Ισως παγιωμένα αυτονόητα, προϊόντα
προκατάληψης ή ελλειμματικής πληροφόρησης, εμποδίζουν κάποιους
αναγνώστες να διακρίνουν το προφανές: Πώς όταν μιλάμε για «νόημα» ή για
«αλογία» (της ύπαρξης, του κόσμου, της Ιστορίας) δεν παραπέμπουμε
οπωσδήποτε σε δόγματα ή σε άρνηση δογμάτων.
Στην κοινή μας γλώσσα λέμε ότι κάτι έχει «νόημα» όταν διαβλέπουμε την
αιτία και τον σκοπό του ή το χαρακτηρίζουμε «άλογο» όταν δεν διακρίνουμε
αιτία και σκοπό. Αλλά στην περίπτωση της ύπαρξης, της δικής μας και του
συνόλου των υπαρκτών, όπως και στο γίγνεσθαι των ανθρώπινων ενεργημάτων
μέσα στον χρόνο, η διάβλεψη αιτίας και σκοπού δεν συνιστά οπωσδήποτε
κοινή οριστική βεβαιότητα. Αν το «νόημα» γίνει υποχρεωτική ερμηνεία της
αιτίας και του σκοπού, αν γίνει δόγμα, έχει αλλοτριωθεί σε ιδεολογία («ψευδή
συνείδηση»).
Είναι μάλλον κοινός τόπος η διαπίστωση (ιστορική, εμπειρική πιστοποίηση)
ότι η γένεση της ελληνικής «πόλεως» και η λειτουργία της «πολιτικής» ή
και γενικότερα η κοινωνική συνοχή, η ανάπτυξη, η καλλιέργεια, τα
κορυφαία μέσα στην Ιστορία επιτεύγματα του πολιτισμού, προέκυψαν από μια
συνειδητή ή ανεπίγνωστη αφετηρία κοινού στη συλλογικότητα «νοήματος» της
ύπαρξης και του βίου. Και ότι μόνο στις λεγόμενες «νεωτερικές» κοινωνίες
διαπιστώνουμε ένα κενό «νοήματος», μια κατάφαση της αλογίας, της
τυχαιότητας, απουσία ή άρνηση του ίδιου του ερωτήματος για την αιτία και
τον σκοπό της ύπαρξης, των υπαρκτών, της έλλογης ζωής.
Αυτό το κενό «νοήματος» έγινε ανατριχιαστικά ψηλαφητό πίσω από τις
πρωτοφανείς στην ανθρώπινη Ιστορία φρικαλεότητες που γνώρισε ο 20ός
αιώνας – φάνηκε να υπονομεύει το κενό τόσο τα θαυμαστά επιτεύγματα όσο
και τα μεγαλεπήβολα οράματα της Νεωτερικότητας. Η ιστορική αιτιολόγηση
του κενού ήταν και είναι προφανής: Το ερώτημα για το «νόημα» της ύπαρξης
και των υπαρκτών (το οντολογικό ερώτημα) η Νεωτερικότητα, από τους
ριζοσπάστες κιόλας Διαφωτιστές και κυρίως από τον Καντ και μετά, το είχε
μεθοδικά απωθήσει, αποκλείσει, μεταθέσει. Και αυτό, γιατί η οντολογία,
συνώνυμη με τη μεταφυσική, παρέπεμπε τον Δυτικοευρωπαίο άνθρωπο στο
εφιαλτικό μεσαιωνικό παρελθόν του: σε αναπόδεικτα δόγματα, θρησκευτικές
ιδεοληψίες, εξουσιαστικά (τυραννίας) ιδεολογήματα.
Αυτός που τόλμησε να επαναφέρει το οντολογικό πρόβλημα στην καρδιά της
Νεωτερικότητας, ήταν ο Χάιντεγγερ. Να δοκιμάσει τις δυνατότητες
συγκρότησης μιας φιλοσοφικά συνεπούς οντολογίας με «υλικό» τον μηδενισμό
κάθε «νοήματος» της ύπαρξης και των υπαρκτών. Εγχείρημα ιδιοφυές,
συναρπαστικό – ο ίδιος πίστευε ότι ήταν η δεύτερη συστηματική απόπειρα
στο πεδίο της οντολογίας μετά τον Πλάτωνα.
Το σημαντικότερο και συναρπαστικότερο στο εγχείρημα του Χάιντεγγερ δεν
ήταν ο στόχος, ήταν ο τρόπος: Ο Χάιντεγγερ έδειξε ότι το οντολογικό
ερώτημα (το πρόβλημα του «νοήματος») είναι δυνατό να ανοίγει ορίζοντες
γνωστικής αναζήτησης μόνο με το να τίθεται χωρίς απριορισμούς και να
παραμένει ανοιχτό στην εμπειρική επαλήθευση. Μια συνεπής φιλοσοφικά
πρόταση για την κατεύθυνση (τον προσανατολισμό) της οντολογικής
αναζήτησης μπορεί να είναι συγκεκριμένη, χωρίς να εγκλωβίζει τη γνώση σε
αξιωματικές σταθερές, δόγματα, ιδεοληψίες. Ο Ιονέσκο θα πει αργότερα πως
«δεν υπάρχουν λέξεις για την πιο βαθιά εμπειρία». Και ο Βιτκενστάιν θα
επιμείνει στη συνεπή οριοθέτηση του ρητού και του άρρητου, για να
συμπεράνει ότι «το νόημα του κόσμου πρέπει να βρίσκεται έξω από τον
κόσμο» (και τη γλώσσα).
Ποιες κοινωνικές επιπτώσεις μπορεί να έχει ο ριζοσπαστικός αυτός
αποφατισμός της οντολογίας; Οτι μεταγγίζει στη συλλογικότητα, συνειδητά
ή ανεπίγνωστα, το σέβας ή το δέος για ερωτήματα ουσιωδέστατα που μας
ξεπερνάνε, τον εμπειρισμό της πιστοποίησης ότι η κατανόηση των
σημαινόντων δεν ταυτίζεται με τη γνώση των σημαινομένων, ότι «η ζωντανή
αλήθεια δεν μπορεί να λεχθεί» (Στάινερ). Σώζεται η κοινή αίσθηση του «ιερού»,
αίσθηση που επιτρέπει να μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά η αναζήτηση «νοήματος»
ως ρεαλιστική εμπειρία, με τη μαθητεία στη γλώσσα της Τέχνης και στην
ακητική των θρησκευτικών παραδόσεων.
Διανοίγει δηλαδή η κοινωνούμενη αποφατική στάση δρόμους για τον
απεγκλωβισμό από τον ατομοκεντρικό ρασιοναλισμό και τις επενδύσεις του
στην εργαλειακή αποτελεσματικότητα. Δρόμους για την υπέρβαση του εγώ,
τον αυτοπεριορισμό του ατόμου, επομένως για την προτεραιότητα των
σχέσεων κοινωνίας, που είναι και η μόνη δυνατότητα για την ανάδειξη της
προσωπικής ετερότητας, την πραγμάτωση της υπαρκτικής ελευθερίας. Το να
περιμένει κανείς τέτοια επιτεύγματα «αυθεντικότητας» του ανθρώπου και
της κοινωνίας από τη νομοτελειακή εξέλιξη της «οργανωσιακής κουλτούρας»,
του «πλέγματος κινήτρων και τιμωριών σε ένα σύστημα κοινωφελούς
επαγγελματισμού», ισοδυναμεί, πραγματικά, με το να περιμένει να μάθει
βαλς μελετώντας τους νόμους της βαρύτητας.
Οι μεγάλοι αποφατικοί της Νεωτερικότητας, αν και διάσημοι, είναι οι
αιρετικοί ως προς τις αρχές που συγκροτούν το νεωτερικό «παράδειγμα». Γι’
αυτό είναι και μεγάλοι πρωτοπόροι. Δυστυχώς, η ελλαδική διανόηση (και
γενικότερα ο βαλκανικός ή όποιος άλλος επαρχιωτισμός) επιμένει, για
λόγους που αξίζουν εμπεριστατωμένη μελέτη, να αγνοεί τους πρωτοπόρους
αιρετικούς, όσο και αν καμώνεται ότι τους θαυμάζει. Εξακολουθεί η
επαρχία να εκστασιάζεται από τη χρηστική αποτελεσματικότητα των
συμβάσεων, τις «κοινωνικά» κατασκευασμένες αξίες και τις ιστορικά (αυτοματικά)
εξελισσόμενες πρακτικές.
Αν ξεπερνούσε τον εύκολο εκστασιασμό η ελλαδική διανόηση θα μπορούσε να
συμπορευθεί γόνιμα με τους αιρετικούς της Νεωτερικότητας, τους
πρωτοπόρους των εξελίξεων. Θα είχε ανακαλύψει τις εκλεκτικές της
συγγένειες. Γιατί αυτό που διαφοροποιεί ριζικά την Ελλάδα (αρχαία και
μεσαιωνική) από τη Δύση, είναι η εμμονή της στον συνεπή αποφατισμό, από
τον Ηράκλειτο ώς τον Γρηγόριο Παλαμά. Η αναζήτηση «νοήματος» στην
ελληνική παράδοση, ο οντολογικός προβληματισμός, δεν εγκλωβίστηκε ποτέ
σε δόγματα, σε απριορισμούς, σε εξουσιαστικές ιδεοληψίες. Ας μάθει
κάποτε η ελλαδική διανόηση ότι η Χριστιανοσύνη κόπηκε στα δυο, επειδή η
ελληνική εκκλησιαστική συνείδηση και εμπειρία αρνήθηκε να συμπορευθεί με
τη βαρβαρική τότε Δύση στη «θρησκειοποίηση» του εκκλησιαστικού γεγονότος,
στην υποταγή του σε δόγματα, αυθεντίες, αλάθητες εξουσίες. |