Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης Θεού * Ερμηνευτική κακοήθεια των εχθρών του Χριστιανισμού * Η ερμηνεία τής Αγίας Γραφής * Οι διαφορές Ορθοδόξων και Προτεσταντικών προϋποθέσεων στην Εσχατολογία

Η διαφορά τής Χριστιανικής ερμηνευτικής Τυπολογίας

από την αρχαιoελληνική Αλληγορία

Θωμάς Α. Ιωαννίδης

 

Πηγή: Θωμά Α. Ιωαννίδη "Η Γλώσσα τής Καινής Διαθήκης", σελ. 113-123. Εκδόσεις "Έννοια".

 

Σε αντίθεση προς τους Έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι γράφουν πιεζόμενοι από το περιβάλλον και τους προσωπικούς τους στόχους και παράλληλα προς την Ιουδαϊκή ερμηνεία -που προσδίδει εκ των υστέρων στη Γραφή ένα ιστορικώς απαιτούμενο νόημα- οι ιεροί συγγραφείς δέχονται τον ιστορικό χαρακτήρα της Παλαιοδιαθηκικής αποκαλύψεως, η οποία αφηγείται την ιστορία ενός λαού και μέσα από αυτήν κατανοούν θεολογικά την ιστορία της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του κόσμου[196].

 

Η διπλή αυτή σημασία, η υπαρξιακή περιγραφή και η προφητική προοπτική της ιστορίας του Ισραηλιτικού λαού εκφράζεται με τη χρήση της τυπολογίας, καθαρώς βιβλικού ερμηνευτικού φαινομένου[197].

Με την αλληγορία παρίσταται συμβολικώς μία πραγματικότητα χωρίς την ιστορική δέσμευση του αλληγορούμενου πράγματος ή γεγονότος[198]· η τυπολογία, αντιθέτως, προϋποθέτει ιστορική ανταπόκριση ανάμεσα σε ένα πραγματικό γεγονός ή πρόσωπο, τον “τύπο”, και σε ένα μεταγενέστερο “αντίτυπο”[199]. Ενώ, δηλαδή, η αλληγορία αποτελεί επεξήγηση ενός θέματος ή ανάπτυξη διδασκαλίας με λέξεις και εικόνες γνώριμες στους αναγνώστες, οι προτυπώσεις παρέχουν πάντοτε μία αναφορά, έμμεση και συνεσκιασμένη, των εκφραζόμενων πραγμάτων προς τα μέλλοντα. Γι’ αυτό και νοούνται ως συζυγίες κατ’ αντιστοιχίαν του “τύπου” προς τον “αντίτυπο”, της σκιάς ή της εικόνας προς το πράγμα, της ιδέας προς το γεγονός και, συνεπώς, ως έκφραση κατώτερης μορφής απεικόνισης των θείων πραγμάτων και ατελέστερης αποκάλυψης των μελλόντων να αποκαλυφθούν[200]. Κατά την άποψη αυτή, τα γεγονότα της Π.Δ., χωρίς να χάνουν την ιστορική τους σημασία λαμβάνουν μία διάσταση εσχατολογική και αποτελούν τύπους τελειότερων γεγονότων της Κ.Δ.[201].

Η τυπολογία ως ερμηνευτική αρχή μέθοδος ή ως φιλολογικό σχήμα είναι άγνωστη στον εξωβιβλικό και τον ελληνιστικό χώρο. Χρησιμοποιήθηκε στον ιουδαϊκό κόσμο από τους ραββίνους στα πλαίσια της ιουδαϊκής μεσσιανολογίας[202] ως αίτημα και όχι ως εξηγητική μέθοδος. Με την εφαρμογή της υπογραμμίζεται η ομοιότητα και όχι η υπέρβαση των ιστορικών καταστάσεων, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως τυπολογία αναμονής και όχι πληρώσεως[203].

Σε αντίθεση προς τη ραββινική αυτή εξηγητική παράδοση, η χρήση της τυπολογικής μεθόδου από τον Ιησού αποδεικνύει την μεταξύ των γεγονότων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης σχέση υποσχέσεως - πληρώσεως[204] («ότι δει πληρωθήναι πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω Μωυσέως και τοις προφήταις και ψαλμοίς περί εμού» Λουκ. 24,44)[205]. Με την προοπτική αυτή ο Ιησούς αναφέρει εκ παραλλήλου δύο ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος και του παρόντος ή του μέλλοντος, τα οποία αρχικά εμφανίζουν κάποια σχετική εξωτερική ομοιότητα, τελικά, όμως, υποδηλώνουν μεταξύ τους κάποια ουσιαστική - βαθύτερη σχέση - αναλογία. Π.χ. η παραμονή του προφήτη Ιωνά στην κοιλιά του κήτους τρεις ημέρες προαναγγέλλει την τριήμερη ταφή Του (Ματθ. 12, 40)[206]·, ενώ η ζωή του προφήτη Ηλία προτυπώνει το πάθος Του (Ματθ 17 12). Ο κατακλυσμός επί Νώε και η εποχή του Λωτ (Σόδομα και Γόμορα) ερμηνεύονται ως τύποι της Δευτέρας Παρουσίας και της έσχατης κρίσεως (Λουκ. 17, 26.28· Ματθ. 24, 37 εξ.). Με την ύψωση του χάλκινου όφεως από τον Μωυσή στην έρημο προσημαίνεται η ύψωση του Υιού του Ανθρώπου στον Σταυρό (Ιω. 3,14), ενώ το μάννα της ερήμου είναι τύπος του ζώντος άρτου (Ιω. 6,31 εξ. 49 εξ.)[207].

Ο απ. Παύλος, γνώστης και φανατικός οπαδός αρχικά της ραββινικής ερμηνείας της Π.Δ. (Πράξ. 22,3· πρβλ. Φιλιπ. 3,6· Γαλ. 1,14), είχε μυηθεί από τον διδάσκαλό του Γαμαλιήλ στους ραββινικούς ερμηνευτικούς κανόνες, τους οποίους εφάρμοζε και ως Χριστιανός. Στις επιστολές του υπάρχουν παραδείγματα ραββινικής ερμηνευτικής, όπως ο πρώτος κανόνας του Χιλλέλ (από το μείζον στο έλασσον: Β' Κορ. 3,11 «πολλώ μάλλον» ή και αντιστρόφως: Ρωμ. 11, 24) και ο δεύτερος (αναλογία δύο συγγενών χωρίων, Ρωμ. 4,3.7 εξ.) καθώς και ελληνικής, όπως η απλή γραμματική ερμηνεία (Γαλ. 3,16), η αλληγορία (Α' Κορ. 9,9) ή ακόμη και η κουμρανική ερμηνεία (pesher, Ρωμ. 10, 6: «τούτ έστι»)[208].

Η προσωπική, όμως, αμεσότητα της νέας αποκαλύψεως με τον Χριστό οδήγησε τον Παύλο σε ριζική αναθεώρηση των πατρικών του παραδόσεων και σε νέα κατανόηση της Π.Δ. Η νέα του ερμηνεία επιτυγχάνεται με τη βοήθεια τής “τυπολογικής” εξηγητικής μεθόδου[209], την οποία διευρύνει και καθιερώνει στην ιστορία της βιβλικής ερμηνευτικής.

Η “τυπολογία” του έχει ως στόχο: α) την προβολή τής ιστορικής βάσεως τών αληθειών τής εν Χριστώ σωτηρίας, ουσιαστικό στοιχείο της αποστολικής πολεμικής»[210]· β) την επιβεβαίωση της οικουμενικής σημασίας του Ιησού, ως κέντρου αναφοράς και αυθεντίας και ως ερμηνευτικού κριτηρίου κατανοήσεως της Ιστορίας, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος[211]· γ) την ερμηνεία του ιστορικού θελήματος του Θεού στην αδιάκοπη ιστορική του φανέρωση, εκπλήρωση και ολοκλήρωση· δ) τη συγκριτική θεώρηση του τότε με το τώρα και την επισήμανση της αντιθέσεως μεταξύ της υποδούλου Ιουδαϊκής Συναγωγής και της «εν Χριστώ» ελευθέρας Εκκλησίας και ε) τη νέα θέαση της Ιστορίας ως εξελισσόμενης πραγματικότητας από το ατελές στο τέλειο, από το πρόσκαιρο στο αιώνιο.

Η Ιερή Ιστορία με όλα τα συνθετικά της στοιχεία, γεγονότα, πρόσωπα, θεσμούς μέσω της τυπολογικής ερμηνείας, αξιοποιείται από τον απ. Παύλο:

(1) Ως ηθική διδασκαλία, η οποία απορρέει από αρνητικά παραδείγματα προς αποφυγήν (αποστάτης λαός της Π.Δ., Α' Κορ. 10,6-11) ή από θετικά προς μίμηση (η πίστη του Αβραάμ, Ρωμ. 4,23)·

(2) Ως εσχατολογικός συμβολισμός, ο οποίος διαφαίνεται στα διάφορα γεγονότα της Εξόδου, όπως η διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης (Α Κορ. 10, 1 εξ.)[212], το μάννα, η ανάβλυση του ύδατος από την πέτρα στην έρημο (Α' Κορ. 10, 4), ως τύποι των χριστιανικών μυστηρίων του Βαπτίσματος και της Θ. Ευχαριστίας. «Τυπικώς δε τούτο ην, ως και Παύλω δοκεί· η θάλασσα τού ύδατος, η νεφέλη τού Πνεύματος, το μάννα τού τής ζωής άρτου, το πόμα τού θείου πόματος» (Γρηγόριος ο Θεολόγος)[213]. Η ένωση των πρωτοπλάστων προτυπώνει την ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας (Εφεσ. 5, 25-32), θέμα που αναπτύσσεται στο Άσμα Ασμάτων όπου γίνεται λόγος για την πιστή ένωση του Θεού με τον Ισραήλ με συμβολικά πρόσωπα τον άντρα και τη γυναίκα[214].

(3) Κατ’ ανάλογο τρόπο αντιπαραβάλλεται ο Χριστός προς τον Αδάμ (Ρωμ. 5, 12-21· Α' Κορ. 15, 22.45.49). Στην ανυπακοή του Αδάμ αντιπαρατίθεται η μέχρι θανάτου υπακοή του Χριστού. Η υπακοή οδηγεί στη ζωή, η ανυπακοή στο θάνατο «ώσπερ ο Αδάμ, θανάτω υπέπεσεν ούτως ο Σωτήρ υπακούσας, τον θάνατον ενέκρωσεν» (Άγιος Θαλάσσιος)[215].

(4) Ιδιάζουσα και μοναδική περίπτωση “αλληγορικής τυπολογίας” αποτελεί η προβληματική στην ερμηνεία της διήγηση της Γενέσεως για τις δύο γυναίκες και τα δύο τέκνα του Αβραάμ (Γαλ. 4,22-31). Στην περικοπή εκφράζεται η αντίθεση της δουλείας του Νόμου και της «εν Χριστώ» ελευθερίας τόσο με την περιγραφή των ιστορικών τύπων όσο και με τη συγκριτική αναφορά τους στους αντιτύπους. Ο πρεσβύτερος γιος της δούλης Άγαρ (4,22), γεννημένος «κατά σάρκα» (4,23), είναι διώκτης του αδελφού του (4,29) και τελικώς αποβάλλεται από την πατρική οικία (4,30)[216]. Προς αυτόν αντιτίθεται ο γιος της ελευθέρας Σάρρας (4,22), γεννημένος «δι’ επαγγελίας» (4, 23), «κατά πνεύμα» (4, 29), ο οποίος και κληρονομεί την πατρική περιουσία (4, 30). Την αντίθεση συμπληρώνει η αντιστοιχία των δύο γυναικών, της δούλης και της ελευθέρας, οι οποίες έχουν εκτός από την πραγματική, ιστορική και άλλη τυπική ή αλληγορική έννοια. Η δούλη Άγαρ συμβολίζουσα την Π.Δ. «συστοιχεί τη νυν Ιερουσαλήμ, δουλεύει γαρ μετά των τέκνων αυτής», του λαού της Π. Δ. Η Σάρρα είναι ο τύπος της «άνω Ιερουσαλήμ»[217], η οποία «ελευθέρα εστί» και «μήτηρ πάντων ημών» του λαού τής Κ. Δ.[218]· Το συμπέρασμα είναι εμφαντικό «διό, αδελφοί ουκ εσμεν παιδίσκης τέκνα αλλά της ελευθέρας» (4, 31) την αλληγορία αυτή ανάγει ο Παύλος στον Ησαΐα (15, 1) ο οποίος προφήτευσε για τα πολλά τέκνα της Σάρρας, δηλαδή της Εκκλησίας, της οποίας τύπος -σύμφωνα με το πνεύμα της παραπάνω αλληγορίας- μπορεί να θεωρηθεί ο γιος της Σάρρας Ισαάκ αλλά και η ίδια η Σάρρα[219]. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρώντας τη Σάρρα ως τύπο της Εκκλησίας, παρατηρεί: «Επειδή γαρ η Σάρρα τύπος εστί της Εκκλησίας, ή ελευθέρα, δια τούτο επήγαγεν, ότι “της ελευθέρας τέκνα εσμέν”. Και πάλιν· “άρα, αδελφοί, κατά Ισαάκ επαγγελίας τέκνα εσμέν”. Τι εστίν “επαγγελίας”; ώσπερ εκείνον ουκ έτεκε φύσις, ουδέ ημάς φύσις έτεκεν αλλ' η χάρις του Θεού»[220].

Το χαρακτηριστικό στοιχείο της παύλειας τυπολογίας δεν είναι η αναλογική σχέση μεταξύ τύπου και αντιτύπου στην ιστορική πορεία του χρόνου[221], αλλά η συγκριτική συσχέτιση τύπων και αντιτύπων[222], η οποία αναφέρεται στη φύση και τη λειτουργία του νέου ευαγγελίου του I. Χριστού και στους νέους όρους της ερμηνείας του που επέβαλαν η εμπειρία και η καινή συνείδηση της πρώτης Εκκλησίας[223].

Από τη συνοπτική ανάλυση και συγκριτική θεώρηση των προηγουμένων συνάγεται:

1. Πρόσωπα, γεγονότα και πράγματα της Π. Δ., χωρίς να χάνουν την ιστορική τους σημασία, λαμβάνουν για τους ιερούς συγγραφείς της Κ. Δ. διάσταση προφητική εσχατολογική και κατανοούνται ως “τύποι” προσώπων, συμβάντων και πραγμάτων της Κ. Δ.

2. Για τον απ. Παύλο ο “τύπος” στην Π. Δ. δεν αποτελεί ερμηνευτική ή αναλογική σχέση, αλλά αυτοαποκάλυψη του Θεού, η οποία μαρτυρείται με ιστορικά γεγονότα, προαναγγέλλεται με τον λόγο ή την προφητεία και βιώνεται με την πίστη.

3. Με τη χρήση των ποικίλων εξηγητικών αρχών-μεθόδων, τυπολογική, ηθική, συμβολική ή αλληγορική υπογραμμίζεται η παιδαγωγική λειτουργία του σχεδίου της Θείας Οικονομίας που εκτυλίσσεται από την Π. Δ. στην Κ. Δ. και συνέχεια στη ζωή της Εκκλησίας.

4. Με την έννοια αυτή, ο “τύπος” και η “αλληγορία” δεν αντιτίθενται, αλλά συναντώνται και ταυτίζονται στη νέα θεώρηση και ερμηνεία της αποκαλύψεως και της ιστορίας της Π. Δ. Με το πρόσωπο και το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού.

 

Σημειώσεις


196. Βλέπε Σ. Αγουρίδη, όπου πριν, σ. 77· I. Παναγόπουλου, όπου πριν, σ. 97.

197. Βλέπε R. Μ. Grant, A Short History of the Interpretation of the Bible, 1965, σ. 39· Σ. Αγουρίδη, όπου πριν, σσ. 92 ε.· Π. Βασιλειάδη, «Το πρόβλημα της αυθεντίας της Γραφής στην πρωτο-Χριστιανική ερμηνευτική», στο "Βιβλικές ερμηνευτικές μελέτες" ΒΒ 6)· Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 134 ε. 137.

198. Βλέπε Γ. Γαλίτη, Σύγχρονοι ερμηνευτικαί τάσεις και οι Τρεις Ιεράρχαι, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 29· Π. Βασιλειάδη, όπου πριν, σ. 137.

199. Παράβαλλε Μ. Βασιλείου: «Έτσι γαρ ο τύπος προσδοκωμένων δήλωσις δια μιμήσεως ενδεικτικώς το μέλλον προϋποφαίνων», Περί Αγίου Πνεύματος 14,31, PG 31,121C (=ΒΕΠΕΣ 52,256). Είναι σαφής η από τον M. -J. Lagrange διάκριση μεταξύ “αλληγορίας” και “τύπου”: «L allégorie emploie un mot pour suggérer autre chose que le sens propre du mot; c est une série de métaphores qui ne suppose pas, qui exclut plutôt la réalité du tableau dont les traits sont combinés pour suggérer d autres images. Le type au contraire est une personne, une chose, ou un événement qui esquisse d' avance certains traits d’ une autre personne, d’ un autre événement», όπου πριν, σ. 123. Βλέπε Π. Βασιλειάδη, Βιβλική κριτική και Ορθοδοξία (Ανάτυπο ΕΕΘ-ΣΑΠΘ τ. 25), Θεσσαλονίκη 1980, σ. 360 (=Βιβλικές ερμηνευτικές μελέτες, σ. 77)· Α. Θεοχάρη, Η τυπολογία ως ερμηνευτική μέθοδος, ΆπΒαρ 42, 2 (1981), σ. 45, υποσ. 3· I. Παναγόπουλου, όπου πριν, σ. 36.

200. Τον παιδαγωγικό ρόλο και την πνευματική αξία των προτυπώσεων εξαίρουν: α) ο Μ. Βασίλειος: «Του οικοδομούντος τα ημέτερα. Ώσπερ οφθαλμούς εν τω σκότει τραφέντας, τω κατ’ ολίγον εθισμώ προς το μέγα φως της αληθείας ανάγοντος. Φειδοί γαρ της ασθενείας ημών, εν τω βάθει του πλούτου της σοφίας αυτού, και τοις ανεξιχνιάστοις κρίμασι της συνέσεως την προσηνή ταύτην και ευάρμοστον ημίν υπέδειξεν αγωγήν, τας σκιάς πρότερον οράν των σωμάτων και εν ύδατι βλέπειν τον ήλιον προεθίζων» Περί Αγίου Πνεύματος, κεφ. ιδ΄ § 33, εκδ. Ρruche, σσ. 166 ε. Και ΡG32 128Α καi β) ο Ιωάννης Χρυσόστομος: «Καθάπερ βασιλέως εισιόντος προτρέχουσι στρατιώται, ώστε μη αθρώως απαρασκευάστως δέξασθαι τον βασιλέα· ούτω και θαύματος μέλλοντος γίνεσθαι παραδόξου, προτρέχουσι τύποι, ώστε ημάς προμελετήσαντας μη καταπλαγήναι αθρόον, μηδέ εκστήναι τω παραδόξω του γινομένου», Περί μη απογνώσεως και προσευχής κατά εχθρών, PG 51,363·«… Νυν μεν παρανοίγει, νυν δε συσκιάζει την προφητείαν· το μεν, ίνα τοις συνετωτέροις αφορμάς παράσχοι του συνιδείν τα λεγάμενα· το δε, ίνα των αγνωμόνων κατάσχοι την άτακτον ρύμην· και πανταχόθεν ποικίλλει τον λόγον», ερμηνεία εις Ησαΐαν κεφ. Β΄, § γ, PG 56, 31. Βλέπε Μ. Σιώτου, όπου πριν, σσ. 24 ε.

201. Με την έννοια αυτή γίνεται η διάκριση μεταξύ “αλληγορίας και παραβολής”. «Εις την αλληγορίαν δηλαδή, όπως και εις την μεταφοράν, τίθεται η εικών αντί του πράγματος … Ενώ εις την παραβολήν εικών και σημαινόμενον δεν επικαλύπτονται πλήρως, άλλα το ουσιώδες εύρηται εις την σύγκρισιν εις το tertium comparationis», I. Καραβιδόπουλου, "Αι παραβολαί τού Ιησού" (παράρτημα αρ. 5, του ιε' τόμου ΕΕΘΣΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 1970 σελ. 15. Παράβαλλε Σ. Αγουρίδη όπου πριν, σσ. 94 και εξής. Γ. Γαλλίτη, "Ερμηνευτικά τής Καινής Διαθήκης", Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 61984, σελ. 124· Α΄ Θεοχάρη, όπου πριν, σ. 47.

202. Βλέπε παραδείγματα στο υπόμνημα τών Strack - Billerbeck I, 85-90. R. P. Hanson, όπου πριν, σσ. 13 ε. Παράβαλλε L. Goppelt, Typos. Die typologische bei Paulus. Darmstadt 1966, σσ. 34-47.

203. Βλέπε I. Παναγόπουλου, όπου πριν , σ. 77. Α. Θεοχάρη όπου πριν, 42,4 (1981), σ. 126.

204. Η τυπολογία, σε αντίθεση με την αλληγορία, δεν ήταν εξήγηση των κειμένων, αλλά μάλλον “ερμηνεία των γεγονότων” [Γ. Φλορόφσκυ, «Αποκάλυψις και Ερμηνεία», στο "Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις" (μετάφραση. Δ. Τσάμη), Θεσσαλονίκη 1976, σ. 29.], «Ιστορική τις επισκόπησις ή είδός τι Φιλοσοφίας της Ιστορίας» (Ε. Αντωνιάδου, Αι τής ΚΔ Ορθόδοξοι ερμηνευτικαί αρχαί και μέθοδοι και αι θεολογικαί των προϋποθέσεις (Ανάτυπον ΕΕΘΣΠΑ 3 (1936-37), Εν Αθήναις 1937, σ. 30). Παράβαλλε Π. Βασιλειάδη, Βιβλική κριτική και Ορθοδοξία, σ. 372 (=Βιβλικές ερμηνευτικές μελέτες, σ. 96).

205. Όπως παρατηρεί ο Ιγνάτιος Αντιόχειας, ο Ιησούς Χριστός είναι η «θύρα του Πατρός, δι' ης εισέρχονται Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και οι Προφήται και οι Απόστολοι και η Εκκλησία. Πάντα ταύτα εις ενότητα Θεού… Οι γαρ αγαπητοί Προφήται κατήγγειλαν εις αυτόν», Φιλαδελφεύσιν IΧ, 1-2, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 979. Ο Σ. Αγουρίδης γράφει: «Ολόκληρος η Π. Διαθήκη, οι μεγάλοι ιστορικοί της σταθμοί, η λατρεία της και το πνεύμα των Προφητών της συγκλίνουν εις το πρόσωπον του Ιησού, δια να εύρουν εν αυτώ και τω έργω του το πλήρες και τελικόν των νόημα», Χριστός (Ερμηνεία του Προσώπου του στην Καινή Διαθήκη), Αθήναι 1984, σ. 17 (= ΘΗΕ 12, στ. 226). Παράβαλλε Ε. Αντωνιαδου, όπου πριν, σσ. 38 ε.· I. Παναγόπουλου, Το θεολογικόν πρόβλημα της Ορθοδόξου ερμηνευτικής, Αθήναι 1973, σσ. 7 και εξής. Χ. Βούλγαρη, Βασικαί τινες προϋποθέσεις ερμηνείας της Καινής Διαθήκης (Ανάτυπον εκ του τόμου Χαριστήρια εις τιμήν του Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος), Θεσσαλονίκη 1977, σ. 169. Οι ξένοι εξηγητές ομιλούν για θεωρία περί ολοκληρώσεως του νοήματος του ιερού κειμένου. [Βλ. σχετικώς R, Brown, The sensus plenior of Sacred Scriptures, Baltimore 1955· J. Schmid, Die alttestamentlichen Zitate bei Paulus und die Theorie vom sensus plenior, BZ NF 3 (1959), σσ. 161-173· P. Bénoit, «La plénitude de sens des Livres Saints», RB (1960), σσ. 161-196].

206. Παράβαλλε τον ειρμό στ΄ ωδής κανόνος Μ. Σαββάτου: "Συνεσχέθη αλλ' ου κατεσχέθη, στέρνοις κητώοις Ιωνάς· σου γαρ τον τύπον φέρων, τού παθόντος και ταφή δοθέντος, ως εκ θαλάμου τού θηρός ανέθροε...» Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς (επιμελεία Πρωτοπρ. Κ. Παπαγιάννη). Έκδ. τής «Αποστολικής Διακονίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος». Αθήναι 91985. σ. 289.

207. Βλέπε Σχετικώς I. Παναγόπουλου, Η ερμηνεία τής Αγίας Γραφής σελ. 97 και εξής.

208. Βλέπε Ι. Παναγόπουλου όπου πριν, σελ 111.

209. Ο J. Bonsirven σχετικώς προς την Παύλεια τυπολογία παρατηρεί: «...sa conception typologique est ce qui le distique le plus profondément des prédicaturs synagogaux. Seule, sa foi chrétienne lui révéla toute la signification profonde de l' Ancient Testament, sa portée figurative». Exégése Rabbinique et Exégése Paulinienne, Paris 1939, σ. 324. Παράβαλλε L. Goppelt «Apokalyptic und Typologie dei Paulus», ThLZ 89 (1964), σ. 336, υποσ. 75.

210. Παράβαλλε Μ. Σιώτου "Προλεγόμενα εις την ερμηνείαν τής προς Γαλάτας επιστολής τού Αποστόλου Παύλου", Αθήνα 1972, σ. 11.

211. Παράβαλλε Σ. Αγουρίδη όπου πριν, σελ. 95 και εξής.

212. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία του στα Άγια Φώτα αναφέρει: «φέρε τι περί διαφοράς βαπτισμάτων φιλοσοφήσωμεν… Εβάπτισε Μωυσής, αλλ' εν ύδατι… εν νεφέλη και εν θαλάσση … Εβάπτισε και Ιωάννης… ου γαρ εν ύδατι μόνον, άλλα και εις μετάνοιαν… Βαπτίζει και Ιησούς, αλλ' εν Πνεύματι», Λόγος 39,17, PG 36,353C. Βλέπε Κ. Μερεντίτου, «Υπερφυής διάβασις θαλασσών και ποταμών. Εν τη αρχαία Ισραηλιτική και τη κλασσική γραμματεία (Συμβολή εις την ορθήν γραμματικήν και φιλολογικήν ανάλυσιν και ερμηνείαν αρχαίων κειμένων)», Θεολ 31,4 (1960), σσ. 583-597· Γ. Γαλίτη, Εκκλησία και Βάπτισμα κατά την Κ. Διαθήκην (Ανάτυπον εκ της ΕΕΘΣΑΠΘ 17 (1972), 371-394), Θεσσαλονίκη 1972, σσ. 6, 20, υποσ. 1.

213. Βλέπε το παράθεμα στου Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Κ. Διαθήκης I., Αθήναι 31978, σελ. 333. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος ερμηνεύει, «καθάπερ γαρ συ το σώμα εσθίεις το δεσποτικόν, ούτως εκείνοι το μάννα· και ώσπερ συ το αίμα πίνεις, ούτω και εκείνοι ύδωρ εκ πέτρας», Ομιλίαι εις την Α΄ προς Κορινθίους επιστολήν, 23 PG 61, 191· για τον Θεοδώρρητο Κύρου: «η θάλασσα γαρ εμιμείτο την κολυμβίθραν, η δε νεφέλη την χάριν του Πνεύματος. Μωσής δε τον ιερέα, η ράβδος δε τον Σταυρόν ο δε Ισραήλ διείς τους βαπτιζομένους, οι διώκοντες δε  Αιγύπτιοι  τύπον των δαιμόνων επλήρουν, αυτός δε ο Φαραώ εικών ην τού διαβόλου», Ερμηνεία της Α' επιστολής προς Κορινθίους, PG 82, 301BC.

214. Βλέπε Λ. Α. Θεοχάρη, όπου πριν, 42, 2(1981), σσ. 49 και εξής.

215. Βλέπε Το παράθεμα στου αρχιμ. Γεωργίου (Ηγουμένου Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος), «Η υπακοή ως οδός ελευθερίας», Σύν 1(1982), σ. 20.

216. Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ερμηνεύει: «Ο δε Ισμαήλ, φύσεως ακολουθία γεγέννηται. Τούτο γαρ, "κατά σάρκα” εστίν· αλλ' όμως ο μεν κατά σάρκα, δούλος και αλλότριος της κληρονομίας· ο δε μη κατά σάρκα, δεσπότης και κληρονόμος», Ερμηνεία εις την προς Γαλάτας επιστολήν, PG 124,1005Α.

217. Βλέπε Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV, 8, ΒΕΠΕΣ 8, 73· Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Γαλάτας επιστολήν, PG 61, 662.

218. Ο Θεοδώρητος Κύρου ερμηνεύει: «καθάπερ γαρ εκεί είς μεν πατήρ, δύο δε μητέρες, και δύο παίδες· ούτω κανταύθα είς μεν Θεός, δύο δε διαθήκαι και δύο λαοί· αλλά της μεν πρώτης διαθήκης η Άγαρ εικών, της δε δευτέρας η Σάρρα», Ερμηνεία της προς Γαλάτας επιστολής, PG 82, 492Α. Κατά τον Οικουμένιο, «η Άγαρ και η Σάρρα, τύποι ήσαν των δύο διαθηκών. Η μεν παιδίσκη της Παλαιάς Διαθήκης, τω και αυτήν την διαθήκην δούλους του νόμου γεννάν. Η δε ελευθέρα τύπος της Νέας Διαθήκης, τω ελευθέρους από του ζυγού του νόμου τίκτειν», Υπόμνημα εις την προς Γαλάτας επιστολήν, PG 118,1145C. Για τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό «αι δύο γυναίκες, ή τε ελευθέρα και η δούλη, αι δύο Διαθήκαι εισί κατ' αλληγορίαν· ή τε Παλαιά και η Καινή· η μεν Άγαρ εις την Παλαιάν Διαθήκην λαμβανομένη…, η δε Σάρρα εις την Καινήν… Και η μεν, παλαιά μήτηρ» ώσπερ και η τών Εβραίων συναγωγή· η δε, καινή μήτηρ, ώσπερ και η τών πιστών Εκκλησία. Διόπερ, ο μεν εξ εκείνης λαός παλαιός· ο δε εκ ταύτης καινός». Ερμηνεία εις τας ΙΔ΄ επιστολάς τού αποστόλου Παύλου και εις τας Ζ΄ Καθολικάς (Έκδ. Ν. Καλογερά), τ. Α΄, εν Αθήναις 1887, σσ. 540 και εξής. Παράβαλλε F. Mussner, όπου πριν σελίδα 320· τού ιδίου «Hagar, Sinai, Jerusalem. Zum Text von Gal 4, 25a» ThQ 135(1955), σελ. 56-60.

219. Βλέπε Β. Γαλίτη, όπου πριν σελ. 8· Ν. Καζαντζή, "το Ευαγγέλιον του Παύλου εν αντιθέσει προς το "έτερον" ευαγγέλιον τών Ιουδαϊζόντων", εν Αθήναις 1933, σελ. 46· Β. Στογιάννου "Χριστός και Νόμος. Η Χριστοκεντρική θεώρησις τού Νόμου εις την προς Γαλάτας επιστολήν τού Αποστόλου Παύλου", Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 144 και εξής.

220. Περί του μη απογιγνώσκειν... 4, PG51, 368. Για τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό «η μεν ουν Σάρρα τύπος ην τής Εκκλησίας, η δε Εκκλησία, τύπος τής επουρανίου Ιερουσαλήμ», ό.π., σ. 542. Βλ. I. Καρμίρη, «Η Εκκλησιολογία των Τριών Ιεραρχών (Α΄ Αρχή και αποκάλυψις τής Εκκλησίας)», Επίσημοι λόγοι εκφωνηθέντες κατά το έτος 1960-61, τόμ. Ε' (1961), σ. 119.

221. Για τον R. Bultmann η τυπολογία είναι το αποτέλεσμα της εσχατολογοποιήσεως τής αρχής τής επαναλήψεως βλ. «Ursprung und Sinn der Typologie als Hermeneutischer Methode», exegetica. Aufsätze zur Erforschung des Neuen Testaments, Tübingen 1967, σσ. 369-380 (= ThLZ 75(1950), 205-212. Παράβαλλε Α. Θεοχάρη, όπου πριν 42, 4(1981), σσ. 126 και εξής.

222. Γίνεται συνήθως με τα επιρρήματα: «ως… ούτως» (Ρωμαίους 5, 18), «πολλώ μάλλον» (Ρωμαίους 5, 15-17), «καθώς, ώσπερ, καθάπερ» (Α΄ Κορινθίους 10, 6-10). Παράβαλλε Α. Θεοχάρη, όπου πριν 42, 4(1981), σ. 125.

223. Βλέπε I. Παναγόπουλου, όπου πριν, σ. 93.

Δημιουργία αρχείου: 2-9-2020.

Τελευταία μορφοποιηση: 2-9-2020.

ΕΠΑΝΩ