Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Αγία Γραφή

Σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης Θεού //  Ο Καπιταλισμός ως γέννημα της Δυτικής Μεταφυσικής

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ «ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ»

Κυριακή Προσευχή: Ο καινός οφθαλμός ενός γηραιού κόσμου

Του Β. Μπακούρου

  

Πηγή: Περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 136, σσ. 62-64.

 Αναδημοσίευση από: http://www.apologitis.com

 

Η Κυριακή προσευχή αποτελεί το μοναδικό υπόδειγμα επικοινωνίας Θεού Ανθρώπου, που παραχώρησε ρητά ο Χριστός στους πιστούς. Αυτή η μοναδικότητα οδήγησε ακραιφνείς προτεστάντες να θεωρήσουν την προσευχή αυτή αποκλειστικά έγκυρη λατρευτική, πράξη και πάνω σε αυτή να θεμελιώσουν το τελετουργικό τους. Λησμονήθηκε βέβαια, ότι ο Χριστός δεν δίδαξε μόνο με τα λόγια αλλά και με τα έργα του και ο ίδιος εκτός από την Κυριακή, άσκησε και άλλες μορφές προσευχής (π.χ. στο Όρος των Ελαιών).

Η μοναδικότητα της Κυριακής προσευχής δεν οφείλεται μόνο (ούτε, κυρίως) στο βιβλικό της κύρος. Υπαγορεύεται από τον χαρακτήρα των αιτημάτων που συναρθρώνει. Αιτήματα καινοφανή για τον ιστορικό χρόνο που διατυπώθηκαν, τα οποία προδίδουν ένα ρηξικέλευθο (μεταμοντέρνο με τη σύγχρονη ορολογία) τρόπο θέασης τόσο του Κόσμου, όσο και του Ανθρώπου.

Αυτή την αξιολογική οπτική προτείνει η ορθόδοξη πατερική παράδοση, σε αντίθεση με τη δυτική που αντιμετωπίζει την Κυριακή προσευχή περίπου ως «καθηκοντολόγιο» του καλού χριστιανού!

Ασφαλώς μέσω της προσευχής αυτής απηχείται και διαπλάθεται ένα ηθικό μοντέλο. Ο Άνθρωπος, ωστόσο, δεν καλείται να συσχηματιστεί εκβιαστικά με αυτό, να υπαχθεί και να υποταχθεί στους κανόνες του. Η ηθική πορεία του (ορθόδοξου) χριστιανού είναι μάλλον αντίστροφη: η προσευχή αυτή συνιστά ομολογία ενός προσωπικού βιώματος που προέκυψε οργανικά από το συλλογικό εκκλησιαστικό βίωμα, δηλ. το δόγμα. Για αυτό η Κυριακή προσευχή απετέλεσε ήδη από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια μέρος της λατρευτικής πράξης της Εκκλησίας, αφού το δόγμα «υλοποιείται» στα πλαίσια της χριστιανικής τελετουργίας.

 

Βιβλική μαρτυρία (1)

Η ευαγγελική καταγραφή της προσευχής αυτής παρέχεται από δύο Ευαγγελιστές, τον Ματθαίο (στ΄ 9-13) και τον Λουκά (ια΄ 2-4). Η γνωστότερη και πιθανότατα ακριβέστερη καταγραφή είναι η εκτενέστερη που συμπεριλαμβάνεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Πρόκειται για την μορφή που χρησιμοποιείται έως τις μέρες μας, λειτουργικά και ιδιωτικά. Η εκδοχή του Ματθαίου είναι η ακόλουθη:

«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου· 10 ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης. 11 τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον· 12 και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών· 13 και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. [ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας· αμήν.]»

Αξίζει ωστόσο, πριν εξετάσουμε αυτό καθαυτό το κείμενο της Κυριακής προσευχής, να εποπτεύσουμε τον ακριβή βιβλικό χρόνο κατά τον οποίο εκφωνείται από τον Χριστό. Και στις δύο βιβλικές καταγραφές η προσευχή αυτή συνιστά υπόδειγμα ποιμαντικού χαρακτήρα που απευθύνεται στο Λαό και τους Αποστόλους. Αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός ευρύτερου κηρύγματος, στα πλαίσια του οποίου, θα ακολουθήσει ο δεινός έλεγχος των φαρισαίων.

Συγκεκριμένα ο Λουκάς (2) καταχωρεί την προσευχή αυτή ως ικανοποίηση του αιτήματος των Αποστόλων να τους παραδώσει ο Δάσκαλος ένα «μάθημα» προσευχής, ακολουθώντας μια παραδοσιακή ραββινική πρακτική. Ο Ματθαίος (3) παρουσιάζει τον Ιησού να εκφωνεί την προσευχή αυτή κατά την επί του Όρους Ομιλία μετά τους «μακαρισμούς», ολοκληρώνοντας έτσι την περιγραφή μιας νέας, «καινής» σχέσης του πιστού με τον Κόσμο, αλλά και με τον Θεό. Κρίνοντας από το περιεχόμενο της προσευχής, θα θεωρούσαμε ορθότερη την ευαγγελική εκδοχή του Ματθαίου.

 

Το καινούργιο μήνυμα...

Η καινή οπτική με την οποία ο Ιησούς (και κατ’ επέκταση ο χριστιανός) θεάται τον εαυτό του, τον Άλλο, την Κτίση και εντέλει τον Θεό προβάλλεται με τρόπο ανεπανάληπτο στην Κυριακή προσευχή. Ασφαλώς αυτή η κοινότητα θα δημιούργησε έκπληξη στους Ιουδαίους ακροατές και κυρίως στους φαρισαίους. Ίσως γι’ αυτό το λόγο οι Ευαγγελιστές, με αφορμή την προσευχή αυτή (και όχι μόνο αυτή), επαναλαμβάνουν στερεότυπα ότι οι όχλοι ένιωθαν έκπληξη από τη διδασκαλία του Κυρίου, ενώ οι φαρισαίοι ταράζονταν. Τόσο η έκπληξη, όσο και η ταραχή ήταν απόλυτα δικαιολογημένες, καθώς το κήρυγμα του Ιησού, προσχηματικά σύμφωνο με τον μωσαϊκό νόμο, ουσιαστικά τον υπερέβαινε και με την υπέρβαση αυτή δημιουργούσε έναν νέο νόμο. Το ιουδαϊκό ήθος έτσι καταργείτο και σιωπηρά αλλά νομοτελειακά αντικαθίστατο από το χριστιανικό, έστω κι αν ακόμη αυτό δεν είχε οριστεί δογματικά. Αυτόν τον κίνδυνο πιθανώς συνέλαβαν οι φαρισαίοι και κινητοποιήθηκαν εναντίον του Ιησού ως «εχθρού» εσωτερικού και γι’ αυτό πιο επικίνδυνου.

• Προσδιοριστικός όρος καταρχήν αυτού του νέου ήθους αποτελεί ο προοιμιακός προσδιορισμός του Θεού ως πατέρα του Ανθρώπου (Πάτερ ημών). Η δυναμική του προσδιοριστικού αυτού όρου για τον Επουράνιο Όντα ίσως δεν γίνεται απολύτως συλληπτή από τους σημερινούς ακροατές, χριστιανούς και μη. Για τους Ιουδαίους, όμως, της εποχής του Χριστού η θεώρηση του φοβερού Γιαχβέ ως πατέρα αποτελούσε μια συγκλονιστική εμπειρία! Ασφαλώς, ως Δημιουργός, ο Ιεχωβά ήταν Πατέρας όλου του σύμπαντος. Η προσευχή, όμως, ενός Ιουδαίου, ως έκφραση προσωπικής εμπειρίας του θείου δεν στηριζόταν στην εξοικείωση με αυτό, αλλά στην αντιδιαστολή! Ο Ιεχωβά ήταν πατέρας του Ανθρώπου, ωστόσο ο Άνθρωπος δεν ήταν γιος αυτού του Πατέρα, αλλά δούλος Του...

Ποιο κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό, οικονομικό, θρησκευτικό μοντέλο κρύβεται μέσα στο «Πάτερ ημών»; Αν ζητούσαμε μόνο τον «επιούσιον άρτον», θα μιλούσαμε για... επενδύσεις; Αν συγχωρούσαμε τους «οφειλέταις» μας, θα υπήρχαν δικαστήρια; Αν ζητούσαμε πρώτα τη «βασιλεία του Θεού επί της γης» θα στέκονταν κυβερνήσεις; Έχει συμβιβαστεί η Εκκλησία με τον «Κόσμο»;

Με την επίκληση αυτή ο Ιησούς θραύει την αδαμιαία παράδοση της φοβικής διαπροσωπικής σχέσης Θεού Ανθρώπου και την μεταποιεί σε σχέση αγάπης και μάλιστα ενστικτώδους, όπως είναι η γονεϊκή. Ο δε ενστικτώδης χαρακτήρας αυτής της αγάπης δεν συνιστά παράγοντα περιοριστικό της ελευθερίας, ούτε του Θεού ούτε του Ανθρώπου. Το ένστικτο για τον χριστιανό είναι όρος, δεν είναι όριο. Αποτελεί δηλαδή προϋπόθεση που επιβεβαιώνεται με την προσωπική επιλογή.

Έτσι, η προσευχή δεν είναι αναγκαστικό συμπεριφοριστικό σύνδρομο αλλά κραυγή συναισθηματική που, ως επιλογή του πιστού, βεβαιώνει την κατάφασή του στον Θεό ως πατέρα του.

• Η απόσταση ωστόσο ανάμεσα στον Θεό και τον Άνθρωπο δεν παρακάμπτεται ούτε αποσιωπάται. Ο Θεός εντοπίζεται ξεκάθαρα στο χώρο ως επουράνιος (ο εν τοις ουρανοίς). Η πρώτη ανάγνωση αυτού του προσδιορισμού, και μάλιστα με τη μοντέρνα οπτική, προδίδει πιθανόν βλασφημία. Ο ακροατής, όμως, του κηρύγματος του Ιησού με τον όρο ουρανοί (όχι ουρανός) δεν εννοούσε την ατμόσφαιρα, τον θόλο που περιβάλλει τη Γη. Ο όρος αυτός ταυτιζόταν με ό,τι καλούμε σήμερα σύμπαν, δηλαδή ένα χωρο/χρόνο αιωνιότητας. Η επουράνια παρουσία του Θεού λειτουργεί ως όριο διαφορισμού ανάμεσα στο Θεό και τον Άνθρωπο. Αν η Γη είναι (κατά παραχώρηση του Θεού) το βασίλειο του Ανθρώπου οι ουρανοί αποτελούν την επικράτεια του Θεού, επικράτεια απροσπέλαστη για τον Άνθρωπο. Η χοϊκή ανθρώπινη φύση και η επουράνια θεία συνυπάρχουν, αλλά δεν συνευρίσκονται.

• Στις επόμενες αποστροφές (αγιασθήτω το όνομά σου· 10 ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου) συμπυκνώνεται η ανθρώπινη αγωνία και ταυτόχρονα η ανθρώπινη ευχή για την οριστική δοξολόγηση του Θεού εντός του ιστορικού χρόνου, και άρα η σύμπτωση της Ιστορίας με το Σχέδιο του Θεού. Ασφαλώς οι Ιουδαίοι ακροατές του Κυρίου αναγνώριζαν στις αιτήσεις αυτές την εμμονή στην εκπλήρωση του μεσσιανικού τους οράματος. Θέλημα του Ιεχωβά ήταν η έλευση του Μεσσία. Θέλημα, όμως του Μεσσία, που είχαν ανεπίγνωστα μπροστά τους, ήταν η έλευση του Καινού Ανθρώπου. Αυτός δεν είναι πλέον ο εκλεκτός και περιούσιος Ιουδαίος, που γεννήθηκε με το προνόμιο της σωτηρίας αλλά ο «κεχαριτωμένος» Άνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής και εθνικότητας, που επέλεξε τη σωτηρία ως τρόπο ζωής και αγωνίστηκε γι’ αυτή.

• Αυτός ο νέος εκλεκτός, ως φορέας της θείας χάριτος, ελαχιστοποιεί την απόσταση Θεού-Ανθρώπου, πραγματώνοντας το ουράνιο θέλημα ως ανθρώπινο βίωμα (ως εν ουρανώ και επί της γης).

Ασφαλώς το θείο θέλημα δεν έχει ανάγκη το ανθρώπινο βίωμα, για να υλοποιηθεί. Κείται πέραν του χρόνου και του χώρου και έχει διαρκή ισχύ. Η υλοποίησή του συνιστά ανάγκη αυτοπραγμάτωσης του Ανθρώπου, γιατί είναι μια επιλογή υπέρβασης της ανθρώπινης φύσης και άρα μια απόδειξη της ανθρώπινης ελευθερίας. Ο Άνθρωπος επιλέγει να γίνει φορέας της θείας χάριτος, όχι γιατί ο Θεός το ξέρει (ήδη εκ των προτέρων), αλλά αντιστρόφως: ο Θεός το γνωρίζει, επειδή ο Άνθρωπος το επιλέγει (αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός)!

• Εύλογα, λοιπόν, ακολουθεί από τον Χριστό μια αδρομερής περιγραφή αυτού του βιώματος: τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον· 12 και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών· 13 και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.

Ο άνθρωπος που σκιαγραφείται από τον Ιησού καταφάσκει στις ανθρώπινες ανάγκες!

Αλλά δίνει σ’ αυτές τις διαστάσεις που έχουν ως ύλη, επικουρικότητα και φθαρτότητα. Δεν τις εισπράττει ούτε τις βιώνει ως ηδονές. Η ματαιότητα που τις χαρακτηρίζει είναι για τον χριστιανό απόδειξη της πρόσδεσής τους στο Πονηρό.

Παρόλα αυτά ζητά από τον Θεό την συνδρομή του ακόμη και για την ικανοποίηση των αναγκών αυτών, γιατί καθετί που επισυμβαίνει στον ιστορικό χρόνο αν δεν συνδεθεί με τη θεία βούληση είναι καταδικασμένο στην αποτυχία, ακόμη και το Κακό!

Ο καθημερινός άρτος, που τρέφει τον χοϊκό άνθρωπο έχει αξία, αν παραμένει καθημερινός, αν δεν μεταποιείται σε συσσώρευμα, αν δεν παραπέμπει στον πλούτο. Διαφορετικά, είναι διττά κακός. Απομακρύνει τον Άνθρωπο από το θείο θέλημα και τον στρέφει στο δικό του, φενακίζοντάς τον. Αυτός ο φενακισμός, η αυταπάτη της εγωπάθειας, τον απομακρύνει περαιτέρω από τον συνάνθρωπο και τον αποψύχει.

Στην Κυριακή προσευχή, όπως και στα πατερικά κείμενα, η θεολογία συχνά σμίγει με την κοινωνιολογία και την υπαρξιακή φιλοσοφία. Η σχέση του Ανθρώπου με τον συνάνθρωπο δομείται στα πρότυπα της σχέσης του Ανθρώπου με τον Θεό. Αυτή η διττή σχέση «οργανώνει» την ίδια τη ζωή του Ανθρώπου, αφού στα πλαίσια της ο Άνθρωπος περνά από το «είναι» στο «υπάρχειν», αποκτά οντότητα. Με άλλα λόγια ο Άνθρωπος περνά από την κατάσταση του απλού δημιουργήματος, στην υπόσταση, δηλαδή σε εκείνη τη διάσταση ζωής που συγκροτείται από τις ελεύθερες επιλογές του Ανθρώπου.

Η ανθρώπινη οντότητα, όσο πραγματώνεται σε επικοινωνία με τον Θεό και με τον συνάνθρωπο, κατακτά απερίσπαστη την ταυτότητά της. Αν, όμως, εξαιτίας της αμαρτίας διαταραχθεί η μια από τις συνιστώσες αυτής της σχέσης, δηλαδή η κοινωνία Θεού -Ανθρώπου, τότε αποδιοργανώνεται το όλον.

Η κτιστότητα που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη οντότητα απειλείται από την θνητότητα -τη μοίρα κάθε ετερόζωης δημιουργίας που απομακρύνεται από τη ζωογόνο πηγή της.

Η αμαρτία, λοιπόν, δεν είναι καθηκοντολογική παραβίαση αλλά αυτοχειρία.

Και η συγχώρηση από τον Θεό δεν είναι ένας τυπικός συμβιβασμός, μια συνειδησιακή υποχώρηση αλλά ανάσταση-ανασύνδεση με την πηγή της ζωής. Το οφείλημα προς τον Θεό δεν χρήζει εξοφλήσεως επειδή Εκείνος το απαιτεί γιατί το έχει ανάγκη, αλλά είναι κάτι που ο Άνθρωπος έχει ανάγκη, για να ζει (όχι απλώς ως υλικός οργανισμός αλλά ως αυτόβουλη οντότητα).

Το πρόβλημα με την αμαρτία δεν είναι ότι σπιλώνει την τιμή μας, αλλά ότι μας νεκρώνει. Και αυτό γιατί «οφείλουμε» (χρωστάμε) στην πηγή της ζωής, τον Θεό.

Η διαδικασία άρσης αυτής της οφειλής θα ήταν μια ανεξιχνίαστη θεία ενέργεια που θα καταδίκαζε τον Άνθρωπο σε άγνοια, αν με βάση την Κυριακή προσευχή δεν απαιτείτο να την μεταμορφώσει σε προσωπικό βίωμα και περαιτέρω σε κοινωνική πρακτική. Ο Θεός συγχωρεί και αναζωογονεί τον Άνθρωπο στο βαθμό που και εκείνος δύναται να κάνει το ίδιο στον κοινωνικό του περίγυρο. Πρόκειται για μια σχέση υποκατάστασης, στην οποία καθένας γίνεται θεός και αναζωογονεί τους δικούς του οφειλέτες - συνανθρώπους!

Επειδή ωστόσο, στα ανθρώπινα πράγματα οι ισορροπίες είναι εύθραυστες και η ανθρώπινη ζωή έκθετη στην διαρκή απειλή του θανάτου, ο Άρχοντας αυτής της απειλής καιροφυλακτεί. Ο Άνθρωπος, ως μέρος της Κτίσης, φυσικά -και γι’ αυτό αναγκαστικά- υπάγεται, τόσο στην εξουσία του θανάτου, όσο και στην επικυριαρχία του Πονηρού. Η λύτρωση μόνο με τη δική του προσπάθεια είναι αδύνατη.

Η κυριαρχία, βέβαια, αυτής της εξουσίας είναι παραχώρηση του Θεού στη ελεύθερη επιλογή του Κακού να είναι τέτοιο. Οι δαίμονες αποτελούν αγγέλους του σκότους, δηλαδή αγαθοποιά δημιουργήματα που διάλεξαν στα όρια του αυτεξούσιου έναν άλλο ρόλο διαφορετικό από τον αγαθό. Στα πλαίσια αυτού του νέου κακοποιού ρόλου τους, εμβάλλουν πειρασμούς, ανασχέσεις στη σχέση Ανθρώπου- Θεού, αλλά και Ανθρώπου συν/Ανθρώπου. Η έκθεση του Ανθρώπου στους πειρασμούς συνιστά δοκιμασία, όχι μόνο της ανθρώπινης αντοχής, αλλά και της θείας υπομονής. Έτσι, ο Άνθρωπος προκείμενου να μην εξαντλήσει την αντοχή του, επιδιώκει το έλεος του Θεού, ώστε, Εκείνος πλέον, να μην επιτρέψει τον πειρασμό του.

Ένα τέτοιο διάβημα είναι βέβαια αδύνατο να ικανοποιηθεί στο σύνολο του, γιατί ο Άνθρωπος πρέπει να κατακτήσει το δώρο της ζωής ενάντια στην αμαρτία, και όχι να του χαριστεί. Ειδάλλως, δεν είναι προϊόν ελευθερίας. Γι’ αυτό και ό,τι απομένει να κάμει ο Άνθρωπος μετά το πέρας των προσπαθειών του είναι να αφεθεί στη θεία Πρόνοια. Η σωτηρία αιτείται, δεν απαιτείται. Η απαλλαγή από τον Πειρασμό, άρα και από την απειλή του θανάτου που τον συνοδεύει, είναι πάλη ζωής με αμφίβολο αποτέλεσμα.

 

Κυριακή προσευχή και κοινωνία

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση της Κυριακής προσευχής με γνώμονα την Πατερική Παράδοση, θα διαπιστώναμε την ευθεία αντίθεση του κοσμοειδώλου και του ανθρωποειδώλου που αυτή προβάλλει, με τη σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα. Στην ουσία, ο χριστιανός είναι το αντίπαλο δέος του αστού! Μπορεί βέβαια στον Προτεσταντισμό να επιχειρήθηκε η σύζευξη Χριστιανισμού και καπιταλισμού(4) ωστόσο η ευρωπαϊκή Ιστορία βίωσε το αποκύημα αυτής της σύζευξης σε όλη του την ωμότητα με το πολιτικό μόρφωμα του φασιμού. Στην πραγματικότητα ό,τι υποτίθεται αλληλοσυμπληρώνεται στον παραπάνω συνδυασμό, δεν είναι ούτε χριστιανικό ούτε καπιταλιστικό.

Ο χριστιανός -κατά την Κυριακή προσευχή- δεν θησαυρίζει σε Τράπεζες, δεν αποκτά ακίνητη περιουσία, δεν επιβεβαιώνεται με την κατανάλωση υλικών αγαθών (π.χ. ζητά απλώς τον «επιούσιον άρτον», δηλαδή αυτόν που εξασφαλίζει τη βιολογική συνέχιση της ζωής). Όχι μόνο γιατί αυτά είναι μάταια, αλλά κυρίως γιατί αυτά δημιουργούν την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας, ενώ στην πραγματικότητα η ανθρώπινη ζωή υπόκειται στην ελευθερία του Ανθρώπου, μέσα στην Πρόνοια του Θεού.

Ο Άνθρωπος στην προσευχή αυτή δεν προσδένεται στην ύλη, την χρησιμοποιεί. Αυτή δεν συνιστά σκοπό της ζωής, αλλά μέσον. Ο πλούτος όμως του αστού δεν είναι μέσον της ζωής του αλλά σκοπός. Ίσως γι’ αυτό, ο Ιησούς έψεξε ως ύψιστο αμάρτημα τον πλούτο - και όχι τη μοιχεία, κ.λ.π. Βέβαια η Εκκλησία ανέχεται τον πλούτο, αλλά μέσω του ήθους που προβάλλει στο ανθρωποείδωλό της οπλίζει τον χριστιανό με αντιστάσεις τέτοιες, ώστε να χρησιμοποιεί τον πλούτο και όχι να χρησιμοποιείται από αυτόν. Π.χ. η φιλανθρωπία του Μεγάλου Βασιλείου.

Αναμφίβολα λοιπόν η ανθρώπινη ζωή του χριστιανού εντός του Κόσμου κρύβει μια βασανιστική αντίφαση. Ο χριστιανός αναγκάζεται πολλές φορές να συμβιβάζει και να μετασχηματίζει, μέχρι αλλοιώσεως, το ήθος του για να επιβιώσει. Αυτός ο διχασμός είναι εξοντωτικός. Ως λύση προβάλλεται από την Εκκλησία πάντα ο μοναχισμός.

Στην πραγματικότητα ο χριστιανός στον Κόσμο και μάλιστα στον σύγχρονο Κόσμο, ελάχιστες φορές μπορεί να αυτοπραγματωθεί ως «χριστιανικό πρόσωπο». Για παράδειγμα, πώς μπορεί να συγχωρεί -δίκην μικρού θεού- όλους τους «οφειλέτες» του, όταν αυτό στα πλαίσια μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας τον οδηγεί σε απίστευτες ταπεινώσεις ή ακόμα και στην υποδούλωση στον συνάνθρωπό του;

Αυτά τα ερωτήματα, συνήθως, προβάλλονται για να υπογραμμιστεί ο «ρομαντικός» χαρακτήρας της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία εμφανίζεται έτσι ως «ιδεολογική ουτοπία» (Λένιν).

Η συλλογιστική όμως της Κυριακής προσευχής είναι αντίστροφη: Ο οφειλέτης του χριστιανού που συγχωρείται από αυτόν, ο βασανιστής του, κ.λ.π., δεν είναι ο «ήρωας», ο «επιτυχημένος», στα μάτια του Θεού. Έστω και αν επιδεικνύει πλούτη η κοινωνική ισχύ. Είναι μέγιστος δούλος του ίδιου του τού εαυτού, αφού είναι καταδικασμένος να παρεξηγεί το νόημα της ζωής που είναι κοινωνία, αλληλοκατανόηση, συνύπαρξη. Καταδικασμένος έτσι στη μοναξιά της επικράτησής του, απομένει «βασιλιάς χωρίς βασίλειο», αφού οι συνάνθρωποί του έχουν μετατραπεί σε αντικείμενα! Οι άνθρωποι δηλαδή που περιστοιχίζουν έναν τέτοιο «συνάνθρωπο» δεν είναι πρόσωπα και έτσι και ο ίδιος πλέον -διαλεκτικά- δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί ως πρόσωπο. Πρόκειται για την υπαρξιακή τραγωδία που ομολογεί ο Ζαν Πωλ Σαρτρ: «Οι άλλοι άνθρωποι είναι η κόλασή μου»...

 

Σημειώσεις


1. Βλ. Novum Testamentum, Nestle - Aland, United Bible Societies, London (ed. 22), 1963, σ. 12 και 180.

2. Βλ ό. π., ο. 12 κ. εξ.

3. Βλ ό. π., σ. 179 κ. εξ.

4. Βλ. Max Weber, Η προτεσταντική, ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού, μετ. Βασ. Φίλιας, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1989.

Δημιουργία αρχείου: 23-2-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 23-2-2012.