του Τερτυλλιανού De Monogamia (Περί Μονογαμίας). Ίσως να είχε χρησιμοποιήσει και το μη σωζόμενο σήμερα έργο του Τερτυλλιανού που είχε τον τίτλο De Nuptiarum Angustiis, ίνα έργο στο οποίο ο Τερτυλλιανός χρησιμοποίησε τη φιλοσοφική παράδοση που ήταν αντίθετη προς το γάμο. Οπωσδήποτε, ο Άγ. Ιερώνυμος γνωρίζει καλά αυτή την παράδοση και τη χρησιμοποιεί. Η εθνική φιλοσοφία σπάνια παρέλειπε να θέτει το ερώτημα: «Θα ώφειλε κανείς να παντρεύεται;» «Ει γαμητέον». Ορισμένοι Στωικοί συνιστούσαν το γάμο γιατί έδινε σπουδαία πολιτική και κοινωνική ισχύν. Ο Κικέρων μεταφέρει αυτή την παράδοση στο βιβλίο του De Officiis (1,17): principium urbis et quasi seminatium reipublicae (αρχή της πόλεως και ως φυτώριο της πολιτείας). Ο γάμος επίσης εκθειάζεται ως η πληρέστερη ένωση δυο ατόμων, μια ένωση σώματος και ψυχής «μέχρι των σωμάτων, μάλλον δε και αυτών των ψυχών». Οι Στωικοί ιδιαίτερα συνέχισαν το ερώτημα «περί γάμου», και μερικοί έλαβαν πολύ θετική στάση απέναντι στο γάμο άλλοι τον είδαν με περιφρόνηση. Η τελευταία άποψη ισχυρίστηκε ότι ο άνδρας που νυμφεύεται αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο της «ταπεινώσεως της απάτης» από τη γυναίκα του. Το θεωρούσαν επίσης κουραστικό να ζει κανείς δίπλα στην ίδια γυναίκα, γιατί ακριβώς η γυναίκα εθεωρείτο ότι ήταν αναξιόπιστη, μηδαμινή, φιλόνεικη. Συχνά αναφέρονται στη λύπη που προκαλείται από την απώλεια παιδιών. Μια τέτοια στάση προς τις γυναίκες, είτε βρίσκεται στην Εβραϊκή παράδοση, είτε στην εθνική φιλοσοφική παράδοση, είτε στη Χριστιανική παράδοση, είναι αξιοθρήνητη και πρέπει να απορριφθεί ως εντελώς εσφαλμένη, ιδιαίτερα από το βάθος της Χριστιανικής θεωρήσεως της σχέσεως του άνδρα και της γυναίκας μέσα στο γάμο, μια σχέση που βασίζεται στην αναλογία Χριστού και Εκκλησίας. Ο Άγ. Ιερώνυμος έχει μια τάση να ευχαριστείται όταν εξοργίζει τις γυναίκες με τα δηκτικά σχόλια του licet enim in me saevituras sciam plurimas matronarum … tamen dicam qnod senti («Μού επιτρέπεται λοιπόν να γνωρίσω πλείστες μαινόμενες συζύγους … όμως μίλησα όπως αισθάνομαι»). Ο Αγ. Ιερώνυμος τελειώνει το πρώτο από τα δύο βιβλία του κατά του Ιοβινιανού αναφέροντας τις περίφημες εθνικές γυναίκες που τις σέβονταν για την αγνότητα τους. Ύστερα καταγράφει ένα μεγάλο κατάλογο ανδρών που απατήθησαν από τις συζύγους τους. Ο Ιοβινιανός είχε επίσης κατηγορήσει εκείνους που εξύψωσαν η υποστήριξαν την αγνότητα του Μανιχαϊσμού3. Ο Άγ. Ιερώνυμος άπαντα σ' αυτό κατά τρόπο απότομο -δεν είχε ποτέ καταδικάσει το γάμο αλλά μάλλον τον έχει τοποθετήσει σ' ένα κατώτερο πνευματικό επίπεδο από την παρθενία. Η απάντηση του Αγ. Ιερωνύμου στη δεύτερη θέση του Ιοβινιανού είναι συντομώτερη και κάπως περισσότερο θεολογική. Αλλά ο Άγ. Ιερώνυμος αντιμετώπιζε πρόβλημα όταν άρχιζε να ασχολείται θεολογικά με θέματα, γιατί δεν ήταν ένας θεολογικός νους. Η ουσιώδης απάντηση του Αγ. Ιερωνύμου είναι ότι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι έχουν πέσει. Μνημονεύει το Μωυσή, τον Ααρών, τον Δαβίδ και τον Σολομώντα. Επεκτείνει το γεγονός αυτής της πραγματικότητας σ' εκείνους που είχαν βαπτιστεί -αν αυτό είναι μια πραγματικότητα, πώς μπορεί ο Ιοβινιανός να πιστεύει στο «αναμάρτητο» των βαπτισμένων— baptisma sicut priora peccata dimittit, sic in futurum servare non potest, nisi baptizati omni custodia servaverint cor suum (το βάπτισμα, όπως εξαλείφει τα προηγούμενα αμαρτήματα, έτσι στο μέλλον δεν μπορεί να διαφυλαχθεί αν όλοι οι βαπτισμένοι δεν επιτηρούν προσεκτικά την καρδιά τους). Η δεύτερη θέση του Ιοβινιανού έχει μια συγγένεια με τη διδασκαλία του Αυγουστίνου και του Καλβίνου για την perseveranlia sanctorum4 (διαφύλαξη των αγίων). Αλλά, αν στηριχθούμε σε ό,τι μπορεί να εξαχθεί από σωζόμενες περικοπές, ο Ιοβινιανός δεν αναφέρθηκε ποτέ στην αιώνια και αμετάβλητη βουλή του Θεού όπως έκαναν ο Άγ. Αυγουστίνος και ο Καλβίνος. Ο Ιοβινιανός, μάλλον, φαίνεται να στηρίζει τη θέση του στα χωρία Α' Ιωάννου 3:9 και 5:18. Φαίνεται ότι περιορίζει το αδύνατο της πτώσεως σ' εκείνους οι οποίοι έχουν πλήρως αναγεννηθεί με το βάπτισμα plena fide in baptismate renati sunl. Ο Ιοβινιανός διακρίνει το βάπτισμα του ύδατος από το βάπτισμα του Πνεύματος. Η τρίτη θέση του Ιοβινιανού ήταν ότι δεν υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα στην αποχή από την τροφή και στη μετοχή σ' αυτήν εν ευχαριστία. Σκοπός του, φυσικά, είναι να υποσκάψει, να μειώσει την πνευματική αξία της νηστείας. Για τον Ιοβινιανό, που στηρίζεται στα χωρία Ρωμ. 14:20 και Α' Τιμ. 4:3, ο Θεός δημιούργησε όλα τα ζώα για να υπηρετούν τον άνθρωπο. Καλεί την προσοχή στο γεγονός ότι ο Χριστός συμμετέσχε στο γαμήλιο δείπνο στην Κανά, κάθησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, με τελώνες και «αμαρτωλούς», και χαρακτηρίστηκε πράγματι λαίμαργος από τους Φαρισαίους. Στην απάντησή του ο Άγ. Ιερώνυμος, χρησιμοποιώντας εκτενώς το έργο του Τερτυλλιανού De Jejuni (περί νηστείας) και επιχειρήματα παρμένα από τον Πορφύριο, παρουσιάζει μια εντυπωσιακή παροχή γνώσεων, μολονότι από βιβλία άλλων. Μνημονεύει φυσικούς επιστήμονες για να αποδείξει ότι τα ζώα δημιουργήθηκαν για τον άνθρωπο αλλά όχι κατ' ανάγκη για το στομάχι του ανθρώπου. Μνημονεύει ιατρικούς συγγραφείς και φιλοσόφους οι οποίοι είχαν τονίσει τις ωφέλειες της νηστείας. Και, πάλιν ακολουθώντας τον Τερτυλλιανό, ο Άγ. Ιερώνυμος υποστηρίζει ότι ήταν αποτέλεσμα της τροφής που ο Αδάμ έπεσε και ο Ησαύ έχασε τα πρωτοτόκιά του. Και καλεί την προσοχή στο γεγονός ότι ο Μωυσής, ο Ιησούς του Ναυή, ο Σαούλ, ο Ηλίας, ο Δανιήλ, ο Άγ. Ιωάννης ο Βαπτιστής, και άλλοι είχαν νηστεύσει, αλλά μόνο ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός «καθιέρωσε» τη νηστεία. «Στην παχειά κοιλία», έγραφε, «βρίσκεται το σπέρμα της αμαρτωλής επιθυμίας». Για τα υπόλοιπα, ο Άγ. Ιερώνυμος χρησιμοποίησε το argumentum ad hominum, ισχυριζόμενος ότι ο Ιοβινιανός είχε αναπτύξει λεπτή αίσθηση για το καλό φαγητό, ότι ο Ιοβινιανός χαιρόταν να περνά την ώρα του στα δημόσια λουτρά και να συναναστρέφεται ξένοιαστα με γυναίκες. Η επίθεση του κατά του χαρακτήρα του Ιοβινιανού είναι γεμάτη με σάτυρα, αλλά πολλά από εκείνα που γράφει ίσως να μην είναι αξιόπιστα. Ο Αγ. Ιερώνυμος είχε την κλίση να δολοφονεί χαρακτήρες. Ο Ιοβινιανός προχώρησε περισσότερο. Στην τέταρτη θέση του αρνήθηκε όλες τις διαβαθμίσεις της ηθικής αναπτύξεως. Για τον Ιοβινιανό υπήρχαν μόνο δυο κατηγορίες ανθρώπων -οι δίκαιοι και οι άδικοι, τα πρόβατα και τα ερίφια, οι πέντε φρόνιμες παρθένοι και οι πέντε άφρονες παρθένοι. Επικαλείται επίσης την παραβολή των εργατών του αμπελώνος, που όλοι τους έλαβαν τον ίδιο μισθό. Ο Αγ. Ιερώνυμος απαντώντας παραπέμπει στην παραβολή του σπορέως, στην παραβολή των ταλάντων, στις πολλές «μονές» μέσα στην οικία του Πατρός, στη σύγκριση των αναστημένων σωμάτων με αστέρια που διαφέρουν στη δόξα και στο κείμενο Β' Κορ. 9:6: «Εκείνος που σπέρνει με οικονομία, θα θερίσει και με οικονομία, και εκείνος που σπέρνει με αφθονία, θα θερίσει και με αφθονία» («ο σπείρων φειδομένως φειδομένως και θερίσει, και ο σπείρων επ’ ευλογίαις επ’ ευλογίαις και θερίσει»). Στο συμπέρασμα του ο Άγ. Ιερώνυμος γράφει: «Και τώρα μια τελευταία λέξη στον Επίκουρο μας που ιδρώνει παθιασμένος στο μέσον των κήπων του ανάμεσα σε νεαρούς άνδρες και νεαρές γυναίκες: για οπαδούς σου έχεις τους εύσαρκους, τους καλοθρεμμένους, τους καλοπλυμένους. Όλα τα όμορφα αγόρια, όλοι οι νέοι με τα κατσαρά μαλλιά που βλέπω, και τις καλοφτιαγμένες μπούκλες τους και τα βαμμένα κόκκινα μαγουλά τους, αποτελούν το ποίμνιο σου, ή μάλλον όλα εκείνα τα τιποτένια γρυλλίσματα ανάμεσα στους χοίρους σου … ». Παραμένει μυστήριο γιατί ο Άγ. Ιερώνυμος δεν ελέγχει την πέμπτη θέση του Ιοβινιανού -ότι η παρθενία της Μαρίας χάθηκε με τη γέννηση του Ιησού. Αν αυτή υπήρχε στο Commentarii ή Commentarioli του Ιοβινιανού που δόθηκε στον Αγ. Ιερώνυμο από τον Pammachius, τον γαμπρό της Αγίας Παύλας (Paula), είναι βέβαιο ότι ο Άγ. Ιερώνυμος δεν θα έχανε την ευκαιρία να επιτεθεί εναντίον αυτής της θέσεως. Εικάζεται ότι ο Ιοβινιανός ανέπτυξε αυτή τη θέση μετά την καταδίκη του στη Ρώμη η ότι αυτή αναπτύχθηκε προφορικά. Μετά τη σύνοδο του Αγ. Αμβροσίου, που καταδίκασε τις απόψεις του Ιοβινιανού, τίποτε άλλο δεν ακούστηκε γι' αυτόν. Ο Αγ. Αυγουστίνος γράφει στο βιβλίο του De Haeresibus ότι η αίρεση του εξαφανίστηκε cil ista haeresis ορpressa et extincta est. Πιστεύεται ότι αυτός πέθανε σε εξορία πριν από το 406, γιατί ο Άγ. Ιερώνυμος γράφει στο έργο του Adversus Vigilantium το 406 ότι ο Ιοβινιανός σπατάλησε ασώτως το νου του στις απολαύσεις των αμαρτωλών επιθυμιών του, ότι «ρεύτηκε το πνεύμα του». Θα πρέπει να μνημονευθεί ότι το έργο του Αγ. Ιερωνύμου Adversus Jovinianum δεν συνάντησε μεγάλη επιτυχία. Ο Αγ. Ιερώνυμος αισθάνθηκε υποχρέωση να αμυνθεί σε μια του επιστολή (Epistula 49) στο φίλο του Pammachius, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε την πρόθεση να καταδικάσει το γάμο ούτε να περιπέσει σ' ένα είδος Μανιχαϊσμού. Οι ίδιοι οι φίλοι του που τον ενθάρρυναν να γράψει κατά του Ιοβινιανού εξεπλάγησαν από τη σφοδρή και υστερική ωμότητα της γλώσσας του. Ο Αγ. Ιερώνυμος δημιούργησε αντίδραση λόγω της ακραίας θέσεως του στο θέμα του γάμου ισχυρίστηκε ότι οι σεξουαλικές σχέσεις στο γάμο είναι εμπόδιο για την προσευχή και εμποδίζουν τη λήψη της θείας ευχαριστίας, είναι ένα κακό που γίνεται αποδεκτό μόνο γιατί η πορνεία είναι χειρότερη. Ο φίλος του Domni τον παρότρυνε επίμονα να ξεκαθαρίσει μια σειρά προσβλητικών παρατηρήσεων του. Στην επιστολή του αγ. Ιερωνύμου στον Domni (Epistula 50) διαβάζουμε ότι ένας πρώην δικηγόρος που έγινε μοναχός έκανε ομιλίες στις Ρωμαίες κυρίες για την ηθικότητα και τις Άγιες Γραφές. Αυτό το πρόσωπο κατήγγειλε και τον Ιοβινιανό και τον Άγ. Ιερώνυμο, τον τελευταίο λόγω της αρνητικής του στάσεως έναντι του γάμου. Αυτό το πρόσωπο δεν κατονομάζεται στην επιστολή αλλά μερικοί θεώρησαν ότι δεν ήταν άλλος από τον Πελάγιο. Οι φίλοι του Αγ. Ιερωνύμου στη Ρώμη εξετέθησαν τόσο πολύ από το έργο του Adversus Jovinianum ώστε ο Pammachius προσπάθησε να αποσύρει όλα τα αντίτυπα του έργου που είχαν κυκλοφορήσει. Ο Pammachius εισηγήθηκε στον Αγ. Ιερώνυμο να γράψει ένα άλλο βιβλίο που να βασίζεται στη λογική, και όχι στο πάθος ή το συναίσθημα. Ο Harnack χαρακτηρίζει την άποψη του Ιοβινιανού ως «μυστηριακή άποψη». Βλέπει στον Ιοβινιανό έναν πρόδρομο της 'sola fide'5 της Μεταρρυθμίσεως. «Υπήρξαν στην εξ Εθνών Εκκλησία κινήσεις οι οποίες εσκεμμένα υποστήριζαν την εμπιστοσύνη μόνο στην πίστη (το 'sola fide') και 'την ασφαλέστατη σωτηρία δια της χάριτος που παρέχεται στο βάπτισμα' (salus per gratiam in baptism donatam certissima) … επομένως η 'sola fide' … δεν κατανοήθηκε με την ευαγγελική της έννοια, αλλά στην πραγματικότητα σήμαινε 'sol sacramento' -δηλαδή, ακόμα και αν η ζωή δεν ανταποκρινόταν στο Χριστιανικό αίτημα για αγιότητα. Αλλά υπήρξαν Χριστιανοί δάσκαλοι που είχαν στ' αλήθεια κατανοήσει την ευαγγελική θέση, και ο Ιοβινιανός πρέπει να συγκαταριθμηθεί μεταξύ τους, έστω κι αν οι αντίπαλοι του έχουν δίκιο (και έχω αμφιβολίες γι' αυτό) όταν δυσαρεστούνται με τη συμπεριφορά του· και έστω αν είναι βέβαιο ότι η διδασκαλία του, μέσα στις περιστάσεις της εποχής του, μπορούσε να προαγάγει -όπως πράγματι έκανε- την έκλυση των ηθών. Οι κύριες θέσεις του ήταν οι έξης: 1) ο φυσικός άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση της αμαρτίας. Ακόμα και η μικρότερη αμαρτία χωρίζει από τον Θεό και οδηγεί τον άνθρωπο στην καταδίκη. 2) Η κατάσταση του Χριστιανού στηρίζεται στο βάπτισμα και την πίστη· αυτά τα δυο φέρνουν αναγέννηση. 3) Αναγέννηση είναι η κατάσταση κατά την οποία ο Χριστός είναι μέσα μας, και εμείς είμαστε εν τω Χριστώ· δεν υπάρχουν βαθμοί στην αναγέννηση, γιατί αυτή η προσωπική σχέση η υπάρχει η δεν υπάρχει. Όπου αυτή υπάρχει, υπάρχει δικαίωση. 4) Αυτή είναι μια σχέση που δημιουργείται από την αγάπη για την οποία μιλούμε όταν λέμε: ο Πατήρ και ο Υιός κατοικούν μέσα στους πιστούς· αλλά όπου υπάρχει ένας τέτοιος ένοικος, ο κάτοχος τα έχει όλα και δεν μπορεί να ζητά τίποτε άλλο. 5) Επομένως όλες οι ευλογίες χορηγούνται με αυτήν και μέσα σ' αυτήν τη σχέση· τίποτε δεν μπορεί να νοηθεί ότι είναι δυνατό να προστεθεί. 6) Αφού όλες οι ευλογίες προέρχονται από αυτήν τη σχέση, δεν μπορούν να υπάρχουν ιδιαίτερα αξιόμισθα έργα- γιατί κατά βάθος υπάρχει μόνο ένα αγαθό, και αυτό το κατέχουμε ως τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού, που μετέχουν ήδη από εδώ στη θεία φύση, και αυτό το αγαθό θα αποκαλυφθεί πλήρως στον Ουρανό. 7) Σ' αυτόν που κατέχει αυτή τη σχέση πίστεως και αγάπης δεν υπάρχει τίποτε για να καταδικαστεί δεν μπορεί να κάνει καμιά αμαρτία που να τον χωρίσει από τον Θεό ο διάβολος δεν μπορεί να τον κάνει να πέσει, γιατί αυτός αποκαθίσταται πάντα στη θέση του παιδιού του Θεού με την πίστη και τη μετάνοια. Η σχέση που δημιουργήθηκε στο βάπτισμα δια της πίστεως είναι κάτι που διαρκεί και δεν διαλύεται. 8) Αλλά ένας τέτοιος άνθρωπος δεν πρέπει μόνο να βαπτισθεί· πρέπει να έχει λάβει το βάπτισμα με τέλεια πίστη, και με την πίστη να αποδείξει τη βαπτισματική χάρη. Πρέπει να κοπιάζει και να παλεύει ένθερμα αv και όχι σε καλογερίστικες προσπάθειες, γιατί αυτές είναι χωρίς αξία όχι για να αξίζει κάτι περισσότερο, αλλά για να μην χάσει ό,τι έχει ήδη λάβει. Και γι' αυτόν επίσης ισχύει το ότι δεν υπάρχουν μικρές και μεγάλες αμαρτίες, αλλ’ ότι η καρδιά είναι ή με τον Θεό ή με το διάβολο. 9) Αυτοί που βαπτίστηκαν στο Χριστό, και προσκολλούνται σ’ αυτόν με βεβαία πίστη (με εμπιστοσύνη), αποτελούν τη μία, αληθινή Εκκλησία. σ’ αυτήν ανήκουν όλες οι ένδοξες υποσχέσεις (επαγγελίες): αυτή είναι νύμφη, αδελφή, μητέρα, και δεν είναι ποτέ χωρίς τον νυμφίο της. Αυτή ζει με μια πίστη, και ποτέ δεν διαφθείρεται ούτε διχάζεται, αλλά είναι αγνή παρθένος. Μπορούμε ίσως να ονομάσουμε τον Ιοβινιανό τωόντι 'μάρτυρα' της αληθείας στην αρχαιότητα, και 'Προτεστάντη' της εποχής του, αν και δεν πρέπει να μας ξεφύγει ένα σημείο διαφοράς: η ενοίκηση του Θεού και Χριστού στους βαπτισμένους τονίζεται περισσότερο από τη δύναμη της πίστεως». Για την πληρέστερη έκθεση του Harnack για τον Ιοβινιανό, βλέπε το άρθρο του στην Zeitschrift fur Theologie und Kirche (1891), σελ. 82-178.
Σημειώσεις 1. «ούτως ώστε κάποιες ιερές παρθένες προχωρημένης ήδη ηλικίας στην πόλη της Ρώμης, όπου αυτά διδάσκονταν, δέχονταν αμέσως να παντρευθούν». (Σ. τ. Μ. ) 2. «Τόση δύναμη είχε (αυτός) στην πόλη της Ρώμης ώστε μερικές μάλιστα παρθένες για τις οποίες δεν υπήρχε πριν καμιά υποψία για ασέλγεια, λέγεται ότι εκτρέπονταν σε γάμους, πείθοντας τες μ' αυτό το μέγιστο επιχείρημα: 'Συ, λοιπόν, είσαι καλύτερη από τη Σάρρα, καλύτερη από τη Σουσάννα ή την Άννα'; Και μ' αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με την υπόμνηση και τη σύγκριση εγγάμων πατέρων, κατέλυε την ιερή αγαμία αγίων ανδρών». (Σ. τ. Μ. ) 3. Μανιχαϊσμός: Είναι η πιο ακραία δυαλιστική, γνωστική αίρεση της αρχαιότητας, που καταδίκαζε απερίφραστα την παιδοποιία και το γάμο. Ιδρυτής της ήταν ο Μάνης (Μανιχαίος), από τον οποίο πήρε και το όνομα, (Σ. τ. Μ. ) 4. Perseverantia sanctorum: Έτσι ονομάζεται η διδασκαλία του Αυγουστίνου, που την δέχτηκε ο Καλβινισμός και την κατέστησε την τελευταία από τις πέντε θέσεις του, οι οποίες διατυπώθηκαν στη Σύνοδο της Dort το 1619. Κατ' αυτήν, αυτοί, που εξελέγησαν από τον Θεό για τη σωτηρία, διατηρούνται από Αυτόν σε μια κατάσταση χάριτος, άσχετα από τις αδυναμίες και τις πτώσεις τους, και είναι βέβαιοι για την τελική σωτηρία τους. (Σ. τ. Μ. ) 5. Sola fide: Είναι η διδασκαλία των Προτεσταντών, ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνον εκ πίστεως (όχι με την πίστη και τα έργα). (Σ. τ. Μ. )
Συνέχεια στο 2ο Μέρος: Ο Βιγιλάνδιος κατά του Μοναχισμού |
Δημιουργία αρχείου: 10-7-2008.
Τελευταία ενημέρωση: 19-7-2008.