Τον εναργέστερο ορισμό του χρόνου
τον έδωσε ο μύθος: Χρόνος είναι ο Κρόνος, ένας θεός που γεννάει παιδιά και τα
τρώει. Η εικόνα αναπαράγει τη χρονική διαδοχή σαν πραγματικότητα προσωποποιημένη:
Κάποιος «θεός» μεταβάλλει αδιάκοπα το παρόν σε παρελθόν, την ύπαρξη σε
ανυπαρξία.
Η κριτική σκέψη, που πρωτογέννησαν στην ανθρώπινη Ιστορία οι κάποτε Ελληνες, απροσωποποίησε τον γεννήτορα: Τον χρόνο τον γεννάει η μεταβολή, δηλαδή η αέναη
στο σύμπαν κίνηση. Ταυτίζεται ο χρόνος με την ουράνια σφαίρα στην κίνησή της, τα
ουράνια σώματα είναι «όργανα χρόνου», μέτρα για να μετράμε τον χρόνο. Σε άμεση
συνάρτηση με την ύλη, που είναι το δεδομένο και άναρχο υποκείμενο της κινητικής
μεταβολής, είναι και ο χρόνος αγέννητος, άπειρος (δίχως πέρατα), στοιχείο
αναπόσπαστο της κοσμικής ολότητας, ανερμήνευτα δεδομένο «γίγνεσθαι» συστατικό
του υπάρχειν.
Σε αυτό το γίγνεσθαι της αδιάκοπης χρονικής «ροής» ο Ηράκλειτος θα διαβλέψει μια
σύνθεση της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, που την πιστοποιούμε ως εμπειρία
αδιάκοπα καινούργιων πραγματοποιήσεων: «στο ίδιο ποτάμι δεν γίνεται να μπούμε
δυο φορές» – τα νερά που μας βρέχουν κάθε φορά είναι άλλα. Η «ροή» είναι
κυκλική, όχι σταθερή περιοδική επανάληψη των ίδιων γεγονότων, αλλά μια αδιάκοπα
επιστρεπτική ενοποίηση κάθε έκφανσης του υπάρχειν (ροή συναγωγής και
διασκορπισμού, σύστασης και αφανισμού, παρουσίας και απουσίας).
Στον χρόνο ως ανακύκληση θα επιμείνει και ο Πλάτων, αλλά για να φωτίσει τη
διαφορά των αισθητών από τις μήτρες καταγωγής τους: τις «ιδέες». Η
πραγματικότητα των αισθητών είναι χρονική, των ιδεών αιώνια («αιών» ο «αιεί ών»,
αυτός που δεν έχει αρχή και τέλος, δεν γίνεται ούτε περατούται). Οπως κάθε
αισθητό καθορίζεται στην ύπαρξή του από την «ιδέα» του, έτσι και ο χρόνος μπορεί
να οριστεί ως προς τη σχέση του με τον αιώνα: Ο κύκλος είναι εικόνα της
πληρωματικής ολότητας και ο κυκλικός χρόνος «κυκλούμενη» εικόνα του αιώνα.
Υφάδι της ύπαρξής μας ο χρόνος, αλλά και στημόνι της γνώσης μας, μαζί με τον
χώρο. Χρόνος, χώρος, αιτία και σκοπός είναι οι συντεταγμένες που ορίζουν την
ανθρώπινη εμπειρία, συνιστούν τα όριά της: Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε εμπειρικά
το άχρονο και αδιάστατο, το αναίτιο και άσκοπο. Το συλλαμβάνουμε νοητικά «κατ’
αντιδιαστολήν», μπορεί και να το σημάνουμε με τη γλώσσα - λογική των
μαθηματικών, δεν το πιστοποιεί όμως η εμπειρία.
Ο Αριστοτέλης, ο απροσμέτρητος, επιχείρησε να διευρύνει την εμπειρία μας
αναλύοντας την αποκλειστικά ανθρώπινη ικανότητα του «χρονίζειν»: Ο χρόνος είναι
αριθμούμενος. Οχι ως αντικείμενο μέγεθος που υπόκειται σε μέτρηση, αλλά ως
αριθμός ακατάπαυστα συντελούμενος με την πρόοδο της διαδοχής προτέρου και
υστέρου. Η διαδοχή γίνεται κατανοητή ως «φορά» (μεταφορά, μετατόπιση) μιας
μονάδας, της οποίας το πέρασμα - μετάβαση από το πρότερο στο ύστερο μας
επιτρέπει να αντιληφθούμε τη διαδοχή - ροή του χρόνου (το ότι ο χρόνος
«περνάει»). Η νοητή αυτή μονάδα είναι το «νυν». Ο χρόνος επομένως είναι
αριθμούμενη «φορά» χάρη στο νυν που αντιστοιχεί στη φερόμενη μονάδα ή στη μονάδα
της προόδου του αριθμού. Αλλά αυτά όλα μόνο για την κατανόηση, όχι για την
εμπειρία.
Η εμπειρική αντίληψη εκδέχεται τον χρόνο σαν διαδοχή ή ροή στιγμών (δηλαδή
μονάδων χρόνου) που η καθεμιά τους για να είναι «μονάδα» είναι και αδιαίρετη –
την ονομάζουμε «νυν»: άποσο χρόνο του τώρα. Αλλά αυτός ο άποσος χρόνος δεν
μπορεί να αποτελεί μονάδα, μέρος και μέτρο του σύνολου χρόνου, γιατί οι μονάδες,
που συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο, πληθύνονται ποσοτικά χωρίς να
διαφοροποιούνται, ενώ τα «νυν» αποκλείεται να πληθυνθούν χωρίς να πάψουν να
είναι «νυν»: μεταβάλλονται σε ανύπαρκτο παρελθόν ή σε ανύπαρκτο μέλλον. Επομένως
το «νυν» είναι μόνο νοητό όριο, οριακή τομή ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον
– ένα χρονικά αδιάστατο «τώρα» που παραμένει εμπειρικά απρόσιτο στον άνθρωπο.
Ο επόμενος γίγας, Μάξιμος ο Ομολογητής, κομίζει αντίρρηση: το χρονικά αδιάστατο
παρόν, η ελευθερία από την αναγκαιότητα της διαδοχής προτέρου και υστέρου, είναι
εφικτά στον άνθρωπο. Γιατί ο χρόνος δεν μετράει μιαν ανερμήνευτα δεδομένη
(τυχαία ή νομοτελειακή) «ροή» (κίνηση - μεταβολή), μετράει μια «σχέση» που έχει
«νόημα», δηλαδή αιτία και σκοπό. Ο κόσμος είναι το γίγνεσθαι μιας ελευθερίας,
όχι η τυφλή διαδικασία μιας άλογης αναγκαιότητας ή τυχαιότητας. Ο Λόγος, ο
Αίτιος του υπαρκτού καλεί τα όντα εκ του μη όντος (την άσχετη ύπαρξη) στο είναι:
στην περιπέτεια της σχέσης, στην ελευθερία. Ο χρόνος μετράει τη δυναμική της
ανταπόκρισης σε αυτή την κλήση ή την άρνησή της. Η άρνηση «χρονούται» ως
αποτυχία σχέσης, δηλαδή ως υπαρκτική αυτονομία, ιδιοτέλεια του κτιστού, φθορά
και θάνατος. Η κατάφαση ελευθερώνει τη σχέση από τη νομοτελειακή χρονικότητα,
όπως κάθε αμοιβαίος έρωτας: καθιστά χρονικά αδιάστατο το παρόν της σχέσης,
πληρότητα υπαρκτική.
Μόνο ο άνθρωπος έχει την ικανότητα του χρονίζειν, τη λογική ικανότητα: Να
καθιστά τον υλικό κόσμο λόγο υπαρκτικά αυτόνομο, ενεργούμενη άρνηση της
Αιτιώδους Αρχής του, χρονικότητα φθοράς και θανάτου. ΄Η να τον μεταβάλλει σε
«λογικό τόπο» ερωτικού γεγονότος, ευχαριστιακής αναφοράς των αισθητών στο
«νόημά» τους, οδηγώντας χρόνο και κίνηση σε πληρότητα γιγνόμενου παρόντος – σε «αεικίνητον
στάσιν και στάσιμον ταυτοκινησίαν περί το ταυτόν και εν και μόνον».
Η κατάθεση προτάσεων νοηματοδότησης του χρόνου, και της ύπαρξης στον χρόνο, ήταν
πάντοτε το υπούργημα ή η ειδοποιός διαφορά που έδινε ταυτότητα στους Έλληνες.
Στα τετρακόσια χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό η συνείδηση του υπουργήματος
διαφυλάχτηκε, αλλά η πανανθρώπινη δυναμική του «απέσβετο». Και στη συνέχεια, η
κατάρα του εθνικισμού, εκατόν ογδόντα εννέα χρόνια τώρα, εξάλειψε τη συνείδηση
του οικουμενικού υπουργήματος, μετάλλαξε τον Ελληνισμό σε βαλκανική επαρχία.
Σήμερα η αναίδεια του πρωτογονισμού, η υστερία της ιδιοτέλειας, η καφρική
αγραμματοσύνη δεν αφήνουν πια περιθώριο να διασωθεί «το άριστον εκείνο», η
ελληνικότητα, που «ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν». Οι ταγοί της χώρας
ανελλήνιστοι ως το μεδούλι, καταστρέφουν μεθοδικά την ιστορική συνείδηση, την
πολιτιστική ευαισθησία, τη γλώσσα, την αξιοπρέπεια των ακόμα Ελληνόφωνων.
Σε ποιους να κομίσει «νόημα» του χρόνου σήμερα η γλώσσα του Ηράκλειτου, του
Αριστοτέλη, του Μαξίμου; |