Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Εσχατολογικά θέματα

H Χιλιετής Βασιλεία είναι παρούσα 1ο Μέρος * Ιστορική ερμηνεία τής Χιλιετούς Βασιλείας. 2ο Μέρος * Ο πόλεμος τού Γωγ * Οι έσχατες ημέρες * Οι έννοιες της Βασιλείας του Θεού * Ο Χιλιασμός στην πρώτη Εκκλησία και στην σύγχρονη εποχή

Ο τρόμος τού έτους 1000 και ο Αντίχριστος

Αποκαλυπτικές τάσεις στη Δύση σχετικά με το 1000 μ.Χ.

Του Ουμπέρτο Έκο

 

Ο ανυπόστατος μύθος τής αναμονής τού τέλους το 1000 μ.Χ.

Πηγή: "Η ιστορία τής Φιλοσοφίας" Τόμος 5 σελ. 26-35. Εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα" 2018. Ένθετο τής Εφημερίδας "Το Βήμα".

 

1. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη

Στο 20ό κεφάλαιο της Αποκάλυψης που αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Ιωάννη διαβάζουμε:

«Και είδα έναν άγγελο που κατέβηκε από τον ουρανό με το κλειδί της Αβύσσου και μια μεγάλη αλυσίδα στα χέρια. Άρπαξε τον δράκοντα, το αρχαίο φίδι -δηλαδή τον διάβολο, τον σατανά και τον φυλάκισε για χίλια χρόνια.

Τον έριξε στην Άβυσσο, τον κλείδωσε και σφράγισε την πόρτα από πάνω του, για να μη βάζει πια σε πειρασμό* τα έθνη, μέχρι να συμπληρωθούν χίλια χρόνια. Όταν περάσουν αυτά, θα μπορεί να λυθεί για λίγο καιρό. Μετά είδα θρόνους και σε αυτούς που κάθονταν πάνω τους είχε δοθεί η εξουσία να δικάζουν και να κρίνουν. Είδα επίσης τις ψυχές των αποκεφαλισμένων επειδή μαρτύρησαν για τον Ιησού και τον λόγο του θεού, και όσους δεν είχαν λατρέψει το κτήνος και το άγαλμά του, και δεν είχαν λάβει το σημάδι στο μέτωπο και στο χέρι. Αυτοί ξαναπήραν ζωή και θα βασιλέψουν με τον Χριστό για χίλια χρόνια.

Οι άλλοι νεκροί δεν θα επιστρέψουν στη ζωή μέχρι να συμπληρωθούν χίλια χρόνια. Αυτή είναι η πρώτη ανάσταση.

Ευλογημένοι και άγιοι αυτοί που θα λάβουν μέρος στην πρώτη ανάσταση. Πάνω τους δεν έχει δύναμη ο δεύτερος θάνατος, αλλά θα είναι ιερείς του θεού και του Χριστού, και θα βασιλέψουν για χίλια χρόνια.

Όταν τα χίλια χρόνια συμπληρωθούν, ο σατανάς θα απελευθερωθεί από τη φυλακή του και θα βγει για να σαγηνεύσει τα έθνη στα τέσσερα σημεία της γης, Γωγ και Μαγώγ, για να τους συγκεντρώσει για τον πόλεμο. Ο αριθμός τους θα είναι όσος οι κόκκοι της άμμου της θάλασσας, θα εκστρατεύσουν σε όλη την επιφάνεια της γης και θα πολιορκήσουν το στρατόπεδο των αγίων και την αγαπημένη πόλη. Αλλά μια φωτιά θα πέσει από τον ουρανό και θα τους καταβροχθίσει.

Και ο διάβολος, που τους αποπλάνησε, θα πεταχτεί σε λάκκο με φωτιά και θειάφι, εκεί όπου θα βρίσκονται και το κτήνος και ο ψεύτικος προφήτης: θα βασανίζονται μέρα και νύχτα στους αιώνες των αιώνων.

Μετά, είδα έναν τεράστιο λευκό θρόνο και Εκείνον που καθόταν πάνω στον θρόνο αυτόν. Από την παρουσία του, εξαφανίστηκε η γη και ο ουρανός χωρίς να αφήσουν ίχνος πίσω τους. Μετά, είδα τους νεκρούς, μεγάλους και μικρούς, όρθιους μπροστά στον θρόνο.

Βιβλία ήταν ανοιχτά. Ήταν ανοιχτό άλλο ένα Βιβλίο, το βιβλίο της ζωής. Οι νεκροί κρίνονταν με βάση τα γραμμένα στα Βιβλία αυτά, καθένας ανάλογα με τις πράξεις του.

Η θάλασσα έφερε πίσω τους νεκρούς που κρατούσε, ο θάνατος και τα τάρταρα επέστρεψαν τους νεκρούς που κρατούσαν και ο καθένας θα κριθεί ανάλογα με τις πράξεις του. Μετά, ο θάνατος και τα τάρταρα θα πεταχτούν στον λάκκο με τη φωτιά. Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος, ο λάκκος με τη φωτιά. Όποιος δεν είναι γραμμένος στο βιβλίο της ζωής θα πεταχτεί στον λάκκο με τη φωτιά».

Μεταφρασμένο κατά λέξη, αυτό το κεφάλαιο μοιάζει να λέει πως, σε κάποια στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία, ο Σατανάς θα φυλακιστεί, και για όσο μείνει φυλακισμένος, στη γη θα υπάρχει το Βασίλειο του Μεσσία, όπου θα συμμετέχουν όλοι οι εκλεκτοί, στους οποίους θα δοθεί το προνόμιο της πρώτης ανάστασης. Αυτή η περίοδος θα διαρκέσει τα χίλια χρόνια της φυλάκισης του διαβόλου. Έπειτα ο Σατανάς θα ελευθερωθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και στη συνέχεια θα ηττηθεί και πάλι, Στο σημείο αυτό, ο Χριστός από τον θρόνο του θα ξεκινήσει την Ημέρα της Κρίσης, η γήινη ιστορία θα ολοκληρωθεί και [είμαστε στην αρχή του κεφαλαίου 21] θα υπάρξει ένας νέος ουρανός και μία νέα γη, δηλαδή θα έρθει η Ουράνια Ιερουσαλήμ.

Για τους Χριστιανούς των πρώτων αιώνων, το πρόβλημα ήταν εάν τα χίλια χρόνια της Βασιλείας του Μεσσία θα έρχονταν στο μέλλον ή ήταν αυτά που ζούσαν ήδη. Αν ίσχυε η πρώτη ερμηνεία, θα έπρεπε να περιμένουν μια Δευτέρα Παρουσία του Μεσαία και ένα είδος χρυσής εποχής (την οποία, από την άλλη πλευρά, είχαν υποσχεθεί και πολλές αρχαίες θρησκείες), καθώς και μια ανησυχητική επιστροφή του δαίμονα και του ψεύτικου προφήτη του, του Αντίχριστου (όπως έχει επικρατήσει από την παράδοση να τον ονομάζουμε, παρά το ότι στην Αποκάλυψη αναφέρεται μόνο ένας Ψεύτικος Προφήτης). Και στο τέλος, η Κρίση και το τέλος των καιρών. Αυτό ήταν το ανάγνωσμα που κυριαρχούσε, με κάποιες παραλλαγές, ως την εποχή του Αυγουστίνου.

Τον 4ο αιώνα εμφανίζεται η αίρεση του Δονατισμού, η οποία δεν αναγνωρίζει τα περισσότερα τελετουργικά της επίσημης εκκλησίας (που θεωρείται ανάξια), προβάλλοντας, στον αντίποδα, την καθαρότητα μιας κοινότητας με αυστηρή ηθική και φώτιση από το Άγιο Πνεύμα (Δονατιστική Εκκλησία). Αυτή προβάλλει την Ουράνια Ιερουσαλήμ (ευδαιμονία) απέναντι στη νέα Βαβυλωνία που εκπροσωπείται από την Εκκλησία.

 

2. Οι δύο προτάσεις του Αγίου Αυγουστίνου

Η απάντηση του Αυγουστίνου είναι πως ούτε η Πόλη του θεού ούτε η χιλιετία είναι ιστορικά γεγονότα που θα γίνουν πραγματικότητα με τον τρόπο αυτόν. Είναι γεγονότα μυστικιστικά. Η χιλιετία για την οποία μίλησε ο Ιωάννης αντιπροσωπεύει την περίοδο από την Ενανθρώπιση ως το τέλος της ιστορίας, δηλαδή αυτό που ζούσαν εκείνη την περίοδο, και που ήδη βιωνόταν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Όμως, έτσι ο Αυγουστίνος άνοιξε τον δρόμο για δύο εξαιρετικά σημαντικές προτάσεις. Η πρώτη αφορά πράγματι την πιθανότητα να είναι γήινη η πόλη του θεού, που είχε παρουσιαστεί ως κάτι που δεν αποτελεί μέρος του υλικού κόσμου.

Στον Αυγουστίνο συνέβη ό,τι και σε πολλούς πολέμιους, οι οποίοι για να αντικρούσουν ένα επιχείρημα γράφουν ένα βιβλίο το οποίο έχει τόσο μεγάλη επιτυχία, που το επιχείρημα παραμένει ακλόνητο, ίσως και δυναμωμένο, αλλά σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο τυπώθηκε. Με τον ίδιο τρόπο βλέπουμε, στην πορεία της ιστορίας, πως το θέμα των δύο πόλεων γοητεύει υπέρμαχους της μεταρρύθμισης και επαναστάτες όλοι τους πεπεισμένοι πως η πόλη του Θεού πρέπει να γίνει γρήγορα πραγματικότητα, και μάλιστα ως έργο των πιο άξιων: ήτοι, μια μεγάλη μάχη, ο Αρμαγεδδών στη γη, μια επανάσταση.

Η δεύτερη πρόταση αφορά την έλευση της Έσχατης Κρίσης και, κατά συνέπεια, την αναμονή του έτους Χίλια. Αν η χιλιετία δεν είναι μελλοντική υπόσχεση αλλά συμβαίνει εδώ και τώρα, για να εξηγηθεί σωστά η Αποκάλυψη το πρώτο πράγμα που πρέπει να συμβεί είναι να έρθει το τέλος του κόσμου. Και μετά, οι ερμηνευτές διαφωνούν στον μαθηματικό υπολογισμό, αν τα χίλια χρόνια σημαίνουν έναν αριθμό αόριστο ή συγκεκριμένο, αν υπολογίζονται από το έτος γέννησης του Χριστού, από το έτος του Πάθους του, από την αρχή ή το τέλος των διωγμών· σε κάθε περίπτωση, πάντως, αργά ή γρήγορα, το τέλος του κόσμου πρέπει να έρθει.

Η ιστορία της Αποκάλυψης στον Μεσαίωνα κινείται ανάμεσα σε αυτές τις δύο πιθανές αναγνώσεις με μια αίσθηση αέναης αναμονής και έντασης. Επειδή, είτε ο Χριστός πρέπει να έρθει για να βασιλέψει χίλια χρόνια στη γη είτε έχει ήδη έρθει, αλλά σε αυτή την περίπτωση πρέπει να περιμένουμε αρκετά σύντομα την επιστροφή του διαβόλου και το τέλος του κόσμου.

 

3. Το πρόβλημα της χιλιετίας

Το πρόβλημα της χιλιετίας αναδύεται σε έναν σχολιασμό της Αποκάλυψης (In Apocalipsin libri duodecim) γραμμένο από τον Μπεάτο ντι Λιεμπένα (730-785), εφημέριο της βασίλισσας Οσίντα, συζύγου του Σίλο, Βασιλιά του Οβιέδο. Η Αποκάλυψη μετρά λίγες δεκάδες σελίδες, όμως τα σχόλια του Μπεάτο είναι αρκετές εκατοντάδες.

Εκτός από μακροσκελέστατο σχολιασμό, στους αιώνες που ακολούθησαν, τα χειρόγραφα εμπλουτίστηκαν με μινιατούρες (καλλιγραφία και σχέδια της σχολής των Αράδων της Ιβηρικής χερσονήσου) που παρήχθησαν μεταξύ αρχών και τέλους του 10ου αιώνα, σε έναν εντυπωσιακό καταιγισμό βιβλίων εκπληκτικής ομορφιάς, τα οποία θα επηρεάσουν σημαντικά τις εικαστικές τέχνες του Μεσαίωνα.

Ο Μπεάτο έγραψε το σχόλιό του συγκεκριμένα εναντίον μιας πολύ παλιάς αίρεσης, του Υιοθετισμού, που αρνιόταν τη θεϊκή υπόσταση του Λόγου, τον οποίο υποβίβαζε σε θέση γιου που απλώς υιοθετήθηκε από τον Πατέρα. Και ο Μπεάτο βρήκε στην Αποκάλυψη το ιδανικό κείμενο για να αναδείξει έναν Χριστό στο μέγιστο της Ομοούσιας θειότητάς του. Όμως, αυτό που τον γοητεύει είναι πως ο Χριστός είναι venturus ad iudicandum («αυτός που θα έρθει για να κρίνει») και όταν φτάνει στο κεφάλαιο 20 της Αποκάλυψης ξεκινά με μια επίκληση προς τον Θεό, να μην του επιτρέψει να κάνει λάθη. Εκείνος γνωρίζει πως αγγίζει ένα βασικό σημείο.

Το κείμενο του Ιωάννη τού λέει πρώτα απ' όλα πως ο άγγελος κλείνει τον διάβολο στην άβυσσο usque non finianturmille anni («μέχρι να περάσουν χίλια χρόνια») και μετά πως όσοι έχουν πεθάνει μαρτυρώντας για τον Ιησού και αυτοί που δεν προσκύνησαν το κτήνος vixerunt et regnoverunt cum Christo mille onnos («θα νικήσουν και θα βασιλέψουν με τον Χριστό για χίλια χρόνια»). Στη συνέχεια, διευκρινίζει πως αυτό το βασίλειο είναι η «πρώτη ανάσταση» που είναι η Βάπτιση, και καταλήγει στο συμπέρασμα etregnabunt cum eo mille annos («και θα βασιλέψουν μαζί του για χίλια χρόνια»). Ο Μπεάτο δέχεται πως αυτά τα χίλια χρόνια υπολογίζονται από τα Πάθη του Κυρίου και είναι ακριβώς τα χρόνια της επίγειας βασιλείας της Εκκλησίας, όπως όριζε ο Αυγουστίνος. Επιβεβαιώνει επανειλημμένα πως η χιλιετία για την οποία μιλάει, για τον διάβολο αλλά και τους ευλογημένους, είναι αυτή στην οποία ζουν ο ίδιος και οι αναγνώστες του. Επομένως ο Ιωάννης μιλά για την τωρινή χιλιετία και το τέλος του παρόντος κόσμου.

Ο Αυγουστίνος έδινε μια κομψή απάντηση στο ζήτημα: πρόκειται για μεταφορική έκφραση που δηλώνει την περίοδο κατά την οποία η Εκκλησία ζει στον κόσμο. Ο Μπεάτο, αντίθετα, υποχρεώνει το κείμενο του Ιωάννη να εκφράζει κυριολεκτικά την ιδέα αυτή μέσω κάθε λέξης ξεχωριστά, κάθε κλίσης των ρημάτων, κάθε επιρρήματος. Άρα, όποιος διάβαζε το κείμενο του Μπεάτο ερχόταν αντιμέτωπος με την εκπνοή της χιλιετίας ως αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός.

 

4. Περιμένοντας το έτος Χίλια

Σε αναμονή του δυσοίωνου έτους Χίλια, ο Μπεάτο κυριαρχείται από την ιδέα του Αντίχριστου και διαβάζει την Αποκάλυψη ως μια πραγματεία για τον Αντίχριστο και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αναγνωριστεί. Για τον Αντίχριστο μιλούσαν τα Ευαγγέλια και η πρώτη επιστολή του Ιωάννη, τα πατριαρχικά κείμενα είναι γεμάτα με σχετικές προφητείες, καθώς και διάφορα άλλα κείμενα λιγότερο ή περισσότερο αυθεντικά. Όμως ο Μπεάτο, από τη στιγμή που ειπώθηκε πως ο Αντίχριστος πρέπει να έρθει, πως θα καταστρέψει την κοινωνία των πιστών, πως οι άγιοι θα χρειαστεί να επιστρατεύσουν όλο τους το πνεύμα, την πίστη και την καρτερικότητα για να αντισταθούν, ξεκινά έναν εκτενέστατο ύμνο για να δείξει πως ο Αντίχριστος θα προσπαθήσει να επαναφέρει τον ιουδαϊκό νόμο και θα είναι σίγουρα εβραίος επαναφέροντας ένα θέμα, οπωσδήποτε σύνηθες σε όλα τα αποκαλυπτικά κείμενα, αλλά ξεχνώντας πως εκείνα τα χρόνια η χώρα δεχόταν εισβολή από μουσουλμάνους. Επιπλέον, εκείνος όχι μόνο θα επιβάλει την περιτομή, αλλά θα έχει και το χαρακτηριστικό να μην πίνει κρασί (πιθανή αναφορά στους μουσουλμάνους) μαζί με τη μη αποδοχή των ερωτικών σχέσεων με γυναίκες (κάτι με το οποίο θα είχαν διαφωνήσει οι μωαμεθανοί). Και στο τέλος -οιωνός που δεν ισχύει ούτε για μωαμεθανούς ούτε για εβραίους- ο Αντίχριστος, αν και απόλυτα ακάθαρτος, θα σαγηνεύσει τα πλήθη κηρύσσοντας την εγκράτεια και την αγνότητα, κάτι που ο Μπεάτο αποδίδει περισσότερο σε κάποια αυστηρή αίρεση περασμένων ετών.

Η επιτυχία της μορφής του Αντίχριστου οφείλεται σίγουρα στις αγωνίες που προκλήθηκαν από την ιδέα της Χιλιετίας, τις οποίες για να κατανοήσουμε καλύτερα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και υλικούς λόγους, συνδεδεμένους με την κατάσταση κρίσης στην οποία ζούσαν οι άνθρωποι την περίοδο του Πρώιμου Μεσαίωνα.

Ο Μπεάτο δεν εξιστορούσε στους αναγνώστες του αυτό που θα μπορούσε να συμβεί σε λίγα ή χίλια χρόνια, αλλά αυτό που βίωνε κάθε μέρα ο άνθρωπος σε εκείνους τους σκοτεινούς, ακόμα, αιώνες. Αρκεί να διαβάσει κανείς την εξιστόρηση του Ροδόλφο Γκλάμπρο στο έργο Historiarum Libri, αναφερόμενη σε γεγονότα που συνέβησαν ενώ το έτος χίλια είχε ήδη περάσει τριάντα χρόνια, λίγο πριν από το 1033. Περιγράφει έναν λιμό που ήρθε σε καιρούς τόσο κακούς, που δεν μπορούσε να γίνει ούτε σπορά ούτε συγκομιδή.

Η πείνα σκελέτωσε τους πάντες, πλούσιους και φτωχούς, και -όταν δεν υπήρχαν πια ζώα για να φαγωθούν- όλοι κατέληξαν να τρώνε κάθε είδους ψοφίμι και «άλλα πράγματα που προκαλεί αηδία και μόνο να μιλάς γι’ αυτά», ώσπου κάποιοι έφτασαν να φάνε ακόμα και ανθρώπινη σάρκα. Οι οδοιπόροι δέχονταν επίθεση, δολοφονούνταν, κόβονταν κομμάτια και μαγειρεύονταν, και όσοι επιχειρούσαν να φύγουν μακριά με την ελπίδα να ξεφύγουν από τον λιμό, κατά τη διάρκεια της νύχτας δολοφονούνταν και καταβροχθίζονταν από αυτούς που τους είχαν φιλοξενήσει. Δελέαζαν τα μικρά παιδιά δείχνοντάς τους ένα φρούτο ή ένα αυγό, για να μπορέσουν να τα σφάξουν και να τα φάνε. Με λίγα λόγια, «τόσο σαρωτική ήταν αυτή η μανία, που ένα εγκαταλειμμένο βόδι κινδύνευε λιγότερο να απαχθεί, σε σχέση με έναν άνθρωπο».

 

5. Οι τρόμοι: ένα αντιφατικό επιχείρημα

Η λογοτεχνική παραγωγή που αναφέρεται στους τρόμους γύρω από το έτος Χίλια είναι τεράστια και αντιφατική. Πολλοί ιστορικοί έχουν αναιρέσει τον μύθο σύμφωνα με τον οποίο τη μοιραία νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου 999, η ανθρωπότητα ξενύχτησε στις εκκλησίες περιμένοντας το τέλος του κόσμου. Τα κείμενα της εποχής δεν περιλαμβάνουν το παραμικρό ίχνος των τρόμων αυτών και εκφράσεις σε κείμενα, όπως appropinquante fine mundi («το τέλος του κόσμου πλησιάζει») ήταν ρητορικές φράσεις. Τέλος, η χρονολόγηση της γέννησης του Χριστού και όχι της υποτιθέμενης αρχής του κόσμου, αν και ήδη διαδεδομένη από τρεις αιώνες, δεν χρησιμοποιείτο ακόμα ευρέως: δηλαδή, στην πραγματικότητα ο λαός δεν γνώριζε πως ζούσε στο έτος Χίλια.

Πρόσφατα ήρθε στην επιφάνεια η υπόθεση πως οι τρόμοι αναδύθηκαν, ενδημικοί αλλά υπόγειοι, σε περιβάλλοντα λαϊκά, υποκινημένοι από ιεροκήρυκες που φλέρταραν με αιρέσεις, και πως τα επίσημα κείμενα δεν ανέφεραν τίποτα σχετικό, για λόγους λογοκρισίας. Ωστόσο, δεν είναι μόνο δύσκολο να βρει κανείς κείμενο της εποχής που να αναφέρεται ρητά στους τρόμους, αλλά οι πρώτοι που αναφέρονται σε αυτούς είναι ο Τριτέμιος στο έργο του Annales Hirsaurgenses, γραμμένο τις αρχές του 5ου αιώνα (και είναι πιθανό να πρόκειται για παρεμβολή στις εκδόσεις που ακολούθησαν τον 12o αιώνα) και ο Τσέζαρε Μπαρόνιο (στα Εκκλησιαστικά Χρονικά του το 1590). Όλη η εργογραφία γύρω από τους τρόμους άντλησε υλικό μόνο από αυτές τις δύο πολύ μεταγενέστερες πηγές. Και επιπλέον, δεν υπήρχε λόγος για την Εκκλησία να σιωπήσει γύρω από το θέμα των τρόμων, πέραν του ότι δεν ήθελε να δώσει τροφή σε διάφορες αιρετικές ιδέες: η ιδέα πως ο κόσμος έπρεπε να τελειώσει το έτος Χίλια δεν ήταν κατ' ελάχιστον αιρετική, ακριβώς επειδή μπορούσε να στηριχθεί στον λόγο του Αυγουστίνου.

 

6. Μετά το Χίλια

Μπορεί ο τρόμος να μην επιβεβαιώθηκε τη νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου του 999, ωστόσο μεταφέρθηκε με τρόπο μάλλον εμμονικό στους επόμενους αιώνες.

Τον 13ο αιώνα, για παράδειγμα, οι μεγάλοι του Σχολαστικισμού, από τον Ακινάτη ως τον Μποναβεντούρα, απέτισαν τον δικό τους φόρο τιμής στην εξηγητική της Αποκάλυψης, ο μέγιστος εγκυκλοπαιδιστής της εποχής Βικέντιος του Μπωβαί εντρυφούσε επί μακράν στα θέματα του Αντίχριστου και της Κρίσης, και στα δικά του κείμενα βρίσκουμε, για παράδειγμα, περιγραφή των προειδοποιητικών σημάτων για το τέλος του κόσμου:

«Μετά τον θάνατο του Αντίχριστου, δεν θα έρθει αμέσως η έσχατη κρίση αλλά -σύμφωνα με αυτά που καταλαβαίνουμε από το βιβλίο του Δανιήλ για τους αιρετικούς που σε αυτόν τον διωγμό θα φανούν επιφυλακτικοί, θα δοθούν 45 ημέρες για μετάνοια. Την ακριβή ημερομηνία της έλευσης του Κυρίου αγνοούμε εντελώς. Οι απεσταλμένοι του Αντίχριστου εκείνες τις ημέρες θα ζουν στις απολαύσεις, κάνοντας γάμους, ετοιμάζοντας συμπόσια και παίγνια κάθε είδους και λέγοντας "Ακόμα κι αν ο Αρχηγός μας είναι νεκρός, τώρα, έχουμε ειρήνη και σιγουριά!" Και ενώ θα λένε ανάλογες κουβέντες, θα πέσει ξαφνικά πάνω τους ο θάνατος. Της τελικής κρίσης θα προηγηθούν πολλά σημάδια που έχουν αναφερθεί στα Ευαγγέλια. Στην ιστορία που διδασκόμαστε στα σχολεία διαβάζουμε για τα σημάδια των 15 ημερών που ο Άγιος Ιερώνυμος βρήκε μέσα στα Eβραϊκά Χρονικά, αλλά δεν λέει εάν αυτές οι ημέρες θα είναι συνεχόμενες ή με διακοπές. Την πρώτη ημέρα η θάλασσα θα ανέβει σαράντα πήχεις πάνω από τα βουνά και θα σταθεί στην επιφάνειά της σαν τοίχος. Τη δεύτερη ημέρα θα βυθιστεί τόσο που μετά βίας θα φαίνεται. Την τρίτη ημέρα τα θαλάσσια κήτη θα βγουν στην επιφάνεια της θάλασσας και οι κραυγές τους θα ακούγονται ως τον ουρανό. Την τέταρτη ημέρα η θάλασσα και όλα τα νερά θα πάρουν φωτιά. Την πέμπτη ημέρα τα φυτά και τα δέντρα θα αναβλύζουν αίμα. Την έκτη ημέρα θα καταρρεύσουν τα κτήρια. Την έβδομη ημέρα οι πέτρες θα χτυπιούνται μεταξύ τους. Την όγδοη ημέρα θα γίνει παγκόσμιος σεισμός. Την ένατη ημέρα η γη θα ισοπεδωθεί. Τη δέκατη ημέρα οι άνθρωποι θα βγουν από τις σπηλιές και θα περιπλανιούνται σαν τρελοί χωρίς να μπορούν να μιλήσουν. Την ενδέκατη ημέρα θα βγουν στην επιφάνεια τα οστά των νεκρών. Τη δωδέκατη ημέρα θα πέσουν τα αστέρια. Τη δέκατη τρίτη ημέρα θα πεθάνουν οι ζώντες για να αναστηθούν με τους νεκρούς. Τη δέκατη τέταρτη ημέρα ο ουρανός και η γη θα γίνουν παρανάλωμα του πυρός. Τη δέκατη πέμπτη ημέρα θα αναδυθεί νέος ουρανός και καινούργια γη, και όλοι θα αναστηθούν». (Speculum Historiale, XXXI, 111].

Ο Μεσαίωνας είναι εποχή βασάνων και ανησυχίας, αλλά αν όλα αυτά βιώνονταν στωικά από μια πεινασμένη ανθρωπότητα, εγκαταλειμμένη στην τύχη της, μετά το Χίλια η κοινωνία οργανώνεται και οι πόλεις αυτοπροσδιορίζονται ως ανεξάρτητες κοινότητες. Υπάρχει πλέον πλήρες εύρος κοινωνικών στρωμάτων, πλούσιοι, ισχυροί, πολεμιστές, κλήρος, τεχνίτες, χωρικοί και η μάζα, το υποπρολεταριάτο. Η μάζα αυτή αρχίζει να διαβάζει την Αποκάλυψη με τρόπο ενεργητικό, σαν να πρόκειται για ένα καλύτερο μέλλον που πρέπει να αποκτήσουν με άμεση προσπάθεια. Προφανώς δεν πρόκειται για οργανωμένα κοινωνικά κινήματα με σκοπούς αποκλειστικά οικονομικούς, αλλά μάλλον για αναρχο-μυστικιστικές αντιδράσεις, ασαφείς διαφοροποιήσεις όπου τα αυστηρά ήθη και η κραιπάλη, η δίψα για δικαιοσύνη και το πλιάτσικο για πενταροδεκάρες ενώνονται κάτω από ένα κοινό πλέγμα, ένα υψηλό χιλιετιστικό όραμα.

Με τον τρόπο αυτό βλέπουμε τον 12ο αιώνα στη Φλάνδρα τις συμμορίες του Τανκέλμο και στη Βρετάνη τις συμμορίες του Εόν ή Εόν ντε λ’ Ετουάλ, ομάδες βίαιες και ταραχοποιούς, που ωθούνται από ονειροπόλες ελπίδες. Ο Εόν ανακηρύσσεται «Βασιλεύς των Βασιλέων» και προσδιορίζεται ως αυτός που θα έρθει για να κρίνει με τη φωτιά τους ζωντανούς, τους νεκρούς και τον κόσμο. Στις Σταυροφορίες συμμετέχουν συμμορίες φτωχών, οι Ταφούρ, οι οποίοι αφοσιώνονται στις σφαγές και τους βιασμούς. Και σε αυτές τις επιδρομές, όπως και σε άλλες, το μάρμαρο πληρώνουν οι εβραίοι, οι οποίοι έχουν συνδεθεί άμεσα με την έλευση του Αντίχριστου, ακόμα και από την πλευρά των λόγιων ορθοδόξων. Αντίθετα, για άλλες ομάδες, ο Αντίχριστος είναι ο κλήρος, και η ιδέα αυτή θα διατηρηθεί καθ' όλη τη διάρκεια της προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, κυρίως σε παρακλάδια επηρεασμένα από την Αποκάλυψη, όπως οι Αναβαπτιστές. Τυπική συμπεριφορά αυτών των φτωχών και εξαθλιωμένων μαζών, που διαλέγουν έναν χαρισματικό αρχηγό και αυτοπροσδιορίζονται ως οι αληθινοί πολίτες της θεϊκής πόλης, είναι η άρνηση του Κράτους της εγκατεστημένης εξουσίας.

 

7. Χιλιετισμός και τάσεις αποκάλυψης μετά το Χίλια

Η αίρεση που θα απασχολήσει τους σοφούς του Μεσαίωνα και θα προκαλέσει τις ευρύτερες συναινέσεις και τις πιο ακραίες ερμηνείες είναι αυτή του Ιωακείμ της Φιόρε. Και για την ύπαρξη δεσμών ανάμεσα στο Ιωακειμιτικό σύμπαν και το σύμπαν της Αποκάλυψης, δεν υπάρχει αμφιβολία.

Οι προφητείες του στηρίζονται στο αυγουστινιανό δόγμα των δύο πόλεων και απηχούν την ιστορική ανάπτυξη που υποδεικνύεται από την Αποκάλυψη: μετά την εποχή του Πατέρα (ή του Νόμου], ήρθε η εποχή του Υιού (ή του Ευαγγελίου), και τώρα είναι η τρίτη εποχή, αυτή του Πνεύματος. Αυτή είναι η πραγματική χιλιετία, που βρίσκεται σε εξέλιξη την εποχή του Ιωακείμ, και οδεύει προς το τέλος της τόσο καθαρά που μπορεί να προβλέψει την εκπνοή της το 1260. Είναι δύσκολο να πει κανείς αν η σκέψη που συνδέεται με την Αποκάλυψη εκφράζει πάντα, και μόνο, μυστικο-οραματιστικές σκέψεις ή δεν στηρίζεται στην ανάλυση και κάνει προβολές στην κοινωνική κατάσταση. Στον Ιωακειμιτικό χιλιετισμό η Εκκλησία των Αγίων είναι μια κοινότητα ισότητας που θα εγκαθιδρύσει μια χρυσή εποχή. Στους διάφορους μιμητές του Ιωακειμιτισμού, οι οποίοι ενστερνίστηκαν (και καπηλεύτηκαν) το μήνυμα του Καλαβρέζου αβά, το πέρασμα στη χρυσή εποχή σκιαγραφείται συχνά ως μια αντίδραση στη συντεταγμένη εξουσία και την επίσημη κοινωνία που διαχωρίζεται βάσει του πλούτου. Με τον τρόπο αυτό παρεισφρέουν λαϊκο-κομμουνιστικές τάσεις, μέσω του απόηχου της Αποκάλυψης, των πιο διαφορετικών μεταξύ τους λαϊκών κινημάτων, από τον Κόλα του Ριέντσο ως τον Σαβοναρόλα. Και διάφορα αιρετικά παρακλάδια βλασταίνουν από τον Ιωακείμ, όπως οι αυστηροί Φραγκισκανοί, οι λεγόμενοι μικροί αδελφοί, ή οι Χιλιαστές του 14ου αιώνα, που συνδέθηκαν με τον αδελφό Ντολτσίνο.

Είναι επίσης ανάλογης «αποκαλυπτικής» έμπνευσης τα κινήματα των μαστιγουμένων που γεννιούνται στην Ιταλία τον 13ο αιώνα, σε κλίμα ορθοδοξίας, και μεταφέρονται στη Γερμανία ως αναρχο-μυστικιστικό κίνημα με επαναστατικό υπόβαθρο. Ξεκάθαρης αποκαλυπτικής προέλευσης είναι οι Αδελφοί του Ελεύθερου Πνεύματος ή «ζητιάνοι», που θα διαχυθούν σε όλη την Ευρώπη από τον 13ο αιώνα και μετά, και οι Αμαλρικιανοί ή Αμαυριανοί, οι ακόλουθοι του Αμαλρίκο του Μπεν.

Ο Μεσαίωνας διατρέχεται από ανάλογες ριπές εξέγερσης, όπου μια ομάδα ταυτίζει τον εαυτό της με τη μοναδική Εκκλησία, και νομιμοποιείται μέσω της ίδιας της αυστηρότητάς της (που παραδόξως, πολύ συχνά, οδηγεί στο να δοθεί άδεια στο τάγμα, λες και η συνείδηση της πνευματικής τελειότητας επιτρέπει τη μέγιστη αχρειότητα απέναντι στην ασημαντότητα της σάρκας).

Προς το τέλος του 14ου αιώνα, ο χιλιετισμός της Αποκάλυψης εμφανίζεται όλο και συχνότερα σε πιο συνεκτικά πολιτικο-θρησκευτικά κινήματα: οι ιστορικοί μιλούν συγκεκριμένα για αποκαλυπτισμό μέσα από τη χουσιτική ριζοσπαστική πτέρυγα στη Βοημία (ταμπορίτες), μέσα από όλο το κήρυγμα του Τόμας Μύντσερ, ως την τραγωδία της εξέγερσης των χωρικών, και την αναβίωση των ιδεών του Μύντσερ στους αναβαπτιστές του Μύντσερ με ηγέτη τον Ιωάννη του Λέιντεν.

 

Σημείωση:


* Όχι μόνο η φράση: "βάζει σε πειρασμό" είναι εδώ κακομεταφρασμένη από τη λέξη: "πλανά", αλλά ολόκληρη η μετάφραση τού αποσπάσματος αυτού στο παρόν άρθρο είναι απαράδεκτα λάθος σε πάρα πολλά σημεία, παροδηγώντας τον αναγνώστη. Αλλά τη διατηρούμε μόνο επειδή υπήρχε στο άρθρο. Στη συνέχεια όμως, παραθέτουμε μία καλύτερη μετάφραση τού τμήματος αυτού:

"Και είδα έναν άγγελο που κατέβαινε από τον ουρανό, ο οποίος είχε το κλειδί τής αβύσσου, και στο χέρι του μια μεγάλη αλυσίδα. 2 Και έπιασε τον δράκοντα, το αρχαίο φίδι, που είναι διάβολος και σατανάς· και τον έδεσε για 1.000 χρόνια. 3 Και τον έριξε στην άβυσσο, και τον έκλεισε, και σφράγισε από πάνω του, για να μη πλανήσει πλέον τα έθνη, μέχρις ότου συμπληρωθούν τα 1.000 χρόνια· και ύστερα απ' αυτά πρέπει να λυθεί για λίγο καιρό.

4 Και είδα θρόνους· και κάθισαν επάνω σ' αυτούς, και τους δόθηκε κρίση· και είδα τις ψυχές των σφαγμένων εξαιτίας τής μαρτυρίας τού Ιησού, και εξαιτίας τού λόγου τού Θεού, και οι οποίοι δεν προσκύνησαν το θηρίο ούτε την εικόνα του· και δεν πήραν το χάραγμα επάνω στο μέτωπό τους κι επάνω στο χέρι τους· και έζησαν και βασίλευσαν μαζί με τον Χριστό 1.000 χρόνια. 5 Οι υπόλοιποι, όμως, των νεκρών δεν έζησαν, μέχρις ότου συμπληρωθούν τα 1.000 χρόνια· αυτή είναι η πρώτη ανάσταση.

6 Μακάριος και άγιος όποιος έχει μέρος στην πρώτη ανάσταση· επάνω σ' αυτούς ο δεύτερος θάνατος δεν έχει εξουσία, αλλά θα είναι ιερείς τού Θεού και του Χριστού, και θα βασιλεύσουν μαζί του για 1.000 χρόνια.

7 Και όταν συμπληρωθούν τα 1.000 χρόνια, ο σατανάς θα λυθεί από τη φυλακή του.

8 Και θα βγει για να πλανήσει τα έθνη που βρίσκονται στις τέσσερις γωνίες τής γης, τον Γωγ και τον Μαγώγ, για να τους συγκεντρώσει στον πόλεμο, των οποίων ο αριθμός τους είναι σαν την άμμο τής θάλασσας. 9 Και ανέβηκαν επάνω στο πλάτος τής γης, και περικύκλωσαν το στρατόπεδο των αγίων, και την αγαπημένη πόλη· και κατέβηκε φωτιά από τον ουρανό, και τους κατέφαγε.

10 Και ο διάβολος, που τους πλανούσε, ρίχτηκε στη λίμνη με τη φωτιά και το θειάφι, όπου είναι το θηρίο και ο ψευδοπροφήτης· και θα βασανίζονται ημέρα και νύχτα, στους αιώνες των αιώνων.

11 Και είδα έναν μεγάλο λευκό θρόνο, κι αυτόν που κάθεται επάνω σ' αυτόν, από το πρόσωπο του οποίου έφυγε η γη και ο ουρανός· και δεν βρέθηκε τόπος γι' αυτά·

21: 1 Και είδα έναν καινούργιο ουρανό και μια καινούργια γη· επειδή, ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη παρήλθε· και η θάλασσα δεν υπάρχει πλέον. 2 Και εγώ ο Ιωάννης είδα την άγια πόλη, την καινούργια Ιερουσαλήμ, που κατέβαινε από τον Θεό, από τον ουρανό, ετοιμασμένη σαν νύφη στολισμένη για τον άνδρα της".

Δημιουργία αρχείου: 28-3-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 28-3-2018.

ΕΠΑΝΩ