Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιεραποστολή - Χριστιανική Επέκταση, Ορθοδοξία και Ιστορικά θέματα

Η Χριστιανική επέκταση εν μέσω διωγμών // Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή ΟΛΟΚΛΗΡΟ Ιστορικό βιβλίο // Άγιος Ιλαρίων: Ο Ιεραπόστολος Μοναχός τής αρχαίας Παλαιστίνης (4ος αιώνας) // Η Ιεραποστολική δράση τού Αγίου Ιωάννη τού Χρυσοστόμου στη Φοινίκη (5ος αιώνας) // Ο Ευαγγελισμός τών Ούννων

Ιεραποστολή στα πέριξ της Αυτοκρατορίας βάρβαρα έθνη

Ο Ευαγγελισμός τών Γότθων

Η Εκκλησία από ενωρίς κήρυξε το Ευαγγέλιο τής Σωτηρίας στην οικουμένη

 

Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 94-98.

 

Ταυτόχρονα με τις προσπάθειές τους στο εσωτερικό, οι Βυζαντινοί ενδιαφέρθηκαν για τη διάδοση του Χριστιανισμού εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας. Εν πρώτοις η μετακίνηση της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, όπου διασταυρώνονταν τόσοι δρόμοι, που διευκόλυναν την επικοινωνία διαφόρων λαών, δημιούργησε ευνοϊκές προϋποθέσεις για την επέκταση του Χριστιανισμού.

Ήδη ο ιστορικός Σωκράτης σημειώνει τη μέγιστη επίδοση του Χριστιανισμού, την οποία προκάλεσε η μετάθεση αυτή, και υπογραμμίζει ότι «αύθις ουν μνημονευτέον και όπως επί των καιρών του βασιλέως (Κωνσταντίνου) ο Χριστιανισμός επλατύνετο»1.

Όπως είναι γνωστό, διάφοροι βάρβαροι λαοί εγκαταστάθηκαν κατά καιρούς κατά μήκος των βορείων συνόρων της αυτοκρατορίας, στις περιοχές της σημερινής νότιας Ρωσίας. Διάφορα γοτθικά φύλα, οι Ούννοι αργότερα, εν συνεχεία οι Σλάβοι. Για όλα αυτά τα βάρβαρα έθνη από νωρίς εργάσθηκαν Βυζαντινοί Ιεραπόστολοι και ενδιαφέρθηκαν οι κατά καιρούς αυτοκράτορες.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις διάφορες πληροφορίες για τις ποικίλες προσπάθειες μεταξύ των Γότθων, υπενθυμίζουμε τα σχετικά με την εξάπλωσή τους.

Κατερχόμενοι από τις ακτές της Βαλτικής, ήδη περί τα τέλη του 2ου αιώνα, εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στον ποταμό Δον και τον κάτω Δούναβη. Ο ποταμός Δνείπερος χώριζε τους Γότθους σε ανατολικούς (Οστρογότθους) και δυτικούς (Βησιγότθους).

Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα, αφενός μεν έκαναν διάφορες θαλάσσιες επιδρομές στις ακτές του Ευξείνου και του Αιγαίου, αφετέρου άρχισαν να διασχίζουν τον Δούναβη και να εγκαθίστανται σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας.

Τον 4ο αιώνα πολλοί Γότθοι υπήρχαν στον στρατό του Βυζαντίου. Όταν στα τέλη αυτού του αιώνα ο άγριος μογγολικός λαός των Ούννων επέδραμε από την Ασία, οι Γότθοι, υπό την πίεση των Ασιατών εισβολέων που κατέκτησαν τη χώρα τους, αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στην αυτοκρατορία. Έστειλαν αντιπροσώπους και παρακάλεσαν να τους επιτραπεί να εγκατασταθούν στη Θράκη, καλλιεργώντας τη γη και προσφέροντας στρατιωτικές υπηρεσίες. Μετά την άδεια εγκαταστάσεώς τους, βασικά τους κέντρα έγιναν αργότερα η Βαλκανική, η Μ. Ασία και η Κωνσταντινούπολη, όπου κατά καιρούς απέκτησαν μεγάλη δύναμη στον στρατό, δημιουργώντας και σοβαρά προβλήματα στο Βυζάντιο2.

Η Χριστιανική πίστη διαδόθηκε νωρίς μεταξύ των Γότθων, αρχικά από τους Χριστιανούς αιχμαλώτους που είχαν πάρει από την Καππαδοκία, όταν ακόμη βρίσκονταν βορείως του Καυκάσου. Παράλληλα οι Γότθοι στρατιώτες που υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στον βυζαντινό στρατό, επηρεάζονταν πολύ από τον Χριστιανισμό. Ο Μ. Κωνσταντίνος, ήδη μετά τη νίκη του κατά των Γότθων και Σαρματών, ενδιαφέρθηκε για τον εκχριστιανισμό τους. Ο ιστορικός Σωκράτης αναφέρει ότι ο Μ. Κωνσταντίνος αφού κατά κράτος νικούσε με την πίστη στο Χριστιανικό τρόπαιο τους βαρβάρους Σαρμάτες και Γότθους, «εκείνους τε εκπεπληγμένους τω παραλόγω της ήττης, πιστεύσαι τότε πρώτον τη Χριστιανισμού θρησκεία, δι' ης και Κωνσταντίνος εσώζετο»3.

Κατά την Α' Οικουμενική Σύνοδο αναφέρεται ότι έλαβε μέρος και ο Επίσκοπος Γοτθίας Θεόφιλος. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο Χριστιανισμός είχε διαδοθεί τόσο νωρίς σε όλους τους Γότθους. Τον 4ο αιώνα οι Χριστιανοί αντιμετώπισαν στη χώρα των Γότθων σκληρό διωγμό και πολλοί μαρτύρησαν. Ο Μ. Βασίλειος αργότερα, εξ αφορμής μιας επιστολής που του έστειλε ο γνωστός του δούκας Σκυθίας Ιούνιος Σωρανός, του ζήτησε να του αποστείλει λείψανα μαρτύρων, μαθητών του ιεραποστόλου Ευτυχούς από την Καππαδοκία, ο οποίος είχε προηγουμένως εργασθεί μεταξύ των Γότθων4. Και ο Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει, ότι «και Γότθοι και πάντες οι εξ εθνών Χριστιανοί μαρτυρούσι».

Κύριος όμως διαφωτιστής των Γότθων στον Δούναβη, κατά τον 4ο αιώνα, θεωρείται ο Ουλφίλας, από πατέρα Βησιγότθο και μητέρα Ελληνίδα από την Καππαδοκία, ο οποίος «εχειροτονήθη Επίσκοπος των εν Γετική (Γοτθική) Χριστιανιζόντων»5 υπό του Αρειανού Επισκόπου Νικομηδείας Ευσεβίου, κατά πάσα πιθανότητα το 3416.

Ο Ουλφίλας, ο οποίος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (340) υπέγραψε το σύμβολο των «Ομοίων» Αρειανών, κατόρθωσε να διαδώσει τον Χριστιανισμό στους Βησιγότθους, ανασύνταξε το γοτθικό αλφάβητο με Ελληνικά και Λατινικά γράμματα και μετέφρασε στα γοτθικά την αγία Γραφή -εκτός από την προς Εβραίους επιστολή. Από τη μετάφραση αυτή σώζονται ακόμη αποσπάσματα. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 383. Στη συνέχεια οι Βησιγότθοι μετέδωσαν τον Χριστιανισμό (Αρειανισμό) στα άλλα φύλα των ανατολικών Γερμανών, τα οποία αργότερα μετακινήθηκαν προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη.

Ο Χριστιανισμός αναπτύχθηκε πολύ τον 4ο αιώνα στον Δούναβη, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τις συνόδους τις οποίες έχουμε το 343 στη Σαρδική, το 358 στο Σίρμιο, το 366 στη Σιγγηδόνα (κοντά στο Βελιγράδι). Επιδρομές όμως των Ούννων του Αττίλα εξόντωσαν τον Χριστιανικό πληθυσμό των πόλεων και λήστεψαν τις Εκκλησίες. Τον 6ο αιώνα συμπλήρωσαν την καταστροφή οι Άβαροι, με αποτέλεσμα η πίστη να διατηρηθεί μόνο σε μερικές οχυρωμένες πόλεις και σε απομονωμένες ορεινές περιοχές.

Για τα γερμανικά αυτά φύλα των Γότθων έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ο Χρυσόστομος, «μαθών δε τινας των νομάδων Σκυθών παρά τον Ίστρον εσκηνημένους διψήν μεν της σωτηρίας… Επεζήτησεν άνδρας την Αποστολικήν φιλοσοφίαν εζηλωκότας, και τούτους εκείνοις επέστησεν. Εγώ δε τοι και γράμμασιν εντετύχηκα παρ’ αυτού», γράφει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Θεοδώρητος, «γραφείσι προς Λεόντιον τον Άγκυρας επίσκοπον, δι' ων και των Σκυθών εδήλωσε την μεταβολήν και πεμφθήναι άνδρας προς την τούτων ποδηγίαν επιτηδείους ηξίωσεν»7.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκε για τους Ορθόδοξους Γότθους που βρίσκονταν μέσα στην Κωνσταντινούπολη και ήσαν, καθώς φαίνεται, μισθοφόροι. Όπως μας πληροφορεί ο Θεοδώρητος, τους παραχώρησε ναό και όρισε να τελείται η Θ. Λειτουργία στη γοτθική γλώσσα, «ομογλώττους γαρ εκείνοις πρεσβυτέρους και Διακόνους και τους τα θεία υπαναγιγνώσκοντας λόγια προβαλλόμενος, μίαν τούτοις απένειμεν Εκκλησίαν, και δια τούτων πολλούς των πλανωμένων εθήρευσεν. Αυτός τε γαρ θαμινά εκείσε φοιτών διελέγετο, ερμηνευτή χρώμενος την εκατέραν γλώτταν επισταμένω τινί»8. Την ημέρα μάλιστα του Πάσχα του 399 μίλησε ο ίδιος για την κλήση των εθνικών και των βαρβάρων στον Χριστιανισμό, πλέκοντας το εγκώμιο της ευσέβειας των Γότθων9. Για καλύτερη δε ανάπτυξη της Ιεραποστολικής προσπάθειας μεταξύ των Γότθων της Ασίας χειροτόνησε Επίσκοπο τον Ουνίλα. «Ουνίλας ο Επίσκοπος ο θαυμάσιος εκείνος, όν πρώην εχειροτόνησα και έπεμψα εις Γοτθίαν, πολλά και μεγάλα κατορθώσας εκοιμήθη»10.

Ακόμη υπάρχουν πληροφορίες ότι ο Χρυσόστομος διοργάνωσε Ιεραποστολές στην Κελτική.

Ιεραποστολικές προσπάθειες μεταξύ των γερμανικών φυλών σημειώνονται και στους μετέπειτα χρόνους. Επί Ιουστινιανού έγιναν Χριστιανοί και οι Γερμανοί Έρουλοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν νοτίως του Δουνάβεως, κοντά στην περιοχή του σημερινού Βελιγραδίου. Κατά τη μαρτυρία του Προκοπίου, «επεί δε Ιουστινιανός την βασιλείαν παρέλαβε, χώρα τε αγαθή και άλλοις χρήμασιν αυτούς δωρησάμενος, εταιρίζεσθαί τε παντελώς ίσχυσε και Χριστιανούς γενέσθαι άπαντας έπεισε»11.

Και ο Ευάγριος ο Σχολαστικός προσθέτει: «Έρουλοι ποταμόν Ίστρον ήδη διαβάντες ότε την Ρωμαίων αρχήν Αναστάσιος διεκυβέρνα, φιλοφρονηθέντες υπό Ιουστινιανού χρήμασι μεγάλοις αυτούς δωρησαμένου, πασσυδί Χριστιανοί γεγόνασι και την δίαιταν επί το ημερώτερον μετέβαλον»12.

Ο βασιλιάς των Γερμανών Ερούλων ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και βαπτίσθηκε, ανάδοχος δε ήταν ο ίδιος ο Ιουστιανιανός. Η βάρβαρη φυλή, υπό την επίδραση του ευαγγελίου, εξημερώθηκε και υιοθέτησε τους νόμους και τα ήθη των Χριστιανών.

 

Σημειώσεις


1. Σωκράτους, εκκλησιαστική Ιστορία, Α' 18 και 19. PG. 67, 121,125.

2. Vassiliev, μν. έργ., σ. 111-117.

3. Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α' 18, PG. 67, 121.

4. Μ. Βασιλείου, Επιστολαί ΡΝΕ΄, ΡΞΔ΄, ΡΞΕ΄, PG 32, 612, 636, 637.

5. Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 2, 5, υπό J. Bidez, Λειψία 1913.

6. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1948, Α΄, σ. 242.

7. Θεοδωρήτου, εκκλησιαστική Ιστορία, V, κεφ. ΛΑ', PG 82, 1257-1258.

8. Θεοδωρήτου, εκκλησιαστική Ιστορία, V, κεφ. Λ΄, PG 82,1257.

9. Ιωάννου Χρυσοστόμου, ομιλία Η', λεχθείσα εν τη Εκκλησία τη επί Παύλου, Γότθων αναγνόντων, και πρεσβυτέρου Γότθου προσομιλήσαντος, PG 63, 499-510.

10. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Επιστολή ΙΔ΄ προς Ολυμπιάδα, PG 52,618.

11. Προκοπίου, Γοτθικοί Πόλεμοι, ΙΙ, 14,έκδ. Βόννης, σ. 204.

12. Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία. IV, κεφ. K', PG 86, 2740.

Δημιουργία αρχείου: 13-10-2015.

Τελευταία μορφοποίηση: 14-10-2015.

ΕΠΑΝΩ