Ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ
παρατηρεί ότι την αλήθεια μπορούν να εκφράσουν και λίγοι άγιοι, δηλαδή η
μειοψηφία και όχι απλώς η πλειοψηφία, καθώς επίσης ότι η αλήθεια μπορεί να
διατυπωθεί και άνευ συνόδου.
Γράφει:
«Την καθολικήν έμπειρίαν ημπορούν να εκφράσουν ακόμη και oι
ολίγοι, ακόμη και μεμονωμένοι ομολογηταί της πίστεως, και αυτό είναι αρκετόν.
Δια την ακρίβειαν, δια να ημπορέσωμεν να αναγνωρίσωμεν και να εκφράσωμεν την
καθολικήν αλήθειαν δεν χρειαζόμεθα καμμίαν οικουμενικήν, παγκόσμιον
συνάθροισιν και ψήφον ούτε ακόμη και οικουμενικήν σύνοδον. Η ιερά
αξιοπρέπεια της συνόδου δεν εξαρτάται από τον αριθμόν των μελών που
εκπροσωπούν τας Εκκλησίας των. Μία μεγάλη «γενική» σύνοδος θα ηδύνατο να
υποδειχθεί σύνοδος ληστών (latrocinium), η ακόμη και αποστατών. Και η «ecclesia
sparsa» συχνά την καταδικάζει δια την ακυρότητά της με σιωπηλήν αντίδρασιν.
Το πλήθος των επισκόπων (numerus episkoporum) δεν επιλύει το ζήτημα.
Αι ιστορικαί και
πρακτικαί μέθοδοι αναγνωρίσεως μιας ιεράς και καθολικής Παραδόσεως ημπορούν
να είναι πολλαί. Η σύγκλησις οικουμενικών συνόδων είναι μία μέθοδος, όχι
όμως και η μόνη. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν είναι ανάγκη να συγκαλώμεν
συνόδους και συνέδρια. Είναι όμως δυνατόν κατά την σύνοδον να εκφρασει
την αλήθειαν η μειοψηφία. Και το σπουδαιότερον, η αλήθεια ημπορεί να
αποκαλυφθεί και άνευ συνόδου. Αι γνώμαι των Πατέρων και των
οικουμενικών Διδασκάλων της Εκκλησίας έχουν συχνά μεγαλυτέραν πνευματικην
αξίαν και κατηγορηματικότητα από ό,τι οι ορισμοί ορισμένων συνόδων. Αυταί δε
αι γνώμαι δεν είναι ανάγκη να επιβεβαιωθούν και να γίνουν αποδεκταί με «οικουμενικήν
συγκατάθεσιν». Τουναντίον αύται μόναι των αποτελούν το κριτήριον και αυταί
δύνανται να το αποδείξουν. Περί αυτού ακριβώς μαρτυρεί η Εκκλησία δια
σιωπηλής «receptio». Αποφασιστικήν αξίαν έχει η εσωτερική καθολικότης, όχι η
εμπειρική οικουμενικότης. Αι γνώμαι των Πατέρων γίνονται δεκταί όχι ως
επίσημος υποταγή εις εξωτερικήν εξουσίαν, αλλά λόγω της εσωτερικής μαρτυρίας
της καθολικής αληθείας των. Ολόκληρον το σώμα της Εκκλησίας έχει το δικαίωμα
να επαληθεύει, και μάλιστα το δικαίωμα ή μάλλον το καθήκον να επιβεβαιώνει»
[18].
Η άποψη αυτή του π. Γεωργίου Φλορόφσκυ είναι σημαντική. Βέβαια πρέπει να
παρατηρηθεί ότι η Οικουμενική Σύνοδος έχει μεγάλο κύρος. Ο άγιος Νικόδημος ο
αγιορείτης παρατηρεί: «όθεν και παρά πάντων, ουχί η θεία Γραφή, αλλ’ η
Οικουμενική σύνοδος ανακηρύττεται ο έσχατος κριτής των Εκκλησιαστικών
υποθέσεων» [19].
Έτσι η Εκκλησία αποφασίζει για όλα τα θέματα συνοδικά. Αλλά αυτό πρέπει να
τονίζεται με δυο αναγκαίες διευκρινήσεις:
Η πρώτη διευκρίνηση είναι ότι η Εκκλησία είναι μια διαρκής Σύνοδος και η
Σύνοδος είναι η φωνή της Εκκλησίας. Τους πρώτους αιώνες η Εκκλησία υπήρχε
και λειτουργούσε κανονικά, χωρίς να υπάρχει ανάγκη συγκλήσεως Οικουμενικής
Συνόδου. Βέβαια έχουμε την Αποστολική Σύνοδο και άλλες τοπικές Συνόδους,
αλλά όχι Οικουμενικές, που έχουν μερικά
χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τις διακρίνουν από τις άλλες κατά τόπους
Συνόδους. Το γεγονός είναι ότι, όταν άρχισαν να παρουσιάζονται οι αιρέσεις
σε Χριστολογικό και Τριαδολογικό επίπεδο, τότε χρειάσθηκε να συγκληθεί η
Σύνοδος και να αποφασίσει. Και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων δεν
αποκαλύπτουν την αλήθεια, αλλά την εκφράζουν. Δηλαδή η αλήθεια που ζει και
βιώνει η Εκκλησία από την Πεντηκοστή δια των Οικουμενικών Συνόδων
εκφράζεται, λόγω της υπάρξεως αιρετικής διδασκαλίας. Αν δεν υπήρχαν
αιρετικές διδασκαλίες δεν θα υπήρχε ανάγκη συγκλήσεως Οικουμενικών Συνόδων.
Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν θα υπήρχε η αλήθεια.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι αυτό που γράφει ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ και
αναφέραμε πιο πάνω ότι «αι γνώμαι των Πατέρων και των Οικουμενικών
Διδασκάλων της Εκκλησίας έχουν συχνά μεγαλυτέραν πνευματικήν αξίαν και
κατηγορηματικότητα από ό,τι οι ορισμοί ορισμένων συνόδων. Αύται δε αι γνώμαι
δεν είναι ανάγκη να επιβεβαιωθούν και να γίνουν αποδεκταί με «οικουμενικήν
συγκατάθεσιν». Τουναντίον αυταί μόναι των αποτελούν το κριτήριον και αυταί
δύνανται να το αποδείξουν».
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι βασίσθηκαν όχι απλώς στην πλειοψηφία, αλλά στις
μεγάλες Πατερικές μορφές. Στην Α' Οικουμενική Σύνοδο σπουδαίο ρόλο
διαδραμάτισε η θεολογία τού Μ. Αθανασίου. Στην Β' η θεολογία τού Μ.
Βασιλείου, τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Στην Γ' Οικουμενική Σύνοδο σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε ο άγιος Κύριλλος
Αλεξανδρείας. Στην Στ' ελήφθη σοβαρώς υπ' όψη η θεολογία τού αγίου Μαξίμου
τού Ομολογητού και στην Ζ' η θεολογία τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού. Η
θεολογία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά υπήρχε η υποδομή όλης της θεολογίας
των Συνόδων 1341, 1347, 1351. Έτσι οι μεγάλοι αυτοί Πατέρες υπήρξαν απλανείς
και πριν από την Σύνοδο και μετά από αυτήν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας» υπάρχει ειδική
παράγραφος στην οποία μνημονεύονται όλοι οι υπέρμαχοι της αληθείας και οι
αληθινοί διδάσκαλοι της Εκκλησίας. «Γρηγορίου τού αγιωτάτου μητροπολίτου
Θεσσαλονίκης, του συνοδικώς επ' εκκλησίας μεγάλης Βαρλαάμ τε και Ακίνδυνον,
τους αρχηγούς και εφευρετάς των καινών αιρέσεων καθελόντος... κατά τας θείας
Γραφάς, και δη και τους θεολόγους εξηγητάς τούτων ανακηρύξαντος, Αθανάσιόν
φημι και Βασίλειον, Γρηγόριον και Ιωάννην τον Χρυσορρήμονα, Κύριλλόν τε προς
τούτοις και Μάξιμον τον σοφόν και τον εκ Δαμασκού Θεορρήμονα... αιωνία η
μνήμη» [20].
Έτσι η αξία των θεοπνεύστων και απλανών διδασκάλων της Εκκλησίας είναι
μεγάλη. Γι' αυτό στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας» επανειλημμένα χρησιμοποιείται
η φράση «κατά τας των άγιων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας
ευσεβές φρόνημα». Πιστεύουμε ότι οι μεγάλοι Πατέρες
που έφθασαν στον φωτισμό και την θέωση έδωσαν κύρος στις Οικουμενικές
Συνόδους και όχι οι Οικουμενικές Σύνοδοι στους Πατέρας.
Αυτό φαίνεται από όλα τα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων. Θα αναφέρω
μερικά πρόχειρα παραδείγματα:
Στην Γ' επιστολή τού αγίου Κυρίλλου προς τον Νεστόριον λέγονται και τα
ακόλουθα: «Επόμενοι δε πανταχή ταις των αγίων πατέρων ομολογίαις, αις
πεποίηνται, λαλούντος εν αυτοίς τού Αγίου Πνεύματος...»
[21].
Σε επιστολή τού αγίου Κυρίλλου προς τον Ιωάννη τον Αντιοχείας λέγεται:
«...μη μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου, ου γαρ ήσαν αυτοί οι
λαλούντες, αλλά το Πνεύμα τού Θεού και Πατρός...»
[22]. Στους αγίους Πατέρας
ενεργούσε το Πανάγιο Πνεύμα και αυτό τους καθοδηγούσε «εις πάσαν την
αλήθειαν».
Στον «όρο πίστεως» της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου περιλαμβάνονται και τα
ακόλουθα: «...την δε απλανή των Πατέρων ανανεωσάμενοι πίστιν...»
[23]. Επίσης δίδεται η
βεβαιότητα ότι οι Πατέρες της Συνόδου αυτής ακολουθούν την διδασκαλία των
προηγουμένων αγίων Πατέρων: «Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν...»
[24].
Έτσι η Οικουμενική Σύνοδος ακολουθεί τους Πατέρας που η Εκκλησία ανέδειξε
και καθιέρωσε ως απλανείς διδασκάλους. Οι Πατέρες είναι οι προηγούμενοι και
η Σύνοδος είναι η επόμενη. Πολλές φορές συναντούμε την φράση αυτή: «Πανταχού
τοις των αγίων Πατέρων όροις επόμενοι»
[25]. Και βέβαια πριν από κάθε Οικουμενική Σύνοδο γινόταν
μεγάλη προεργασία και τελικά οι Πατέρες ανακήρυσσαν τους όρους, σύμφωνα με
την διδασκαλία του απλανούς Πατρός.
Στον «όρο πίστεως» της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου λέγεται: «Όθεν η καθ' ημάς
αγία και οικουμενική Σύνοδος, την από τίνων και ώδε χρόνων της δυσσεβείας
πλάνην πόρρωθεν απελάσασα, και τη των αγίων και εγκρίτων Πατέρων απλανώς
ευθεία τρίβω κατακολουθήσασα...» [26].
Επίσης στον «όρο πίστεως» της ιδίας Συνόδου λέγεται ότι ακολουθεί (η
Σύνοδος) την διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων. Ενώ
μπορούσε να αναφέρει μόνον τις αποφάσεις, τους όρους των Οικουμενικών
Συνόδων, εν τούτοις αναγράφει και τους αγίους Πατέρας: «Επομένη τε ταις τε
αγίαις και οικουμενικαίς πέντε Συνόδοις και τοις αγίοις και εγκρίτοις
Πατράσι και συμφώνως ορίζουσα, ομολογεί...»
[27].
Μέσα στο πνεύμα αυτό πρέπει να δούμε και τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής
Συνόδου. Τονίζεται στην Σύνοδο αυτήν η μεγάλη άξια της διδασκαλίας των αγίων
Πατέρων, αφού αυτοί κατευθύνονται από τον Χριστό και το Πανάγιο Πνεύμα «εις
πάσαν την αλήθειαν». Γράφεται: «Την τού Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
εκπληρούντες θείαν πρόσταξιν οι άγιοι Πατέρες ημών, τον παρ' αυτού δοθέντα
αυτοίς λύχνον της θείας γνώσεως ουχ υπό τον μόδιον έκρυψαν, αλλ' επί την
λυχνίαν ανέθηκαν της ωφελιμωτάτης διδασκαλίας, ίνα λάμψη πάσι τοις εν τη
οικία, τουτέστι τοις εν τη Καθολική Εκκλησία υμνηθείσι... Αυτοί γαρ πάσαν
πλάνην αιρετικών εξωθούσι, και το σεσηπός μέλος, είπως ανίατα νοσεί,
εκκόπτουσι...» [28]
Έτσι οι άγιοι Πατέρες απέκτησαν με την κοινωνία τους με τον Θεό την θεία
γνώση και την ομολόγησαν στην Εκκλησία σε συνοδικές εκφράσεις. Γι' αυτό οι
άγιοι Πατέρες της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου και πάλι ομολογούν: «Ημείς δε κατά
πάντα των αυτών θεοφόρων πατέρων ημών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες,
κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδία, μηδέν προστιθέντες, μηδέν
αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις
στηριζόμεθα· ούτως ομολογούμεν, ούτως διδάσκομεν, καθώς αι αγίαι και
οικουμενικαί έξ σύνοδοι ώρισαν και εβεβαίωσαν».
[29]
Είναι πολύ σημαντικό ότι οι Πατέρες της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου παραδέχονται
όλες τις προφητικές φωνές: «Ασπαζόμεθα δε και τας κυριακάς και αποστολικάς
και προφητικάς φωνάς... πρώτα μεν την κυρίως και αληθώς Θεοτόκον... τας τε
αγίας και αγγελικάς δυνάμεις, τους τε μακάριους και πανευφήμους αποστόλους,
προφήτας τε τους ενδόξους, και τους καλλινίκους και υπέρ Χριστού αθλήσαντας
μάρτυρας, και τους αγίους και θεοφόρους διδασκάλους, και πάντας τους οσίους
άνδρας· και εξαιτείσθαι τας τούτων πρεσβείας, ως δυναμένας ημάς οικειώσαι τω
παμβασιλεί των όλων Θεώ... Ταύτα ούτω φρονείν εδιδάχθημεν και εβεβαιώθημεν
παρά τε των αγίων Πατέρων ημών και της αυτών θεοπαραδότου διδασκαλίας»
[30].
Πρέπει να παρατεθεί και η πίστη των Πατέρων της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου
879-880 επί μεγάλου Φωτίου, που θεωρείται Οικουμενική
[α], σχετικά με τον Φώτιο για
τον οποίον λέγουν: «Η αγία σύνοδος εξεβόησεν ημείς τω αγιωτάτω ημών δεσπότη
και οικουμενικώ πατριάρχη (Φωτίω), οι μεν απ' αρχής όντες ηνωμένοι, ουδέποτε
διέστημεν, αλλά και τα αίματα ημών προθύμως υπέρ αυτού εκχέαι τοις
βουλομένοις ταύτα ζητείν εν ετοίμω γεγόναμεν».
[31]
Αυτό δείχνει και ό,τι ανωτέρω αναφέραμε, ότι οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες,
που έλαβαν την θεία γνώση από τον Θεό, είναι η πνευματική υποδομή της
Οικουμενικής Συνόδου. Όποιος δεν πορεύεται «κατά τας θεοπνεύστους των αγίων
θεολογίας και το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας», όποιος δεν παραδέχεται τον
άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και «τους αυτώ συνάδοντας μοναχούς» «ως
ασφαλέστατους της Εκκλησίας και της ευσεβείας προμάχους και πρωταγωνιστάς
και βοηθούς ταύτης» και μάλιστα όσοι γράφουν και λέγουν εναντίον τού αγίου
Γρηγορίου τού Παλαμά και των ησυχαστών, καθυποβάλλονται στο επιτίμιο τού
αφορισμού: «Αλλά και ει τις έτερος των απάντων τα αυτά ποτέ φωραθείη ή
φρονών ή λέγων ή συγγραφόμενος κατά τού ειρημένου τιμιωτάτου ιερομόναχου
κυρού Γρηγορίου τού Παλαμά και των συν αυτώ μοναχών, μάλλον δε κατά των
ιερών θεολόγων και της Εκκλησίας αυτής, τα αυτά και κατ' αυτού ψηφιζόμεθα
και τη αυτή καταδίκη καθυποβάλλομεν, είτε των ιερωμένων είη τις, είτε των
λαϊκών». [32]
Από αυτά φαίνεται καθαρά ότι οι άγιοι Πατέρες και η διδασκαλία τους
προηγούνται και η Σύνοδος ακολουθεί. Το θεολογικό υπόβαθρο της
Οικουμενικής Συνόδου είναι η θεολογία των αγίων Πατέρων που έφθασαν στον
φωτισμό και την θέωση. Οι ίδιες οι Οικουμενικές Σύνοδοι ανακηρύσσουν τους
αγίους Πατέρας ως υπερμάχους της πίστεως, αλάθητους, θεοπνεύστους, απλανείς
και θεοφόρους διδασκάλους τους οποίους οι Χριστιανοί πρέπει να ακολουθούν,
γιατί αυτοί ερμηνεύουν απλανώς την Αποκάλυψη την όποια δέχθηκαν από τον Θεό.
Οι άγιοι Πατέρες, που έφθασαν στην θέωση, απέκτησαν την γνώση τού Θεού. Αλλά
αυτό δεν σημαίνει ότι απαραιτήτως διαθέτουν ίδιες εκφράσεις για την
διατύπωση της ίδιας προσωπικής πείρας. Η διαφοροποίηση της εκφραστικής
διατυπώσεως οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Πάντως, όταν οι άγιοι Πατέρες,
οι διαθέτοντες την ίδια εμπειρία, συναντηθούν σε Οικουμενική Σύνοδο, τότε
συμφωνούν μεταξύ τους. Γράφει χαρακτηριστικά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης: «Ούτε η
έλλαμψη ούτε ο δοξασμός μπορούν να ιδρυματοποιηθούν. Η ταυτότητα αυτής της
εμπειρίας ελλάμψεως και δοξασμού μεταξύ των χαρισματούχων, που έχουν αυτές
τις καταστάσεις, δεν επιβάλλει κατά ανάγκη ταυτότητα δογματικής εκφράσεως,
ιδιαίτερα όταν οι χαρισματούχοι αυτοί είναι γεωγραφικά απομακρυσμένοι επί
μακρά χρονικά διαστήματα. Πάντως, όταν συναντώνται, εύκολα συμφωνούν για την
ομοιομορφία της δογματικής διατυπώσεως της ταυτόσημης εμπειρίας των. Μεγάλη
ώθηση προς ταυτόσημη δογματική έκφραση δόθηκε την εποχή, που η χριστιανοσύνη
έγινε επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ικανοποίησε την ανάγκη
του κράτους να διακρίνει τους γνήσιους θεραπευτές από τους ψευδοϊατρούς, με
τον ίδιο τρόπο, που οι κυβερνητικές υπηρεσίες έχουν την ευθύνη να διακρίνουν
τα γνήσια μέλη του ιατρικού επαγγέλματος, από τους κομπογιαννίτες και τους
σφετεριστές της ιατρικής επιστήμης, για την προστασία των υπηκόων τους».
[33]
Από αυτό γίνεται φανερό
ότι προηγείται η απόκτηση της θεογνωσίας, ο δοξασμός και η θέωση των
άγιων Πατέρων, ενώ η διατύπωση αυτής της εμπειρίας γίνεται με την εμφάνιση
των αιρετικών. Επίσης γίνεται φανερό ότι οι
άγιοι Πατέρες, συμμετέχοντες σε Οικουμενικές Συνόδους, επιβεβαίωσαν αυτήν
την γνώση και την εξέφρασαν ταυτόσημα. Ακόμη γίνεται φανερό ότι
οι Οικουμενικές Σύνοδοι έγιναν για να ξεχωρίσουν τους ακολουθούντας την
Ορθόδοξη Παράδοση, που είναι κατά βάση ησυχαστική, από τους ακολουθούντας
την δυτική παράδοση που είναι κατά βάση ορθολογιστική.