Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιεραποστολή

Αφροαμερικανοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί * Η αρχή του κινήματος προς την Ορθοδοξία, στις ΗΠΑ * Η Ορθοδοξία στις ΗΠΑ, η ταχύτερα αυξανόμενη Εκκλησία το 2006

Οι πρώτες γενιές Ορθοδόξων Μεταναστών στην Αμερική

Η σημασία της παραδόσεως για την ανανέωση της Χριστιανικής ζωής και πίστεως στην Αμερική

Alexander Schmemann

Μετάφραση από τα αγγλικά: Γιάννης Λάππας

 

Πηγή: Περιοδικό "Σύναξη. Τεύχος 1. Ιανουάριος 1982, σελ.  24-28.

Ι

Η Ιστορία της Ορθοδοξίας στην Αμερική αποτελεί ίσως την καλύτερη περίπτωση δοκιμής της σημασίας και της δυνάμεως της παραδόσεως μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Πραγματικά, όταν διαδοχικά κύματα Ορθοδόξων μεταναστών —στις περισσότερες περιπτώσεις πτωχών και αμόρφωτων— άρχισαν να φθάνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τίποτα δεν είχε γίνει στην πράξη από τις Εκκλησίες τους για τη θρησκευτική και εκκλησιαστική τους ζωή. Η Ορθόδοξη διασπορά ήταν, και από πολλές απόψεις είναι ακόμη, μια μη οργανωμένη κίνηση ατόμων και οικογενειών, που εγκατέλειψαν τις χώρες τους και ήρθαν στην Αμερική για πολύ ποικίλους λόγους, πολιτικούς, οικονομικούς και άλλους. Κανένας στην πατρίδα δεν οργάνωσε αυτή την έξοδο, κανένας δεν ετοίμασε κάποια «οργάνωση υποδοχής». Εκείνο που μεταμόρφωσε αυτό το χαώδες πλήθος σε ζωντανές κοινότητες ήταν αληθινά και πάνω απ' όλα η παράδοση.

Χρησιμοποιώ τη λέξη παράδοση και όχι Εκκλησία, γιατί στα πρώτα στάδια της Ορθόδοξης διασποράς δεν υπήρχαν ναοί η εκκλησιαστικοί θεσμοί να περιμένουν αυτούς τους μετανάστες. Αυτοί οι ίδιοι οι πιστοί και όχι οι εκκλησιαστικές αρχές, Επίσκοποι ή Ιερείς, έκτισαν ναούς, βρήκαν Ιερείς και οργάνωσαν την εκκλησιαστική τους ζωή. Όπως αναφέραμε πριν, η συντριπτική πλειοψηφία εστερείτο και την πιο στοιχειώδη γνώση της Ορθόδοξης πίστης. Κατείχαν όμως, σα μέσα στο αίμα τους και στην καρδιά τους, έναν τρόπο ζωής που διαπλάστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από την παράδοση. Με τη λέξη παράδοση εννοώ όχι τόσο δόγματα αποκρυσταλλωμένα σε θεωρητικές διατυπώσεις· όχι κανόνες· όχι την ιστορία της Εκκλησίας· αλλά κάποιο τρόπο θεωρήσεως της ζωής, μιας θεωρήσεως στην οποία καθετί έχει το κέντρο του και το ουσιαστικό σύστημα αναφοράς του στην Εκκλησία: στη λειτουργία της, στην οργάνωση του χρόνου που αυτή πέτυχε, με μια λέξη στην εκκλησιαστική πραγματικότητα που περιλαμβάνει τα πάντα. Ακόμα και πριν κτίσουν ναούς, τους απλούς και φτωχικούς ναούς, που σήμερα αντικαθίστανται από μεγαλοπρεπή αντίγραφα ελληνικών, ρωσικών, ή σερβικών μητροπόλεων, οι μετανάστες συγκεντρώνονταν σε κατοικίες ή σε νοικιασμένες αίθουσες για να ψάλλουν τους λειτουργικούς ύμνους που τα λόγια τους τα ήξεραν απέξω, κι αν ακόμα συχνά δεν τα καταλάβαιναν. Πραγματικά, δεν αποτελεί υπερβολή να υποστηρίξουμε, ότι η λειτουργική υμνωδία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θεμελίωσε και διατήρησε την Ορθοδοξία στην Αμερική κατά τις πρώτες δεκαετίες.

Όταν κανείς σκέπτεται τη σχεδόν ολική κατά την περίοδο αυτή απουσία εκκλησιαστικής ηγεσίας, δασκάλων, σχολείων, όλης αυτής της «υποδομής» που σήμερα διαθέτουμε σε τόση αφθονία, δεν μπορεί να μη μείνει έκθαμβος μπροστά στην πνευματική και εκκλησιαστική επιτυχία αυτών των κοινοτήτων των μεταναστών. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ορθόδοξη «διασπορά» στην Αμερική δεν φυτεύθηκε σε ένα πνευματικό κενό, σε μια χώρα θρησκευτικά ουδέτερη, αλλά σε μια χώρα με πολύ δυνατά και μαχητικά θρησκευτικά ιδρύματα, καθολικά και προτεσταντικά. Ακόμα και σήμερα οι αμερικανοί κοινωνιολόγοι, όταν μιλούν για τη θρησκεία στην Αμερική, χρησιμοποιούν ένα είδος τριχοτομίας: Καθολικός, Διαμαρτυρόμενος, Εβραίος. Ακόμα και σήμερα είναι σαφές ότι στην αμερικανική νοοτροπία δεν υπάρχει πρακτικά χώρος για την Ορθοδοξία, γιατί οι μόνοι Χριστιανικοί οροί αναφοράς που ανταποκρίνονται σ' αυτή τη νοοτροπία είναι ή Καθολικός ή Διαμαρτυρόμενος. Έτσι στις πρώτες φάσεις της εγκαταστάσεως των Ορθοδόξων εδώ, ένας Ορθόδοξος μετανάστης ζούσε κυριολεκτικά περικυκλωμένος από ανθρώπους χωρίς την παραμικρή γνώση, ακόμη και αυτής της υπάρξεως της Ορθοδοξίας, για να μη μιλήσουμε βέβαια για γνώση της Ορθόδοξης πίστης, λειτουργίας ή ήθους. Και ο ευκολότερος δρόμος για ένα μετανάστη που επιζητούσε την επιτυχία ήταν να αποδεχθεί το αμερικανικό «χωνευτήρι», να ταυτισθεί με έναν πολιτισμό και έναν τρόπο ζωής ξένο στις βαθειές, τις θεμελιωμένες μέσα στην Ορθοδοξία εμπειρίες του, απλά να γίνει «Αμερικανός». Περιττό να πούμε ότι πολλοί —ίσως πάρα πολλοί— ιδιαίτερα στη δεύτερη γενεά προτίμησαν αυτό τον εύκολο δρόμο. Αυτό που είναι αξιοθαύμαστο εν τούτοις, δεν είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχασε τόσα από τα παιδιά της, αλλά ότι κράτησε τόσα πολλά, και ότι στα θεμέλια που έθεσαν αυτοί οι ανήμποροι μετανάστες, μια νέα θρησκευτική πραγματικότητα —η Ορθοδοξία— εγκαθιδρύθηκε στην Αμερική και είναι σήμερα αυτονόητη και παραδεκτή διάσταση της αμερικανικής θρησκευτικής φυσιογνωμίας.

Αν αποδίδω την επιτυχία αυτή Πρωταρχικά στην Παράδοση, αν βλέπω σ' αυτή μιαν αλάθητη νίκη της Παραδόσεως, είναι γιατί η Παράδοση δεν είναι ασφαλώς ένα ουσιαστικό συστατικό του αμερικανικού πολιτισμού. Ή μάλλον, η παράδοση της Αμερικής είναι να αμφισβητεί την παράδοση και να εκτιμά το νέο σαν σχεδόν μια ουσιαστική ποιότητα. Εάν στην Ευρώπη η διαφήμιση για ένα προϊόν τονίζει τη μακροβιότητά του, την παράδοσή του, την παλαιότητά του, στην Αμερική η μαγική λέξη που κάνει τον κόσμο να αγοράζει σχεδόν οτιδήποτε είναι το «νέο». Κάθε «νέο» είναι αυτόματα καλύτερο από κάθε παλιό. Δεκτικότητα στο νέο, ετοιμότητα για αλλαγή, για να προχωρήσουμε εμπρός, μια ιδιάζουσα απουσία κάθε στοιχείου από το παρελθόν: όλα αυτά, μπορεί να είναι εξαιρετικά στις περιοχές της εκκοσμικευμένης ζωής, δημιουργούν όμως ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για μια θρησκεία που η ίδια η βάση της είναι ακριβώς η αδιάκοπη συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Αυτό το εμπόδιο υπερπήδησαν οι πρώτοι Ορθόδοξοι μετανάστες. Είναι πολύ εύκολο σήμερα να κάνουμε κριτική στη «μη φωτισμένη» πιστότητά τους στην Ορθοδοξία στην ανικανότητά τους να διακρίνουν το ουσιαστικό από το μη ουσιαστικό, στην απασχόλησή τους με έθιμα και παραδόσεις μάλλον (και να υποτιμούμε αυτή την απασχόληση) παρά στη διδασκαλία και στο περιεχόμενο της πίστεώς τους. Επίσης είναι εύκολο να βλέπει κανείς στην παραδοσιαρχία τους, ένα απλό εθνικό φαινόμενο και γενικά να κρίνει κανείς αυτές τις πρώτες κοινότητες με τα εξεζητημένα κριτήρια μιας όχι λιγότερο εξεζητημένης θεολογίας. Αλλά δόξα τω Θεώ η Ορθοδοξία ποτέ δεν ήταν πουριτανική. Ουδέποτε περιόριζε την πίστη σε ιδέες, τύπους, συνταγές. Πάντοτε ήταν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το πλήρωμα της ζωής που αναφέρεται στον Θεό και φέρνει με μυστηριακό τρόπο στο σκότος «αυτού του κόσμου» το φως της αιώνιας Βασιλείας του Θεού. Και αυτή η οργανική ενότητα του υπερβατικού με το ενδοκοσμικό, του ουρανού και της γης, της αιωνιότητας και του χρόνου, είναι αυτή που από την αρχή αποτελούσε την κρυφή χαρά της Ορθόδοξης εμπειρίας της Εκκλησίας ως του μυστηρίου της Βασιλείας, ως της δυνατότητας που χορηγείται εδώ και τώρα να ζήσει κανείς αυτό που «πρόκειται να έλθει». Και το γεγονός παραμένει, ότι χωρίς αυτή την αρχική νίκη της Παραδόσεως, έστω κι αν ήταν συγκεχυμένη με την απλή παραδοσιαρχία, καμιά ανάπτυξη, καμιά ανανέωση της Ορθοδοξίας στην Αμερική δεν θα ήταν δυνατή.

 

ΙΙ

Αυτό το αρχικό στάδιο ήταν η αφετηρία μιας αναπτύξεως που κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί διαλεκτική. Γιατί είναι σαφές ότι η Ορθοδοξία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στην Αμερική, εάν επρόκειτο να παραμείνει περιορισμένη σε ένα θρησκευτικό και εθνικό γκέτο, όπως ήταν ασφαλώς στην αρχή. Ο κίνδυνος σε μια τέτοια τοποθέτηση ήταν ο κίνδυνος μιας υπάρξεως σχιζοφρενικής: «Ορθόδοξος» μέσα και γύρω από την Εκκλησία και «Αμερικανός» παντού αλλού. Ένας τέτοιος περιορισμός θα ήταν αντίθετος στην ίδια την ουσία της Ορθοδοξίας, που όπως είπα προηγουμένως, πάντα και παντού αγκάλιασε και περιέλαβε ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Έτσι, με τη δεύτερη γενεά των μεταναστών εμφανίστηκε αναπόφευκτα το πρόβλημα «Ορθοδοξία και Αμερική» ή, για να το θέσω διαφορετικά, της σημασίας της Ορθοδοξίας στην Αμερική, της συναντήσεως αυτών των δύο αμοιβαία αλλότριων πραγματικοτήτων.

Αυτό το πρόβλημα οδήγησε σε μια ορισμένη πόλωση της ίδιας της Ορθοδόξου σκέψεως. Για μερικούς, κι ήταν πολλοί, η λύση του προβλήματος βρισκόταν πρωταρχικά στην προσαρμογή της Ορθοδοξίας στην Αμερική, σε κάποιο είδος «εξαμερικανισμού». Για ορισμένους άλλους, κι ήταν επίσης πολλοί, η λύση συνίστατο σε μια ολοκληρωτική ψυχολογική και ακόμα υπαρξιακή αντίθεση στην Αμερική, που εθεωρείτο σαν είδος πνευματικού εχθρού και κατά συνέπεια στην απόρριψη κάθε προσαρμογής, περιλαμβανομένης ακόμα και της χρήσεως της αγγλικής γλώσσας στη λειτουργία. Η μάχη μεταξύ αυτών των δύο «εκπτώσεων» της Ορθοδοξίας συνεχίζεται ακόμη, και μερικές φορές παίρνει μάλλον άσχημες μορφές: των σχισμάτων, των υπερβολών, των πολεμικών, των αμοιβαίων κατηγοριών και των παρομοίων. Ήδη όμως υπάρχουν αλάθευτα σημεία ότι μέσα απ' αυτή τη σύγχυση και την πόλωση αναπτύσσεται μια πραγματική λύση και ότι η λύση είναι πάλι μια νίκη της πραγματικής Ορθόδοξης Παράδοσης.

 

ΙΙΙ

Η ανάγκη να διευκρινίσουμε τη σχέση μεταξύ Ορθοδοξίας και Αμερικής θέτει ως προϋπόθεση την ανάγκη να απαντήσουμε στην ερώτηση: τι είναι Ορθοδοξία; Ή, για να το θέσουμε με ακριβέστερους όρους: τι είναι Ορθόδοξη Παράδοση; Είναι Ορθοδοξία η θρησκευτική έκφραση του Χριστιανισμού που υιοθετήθηκε από τα έθνη της Ανατολικής Ευρώπης ως θρησκεία τους και που απαιτεί για την ύπαρξη της την ολοκληρωτική σύντηξη του θρησκευτικού και του εθνικού, ένωση που επιτεύχθηκε στις Ορθόδοξες χώρες; Ή είναι η παγκόσμια, καθολική και Αποστολική αλήθεια, που προσφέρει απαντήσεις στα ανθρώπινα προβλήματα όλων και γι' αυτό απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους οπουδήποτε και αν βρίσκονται; Αυτή η ερώτηση είναι εκείνη που υπαγορεύει τις διάφορες απαντήσεις, αυτή κατέστη η λυδία λίθος της Ορθοδοξίας στην Αμερική, το σημείο αφετηρίας για μια συζήτηση που οσοδήποτε σύνθετη και αν είναι στις ανθρώπινες εκφράσεις της, αποτελεί τον πυρήνα όλων των αντιθέσεών μας, όλης μας της αναζητήσεως. Και ασφαλώς κατά ένα πολύ πραγματικό τρόπο, το ζήτημα αυτό είναι πρωταρχικά και ουσιαστικά το ζήτημα της Παραδόσεως, του περιεχομένου της και της σημασίας της.

Εάν οι πρώτοι μετανάστες μπορούσαν να αγνοούν ευτυχείς τη διαφορά μεταξύ Παραδόσεως και παραδοσιαρχίας, για τη δεύτερη γενεά η κατανόηση αυτής της διαφοράς έγινε ύψιστη ανάγκη. Γιατί προφανώς πολλά από τον εξωτερικά «Ορθόδοξο» τρόπο ζωής που ήταν φυσικός για ένα ελληνικό ή ρωσικό χωριό, απλά δεν γίνεται να διατηρηθούν στην Αμερική. Έτσι το ερώτημα τι πρέπει να διατηρηθεί με κάθε θυσία γιατί είναι ουσιαστικό στην ίδια την Ορθόδοξη Πίστη, και τι είναι πολιτιστικά συμπτωματικό, πρέπει να βρει απάντηση. Στη διαδικασία για να απαντήσουμε σ' αυτή την ερώτηση, δηλαδή για να διαμορφώσουμε έναν Ορθόδοξο τρόπο ζωής σε ένα μη Ορθόδοξο περιβάλλον, έγινε ένα σημαντικότατο βήμα προς τη λύση του προβλήματος «Ορθοδοξία και Αμερική». Είναι αδύνατο σε αυτό το σύντομο άρθρο να γίνει έστω και απλή περίληψη των διαφόρων σταδίων και των διαστάσεων αυτής της διαδικασίας, ιδιαίτερα εν όψει του γεγονότος ότι ακόμη απέχουμε από την τόσο αναγκαία διασάφηση και σύνθεση. Αυτό που μπορεί να γίνει εδώ είναι να δηλώσουμε με κάπως αποσπασματικό τρόπο τα σημεία εκείνα που οδηγούν σε μια ανανέωση την Ορθοδοξία στην Αμερική, ανανέωση αναγκαία, είμαι πεπεισμένος, όχι μόνο για τη διασπορά, αλλά επίσης και για τις Μητέρες Εκκλησίες.

Το πρώτο τέτοιο σημείο για μένα είναι το σοβαρό ενδιαφέρον που παρατηρείται μέσα στην Εκκλησία για την εκκλησιολογία στη βαθύτερη και περιεκτικότερη σημασία αυτής της λέξεως, στην κατανόηση δηλαδή της Εκκλησίας όχι μόνο ως θεσμού, αλλά και ως μυστηρίου της Νέας Ζωής, του μυστηρίου της Βασιλείας του Θεού. Η εκκλησιολογία που στα σχολαστικά μας εγχειρίδια είχε περιοριστεί στη μελέτη των «θεσμών» και της «εξουσίας», έγινε έρευνα για τη θεανδρική και εσχατολογική φύση της Εκκλησίας.

Το δεύτερο και αχώριστο από το πρώτο σημείο είναι η εκ νέου ανακάλυψη —όχι μόνο στη θεολογία αλλά και στην ίδια τη ζωή της Εκκλησίας— της Ευχαριστίας και γενικά των Μυστηρίων, ως των στοιχείων που συγκροτούν την Εκκλησία, που μ' αυτά η Εκκλησία «καθίσταται ό,τι είναι». Μπορώ να καταθέσω προσωπική μαρτυρία ότι οι ενορίες που έχουν ως κέντρο της ζωής τους την ευχαριστία, έχουν εμφανίσει μια νέα αντίληψη για την Εκκλησία, και κατά συνέπεια για τον κόσμο, την προσωπική καθώς και την κοινωνική ζωή. Η Εκκλησία έγινε μια πηγή χαράς, εμπνεύσεως, ζωντανής πίστεως στην τελείωση των πάντων εν Θεώ.

Το τρίτο σημείο είναι η τόσα υποσχόμενη αφύπνιση των «λαϊκών». Μια νέα αντίληψη της Εκκλησίας ως λαού του Θεού, που βρίσκεται σ' αυτό τον κόσμο όχι μόνο για να ικανοποιήσει τις «θρησκευτικές ανάγκες» των μελών της, αλλά για να καταθέσει μαρτυρία για το Χριστό και τη Βασιλεία που Αυτός εγκαινίασε, αναπτύσσεται μεταξύ των λαϊκών, θα τολμούσα να πω ταχύτερα απ' όσο στους κληρικούς. Και για πολλούς, η θεολογία —το ενδιαφέρον και η ανάγκη για κοινωνία με την Αλήθεια— έγινε μια προσωπική ανάγκη.

Το τέταρτο σημείο είναι μια νέα και πολύ γνήσια δίψα για μια αυθεντική πνευματική ζωή, για εξαγιασμό ή, για να χρησιμοποιήσω τις λέξεις του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, για «την απόκτηση του «Αγίου Πνεύματος». Ακόμη και αν αυτή η δίψα και η πείνα για πνευματικότητα είναι συχνά συγκεχυμένη και ακόμη συχνότερα την εκμεταλλεύονται αυτόκλητοι και αυτοεξυπηρετούμενοι «πνευματικοί», αυτή η ίδια η δίψα και η πείνα είναι αυθεντικές. Ας ευχηθούμε ότι και εδώ η γνήσια Παράδοση της Ορθόδοξης Πνευματικότητας θα ξεπεράσει τελικά όλες τις πλαστογραφίες.

 

IV

Θα μπορούσα να συνεχίσω αυτή την απαρίθμηση. Εν τούτοις ό,τι είναι σημαντικό ειπώθηκε. Υπάρχει πίσω από την κάποτε τραγική πρόσοψη της αμερικανικής Ορθόδοξης διασποράς, πίσω από τον μη κανονικό δικαιοδοσιακό πλουραλισμό, πίσω από τα ανθρώπινα πάθη και τις εκκλησιαστικές δολοπλοκίες, το σημείο της παρουσίας και της ενεργείας του Θεού, το σημείο της ανανεώσεως που συνίσταται στην εκ νέου ανακάλυψη και επιστροφή στην πραγματική Παράδοση. Δεν μπορώ να αποφύγω τη σκέψη ότι η Ορθοδοξία πρόκειται σύντομα να υποβληθεί στην Αμερική στις πιο δύσκολες «εξετάσεις» της: στη δοκιμασία της παγκοσμιότητάς της, της κλήσεώς της να κηρύξει την αλήθεια και να ζήσει με την αλήθεια παντού όπου εκτείνεται η κυριαρχία του Θεού.

Πολλά υπολείπονται να γίνουν και ανάμεσα σ' αυτά σημαντικά είναι η υπερνίκηση ενός επιφανειακού «αντιδυτικισμού», της θριαμβολογίας και της αυταρέσκειας, όλων εκείνων που είναι «ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα…» Στην ιστορία του «κόσμου τούτου» δεν υπάρχει τελική νίκη και τελική ήττα, γιατί κάθε ήττα μπορεί να μεταβληθεί σε νίκη, όπως όλες οι νίκες περιέχουν μέσα τους τούς σπόρους της ήττας. Αλλά όταν κανείς κάθε πρωί —τριάντα χρόνια τώρα— βρίσκεται στο παρεκκλήσι της εκκλησιαστικής Σχολής και παρακολουθεί τους νέους αμερικανούς σπουδαστές από κάθε δυνατή προέλευση, περιοχή και χώρα, να ψάλλουν με μια φωνή στο τέλος του όρθρου το τροπάριο του Αγίου Ερμάν της Αλάσκας, αποκτά τη βεβαιότητα ότι η Ορθοδοξία έχει σε αυτή τη χώρα μια κλήση και ότι αυτή η κλήση, παρ' όλες τις αμαρτίες μας και τις ανθρώπινες αποτυχίες, εκπληρώνεται.

Δημιουργία αρχείου: 18-6-2024.

Τελευταία μορφοποίηση: 18-6-2024.

ΕΠΑΝΩ