Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Ιησούς Χριστός και μυθικά αρχέτυπα * Η ιστορική μαρτυρία τού Απουλήιου για τον Χριστό, από τον Β΄ μ.Χ. αιώνα * Εξωχριστιανικές μαρτυρίες για τον Ιησού Χριστό * Μπορεί να αμφισβητηθεί πλέον η ιστορικότητα του Ιησού; * Η αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής * Αξιοπιστία Αποστολικών μαρτυριών * Μια ιστορική επιστολή για τους διωγμούς τών Χριστιανών * Ιησούς Χριστός και μυθικά αρχέτυπα * Η αρχαιότερη γνωστή παραπομπή στην Αγία Γραφή * Ο χρόνος συγγραφής τών τεσσάρων Ευαγγελίων * Περιεχόμενα και Εισαγωγή στο ψευδοντοκιμαντέρ Ζeitgeist * Σπίτι από την εποχή του Ιησού ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στη Ναζαρέτ * Οι απόστολοι που θυσιάστηκαν για την πίστη τους * Εισαγωγή στην "ψυχολογία του Αθεϊσμού"

Επιδράσεις Ειδωλολατρικαί

επί της Χριστιανικής Λατρείας

Τού Παναγιώτη Τρεμπέλα

 

Πηγή: Τρεμπέλας Ν. Παν., 'Αρχαί και Χαρακτήρ της Χριστιανικής Λατρείας', τόμ. Α΄, έκδ. 3η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 1998, σελ. 81-112.

 

 

 

1. Θέσις του ζητήματος

Νεώτεροι διανοούμενοι επεζήτησαν παραπλεύρως των εκ της Ιουδαϊκής λατρείας επιδράσεων επί της χριστιανικής λατρείας να ανεύρωσι και επιδράσεις εκ των εθνικών λατρειών, μάλιστα δε επιδράσεις εκ των μυστηριακών θρησκειών, τας οποίας παρέστησαν τόσον ριζικάς και βαθείας, ώστε να διατείνονται ότι εξηγούσιν αύται και αυτήν την ύπαρξιν της νέας λατρείας. Αι έρευναι των κριτικών τούτων υπήρξαν μακραί και επίμονοι, έφεραν δε εις φως γεγονότα, ονομασίας, τελετάς, αναλογίας και ομοιότητας, άτινα εκ πρώτης όψεως προεκάλεσαν εντύπωσιν τινά. Βαθυτέρα όμως και περισσότερον επισταμένη εξέτασις δεν εβράδυνε να κατάδειξη, ότι επρόκειτο περί ομοιοτήτων επιπολαίων και όλως εξωτερικών, ενώ κατ’ ουσίαν παρουσιάζοντο διαφοραί εμφανείς και ασυμβίβαστοι, πείθουσαι, ότι αι επιπόλαιαι μεν ομοιότητες ήσαν τυχαίαι όλως, τα δε δάνεια ήσαν όλως ασήμαντα και εστερημένα οιασδήποτε σοβαρότητος.

 

2. Η προς τον Εθνισμόν απέχθεια των Χριστιανών

Αντιμετωπίζοντες τον περί ειδωλολατρικών επιδράσεων ισχυρισμόν τούτον θα είχομεν να παρατηρήσωμεν κατ’ αρχήν, ότι η απέχθεια των πρώτων χριστιανών προς παν το εθνικόν ή ειδωλολατρικόν, η εμπνευσθείσα υπ’ αυτού του Χριστού και των αποστόλων, υπήρξε τοιαύτη, ώστε να καθιστά δυσπαράδεκτον, έτι δε και όλως αδύνατον την επί της χριστιανικής λατρείας υποτιθεμένην ταύτην επίδρασιν. Πράγματι. Αυτός ο Κύριος διδάσκων, πώς πρέπει να προσεύχονται οι μαθηταί του, επέστησεν εις αυτούς την προσοχήν, ίνα μήποτε «βαττολογήσωσιν, ώσπερ οι εθνικοί», οίτινες «δοκούσιν, ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται» (Ματθ. ς' 7).

Αποφυγών δε κατά την διάρκειαν της δημοσίας αυτού δράσεως να κηρύξη το ευαγγέλιον της βασιλείας εις εθνικούς και να εξέλθη των ορίων της Παλαιστίνης, όταν παρά τα σύνορα Τύρου και Σιδώνος ευρίσκεται προ της τοσαύτην πίστιν επιδειξαμένης Χαναναίας, δεν διστάζει να ομιλήση περί των εθνικών ως κυναρίων (Ματθ. ιε’  26, 27). Αλλά προ παντός ο θείος Παύλος διακηρύττει σαφώς, ότι δεν υπάρχει σχέσις και «συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων», ουδέ «κοινωνία φωτί προς σκότος» και «συμφώνησις Χριστού προς Βελίαρ» (Β΄ Κορινθ. ς' 14-16). Και βεβαιοί τους Κορινθίους, ότι οι εθνικοί «ό θύουσιν, δαιμονίοις και ου Θεώ θύουσιν», οι τρώγοντες δε τη συνειδήσει του ειδώλου τα θυόμενα εις τα είδωλα κρέατα, καθίστανται «κοινωνοί των δαιμόνιων». Κατ’ ακολουθίαν λοιπόν δεν επιτρέπεται ουδέ δύνανται οι χριστιανοί «ποτήριον Κυρίου πίνειν και ποτήριον δαιμόνιων» ουδέ «τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμόνιων», «παραζηλούσι» δε και εξοργίζουσι τον Κύριον οι εις τοιαύτας ειδωλολατρικάς κοινωνίας και συμμετοχάς παρασυρόμενοι (Α' Κορινθ. ι’ 20-22). Επί πλέον μεταξύ των αποφάσεων, τας οποίας έλαβεν η εν Ιεροσολύμοις Σύνοδος των Αποστόλων, υπήρξε και το «απέχεσθαι ειδωλοθύτων» (Πράξεις ιε’ 29).

Ούτως ευθύς εξ αρχής και απ' αυτών των πρώτων χρόνων της συστάσεως της Εκκλησίας εξεδηλώθη σφοδρά απέχθεια κατά της λατρείας των ειδώλων, την οποίαν ενίσχυον και οι εκ του Ιουδαϊκού κόσμου, του σφόδρα αποστρεφομένου τους εθνικούς, προερχόμενοι πρώτοι χριστιανοί προσήλυτοι, οι και αποτελούντες τους πρώτους πυρήνας των πλείστων και εκτός της Παλαιστίνης Εκκλησιών, αφού, ως γνωστόν, οι κηρύττοντες εις τα έθνη το ευαγγέλιον απόστολοι εις τας συναγωγάς της Διασποράς πρώτον απηυθύνοντο. Εμίσουν εντεύθεν και οι χριστιανοί, ως οι Ιουδαίοι, παν το εκ της λατρείας των ειδώλων προερχόμενον, υπάρχουσι δε πράγματι εις την λατρείαν των πρώτων αιώνων πολλά σημεία, αποκαλύπτοντα την απέχθειαν και το μίσος των πρώτων χριστιανών προς τον εθνικόν κόσμον. Ούτως υπό έκαστον είδωλον έβλεπον οι πρώτοι χριστιανοί και ανά έν δαιμόνιον, κατά το ψαλμικόν «οι θεοί των ειδώλων δαιμόνια», εξώρκιζον δε το ύδωρ, το άλας, το έλαιον και τας άλλας ουσίας ως στοιχεία κόσμου κυριαρχούμενα υπό των δαιμόνων.

Η απόταξις από του σατανά, η ήδη εισαχθείσα απ' αυτού του δευτέρου αιώνος εις την τελετήν του βαπτίσματος, η αποκήρυξις των πομπών και των έργων αυτού, καθώς και το σύνολον των τελετών και των ερωτήσεων της ακολουθίας των κατηχουμένων καθιερώθησαν έκτοτε διά τους εκ του εθνισμού προσχωρούντας εις τον Χριστιανισμόν μάλλον παρά διά τους εκ του Ιουδαϊσμού προσηλύτους. Ενωρίτατα δε και εις αυτήν την λειτουργίαν εισήχθησαν αι υπέρ των κατηχουμένων δεήσεις, εις τας οποίας οι πιστοί καλούνται να παρακαλέσωσι τον Θεόν, όπως «εξέληται αυτούς από παντός πονηρού και ατόπου πράγματος· από παντός αμαρτήματος διαβολικού και πάσης περιστάσεως του αντικειμένου» και «λυτρώσηται αυτούς της παλαιάς πλάνης και της μεθοδείας του αντικειμένου»1. Εις τας αιτήσεις ταύτας αναμφιβόλως υπονοείται η ευχή, όπως οι κατηχούμενοι καταλίπωσι τα είδωλά των. Πώς ήτο λοιπόν δυνατόν, αφού τοιαύτην απέχθειαν επέδειξε προς τον εθνισμόν εξ αρχής η Εκκλησία, να δεχθή επιδράσεις εξ αυτού εις την λατρείαν αυτής, ήτις αποτελεί τον εξωτερικόν παλμόν της σφιζούσης εν τω εσωτερικω αυτής ζωής της;

 

3. Αντίθεσις οξεία του μονοθεϊσμού προς τον πολυθεϊσμόν

Έπειτα, ως ορθώς τονίζει ο Cabrol 2, πολυθεϊσμός και μονοθεϊσμός είναι θρησκείαι και συστήματα εκ διαμέτρου αντίθετα. Ο κύριος χαρακτήρ της θρησκείας των εθνικών είναι ου μόνον οι πολλοί θεοί, οίτινες σχεδόν είναι ίσοι προς αλλήλους, αλλά και η πεποίθησις, την οποίαν ίσως δεν συνεμερίζοντο ανώτεροί τινες διανοούμενοι, ότι οι θεοί κατώκουν εις τους ναούς των και ήσαν αχώριστοι των αργυρών ή χρυσών ή ξύλινων ή μαρμάρινων ειδώλων των, άτινα δεν ήσαν απλαί τινές παραστάσεις των θεών τούτων, αλλ' αυτοί ούτοι οι θεοί, ταυτιζόμενοι εξ ολοκλήρου προς τα είδωλά των. Συντρίβειν το είδωλον εταυτίζετο κατά την πίστιν των προσκυνούντων αυτό προς το συντρίβειν αυτόν τον θεόν.

Εν άλλαις λέξεσιν η αντίληψις αύτη καθίστα την λατρείαν του ειδώλου τούτ’ αυτό φετιχισμόν. Εντεύθεν δε και παρά τοις πιστοίς των ειδώλων εκράτει θεοσέβεια τις παχυλή και χονδροειδής, στενή και εστερημένη ανωτέρας γνώσεως, κατανέμουσα το ενδιαφέρον της ψυχής και διασπώσα την λατρείαν αυτής εις το πλήθος των θεών, εις τρόπον ώστε ο λάτρης αμφεταλαντεύετο και κατείχετο υπό ασυγκρατήτου δισταγμού, αγνοών εις ποίον εκ των θεών τούτων να αφοσιωθή. Επειδή δε οι θεοί ήσαν ακολαστότεροι ούτοι από τους άλλους, ακόμη δε μερικοί εξ αυτών και αλλόκοτοι και γελοίοι, διεφημίζοντο δε διά τας ζηλοτυπίας των, τας αιμομιξίας των, τα φονικά των μίση και τας απεχθείς παρεκτροπάς των, οι λάτρεις τούτων όχι μόνον δεν ελάμβανον ώθησιν τινά προς τελειοποίησιν εαυτών, αλλ' εκ του κακού παραδείγματος των θεοτήτων και εκ της ουχί σπανίως ειδεχθούς τούτων λατρείας ήγοντο εις μεγαλυτέραν ηθικήν κατάπτωσιν και εξαχρείωσιν.

Όπως δε εξακολουθεί παρατηρών ο Cabrol, εκ της φετιχιστικής ταύτης αντιλήψεως απέρρεε και αύτη η συνέπεια, ότι δηλαδή η θρησκεία ήτο τι καθαρώς εξωτερικόν, επί τινάς μόνον στιγμάς θεραπευόμενον, τούτο δε απήτει λατρείαν εξωτερικήν, θυσίας τινάς δαπανηράς ή και ολιγοδαπάνους προς καταπράϋνσιν της εξωργισμένης θεότητος, δώρα αργυρά, οίνον και άλλα τινά τρόφιμα προς επίσπασιν της ευνοίας αυτής, εξωτερικάς τινάς ασκήσεις, προσευχάς μεγαλοφώνους, θυμιάματα και βαθείας προσκυνήσεις προ του αγάλματος του πραϋνομένου και ικετευομένου θεού. Τούτων γενομένων ο λάτρης ανεπαύετο ως εκπληρώσας παν ό,τι η λατρεία του θεού του επέβαλλε και ως εξοφλήσας άπαν το προς αυτόν χρέος του. Εξερχόμενος λοιπόν του ναού εθεώρει εαυτόν ελεύθερον και αδέσμευτον έναντι οιουδήποτε ηθικού φραγμού.

Συνεπώς ο σεβασμός προς τους λατρευομένους θεούς δεν είχεν ουδεμίαν πραγματικήν επίδρασιν επί τού εσωτερικού τού λάτρου και εν γένει επί τας εκδηλώσεις της ζωής αυτού. Εσωτερική ζωή και προσπάθεια προς αναγέννησιν και καθαρμόν της καρδίας δεν υπάρχει εις την θρησκείαν και την λατρείαν του ειδώλου.

Αντιθέτως ο Χριστιανισμός, ως ήδη ελάβομεν αφορμή να τονίσωμεν επανειλημμένως, εκζητών την εν Πνεύματι και αληθεία λατρείαν, ωθεί προς κατεύθυνσιν ουχί απλώς διάφορον, αλλ' όλως ανατρεπτικήν και ριζικώς επαναστατικήν προς εκείνην, την οποίαν διέγραφεν η λατρεία των ειδώλων. Η χριστιανική λατρεία προ παντός είναι εσωτερικότης και δημιουργείται εκ του πλεονάσματος της εσωτερικότητος. Το ενδιαφέρον και η αφοσίωσις και η ευλάβεια του λάτρου ελκύονται από έναν και μόνον Θεόν. Δεν διασπώνται περί πολλά και διαφέροντα αλλήλων ή και αντιτιθέμενα προς άλληλα λατρευτικά αντικείμενα. Και η αφιέρωσις είναι ολοκληρωτική, ουχί δε μόνον κατά τας ώρας της λατρείας, αλλά και συνεχιζομένη κατά τα παρεμπίπτοντα μεταξύ των ωρών τούτων ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα. Ευρισκόμεθα ούτω μεταξύ δύο όλως αντιθέτων και εξ ολοκλήρου αιρουσών και αναιρουσών αλλήλας λατρευτικών εκδηλώσεων. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να εξαρτηθή η μία από της άλλης και να χρησιμεύση η μία πηγή και γεννήτρια της ετέρας;

 

4. Αι αναλογίαι και εξωτερικαί ομοιότητες δεν υπονοούσι δάνεια

Της εσωτερικότητος, ως εξεθέσαμεν ταύτην και ανωτέρω και αλλαχού, αποτελούσης αυτήν ταύτην την ουσίαν της λατρείας, είναι αυτονόητον, ότι και αυτό έτι το σημείον του σταυρού μεταπίπτει εις άνευ αξίας τινός και ωφελείας απομίμησιν, όταν, καθ’ όν χρόνον διαγράφομεν αυτό διά της χειρός, δεν πάλλη και ο εσωτερικός ημών άνθρωπος εξ ευγνωμοσύνης διεγειρομένης υπό της πίστεως εις τον απολυτρωτικόν θάνατον του Κυρίου και της εμπιστοσύνης εις την δύναμιν και ισχύν την απορρέουσαν από του θανάτου τούτου. Παν εξωτερικόν σημείον εν τη χριστιανική λατρεία έχει πάντοτε και περιεχόμενον, υπό του οποίου δέον να διεγείρηται η ψυχή του λάτρου, συμμετέχουσα εν επιγνώσει της σημασίας τούτου, ώστε τούτο ν’ αποτελή υπερεκχείλισιν της εσωτερικής λατρευτικής διαθέσεως. Λόγοι και σημεία και χειρισμοί και ανατάσεις χειρών είναι σύμβολα εξωτερικά ιδεών και σκέψεων της ψυχής και της διανοίας. Όταν λοιπόν τελώνται κεχωρισμένως τούτων καταντώσι νεκρός τύπος, τοιαύτην παρουσιάζοντα διαφοράν, οποίαν και είς νεκρός έναντι ζώντος και μετά δυνάμεως μείζονος ή ήττονος δρώντος οργανισμού. Ισχύει δε και το αντίθετον.

Ούτω δεν διεκδικούμεν διά τον Χριστιανισμόν το μονοπώλιον των εννοιών της θυσίας, της εξιλεώσεως, της απολυτρώσεως ή τας τελετάς της μυήσεως, του καθαρμού, του φωτισμού κλπ. Αύται αποτελούσι στοιχεία, υποκείμενα ως βάσεις εν πάση θρησκεία και ανευρίσκονται εις μέγαν αριθμόν θρησκειών, κεχωρισμένων απ' αλλήλων διά του διαστήματος και του χρόνου και του τόπου, εις τρόπον ώστε να μη χωρή υπόνοια, ότι αύται επέδρασαν επ' αλλήλων. Επόμενον λοιπόν είναι εξωτερικαί τινές αναλογίαι να υπάρχωσιν μεταξύ των ειδωλολατρικών και των χριστιανικών τελετών. Τούτο όμως δεν αποδεικνύει ουδ' υπονοεί δάνειον τι, ούτε η αναλογία υποθέτει αναγκαίως σχέσιν εξαρτήσεως και υποταγής, αφού, ως είπομεν, το παν εν τη λατρεία είναι εσωτερικότης. Και αι λειτουργικαί ύλαι εν τη λατρεία, όπως το έλαιον, το ύδωρ, η τέφρα, καθώς και διάφοροι χειρισμοί, οίον η επίθεσις των χειρών, υπάρχουσι κοιναί εις πολλάς θρησκείας. Η χρησιμοποίησις όμως τούτων ενέχει σημασίαν συμβολικήν, εις διάφορον και εις άλλην αναφερομένην έννοιαν παρ’ εκάστη των θρησκειών. Δεν πρέπει δε να φανή κατ’ ουδέν παράδοξον, ότι και εν τη χριστιανική λατρεία ανευρίσκονται τινά εκ των λειτουργικών τούτων στοιχείων ή συμβόλων, εφ' όσον το ουσιώδες εν προκειμένω είναι η έννοια, την οποίαν η Εκκλησία εκφράζει διά των συμβόλων τούτων, ήτις αποτελεί και το εσωτερικόν περιεχόμενον αυτών. Τα στοιχεία ή σύμβολα ταύτα καθ’ εαυτά και μεμονωμένως εξεταζόμενα είναι αδιάφορα και ως ενδύματα εξωτερικά δύνανται να προσλάβωσι διάφορον παρ’ εκάστη θρησκεία περιεχόμενον.

Εάν λοιπόν θα ηθέλομεν να πληροφορηθώμεν, τι η Εκκλησία εκφράζει διά των συμβόλων και της χρησιμοποιήσεως των υλών ή τών χειρισμών τούτων, θα έπρεπε να εξετάσωμεν αυτά καθ’ όλην την σύνθεσιν αυτών, τουτέστιν ουχί μόνον κατά την εξωτερικήν εντύπωσιν, την οποίαν παρέχουσιν, αλλά και κατά την σχέσιν αυτών προς την έννοιαν και αλήθειαν, ήτις αποτελεί το πραγματικόν περιεχόμενόν των. Και ίνα καταστήσωμεν το πράγμα αισθητότερον διά παραδειγμάτων, αναφερόμεθα εις την χρήσιν του ύδατος και εν τοις καθαρμοίς των εθνικών. Η χρήσις αύτη και εν τη λατρεία των ειδώλων δεν σημαίνει, ότι ο Χριστιανισμός εδανείσθη εκείθεν το βάπτισμα αυτού. Το χριστιανικόν βάπτισμα προσλαμβάνει την υψηλήν και σπουδαίαν σημασίαν του από το περιεχόμενον του συμβολισμού του και από το σύνολον των άλλων τελετών, αίτινες το συνοδεύουν. Συνθαπτόμεθα μετά του Χριστού διά του βαπτίσματος, γινόμενοι σύμφυτοι τω ομοιώματι του θανάτου αυτού και συσταυρούται ο παλαιός ημών άνθρωπος εν τω ύδατι, ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν (Ρωμαίους ς' 4-5). Τοιαύτην σημασίαν και μυστικήν έννοιαν αποκλειστικώς και μόνον εν τη χριστιανική λατρεία απαντώμεν, ως προς την τελετήν του εν τω ύδατι βαπτίσματος, το οποίον διά τούτο και καλείται υπό του θείου Παύλου «λουτρόν παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου» (Τίτ. γ' 5).

Παρόμοια τινα θα ηδύνατο τις να παρατηρήση και περί της χρήσεως άρτου και οίνου εν τη θεία Ευχαριστία. Άρτου και οίνου χρήσιν δεν είναι δύσκολον να συνάντηση τις και εις άλλας λατρείας. Την αλήθειαν όμως της μεταβολής των στοιχείων τούτων εις Σώμα και Αίμα του Κυρίου και της ταυτίσεως της χριστιανικής Ευχαριστίας προς την απολυτρωτικήν θυσίαν του Σταυρού μόνον εν τη χριστιανική λατρεία και μόνον εις αυτήν και εις ουδεμίαν άλλην ευρίσκομεν διακηρυπομένην και πιστευομένην. Εις ποίαν δε θα παρεσύρετο πλάνην ο εκ της απλής χρήσεως των δύο τούτων στοιχείων και εν άλλαις λατρείαις συνάγων το συμπέρασμα, ότι κατ’ εξάρτησιν εξ αυτών εισήχθη η χρήσις τούτων και εν τη χριστιανική λατρεία, δύναται ν’ αντιληφθή τις εκ των υπό του Ιουστίνου αναφερομένων περί των μυστηρίων του Μίθρα. Κατά τον απολογητήν τούτον δηλαδή, την αυτήν χρήσιν «και εν τοις του Μίθρα μυστηρίοις παρέδωκαν γίνεσθαι μιμησάμενοι οι πονηροί δαίμονες», διότι «άρτος και ποτήριον ύδατος τίθεται εν ταις του μυουμένου τελεταίς» 3. Αλλά ποια είναι η έννοια και το εσωτερικόν περιεχόμενον του άρτου και του ποτηρίου, των χρησιμοποιουμένων εν τη θεία Ευχαριστία, είπομεν ήδη. Πόσον δε διαφόρως εχρησιμοποιούντο ταύτα και εν ταις τελεταίς του Μίθρα αντιλαμβάνεται τις, όταν λάβη υπ’ όψιν, ότι εν τω μυστηριακώ δείπνω του Μίθρα παρετίθεντο και σάρκες εκ του θυσιασθέντος ταύρου, το δε ποτήριον δεν περιείχεν απλούν ύδωρ, αλλά ποτόν τι, το οποίον ο Loisy 4 καλεί haoma και εις την σύνθεσιν του οποίου εχρησιμοποιείτο και το σπέρμα του ταύρου!

 

5. Λείψανα ειδωλολατρικά εξαλλάσσουσιν έννοιαν υπό χριστιανικού περιεχομένου

Αλλά και εις άλλας τινάς περιπτώσεις, κατά τας οποίας λείψανα τινά εκ της παλαιάς ειδωλολατρικής συνηθείας και λατρείας παρεισέδυσαν εις τας χριστιανικάς λατρευτικάς εκδηλώσεις, επιστραφέντων εκ του εθνικού κόσμου εις τον Χριστιανισμόν, λόγω του νέου χριστιανικού περιεχομένου, το οποίον ταύτα προσέλαβον, ουδ' επ' ελάχιστον και ταύτα εμείωσαν την πρωτοτυπίαν της χριστιανικής λατρείας. Ο Cabrol 5 αναφέρει περίπτωσιν τινά τοιαύτην, αντιταχθείσαν υπό του Ρ. Drews 6 και αναφερομένην εις τελετήν του βαπτίσματος εν Αιγύπτω και Ισπανία. Κατ’ αυτήν ο νεόφυτος υπεχρεούτο να ποδοπατήση γυμνόπους δέρμα κτήνους. Τούτο δε υπενθυμίζει την δεισιδαίμονα πεποίθησιν των ειδωλολατρών, ότι οι δαίμονες περιβάλλονται διά δερμάτων ζώων 7. Και ότι μεν αποτελεί δεισιδαιμονίαν το φρόνημα τούτο το σχετιζόμενον προς την περιβολήν του δαίμονος, ουδείς θα ημφεσβήτει. Ότι δε και υπό το ένδυμα της ειδωλολατρικής ταύτης δεισιδαιμονίας υποδηλούται διά του νέου εκ του Χριστιανισμού περιεχομένου ένθεν μεν η περιφρόνησις του σατανα και η απάρνησις αυτού, τούθ’ όπερ δηλούται και διά του συμβολικού πτύσματος, του διδομένου υπό του από τασσομένου αυτώ κατηχουμένου, ένθεν δε και η καταπάτησις του Σατανά διά της ισχύος της παρεχομένης υπό του βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων, και τούτο είναι προφανές. Παρά ταύτα λοιπόν, το εμφιλοχωρήσαν παλαιόν απόλειμμα, υπενθυμίζον ειδωλολατρικήν δεισιδαιμονίαν, τούτο διά του νέου περιεχομένου, όπερ προσέλαβε, μετεβλήθη εις σύμβολον εκφράζον μεγάλας και υψηλάς χριστιανικάς εννοίας.

 

6. Η αρχέγονος απλότης της χριστιανικής λατρείας και η ενότης αυτής

Δεν πρέπει επί πλέον να παρατρέχηται το γεγονός, ότι η σημερινή χριστιανική λατρεία παρουσιάζεται μεν πολυσύνθετος, προήλθεν όμως εκ πυρήνος τινός αρχικού καταπληκτικής απλότητος, αποτελουμένου εξ ωρισμένων τελετών ευθύς εξ αρχής εν αυτή τη κοιτίδι του Χριστιανισμού συσταθεισών, συνδεομένων δε προς αλλήλας δι' ενότητος αρχής και σκοπού και κυριαρχουμένων υπό μητρικής τινός ιδέας ταξιθετούσης αυτάς και προδιαγραφούσης σαφώς και αυστηρώς την περαιτέρω εξέλιξιν και τούτων και της όλης λατρείας. Το Βάπτισμα, η Ευχαριστία, η δι' επιθέσεως των χειρών των αποστόλων μετάδοσις των δωρεών του Αγίου Πνεύματος εις πάντας τους πιστούς και η καθιέρωσις των εις την διακονίαν της Εκκλησίας εκλεγομένων και αφοσιουμένων πιστών, υπήρξαν αι από των πρώτων ημερών και ετών της συστάσεως της Εκκλησίας παρουσιαζόμεναι ως εν πλήρει ισχύι τελεταί, διαμορφωθείσαι δε εν αυτώ τώ κέντρω του Ιουδαϊσμού, τω τοσούτον μισαλλοδόξω και μετ’ απεχθείας και αποτροπιασμού ασυγκρατήτου κατά παντός ό,τι ειδωλολατρικόν αντιτιθεμένω.

Η απλότης και η ενότης του πυρήνος αυτού είναι πρόδηλος και εις πάντας εμφανής. Δεν παρουσιάζει ούτος την μορφήν μωσαϊκού, όπως θα ενεφανίζετο, εάν απετελείτο εκ δεδανεισμένων τεμαχίων. Κυριαρχεί εν αυτώ, ως ήδη είπομεν, ενότης σκοπού και αρχής. Ούτω διά του Βαπτίσματος οι προσήλυτοι της νέας πίστεως εισάγονται εις την νέαν ζωήν του Χριστού· διά της Ευχαριστίας προσλαμβάνουσι την ουρανίαν τροφήν, την ενισχύουσαν την νέαν ταύτην ζωήν και αυξάνουσαν αυτήν εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, προς τον οποίον και ενούνται οι της ζωής αυτού μετασχόντες και εις αυτήν αυξάνοντες και προαγόμενοι· διά της επιθέσεως των χειρών, της αντιστοιχούσης προς το μυστήριον του Χρίσματος, λαμβάνουσιν ούτοι την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την ενεργούσαν μεν και εν τοις μυστηρίοις του Βαπτίσματος και της Ευχαριστίας, συντελούσαν δε και εν αυτοίς την τελείωσιν της καινής εν Χριστώ κτίσεως.

Αι πρώται λοιπόν αύται τελεταί, αι από των πρώτων ημερών της χριστιανικής Εκκλησίας τεθείσαι εν ισχύι, προδήλως συνδέονται στενώς προς αλλήλας, εξαρτώμεναι η μία εκ της άλλης και απορρέουσαι πάσαι εκ μιάς και της αυτής αρχής, κυριαρχούμεναι και εμψυχούμεναι υπ’ αυτής. Πας χριστιανός δηλαδή είναι μαθητής του Χριστού και μέλος αυτού. Πάντες δε οι χριστιανοί είναι το νέον γένος, το από του Χριστού καταγόμενον και εις τον Χριστόν ενσωματούμενον, ως μυστικόν σώμα αυτού. Έκαστος χριστιανός λοιπόν γενναται εν τη ζωή του Χριστού διά του βαπτίσματος· διατηρείται και αυξάνει εν τη ζωή του Χριστού, τρεφόμενος εκ της ζωοποιού και αθανάτου τροφής της θείας Ευχαριστίας, εν τη οποία τρώγει την σάρκα του Χριστού και πίνει το αίμα αυτού· εκ της αυτής υπερφυούς και ουρανίας τροφής τρέφονται και οι λοιποί αδελφοί του, συνενούμενοι δι' αυτής και προς τον Χριστόν και προς αλλήλους και συναποτελούντες ούτω, διά της ενσωματώσεως αυτών, την μίαν, αγίαν Εκκλησίαν, εν τη οποία, προς διαχείρισιν των μυστηρίων του Θεού, υπάρχουσιν ειδικοί οικονόμοι και λειτουργοί, ως τοιούτοι δε απ' αυτής της συστάσεως της Εκκλησίας εγκατεστάθησαν υπό του ιδρυτού αυτής οι απόστολοι. Εάν τις των πιστών πέση, ως ο κατ’ αυτούς τους πρώτους χρόνους της Εκκλησίας παρεκτραπείς εν τη Εκκλησία της Κορίνθου αιμομίκτης, ανίσταται διά της μετανοίας, η οποία, εφ' όσον είναι ειλικρινής, αποκαθιστά τον πεπτωκότα εις την προ της πτώσεως αυτού κατάστασιν της χάριτος, συμφώνως και προς την εξουσίαν, την οποίαν κατά την μαρτυρίαν αυτών των κατά τον πρώτον αιώνα συγγραφέντων ευαγγελίων, έδωκεν ο Χριστός εις τους αποστόλους του και δι' αυτών εις την ταμιούχον της χάριτος Εκκλησίαν του.

Επί πλέον οι πιστοί επισυνάγονται εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού. Ομού δε και κατ’ ιδίαν έκαστος προσεύχονται προς τον αληθινόν Θεόν, ενιαίον μεν, αλλά και τριαδικόν και τρισυπόστατον, αναφέροντες τας ευχαριστίας και δεήσεις των προς αυτόν διά του Ιησού Χριστού, ως μόνου μεσίτου και μεγάλου αρχιερέως καταλλάσσοντος αυτούς προς τον Πατέρα. Δεν προσάγουσιν εις αυτόν θυσίας ζώων και αίματος ταύρων και τράγων και σποδόν δαμάλεως. Λατρεύουσιν Αυτόν εν Πνεύματι, αφιερούντες εις Αυτόν πάσας τας πνευματικάς και σωματικάς των δυνάμεις και διά της πλήρους υποταγής ολοκλήρου της υπάρξεως αυτών εις το θέλημά του, προσπαθούσι να παριστώσιν τα σώματα αυτών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, λογικήν λατρείαν εις αυτόν.

Αυταί είναι αι κύριαι και θεμελιώδεις γραμμαί της νέας λατρείας, ήτις διά μέσου των αιώνων παρουσίασεν αναμφιβόλως πλουσίαν εξέλιξιν από απλουστάτης, οποία υπήρξεν εν αρχή, αποβάσα πολυσύνθετος. Πάντοτε όμως αι θεμελιώδεις αύται γραμμαί παρέμειναν αμετάβλητοι και πάσαι αι επιγενόμεναι εις την χριστιανικήν λατρείαν μεταβολαί και προσαυξήσεις εγένοντο εντός του πλαισίου, του υπ’ αυτών εξ αρχής διαγραφέντος, ανεξαρτήτως του αν εις την περιφέρειαν παρεισήλθον και στοιχεία τινά εκ του περιβάλλοντος, εν μέσω του οποίου εξηπλώθη η μία Καθολική και Οικουμενική Εκκλησία.

Η ώθησις λοιπόν προς εξέλιξιν της νέας λατρείας εδόθη εκ των ένδον, εκ των εξ αρχής ως θεμελίων λίθων ταύτης τεθεισών γραμμών, έξωθεν δε μόνον αφορμαί εδόθησαν διά την εξέλιξιν ταύτην, εντεύθεν δε παρά την εκ της εξελίξεως προελθούσαν πλουσίαν και δαψιλή σύνθεσιν, κατ’ ουσίαν η νέα λατρεία παρέμεινεν αμετάβλητος και εξακολουθούσι να είναι ευδιάκριτοι και σήμερον έτι, αι αποτελέσασαι την πρώτην εκείνην απλότητα της χριστιανικής λατρείας αρχαί.

Τι παρεισήλθεν εις την περιφέρειαν της χριστιανικής λατρείας εκ του εθνικού περιβάλλοντος, θα είπωμεν εν τω οικείω τόπω. Προς το παρόν περιοριζόμεθα να τονίσωμεν, ότι αι δευτερεύουσαι και λεπτομερειακαί αύται επιδράσεις, κατ’ ουδέν θίξασαι το αρχέγονον πνεύμα και τας θεμελιώδεις γραμμάς της χριστιανικής λατρείας, αφήκαν αυτήν κατ’ ουσίαν ανέπαφον και αμετάβλητον ως αύτη είχε διαμορφωθή εν τω μέσω του Ιουδαϊκού περιβάλλοντος της πρώτης Εκκλησίας, το οποίον υψούτο ως αδιαπέραστον τείχος εις πάσαν ειδωλολατρικήν διείσδυσιν, ικανήν να επιδράση οπωσδήποτε εις την λατρείαν των οπαδών του Ιησού Χριστού, οίτινες επί αρκετά εν τη αρχή έτη προήρχοντο εκ των τρεφόντων αδιάλλακτον μίσος προς παν ό,τι ειδωλολατρικόν απογόνων του Ισραήλ. Εφ' όσον δε εις το περιβάλλον τούτο η πρώτη Εκκλησία εδέξατο την εκ της ιουδαϊκής λατρείας επίδρασιν, δεν απέμενε κατά την ορθήν παρατήρησιν του Cabrol ουδείς πλέον χώρος, τουλάχιστον κατά την διάρκειαν της πρώτης περιόδου, όπως εμφιλοχωρήσωσι και ειδωλολατρικαί επιδράσεις, οίας εξεδέχθησαν ταύτας νεώτεροι τινές συγγραφείς 8.

 

7. Οι περί επιδράσεων εκ του Γνωστικισμού αντιφατικοί Ισχυρισμοί του Renan

Ερχόμενοι ήδη και εις εξέτασιν των επί μέρους ισχυρισμών και θεωριών, αίτινες προεβλήθησαν εκ μέρους των υποστηριζόντων, ότι ενεφίλοχώρησαν εις την χριστιανικήν λατρείαν εθνικαί επιδράσεις, θα εσημειούμεν πρωτίστως, ότι προς παράκαμψιν του κωλύματος, το οποίον εδημιούργει ο ανυπέρβλητος φραγμός, ο χωρίζων τον Ιουδαϊκόν από του εθνικού κόσμου και λόγω του οποίου καθίστατο αδύνατος η παρείσδυσις ειδωλολατρικών επιδράσεων εις τα Ιεροσόλυμα, άτινα απετέλουν την κοιτίδα της νέας λατρείας, υπεστηρίχθη, ότι ουχί αμέσως, αλλ' εμμέσως ενεφιλοχώρησαν αι επιδράσεις αύται. Και περισσότερον συγκεκριμένως κατά τον Renan αμέσως μεν εκ της λατρείας των ειδώλων δεν ήντλησεν ο Χριστιανισμός εν τη διαμορφώσει της ιδικής του λατρείας, ο Γνωστικισμός όμως εχρησίμευσεν ως γέφυρα, διά της οποίας εμμέσως και ως διά πλαγίας, ουχί δε τοσούτον εμφανούς πηγής, εισέρρευσεν η εθνική επίδρασις, χωρίς να συνάντηση πολλάς και οξείας αντιδράσεις. Ούτω κατά τους ισχυρισμούς του Renan η Εκκλησία οφείλει το παν ή σχεδόν το παν εις τον Γνωστικισμόν, και ιδία την χρήσιν φυλακτών, την λατρείαν των αγγέλων, των μαρτύρων και των εικόνων, τας χρίσεις, το πλείστον των εορτών της Παρθένου και των αγίων κλπ. 9. Δια του Γνωστικισμού η Εκκλησία ήλθεν εις επαφήν προς τα αρχαία μυστήρια και προσέλαβεν εξ αυτών ό,τι θα ικανοποίει τον λαόν της. Χάρις εις τον Γνωστικισμόν κατά τον τέταρτον αιώνα κατέστη δυνατόν, ίνα ο κόσμος μεταπηδήση από της ειδωλολατρείας εις τον Χριστιανισμόν, χωρίς να αντιληφθή τούτο, και προ παντός χωρίς να εισχωρή εις αυτόν αμφιβολία περί του ότι δεν προσεχώρει εις τον Ιουδαϊσμόν. Η ορθοδοξία έλαβεν από τους Γνωστικούς πλήθος ευτυχών ιδεών λαϊκής αφοσιώσεως. Εκ της θεουργίας δε η Εκκλησία κατήρτισε τας μυσταγωγίας της. Αι εορταί της, τα μυστήριά της, η τέχνη της προέρχονται κατά μέγα μέρος εκ των αιρέσεων τούτων, τας οποίας η Εκκλησία κατεδίκασε 10.

Εις τας αοριστολογίας ταύτας και τας άνευ πραγματικού ερείσματος υποθέσεις ταύτας του Renan θα είχομεν να αντιτάξωμεν πρωτίστως, ότι ο Matter, εις τον οποίον ο Renan παραπέμπει και από του οποίου κατά τον Cabrol 11 δανείζεται πάσας τας περί Γνωστικισμού πληροφορίας του, υποστηρίζει την όλως αντίθετον θέσιν. Βεβαιοί δηλαδή ο Matter, ότι όλως τουναντίον ο Γνωστικισμός εδανείσθη από της Εκκλησίας κατά μέγα μέρος τας λειτουργικάς του πράξεις και ασκήσεις 12. Την αυτήν θέσιν υπεστήριξαν και ο Probst 13, εκτενέστατα δε και ο Cabrol 14 καθώς και άλλοι, εν οις και ο Duchesne.

Έπειτα, ισχυρίζεται μεν ο Renan, ότι οι Γνωστικοί «καθίδρυσαν την γέφυραν, διά της οποίας πλήθος ειδωλολατρικών συνηθειών και πράξεων παρεισέδυσαν εις την Εκκλησίαν», δεν αποδεικνύει όμως τούτο, αλλ' όλως τουναντίον δε εκείνων, τα οποία συγχρόνως και παραλλήλως παραδέχεται ο ίδιος, ου μόνον εξασθενίζει, αλλά και ανατρέπει τον ισχυρισμόν αυτού τούτον. Αναφερόμενος δηλαδή εις τας επί μέρους διδασκαλίας του Γνωστικισμού ομολογεί ο Renan 15, ότι «πάντα ταύτα ήσαν ασυμβίβαστα προς τον Χριστιανισμόν. Η μεταφυσική αύτη των ονειροπολημάτων, η ηθική αυτή των ερημιτών, η βραχμανική αυτή αλαζονεία, ήτις θα επανέφερεν, εάν την άφιναν ανεμπόδιστον, το καθεστώς των ινδικών φυλών, θα εφόνευον την Εκκλησίαν, εάν η Εκκλησία δεν είχε λάβει τα προφυλακτικά της μέτρα». «Η καταστροφή του Χριστιανισμού θα επήρχετο, διότι αυτή ήτο εις το βάθος των θεωριών τούτων. Κατήργουν τον ζώντα Ιησούν· δεν άφηναν παρά μόνον φάσμα τι του Ιησού άνευ δυνάμεως, ικανής προς επιστροφήν της καρδίας, αντικαθίστων την ηθικήν προσπάθειαν διά φαινομενικής τίνος επιστήμης· ετοποθέτουν το ονειροπόλημα εις την θέσιν των χριστιανικών πραγματικοτήτων, εκάστου αποκτώντος το δικαίωμα να σχηματίζη κατ’ αρέσκειαν Χριστιανισμόν της φαντασίας του εν τοις δόγμασι και τοις προγενεστέροις βιβλίοις. Ούτως ο Χριστιανισμός έπαυε να υπάρχη και καθίστατο ξένον τι παράσιτον, το οποίον εζήτει να εμφανισθή ως κλάδος του δένδρου της ζωής». «Ο Γνωστικισμός θα εφόνευε την Εκκλησίαν, εάν αυτή δεν προελάμβανε» 16.

Ήτο λοιπόν ο Γνωστικισμός εχθρός θανάσιμος της Εκκλησίας, ήτις θα εφονεύετο υπ’ αυτού, εάν αύτη δεν είχε λάβει εγκαίρως τα μέτρα της. Αλλ' αφού η Εκκλησία εγκαιρότατα αντιμετώπισε τον Γνωστικισμόν ως θανάσιμον εχθρόν και εξουδετέρωσε τον εξ αυτού κίνδυνον, πώς ήτο δυνατόν να πορισθή εξ αυτού δάνεια διά το τελετουργικόν της; Ιδού η αντίφασις.

 

8. Ο κατά του Γνωστικισμού αγών της Εκκλησίας απ’ αυτών των αποστολικών χρόνων

Πράγματι δε απ' αυτών των πρώτων χρόνων της συστάσεως αυτής, η Εκκλησία αντιμετώπισε τον Γνωστικισμόν δραστικώς, ως εχθρόν αδιάλλακτον. Εν αυτή τη Κ. Δ. συναντώμεν τας πρώτας αποκηρύξεις των Γνωστικών κακοδοξιών, εν συνεχεία δ’ έπειτα και άνευ διακοπής συνεχίζεται υπό των εν τη Εκκλησία ποιμένων και συγγραφέων ο κατ’ αυτών αγών. Ούτως, ίνα παραλίπωμεν Σίμωνα τον Μάγον, όστις «διά το ικανώ χρόνω ταις μαγείαις εξεστακέναι» τους Σαμαρείτας εκαλείτο «η δύναμις του Θεού η μέγαλη», αλλά και κατεκρίθη ήδη υπ’ αυτού του Πέτρου (Πράξεις η' 10, 11, 20), εν τη προς Κολοσσαείς επιστολή αυτού, μόλις την έκτην μετά Χριστόν δεκαετηρίδα, ο θείος Παύλος αποκηρύσσει την γνωστικίζουσαν «θρησκείαν των αγγέλων» και την φυσίωσιν των αποπειρωμένων να εμβατεύσωσιν εις «ό μη εωράκασι, φυσιούμενοι υπό του νοός της σαρκός αυτών, και προσεχόντων εις εντάλματα και διδασκαλίας ανθρώπων, άτινα εστί λόγον έχοντα σοφίας» μόνον, ουχί δε και πραγματικήν δύναμιν, συνιστάμενα δε «εν εθελοθρησκεία» και ψευδοταπεινοφροσύνη και «αφειδία σώματος προς πλησμονήν της σαρκός» (Κολοσ. β΄ 18, 22, 23). Εξαίρων δε την ασύγκριτον υπεροχήν του Κυρίου, υπέρ τους αγγέλους και υπέρ πάσαν την κτίσιν υψουμένου, άτε ων δημιουργός αυτών, μεταχειρίζεται τον όρον «πλήρωμα», πιθανώς δανειζόμενος τούτον παρά των Γνωστικών, ίνα δείξη την ορθήν έννοιαν αυτού, τονίζων, ότι «εν αυτώ (τω Χριστώ) κατοικεί παν το πλήρωμα» (Κολοσ. β' 9).

[Σημείωση του επιμελητή της δημοσίευσης: Μάλλον το πιθανότερο είναι ότι οι γνωστικοί δανείστηκαν τον όρο «πλήρωμα» από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, όπως και άλλους όρους από την Κ.Δ. Ο Παύλος αναφέρεται σαφώς στο «πλήρωμα της θεότητος», το οποίο «κατοικεί σωματικώς» εν τω Χριστώ (Κολοσ. β΄ 9), και συνεχίζει «και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, ος εστίν η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας» (στ. 10). Εξάλλου, χρησιμοποιεί τον όρο και σε άλλα σημεία, όπως Εφεσίους α΄ 22-23 («και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου») και γ΄ 19 («ίνα πληρωθήτε εις παν το πλήρωμα του Θεού»).

Το ίδιο ισχύει και για τον όρο «αιώνες» («δι’ ού και τους αιώνας εποίησεν», Εβρ. α΄ 2), ληφθέντα από τους γνωστικούς για να ονομάσουν τις κατ’ αυτούς θείες οντότητες που «απέρρευσαν» από τον Ένα Θεό, καθώς και για άλλους όρους της Αγίας Γραφής, όπως Παράκλητος, Σοφία, Μονογενής, Λόγος, Εκκλησία κ.λ.π. Περισσότερα μπορείτε να δείτε στα κεφάλαια που ακολουθούν, αλλά και εδώ, ιδιαίτερα στο κεφάλαιο «Γνωστικά απόκρυφα – Το κατά Φίλιππον ευαγγέλιο». Περί Γνωστικισμού γενικότερα εδώ].

Πράγματι· η υπό του Αποστόλου συσχέτισις αυτή, κατά τον Β. Στεφανίδην 17 ήτο επιτυχής. Ενώνων τις τους αιώνας της θεότητος σωματικώς έχει τον Λόγον του Θεού των Χριστιανών, δι' ού συνετελέσθη η δημιουργία. Χωρίζων όμως αυτόν εις πολλά ιδιαίτερα όντα έχει τους αιώνας των Γνωστικών. Αλλά εκτός των ανωτέρω και αι κατά «γενεαλογιών απεράντων» και «βεβήλων και γραωδών μύθων» (Α' Τιμοθ. α' 4 και δ’ 7) συστάσεις του θείου Παύλου εις τας Ποιμαντικάς επιστολάς, εθεωρήθησαν υπό τινών νεωτέρων ως αναφερόμεναι εις τας γενεαλογίας των αιώνων, περί τας οποίας ησχολούντο οι Γνωστικοί. Και επί τη υποθέσει δε, ότι εν τοις ανωτέρω χωρίοις ο θείος Απόστολος έχει υπ’ όψιν «ιουδαϊκούς μύθους» ωθούντας εις «μάχας νομικάς» κατά τα Τίτ. α' 14, γ' 9, και πάλιν «αι βέβηλοι κενοφωνίαι και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως», από των οποίων συνιστά ο Απόστολος εις τον Τιμόθεον ν’ απέχη, καθώς και οι «εν υποκρίσει ψευδολόγοι, οι κεκαυτήριασμένοι την ιδίαν συνείδησιν και κωλύοντες γαμείν» και συνιστώντες «απέχεσθαι βρωμάτων» 18 σχετίζονται ασφαλώς προς τον Γνωστικισμόν και τους προδρόμους αυτού.

Κατά τον Στεφανίδην 19 εις τους εν τη Κ. Δ. πολεμουμένους Γνωστικούς αποδίδεται ασκητισμός, αλλά και το αντίθετον αυτού, έκλυσις ηθών. Πράγματι δε εις τας Καθολικάς επιστολάς γίνεται λόγος περί ψευδοδιδασκάλων, οίτινες «τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην αρνούμενοι» «εξακολουθήσουσιν αυτών ταις ασελγείαις», «οπίσω σαρκός εν επιθυμία μιασμού πορευόμενοι» (Β΄ Πέτρου β΄ 1, 2, 10), «ασεβείς, την του Θεού ημών χάριν μετατιθέντες εις ασέλγειαν» (Ιούδ. 4). Τούτους δε φαίνεται έχων υπ’ όψιν και ο Ιωάννης εν τη Αποκαλύψει αυτού, τους οποίους χαρακτηρίζει ως «κρατούντας την διδαχήν Βαλαάμ και την διδαχήν Νικολαϊτών» (Αποκάλ. β΄ 14-15). Τέλος ο Γνωστικός Κήρινθος είναι σύγχρονος του ευαγγελιστού Ιωάννου, εις τα πρώτα δε κηρύγματα του δοκητισμού αναφέρεται το χωρίον της Α' Ιωάν. α΄ 1-3, το ποιούμενου λόγον περί πολλών ψευδοπροφητών εξεληλυθότων εις τον κόσμον και διακηρύττον σαφώς, ότι «παν πνεύμα ό μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστιν και τούτο εστίν εκ του αντιχρίστου». Και αυτά επαναλαμβάνει ο θείος Απόστολος και εν τη δευτέρα Καθολική επιστολή του (στίχ. 7), τονίζων προς ους επιστέλλει, ότι «πολλοί πλάνοι εξήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτος εστίν ο πλάνος και ο αντίχριστος».

 

9. Ο κατά του Γνωστικισμού αγών κατά τους μεταπόστολικούς χρόνους

Δεν απομένει λοιπόν ουδ' ελαχίστη τις αμφιβολία περί του ότι ήδη αυτοί οι Απόστολοι εκήρυξαν σφοδρόν τον πόλεμον κατά του Γνωστικισμού και των προδρόμων αυτού. Ο εξ αρχής δε της καθιδρύσεως της Εκκλησίας αρξάμενος αγών ούτος συνεχίσθη αδιαπτώτως, ως καταδεικνύεται εκ των επιστολών του αποστολικού πατρός Ιγνατίου, εν ταις οποίαις κατακρίνονται «ώσπερ τινές άθεοι όντες, τουτέστιν άπιστοι» οι λεγόντες τον Ιησούν Χριστόν «το δοκείν πεπονθέναι» και βλασφημούντες αυτόν μη ομολογούντες σαρκοφόρον», απεχόμενοι δε «ευχαριστίας και προσευχής διά το μη ομολογείν την ευχαριστίαν σάρκα είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» 20.

Μετά τον θεοφόρον Ιγνάτιον κατά τον δεύτερον αιώνα, εν συνεχεία δε και κατά τον τρίτον, δεν υπήρξεν εκκλησιαστικός συγγραφεύς, όστις να μη έγραψε κατά των αιρετικών μεν γενικώς, ειδικώτερον δε κατά των Γνωστικών. Ούτως Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς δεν περιωρίσθη μόνον να συγγράψη το «Σύνταγμα κατά πασών των γεγενημένων αιρέσεων» 21, ουδέ απλώς απεκήρυξε και κατέκρινε τους γνωστικούς Σίμωνα και Μένανδρον και Μαρκίωνα, κατονομάζων αυτούς ρητώς εν τη Α’ Απολογία του 22, αλλ' ως πληροφορεί ημάς ο Ειρηναίος 23, και ειδικόν «σύνταγμα προς Μαρκίωνα» συνέγραψε κατακρίνων την περί δύο δημιουργών διδασκαλίαν τούτου και βεβαιών κατηγορηματικώς, ότι «αυτώ τω Κυρίω ουδ' αν επείσθην, άλλον θεόν καταγγέλλοντι παρά τον Δημιουργόν» και ότι παρά του ενός Θεού, όστις εποίησε τον κόσμον τούτον και έπλασεν ημάς και πάντα συνέχει και διακυβερνά, ήλθεν ο μονογενής Υιός προς ημάς.

Τον γνωστικόν Βασιλείδην εξ άλλου ανήρεσεν ο εν τοις τότε γνωριμώτατος συγγραφεύς Αγρίππας Κάστωρ 24, ενώ έτερος απολογητής, ο Αντιοχείας Θεόφιλος, συνέγραψε το υπό την επιγραφήν «προς την αίρεσιν Ερμογένους» σύγγραμμά του, άλλα και τον «κατά Μαρκίωνος λόγον» 25, κατά τον αυτόν δε που χρόνον και Φίλιππος ο Γορτύνης Επίσκοπος «σπουδαιότατον και αυτός πεποίηται κατά Μαρκίωνος λόγον», καθώς και ο Μόδεστος «διαφέροντως παρά τους άλλους ως έκδηλον τοις πάσι κατεφόρησε πλάνην» του αυτού γνωστικού, αλλά «και άλλοι πλείους, ων παρά πλείστοις εισέτι νυν οι πόνοι διαφυλάττονται» 26. Αλλά και ο μαθητευθείς παρά τω Τατιανώ Ρόδων αντεπεξελθών διά συγγραφής κατά της αιρέσεως του Μαρκίωνος ονομάζει αυτόν «τον Ποντικόν λύκον», τω οποίω κατηκολούθησαν ο Απελλής, «ο πειθόμενος αποφθέγμασι παρθένου δαιμονώσης όνομα Φιλουμένης», και έτεροι «αφ’ ων εισί Ποτίτος τε και Βασιλικός» και άλλοι «επί το χείρον εξοκείλαντες ων εστίν αρχηγός και προστάτης Σύνερως» 27.

Επακολουθεί έπειτα η από του τέλους του δευτέρου και των αρχών του τρίτου αιώνος σειρά περιφανών πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, οι οποίοι ομοφώνως και εν συμφωνία αναλαμβάνουσι να αναιρέσωσι τας πλάνας του Γνωστικισμού. Ούτως ο Ειρηναίος δεν συνέγραψε μόνον τα υπό τον τίτλον «Έλεγχος και αποτροπή της ψευδωνύμου γνώσεως» βιβλία πέντε, τα περισωθέντα εις ημάς κατά το πλείστον εν Λατινική μεταφράσει, αλλά και έτερον «περί ογδοάδος» κατά της «Ουαλεντίνου πλάνης» σύγγραμμα, καθώς και την προς Φλωρίνον επιστολήν «περί μοναρχίας ή περί του μη είναι τον Θεόν ποιητήν κακών» 28, άτινα απωλέσθησαν. Ο Τερτυλλιανός εξ άλλου συνέγραψεν ειδικά έργα κατά του Γνωστικισμού οία τα Adversus Marcionem, Adversus Hermogenem, Adversus Valentinianos, καθώς και τα απολεσθέντα, μνημονευόμενα δε υπ’ αυτού εις άλλα διασωζόμενα συγγράμματά του, De censu animae contra Hermogenem 29 και Adversus Appellicianos 30.

Επακολουθεί τέλος ο Ιππόλυτος, όστις εις τον «Κατά πασών αιρέσεων έλεγχον» αυτού, τον συνήθως και φιλοσοφούμενα καλούμενον, ομιλεί περί των αιρετικών τριάκοντα και δύο τον αριθμόν, εκθέτων τα συστήματα αυτών και περιλαμβάνων ταύτα υπό το όνομα Γνωστικοί. Ευθύς ο εξ αρχής χαρακτηρίζων αυτά βεβαιοί κατηγορηματικώς, ότι τα υπό τούτων «δοξαζόμενα αρχήν εκ της Ελλήνων σοφίας έλαβον, εκ δογμάτων φιλοσοφουμένων και μυστηρίων επικεχειρημένων και αστρολόγων ρεμβομένων». Ως εκ τούτου εθεώρησεν εύλογον ίνα εκθέση πρώτον «τα δόξαντα τοις των Ελλήνων φιλοσόφοις», έπειτα δε να παραβάλη προς αυτά «εκάστην αίρεσιν», ίνα ούτως αποδειχθή, ότι έκαστος «πρωτοστάτης της αιρέσεως επλεονέκτησε λαβόμενος τας αρχάς» εκ των φιλοσόφων και λοιπών ειδωλολατρών «και εκ τούτων επί τα χείρονα ορμηθείς δόγμα συνεστήσατο» 31.

Ως συγγράμματα λοιπόν ειδωλολατρικά αντιμετώπισαν τας συγγραφάς των Γνωστικών οι σύγχρονοι αυτών Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Τούτο άλλως τε εμφαίνεται και εξ ων περί του Μαρκίωνος γράφει ο Τερτυλλιανός βεβαιών, ότι ο Θεός αυτού εκ των Στωικών προήλθε, καθώς και ότι την δοξασίαν αυτού, περί του ότι η ψυχή απόλλυται, παρά των Επικουρείων παρέλαβε και άλλα της διδασκαλίας αυτού στοιχεία είτε εκ του Ζήνωνος, είτε εκ του Ηρακλείτου εδανείσθη 32.

Εν μέσω λοιπόν τοιούτου συγγραφικού αγώνος κατά του Γνωστικισμού και άλλων προφορικών κηρυγμάτων, τα οποία δεν είναι δυνατόν να μη εγένοντο εις τας συνάξεις των πιστών, και διά των οποίων πάντων ο Γνωστικισμός προεβάλλετο εις τους Χριστιανούς ως γέννημα και συμπίλημα ειδωλολατρικόν, πώς θα ήτο δυνατόν η Εκκλησία ν’ αντλήση ως από πηγής διαυγούς εκ των πεπλανημένων τούτων συστημάτων έστω και δευτερεύοντα τινά στοιχεία της λατρείας της;

 

10. Δάνεια του Γνωστικισμού εκ του Χριστιανισμού

Δάνεια λοιπόν εκ του Γνωστικισμού ήτο αδύνατον να συντελεσθούν υπό της Εκκλησίας, της καθορισάσης τας κεντρικάς και θεμελιώδεις γραμμάς της λατρείας αυτής απ' αυτής της συστάσεώς της, μάλιστα δε καθ’ όν χρόνον δεν είχεν εισέτι επεκταθή πέραν της Ιουδαϊκής κοιτίδος αυτής. Τουναντίον ο Γνωστικισμός, ως ήδη απέδειξεν ο Matter και άλλοι, εδανείσθη πολλά εκ του Χριστιανισμού και παραμορφώσας ταύτα και συναναμίξας μετά στοιχείων ειδωλολατρικών και εθνικών ανήγειρε το οικοδόμημα αυτού δαπάναις και εις βάρος της αληθείας, έχων κύριον σκοπόν ουχί να επιστρέψη εις τον Χριστόν τους εθνικούς, αλλά να διαστρέψη τους Χριστιανούς κατά τους χαρακτηρισμούς του Τερτυλλιανού 33.

Ότι δε οι Γνωστικοί εδανείσθησαν εκ του Χριστιανισμού και διέστρεψαν κατά τας ιδίας αυτών πλάνας τα δεδανεισμένα, εμφαίνεται και άλλοθεν, αλλά και εκ των τίτλων πολλών εκ των υπ’ αυτών συγγραφέντων και εις κυκλοφορίαν τεθέντων αποκρύφων. Ούτως, κατά την μαρτυρίαν του Ευσεβίου 34, ο Βασιλείδης συνέταξεν «εις το Ευαγγέλιον τέσσαρα προς τοις είκοσι βιβλία», κατά δε τον Ειρηναίον 35 αμύθητον πλήθος αποκρύφων και νόθων γραφών παραφέρουσιν» οι Γνωστικοί και «ένια των εν ευαγγελίω κειμένων μεθαρμόζουσι» παρερμηνεύοντες αυτά και διαστρέφοντες, τοιούτων δε παραποιήσεων και διαστροφών δείγματα παρατίθενται εν συνεχεία ικανά 36.

Εκ του πλήθους τούτου των αποκρύφων αναφέρει ο Ειρηναίος μόνον το κατ’ Ιούδαν ευαγγέλιον 37, εν τω οποίω υπεστήριζον, ότι ο προδότης μόνος εκ των λοιπών αποστόλων εγνώριζε την περί του Ιησού αλήθειαν, δι' αυτό δε και προέδωκεν αυτόν, ορθώς ενεργών και ουδέν το αξιοκατάκριτον πράττων. Εντεύθεν και Τερτυλλιανός 38, μέμφεται των Ουαλεντινιανών και των Μαρκιωνιτών, διότι αλλοιούσι και ερμηνεύουσι πεπλανημένως την Γραφήν και προσθέτουσιν εις τα ιερά κείμενα βλασφήμους μύθους και αποκρύφους διδασκαλίας. Ο Ιππόλυτος εξ άλλου, ποιούμενος λόγον περί των διδασκαλιών των Ναασσηνών και των Σηθιανών, αναφέρει, ότι «τας εξαλλαγάς ταύτας τας ποικίλας», τας οποίας ούτοι απετόλμησαν επί των ιστορουμένων υπό της Γραφής, έχουσιν «εν τω επιγραφομένω κατ’ Αιγυπτίους ευαγγελίω» και «εν τω κατά Θωμάν επιγραφομένω ευαγγελίω», ένθα απαντάται η ρήσις: «Εμέ ο ζητών ευρήσει εν παιδίοις από ετών επτά·  εκεί γαρ εν τω τεσσαρεκαιδεκάτω αιώνι κρυβόμενος φανερούμαι» 39.

Χαρακτηριστικαί εισί και αι επιγραφαί των αποκρύφων του Γνωστικισμού «ερωτήσεις Μαρίας», εν αίς περιελαμβάνοντο αποκαλύψεις του Χριστού προς την Μαρίαν, και «Γέννα Μαρίας» 40. Ταύτα δε πάντα μαρτυρούσιν, ότι δανειζόμενοι οι Γνωστικοί ονόματα και γεγονότα εκ της Βίβλου έπλαττον ιδίας γραφάς αποκρύφους, διαστρέφοντες αυτά και νοθεύοντες κατά τας πλάνας αυτών. Και ίνα κατά Ειρηναίον είπωμεν, ο Μαρκίων και άλλοι Γνωστικοί ετόλμων να περικόπτωσι τας Γραφάς («Circumcidere Scripturas») και να ακρωτηριάζωσι το κατά Λουκαν ευαγγέλιον και τας επιστολάς του Παύλου, μόνα ταύτα λέγοντες ότι είναι νόμιμα και γνήσια, άτινα αυτοί συνέστειλαν («Secundum Lucam autem Evangelium et Epistolas Pauli decurtantes, haec sola legitima esse dicunt, quae ipsi minoraverant») 41.

 

11. Δάνεια του Γνωστικισμού εκ του Χριστιανικού τελετουργικού

Αλλ' ας εξετάσωμεν ήδη και τον έτερον ισχυρισμόν του Renan, καθ’ ον διά μέσου των Γνωστικών διεβιβάσθη εις την Εκκλησίαν η διαμόρφωσις των μυστηρίων αυτής. Ο Bareille 42 αντιθέτως προς τον ισχυρισμόν τούτον βεβαιοί, ότι όλως ιδιαιτέρως, όσον αφορά εις τα μυστήρια, οι Γνωστικοί εδανείσθησαν εκ της Εκκλησίας και ουχί η Εκκλησία εξ αυτών. Ούτως ο Μαρκίων και οι οπαδοί είχον εν χρήσει το βάπτισμα. Προσφυώς δε ερωτά ο Τερτυλλιανός: Προς τι απαιτείται ως αναγκαίον υπό των Γνωστικών τούτων το βάπτισμα, αφού αποκλείουσιν ούτοι από της σωτηρίας το σώμα; 43 Όλως λοιπόν ασυνεπώς υιοθετήσαντες το βάπτισμα παρεποίησαν την επίκλησιν αυτού προσαρμόσαντες αυτήν προς τας ιδίας πεπλανημένας δοξασίας. Κατά τον Ειρηναίον 44 δηλαδή οι οπαδοί του Μαρκίωνος «άγουσι» τον υπ’ αυτών τελειούμενον «εφ' ύδωρ και βαπτίζοντες ούτως επιλέγουσιν εις όνομα αγνώστου Πατρός των όλων, εις αλήθειαν μητέρα πάντων, εις τον κατελθόντα Ιησούν, εις ένωσιν και απολύτρωσιν και κοινωνίαν των δυνάμεων». Άλλοι δε τινες εξ αυτών, προς τον σκοπόν να καταπλήξουν τους τελειουμένους, «Εβραϊκά ονόματα επιλέγουσιν ούτως· Βασσεμά χαμοσσή, βααιανορά, μισταδία ρουαδά, κουστά βαβοφόρ καλαχθεί. Τούτων δ' η ερμηνεία εστί τοιαύτη· υπέρ πάσαν δύναμιν του Πατρός επικαλούμαι φως ονομαζόμενον και πνεύμα αγαθόν και ζωή· ότι εν σώματι εβασίλευσας. Άλλοι δε πάλιν την λύτρωσιν επιλέγουσιν ούτως· Το όνομα το αποκεκρυμμένον από πάσης θεότητος και κυριότητος και αληθείας, ό ενεδύσατο Ιησούς ο Ναζαρηνός εν ταις ζωαίς του φωτός του Χριστού, Χριστού ζώντος διά Πνεύματος Αγίου, εις λύτρωσιν αγγελικήν».

Ότι αι ως άνω επικλήσεις προήλθον εκ παραποιήσεως της Χριστιανικής εν τω βαπτίσματι επικλήσεως και δεν αποτελούσιν ανεξαρτήτους και πρωτοτύπους επικλήσεις, είναι εξ εαυτού δήλον, καταφαίνεται δε και εκ της παρεισαγωγής εις αυτάς του ονόματος του Ιησού, του κατελθόντος και ενδυσαμένου το όνομα το αποκεκρυμμένον και του Χριστού του ζώντος διά Πνεύματος Αγίου.

Αλλά και εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, εκ της Εκκλησίας παραλαβών τούτο ο Μαρκίων αντικατέστησε μεν τον οίνον δι’ ύδατος, μετέβαλε δε τους λόγους του Κυρίου «τούτο εστί το σώμα μου» εις «τούτο εστί το σχήμα του σώματός μου» 45 συμμορφώσας αυτούς προς τα δοκητικά φρονήματά του, συμφώνως προς τα οποία το σώμα του Χριστού ήτο μόνον φαινομενικόν και συνεπώς εν τη ευχαριστία φαινομενικόν και σχήμα σώματος μετεδίδετο 46. Έτερος δε γνωστικός, ο Μάρκος, κατά την μαρτυρίαν του Ειρηναίου 47 «προσποιούμενος ευχαριστείν» εχρησιμοποίει «ποτήρια οίνω κεκραμένα» και «εκτείνων τον λόγον της επικλήσεως, παρουσίαζε ταύτα, ότι δήθεν μετεβλήθησαν εις πορφυρά και ερυθρά, διότι έσταξεν εις αυτά η χάρις «το αίμα το εαυτής διά της επικλήσεως αυτού», προέτρεπε δε «τους παρόντας εξ εκείνου γεύσασθαι του πόματος, ίνα και εις αυτούς επομβρήση η διά του μάγου τούτου κληϊζομένη Χάρις». Διά παρόμοιας πάλιν αγυρτίας κρατών ποτήριον μείζον έρριπτεν εις αυτό εκ του μικροτέρου ποτηρίου, το οποίον παρέδιδεν εις γυναίκας, τας οποίας εκάλει να ευχαριστήσωσι «παρεστώτος αυτού». Κατά τον αυτόν δε χρόνον έλεγεν: «Η προ των όλων, η ανεννόητος και άρρητος χάρις πληρώσαι σου τον έσω άνθρωπον και πληθύναι εν σοι την γνώσιν αυτής, εγκατασπείρουσα τον κόκκον του σινάπεως εις την αγαθήν γην» [ΟΟΔΕ: ληφθέντα από Ματθ. ιζ΄ 20 και Λουκ. η΄ 8]. Παρουσίαζε δε ως θαύμα την υπερεκχείλισιν του μεγάλου ποτηρίου εκ της εις αυτό κενώσεως του μικρού «και άλλα τινά τούτοις παραπλήσια ποιών, εξηπάτησε πολλούς και απαγήοχεν οπίσω αυτού».

Αρκετά ταύτα, ίνα καταδείξωσιν, ότι τα αληθή μυστήρια του Βαπτίσματος και της Ευχαριστίας υπήρχον εν τη Εκκλησία, εκ ταύτης δε ο Γνωστικισμός παραλαβών ταύτα παρεποίησε κατά τας ίδιας πλάνας. Άλλως τε, ως προηγουμένως είπομεν, ο Lietzmann το περί της Ευχαριστίας δάνειον εκ του Ελληνιστικού κόσμου, το μεταβαλόν ταύτην εις μυστήριον, υπεστήριξεν ως γενόμενον υπ’ αυτού του Παύλου. Εν τούτω η υπόθεσις αύτη του εγκύψαντος και εις την μελέτην του Γνωστικισμού ιστορικού τούτου ναι μεν θέτει ζήτημα ούτως ή άλλως δανείων της Εκκλησίας εκ των μυστηριακών θρησκειών, αποκλείει όμως, ότι τα δάνεια ταύτα εγένοντο εκ του Γνωστικισμού, ως υπεστήριξεν ο Renan. Και εδόθη μεν εν τω οικείω τόπω απάντησις εις την υπόθεσιν ταύτην του Lietzmann, ενδείκνυται όμως ενταύθα να εξετάσωμεν και λεπτομερέστερον, εάν όντως το τελετουργικόν της χριστιανικής Εκκλησίας εδέξατο επιδρασίν τινα, εκ των δρωμένων εν τοις εθνικοίς μυστηρίοις.

 

12. Γενικά περί των εθνικών μυστηρίων

Αλλαχού εν ειδικώ συγγράμματι 48 διεπραγματεύθημεν διά μακρών την υπόθεσιν, την υπό του Reitzenstein και του Loisy εν χρόνοις σχετικώς νεωτέροις υποστηριχθείσαν, καθ’ ην ο Παύλος εδέξατο βαθείαν την εκ των Μυστηριακών θρησκειών του Εθνισμού επιδρασίν, εκεί δε θα ηδύνατο τις να πληροφορηθή εν πάση λεπτομερεία περί του ανυποστάτου της υποθέσεως ταύτης. Ενταύθα θα προσθέσωμεν ολίγα τινά, όσα θα ήσαν αρκετά να συμπληρώσωσι και τα αλλαχού του κεφαλαίου τούτου λεχθέντα.

Πρωτίστως θα έπρεπε να τονισθή, ότι τα γραπτά μνημεία, τα μαρτυρούντα περί των εθνικών μυστηρίων, ούτε πολυάριθμα είναι, ούτε εν πάσιν αξιόπιστα. Δεν είναι δε εν πάσιν αξιόπιστα, διότι εφ' όσον μεν πρόκειται περί μαρτυριών εξ εθνικών φιλοσόφων ή εκ χριστιανών συγγραφέων, έχουσιν εμφιλοχωρήσει εις αυτάς υποκειμενικά στοιχεία, των μεν φιλοσόφων αλληγορούντων τα μυστήρια κατά τας ιδίας αυτών προκαταλήψεις, των δε χριστιανών ζητούντων ν’ αποδείξωσιν, ότι ο δαίμων εν τοις ειδωλολατρικοίς μυστηρίοις απεμιμήθη και παρεποίησε τας τελετάς του Χριστιανισμού 49. Εφ' όσον δε πρόκειται περί άλλων γραπτών μνημείων παλαιών, αναφερομένων εις τας μυστηριακάς θρησκείας, σοβαραί ανακύπτουσι δυσκολίαι ως προς τον καθορισμόν της ακριβούς χρονολογίας αυτών. Η ακριβής δε χρονολογία ενέχει σοβαροτάτην σημασίαν, εφ' όσον κατά τους μετά την εμφάνισιν του Χριστιανισμού χρόνους αι μυστηριακαί τελεταί υπέστησαν την επίδρασιν ου μόνον του λεγομένου συγκρητισμού, αλλά και αυτών έτι των τελετών και διδασκαλιών του Χριστιανισμού, δεν είναι δε η κατά τους χριστιανικούς χρόνους μορφή των μυστηριακών θρησκειών απαραλλάκτως η αυτή προς την προχριστιανικήν. Διατρέχομεν λοιπόν τον κίνδυνον αναλογίας και ομοιότητας δεδανεισμένας εκ του Ιουδαϊσμού ή του Χριστιανισμού να παρεκλάβωμεν ως μαρτυρούσας προφανή την επίδρασιν των ειδωλολατρικών μυστηρίων επί του Χριστιανισμού και των τελετών αυτού 50. Και καθώς παρατηρεί ο L. Bouyer 51, πρωτίστως επιβάλλεται να ίδωμεν σαφώς, τι πράγματι ήσαν τα εθνικά μυστήρια και τι δεν ήσαν. Διότι ήδη είναι τελείως φανερόν, ότι ιδιαιτέρως o Bousset και ο Reitzenstein περίγραψαν τα μυστήρια ταύτα δι' όρων, οίτινες ήκιστα ήσαν κατάλληλοι δι' αυτά, απέδωκαν δε εις ταύτα κατά τρόπον αδικαιολόγητον εννοίας καθαρώς χριστιανικάς. Δεν ήτο λοιπόν παράδοξον, συνεχίζει ο Bouyer, ότι εις τα ούτω περιγραφέντα εθνικά μυστήρια κατέστη δυνατόν ν’ ανακαλύψουν άπαν το περιεχόμενον του Χριστιανισμού, ως εάν τούτο είχε κατά τινά τρόπον προκατασκευασθή. Αλλ' η πραγματικότης είναι αρκετά διάφορος.

Ως και αλλαχού εγράψαμεν 52, τα εθνικά μυστήρια προήλθον εκ της αρχεγόνου και παλαιάς θρησκείας των αρχαίων γεωργικών λαών, οίτινες ελάτρευον τους θεούς της βλαστήσεως και της καρποφορίας της γης. Ήσαν λοιπόν ταύτα εν τη αρχή η κοινή θρησκεία ωρισμένων φυλών εν σκηναίς διαβιουσών και ουδεμία απητείτο μύησις, ίνα λάβη τις μέρος εις ταύτα. Η Κόρη-Περσεφόνη, ο Άδωνις, ο Άττις και ο Όσιρις δεν ήσαν παρά προσωποποίησις της ζωτικής δυνάμεως, της εκδηλουμένης εις τα δένδρα και εις την χλόην και ειδικώς εις τα διάφορα είδη των σπερμάτων, τα οποία εκαλλιέργουν οι λαοί ούτοι, και η οποία δύναμις εφαίνετο θνήσκουσα καθ’ έκαστον φθινόπωρον αναζωογονουμένη δε και ανισταμένη καθ’ έκαστον έαρ. Ως εκ τούτου και τα μυστήρια ταύτα κατά την αρχέγονον και πρωταρχικήν των μορφήν υπήρξαν τελεταί, εις τας οποίας εγίνετο απομίμησις του θανάτου της βλαστήσεως, ακολουθουμένου υπό της αναγεννήσεως ταύτης· εις το τελετουργικόν δε τούτο εχρησιμοποιούντο και σύμβολα γεννητικά, των οποίων ο σκοπός ήτο να βοηθήσουν κατά τρόπον τινά μαγικόν και να διεγείρουν τας λανθανούσας ενεργείας της φυτικής ζωής 53.

Η περαιτέρω εξέλιξις των τελετών τούτων, η αναδείξασα ταύτα μυστήρια, συνετελέσθη μετά τας επιδρομάς, την εισβολήν και κατάληψιν της χώρας των γεωργών υπό πολεμικών φύλων άλλους θεούς λατρευόντων. Οι ούτω δουλωθέντες γεωργοί ετήρησαν μυστικήν την θρησκείαν αυτών από των εισβαλόντων κατακτητών, είτε εξ ευλαβείας αποκρύπτοντες τους προγονικούς θεούς από των μισητών επιδρομέων, είτε διότι ήθελον να εξασφαλίσωσιν υπέρ εαυτών αποκλειστικήν την προστασίαν των χθονίων θεών, είτε διότι εφοβούντο, ότι διά της ανακοινώσεως του μυστικού τούτου η τελετή θα έχανε την δραστικότητα και αποτελεσματικότητα αυτής επί ζημία της αγροτικής συγκομιδής των 54. Ούτως εις τους επιδρομείς και κατακτητάς, τους άλλους θεούς λατρεύοντας, αι τελεταί των δουλωθέντων ήρχισαν να φαίνωνται μυστηριώδεις, βαθμηδόν δ’ εγεννήθη και παρ’ αυτοίς ο πόθος, όπως μυηθώσιν εις τας μαγικόν χαρακτήρα ενεχούσας παλαιάς τελετάς, επιθυμούντες και αυτοί να καρπωθώσι τας επί των γαιών αυτών ωφελείας, τας εκ της μαγικής επιδράσεως της εν πολλοίς ακατανοήτου και μυστηριώδους τελετουργίας ταύτης.

Ευστοχώτατα ο Ramsay 55 εξηγεί την εξέλιξιν ταύτην τονίζων καθολικόν τι εν τη ιστορία των θρησκειών φαινόμενον, κατά το οποίον, όταν θρησκεία τις νεωτέρα εκτοπίζη παλαιοτέραν τινά, η πλήρης εκρίζωσις της παλαιοτέρας συντελείται βαθμιαίως, εν τω μεταξύ δε παρά τω απαιδεύτω όχλω εναπομένουσι λείψανα τινά της παλαιάς θρησκείας υπό μορφήν μαγικών τελετών, επωδών και γοητειών. Όντως δε τοιαύτα λείψανα ειδωλολατρικά αποτελούσι και αι ποικίλαι δεισιδαιμονίαι και τα διάφορα είδη των μαγειών, όσα παρά τοις ήκιστα πεφωτισμένοις των χριστιανών παρουσιάζονται εισέτι κρατούντα. Κατά τον κρατούντα λοιπόν εν τω καθολικώ τούτω φαινομένω νόμον προήλθον εκ της αρχεγόνου θρησκείας των γεωργών τα ειδωλολατρικά μυστήρια. Λόγω όμως της τοιαύτης αυτών καταγωγής και του τρόπου της προελεύσεως τα μυστήρια προσλαβόντα, ως είπομεν, τον χαρακτήρα της μαγείας και γοητείας εμφανίζονται κυρίως ως σύνολον τελετών, ολονέν λαμπρότερον, αλλά και αποκρυφότερον προσλαμβανουσών χαρακτήρα, ουδαμώς δ’ ως συγκεκροτημένον και σταθερόν σύνολον διδασκαλίας. Εφ' όσον δε τα μυστήρια ήσαν κυρίως τελεταί, απεσκοπείτο δι' αυτών ουχί να πληροφορηθή και να φωτισθή η διάνοια των μυουμένων, αλλά διά των τελουμένων και δρωμένων εν αυτοίς να διεγερθή το συναίσθημα τούτων και να προκληθή βαθυτάτη εντύπωσις εις αυτούς 56.

Δεν πρέπει ωσαύτως να παραθεωρηθή, ότι πάσα μυστηριακή θρησκεία στηρίζεται επί μύθου τινός, περιγράφοντος τα δεινά και τον θάνατον του πάτρωνος των μυστηρίων θεού μετά της επακολουθούσης αναβιώσεως τούτου και της τελικής νίκης αυτού. Αλλ' είτε Διόνυσος και Περσεφόνη, είτε Όσιρις και Ίσις, είτε Άττις και Κυβέλη και Άδωνις και Αστάρτη εκαλούντο αι των διαφόρων μυστηρίων θεότητες, υπό τα διάφορα ταύτα ζεύγη κρύπτεται η θεοποιηθείσα φύσις, αυταί αι δυνάμεις τής κατά τον χειμώνα μεν νεκρουμένης πως, ιδία εν τοις αγροίς, κατά δε το έαρ αναζωογονουμένης φύσεως, τας οποίας κατ’ εκδοχήν πανθεΐζουσαν ελάτρευσαν οι πρώτοι γεωργοί. Η βάσις λοιπόν, επί της οποίας οικοδομείται η στοιχειώδης θεολογία των μυστηρίων, είναι πανθεϊστική ή φυσιολατρική, οι πάτρωνες δ’ αυτών προήλθον εκ προσωποποιήσεως της φύσεως, της εκπροσωπουμένης υπό της μητρός γης.

 

13. Η κατά τους Ο’ και τον Παύλον έννοια του όρου μυστήριον

Μετά τα προεισαγωγικά ταύτα ερχόμεθα ήδη εις την εξέτασιν του κατά πόσον ο θείος Παύλος εδέξατο επίδρασιν τινά από των μυστηρίων του ειδωλολατρικού κόσμου.

Ότι βεβαίως ο απόστολος των εθνών έλαβε γνώσιν τινά των μυστηρίων, δεν θα διαμφισβητήσωμεν, καίτοι ο A. Schweitzer 57 υπεστήριξεν ότι η διάδοσις των ανατολικών μυστηρίων εις τον Ελληνορωμαϊκόν κόσμον εγένετο μόνον τον Β΄ αιώνα μ. Χ. και κατ’ ακολουθίαν ο Παύλος δεν ηδυνήθη να γνωρίση ταύτα υπό την μορφήν, την οποίαν προσέλαβον κατά την εποχήν ταύτην υπό την επιδρασίν της Ελληνικής σκέψεως. Δεχόμεθα εν τούτοις ότι ο Απόστολος έλαβε γνώσιν τινά των μυστηρίων ουχί από της εν Ταρσώ αναστροφής αυτού, οπότε ως αυστηρός τηρητής των Ιουδαϊκών παραδόσεων και του Νόμου απέστρεφε μετ’ απεχθείας το πρόσωπον έναντι παντός ό,τι ήτο ειδωλολατρικόν, αλλά διότι ως κήρυξ του Ευαγγελίου και απόστολος θα ήλθεν εις επαφήν προς εθνικούς επιστραφέντας εις Χριστόν, οίτινες κατά τον προ της επιστροφής αυτών χρόνον θα είχον μυηθή εις τα εθνικά μυστήρια. Επί πλέον δεν παρακάμπτομεν και το γεγονός, ότι τον όρον μυστήριον χρησιμοποιεί ο Παύλος εις τας επιστολάς αυτού, αίτινες αναντιλέκτως είναι τα παλαιότερα βιβλία της Κ. Δ.

Θα ηδύνατο λοιπόν να λεχθή, ότι ο πρώτος εισαγαγών τον όρον μυστήριον εις τον Χριστιανισμόν υπήρξεν ο Παύλος. Προ αυτού όμως εχρησιμοποιήθη ο όρος και εν τη Π. Δ. υπό των Ο', κυρίως εις την έννοιαν του μυστικού και της αποκρύφου σκέψεως ή γενικώς αγνώστου τινός τοις ανθρώποις, μόνον δε δις εν τη Σοφία Σολομώντος εύρηται ο όρος και εις την έννοιαν της τελετής 58. Είναι λοιπόν πιθανώτερον ότι ο Παύλος τον όρον μυστήριον έλαβεν εξ αυτών των Ο'. Πάντως η έννοια, υπό την οποίαν χρησιμοποιεί αυτόν, ουδεμίαν παρουσιάζει σχέσιν προς την έννοιαν, την οποίαν ο όρος ούτος εκφράζει εν τοις μυστηρίοις των εθνικών. Διότι το μυστήριον περί του οποίου ποιείται λόγον εν ταις επιστολαίς αυτού ο Παύλος, δεν είναι τελετή τις γνωστή μεν εις πάντας κατά χρόνους παλαιοτέρους, καταστάσα δε μετέπειτα μυστική και απόρρητος. Το μυστήριον παρά τω Παύλω είναι αυτό τούτο το και αγγέλοις άγνωστον σχέδιον του Θεού, το αποβλέπον εις την σωτηρίαν του κόσμου, το παραμείναν μυστικόν εις τα ανεξιχνίαστα βάθη της θείας Σοφίας μέχρις ού εφανερώθη τούτο εις τον κόσμον ολόκληρον διά του Ευαγγελίου. Καθ’ εαυτό δε το σχέδιον τούτο της θείας Σοφίας ουδεμίαν σχέσιν έχει προς οιανδήποτε τελετήν, αλλ' η αποκάλυψις αυτού αποτελεί χαρμόσυνον ανακοίνωσιν αποδεικνύουσαν αυτό εν πραγματική και αμέσω σχέσει προς την πραγματικήν ιστορίαν της ανθρωπότητος, άσχετον δε όλως και ξένον προς οιανδήποτε μυστηριακήν θρησκείαν. Και ίνα χρησιμοποιήσωμεν την φρασεολογίαν του Παύλου «το μυστήριον» τούτο ήτο «αποκεκρυμμένον από των αιώνων και των γενεών», το οποίον «νυν εφανερώθη τοις αγίοις αυτού» (Κολασ. α’ 26) . Ιδία όμως το χωρίον Α’ Κορινθ. β’ 7-12 αποτελεί κατά τον Bouyer 59 το θεμελιώδες κείμενον, το εκφράζον την σκέψιν και την έννοιαν, την οποίαν ο θείος Παύλος ήθελε διά του όρου τούτου να δηλώση.

 

14. Βιβλικά χωρία αποσαφούντα την κατά Παύλον έννοιαν του όρου

Πράγματι· εις το χωρίον τούτο ου μόνον διεξηγείται σαφώς η έννοια του κατά Παύλον μυστηρίου, αλλά και χρησιμοποιούνται και άλλοι όροι, οίτινες εσημειώθησαν υπό του Reitzenstein και των περί αυτόν ως επιβεβαιούντες την επίδρασιν εκ των μυστηριακών θρησκειών. Εν αυτώ ο θείος απόστολος γράφει, ότι «σοφίαν λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων, αλλά λαλούμεν Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην, ην προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών… Ημίν δε απεκάλυψεν ο Θεός διά του Πνεύματος. Το γαρ Πνεύμα πάντα έρευνα και τα βάθη του Θεού» 60.

Οι όροι σοφία, μυστήριον και αποκάλυψις αποσαφούντες αλλήλους απαντώσιν ήδη εν τη Π. Δ., υπάρχει δε και αντίστοιχον χωρίον του Δανιήλ, περιέχον κατά τον Bouyer ολόκληρον το λεξιλόγιον του ανωτέρω αποστολικού κειμένου. «Είη το όνομα του Θεού ευλογημένον, ότι η σοφία και η σύνεσς εστί», λέγει ο Δανιήλ προς τον Ναβουχοδονόσορα όταν επρόκειτο να δώση εξήγησιν εις το όνειρον αυτού. Και εξακολουθεί: «Αυτός αποκαλύπτει βαθέα και απόκρυφα, γινώσκων τα εν σκότει, και το φως μετ’ αυτού εστί». «Έστι Θεός εν ουρανώ αποκαλύπτων μυστήρια και εγνώρισε τω βασιλεί, ά δει γενέσθαι επ' εσχάτων των ημερών» «Βασιλεύ, ο αποκαλύπτων μυστήρια εγνώρισέ σοι ά δει γενέσθαι» (Δανιήλ β' 20, 22, 28, 29). Είναι πρόδηλος και ο εν τω χωρίω τούτω σύνδεσμος του όρου μυστήριον προς τους όρους σοφία και αποκάλυψις, οποίος εύρηται ακριβώς και εν τω κειμένω του Αποστόλου. Όπως δε παρατηρεί ο Bouyer 61, η ομοιότης δεν συνίσταται μόνον εις το λεξιλόγιον, αλλ' άπαν το πλαίσιον της σκέψεως και εις τα δύο χωρία είναι το αυτό. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις το πρόβλημα είναι το της κατευθύνσεως της ιστορίας. Και πάντα τα συμφραζόμενα εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις προϋποθέτουσιν αντίθεσιν μεταξύ του τρόπου, καθ’ ον οι άνθρωποι αξιούσι να δημιουργούν και να κατευθύνουν την ιστορίαν, και του τρόπου του πανισχύρου, καθ’ ον ο Θεός, εκμηδενίζων τας ανθρωπίνας βουλάς και πραγματοποιών το ίδιον αυτού σχέδιον, κυβέρνα τα ανθρώπινα και κατευθύνει την ιστορίαν του κόσμου.

«Το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστί». Διά της μωρίας δε του Σταυρού ηθετήθη η σύνεσις των συνετών και εμωράνθη η σοφία του κόσμου. (Α΄. Κορινθ. α' 28, 18, 19). Το μυστήριον λοιπόν το εν τω νω του Θεού αποκεκρυμμένον, διά της φανερώσεως του οποίου πάντα τα επί μέρους μυστήρια απεκαλύφθησαν και εν τω οποίω η σύγκρουσις της σοφίας των ανθρώπων προς την σοφίαν του Θεού έφθασεν εις το κατακόρυφον, είναι η διά του σταυρικού θανάτου του ενανθρωπήσαντος Μονογενούς σωτηρία του κόσμου, γεγονός μοναδικόν υπό της σοφίας του Θεού οικονομηθέν και αποτελέσαν το περιεχόμενον του λόγου του Σταυρού, όστις τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις «Θεού σοφία και δύναμις».

Εν τη αυτή εννοία του όρου μυστήριον χρησιμοποιεί αυτόν ο θείος Παύλος και εις άλλας επιστολάς αυτού μετά την μνημονευθείσαν επιστολήν προς Κορινθίους γραφείσας. Ούτως εν μεν τη προς Κολοσσαείς ομιλεί περί επιγνώσεως «του μυστηρίου του Θεού και Πατρός», δηλαδή «του Χριστού, εν ώ εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι» (Κολοσ. β΄ 2-3), εν δε τη προς Εφεσίους επιστολή ποιείται λόγον περί της «οικονομίας του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω Θεώ» και διά της αποκαλύψεως του οποίου γνωρίζεται ήδη «ταις αρχαίς και ταις εξουσίαις η πολυποίκιλος σοφία του Θεού, κατά πρόθεσιν των αιώνων, ην εποίησεν εν τω Χριστώ Ιησού» (Εφεσίους γ' 9-11). Η οικονομία δε αύτη ήρξατο συντελουμένη κατά «το πλήρωμα των καιρών» «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλάτ. δ΄ 4), και αποβλέπει εις το «ανακεφαλαιώσασθαι» και συνενώσαι «τα πάντα εν τω Χριστώ, τα τε εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης» (Εφεσίους α' 10).

Είναι αξιοσημείωτον, παρατηρεί ο Bouyer 62 ότι και εν τω Δανιήλ το μυστήριον της θείας Σοφίας είναι εν αμέσω σχέσει «προς το πλήρωμα των καιρών» ή «των εσχάτων ημερών», αίτινες ακριβώς συμπίπτουσι προς τους χρόνους της πρώτης επί γης επιφανείας του Κυρίου. Εις τούτο δε συμφωνεί πλήρως και η εξήγησις, την οποίαν ο Δανιήλ έδωκεν εις το όνειρον του Ναβουχοδονόσορος και διά της οποίας προελέγετο η εν τέλει εγκαθίδρυσις υπό «του Θεού του ουρανού βασιλείας, ήτις εις τους αιώνας ου διαφθαρήσεται και αύτη αναστήσεται εις τους αιώνας» (Δαν. β΄ 44). Ούτω τόσον κατά τον Δανιήλ, όσον και κατά τον Παύλον το αποκεκρυμμένον μυστήριον είναι η βασιλεία του Χριστού, ο Σταυρός ως το κορύφωμα της ανθρωπίνης Ιστορίας και ως η πραγματοποίησις του μυστηριώδους σχεδίου, του αϊδίως υπό της Σοφίας του Θεού συλληφθέντος ως λύσεως των προβλημάτων της ανθρωπίνης ιστορίας. Διά του Σταυρού του Κυρίου και των επακολουθησασών κοσμοσωτηρίων συνεπειών η ιστορία της πεπτωκυίας ανθρωπότητος, της αγομένης προς την καταστροφήν και τον θάνατον, ήχθη εις αισίαν και ευτυχή λύσιν, ήτοι εις την διά του θανάτου του Χριστού εξασφαλισθείσαν αιώνιον ζωήν και βασιλείαν.

 

15. Μυστήρια και μυστήριον

Μετά τα ανωτέρω ειρημένα δύναται πας τις ευχερώς να διακρίνη τας ασυμβιβάστους διαφοράς, αίτινες χωρίζουσι τα ειδωλολατρικά μυστήρια από του χριστιανικού μυστηρίου. Το μυστήριον των εθνικών, γράφει ο Bouyer 63, δεν ήτο γεγονός τι θείον, ούτε ενέκρυπτεν ιδέαν τινά οιανδήποτε υποκειμένην ή αναφερομένην εις τοιούτο τι γεγονός. Ήτο αποκλειστικώς και μόνον τελετή, και αι εξηγήσεις, αι δοθείσαι υπό των μεταγενεστέρων εις την τελετήν ταύτην, ήκιστα παρουσιάζουσιν ομοιότητα προς το χριστιανικόν μυστήριον. Το κεντρικόν και σπουδαίον σημείον της περί του μυστηρίου Παυλείου εννοίας είναι ότι η ζωή και η νίκη εξησφαλίσθησαν δι' αυτού τούτου του θανάτου. Ακριβώς διότι ο Χριστός υπέμεινε θάνατον, εγένετο ο Σωτήρ της ανθρωπότητος. Εξ ετέρου εις ουδέν εκ των εθνικών μυστηρίων ανευρίσκει τις υποκρυπτομένην τοιαύτην τινά αλήθειαν. Ο θάνατος του πάτρωνος θεού εν οιωδήποτε εθνικώ μυστηρίω δεν αποτελεί μέρος σχεδίου σωτηρίας. Είναι απλούστατα καταστροφή, την οποίαν ο θεός δεν ηδυνήθη ν’ αποφύγη. Εάν δε εις το τέλος αναγεννάται, δεν ισοδυναμεί τούτο προς θρίαμβον αυτού οριστικόν κατά του θανάτου. Παρουσιάζεται αναζών συνήθως εις άλλο πρόσωπον, απόγονον αυτού ή και εις άλλον έχοντα συγγένειαν προς αυτόν, ίνα και πάλιν αποθάνη και επανέλθη αύθις εις την ζωήν, εξακολουθήση δε εν ατελευτήτω σειρά θνήσκων και αναζών.

Ορθώς δε ελέχθη, ότι οι θεοί των μυστηριακών θρησκειών κατά κυριολεξίαν δεν είναι θεοί σωτήρες, αλλά θεοί σωζόμενοι, ουχί δηλαδή λυτρούμενοι τους άλλους διά του θανάτου των, αλλ' υπό μοίρας και τινός από μηχανής Θεού ανασπώμενοι εκ του θανάτου και της καταστροφής. Τούτο δε βεβαιούται και εν τινί ρήτρα του μυστηριακού τελετουργικού εκ των ελαχίστων, αίτινες περιεσώθησαν μέχρις ημών. Κατ’ αυτήν ο ιεροφάντης λέγει προς τους μυουμένους: «Θαρσείτε, μύσται διότι ο Θεός εσώθη· θα υπάρξη και διά σας σωτηρία από πάντων των συνεχόντων υμάς δεινών» 64. Και ίνα δώσωμεν τον λόγον πάλιν εις τον Bouyer: «Το μυστήριον του Παύλου αντιθέτως είναι θείον σχέδιον ή ακριβέστερον είναι η κλεις παντός του σχεδίου του Θεού έναντι της ανθρωπότητος, κλεις την οποίαν ο άνθρωπος δεν θα ηδύνατο να επιτύχη άλλως παρά μόνον διά αμέσου αποκαλύψεως εξ αυτού του Θεού, διότι τούτο αποτελεί το σημείον, όπου ακριβώς η ανεξιχνίαστος θεία Σοφία αποδεικνύει μωράν την σοφίαν των ανθρώπων» 65.

Ούτως ο όρος μυστήριον και οι συνδεόμενοι μετ’ αυτού («άρχοντες, νήπιοι, σοφία, αποκάλυψις») υφ' ην έννοιαν χρησιμοποιούνται υπό του Παύλου ουδεμίαν, ουδ' απωτάτην τινά σχέσιν έχουσι προς τους αυτούς όρους, υφ' ην έννοιαν χρησιμοποιούνται τυχόν ούτοι εν τοις εθνικοίς μυστηρίοις. Θα ηδύνατό τις δε, έχων υπ’ όψιν τα αντίστοιχα χωρία της Π. Δ. και δη του Δανιήλ, να ισχυρισθή, ότι η μετάφρασις των Ο', υπήρξεν η κυρία πηγή, από της οποίας ο θείος Παύλος, ραββίνος Ελληνιστής, ήντλησε την επιμαχον ορολογίαν του, χωρίς να δανεισθή τίποτε από τας μυστηριακάς θρησκείας.

 

16. Aι καθάρσεις των ειδωλολατρικών μυστηρίων και το χριστιανικόν βάπτισμα

Ειδικώτερον ήδη εξετάζοντες το εκ της επιδράσεως των εθνικών μυστηρίων επί τας τελετάς του Χριστιανισμού πρόβλημα παρατηρούμεν, ότι ουδεμία πραγματική σχέσις υπάρχει μεταξύ των δι' ύδατος καθάρσεων και των λουτρών, άτινα προηγούντο της μυήσεως των μυστηρίων εκείνων, και του λουτρού του χριστιανικού βαπτίσματος. Ότι βεβαίως οι μυούμενοι εις τα ειδωλολατρικά μυστήρια ελούοντο προηγουμένως και υπεβάλλοντο εις ωρισμένας δι' ύδατος καθάρσεις, είναι αναμφισβήτητον. Καθ’ ην αφήγησιν εν χρόνοις χριστιανικοίς (132 μ. Χ.) παρέχει περί της μυήσεως αυτού ο Απουλήϊος 66 ωδηγήθη ούτος υπό του εθνικού ιερέως εις το εγγύτερον λουτρόν και αφού ελούσθη εκεί, ο ιερεύς «προσευξάμενος» τω θεώ και αιτησάμενος υπέρ του Απουληΐου συγγνώμην «καθαρώτατα περιψεκάζων απέπλυνε» τούτον. Μεθ’ ό οδηγήσας αυτόν εις τον ναόν της θεάς διέταξε τούτον μεγαλοφώνως ενώπιον των παρισταμένων να νηστεύση αυστηρώς επί επταήμερον απέχων οίνου και παντός ζώου. Ενιαχού προς το στάδιον τούτο της καθάρσεως συνεδέοντο και θυσίαι ζώων, εις τα οποία αι θεότητες των μυστηρίων εθεωρούντο έχουσαι ιδιαιτέραν προτίμησιν. Ούτως εις τα ελευσίνια μυστήρια μετά το εν τη θαλάσση λουτρόν προσεφέρετο εις θυσίαν νεαρόν χοιρίδιον 67, εις τινά δε ιερά του Μίθρα προσεφέροντο εις θυσίαν πτηνά 68. Κατά το στάδιον δε τούτο των καθάρσεων εκτός των αυστηροτάτων νηστειών, αίτινες εξετείνοντο και εις από παντός είδους τροφής αποχήν, υπεβάλλοντο οι προς μύησιν παρασκευαζόμενοι και εις κακοπαθείας άλλας του σώματος και εις μακράς πορείας, ενιαχού δε και αυτομαστιγώσεις και εις αμοιβαίους δαρμούς κ.λ.π. 69.

Και ήδη τίθεται το ερώτημα: Είναι δυνατόν αι δι' ύδατος αύται καθάρσεις να έχωσι σχέσιν τινά προς το χριστιανικόν βάπτισμα; Άνευ δισταγμού τινός δυνάμεθα να απαντήσωμεν αποφατικώς. Διότι

Α) τοιαύτας καθάρσεις και αγνισμούς διά θυσιών και νηστειών ευρίσκομεν πολλώ προγενέστερον εν τω Ιουδαϊσμώ, μάλιστα λεπτομερώς καθωρισμένας εν τω Δευτερονομίω. Και εάν λοιπόν υποθέσωμεν, ότι κατά πλήρη αντιγραφήν και απομίμησιν προσέλαβε ταύτα ο Χριστιανισμός, ουδαμώς ενδείκνυται να ισχυρισθή τις ότι εδανείσθη ταύτα εκ των μυστηριακών θρησκειών, ένθα εύρηνται ταύτα αναμεμιγμένα μετά παχυλών και πρωτογόνων και αποκρουστικών στοιχείων και εκδοχών, και ουχί εκ του Ιουδαϊσμού, εν τω κόλπω του οποίου εγεννήθη ο Χριστιανισμός και τα ιερά βιβλία του οποίου προσωκειώθη απαραχαράκτως ούτος.

Β) Δεν πρέπει να λησμονήται, ότι αι δι' ύδατος καθάρσεις εν τοις μυστηριακαίς θρησκείαις δεν αποτελούσι μέρος των καθ’ αυτό μυστηριακών τελετών, αλλά προετοιμασίαν και προπαρασκευήν εις την κυρίως μύησιν. Τουναντίον εν τω Χριστιανισμώ αποτελεί το βάπτισμα αυτήν ταύτην την μυστηριακην τελετήν. Το βάπτισμα διά τον Παύλον δεν αποτελεί απλούν τι λουτρόν καθαρίζον τους σωματικούς ρύπους, αλλ' είναι τελετή, της οποίας αι συνέπειαι είναι καθαρώς ηθικαί και πνευματικαί. Διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον» και περιετμήθημεν «περιτομή αχειροποιήτω εν τη απεκδύσει του σώματος των αμαρτιών της σαρκός συνθαπτόμενοι τω Χριστώ εν τω βαπτίσματι».

Γ) Δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι ουδεμίαν σημασίαν δύναται να έχη η ομοιότης των ενδυμάτων, όταν τα δι' αυτών περιβαλλόμενα σώματα είναι πάντη ανόμοια και ξένα προς άλληλα. Όντως δε εν προκειμένω αι ιδέαι αι εγκρυπτόμεναι εις τους δι' υδατος καθαρμούς των εθνικών μυστηρίων είναι πάντη αλλότριαι και ξέναι προς την ιδέαν και έννοιαν του χριστιανικού βαπτίσματος 70.

Και Δ) δεν πρέπει κατ’ ουδένα λόγον να αποκλείωμεν και την επί τα μη χριστιανικά μυστήρια επίδρασιν της μυστηριακής πράξεως και διδασκαλίας της χριστιανικής Εκκλησίας. Ούτω προκειμένου περί του βαπτίσματος των Μανδαίων ο Letzmann, Burkitt και άλλοι απέδειξαν, ότι η λειτουργία τούτων εξαρτάται εκ του Συριακού τελετουργικού του βαπτίσματος 71, κατά δε τον W. Lowtber Clark 72 πιθανώτερον είναι, ότι μαθηταί Ιωάννου του βαπτιστού, μη προσχωρήσαντες εις τον Χριστιανισμόν, αλλά και μη θέλοντες να συμμορφωθώσι προς τον Ιουδαϊσμόν, κατά τον δεύτερον αιώνα συνηνώθησαν μετά Γνωστικής τινός αιρέσεως φέροντες μεθ’ εαυτών παραδόσεις του προφήτου των. Καίτοι δε ούτοι απεκήρυττον τον Χριστιανισμόν, τα έθιμά των κατά τους επακολουθήσαντας αιώνας υπέστησαν την επίδρασιν εκ της πράξεως της χριστιανικής Εκκλησίας 73.

Ταύτα ως προς το χριστιανικόν βάπτισμα εν σχέσει προς τας δι' ύδατος καθάρσεις των εθνικών μυστηρίων.

 

17. Το δείπνον των ειδωλολατρικών μυστηρίων και η θεία Ευχαριστία

Ως προς δε το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας υπάρχει μεν και εν τοις ειδωλολατρικοίς μυστηρίοις δείπνον, αλλ' εν τη θεία Ευχαριστία κατά τον θείον Παύλον κοινωνούμεν αυτό το σώμα και το αίμα του Κυρίου (Α΄ Κορινθ. ι: 16, ια: 27). Δεν αποτελεί λοιπόν η θεία Ευχαριστία δείπνον τι ιερόν, εν τω οποίω παρατίθενται βρώματα απλώς ηγιασμένα, ως εξεδέχοντο τούτο περί των ιδίων δείπνων οι οπαδοί των μυστηριακών θρησκειών, αλλ' αποτελεί τράπεζαν συνδεδεμένην αρρήκτως προς το υπερουράνιον θυσιαστήριον, και προτίθεται εν αυτή εις βρώσιν και πόσιν αυτός ο ενανθρωπήσας Θεός. Ο Foucart 74 υποστηρίζει, ότι τα παρατιθέμενα κατά την μύησιν των ειδωλολατρών βρώματα ήσαν μόνον ιερά, ουχί δε και θεία, και το χαρακτηριστικώτερον, απετέλουν ταύτα τελετήν της μυήσεως προπαρασκευαστικήν, διότι ο χρόνος, καθ’ όν ο μυούμενος έπινε τον κυκεώνα ή έτρωγεν εκ τυμπάνου, προηγείτο του χρόνου της μυήσεως.

Πράγματι· τουλάχιστον εις τα μυστήρια του Άττεως και της Ελευσίνος τα δείπνα ταύτα προηγούντο της μυήσεως. Διότι κατά την μύησιν εις μεν τα μυστήρια του Άττεως φέρεται λέγων ο μυούμενος: «εκ τυμπάνου έφαγον, εκ κυμβάλου έπιον»· εις δε τα Ελευσίνια έλεγεν: «Ενήστευσα, έπιον τον κυκεώνα, έλαβον εκ κίστης» 75. Εντεύθεν δυνάμεθα να συναγάγωμεν, ότι έτρωγον εκ του τυμπάνου οι μύσται του Άττεως και έπινον τον κυκεώνα οι των Ελευσινίων ουχί κατά τον χρόνον της μυήσεως, αλλά προ ταύτης. Και είναι μεν αληθές, ότι ο Απουλήϊος φαίνεται παραθέτων εορταστικόν δείπνον μετά την μύησιν. Αλλ' ως ο R. Will 76 διατείνεται, το δείπνον τούτο δεν είναι καθ’ αυτό μυστηριακόν, αλλ' αποτελεί λύσιν της προηγηθείσης προς μύησιν νηστείας και των λοιπών στερήσεων του νεωστί μυηθέντος.

Όσον δε αφορά εις την ωμοφαγίαν, μεταξύ της οποίας εξ ενός και της θείας Ευχαριστίας εξ ετέρου, ενεζήτησαν τινές αναλογίας και ομοιότητας, προσεκτικωτέρα έρευνα αποδεικνύει ταύτας όλως αβασίμους και ανυποστάτους. Κατά την τελετήν ταύτην, ανήκουσαν εις την λατρείαν του Διονύσου, κατεβροχθίζετο ο κατ’ αυτήν θυσιαζόμενος ταύρος κατατρωγομένων ωμών των σαρκών αυτού. Εντεύθεν υπό των εκζητούντων συγγενείας των χριστιανικών τελετών προς τα εθνικά μυστήρια υπεστηρίχθη, ότι οι μύσται του Διονύσου τρώγοντες τον ταύρον, όστις εσυμβόλιζε τον Διόνυσον, επίστευον, ότι έτρωγον την θεότητα και εκοινώνουν των σαρκών ταύτης ενούμενοι μετά του πάτρωνος θεού μυστικώς. Αλλ' ως παρατηρεί ο Jacquier 77, η καταβρόχθισις ζώου συμβολίζοντος την θεότητα είναι αρχαιοτάτη και συναντάται και εις άλλας λατρείας και παρ’ άλλοις λαοίς, οίτινες επίστευον μεν, ότι η καταβρόχθισις του ζώου μετέδιδεν εις αυτούς την δύναμιν τούτου, δεν εφρόνουν όμως, ότι έτρωγον και αυτόν τον θεόν. Η ωμοφαγία λοιπόν περιλαμβάνεται εις αυτά τα πρωτόγονα στοιχεία του πολυθεϊσμού, εκ του οποίου, ως ήδη εσημειώσαμεν, έλκουσι την καταγωγήν αυτών και τα μυστήρια. Ως εκ τούτου καν έτι δεχθώμεν ότι οι λάτρεις τρώγοντες τον ταύρον εφρόνουν, ότι έτρωγον αυτόν τον θεόν, πάλιν ευρισκόμεθα προ θεοποιήσεως του προσφερομένου θύματος και προ συγχύσεως του θυσιαζομένου ταύρου προς την θεότητα, προς την οποίαν ούτος προσφέρεται. Η τοιαύτη δε σύγχυσις μαρτυρεί διάνοιαν ανανάπτυκτον και θρησκευτικήν αντίληψιν στοιχειώδη. Η ωμοφαγία άλλως τε και η χρήσις του σπέρματος ως θείου ποτού, περί ης είπομεν ανωτέρω, αποτελούσι λείψανα εποχής παρωχημένης, εις την οποίαν τα ήθη ήσαν ακόμη άξεστα και τραχέα. Ότε δε ανεφάνη ο Χριστιανισμός η ιδέα περί καταβροχθίσεως του προστάτου των μυστηρίων θεού είχεν εγκαταλειφθή και λησμονηθή, θεωρηθείσα ως ασυμβίβαστος προς την συντελεοθείσαν θρησκευτικήν εξέλιξιν. Ούτως οι μεν Dieterich 78, ο Lietzmann 79, Heitmüller 80 παραδέχονται, ότι σπανιώτατα παραδείγματα τοιαύτης τινός εκδοχής συναντώνται, καίτοι προσκλίνουσιν εις την γνώμην, ότι η ωμή και άξεστος αυτή αντίληψις δεν είχεν εξαλειφθή όλως κατά τας ημέρας του αποστόλου Παύλου. Ο δε Gardner 81 βεβαιοί κατηγορηματικώς, ότι επί των ημερών του Παύλου «δεν δυνάμεθα να σημειώσωμεν εις οιανδήποτε εκ των πλέον σεβαστών μορφών της θρησκείας λείψανον της πράξεως, καθ’ ην οι λάτρεις έτρωγον την θεότητα». Μετά του Gardner δε συμφωνεί εξ ολοκλήρου και ο Kennedy 82 προσεπιβεβαιών όμως ότι «τουλάχιστον ως πιθανή εξήγησις είναι η ιδέα, ότι αυτός ο θεός είναι παρών και συμμετέχει μετά των λάτρεων αυτού εν τω μυστηριακώ δειπνώ»· τουτέστιν, ότι η θεότης και οι λάτρεις είναι συνδαιτημόνες.

 

18. Περιφερειακαί επιδράσεις

Ο Hamack εν τούτοις και ο Loisy, εκτός της κατ’ αυτούς επιδράσεως των εθνικών μυστηρίων απαριθμούσι και άλλας εκ της εθνικής λατρείας επιδράσεις επί της λειτουργικής πράξεως της Εκκλησίας, αναφερομένας εις εορτάς και εις άλλα έθιμα. Δεν θα αρνηθώμεν ταύτας, διότι αύται αναγόμεναι εις τον τέταρτον και πέμπτον αιώνα, ένιαι δ’ αυτών σημειωθείσαι και εις χρόνους πολλώ μεταγενεστέρους, δεν είναι μόνον άσχετοι όλως προς τας θεμελιώδεις και κεντρικάς γραμμάς της διαμεμορφωμένης ήδη χριστιανικής λατρείας, αναφερόμεναι μόνον εις την περιφέρειαν αυτής, αλλ' αι πλείσται τούτων προσέλαβον νέον όλως περιεχόμενον συμμορφωθείσαι κατά πάντα προς το εις ό ενετάχθησαν σύνολον και αφομοιωθείσαι υπ’ αυτού.

Ούτω μέρος μεν των δανείων τούτων αναφέρεται εις τελετάς και έθιμα μικτού χαρακτήρος, θρησκευτικού τουτέστιν και πολιτικού, μέρος δε και εις δευτερευούσας λεπτομερείας του τελετουργικού. Και τοιαύτα είναι συνήθειαι τινές του γάμου, οία ο συνειθιζόμενος και παρ’ εθνικοίς πέπλος της νύμφης, οι δακτύλιοι, τα λευκά ενδύματα και οι στέφανοι, τα ληφθέντα εκ της συγχρόνου επικήδεια τινά έθιμα, οία τα τριήμερα, εφθήμερα, εννεαήμερα, τεσσαρακονθήμερα ή τριακονθήμερα μνημόσυνα, τα νεκρικά δείπνα, η πολιτική διαίρεσις του έτους, τα ονόματα των μηνών και ιδία εν τη Δύσει των ημερών της εβδομάδος, η παρ’ εθνικοίς κρατούσα χρήσις του θυμιάματος και των ανημμένων εν ημέρα λαμπάδων κατά την λατρείαν, αι πομπώδεις λιτανείαι, αλλά και εορταί εκχριστιανισθείσαι και προσλαβούσαι καθαρώς χριστιανικόν περιεχόμενον κ.λ.π. Και ίνα μετά του Αυγουστίνου 83 είπωμεν: «έχομεν τινά κοινά μετά των εθνικών, αλλ' ο σκοπός ημών είναι διάφορος». Αυτός δε ο Loisy 84 ομολογεί, ότι «και υποτιθεμένου, ότι θα απεδείκνυε τις την εκ του εθνισμού προέλευσιν αριθμού τινός χριστιανικών τελετών, αι τελεταί αύται έπαυσαν να είναι εθνικαί, όταν παρελήφθησαν και ηρμηνεύθησαν υπό της Εκκλησίας». Διότι «εις τους τύπους τούτους και τα σύμβολα» των εθνικών, τα παραληφθέντα υπό της Εκκλησίας, προσέδωκεν αυτή «χριστιανικήν έννοιαν», καθώς προσθέτει ο J. Réville 85 και «ενεσωμάτωσεν αύτη τας εθνικάς ταύτας τελετάς, αφού κατέστησεν αυτάς σάρκα εκ της σαρκός αυτής, τοσούτον αφομοιώσασα ταύτας, ώστε να μη αναγνωρίζηται πλέον η ειδωλολατρική προέλευσίς των».

Ως δε είπομεν, αι τοιαύται επιδράσεις εσημειώθησαν μετά τον Δ΄ αιώνα, οπότε η αναγνώρισις της χριστιανικής θρησκείας ως επισήμου θρησκείας του κράτους επέβαλλεν και αι τελεταί αυτής να καταστώσι πομπωδέστεραι και πανηγυρικώτεραι και η λειτουργία αυτής, η άχρι τούδε απλή και αυστηρά, να προσλάβη μορφήν μεγαλοπρεπεστέραν. Ήτο άλλως τε εποχή, καθ’ ην η άγρυπνος προσοχή της Εκκλησίας κατά του εθνισμού εχαλαρώθη πως, επειδή ο εχθρός ούτος είχε πλέον καταστή ακίνδυνος. Και τότε κατά τον Harnack 86 «ο Ελληνισμός ολόκληρος μεθ’ όλων του των δημιουργιών και αποκτημάτων εγκαθιδρύθη εν τη καθολική Εκκλησία». Αλλ' ως ορθώς παρατηρεί ο Cabrol 87, κατά τον Δ΄ αιώνα η λειτουργία έχει ήδη προχωρήσει πολύ εν τη αναπτύξει της ώστε η ούτως οψίμως υποτιθεμένη ως σοβαρά επίδρασις να καθίσταται απίθανος. Άλλως τε, καθώς προσθέτει ο Cabrol, ο κατά του εθνισμού αγών της Εκκλησίας συνεχίζεται από του τετάρτου μέχρι του εβδόμου αιώνος, και επ' αυτού έτι του λειτουργικού πεδίου 88.

Τοσαύτα και περί των εκ του εθνισμού επιδράσεων επί της Χριστιανικής λατρείας.

 

Σημειώσεις


1. Ευχή κατηχουμένων επί Προηγιασμένων.

2. Culte Chrétien εν A. D’ Alés. Dict. Apologétique. Τόμ. A', στήλη 842 και εξής.

3. Α' Απολογ. § 66. ΒΕΠ. 3, 198.

4. Les mystères paiens et le mystère Chrétien, σελ. 194.

5. Ένθ’ ανωτ. στήλη 844.

6. Theologische Literaturzeitung 1908, n. 4, col. 115.

7. Παράβαλλε Rhode, Psyche, εκδ. 3 II 75.

8. Dom Cabrol, La priére des premiers Chrétiens, σελ. 261.

9. Dom Cabrol, Culte Chrétien, ένθ’ ανωτ. στήλη 839.

10. Renan, Origines du Christianisme, Τόμ. VI, σελ. 154-156 και σελ. 509. Παράβαλλε και τόμ. VII, σελ. 145 και 540-545.

11. Ένθ’ ανωτ. στήλη 840.

12. Matter, Histoire du Gnosticisme, έκδ. 2, τόμ. ΙΙ, σελ. 358, 387, 446.

13. Liturgie der dreiersten Christl. Jahrhunderte, σελ. 393.

14. Origines liturgiques, σελ. 58 και εν τη Revue pratique d’Apologétique 15 Νοεμβρ. 1906, εν άρθροις περί των Origines du Culte catholique.

15. Ενθ’ ανωτ. L’ Église chrétienne, Paris 1879, σελ. 176 - 177 και 183 - 184.

16. Παρά G. Bareille εν άρθρω Gnosticisme εν Dict. de Théol. Cath. Τόμος 6, στήλ. 1463 - 1464.

17. Β. Στεφανίδου, Εκκλησ. Ιστορία, σελ. 57 εν υποσημ.

18. Α' Τιμοθ. στ' 20, δ' 2 3, Β΄ Τιμοθ. β΄ 16-17.

19. Ένθ’ ανωτ, σελ. 52.

20. Τραλλιάν. 10. Σμύρν. 5 και 7. — ΒΕΠ. 2, 273, 280, 281.

21. Απολογία 26 § 8. ΒΕΠ. 3, 175.

22. Αυτόθι σελ. 174-175.

23. Έλεγχος…  IV 6, 2 Migne 7, 937.

24. Ευσεβ. Εκκλ. Ιστ. IV Migne 20, 317.

25. Αυτόθι IV 24 Μ. 20, 389.

26. Αυτόθι 25, σελ. 389.

27. Αυτόθι V 13 Μ. 20, 460.

28. Αυτόθι V 20 Μ. 20, 484.

29. Παράβαλλε Be anima 3 Μ. L. 2, 646, 652.

30. Παράβαλλε De carne Christi 8 M. L. 2, 769.

31. Έλεγχος κατά πασών αιρέσεων. Πρόλογος ΒΕΠ. 5, 199.

32. Praescript 7 Μ. L. 2, 19. «Marcionis Deus a stoicis venerat. Et ut anima interire dicatur ab epicureis observatur. Et ut carnis rumitutio negetur, de una omniun philosophorum schola sumitur. Et ubi materia cum Deo aequatur, Zenonis disciplina est. Et ubi aliquid de igneo Deo allegatur, Heraclitus intervenit».

33. De praescript. 42 M. L. 2, 57. «Opus eorum non de suo proprio aedificio venit, sed de veritatis destructione. Nostra suffodiunt, ut sua aedificent». «Non ethnicos convertendi, sed nostros evertendi».

34. Εκκλ. Ιστ. IV 7 Μ. 20, 317.

35. Έλεγχος… I 20, 1 και 2 Μ. 7, 653.

36. Αυτόθι στήλ. 653 - 657 και 661 και εξής.

37. Αυτόθι 31, Migne 7, 704.

38. De resurrectione carnis 63 M. L. 2, 886.

39. Ιππολύτου Έλεγχος… Ε, 7 ΒΕΠ. 5, 247, 248

40. Έπιφαν. Πανάριον Αίρεσις 26, 8 και 12. Έκθεσις Πρωσ. Ακαδημ. Τόμ. 1 σελ. 284, 290.  

41. Έλεγχος I 27, 4 και ΙΙΙ 12, 12 Μ. 7, 689, 906.

42. Ένθ. αν. στήλ. 1465.

43. «Cui enim rei baptisma quoque apud eum (Marcionem) exigitur? Et in hoc totum salutis sacramentum carnem mergit exsortem salutis» (De praescr. 41 M. L 2, 57).

44. Έλεγχος I 21, 3 M. 7, 661.

45. Τερτυλ. Adversus Marcion. 4. 40.

46. Β. Στεφανίδου, Εκκλ. Ίστ. σελ. 60.

47. Ένθ. Ανωτ. I 13, 2 Μ. 7, 580.

48. Π. Τρεμπέλα, Μυστηριακαί θρησκεϊαι και Χριστιανισμός, Αθήναι 1932.

49. Παράβαλλε Τερτυλιανού De Bapt. 5 και De praescript. 40. Ιουστίνου Α'. Απολογία 62, 2 και 66, 3 ΒΕΠ. 3,195 και 198. Κλήμεντος Στρωμ. Ε 1 ΒΕΠ. 8, 115.

50. Παρόμοιον τι ισχύει και περί της περιπτώσεως, την οποίαν προβάλλει ο W. H. Frére εν Procter and Frére New History of the Book of Common Prayer, London 1902, σελ. 393, ισχυριζόμενος ότι και η επίκλησις «Κύριε, ελέησον» είνε ελλην. εθνικής προελεύσεως. Βασιζόμενος δηλαδή ούτος εις το ότι ο κατά τα μέσα του δευτέρου χριστιανικού αιώνος αποθανών Αρριανός εν τω έργω αυτού «Διατριβαί Επικτήτου» (ΙΙ 7) γράφει, ότι τον Θεόν επικαλούμενοι δεόμεθα Κύριε, ελέησον, διατείνεται, ότι την επιφώνησιν ταύτην εξ εθνών οι Χριστιανοί εισήγαγον εις την λειτουργίαν εκ της προτέρας αυτών εν τη ειδωλολατρική θρησκεία λατρείας. Δεν λαμβάνει όμως υπ’ όψιν ο Frére ένθεν μεν, ότι η μαρτυρία του Αρριανού προέρχεται εκ χρόνων μεταχριστιανικών και συνεπώς δεν αποκλείεται και αυτοί οι εθνικοί να εδέχθησαν επίδρασιν χριστιανικήν, ένθεν δε, ότι η επίκλησις αύτη απαντά πλειστάκις εν τοις βιβλίοις της Π. Δ. (π. χ. Ησαΐας Λγ΄ 2: «Κύριε, ελέησον ημάς». Ψαλμ. ρλβ΄ 3: «Ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημάς». Ψαλμ. Στ΄ 3: «Ελέησόν με, Κύριε»), φυσικόν δε είνε εκείθεν να προσελήφθη και υπό των χριστιανών.

51. La vie de la Liturgie, Paris 1956, σελ. 120.

52. Μυστηριακαί θρησκείαι και Χριστιανισμός, σελ. 17.

53. Bouyer, ένθ. ανωτ. σελ. 121.

54. Π. Τρεμπέλα, ένθ. ανωτ. σελ. 18.

55. Παρά Hastings, Diction. of the Bible. Extra volum. σελ. 124.

56. Άξιοσημείωτα, όσα εξ αφορμής του χαρακτήρος τούτου των μυστηρίων του Εθνισμού σημειοί ο Dix (The shape of the Liturgy, σελ. 153). Είνε δύσκολον να εννοήσω, γράφει ούτος, πώς συνέβη να υποθέσουν σοβαροί επιστήμονες, ότι η θεία Ευχαριστία εύρηται εις στενήν σχέσιν προς τας τελετάς των εθνικών μυστηρίων. Εις τα μυστήρια ταύτα κατεβάλλετο πάντοτε προσπάθεια να προκληθή θρησκευτική συγκίνησις και διέγερσις διά μακράς προπαρασκευής και νηστειών και συχνάκις διά κοπιωδών τελετών ή διά διαδοχικής χρήσεως φωτός και σκότους, διά μυστικών συμβόλων και εντυπωσιακού και πομπώδους περιβάλλοντος, ή ενίοτε διά του μαγικού και αποκρουστικού ή τρομερού. Οπωσδήποτε ιδιαιτέρα εξεδηλούτο φροντίς, ίνα διεγερθή συγκίνησις παρά τω μυουμένω και υποβληθή η διάνοια και ο όλος ψυχικός κόσμος αυτού εις ωρισμένον πλαίσιον και δημιουργηθή παρ’ αυτώ πρόσφορος τρόπος σκέψεως και αντιλήψεως. Και καθώς ο Αριστοτέλης λέγει, οι άνθρωποι ήρχοντο εις τας τελετάς ταύτας ουχί ίνα μάθωσι τι, αλλ' ίνα λάβωσι πείραν τινός. Εν τη χριστιανική ευχαριστία συμβαίνει το όλως αντίθετον. Το παν εν αυτή είναι οικείον και εν τινί βαθμώ εστερημένον συγκινήσεως. Ο χριστιανός προσέρχεται εις την κοινωνίαν ουχί βεβαίως, ίνα μάθη τι, διότι προϋποτίθεται παρ’ αυτώ η πίστις, ασφαλώς όμως ουδέ να ζητήση ψυχολογικήν τινά φρικίασιν. Έρχεται απλώς να πράξη τι, όπερ θεωρεί ως υπέρτατον καθήκον να το πράξη, υπ’ αυτής της τελέσεως δε του μυστηρίου τούτου ουδεμία φρικίασις προκαλείται. Η τελετή είνε γυμνή, δεν προκαλεί εντύπωσιν διεγείρουσαν τους νωθρούς, και πολύ γρήγορα χάνει την ελκυστικότητα του νεωτερισμού. Ακόμη ουδέ ο πόθος προς προσωπικήν επικοινωνίαν μετά του Θεού οδηγεί τούτον εκεί, διότι θα ηδύνατο να επιτύχη τούτο και κατ’ οίκον διά της καθημερινής κοινωνίας καθηγιασμένου άρτου εν αυτώ. Άγει αυτόν εκεί έντονος πίστις, περί του ότι εν τη ευχαριστία όσον ουδαμού αλλαχού λαμβάνει μέρος και αυτός εν τη πράξει της θυτηρίου υπακοής εις το θέλημα του Θεού, ήτις συνετελέσθη επί του Γολγοθά και ήτις ελύτρωσε τον κόσμον και αυτόν τον ίδιον. Φέρει αυτόν εκεί η πεποίθησις, ότι επιβάλλεται εις ένα έκαστον των λελυτρωμένων να συμμετέχη εις την αυτοπροσφοράν του Χριστού. Απλώς ως μέλη του σώματος του Χριστού πάντες οι χριστιανοί οφείλουν να πράττουν τούτο και να πράττουν ουχί άλλως παρά όπως ο Χριστός παρήγγειλε τούτο εις τους μαθητάς του.

57. Εν τω έργω αυτού: Geschichte der paulinischen Forschung, Tübingen, 1912.

58. Σοφ. Σολ. Ιδ', 15: «Και παρέδωκα τοις υποχειρίοις μυστήρια και τελετάς» και Ιδ', 23: «Ή τεκνοφόνους τελετάς ή κρύφια μυστήρια ή εμμανείς εξ άλλων θεσμών κώμους άγοντες».

59. Ένθ’ ανωτ. σελ. 124.

60. Εν τω ανωτέρω χωρίω γίνεται λόγος περί αρχόντων. Ο Couchoud υιοθετήσας την ερμηνείαν, καθ’ ην άρχοντες = οι δαίμονες, επεζήτησε ν’ ανεύρη εν τω κατ’ αυτόν μύθω του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού το αντίστοιχον του μύθου των Τιτάνων, οίτινες κατεσπάραξαν τον Διόνυσον. Αλλ' ως εμφαίνεται εκ της συνεχείας «…ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν» εννοεί ο θείος Παύλος τους άρχοντας των Ιουδαίων. Ο δε όρος τέλειος, τον οποίον ο Reitzenstein εκδέχεται ως ταυτόσημον των μυστηριακών όρων «τετελεσμένοι, τελεσθέντες, τελούμενοι, μύσται», αντιτίθεται υπό του αποστόλου προς τους «νηπίους εν Χριστώ», αποσαφείται δε πλήρως η έννοια αυτού δι' ων λέγει αλλαχού ο Παύλος προτρέπων τους Κορινθίους εν τη αυτή επιστολή (ιδ' 20): «μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν, αλλά τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε»· και ευκρινέστερον εν τη προς Εφεσίους επιστολή, όταν γράφη: «άχρι καταντήσωμεν οι πάντες… εις άνδρα τ έ λ ε ι ο ν εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, ίνα μηκέτι ώμεν ν ή π ι ο ι κλυδωνιζόμενοι και περιφερόμενοι παντί ανέμω διδασκαλίας» (Εφεσίους α΄ 13-14). Εξ ετέρου οι νήπιοι, προς ους αντιτίθενται οι τέλειοι, δεν είναι βέβηλοι και αμύητοι, αλλ' εξ ίσου βεβαπτισμένοι ως οι τέλειοι. Ωσαύτως την φρασιν «Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην» ο Reitzenstein και Loisy ηρμήνευσαν «σοφίαν την αποκεκρυμμένην εν μυστηρίω» ήτοι ήτις είνε κεκρυμμένη υπό μορφήν μυστηριακής τελετής. Προδήλως η έννοια αύτη δεν ανταποκρίνεται ούτε εις τα συμφραζόμενα, ούτε εις την φυσικήν σειράν των λέξεων. Τα ανωτέρω δύνανται να αποτελέσωσι δείγματα των βεβιασμένων μεθόδων και αυθαιρέτων εξηγήσεων, διά των οποίων επεζητήθη να παρουσιασθή ο θείος Παύλος διατελών υπό την επίδρασιν των μυστηρίων.

61. Ένθ’ ανωτ. σελ. 126.

62. Ένθ’ ανωτ. σελ. 127.

63. Ένθ’ ανωτ. σελ. 128.

64. Bouyer, ενθ’ ανωτ. σελ. 129.

65. Αυτόθι, σελ. 134.  

66. Apuleius Metamorphoses XΙ, 22 - 23.

67. Αριστοφάνους Βάτραχοι 338, Αχαρνής 761, Ειρήνη 374.

68. Textes et Monuments relatifs aux Mystères de Mithra I, 322.

69. Πρβ. Π. Τρεμπέλα, ένθ. ανωτ. σελ. 38-39.

70. Ρωμαίους Στ΄ 3-4, Κολοσ. Β΄ 14.

71. W. Κ. Lowther Clarke, Liturgy and Worship, σελ. 413 υποσημ. 5.

72. Αυτόθι, σελ. 414.

73. Εσχάτως εδημοσιεύθη υπό του Eric Segelberg ειδικόν σύγγραμμα υπό τον τίτλον «Masbuta, Studies in the Ritual of the Mandaean Baptism», εν τω οποίω διά μακρών, εις σελίδας περίπου 200, ερευνώνται τα κατά το βάπτισμα των Μανδαίων. Τα συμπεράσματα, εις τα οποία καταλήγει ο περί ού ο λόγος συγγραφεύς, συνοψίζονται εις τα επόμενα: 1) Εάν υπάρχη σχέσις τις μεταξύ της παραδόσεως των Μανδαίων και των Χριστιανών, δεν υφίσταται αύτη μεταξύ των Μανδαίων και των Νεστοριανών, ως υπεστήριξεν ο Lietzmann, αλλά μεταξύ των Μανδαίων και τινός παραδόσεως του Δυτικού Συριακού τύπου. 2) Η παράδοσις των Ελκεσαίων, αναγομένη εις τον δεύτερον χριστιανικόν αιώνα, προελθούσα δε εκ των Ιουδαίων, έχει προφανή τινά σχέσιν προς την των Μανδαίων. 3) Η τελετή του βαπτίσματος των Μανδαίων κατά την σημερινήν αυτής μορφήν είναι σχετικώς πολύ νεωτέρα. Ίσως δεν είναι παλαιοτέρα των Αραβικών χρόνων. 4) Ο πυρήν της τελετής είναι αναμφισβητήτως παλαιός. Ενέχει ομοιότητα προς την χριστιανικήν παράδοσιν, ως διεσώθη αύτη και υπό του Ιππολύτου, ήτις όμως είχε και την χρίσιν, ίσως ως διακριτικόν γνώρισμα. Ωσαύτως έχει ομοιότητα προς το βάπτισμα των Ελκεσαίων, το οποίον, εάν εστερείτο της χρίσεως και του γεύματος, θα παρουσίαζε στενήν σχέσιν προς την παράδοσιν των Μανδαίων. Η παράδοσις δε των Εσσαίων και της αιρέσεως του Qumram σχετίζεται στενώς προς την παράδοσιν των Μανδαίων και Ελκεσαίων.

74. Les associations religieuses chez les grecs, Paris 1873, σελ. 383.

75. Κλημεντ. Προτρεπτικός ΙΙ ΒΕΠ. 7, 25 και 27.

76. Le culte 1925, σελ. 131.

77. Εν A. D. Alés, Diction. Apologétique ΙΙΙ 964-1014, εν άρθρω Mystères Paiens et S. Paul.

78. Eine Mithras liturgie, έκδ. ΙΙ, σελ. 105.

79. Handbuch z. Neuen Testament I, σελ. 125.

80. Taufe u. Abendmahl σελ. 40.

81. The religious experience of st. Paul, σελ. 121.

82. St. Paul and the Mystery-Religions, σελ. 256-259.

83. Contra Faust… I xx c. 23.

84. L’ Evangile et l’ Église σ. 186.

85. La religion à Rome sous les Sévères, σ. 294.

86. Das Wesen des Christentums, Βερολίνον 1900, σελ. 137-138, 148.

87. Culte Chrétien ένθ ανωτ. στήλ. 841 και 842.

88. Όλως διάφορος της εκ της ειδωλολατρικής θρησκείας επιδράσεως είναι η επιβαλούσα την Ελληνικήν γλώσσαν επίδρασις. Η Εκκλησία κατέκτησε ολόκληρον τον Ελληνικόν κόσμον, ως παρατηρεί ο Cabrol (La prière des premiers Chrétiens, σελ. 30). Από της επομένης της γεννήσεώς της απαλλαγείσα των Ιουδαϊκών περιορισμών ευρίσκεται εις επαφήν μετά του Ελληνισμού. Όλα ως εκ τούτου τα βιβλία της Κ. Δ. συνεγράφησαν ελληνιστί, κατ’ αυτούς δε τους αποστολικούς χρόνους μετεφράσθη εις την Ελληνικήν και το αρχικώς εις την Εβραϊκήν συγγραφέν κατά Ματθαίον ευαγγέλιον. Πάντα τα χριστιανικά συγγράμματα μέχρι του Γ’ αιώνος συνεγράφησαν εις την Ελληνικήν. Και εν αυτή τη Εκκλησία της Ρώμης η λειτουργία και εν γένει η λατρεία κατά την αυτήν εποχήν ετελείτο Ελληνιστί. Εντεύθεν μέγας αριθμός λειτουργικών όρων προήλθεν εκ των Ελληνικών· Ευχαριστία, ευχολόγιον, επίκλησις, λιτανεία, εξορκισμός, ακόλουθος, διάκονος, επίσκοπος, δοξολογία, εξομολόγησις κ.λ.π. Εν τούτοις η επίδρασις αύτη είναι όλως δευτερευούσης σημασίας, περιοριζομένη εις μόνην την γλώσσαν.

Σημείωση ΟΟΔΕ: Πρέπει να προσθέσουμε εδώ ότι η υιοθέτηση ελληνόφωνης ορολογίας στην πρώτη Εκκλησία δεν έχει κυρίως εθνικό, αλλά πρωτίστως – αν όχι αποκλειστικά – βιβλικό (παλαιοδιαθηκικό) υπόβαθρο, λόγω της μετάφρασης των Ο΄. Εκεί συναντούμε ήδη π.χ. τους όρους Εκκλησία (π.χ. Δευτερονόμιον 4, 10. 23, 2-9, Κριταί, 20, 2 κ.λ.π.), Χριστός (π.χ. Α΄ Βασιλειών 2, 10 και 35. 12, 3, Ησαΐας, 45, 1, Ψαλμ. 2, 2 κ.α.), επίσκοπος και επισκοπή (π.χ. Αριθμοί 4, 16, Β΄ Παραλειπομένων 24, 12, κ.α.), λιτανεία και λιτανεύω [π.χ. Ψαλμ. 44 (Μασσωρ. 45), 13, Β΄ Μακκαβαίων 3, 20. 10, 16], ευχαριστία (π.χ. Σοφία Σολομόντος 16, 28), εξομολόγησις [π.χ. Ψαλμ. 9, 2. 17 (Μασσ. 18), 50 κ.ά.] κ.λ.π. Ακόμη και οι όροι Θεός, άγγελος κ.λ.π. είναι ελληνικής προελεύσεως και έλαβαν νέο περιεχόμενο στη βιβλική γραμματεία. Αυτό είναι επόμενο, αφού η Εκκλησία δεν διαθέτει δική της ιδιαίτερη γλώσσα, ούτε αναγνωρίζει κάποια «ιερή» γλώσσα (απορρίφθηκε ρητά αυτή η άποψη με αφορμή το έργο των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, αλλά δυστυχώς αργότερα επικράτησε στον παπισμό), αλλά εκφράζεται στη γλώσσα κάθε λαού, σύμφωνα και με το γεγονός της Πεντηκοστής, Πράξεις 2, 7-11.

Δημιουργία αρχείου: 17-10-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 19-10-2020.

ΕΠΑΝΩ