Ψυχικός, Σαρκικός και Πνευματικός // Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής // Τα ζεύγη: Ψυχή-Σώμα και Σάρκα-Πνεύμα // Το σφάλμα του "Τριμερούς" του ανθρώπου // Η ταυτότητα των όρων "ψυχή" και "πνεύμα" στην Αγία Γραφή // Διδάσκει ο Εκκλησιαστής τον θνητοψυχισμό;
Περί του Σώματος ως σκήνους της
ψυχής
Ένα ρούχο που ξεντυνόμαστε Μιχάλης Μαυροφοράκης
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής
Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄
Βιβλικού και των συνεργατών του.
|
Ομιλία Νο 36. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ).
(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 19-6-1992).
Ακούστε την από την ΟΟΔΕ σε ηχητικό αρχείο ΜΡ3
1. Σύνδεση με προηγούμενες μελέτες Σε προηγούμενες μελέτες στρέψαμε το ενδιαφέρον μας στο ζήτημα της ψυχής του ανθρώπου και πιο συγκεκριμένα στη χρήση αυτής της λέξης από τους συγγραφείς της Αγ. Γραφής. Αυτό το κάναμε για 4 κυρίως λόγους: 1. Για να αποκτήσουμε λίγο βαθύτερη και εγκυρότερη κατανόηση αυτού του βασικού δόγματος της πίστεώς μας 2. Για να διαπιστώσουμε την ουσιαστική ταυτότητα των διδασκαλιών της Εκκλησίας μας και της Αγ. Γραφής και στο ζήτημα αυτό, 3. Για να δούμε τις βαθύτερες προεκτάσεις του περί ψυχής δόγματος και τη σχέση του με το ζήτημα της αναστάσεως και γενικότερα της σωτηρίας, και 4. Για να αναιρέσουμε και να εκθέσουμε και από αυτή την εκπομπή τις αντίθετες διδασκαλίες, περί δήθεν ανύπαρκτης και θνητής ψυχής, ως τελείως αντιγραφικές και αντιχριστιανικές, και να καλέσουμε όσους έχουν πέσει θύματα αυτής της αιρετικής κακοδοξίας, (όπως για παράδειγμα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά), να την απορρίψουν ολοκληρωτικά, αφού βεβαίως πρώτα εξετάσουν με φόβο Θεού και με προσοχή τα συντριπτικά και συγκλονιστικά στοιχεία γι’ αυτό το θέμα. Μέχρι τώρα, είδαμε με αρκετή λεπτομέρεια, ότι η λέξη «ψυχή», δεν απαντάται στην Αγία Γραφή με μία μόνο έννοια, όπως τελείως εσφαλμένα, αλλά με πάθος και πείσμα διακηρύττουν οι αιρετικοί, αλλά με πάρα πολλές σημασίες. Είναι δηλαδή ένας όρος πολυσήμαντος. Και κάθε φορά που την απαντούμε στα ιερά κείμενα, πρέπει με διάκριση, και φυσικά με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, του Παρακλήτου που έχει δοθεί στην Εκκλησία, να την ερμηνεύουμε αναλόγως. Είδαμε λοιπόν, ότι ενώ χρησιμοποιείται για να αποδώσει γενικά τη ζωή στους ανθρώπους και στα ζώα, στην περίπτωση των ανθρώπων, χρησιμοποιείται ως συνώνυμη του Πνεύματος, προκειμένου να προσδιορίσει το αόρατο και ουσιαστικότερο συστατικό του ανθρώπου, και που μαζί με το χωματένιο σώμα, αποτελούν τον όλο άνθρωπο. Η ψυχή λοιπόν, κατά την Αγ. Γραφή, εκτός από την έννοια της ζωής, του ατόμου, και πολλών άλλων, που χρησιμοποιούνται εξ ίσου, και για τον άνθρωπο και για τα ζώα, κατ’ εξαίρεσιν στην περίπτωση του ανθρώπου, χρησιμοποιείται για να δηλώσει το αόρατο, κτιστό, και βεβαίως προσωπικό συστατικό του ανθρώπου. Αυτό το αόρατο και νοερό συστατικό, είναι ο κυρίως φορέας της ενσυνειδήτου προσωπικότητος, ζωογονεί το σώμα, και όταν το σώμα πεθάνει, και επιστρέψει στη γη για να διαλυθεί, αυτό δεν παύει να υπάρχει, ούτε εξαφανίζεται και εκμηδενίζεται, όπως κακόδοξα ισχυρίζονται οι αιρετικοί, αλλά επιβιώνει, και αναμένει την επανένωσή του με το νέο, άφθαρτο και αθάνατο σώμα, που θα δοθεί σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, κατά τη γενική ανάσταση των νεκρών, κατά τη 2η Παρουσία. Έχουμε δει λοιπόν με αρκετή λεπτομέρεια, τις πάμπολες αναφορές της Αγ. Γραφής πάνω σε αυτά τα δύο συστατικά που απαρτίζουν τον άνθρωπο, και τα οποία άλλοτε εκφράζονται ως «σώμα και ψυχή», και άλλοτε ως «σαρξ και πνεύμα», χωρίς βεβαίως να λείπουν και συνδυασμοί, όπως «σαρξ και ψυχή», και «σώμα και πνεύμα».
2. Το σώμα ως σκήνωμα Ήδη στην προηγούμενη εκπομπή, αρχίσαμε να βλέπουμε μια νέα κατηγορία εδαφίων, η οποία κάνει ακόμα πιο εμφανή τη Βιβλική διδασκαλία περί της ψυχής των ανθρώπων, και δείχνει πως αυτή εναρμονίζεται πλήρως και απόλυτα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ενώ εκθέτει τις αντίθετες διδασκαλίες, ως αιρετικές. Αυτή η κατηγορία εδαφίων, περιγράφει την ψυχή του ανθρώπου, σαν τον κυρίως άνθρωπο. Ενώ το φθαρτό σώμα του, σαν την προσωρινή κατοικία της ψυχής. Ωστόσο όμως, ακόμα και αυτό, το άφθαρτο και αθάνατο σώμα που θα λάβουν όλοι οι άνθρωποι κατά την ανάσταση, περιγράφεται στην Αγία Γραφή, ως κατοικία και οικοδομή. Εννοείται βεβαίως, πως η κατοικία, δεν ταυτίζεται με αυτόν που κατοικεί μέσα σ’ αυτήν, και ο ένοικος έχει μεγαλύτερη αξία από την κατοικία του. Με αυτό το θέμα θα συνεχίσουμε και σήμερα, παρακολουθώντας αυτή τη διδασκαλία της Εκκλησίας, μέσα από πολλά χωρία της Αγίας Γραφής. Ας μας επιτρέψετε όμως, πριν ξεκινήσουμε με νέες μαρτυρίες, να διαβάσουμε πάλι το πολύ σημαντικό χωρίο, του 5ου κεφαλαίου της Β΄ Προς Κορινθίους Επιστολής, που σχετίζεται άμεσα με το θέμα μας. «Οίδαμεν γαρ ότι εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοίς. 2 και γαρ εν τούτω στενάζομεν, το οικητήριον ημών το εξ ουρανού επενδύσασθαι επιποθούντες, 3 ει γε και ενδυσάμενοι ου γυμνοί ευρεθησόμεθα. 4 και γαρ οι όντες εν τω σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι εφ' ω ου θέλομεν εκδύσασθαι, αλλ’ επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής. 5 ο δε κατεργασάμενος ημάς εις αυτό τούτο Θεός, ο και δούς ημίν τον αρραβώνα του Πνεύματος. 6 Θαρρούντες ουν πάντοτε και ειδότες ότι ενδημούντες εν τω σώματι εκδημούμεν από του Κυρίου· 7 δια πίστεως γαρ περιπατούμεν, ου δια είδους· -8 θαρρούμεν δε και ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι εκ του σώματος και ενδημήσαι προς τον Κύριον. 9 διο και φιλοτιμούμεθα, είτε ενδημούντες είτε εκδημούντες, ευάρεστοι αυτώ είναι. 10 τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν». (Β΄ Κορινθ. 5/ε: 1-10). Σ’ αυτό το πολύ σημαντικό χωρίο για την περί ψυχής διδασκαλία, ο απόστολος μας φανερώνει ρητά, και με σαφήνεια, τα εξής: 1. Το σώμα του ανθρώπου, είτε αυτό το φθαρτό και θνητό και προσωρινό, είτε το μελλοντικό άφθαρτο και αθάνατο και αιώνιο, που θα λάβουμε κατά την ανάσταση, ο απόστολος το χαρακτηρίζει σαν κατοικία. Μάλιστα, αυτό το φθαρτό και προσωρινό σώμα, το ονομάζει: «σκήνος» (εδ. 1,5). Δηλαδή, «σκηνή». Διότι όπως η σκηνή είναι μια προσωρινή κατοικία, που καταλύεται και γκρεμίζεται εύκολα, έτσι και αυτό το θνητό σώμα. Αντίθετα, το μελλοντικό, άφθαρτο και αιώνιο σώμα, το ονομάζει «οικοδομή» και «οικητήριο» (εδ. 1,2), που δηλώνει σπίτι καλά θεμελιωμένο, και μόνιμο σαν κατοικία. Αν ο άνθρωπος δεν ήταν τίποτα άλλο από το σώμα του, όπως ισχυρίζονται όσοι δεν παραδέχονται την ύπαρξη νοεράς και αόρατης ψυχής, άραγε ο Παύλος θα εκφραζόταν με αυτό τον τρόπο; Θα χαρακτήριζε το σώμα σαν κατοικία; Κατοικία ποιου πράγματος; Γιατί όλοι γνωρίζουμε, ότι στην κατοικία κάποιος κατοικεί. Ποιος είναι λοιπόν αυτός που κατοικεί στην κατοικία του σώματος, την προσωρινή ή την αιώνια; Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να απαντήσουμε, ότι ο κάτοικος του σώματος, είναι η ψυχή. Διότι όπως έχουμε διαπιστώσει και από άλλα χωρία της Αγίας Γραφής, αυτό είναι το δεύτερο, αλλά και πιο ουσιαστικό συστατικό του ανθρώπου. Αυτό όμως δηλώνει έμμεσα εδώ και ο απόστολος, διαχωρίζοντας τον κυρίως εαυτό του, από την κατοικία του. Ο κυρίως εαυτός του, που είναι και ο φορέας της προσωπικότητός του, δηλαδή το σώμα, αλλά ο κάτοικος, δηλαδή η ψυχή. Και για να κάνουμε πιο κατανοητό το ζήτημα, ας φέρουμε στο νου μας διάφορα παραδείγματα από την δημιουργία. Μερικά ζώα, διδάσκοντάς μας τρόπον τινά, φέρουν μαζί τους και την κατοικία τους. Όπως για παράδειγμα η χελώνα, το σαλιγκάρι, κλπ. Το καθένα από αυτά, προσδιορίζεται και από τα δύο συστατικά του. Δηλαδή, και την κατοικία του, αλλά κυρίως και το περιεχόμενό της. Όταν για παράδειγμα μιλούμε για τη χελώνα, δεν εννοούμε μόνο το σώμα της, αλλά ούτε και μόνο το καβούκι της. Το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο, που αποτελείται από την αόρατη λογική ψυχή, και από την κατοικία της, το σώμα. Και όπως τα ζώα που προαναφέραμε, συνδυάζουν δύο φύσεις σε μια ύπαρξη, τουτέστιν την φύση της νεκρής ύλης στην κατοικία τους, και την φύση των εμβίων στο εσωτερικό της, έτσι και ο άνθρωπος, μια βαθμίδα όμως παραπάνω. Όπως δηλαδή η χελώνα για παράδειγμα, συνδυάζει σε μια ύπαρξη την φύση της νεκρής ύλης στο καβούκι της, και την φύση των εμβίων όντων του εσωτερικού της σώματος, έτσι και ο άνθρωπος, σε μια ύπαρξη, συνδυάζει την φύση των εμβίων όντων στο σώμα του, (την κατοικία του), και την αόρατη και νοερά και λογική φύση των πνευματικών όντων, στον έσω άνθρωπο, δηλαδή την ψυχή του. Μάλιστα, για να προχωρήσουμε λίγο περισσότερο στην αναλογία, όπως η κατοικία αυτών των ζώων δεν είναι ανεξάρτητη αλλά κατά πολύ εξαρτημένη από τον κάτοικό της, έτσι και στον άνθρωπο, το σώμα δεν είναι ούτε αυθύπαρκτο, ούτε ανεξάρτητο, αλλά ζωογονείται και κατευθύνεται και καθοδηγείται από την ψυχή. Παρατηρούμε λοιπόν, πώς τα απλά και κατανοητά και αντιληπτά παραδείγματα της δημιουργίας, μπορούν να μας οδηγήσουν στην μερική κατανόηση του μυστηρίου της ανθρώπινης φύσεως.
3. Το σώμα ως ρούχο 2. Το δεύτερο σημείο που αξίζει να παρατηρήσουμε, σ’ αυτή την αποστολική περικοπή, είναι ότι το σώμα χαρακτηρίζεται ως «ένδυμα», δηλαδή σαν ένα ρούχο. Μια φορεσιά. Τον ίδιο χαρακτηρισμό, χρησιμοποιεί και ο Ιώβ, λέγοντας: «δέρμα και σάρκα με ενέδυσας» (Ιώβ 10/ι: 11). Δηλαδή, με έντυσες με δέρμα και σάρκα. Και σ’ αυτή την παροιμοίωση, ο απόστολος Παύλος, πάλι κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στο τωρινό φθαρτό σώμα, και στο μελλοντικό άφθαρτο, λέγοντας ότι όσο είμαστε σ’ αυτή τη ζωή, στενάζουμε από το βάρος αυτού του φθαρτού σώματος, και θέλουμε σαν το ρούχο, όχι τόσο να το βγάλουμε από πάνω μας, αλλά μάλλον να το αλλάξουμε, «να επενδυθούμε», δηλαδή να του προσθέσουμε κάτι. Και σαν προσθήκη και αλλαγή, ο απόστολος, εννοεί την αφθαρσία. Αυτή η μεταμόρφωση του σώματος, μας φέρνει στο νου μια άλλη μεταμόρφωση, που συμβαίνει στη φύση. Θα αντλήσουμε λοιπόν, άλλο ένα παράδειγμα, από το πλούσιο, και υπέροχο βιβλίο της δημιουργίας. Ας παρακολουθήσουμε από την αρχή, τη ζωή μιας κάμπιας. Όταν γεννιέται, σέρνεται στη γη, με ένα σώμα άσχημο και δυσκίνητο. Στη συνέχεια, κλείνεται σ’ ένα περίβλημα, και εισέρχεται σε μια περίοδο εξωτερικής απραξίας. Θα λέγαμε, παρατηρώντας την εξωτερικά, ότι αυτή η περίοδος μοιάζει με θάνατο, και το περίβλημα μοιάζει σαν φέρετρο για την κάμπια. Όμως σε δεδομένη στιγμή, αυτό το φέρετρο ανοίγει, και δεν βγαίνει πλέον η άσχημη και δυσκίνητη κάμπια, αλλά μια πανέμορφη πεταλούδα, που δεν σέρνεται στη γη, αλλά πετά στον ουρανό. Ωστόσο, παρ’ όλη την εξωτερική διαφορά, η κάμπια και η πεταλούδα, είναι η ίδια ύπαρξη. Ο ίδιος οργανισμός. Μόνο η εξωτερική εμφάνιση άλλαξε. Το ρούχο, η φορεσιά. Εσωτερικά, παραμένει ο ίδιος οργανισμός. Αυτό ακριβώς θέλει να μας πει και ο απόστολος. Αξίζει να σημειώσουμε, ότι η πεταλούδα παλαιότερα, λεγόταν «ψυχή», υποδηλώνοντας έτσι και τον παραλληλισμό της, ως κάποιο βαθμό, με το μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής, όπου αλλάζει και μεταμορφώνεται το σώμα, στο οποίο κατοικεί, με τη δύναμη του Θεού, κατά την ανάσταση. Πριν προχωρήσουμε όμως, πάλι θα θέλαμε να ρωτήσουμε όσους πλανώνται σε σχέση με το ζήτημα της ψυχής: «Εάν ο άνθρωπος είναι μόνο το σώμα του, γιατί ο Παύλος χαρακτηρίζει το σώμα σαν «ένδυμα», σαν ρούχο; Τι είναι αυτό που φοράει το ρούχο του σώματος, αν δεν είναι η ψυχή του ανθρώπου;» Μάλιστα, σε μια άλλη περίπτωση, ο Χριστός έλεγε, ότι «το σώμα, πλείον εστί το ενδύματος» (Ματθαίος 6/ς: 26). Δηλαδή, ότι το σώμα είναι πολυτιμότερο του ενδύματος που το καλύπτει. Έτσι και εδώ, αβίαστα συμπεραίνουμε, ότι ο απόστολος, με τους λόγους του αυτούς, αναφέρεται στην ψυχή του ανθρώπου, η οποία είναι σαφώς πολυτιμότερη από το ένδυμά της, δηλαδή το σάρκινο σώμα.
4. Εκδημία και ενδημία 3. Το τρίτο, και τελευταίο σημείο που θα αναφέρουμε για σήμερα, σε σχέση με το χωρίο αυτό, είναι οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος, είναι ο εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος για να περιγράψει αυτή την επίγεια ζωή, και τον θάνατο. Στους στίχους 6-9, χαρακτηρίζει την επίγεια ζωή, σαν «ενδημία εν σώματι», και το θάνατο, σαν «εκδημία εκ του σώματος, και ενδημία προς τον Κύριο». Τι σημαίνει άραγε αυτό; Είναι πολύ εύκολο να το καταλάβουμε, αν φέρουμε πάλι στο νου μας, ότι ο απόστολος λίγο πριν, ονόμαζε το ανθρώπινο σώμα σαν «σκηνή», σαν κατοικία της ψυχής. Όσο λοιπόν ο άνθρωπος ζει σ’ αυτή την ζωή, ενδημεί σ’ αυτό το σώμα. Δηλαδή, κατοικεί μέσα σ’ αυτή την σκηνή. Όταν πεθάνει, την εγκαταλείπει αυτή την σκηνή, ή με άλλα λόγια, «φεύγει», «εκδημεί» από το σώμα του. Ποτέ ο απόστολος, δεν θα χρησιμοποιούσε αυτό το ρήμα, το ρήμα «εκδημώ», που σημαίνει «φεύγω», «αναχωρώ» από έναν τόπο, «αποδημώ», εάν ο άνθρωπος, ως ύπαρξη εκμηδενιζόταν, εξαφανιζόταν κατά τον θάνατο. Σ’ αυτή την περίπτωση, τίποτα δεν θα έφευγε, αλλά ολόκληρος ο άνθρωπος, θα οδηγήτο στο μηδέν, στην ανυπαρξία. Όμως ο απόστολος, λέει ότι: «εκδημεί εκ του σώματος». Είναι φανερό πλέον, τι είναι αυτό που εκδημεί. Λέει για την ψυχή. Το δεύτερο συστατικό του ανθρώπου, που εγκαταλείπει το άψυχο πλέον σώμα κατά τη στιγμή του θανάτου και φεύγει. Γεννάται όμως το εύλογο ερώτημα, για το: «πού η ψυχή πηγαίνει;» Ο απόστολος, μας δίνει πάλι την απάντηση. Μας λέει, ότι «εκδημεί από το σώμα», και - τουλάχιστον για την περίπτωση των Χριστιανών που ευαρέστησαν τον Θεό – η ψυχή τους ενδημεί προς τον Κύριο. «ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι εκ του σώματος και ενδημήσαι προς τον Κύριον» (εδ. 8). Ενδημώ, σημαίνει «ζω στον τόπο μου, στο σπίτι μου, μαζί με τους δικούς μου». Έτσι λοιπόν και οι Χριστιανοί. Όμως μας λέει ο Παύλος, αναχωρούν από την προσωρινή τους κατοικία, το φθαρτό τους σώμα, και πηγαίνουν να ζήσουν μαζί με τον Κύριο, αναμένοντας φυσικά και την ανάσταση των σωμάτων τους, σε νέα κατάσταση αφθαρσίας, αθανασίας και δόξας. Και βέβαια, η ενδημία προς τον Κύριο, την Πηγή της Ζωής, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «εκμηδένιση», ως «ανυπαρξία», ως «σκοτάδι». Πώς λοιπόν μπορούν να ερμηνεύσουν αυτό το χωρίο, όσοι αιρετικά και κακόδοξα δεν παραδέχονται την ψυχή σαν το αόρατο και νοερό συστατικό της ανθρώπινης φύσεως, αλλά πεισματικά αρνούνται την ύπαρξή της, τυφλωμένοι από την πλάνη; Ποιος, ή τι, εκδημεί από το σώμα, και ενδημεί προς τον Κύριο κατά τον θάνατο, εάν ο άνθρωπος είναι μόνο σώμα; Τι είναι εκείνο που φεύγει, που αναχωρεί κατά το σώμα κατά την ώρα του θανάτου; Ποιος είναι ο ένοικος, που φεύγει από την κατοικία του σώματος; Τι είναι αυτό που χρησιμοποιεί το σώμα ως όργανο, ως μέσο για να επιτελέσει τις πράξεις, «αγαθές ή φαύλες», όπως λέει ο απόστολος στον στίχο 10; Είναι φανερό και ξεκάθαρο, σε οποιονδήποτε έχει μια στοιχειώδη καθαρότητα του νου, και που δεν τον έχει σκοτίσει με την πλάνη της αιρέσεως, ότι ο ένοικος του σώματος, που δι’ αυτού πράττει τα έργα, που φεύγει απ’ αυτό κατά την ώρα του θανάτου, και που αναχωρεί προς τον Κύριο, δεν είναι άλλος από την ψυχή, που είναι και ο κυρίως άνθρωπος, ο φορέας της προσωπικότητας και συνειδητότητας.
5. Το σώμα ως σκηνή σε άλλα χωρία της Αγίας Γραφής Είδαμε λοιπόν τον απόστολο Παύλο να ονομάζει το σώμα του ανθρώπου «κατοικία», και ιδιαίτερα τούτο το φθαρτό και προσωρινό σώμα «σκήνος», δηλαδή «σκηνή». Εννοείται, ότι ο κάτοικος αυτής της σκηνής, δεν είναι άλλος από την ψυχή του ανθρώπου. Μάλιστα, λέει, εκφράζοντας ένα γενικό αίσθημα όλων των Χριστιανών, ότι «οι όντες εν τω σκήνει, στενάζομεν βαρούμενοι» (εδ. 4). Δηλαδή, με άλλα λόγια, λέει ότι εμείς που ζούμε μέσα σ’ αυτή τη σκηνή του σώματος, στενάζουμε από το υπερβολικό βάρος της. Και σαν βάρος, εννοεί τις θλίψεις της σάρκας, τις ασθένειες, τη φθορά, αλλά και τις φροντίδες για τη διατήρησή της, και κυρίως την τάση της, να αντιστέκεται λόγω πτώσεως στον πνευματικό νόμο (Ρωμαίους 7/ζ: 14-25). Ακριβώς τα ίδια λόγια, με λίγο διαφορετική διατύπωση, τα βρίσκουμε στη Σοφία Σολομώντος, 9/θ: 15: «Φθαρτόν γαρ σώμα, βαρύνει ψυχήν. Και βρίθει το γεώδες σκήνος νουν πολυφρόντιδα». Το φθαρτό λοιπόν σώμα, που αλλιώς ονομάζεται και «γεώδες σκήνος», δηλαδή «σκηνή φτιαγμένη με γήινα υλικά», βαρύνει την ψυχή του ανθρώπου. Με ποιον τρόπο; Λόγω των υπερβολικών φροντίδων, με τις οποίες την επιφορτίζει, και την απομακρύνει από την φυσική ροπή της προς τον Θεό, που είναι Πνεύμα, και προς τον πνευματικό χώρο. Ενώ η ψυχή έλκεται από τα όμοιά της πνευματικά, εν τούτοις, το γήινο σκήνος, το σώμα, την τραβάει κάτω, προς την γη, και πιο συγκεκριμένα προς την γη της αμαρτίας, όπως διαμορφώθηκε μετά την πτώση του ανθρώπου. Αλλά ως «σκηνή» ονομάζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, και το άσπιλο και αναμάρτητο σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, λέγοντας στην αρχή του Ευαγγελίου του στον στίχο 1/α: 14 σχετικά με την ενσάρκωση του Λόγου, τα εξής: «Και ο Λόγος, σαρξ εγένετο, και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού». Δηλαδή ο Θεός Λόγος, που προηγουμένως ήταν αθέατος στα ανθρώπινα μάτια μας, έγινε «σαρξ», δηλαδή «ενσαρκώθηκε». Απέκτησε ανθρώπινη φύση, και φυσικά και ανθρώπινο σώμα, και «εσκήνωσεν εν ημίν». Με άλλα λόγια, μιλώντας ο απόστολος για το σώμα του Χριστού, λέει ότι έφτιαξε σκηνή, και την τοποθέτησε ανάμεσά μας, και έτσι τον είδαμε και με τις ανθρώπινες αισθήσεις μας. Όμοια, ο επίσκοπος Ιάκωβος, μιλώντας για την ανάσταση του Χριστού, και κατ’ επέκτασιν για τη στερέωση της Εκκλησίας στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο, παρέθεσε τα λόγια του προφήτη Αμώς, που λέει: «Μετά ταύτα, αναστρέψω, και ανοικοδομήσω την σκηνήν του Δαβίδ την πετωκυίαν, και τα κατεστραμμένα αυτής ανοικοδομήσω, και ανορθώσω αυτήν» (Πράξεις, 15/ιε: 16). Αλλά όχι απλώς σκηνή, ή σκηνή του Δαβίδ, δηλαδή σώμα που προερχόταν από τον Δαβίδ, αλλά «ναό», είχε αποκαλέσει ο Ίδιος ο Ιησούς το σώμα Του, όταν είπε: «Λύσατε τον Ναόν τούτον, και εν τρεισίν ημέραις εγερώ αυτόν. Εκείνος δε, έλεγεν περί του ναού του σώματος Αυτού» (Ιωάννης 2/β: 19,21). Ας δούμε όμως τώρα, με ποιον τρόπο περιγράφει ο απόστολος Πέτρος, την προσωρινή αυτή ζωή που ζούσε, και την αναχώρησή του από αυτήν. Διαβάζουμε από την Β΄ Πέτρου 1/α: 13-15: «δίκαιον δε ηγούμαι, εφ’ όσον ειμί εν τούτω τω σκηνώματι, διεγείρειν υμάς εν υπομνήσει, 14 ειδώς ότι ταχινή εστιν η απόθεσις του σκηνώματός μου, καθώς και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εδήλωσέ μοι. 15 σπουδάσω δε και εκάστοτε έχειν υμάς μετά την εμήν έξοδον την τούτων μνήμην ποιείσθαι». Δηλαδή, ο απόστολος, τους λέει τα εξής: «Θεωρώ, πως είναι δίκαιο να σας διεγείρω προς τον Χριστιανικό αγώνα, με την υπόμνηση, (δηλαδή την υπενθύμιση), για όσον χρόνο είμαι μέσα σ’ αυτό το σκήνωμα, δηλαδή όσο ζω μέσα σ’ αυτή την προσωρινή σκηνή, το φθαρτό σώμα μου, γνωρίζοντας ότι θα αποθέσω σύντομα αυτό το σκήνωμα, όπως και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μου φανέρωσε. Αλλά όμως θα φροντίσω ώστε και μετά την έξοδό μου, (δηλαδή μετά τον βιολογικό θάνατο), πάντοτε να είσαστε σε θέση να τα θυμόσαστε. Κατ’ αρχήν, παρατηρούμε ότι και ο απόστολος Πέτρος, αποκαλεί το σώμα του, ως «σκήνωμα», δηλαδή ως «σκηνή», ως «προσωρινή κατοικία» της ψυχής του. Αυτό το προσωρινό κατοικητήριο, ο άνθρωπος το αποθέτει κατά τον βιολογικό θάνατο. Αν ο άνθρωπος ήταν ολόκληρος αυτό καθεαυτό το σώμα του, και ο θάνατος σήμαινε το τέλος κάθε ενσυνείδητης και προσωπικής ύπαρξης του ανθρώπου, τότε σε καμία περίπτωση δεν θα χαρακτήριζε ο απόστολος τον θάνατο ως «απόθεση του σώματος», αλλά ως «πλήρη ανυπαρξία και εκμηδένιση». Φανερά λοιπόν, η ψυχή είναι εκείνη που κατά την ώρα του θανάτου και σύμφωνα με τη βουλή του Θεού, αποθέτει το οικείο της κατοικητήριο, το σώμα. Ακόμα περισσότερο όμως, ο απόστολος ποτέ δεν θα χαρακτήριζε το θάνατό του ως: «έξοδο». Τι εξέρχεται, και από πού εξέρχεται; Είναι φανερό, ότι κατά τον θάνατο, εξέρχεται ο ένοικος από την κατοικία του. Δηλαδή εξέρχεται η ψυχή, από το σώμα που κατοικούσε. Άραγε, με πόσο πιο απλό και κατανοητό τρόπο, έπρεπε η Αγία Γραφή να περιγράφει την διδασκαλία περί της ψυχής, ως του αόρατου και προσωπικού συστατικού του ανθρώπου, που επιβιώνει του βιολογικού θανάτου, εξερχόμενο του σώματος κατά την ώρα αυτή; Γιατί να πολεμούν οι αιρετικοί με τόσο πείσμα και τόσο φανατισμό αυτή την ολοκάθαρη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, και να προσκολλώνται σε ειδωλολατρικές διδασκαλίες; Και βέβαια, δεν είναι η μοναδική φορά που ο βιολογικός θάνατος στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ως «έξοδος». Ας θυμηθούμε την περίπτωση της μεταμορφώσεως του Ιησού στο όρος Θαβώρ, παρουσία των τριών μαθητών του. Τότε, φανερώθηκαν οι προφήτες Μωυσής και Ηλίας, και κουβέντιαζαν μαζί του. Τι έλεγαν; Ας το διαβάσουμε από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, 9/θ: 30,31: «και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωσής και Ηλίας, 31 οί οφθέντες εν δόξη έλεγον την έξοδον αυτού ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ». Η έξοδος του Χριστού, ήταν ο σταυρικός θάνατός του, που συνέβη στην Ιερουσαλήμ. Όπως αλλού έχουμε δει, τότε χωρίστηκε, εξήλθε, χωρίσθηκε η ψυχή Του από το σώμα Του, το οποίο το τοποθέτησαν στον τάφο. Στο σημείο αυτό, είναι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο, να παρατηρήσουμε, ότι η Αγία Γραφή, όταν αναφέρεται στον θάνατο των ζώων, πουθενά δεν τον χαρακτηρίζει ως έξοδο, ή ως εκδημία, ή ως απόθεση του σώματος. Το σώμα των ζώων, δεν χαρακτηρίζεται ως σκήνωμα, ή οικία, ή οικητήριο, και βεβαίως όταν πεθαίνουν, κανένα τμήμα τους δεν αποχωρίζεται το σώμα τους, για να ενδημίσει προς τον Κύριο. Μάλιστα, όπως θα δούμε στη συνέχεια της μελέτης μας περί ψυχής, αναφέρει χαρακτηριστικά το αντίθετο, υποδηλώνοντας ότι η λέξη «ψυχή» για τα ζώα, περιορίζεται μόνο για να δηλώσει τη βιολογική ζωή, και τίποτα περισσότερο. Ούτε ηθικές ιδιότητες έχει, ούτε προσωπική βούληση, ούτε αυτοσυνειδησία, ούτε τίποτα άλλο ανώτερο ή πνευματικό, που χαρακτηρίζει την ψυχή του ανθρώπου. Γι’ αυτό, τα ζώα δεν θα αντιμετωπίσουν την μελλοντική κρίση, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, ενώ ο θάνατός τους, πράγματι σημαίνει εκμηδένιση και ανυπαρξία γι’ αυτά. Είδαμε λοιπόν τον απόστολο Παύλο να επιποθεί, δηλαδή να επιθυμεί σφοδρά (όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι Χριστιανοί), να εκδημίσει εκ του σώματος, και να ενδημίσει εις τον Κύριο. Ας δούμε τον ίδιο απόστολο να περιγράφει ακριβώς αυτή του την επιθυμία, στην προς Φιλιππισίους επιστολή 1/α: 21,23,24: «Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος… 23 συνέχομαι δε εκ των δύο, την επιθυμίαν έχων εις το αναλύσαι και συν Χριστω είναι· πολλώ γαρ μάλλον κρείσσον· 24 το δε επιμένειν εν τη σαρκί αναγκαιότερον δι' υμάς». Τους λέει λοιπόν, ότι για εκείνον, ολόκληρη η ζωή του, είναι ο Χριστός. Και το να πεθάνει, το θεωρούσε κέρδος. Μάλιστα λέει ότι επιθυμεί σφοδρά «να αναλύσει», και να είναι μαζί με τον Χριστό. Διότι αυτό γι’ αυτόν ήταν πολύ καλύτερο. Όμως το να παραμένει στη σάρκα, αυτό ήταν πολύ καλύτερο για τους Φιλιππισίους. Τι σημαίνει όμως, το να «αναλύσει»; Είναι άλλη έκφραση για τον βιολογικό θάνατο. Όταν πλησίαζε η κοίμησή του δια μαρτυρικού θανάτου, ο ίδιος έγραφε στον Τιμόθεο: «εγώ γαρ ήδη σπένδομαι, και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε» (Β΄ Τιμόθεον 4/δ: 6). Ανάλυση, σημαίνει: «διάλυση», δηλαδή διαχωρισμό του ανθρώπου στα συστατικά του. Το σώμα του, και την ψυχή του. Και αν η ψυχή δεν ήταν προσωπική και αθάνατη, γιατί για τον Παύλο ήταν κέρδος να πεθάνει; Τώρα όμως μας λέει, ότι όταν πεθάνει, θα είναι μαζί με τον Χριστό. Τι είναι μαζί με τον Χριστό; Προφανώς όχι το σώμα, που αποσυντίθεται μέσα στη γη, αλλά η ψυχή που φεύγει από το σώμα. Αν ήταν απρόσωπη δύναμη, τότε ο Παύλος δεν θα έλεγε ότι επιθυμούσε να πεθάνει. Πολύ δε περισσότερο, δεν θα έλεγε ότι μετά θάνατον, θα ήταν μαζί με τον Χριστό.
6. Ο απόστολος Παύλος στον Παράδεισο Ας δούμε, ως τελευταία περί ψυχής απόδειξη για σήμερα, μια αποκαλυπτική εμπειρία που είχε ο απόστολος Παύλος, στα πρώτα χρόνια της εν Χριστώ ζωής του: Την αναφέρει στην Β΄ Κορινθίους επιστολή, στίχους 12/ιβ: 2-4: «οίδα άνθρωπον εν Χριστω προ ετών δεκατεσσάρων· είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν· αρπαγέντα τον τοιούτον έως τρίτου ουρανού. 3 και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον· είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν· 4 ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εστιν εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Παρατηρούμε, ότι ο απόστολος είχε μια καταπληκτική εμπειρία αρπαγής του στον Παράδεισο, που τον ονομάζει και «τρίτο ουρανό». Εν τούτοις, δεν μπορούσε να πει αν ηρπάγη μαζί με το σώμα του, ή χωρίς το σώμα του. Αν ήταν εντός του σώματος, ή εκτός του σώματος. Σε καμία περίπτωση δεν θα μιλούσε έτσι κάποιος, αν πίστευε ότι εκτός από το ανθρώπινο σώμα, δεν υπάρχει και ανθρώπινη ψυχή, στην οποία εδρεύει η συνειδητότητα, και ολόκληρη η ανθρώπινη προσωπικότητα. Αντίθετα, εδώ ο απόστολος μας αποκαλύπτει, ότι η ψυχή του ανθρώπου, και όταν βρίσκεται εκτός του σώματος, μπορεί να έχει πλήρη αντίληψη και επίγνωση της καταστάσεώς της, και των γύρω πραγμάτων, χωρίς καν να υστερεί, και να παρεμποδίζεται από την έλλειψη του οικείου της σώματος. Αν δεν ήταν απόλυτα πεπεισμένος γι’ αυτό ο απόστολος, ποτέ δεν θα θεωρούσε πιθανό, να πάει στον Παράδεισο, και να ακούσει καταπληκτικά πράγματα χωρίς το σώμα του. Και ας προσέξουμε, ότι εδώ δεν μιλάει για φαντασία, αλλά για αρπαγή του στον Παράδεισο. Ευχόμαστε κλείνοντας αυτή τη μελέτη, (χωρίς φυσικά με αυτά τα λίγα χωρία να έχουμε εξαντήσει το θέμα), να φωτίσει ο Θεός τις σκοτισμένες καρδιές και διάνοιες όσων έχουν παρασυρθεί στην κακοδοξία να πιστεύουν ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι θνητή και απρόσωπη, και να τους οδηγήσει στην αλήθεια δια της μετανοίας. Ας ευχηθούμε επίσης, η έξοδος όλων μας, και η εκδημία μας εκ του σώματός μας, να σημάνει ταυτόχρονα και την ενδημία μας προς τον Κύριο. Έρευνα - ομιλία: Μιχάλης Μαυροφοράκης Απομαγνητοφώνηση: Ν. Μ. |
Δημιουργία αρχείου: 5-5-2006.
Τελευταία μορφοποίηση: 4-8-2016.