Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Επιστήμη και Εκκλησία και Ρωμιοσύνη |
Η Σχέση μεταξύ Επιστήμης και Ορθόδοξης Θεολογίας // Μπλαιζ Πασκάλ: Ένας επιστήμονας με πίστη // Πίστη και Επιστήμη: Έννοιες αντίθετες ή αλληλοσυμπληρούμενες; // Χριστιανισμός και Επιστήμη // Πίστη και Επιστήμη στην Ορθόδοξη Γνωσιολογία // Θεός και επιστημολογικός αθεϊσμός
Επιστημονική πρόοδος σχετικά με τη Φραγκοσύνη και τη
Ρωμηοσύνη Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Πηγή: Ι. Ρωμανίδη "Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη" Κεφ. Δ', 2. Μεταφορά στη Δημοτική: Ν. Μ. |
Η Φραγκοσύνη του μεσαίωνα καταστράφηκε με την επιστημονική, οικονομική, κοινωνική, πολιτική και φιλοσοφική αφύπνιση της Ευρώπης. Η Ρωμηοσύνη όμως, όχι μόνο δεν θίγεται, αλλά ενισχύεται από την αφύπνιση αυτή της Ευρώπης, και στη συνέχεια της Αμερικής και της Ρωσίας. Οι Νεογραικύλοι όχι μόνο δεν τα αντιλαμβάνονται αυτά, αλλά και θυμώνουν, όταν τα ακούνε, επειδή το βασικό δόγμα τους είναι ότι τα φώτα βρίσκονται ή στην Ευρώπη ή στην Αμερική ή στη Ρωσία. Πιστεύουν μάλιστα, ότι μόνο οι Έλληνες που αποδέχονται αυτά τα φώτα φωτίζονται. Ενώ ο Ρωμηός διακρίνει την επιστημονική πρόοδο των Ευρωπαίων, Αμερικανών και Ρώσων από τη θρησκεία και την αθεΐα τους και δέχεται να μιμείται την επιστημονική τους πρόοδο μόνο, ο Γραικύλος τους μιμείται σε όλα. Αυτό, επειδή ο Γραικύλος συγχέει την επιστημονική πρόοδο με τις θρησκευτικές ή αθεϊστικές πεποιθήσεις των ξένων και τους θεωρεί «προηγμένους» λαούς σε όλα. Αν και ο Ρωμηός δεν γνωρίζει την ιστορική και επιστημονική εξήγηση των αισθημάτων του, παρ' όλα αυτά διακρίνει σαφώς τη θρησκεία από την επιστημονική πρόοδο και γνωρίζει ότι ο ίδιος κατέχει τη θρησκευτική αλήθεια, αν και μαθαίνει την αλήθεια των θετικών επιστημών από αλλόθρησκους, οι οποίοι όμως δεν κατέχουν τη θρησκευτική αλήθεια. Ο Γραικύλος αντίθετα έχει την πεποίθηση ότι όποιοι κατέχουν αλήθειες των θετικών επιστημών, κατέχουν και τις αλήθειας της θρησκείας ή της αθεΐας. Από την απόψη τής θεολογίας και τής φιλοσοφίας, ο Ρωμηός αυτός είναι ο βέρος Ρωμηός και ο Γραικύλος βέρος Φραγκογραικός αφού και οι δύο αντιπροσωπεύουν τις παραδόσεις της Φραγκοσύνης και της Ρωμηοσύνης που κρατούν από το Μεσαίωνα, και ας μην είναι ειδήμονες που έχουν τριφτεί με τις θεολογικές και φιλοσοφικές διαφορές μεταξύ των δύο αυτών πολιτισμών. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο οι Ρωμαίοι Πατέρες διδάσκουν από την εμπειρία της θέωσης, δηλαδή της θεοπτίας, ότι μεταξύ του Θεού και των κτισμάτων δεν υπάρχει καμία ομοιότητα, αν και τα κτίσματα δημιουργήθηκαν από τον Θεό και εξαρτώνται από τον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι η περί Θεού αλήθεια και η περί τής φύσεως του σύμπαντος αλήθεια, δεν ταυτίζονται, αν και η μία εξαρτάται από την άλλη. Ο θεόπτης γνωρίζει τον Θεό. Ο φιλόσοφος ή ο επιστήμονας ερευνά τα κτίσματα. Ούτε ο φιλόσοφος, ούτε ο επιστήμονας μπορεί να έχει την περί Θεού γνώση του θεόπτη προφήτη, αποστόλου και αγίου, εφ’ όσον ο Θεός δεν μοιάζει με τίποτα από αυτά πού ερευνά μέσω της επιστημονικής του μεθόδου ή της φιλοσοφικής του φαντασίας. Αντίθετα ο θεόπτης μπορεί να είναι ή να γίνει επιστήμων, αλλά όχι όμως μέσω της θεοπτίας. Ο θεόπτης γνωρίζει πώς να ετοιμάσει τους ανθρώπους για τη θεοπτία. Ο επιστήμων γνωρίζει πώς να διδάξει την επιστημονική του μέθοδο στους μαθητές του. Ο θεόπτης μπορεί να γνωρίζει τον τρόπο έρευνας των φυσικών φαινομένων, όχι όμως από τη θεοπτία, αλλά από τον επιστήμονα. Και ο επιστήμων μπορεί να γίνει θεόπτης, αλλά όχι μέσω της επιστήμης του, αλλά μόνο μέσω του θεόπτη. Ο θεόπτης μπορεί να είναι κατά κόσμον εγγράμματος ή αγράμματος. Ο επιστήμων μπορεί να είναι κατά Θεόν εγγράμματος ή αγράμματος. Ο θεόπτης είναι θεόπνευστος και μιλάει απλανώς περί Θεού και οδηγεί αλαθήτως προς τον Θεό, αλλά δεν είναι αλάθητος σε θέματα που αφορούν τις θετικές και άλλες επιστήμες, περί των οποίων μπορεί να γνωρίζει μόνο όσα γνωρίζουν οι σύγχρονοί του επιστήμονες. Ο επιστήμονας όμως, μπορεί να συγχέει τα περί της φύσεως του κόσμου πορίσματά του με τις περί Θεού απόψεις του και να λέει ανεύθυνα πράγματα, αλλά μόνο φιλοσοφώντας, εφ’ όσον ξεφεύγει από την αυστηρή του επιστημονική μέθοδο. Παρομοίως και ο «θεολόγος» μπορεί να ισχυρίζεται επιστημονικές ανοησίες, αλλά μόνο φιλοσοφώντας, εφ’ όσον ξεφεύγει από την αυστηρή θεολογική μέθοδο των θεοπτών. Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν την ίδια περίπου περιφρόνηση προς τη φιλοσοφία, η οποία παρατηρείται σήμερα στις θετικές επιστήμες. Ακριβώς, επειδή γνώριζαν ότι μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει καμία ομοιότητα, παραδέχονταν ως τη μόνη απλανή γέφυρα στην περί Θεού γνώση, τον θεόπτη προφήτη, Απόστολο και άγιο, και ουδέποτε την φαντασία του φιλοσόφου. Δηλαδή η θεολογία της Ρωμαιοσύνης βασίζεται αποκλειστικά στην εμπειρία της θέωσης ή της θεοπτίας των θεουμένων. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται η καταπληκτική ενότητα και ταυτότητα στη θεολογία των Πατέρων της Ρωμηοσύνης. Αυτοί που έχουν την ίδια περί Θεού εμπειρία έχουν την ίδια Θεολογία, και δεν τη συγχέουν με τις φαντασιώσεις των φιλοσόφων και με τις γνώσεις περί τής φύσεως του κόσμου. Έτσι η Ρωμηοσύνη καθόλου δεν θίγεται από τη σύγχρονη επιστημονική πρόοδο, αλλά απεναντίας ενισχύεται, αφού οι σταθερές Ιστορικές απόψεις της γύρω από την ανυπαρξία των φιλοσοφικών μεταφυσικών συστημάτων αποδείχθηκαν πλέον ορθές. Όμως η Φραγκοσύνη, επειδή παρασύρθηκε από τον Αυγουστίνο, αποδέχθηκε ως φορέα της βασικής αλήθειας του Χριστιανισμού τον Πλάτωνα. Όταν ο Πλάτωνας υπέκυψε τον ιγ' αιώνα στην Φραγκία, στον Αριστοτέλη που έγινε γνωστός από τους Άραβες της Ισπανίας, έγινε σχετική αναπροσαρμογή της φραγκικής θεολογίας, για να διασωθεί. Αλλά με την εμφάνιση του κάθε νέου φιλοσοφικού ρεύματος αναγκαζόταν η Φραγκοσύνη να αμύνεται, υποστηρίζοντας τα αριστοτελικά της θεμέλια. Ο συνδυασμός αυτός μεταξύ της φραγκικής θεολογίας και του Αριστοτέλη, πήρε τον κατήφορο από τον ιδ' αιώνα και γελοιοποιήθηκε, όταν οι Φράγκοι θεολόγοι χρησιμοποίησαν την αυθεντία του Αριστοτέλη, για να αποδείξουν εσφαλμένα τα ευρήματα των Κοπέρνικου (1473 - 1543), Ιορδάνου Μπρούνο (1548 - 1600), Γαλιλαίου (1564 - 1642) κλπ. Τον Μπρούνο μάλιστα, τον καταδίκασε η φραγκική εκκλησία στη Ρώμη, σε θάνατο δια πυρός, επειδή τόλμησε να διαφωνήσει φιλοσοφικά και επιστημονικά με τον Αριστοτέλη και μεταξύ των άλλων να συμφωνήσει με τον Κοπέρνικο ότι η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο και όχι ο ήλιος γύρω από τη γη. Ο Γαλιλαίος σώθηκε από παρόμοια θανατική ποινή, επειδή φοβήθηκε και δήλωσε μετάνοια και ανάκληση των θεωριών του Κοπέρνικου, τις οποίες είχε αποδείξει σωστές, μέσω τών τηλεσκοπίων του, που τελειοποίησε και κατασκεύασε. Στις βάσεις του προβλήματος περί των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικού δόγματος και επιστημονικής αλήθειας στην Φραγκία ήταν η αφελής ταύτιση τής περί Θεού αληθείας από τους αγράμματους Φράγκους τού Μεσαίωνα, με την ανυπόστατη μεταφυσική του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, και της αντίληψής τους για τη φύση. Δηλαδή πίστεψαν όπως οι φιλόσοφοι, ότι η αλήθεια των φυσικών φαινομένων και η αλήθεια περί του Θεού είναι μία ενιαία αλήθεια, ώστε μέσω των αληθειών της φύσεως οδηγείται κανείς στις αλήθειες περί τής ουσίας του Θεού. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με μία αφελή θεωρία ότι ο Θεός υπαγόρευσε τις λέξεις της Αγίας Γραφής στις γλώσσες που δήθεν δημιουργήθηκαν απ' Αυτόν, (δες π. χ. Δάντε) [180] και με μία μυθική κοσμοθεωρία περί κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός κάτω από την επιφάνεια της γης και περί παραδείσου στον ουρανό (δες πάλι π.χ. Δάντε) [181] κατέστησαν γελοία την Φραγκοσύνη μπροστά στα αλλεπάλληλα ευρήματα των θετικών και ιστορικών επιστημών. Τελικά η εμπειρική γνωσιολογία του Διαφωτισμού και η περί εξελίξεως των ειδών θεωρία έδωσαν τα καίρια πλήγματα στη λατινική και Προτεσταντική Θεολογία του παρελθόντος και έτσι έπεσαν άδοξα και οι βάσεις της παλαιάς ευρωπαϊκής αντίληψης περί νόμου, ηθικής και αλήθειας. Το τραγικό είναι ότι οι μη γνωρίζοντες πλέον τη ρωμηοσύνη, που επίσης συγχέουν την Ορθοδοξία με τις θρησκευτικές παραδόσεις των Ευρωπαίων, νομίζουν ότι, ό,τι ισχύει κατά ή υπέρ του ευρωπαϊκού Χριστιανισμού, ισχύει και κατά ή υπέρ της Ορθοδοξίας. Σε αυτό συντελεί και το γεγονός ότι η θεολογία των Νεογραικών, (όπως και όλα τα άλλα των Νεογραικών), είναι δάνεια ή κατ’ ευθείαν από την Ευρώπη ή μέσω των φραγκευμένων Ρώσων. Ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Σημειώσεις 180. De Vulgari Eloquentia, I, 6. Δες Ρωμαίων Πατέρων απόψεις στο έργο μου: "Δογματική και Συμβολική Θεολογία", Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 168-185. 181. Divina Comedia, έκφραση ποιητική της θεολογίας του Θωμά Ακινάτου. Δες: A. J. Butler και E.G. Gardner, Dante, EB, VII, 39 και εξής. |
Δημιουργία αρχείου: 16-8-2011.
Τελευταία ενημέρωση: 16-8-2011.