Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Αγ. Γραφή |
Η «απιστία» του Θωμά και ο σύγχρονος άνθρωπος // Η αμφισβήτηση των αφηγήσεων στην Καινή Διαθήκη // Θεολογικά σχόλια στην Κυριακή του Θωμά (Ιω. 20,19-31)
Η αναστάσιμη εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές Του, Ο Ιησούς και ο Θωμάς,
Ο σκοπός συγγραφής των Ευαγγελίων (Ιω. 20, 19-31) Τού Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου |
Αφού ανήγγειλε η Μαρία η Μαγδαληνή στους μαθητές Του ότι είδε αναστημένο τον Κύριο, (α) για να βεβαιωθεί πως η μαρτυρία της δεν είναι φανταστική επινόηση, (β) για να μην λυπηθούν οι μαθητές που μόνο στην Μαρία εμφανίστηκε (Ιω. Χρυσόστομος), και (γ) για να τους καταστήσει όντως αποστόλους Του προς σωτηρίαν του κόσμου, την ίδια εκείνη ημέρα που αναστήθηκε, την πρώτη ημέρα δηλαδή μετά το Σάββατο, εμφανίστηκε ο Χριστός από αληθινή φιλανθρωπία και σ’ αυτούς. Περίπου λοιπόν στις 8 το βράδυ, ημέρα Κυριακή, και ενώ οι ένδεκα μαθητές –υπήρχαν και άλλοι παρόντες (Λκ. 24,33)- ήσαν συγκεντρωμένοι (εν τη Λειτουργία και δια της προσευχής γίνεται αντιληπτός ο Κύριος) κάπου στα Ιεροσόλυμα, με κλειστές τις πόρτες (δίφυλλη θύρα) από φόβο προς τις ιουδαϊκές αρχές (που είχαν ειδοποιηθεί και ενοχληθεί ιδιαίτερα, Μθ. 28,11-15), εμφανίστηκε αίφνης ο Ιησούς (φανερώνοντας τη θεϊκή Του φύση δείχνοντας το ένδοξο αναστημένο σώμα Του, και θυμίζοντάς τους τη Μεταμόρφωσή Του), στάθηκε στη μέση -βρίσκεται πλέον εν μέσω κάθε εκκλησιαστικής και μυστηριακής σύναξης (Γρηγόριος ο Παλαμάς), ενώ ευλόγησε την πρώτη εκείνη χριστιανική Κυριακή- και τους λέγει: «Ειρήνη σ’ εσάς», ήτοι: Μην τρομάζετε, αλλά να έχετε πλέον τη δική μου αγιοπνευματική ειρήνη (που αναπαύει και χαροποιεί) με το Θεό, τη συνείδησή σας, και τους συνανθρώπους σας, όχι εκείνη του κόσμου, την πρόσκαιρη και απατηλή. «Και όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια ΤΟΥ και την πλευρά ΤΟΥ». Είδαν και αντιλήφθηκαν τότε όλοι –είχε πληροφορήσει εξάλλου πριν φονευθεί, ότι θα τους ξαναδεί και η καρδιά τους θα χαίρεται μονίμως (Ιω. 16,22)- αλλά και εμείς μέσω των Γραφών: (α) ότι πράγματι ανέστησε τον ναό του σώματός Του, όπως το είχε εξάλλου προείπει: «Γκρεμίστε τον ναό αυτόν και σε τρεις ημέρες θα τον ανοικοδομήσω» (Ιω. 2,19), και (β) ότι δικό Του σώμα ήταν το αναστημένο και δεν δανείστηκε ή χρησιμοποίησε άλλο σώμα, ή άλλος αναστήθηκε στη θέση του, όπως γνωστικοί και αιρετικοί δια μέσου των αιώνων ισχυρίζονται. Επιπρόσθετα, στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο ο Ιησούς διευκρινίζει: «Κοιτάξτε τα χέρια και τα πόδια μου, για να βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος. Ψηλαφίστε με και δείτε. Ένα φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμένα να έχω. Και λέγοντας αυτά, τους έδειξε τα χέρια και τα πόδια Του». Μάλιστα για να ηρεμήσει περισσότερο τις καρδιές τους, έφαγε μπροστά τους «ένα κομμάτι ψητό ψάρι και ένα κομμάτι κηρύθρα με μέλι» (Λουκ. 24, 36-43). Για τους Πατέρες της Εκκλησίας, το ότι έφαγε ο Χριστός εκείνη την ώρα έγινε μόνο προς πίστωση της αναστάσεώς Του, ενώ με κάποια αόρατη και θεία ενέργεια τα φαγώσιμα αναλώθηκαν (προς κατασίγαση της φοβίας των μαθητών), και δεν μετασχηματίστηκαν βιολογικά, αφού το μεταμορφωμένο σώμα Του δεν είχε ανάγκη πλέον τροφής (άγιος Γρηγόριος Παλαμάς). Τους είπε πάλι ο Ιησούς: «Ειρήνη σ’ εσάς». Χωρίς τη ειρήνη Του, μεταξύ μας και προς τον Θεό, κανένα καλό δεν ακολουθεί και αγιάζει την ανθρωπότητα, αφού είναι προϋπόθεση της σωτηρίας, και Αυτός είναι άλλωστε ο ενοποιήσας δια της θυσίας Του τα ουράνια με τα επίγεια. «Όπως ο Πατέρας έστειλε εμένα, συνεχίζει ο Χριστός, έτσι στέλνω και εγώ εσάς». Τον Υιόν έστειλε άμεσα ο Πατέρας, τους αποστόλους στέλνει τώρα ο Ιησούς και τους αναθέτει τη συνέχεια του δικού Του έργου. Άνευ Αυτού όμως, και της θεϊκής Του δύναμης και εξουσίας, δεν νοούνται εκείνοι. Διότι Αυτός είναι ο μεσίτης της νέας Διαθήκης, Λυτρωτής των όλων, που υιοθετεί τους πιστούς εν τω αίματί Του. Έπειτα από τα λόγια αυτά, φύσηξε στα πρόσωπά τους (χορηγώντας τους το 2ο δώρο Του μετά την αναστάσιμη ειρήνη) και τους λέγει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο». Δεν πρόκειται εδώ για ΤΟ Πνεύμα της Πεντηκοστής (που επιτελεί τα θαύματα και ανασταίνει νεκρούς, διδάσκει ο Χρυσόστομος), αλλά για διαφορετικό βαθμό ενεργείας (Γρηγόριος ο Θεολόγος), ήτοι την θεία δύναμη που επιτελεί τα αγιαστικά μυστήρια και παρέχει την εξουσίαν του ‘δεσμείν και λύειν’ τις αμαρτίες. Την Χάρη που έχασαν οι πρωτόπλαστοι στον παράδεισο, αυτήν επανεισάγει και πάλι στους πιστούς ο Κύριος, δια του Παρακλήτου Πνεύματος, που αναπαύεται στον Υιό, και με το εμφύσημα προς αυτούς πλήρως τους ικανώνει σε 50 ημέρες από τότε να το υποδεχθούν. Για να εννοήσουν καρδιακώς ότι Εκείνος ήταν που στην Εδέμ τούς δημιούργησε και ενεφύσησεν στον Αδάμ ‘πνοήν ζωής’, πως Εκείνος είναι ο Θεός, και Εκείνος είναι η πηγή πασών των χαρισμάτων και ευεργεσιών. Ακόμη συνειδητοποιούν πως, ό,τι καλό θα κάνουν από δω και πέρα οι μαθητές, δια της δυνάμεως του Παρακλήτου θα το επιτελέσουν, και με τη συμμετοχή τους. «Σε όποιους, συνεχίζει, συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες. Σε όποιους τις κρατήσετε, θα παραμείνουν έτσι». Η εξουσία του Υιού μεταβιβάζεται πλέον στους μαθητές, στην Εκκλησία Του, που είναι έκτοτε ταμιούχος και διαχειριστής της θείας χάριτος. Ο Θωμάς όμως, ένας εκ των δώδεκα μαθητών (του αποστολικού κύκλου), που λεγόταν στα ελληνικά Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. Ο Θωμάς ήταν πνευματικά ανέτοιμος για να δει τον Αναστάντα Χριστό. Γι’ αυτό και φάνηκε δύσπιστος, όχι βέβαια άθεος. Δεν περίμενε τότε ούτε το θαύμα της έγερσης του Λαζάρου εκ του μνήματος (Ιω. 11,16), αλλά και σχολαστικά προσπάθησε να καταλάβει την «οδόν» προς τον Θεό που τους δίδασκε ο Ιησούς (Ιω. 14,5). Παρέμενε όμως μέσα στον κύκλο της Αποκάλυψης (των 12 στενών μαθητών του Κυρίου), αναμένοντας βαθυτέραν γνώσιν του Θεού, και τελικά δικαιώθηκε. Διότι η παραμονή στην αλήθεια της Εκκλησίας σώζει, και όχι οι επιμέρους αμφιταλαντεύσεις μας. Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας». Το ίδιο και εμείς οφείλουμε να πράττουμε, μαρτυρούντες την πίστη μας προς τους άλλους. Αυτός όμως τους είπε (σίγουρα απογοητευμένος και συνάμα ισχυρογνώμων): «Εγώ αν δεν δω στα χέρια Του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, και το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά Του, δεν θα πιστέψω». Όχι μόνο ήθελε να δει για να πιστέψει απόλυτα ο Θωμάς, αλλά και να ψηλαφήσει, για να είναι ολοκληρωτικά σίγουρος, ενώ είχε απαράδεκτα ξεχάσει τις νεκραναστάσεις που ο Χριστός πραγματοποίησε. Αγνοούσε δε την αλήθεια ότι αν η πίστη και το θαύμα αποδεικνύονταν πειραματικά και ανά πάσα στιγμή, τότε δεν θα είχαν καμία αξία, ούτε θα ανάπαυαν πνευματικά τον άνθρωπο ως ανάγκη εσωτερικής αναζήτησης και εν τέλει εύρεσης, καθόσον θα εντάσσονταν στην αλληλουχία των φυσικών γεγονότων και μόνο. Λιγότερο δικαιολογημένος είναι πάντως ο Θωμάς από τους υπολοίπους μαθητές, που κι αυτοί αμφέβαλαν στα λόγια Μαρίας της Μαγδαληνής. Διότι εδώ έχουμε την διαβεβαίωση και των 10 αποστόλων, στην οποία ο Θωμάς δεν έδωσε και πολύ σημασία. Είχε λοιπόν ο Θωμάς έλλειψη Χάριτος και θείου Φωτισμού (Θεοφύλακτος), σε καμία περίπτωση όμως δεν ήταν άπιστος. Εντύπωση κάνει πάντως η αλήθεια της Καινής Διαθήκης, αφού δεν κρύβει ούτε τον Ιούδα που πρόδωσε, ούτε τον Πέτρο που αρνήθηκε, ούτε τον Θωμά που απίστησε, ούτε τον Παύλο που εδίωξε την του Χριστού Εκκλησία, ούτε και τις ιδιομορφίες των αποστόλων, που ζήτησαν πρωτοκαθεδρίες, παρεξηγούσαν τα λόγια του διδασκάλου τους, και εγκατέλειψαν τον Ιησού στις δύσκολες ώρες Του. Είναι επομένως τα γεγονότα πραγματικά και εγγυημένα από τους αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρές τους. Οκτώ ημέρες αργότερα, οι Μαθητές ήσαν πάλι μέσα στο σπίτι, μαζί τους κι ο Θωμάς (ο οποίος στο διάστημα μιας εβδομάδας είχε κατηχηθεί από τους συμμαθητές του και είχε οπωσδήποτε εκφράσει μετάνοια και πίστη (ιερός Θεοφύλακτος). Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς (ημέρα και πάλι Κυριακή, τιμώντας την και αγιάζοντάς την λειτουργικά), ενώ οι πόρτες ήταν κατά τον ίδιο τρόπο κλειστές (φανερώνοντας τις ιδιότητες και των αναστημένων σωμάτων στον κόσμο της αιωνιότητας), στάθηκε στη μέση (αυτός είναι το νόημα της ζωής και η αυθεντική ερμηνεία της ιστορίας) και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». Έπειτα λέγει στο Θωμά: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, φέρε και το χέρι σου και βάλτο στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις (και συνεχίζεις να υποτάσσεσαι στην αδυσώπητη και πολλές φορές τυφλή λογική) και πίστεψε». Επομένως: (α) Με πραότητα και μακροθυμία δέον όπως ελέγχουμε και εμείς τους αρνητές της πίστεως, και όχι με διάθεση πολεμική και συγκρούσεως, (β) ο Χριστός τού αποδεικνύει ότι γνωρίζει ως Θεάνθρωπος όχι μόνο τους διαλόγους, αλλά και τις ενδιάθετες κινήσεις της καρδίας των ανθρώπων, και (γ) δεν αρνείται ο Θεός την σοβαρή έρευνα, από γνήσιες και φερέγγυες πηγές, και μάλιστα προτρέπει: «Ερευνάτε τας Γραφάς»*. Και ο Θωμάς αποκρίθηκε τότε και ΤΟΥ είπε (χωρίς να χρειαστεί να ψηλαφίσει, γεμάτος έκπληξη και ομορφιά): «Είσαι Ο Κύριός μου και Ο Θεός μου» (το ‘ΤΟΥ’ αποδεικνύει άλλωστε ότι τον αναστημένο Ιησού αποκάλεσε συγκεκριμένα Κύριο και Θεό). Από την (υγιή και άδολη) αμφιβολία μπορεί λοιπόν να προέλθει η δυνατότερη πίστη, μετά από εξέταση των σημείων της Αποκάλυψης του Θεού, επί ιστορικής και θεολογικής πάντως βάσεως. Επίσης, η μαρτυρία του ευαγγελιστή Ιωάννη αφορά τον Θεό που έγινε άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, και όχι έναν ψιλόν άνθρωπο που έφτασε σε υψηλά επίπεδα αγιασμού και θέωσης. Του λέει τότε ο Ιησούς: «Πείστηκες (τελείως πλέον) επειδή με είδες με τα μάτια σου» (άρα δεν χρειάστηκε να ψηλαφήσει ο Θωμάς τις πληγές Του). «Μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να με έχουν δει!». Ο Χριστός αποδέχεται επομένως τον χαρακτηρισμό «Κύριος και Θεός», και μάλιστα μαλώνει ποιμαντικά τον Θωμά που δεν τον αναγνώρισε ως Θεό ευθύς εξαρχής, μόνο από τη πίστη, αλλά και δεν δέχθηκε την μαρτυρία των συμμαθητών του. Εισάγεται εδώ η αναγκαιότητα του κηρύγματος και της ιεραποστολής, ακόμη και εν μέσω απίστων, αμφιβαλλόντων και δυσκόλως κατανοούντων το θείο μήνυμα, ατόμων και λαών. Γίνεται επιπλέον φανερό ότι οι άνθρωποι διαθέτουν είτε: (α) χαμηλή πίστη που χρειάζεται απτές και αισθητικές αποδείξεις για να πειστεί, (β) ανώτερη πίστη που βασίζεται στις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων της Εκκλησίας (αποστόλων, προφητών, αγίων, μαρτύρων), (γ) τελεία πίστη, που βασίζεται στην κάθαρση και τον αγιασμό των ιδίων των πιστών. Δυνάμεθα ακόμη να πούμε πως ο Χριστός καθυστέρησε φιλανθρώπως και από θεία συγκατάβαση την ανάληψή Του, για να σώσει και επαναφέρει τον Θωμά -που ήταν ο εναπομείνας στερημένος των ευεργεσιών της αληθούς πίστης και ειρήνης Του- αν και τους είχε ήδη ειδοποιήσει να βρεθούν για να συναντηθούν μαζί Του στην Γαλιλαία. «Ο Ιησούς έκανε βέβαια και πολλά άλλα θαύματα (προ και μετά του Πάθους Του) μπροστά στους μαθητές Του (αυτοί είναι οι μάρτυρες της θεότητας και αναστάσεώς Του), που δεν είναι γραμμένα σ’ αυτό εδώ το βιβλίο» (υπονοούνται και τα υπόλοιπα, πριν τον Ιωάννη γραφέντα Ευαγγέλια, που εν γνώσει του Ιωάννη αναφέρουν ποικίλα και μοναδικά θαύματα του Ιησού). Μας ενημερώνει ο Ιωάννης πως δεν έχει καταγράψει όλη τη ζωή, τη διδασκαλία και τα θαύματα του Κυρίου, αλλά συγκεκριμένα σημεία αυτών με τον παρακάτω σκοπό: «Αυτά όμως γράφτηκαν για να πιστέψετε (ολόκληρη η Εκκλησία, και κάθε πιστός ξεχωριστά) πως ο Ιησούς (ο συγκεκριμένος και ιστορικός άνθρωπος) είναι ο Χριστός, ο (μοναδικός) Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε δι’ αυτού τη Ζωή» (την αγιο-Πνευματική, την παντοτινή και χαρμόσυνη). Τα Ευαγγέλια δεν είναι λοιπόν φιλοσοφίες και ιδεολογίες, αλλά μαρτυρίες χαρισματικής συνάντησης των ευαγγελιστών μετά του Ιησού Χριστού και, δι’ Αυτού, ένωσής τους με τη ζωογόνο ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Ας μην ξεχνάμε τέλος ότι, όπως: ο σουγιάς σκουριάζει αν ξεχαστεί στο συρτάρι, η βάρκα βγάζει φύκια αν μείνει επί πολύ στη θάλασσα, και οι μύες αδρανούν αν παραμείνουν για μακρύ διάστημα αγύμναστοι, έτσι και η πίστη μας, για να είναι πραγματική και να οδεύει προς τελειότητα, δεν πρέπει να μένει στατική και αποστεωμένη, αλλά να προοδεύει μέσω της Θ. Μετάληψης, της ανάγνωσης των θείων Γραφών, της αγάπης, της άσκησης και της προσευχής. Αυτός είναι ο δρόμος που οι άγιοι όλων των εποχών προτείνουν για την ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ του κάθε ανθρώπου, και όλων μαζί μυστηριακά και εκκλησιαστικά, με το πρόσωπο του Κυρίου, του Κέντρου της Αγίας Γραφής και της αποκαλυφθείσας Παράδοσης, ΑΝΕΥ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ τίποτα στο σύμπαν δεν έχει νόημα, ενώ όλα παραμένουν ανερμήνευτα, και χωρίς αιτία ύπαρξης και προόδου. Διότι η συγνώμη και καταλλαγή με το Θεό ΜΟΝΟ «εκ του τάφου ανέτειλε», «ηλευθέρωσε ημάς ο του Σωτήρος θάνατος» και «εφάνη η κοινή Βασιλεία» (Κατηχητικός λόγος Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
* Σημείωση ΟΟΔΕ:
Στην πραγματικότητα ο Χριστός με τα λόγια αυτά δεν παροτρύνει τη
μελέτη τής Αγίας Γραφής, αλλά απλώς την αποδέχεται ως χρήσιμο
"προφητικό λόγο", ενώ η παρότρυνσή Του είναι όχι απλώς να μελετά
κάποιος την Αγία Γραφή, αλλά και να αποδέχεται τον Ίδιο τον
Ιησού Χριστό, ως Αυτόν για τον Οποίο μαρτυρούν οι Γραφές. Το
χωρίο ολόκληρο έχει ως εξής: "ερευνάτε
τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν· και
εκείναί εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού· και ου θέλετε ελθείν
προς με ίνα ζωήν έχητε."
(Ιωάννης 5/ε: 39,40). 1. ‘Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον’, Π.Ν. Τρεμπέλα, εκδ. ‘Ο Σωτήρ’, Αθ. 1990. 2. ‘Οι Δεσποτικές Εορτές’, Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου, Ι. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, έκδ. Α΄, 1995. 3. ‘Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο’, Σάββα Αγουρίδη, β΄ τόμος, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλ. 2005. 4. ‘Η Καινή Διαθήκη’, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, εκδ. 2003.
Εικόνα, από: xristianos.gr |
Δημιουργία αρχείου: 26-4-2014.
Τελευταία ενημέρωση: 26-4-2014.