Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Δογματικά και Ψυχοθεραπευτικά |
Ασθένεια τής καρδιάς // Ψυχικός, Σαρκικός και Πνευματικός // Οι λογισμοί και η αντιμετώπισή τους // Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής // Η καρδιά ως μεταφυσικό όργανο // Σχέση μεταξύ ψυχής, νοός, καρδιάς και διανοίας (λογικής)
Θεραπεία τής καρδιάς
Μητροπολ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου
Αναδημοσίευση
από: Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου:
"Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία" (Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) 3η Έκδοση Λεβαδία
1989).
|
Ο ύψιστος σκοπός του ανθρώπου είναι να αποκτήση γνώση Θεού, γιατί αυτό είναι η σωτηρία του. Φυσικά όταν λέμε γνώση Θεού δεν εννοούμε την εγκεφαλική γνώση, αλλά την «κοινωνία εν τη υπάρξει», δηλαδή γνώση Θεού είναι η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Όπου επιτυγχάνεται αυτή η κοινωνία, εκεί υπάρχει σωτηρία. Αλλά αυτή η κοινωνία γίνεται στο βάθος της καρδιάς. Εκεί ο Θεός συναντάται με τον άνθρωπο, εκεί του μεταδίδει την γνώση Του, εκεί ο άνθρωπος αποκτά αίσθηση της υπάρξεώς Του. Για να επιτευχθή αυτή η κοινωνία και η θέα του Θεού απαιτείται κάθαρση της καρδιάς. Ο Κύριος το διαβεβαίωσε: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’, 8). Η καρδιά που έχει ασθενήσει και νεκρωθή είναι ανάγκη να θεραπευθή και να καθαρισθή για να προσφέρη στον άνθρωπο την γνώση του Θεού. Η καθαρή καρδιά είναι το γνωστικό όργανο, το όργανο της ορθοδόξου γνωσιολογίας. Στην συνέχεια θα ασχοληθούμε με το πως θεραπεύεται η καρδιά. Σαν πρώτο φάρμακο θεραπευτικό πρέπει να αναφέρουμε την μετάνοια. Η καρδιά πρέπει να μετανοήση και να έλθη στην φυσική της κατάσταση. Εάν η ζωή της αμαρτίας την οδήγησε στην παρά φύσιν κατάσταση, η ζωή της μετανοίας θα την επαναφέρη στην ορθή της κατάσταση, θα της δώση την ζωή. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μιλώντας για την μετάνοια δίδει ακριβείς ορισμούς: «Μετάνοιά εστιν, ανάκλησις βαπτίσματος. Μετάνοιά εστι, συνθήκη προς Θεόν δευτέρου βίου. Μετανοών εστι, ταπεινώσεως αγοραστής. Μετάνοιά εστι, σωματικής παρακλήσεως διηνεκής ανελπιστία. Μετάνοιά εστιν, αυτοκατάκριτος λογισμός, και αμέριμνος αυτομέριμνος... Μετάνοιά εστι, διαλλαγή Κυρίου... Μετάνοιά εστι, συνειδότος καθαρισμός...»[266]. Σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος αναφέρει πως όσοι μολύνθηκαν μετά το Βάπτισμα είναι ανάγκη να καθαρισθούν και να αφαιρέσουν την πίσσα από πάνω τους με την ακατάπαυστη φλόγα της καρδιάς και με το λάδι της θείας ευσπλαχνίας[267]. Η ευσπλαχνία του Θεού και το πυρ της καρδίας θεραπεύουν τον άνθρωπο από την ασθένεια του. Όσο η μετάνοια είναι βαθύτερη τόσο περισσότερο αυξάνεται ο συντριμμός. Η καρδιά που ζη την μετάνοια συντρίβεται κυριολεκτικά. Ο Προφητάναξ Δαυίδ λέγει: «Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. 50, 19). Μέσα σε μια συντετριμμένη καρδιά αναπαύεται ο Θεός. Όσοι πορεύονται στον Βασιλέα για να ζητήσουν άφεση του χρέους τους «αμυθήτου συντριμμού δέονται»[268]. Κατά τον όσιο Νικήτα τον Στηθάτο, η αλήθεια δεν χαρακτηρίζεται σε πρόσωπα, σε σχήματα και σε λόγους, και ούτε σ’ αυτά αναπαύεται ο Θεός, αλλά τόσο η αλήθεια όσο και ο Θεός αναπαύονται «εν καρδίαις συντετριμμέναις και πνεύμασι ταπεινώσεως και ψυχαίς πεφωτισμέναις υπό της γνώσεως του Θεού»[269] Μιλώντας για την συντριβή της καρδιάς πρέπει να περιγράψουμε πως συντρίβεται η καρδιά και ακόμη τι είναι αυτή η συντριβή. Ο άγιος Μάρκος ο ασκητής, αρχίζοντας με την φράση ότι είναι αδύνατον ο άνθρωπος να απαλλαγή από την κακία χωρίς την συντριβή της καρδιάς, ορίζει τι ακριβώς την συντρίβει. «Συντρίβει δε καρδίαν, η τριμερής εγκράτεια, ύπνου, λέγω, και τροφής και σωματικής ανέσεως»[270]. Όταν ο άνθρωπος προσπαθή να εγκρατεύεται στον ύπνο, στο φαγητό και στην σωματική άνεση βοηθείται στην συντριβή της καρδιάς. Η σωματική άνεση προξενεί την ηδυπάθεια, η οποία δέχεται τους πονηρούς λογισμούς. Επίσης την συντριβή δημιουργεί το «ιδιάζειν εν γνώσει και η εκ πάντων σιωπή»[271]. Και ο όσιος Μάρκος ο ασκητής, επανερχόμενος στο θέμα αυτό, τονίζει ότι η αγρυπνία, η προσευχή και η υπομονή των επερχομένων είναι ανεπηρέαστος και επωφελής συντριμμός στην καρδιά[272]. Η σωματική κόπωση και η στέρηση των αναγκαίων δημιουργούν τον πόνο στην καρδιά, που είναι επωφελής και σωτήριος για τον άνθρωπο. Ο Φιλόθεος ο Σιναΐτης, αφού τονίζει ότι πρέπει να καταβάλλουμε κάθε φροντίδα για να ταπεινώνουμε την έπαρση της καρδιάς, υπογραμμίζει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να επιτύχουμε αυτό το έργο. Την καρδιά την συντρίβει και την ταπεινώνει η ενθύμηση του αρχαίου βίου, δηλαδή η ζωή του Αδάμ πριν από την πτώση, η μνήμη όλων των αμαρτημάτων από την βρεφική ακόμη ηλικία, εκτός φυσικά από τα σαρκικά, διότι «τούτων η ενθύμησις επιζήμιός εστι», η οποία (μνήμη των αμαρτημάτων) γεννά δάκρυα και μας κινεί προς ολοκάρδια ευχαριστία προς τον Θεό, καθώς επίσης η αέναη και εναργής μνήμη του θανάτου που γεννά το κατά Θεόν πένθος. Επίσης ταπεινώνουν την ψυχή η μνήμη των παθών του Κυρίου Ιησού και οι πολλές ευεργεσίες του Θεού σε μας[273]. Ο σαρκικός άνθρωπος, δηλαδή ο μακράν του Θεού ευρισκόμενος άνθρωπος, διακρίνεται για την σκληρότητα και την τραχύτητα της καρδιάς. Ο άνθρωπος του Θεού, που δέχεται το Πανάγιο Πνεύμα, διακρίνεται για την λεπτότητα της καρδιάς. Αφού καθαρισθή από τα πάθη και συντριβή, τότε ευαισθητοποιείται και απαλύνεται. Οι άγιοι Πατέρες περιγράφουν και την περίπτωση του επιβλαβούς συντριμμού. Υπάρχει, κατά τον όσιο Μάρκο τον ασκητή, συντριμμός της καρδίας ομαλός και επωφελής προς κατάνυξιν αυτής και υπάρχει συντριμμός ανώμαλος και επιβλαβής προς επίπληξιν αυτής[274]. Ο καλός συντριμμός γίνεται μέσα σε ένα πνεύμα κατανύξεως και μέσα στην ατμόσφαιρα της προσευχής. Δηλαδή η συντετριμμένη καρδιά προσεύχεται αδιάλειπτα προς τον Θεό. Δεν απογοητεύεται, αλλά ελπίζει στην μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού. Διακρίνεται λοιπόν για την ελπίδα. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γνωρίζει, ως έμπειρος πνευματικός ιατρός, ότι ο πολύς και άκαιρος συντριμμός της καρδίας «σκοτίζει και θολοί την διάνοιαν», εξαφανίζει από την ψυχή την καθαρά ευχή και την κατάνυξη, δημιουργεί καρδιακό πόνο, με αποτέλεσμα να δημιουργήται σκληρότητα και άπειρη πώρωση. Δι’ αυτών των τρόπων οι δαίμονες πραγματεύονται την απόγνωση[275]. Έτσι λοιπόν ένας συντριμμός που δεν γίνεται μέσα στην κατάνυξη και την προσευχή, σκοτίζει περισσότερο τον άνθρωπο και είναι το κατάλληλο κλίμα για να εμβάλη ο διάβολος την απόγνωση και την απελπισία. Ο γνήσιος συντριμμός που δεν είναι επιβλαβής για την καρδιά, επαναλαμβάνουμε, διακρίνεται για την ύπαρξη της προσευχής, της κατανύξεως και της ελπίδος προς τον Θεό. Η συντριβή της καρδιάς γίνεται με την ευχή και έχει πάμπολλα αποτελέσματα. Ένας ανώνυμος ησυχαστής παρουσιάζει τα πλεονεκτήματα αυτής της σωτηριώδους μεθόδου: «α’. Σύντριψον, ω μοναχέ, την καρδίαν σου με την ευχήν, δια να συντριφθή η δύναμις του σατανά με τελειότητα εκ της καρδίας σου... ζ’. Καθώς φοβάται ο άνθρωπος να πιάση με το χέρι του ένα πεπυρωμένον και σπινθηρίζον σίδηρον, ούτω φοβάται και ο διάβολος την συντριβήν της καρδίας. Η γαρ συντριβή της καρδίας συντρίβει την πονηρίαν του κατά κράτος. η’. Εις την αναπαυμένην και μη συντετριμμένην καρδίαν, άμα αντικρυθή η φαντασία του διαβόλου, την δέχεται πάραυτα η καρδία και τυπώνεται βαθέως η ιδέα της φαντασίας, μα εις την συντετριμμένην καρδίαν δεν έχει χώραν ουδεμία φαντασία. θ’. Όπου υπάρχει συντριβή της καρδίας, εκείθεν φυγαδεύεται πάσα σατανική πονηρία και φλογίζεται πάσα δαιμονική ενέργεια. ιδ’. Σύντριψον την καρδίαν σου με την ευχήν, δια να συντριφθή η αμαρτία από την καρδίαν σου... κε’. Είδεν ο διάβολος καρδίαν καταπληγωμένην από την συντριβήν της ευχής; Ενεθυμήθη ευθύς τας πληγάς του Χριστού, όπου υπέμεινε δια τον άνθρωπον, δια τούτο ετρόμαξε και εδειλίασε. κστ’. Σύντριψον ουν, αγαπητέ, τον διάβολον με την συντριβήν της καρδίας σου, δια να εισέλθης τροπαιούχος εις την χαράν του Κυρίου σου. κζ’. Σύντριψον την καρδίαν σου με την ευχήν, δια να συντριφθή εις αναρίθμητα συντρίμματα ο πλανών σε σατανάς»[276]. Για να ερμηνευθή κάπως η συντριβή της καρδιάς πρέπει να γίνη λόγος για τον καρδιακό πόνο. Πρέπει από την αρχή να πούμε ότι, μιλώντας για τον καρδιακό πόνο, εννοούμε κυρίως τον πόνο της πνευματικής καρδιάς. Η πνευματική καρδιά άλγει, πονά. Αυτό, όταν προέρχεται από την Χάρη του Θεού δεν έχει τραγικές συνέπειες για την σαρκική καρδιά. Δηλαδή ενώ η πνευματική καρδιά συντρίβεται, θλίβεται, υποφέρει από την χαρμολύπη ζώντας την μετάνοια, εν τούτοις η σαρκική καρδιά εξακολουθεί την φυσική της πορεία, δεν έχει καμμιά συνέπεια γι’ αυτήν και στις περισσότερες φορές και οι καρδιολόγοι δεν μπορούν να συλλάβουν την ασθένεια, ακριβώς γιατί η σαρκική καρδιά, στον ενδεχόμενο τον καρδιακό πόνο, δεν είναι ασθενής. Είναι αναγκαίος ο καρδιακός πόνος, γιατί και η αυστηρότερη ασκητική ζωή χωρίς αυτόν είναι νοθευμένη και ανωφελής[277]. Και βέβαια για να υπάρξη αυτός ο καρδιακός πόνος, ο τόσο απαραίτητος για την πνευματική ζωή, δεν πρέπει να υπάρχη κόρος σωματικών τροφών. Γιατί όπως το πρόβατο, λέγει ο όσιος Μάρκος ο ασκητής, δεν συνέρχεται με τον λύκο για τεκνογονία, κατά τον ίδιο τρόπο ούτε και ο πόνος ο καρδιακός συνέρχεται με τον κόρο «εις κύησιν αρετών»[278]. Δια του καρδιακού πόνου συλλαμβάνονται όλες οι αρετές. Η χριστιανική ζωή έξω από τον πόνο είναι νοθευμένη. Ο πόνος της καρδιάς είναι απαραίτητος για την σωτηρία: «Πρέπει να γνωρίζωμεν ότι ασφαλής ένδειξις της ασκήσεως και συνάμα όρος προκοπής είναι το άλγος, η οδύνη, δηλαδή η αίσθησις της επαισχύντου αμαρτωλότητός μας, όταν μετά πένθους και κλαυθμού προσπίπτωμεν έμπροσθεν του Ιησού, ως η αμαρτωλός γυνή επί τους πόδας Του εις την οικίαν του Σίμωνος του λεπρού εις την Βηθανίαν, ήτις ήκουσε παρ’ αυτού «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι». Ο ανάλγητος δεν φέρει καρπόν, διότι ως λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος «προσευχή άνευ πόνου, ως έκτρωμα λογίζεται παρά τω Θεώ». Η οδύνη της καρδίας και ο σωματικός κόπος εμφανίζουν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την προσφερομένην εις κάθε πιστόν κατά τον Άγιον Βάπτισμα, ήτις δια της αμελείας ημών εις την εκτέλεσιν των Θείων εντολών θάπτεται υπό των παθών, αλλά δια της ανεκφράστου μακροθυμίας του Θεού ανίσταται και πάλιν, όταν μετανοήσωμεν. Μην υποχωρήσης ενώπιον των πολλών κόπων, ένεκεν της οδύνης αυτών, ίνα μη καταδικασθής δια την ακαρπίαν σου και ακούσης: «άρατε απ’ αυτού το τάλαντον»! Κάθε άθλημα είτε σωματικόν, είτε ψυχικόν, το οποίον δεν συνοδεύεται μετά πόνου και κόπου, δεν εκφέρει καρπόν: «η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ΙΑ’, 12). Είναι πολλοί εκείνοι οίτινες επί πολλά έτη αναλγήτως εκοπίασαν και κοπιάζουν, αλλ’ ένεκεν της αναλγησίας αυτών είναι ξένοι προς την καθαρότητα και τυγχάνουν αμέτοχοι του Αγ. Πνεύματος, ως αρνηταί της απαραιτήτου οδύνης της ασκήσεως. Οι εν αμελεία και αδιαφορία ενεργούντες ίσως να κοπιάζουν, κατά την γνώμην των, πολύ εν τοις έργοις αυτών, πλην ολίγον καρπόν συνάγουν εξ αιτίας του άνευ άλγους κόπου των. Εάν, κατά τον Προφητήν, δεν συντριβούν αι ψόαι (νεφροί) ημών και δεν αποκάμωμεν από τους κόπους της νηστείας και δεν εγκαταστήσωμεν εις την καρδίαν ημών αίσθημα οδύνης και συντριβής δια τα αισχρά και δυσώδη αμαρτήματά μας και τα βρωμερά αισθήματα και νοήματα, και δεν δοκιμάσωμεν τας ωδίνας τικτούσης γυναικός, είναι αδύνατος η γέννησις του σωτηριώδους πνεύματος επί της γης της καρδίας ημών, καθώς είναι γεγραμμένον: «Δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των ουρανών» (Πράξ. ΙΑ’, 22)»[279]. Ο πόνος αυτός στην πνευματική καρδιά που τον αισθάνεται και η σαρκική, χωρίς να υφίσταται βλάβη, όταν γίνεται σύμφωνα με όσα τονίζει η Ορθόδοξη Παράδοση, είναι απαραίτητος για την σωτηρία μας, διότι βοηθά να συγκεντρωθούν εκεί όλες οι δυνάμεις της ψυχής μας. Ο νους ευκολώτερα τότε προσηλώνεται στην καρδιά και επιστρέφει σ’ αυτήν. Ο πόνος αυτός που σχηματίζει, τρόπον τινά, μια πληγή πολλές φορές συνδέεται με τον κλαυθμό. Ο άνθρωπος αναλύεται σε κλάμα, συνδυασμένο με κραυγή. Αυτό λέγεται κλαυθμός. Και γνωρίζουμε καλά από τα έργα των αγίων Πατέρων μας ότι αυτή η πληγή, που συντελεί στην σωτηρία, είναι αντιληπτή περισσότερο από την πληγή του σώματος. Ο άνθρωπος που ζη την συντριβή της καρδιάς πονά και υποφέρει περισσότερο από τον τραυματισμένο στο σώμα. Όμως, όπως θα δούμε και στην συνέχεια, η συντριβή δημιουργεί ανέκφραστη ηδονή. Ο Θεοφάνης ο έγκλειστος γράφει χαρακτηριστικά γι’ αυτήν την πληγή που δημιουργεί το μεταφυσικό άλγος: «Ενδιαφερθήτε προς τούτο ίνα συγκεντρωθή ο νους όχι εις τον εγκέφαλον, αλλ’ εις την καρδίαν, δια να ευρίσκεται εκεί μέσα εργαζόμενος την ευχήν μετά της καρδίας, όχι μόνον κατά την στάσιν της προσευχής, αλλ’ εν παντί καιρώ. Κοπιάσατε έως ότου δημιουργηθή εν τη καρδία εν είδος πληγής. Η έμμονος εργασία αύτη, γρήγορα θα το κατορθώση. Δεν έχει σημασίαν, ότι λέγεται πληγή, ενώ εις την ουσίαν είναι άλγος, οδύνη. Η πληγή αύτη δεν είναι πληγή και πόνος φυσικός, που απελπίζει και απειλεί την ζωήν, αλλά τρώσις υπό καρδιακού έρωτος και μεθυστικής αγάπης εκ της ενώσεως της μετανοημένης ψυχής δια της θείας περιπτύξεως ταύτης, ως του ασώτου. Είναι ιλαστήριος πόνος και γλυκασμός ακόρεστος, θεωρία μυστική ανέκφραστος, δεσμός αχώριστος μετά του Θεού επιθυμία αναχωρήσεως εκ της παρούσης ζωής και μετά του Θεού ερωτικός διάλογος. Αύτη η πληγή κατ’ αρχήν περισυλλέγει όλας τας δυνάμεις της ψυχής εις τον αγαπητικόν αυτόν πόνον, ο δε Θεός βλέπων την προθυμίαν δίδει το ζητούμενον. Τότε εντός της καρδίας θα συντελεσθούν ειδικαί αλλοιώσεις και καταστάσεις θείας τάξεως»[280]. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης προσφέρει την μαρτυρία, που πιθανόν να είναι δική του πείρα, ότι σε κάποιους τόσος πολύς ήταν ο μεταφυσικός αυτός πόνος, τόσο πολύ πονούσε η καρδιά, ώστε και αισθητώς μέσα από την πληγωμένη καρδιά και από το στόμα βγήκε αίμα: «Είδον, γράφει, εγώ παρά τισι πένθους όρον ακρότατον∙ αίμα γαρ αυτούς αισθητώς από της κατωδύνου καρδίας και πεπληγμένης εθεασάμην προχέοντας εκ του στόματος, και ανεμνήσθην του φήσαντος∙ «επλήγην ωσεί χόρτος και εξηράνθη η καρδία μου»[281]. Αποτέλεσμα του πόνου αυτού είναι και η έκχυση των δακρύων. Ο Κύριος μακάρισε τους πενθούντας: «μακάριοι ο πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’, 4). Έτσι το κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα που προέρχονται από αυτό είναι εντολή του Χριστού. Τα δάκρυα είναι τρόπος ζωής. Εφ’ όσον η μετάνοια και το πένθος είναι τρόπος ζωής, το ίδιο συμβαίνει και με τα δάκρυα, που εκβλύζουν από την μετανοούσα και συντετριμμένη καρδιά. Ομιλούντες περί των δακρύων πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχουν δάκρυα εσωτερικά της καρδιάς και υπάρχουν δάκρυα εξωτερικά του σώματος. Η καρδιά πολλές φορές κλαίει, λούζεται από ποταμό δακρύων. Ο αθλητής της πνευματικής ζωής, που ζη το πνεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, «συλλαμβάνει» πολλές φορές την καρδιά να κλαίη. Τις περισσότερες φορές αυτά τα δάκρυα της καρδιάς εξωτερικεύονται. Μερικές φορές είναι μυστικά. Ας δούμε όμως την αξία των δακρύων. Οι άγιοι προτρέπουν τον Χριστιανό να κλαίη, διότι μέσα στο κλίμα αυτό καθαρίζεται η καρδιά και αποκτά την πνευματική ευαισθησία, αποβάλλει την σκληρότητα και την πώρωση. Ο άγος Ισαάκ προτρέπει: «Βάψον σου τας παρειάς εν τω κλαυθμώ των ομμάτων σου...»[282]. Μάλιστα ο ίδιος μας προτρέπει να παρακαλέσουμε την Μαρία και την Μάρθα να μας διδάξουν «πενθικάς φωνάς»[283]. Ο όσιος Νείλος ο ασκητής διδάσκει να προσευχόμαστε πρώτα απ’ όλα για την απόκτηση των δακρύων: «Πρότερον περί λήψεως δακρύων προσεύχου»[284]. Επίσης για την κατόρθωση κάθε αιτήματος πρέπει να χρησιμοποιούμε τα δάκρυα[285]. Η αξία των δακρύων είναι μεγάλη. Οι άγιοι Πατέρες, που βίωσαν αυτήν την πραγματικότητα, είναι χαρακτηριστικοί. Τα δάκρυα είναι βάπτισμα. «Μείζων του βαπτίσματος μετά το βάπτισμα η των δακρύων πηγή καθέστηκεν, ει και τολμηρόν πως εστι το λεγόμενον»[286]. Τα δάκρυα είναι σημείο του αναγεννημένου ανθρώπου. Κατά τον αββά Ποιμένα, «το κλαίειν εστιν η οδός ην παρέδωκεν ημίν η γραφή και οι πατέρες ημών λέγοντες∙ κλαύσατε∙ άλλη γαρ οδός ουκ έστιν, ει μη αύτη»[287]. Είναι, όπως ελέχθη προ ολίγου, τρόπος ζωής. Είναι αδύνατον να γνωρίσουμε τον εαυτό μας χωρίς τα δάκρυα. Δηλαδή αν καταλάβουμε την αμαρτωλότητά μας, που είναι ένδειξη της ελεύσεως της θείας Χάριτος εντός μας, εάν αποκτήσουμε το χάρισμα της αυτογνωσίας και αυτομεμψίας, τότε αυτομάτως αρχίζουμε να κλαίμε. Διότι «ουδείς οφείλει αφιέναι τον ίδιον νεκρόν και απελθείν κλαύσαι τον άλλον»[288]. Τα δάκρυα στον άνθρωπο είναι δείγμα ότι ο Χριστός «ήψατο των οφθαλμών του και νοερώς ανέβλεψεν»[289]. Τα δάκρυα ανοίγουν τους οφθαλμούς της ψυχής. Είναι αναγκαία ακόμη, γιατί, κατά την διδασκαλία του αββά Αρσενίου, ο άνθρωπος οπωσδήποτε κάποτε θα κλαύση. Όποιος κλαίει εδώ στην γη με την θέλησή του, αυτός δεν θα κλαύση στην άλλη ζωή. Αντίθετα εκείνος που δεν κλαίει εδώ, «αιωνίως εκεί κλαύσεται»[290]. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο οποίος, συν τοις άλλοις, μπορεί να χαρακτηρισθή θεολόγος των δακρύων, λέγει ότι τα δάκρυα είναι σημείο ζωής. Όπως τα βρέφη όταν εξέρχωνται από την γαστέρα της μητρός τους κλαίουν και αυτό είναι σημείο ζωής, έτσι συμβαίνει και με την πνευματική γέννηση. Τα δάκρυα είναι στοιχείο του αναγεννημένου ανθρώπου. Εάν το βρέφος δεν κλαύση, φανερώνει ότι δεν ζη. Επομένως, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, «συνεπόμενον η φύσις έχει από γεννήσεως το πένθος ομού και τα δάκρυα»[291]. Το έλεγε αυτό ο άγιος γιατί πολλοί στην εποχή του ισχυρίζοντο ότι δεν έχουν όλοι την ίδια φύση και επομένως δεν μπορούν όλοι να δακρύσουν. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Καταλήγει δε ο άγιος ότι, όσον αναγκαία είναι η βρώση και η πόση για το σώμα, τόσον αναγκαία για την ψυχή είναι τα δάκρυα. Εκείνος που δεν κλαίει καθημερινώς και κάθε ώρα «λιμώ την ψυχήν διαφθείρεται και απόλλυται»[292]. Όταν ο άνθρωπος αποκτήση την προαίρεση για το αγαθό, την σπουδή, την υπομονή, την ταπείνωση και την αγάπη προς τον Θεό, τότε «γεννήσεται...πηγή δακρύων η νυνί πετρώδης υπάρχουσα ψυχή»[293]. Μάλιστα διασώζει την πληροφορία, την οποία συνήντησε και στην Αγία Γραφή, ότι μερικοί άνθρωποι βαπτισθέντες σε μεγάλη ηλικία και κατανυγέντες με την έλευση του Παναγίου Πνεύματος, δάκρυσαν «ουχί ενώδυνα και επίπονα δάκρυα, αλλ’ ενεργεία του Αγίου Πνεύματος και δωρεά τη εκείνου γλυκέα υπέρ μέλι, απονητί πως και αψοφητί δια των οφθαλμών ταύτα κενώσαντες»[294]. Όλα αυτά δείχνουν αφ’ ενός μεν ότι τα δάκρυα είναι αναγκαία για την πνευματική μας ζωή, αφ’ ετέρου δε ότι είναι τρόπος ζωής, είναι αυτά που τρέφουν την ψυχή και ακόμη ότι διακρίνονται σε πολλά είδη. Σ’ αυτό το τελευταίο θέλω να στρέψω την προσοχή στην συνέχεια. Ο Νικήτας ο Στηθάτος, μαθητής του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, διδάσκει ότι άλλα είναι τα δάκρυα τα προερχόμενα από την μετάνοια και άλλα τα δάκρυα τα προερχόμενα από την θεία κατάνυξη. Τα πρώτα μοιάζουν σαν τον ποταμό που επικλύζει και κατασύρει όλα τα οχυρώματα της αμαρτίας, τα δεύτερα γίνονται σαν βροχή επάνω στον αγρό και σαν χιόνι επάνω στο χορτάρι «τον της γνώσεως στάχυν εκτρέφοντα και πολύχουν τούτον και καρποφόρον αποτελούντα»[295]. Ο ίδιος τονίζει ότι από την γεύση των δακρύων έρχεται στην νοερά αίσθηση της καρδίας άλλοτε πικρία και πόνος και άλλοτε ευφροσύνη και αγαλλίαση. Τα δάκρυα της μετανοίας δημιουργούν πικρία και πόνο, τα δάκρυα της καθαράς καρδίας, της καρδίας που απέκτησε την ελευθερία της από τα πάθη, είναι δάκρυα ηδονής και αφάτου γλυκύτητος[296]. Το ίδιο σχεδόν συμβαίνει και μεταξύ των δακρύων εκ του θείου φόβου και των δακρύων εκ του θείου έρωτος[297]. Πολλά είναι τα αποτελέσματα των δακρύων. Αυτά καθαρίζουν την καρδιά του ανθρώπου από τον ρύπο των αμαρτιών και στην συνέχεια την φωτίζουν. Οι Πατέρες διδάσκουν ότι, όταν ο διάβολος έρχεται στην ψυχή του ανθρώπου, ρίπτει διάφορες εικόνες και έπειτα απομακρύνεται, αφήνοντας το είδωλο της αμαρτίας στην καρδιά. Με τα δάκρυα καθαρίζεται αυτό το είδωλο. Πλένεται η καρδιακή χώρα και φεύγει η νέφωση που κάλυπτε την καρδιά του ανθρώπου. Επομένως δια των δακρύων επιτυγχάνεται η κάθαρση των αμαρτημάτων. Ο αββάς Ποιμήν διδάσκει ότι «ο θέλων λυτρώσασθαι αμαρτίας, κλαυθμώ λυτρούται αυτάς»[298]. Σε άλλο σημείο ο ίδιος παραγγέλλει: «κλαύσωμεν ενώπιον της αγαθότητος του Θεού εν παντί κόπω ημών, έως ποιήσει μεθ’ ημών το έλεος αυτού»[299]. Γι’ αυτό όπου υπάρχει το πένθος εκεί δεν υπάρχει ίχνος καταλαλιάς ή κατακρίσεως[300]. Πραγματικά, είναι βεβαιωμένο από την πείρα που αποκτούμε μέσα στην Εκκλησία ότι, όπως το νερό εξαλείφει τα γράμματα, έτσι και το δάκρυον μπορεί να εξαλείφη τα πταίσματα[301]. Με τα δάκρυα έρχεται το Πανάγιο Πνεύμα, επαναπαύεται στην καρδιά και μας καθαρίζει, μας απολούει από τον ρύπο της κακίας[302] Τα δάκρυα, εκτός από το ότι καθαίρουν, φωτίζουν την ψυχή. Στην πραγματικότητα η Χάρη του Θεού που έρχεται δια της μετανοίας λαμπρύνει και εξαγιάζει την καρδιά του ανθρώπου. Η άβυσσος του πένθους, δηλαδή το μεγάλο πένθος, βλέπει την παράκληση. Με τα δάκρυα επιτυγχάνεται η καθαρότης της καρδιάς. Η καθαρότης της καρδιάς δέχεται την έλλαμψη. «Έλλαμψίς εστιν, άρρητος ενέργεια, νοουμένη αγνώστως και ορωμένη αοράτως». Με το πένθος έρχεται η παράκληση, σύμφωνα με τον μακαρισμό του Χριστού. Αυτή δε η παράκληση είναι αναψυχή ενωδύνου ψυχής. Αντίληψη είναι η ανανέωση της ψυχής που κατέπεσε με λύπη, «το ενώδυνον δάκρυον εις ανώδυνον θαυμαστώς μετασκευάζουσα»[303]. Και ο Νικήτα ο Στηθάτος διδάσκει ότι δεν μπορεί κανείς να αποκτήση την κατά το δυνατόν αφομοίωση προς τον Θεό, αν προηγουμένως δεν καθαρίση την λάσπη που υπάρχει μέσα του με θερμά δάκρυα και αν δεν τηρήση τις εντολές του Χριστού. Με αυτόν τον τρόπο αποβάλλει την αμορφία[304] και γίνεται ικανός να απολαύση την δόξα του Θεού. Βέβαια οι άγιοι Πατέρες επισημαίνουν και τα δάκρυα της πλάνης. Είναι δυνατόν μερικά δάκρυα να ενεργούνται από τον διάβολο. Όταν ο άνθρωπος κλαίη και στην συνέχεια επαίρεται, τότε πλανάται. Γι’ αυτό η παραγγελία των Πατέρων είναι να μη υπερηφανευόμαστε αν έχουμε δάκρυα στην προσευχή μας. «Μη επαρθής εκχέων δάκρυα εν προσευχή σου»[305]. Δεν πρέπει κανείς να επαίρνεται και να νομίζη πως είναι πιο πάνω από πολλούς. Ο σκοπός των δακρύων είναι να καθαρίσουμε δι’ αυτών την ιλύν των παθών. Όταν ξεχάσουμε τον σκοπό των δακρύων και υπερηφανευθούμε, τότε είναι δυνατόν να τρελλαθούμε: «»Πολλοί δακρύοντες υπέρ αμαρτιών, επιλαθόμενοι του των δακρύων σκοπού, μανέντες εξετράπησαν»[306]. Πολλά είναι τα είδη των δακρύων. Τα συναισθηματικά δάκρυα, τα εγωϊστικά, τα του σατανά, τα του Θεού κ.λ.π. Αλλά εμείς πρέπει να αγωνιζόμαστε και αυτά ακόμη τα συναισθηματικά δάκρυα να τα μεταμορφώνουμε. Η προτροπή των Πατέρων της Εκκλησίας είναι να κλαίμε. Και αν το κλάμα έχη στοιχεία εγωϊσμού και τότε με την αυτομεμψία, με το να στρέφουμε την προσοχή στον εαυτό μας και στις αμαρτίες μας, με το να παύουμε να κάνουμε διάλογο με τους άλλους και με το να κάνουμε διάλογο με τον Θεό, βλέποντας την δική μας αθλιότητα, μπορεί να μεταμορφωθή και να συντελέση στην σωτηρία. Πιστεύω ότι η δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκονται πολλοί άνθρωπο οφείλεται στο ότι έχουμε αποξενωθή από το κλάμα: δεν κλαίμε. Γι’ αυτό όταν είμαστε φορτισμένοι από διάφορες δυσκολίες, όταν τα νεύρα είναι τεταμένα, όταν όλη η εσωτερική ατμόσφαιρα είναι σε αθλία κατάσταση, τότε πρέπει, με λογισμό αυτομεμψίας, να επιδιώκουμε να κλαίμε. Αν κάνουμε μια προσπάθεια, τότε θα στείλη και ο Θεός την Χάρη Του και τα δάκρυα θα γίνουν τρόπος ζωής και έτσι θα καθαρίζεται η καρδιά από τα πάθη. Η μετάνοια, το πένθος, η συντριβή, τα δάκρυα συνδέονται στενά με το πυρ που γεννιέται μέσα στην καρδιά. Η μετάνοια γίνεται αντιληπτή με το πυρ που ανάβει το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του ανθρώπου. Ο Κύριος εννοώντας αυτό το πυρ που ανάβει μέσα στην καρδιά είπε: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη!» (Λουκ. ιβ’, 49). Με την προσέγγιση του Χριστού στην καρδιά, λόγω και της υπάρξεως των παθών, όπως θα αναλύσουμε στην συνέχεια, η καρδιά φλέγεται. Είναι αυτό το κάψιμο που αισθάνθηκαν οι Μαθηταί πορευόμενοι προς Εμμαούς: «ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς;» (Λουκ. κδ’, 32). Αυτό το πυρ, όταν κατακαύση τα πάθη της καρδιάς, βιώνεται σαν φως. Ο Απόστολος Παύλος έχοντας αυτήν την εμπειρία έγραφε: «ος (Κύριος) φωτίσει τα κρυπτά του σκότους και φανερώσει τας βουλάς των καρδιών» (Α’ Κορ. δ’, 5). Και ο Απόστολος Πέτρος την ίδια εμπειρία εκφράζει, όταν γράφη: «έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (Β’ Πέτρ. α’, 19). Η καρδιά βιώνει την Χάρη του Θεού πρώτα ως φωτιά, ως πυρ που κατακαίει την αμαρτία και τα πάθη και έπειτα, όταν καούν τα πάθη, βιώνει την Χάρη του Θεού ως φως, που φωτίζει τον εντός ημών άνθρωπο. Αυτή η διδασκαλία, ότι πρώτα βιώνουμε την Χάρη του Θεού ως φωτιά και έπειτα ως φως, αναλύεται από τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, τον συγγραφέα της Κλίμακος. Λέγει ο άγιος ότι το υπερουράνιο πυρ, όταν επιδημή στην καρδιά, άλλους καταφλέγει για το ελλιπές της καθάρσεως και άλλους φωτίζει «δια το μέτρον της τελειότητος». Αυτό το ίδιο ονομάζεται «και πυρ καταναλίσκον και φωτίζον». Γι’ αυτό άλλοι εξήλθαν από την προσευχή τους σαν να εξέρχωνται από φλογισμένο καμίνι, αισθανόμενοι έναν κουφισμό από τον ρύπο, και άλλοι, όταν τελειώνη η προσευχή, αισθάνονται σαν να εξέρχωνται πεφωτισμένοι από το φως και ημφιεσμένοι το ιμάτιο της ταπεινώσεως και αγαλλιάσεως[307]. Αυτή την φωτιά που αισθάνεται η καρδιά του ανθρώπου την αισθάνεται πολλές φορές και το σώμα του. Έτσι ο άνθρωπος νομίζει πως βρίσκεται μέσα στην κόλαση και καίγεται από τις φλόγες της κολάσεως. Αυτό είναι σημαντικό και σωτήριο. Γιατί μια τέτοια μετάνοια θεραπεύει την ψυχή. Και ξέρουμε καλά ότι όσο μεγάλη είναι η μετάνοια τόσο αποτελεσματική είναι η θεραπεία. Και όσο περισσότερο βιώνεται αυτή η φωτιά της μετανοίας, τόσο περισσότερο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την θέα του ακτίστου Φωτός. Ο Θεός, κατά τον Απόστολο Παύλο, είναι πυρ καταναλίσκον. «Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ’, 29), Ολόκληρος ο κόπος μας, λέγει ο της Κλίμακος άγιος, είναι έως ότου εισέλθη μέσα στο αγιαστήριον ημών, δηλαδή μέσα στην καρδιά μας, το πυρ του Θεού. Αυτός ο Θεός, που είναι πυρ, καταναλίσκει «πάσαν πύρωσιν, και κίνησιν, και πρόληψιν, και πώρωσιν, και σκότωσιν, την εντός και εκτός, ορωμένην τε και νοουμένην»[308]. Η μετάνοια είναι έργο και ώρα της Χάριτος, αλλά πρέπει και εμείς να βοηθήσουμε για να έλθη η αληθινή μετάνοια, δηλαδή να έλθη το πυρ του Θεού μέσα στην καρδιά μας. Άλλωστε όλη η ασκητική ζωή είναι συνέργεια θείας και ανθρωπίνης θελήσεως. Οι Πατέρες διδάσκουν ότι καθαριζόμαστε από τα πάθη ή «δι’ εκουσίων πόνων» ή «δι’ ακουσίων επιφορών». Εκούσιοι πόνοι είναι το κατά Θεόν πένθος, δηλαδή η μετάνοια, η αίσθηση του πυρός της μετανοίας. Ακούσιοι επιφοραί είναι οι διάφορες δοκιμασίες της ζωής μας. «Των εκουσίων προηγουμένων, ουχ υπαντά τα ακούσια»[309]. Γι’ αυτό πρέπει να αγωνιζόμαστε να αναπτυχθή μέσα μας η μετάνοια, το πυρ του Θεού, ώστε να απαλλασσόμαστε από τις ακούσιες επιφορές. Αυτό το πυρ της μετανοίας και την θερμότητα που προέρχεται από αυτό πρέπει να τα διατηρούμε πάντοτε μέσα στην καρδιά. Ο διάβολος φοβάται μοναχό διάγοντα πενθικώς και δεν τολμά να τον πλησιάση. Γι’ αυτό πιστός και φρόνιμος είναι εκείνος ο οποίος «την θέρμην την εαυτού εφύλαξεν άσβεστον, και μέχρι της αυτού εξόδου καθ’ ημέραν πυρ πυρί προστιθείς, και θέρμην θέρμη, και πόθον πόθω, και σπουδήν σπουδή ουκ επαύσατο»[310]. Η καθαρά προσευχή γεννιέται στην καρδιά εκείνου που υπάρχει αυτό το πυρ. Γι’ αυτό ένα από τα αιτήματα της προσευχής μας είναι να έρθη αυτό το πυρ αφ’ ενός μεν για να καύση τα αμαρτήματα και τα πάθη, αφ’ ετέρου δε για να μας δώση την καθαρά προσευχή. «Πυρ μεν επιδημήσαν εν καρδία, προσευχήν ανέστησε» και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να κατέλθη στο ανώγεον της ψυχής μας το πυρ του Αγίου Πνεύματος[311]. Γι’ αυτό η παραγγελία είναι σαφής. Όσο διαρκεί το πυρ της Χάριτος και το ύδωρ των δακρύων δεν πρέπει να σταματούμε την προσευχή[312]. Το ευλογημένο αυτό πυρ, που ανάπτει μέσα στην καρδιά μας με την έλευση της Χάριτος, εν συνδυασμώ με την μετάνοια και τα δάκρυα, είναι εκείνο που προξενεί την πνευματική μας αναγέννηση. Με την βοήθεια αυτού του πυρός μεταμορφώνεται όλη η εσωτερική κατάσταση, ακόμη αλλάζουν και πολλές εκφράσεις του σώματός μας. Ο Θεοφάνης ο έγκλειστος γράφει: «Όταν η καρδία σας θερμανθή με την θείαν θερμότητα, τότε ουσιαστικώς άρχεται η εσωτερική σας μεταμόρφωσις, η αναγέννησις. Το μικρόν εκείνο πυρ θα κατακαύση τα εντός υμών πάθη ή, με άλλα λόγια, τα πάντα θέλουν πνευματοποιηθή. Μέχρις ότου φανερωθή εκείνο το ευλογημένον πυρ, το φωτίζον κα αγιάζον, η πνευματοποίησις δεν πραγματοποιείται, όσον και αν εντείνετε τας προσπαθείας σας. Ώστε ο σκοπός είναι: η απόκτησις εφεξής του πυρός εκείνου. Ιδού η κατεύθυνσις. Όμως οφείλετε να γνωρίζετε ότι το ευλογημένον αυτό πυρ δεν εμφανίζεται, εφ’ όσον τα πάθη της ψυχής παραμένουν, έστω και αν δεν ενεργούν επί του ανθρώπου. Τα πάθη είναι ό,τι και η υγρασία εις τα καυσόξυλα. Τα υγρά καυσόξυλα δεν καίονται. Χρειάζεται να παραθέσωμεν ξηρά προσανάματα. Τα προσανάματα, καιόμενα, στεγνώνουν την υγρασίαν και, κατά το μέτρον της αποξηράνσεως των υγρών καυσοξύλων, αναφλέγονται τα τελευταία ταύτα ολοσχερώς. Τα ιδικά μας, λοιπόν, καυσόξυλα είναι όλαι αι ψυχικαί ημών προσπάθειαι και άπασαι αι ασκήσεις του σώματός μας. Όλη η εσωτερική κατάστασις του ανθρώπου, εφ’ όσον ακόμη δεν προσέχει εαυτόν και δεν αγωνίζεται όπως πρέπει, είναι διαποτισμένη υπό υγρασίας, δηλ. υπό των παθών. Εφ’ όσον ακόμη τα πάθη μας δεν έχουν αποβληθή έξω, ταύτα ανθίστανται εις την ανάφλεξιν του πνευματικού πυρός. Τα πάθη εισέρχονται και εις την ψυχήν και εις το σώμα, καταλαμβάνουν και το ίδιον το πνεύμα μας, την συνείδησιν και την ελευθερίαν μας και ούτω κυριαρχούν επί του ανθρώπου ολοκληρωτικώς. Επειδή δε τα πάθη συντάσσονται μετά των δαιμόνων, δια των παθών οι δαίμονες κυριαρχούν εις τον άνθρωπον, ο οποίος αυταπατάται ότι δήθεν είναι κύριος του εαυτού του. Από τα δεσμά αυτά διαφεύγει εν πρώτοις η ψυχή του ανθρώπου δια της Θ. Χάριτος. Η ψυχή μας, πληρουμένη δια της ενεργείας της Θ. Χάριτος υπό φόβο Θεού, διακόπτει πάσαν σχέσιν μετά των παθών και δαιμόνων, και μετανοούσα δια τα παρελθόντα, λαμβάνει σταθεράν απόφασιν όπως εις το εξής ευαρεστήση τω Θεώ μόνω και ζήση του λοιπού δι’ Αυτόν και μόνον δι’ Αυτόν, πορευομένη εν ταις εντολαίς Αυτού»[313]. Ο ίδιος ασκητής γράφει γι’ αυτό το ευλογημένο πυρ: «Ανάβει, κατά τον Αββάν Βαρσανούφιον, το πυρ, όπερ εν χρόνω «ήλθε βαλείν» εις τον κόσμον ο Κύριος και μέσα εις το πυρ τούτο αρχίζουν να καταφλέγωνται πάντα τα παρά φύσιν πάθη του, καθώς όταν δια της επ’ αρκετόν χρόνον τριβής προκαλέσητε πυρ και βάλητε τούτο εις τα καυσόξυλα, θα «πάρουν φωτιά» και καιόμενα θα παράγουν τον σχετικόν κρότον και καπνόν, έως ότου κατακαούν τα πάντα. Κατακαυθέντα όμως τα καυσόξυλα είναι όλα διαπερασμένα από το πυρ (ανθρακιά) και ακτινοβολούν πλέον ευχάριστον λάμψιν χωρίς κρότο και χωρίς καπνόν. Το ίδιον ακριβώς συμβαίνει και εις το εσωτερικόν του πνεύματος του ανθρώπου. Το πυρ ανήφθη, αρχίζει η κατάκαυσις των παθών. Πόσος ο κρότος και ο καπνός, τούτο γνωρίζουν όσοι το υπέστησαν! Αφού όμως κατακαούν τα πάντα, ο κρότος και ο καπνός διακόπτεται, εις δε το εσωτερικόν επικρατεί μόνον το φως. Η κατάστασις λοιπόν αυτή είναι ακριβώς κατάστασις καθαρότητος. Ο δρόμος δεν είναι καθόλου σύντομος μέχρις εδώ. Είναι πλέον φανερόν ότι δι’ όσους δεν έχουν δεχθή πυρ της βεβαιωμένης επικοινωνίας μετά του Κυρίου, επίκειται όχι η ανάπαυσις αλλά πολύς κόπος και μόχθος. Ο κόπος όμως είναι πλέον γλυκύς και καρποφόρος, καθότι ο Κύριος είναι πολυέλεος και παντοδύναμος, ενώ μέχρι τούδε ο δρόμος ήτο πικρός και ολιγόκαρπος, αν όχι και εντελώς άκαρπος»[314]. Όσο κατακαίει το ευλογημένο πυρ τα πάθη, τόσο περισσότερο βιώνεται σαν Φως που φωτίζει την καρδιά. Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος διδάσκει ότι, όταν ο άνθρωπος ατενίζη τον ήλιο είναι αδύνατον να μη καταυγασθή στην όψη, το ίδιο συμβαίνει και με την καρδιά. «Ο αεί εγκύπτων εις τον αέρα της καρδίας, ου δύναται μη φωτίζεσθαι»[315]. Η καρδιά αφού δεν δέχεται τις εικόνες, τις μορφές και τις φαντασίες των πονηρών πνευμάτων είναι φυσικό να γεννά «λογισμούς φεγγοειδείς». Το κάρβουνο γεννά την φλόγα. Πολύ περισσότερο ο Θεός, που κατοικεί από το άγιο Βάπτισμα στην καρδιά, «ανάπτει το διανοητικόν ημών προς θεωρίας», εάν βεβαίως βρη τον αέρα της διανοίας μας καθαρό από ανέμους πονηρίας και εάν τηρήται από την φυλακή του νου[316]. Απηλλαγμένη η καρδιά από φαντασίες, «νοήματα τέξεται μέσον αυτής σκιρτώντα, θεία τε και μυστηριώδη»[317]. Η καρδιά γίνεται όργανο του Παναγίου Πνεύματος και αποκτά την γνώση του Θεού. Όλες οι σκέψεις και οι ενέργειες του ανθρώπου που έχει κάρδια απηλλαγμένη από τα πάθη και τις φαντασίες είναι θεολογικές. Όλος ο άνθρωπος είναι μια θεολογία. Η θεολογία αναβλύζει από τον λόγο και την σιωπή, την δράση και την ησυχία. Μέσα στην καθαρή καρδιά, που είναι «καρδιακός ουρανός», «ο τόπος του Θεού»[318], λάμπει ο ήλιος της δικαιοσύνης. Προηγουμένως κάναμε λόγο για το πυρ που εισέρχεται στην καρδιά, στο «αγιαστήριον του Θεού». Η ύπαρξη του πυρός δημιουργεί θέρμη στην καρδιά και στο σώμα. Άλλωστε μια ενέργεια του πυρός είναι η θερμαντική. Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής είναι εκφραστής αυτής της θερμότητος που δημιουργείται στην καρδιά. Όταν η ψυχή, λέγει, αποκτήση γνώση του εαυτού της, τότε πηγάζει από αυτήν μια θεοφιλής θέρμη. Αυτή η θέρμη πολύ εύκολα εξασθενεί. Η θέρμη όμως που προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα είναι ειρηνική και αδιάλειπτη. Δεν σκορπίζεται έξω από την καρδιά, αλλά δι’ αυτής «όλον τον άνθρωπον εις αγάπην τινα άπειρον... και χαράν» κατευφραίνει. Η πρώτη θέρμη είναι φυσική θέρμη, ενώ η δεύτερη είναι πνευματική[319]. Η θέρμη που αναβλύζει σαν πηγή είναι εκείνη που συγκεντρώνει τον νου του ανθρώπου, και έτσι γίνεται καθαρή προσευχή. Πρέπει να γνωρίζη ο αθλητής της νοεράς αυτής αθλήσεως ότι η πνευματική θέρμη δεν έρχεται από δεξιά ή αριστερά ή από πάνω, αλλά «εν καρδία βλαστάνουσα δίκην πηγής ύδατος εκ του ζωοποιού πνεύματος». Αυτή υπάρχει μέσα στην καρδιά. «Και ταύτην μόνην εν καρδία σου πόθησον ευρείν και κτήσασθαι, τηρών σου τον νουν αεί αφάνταστον και γυμνόν νοημάτων και λογισμών»[320]. Είναι σημαντική η εμφάνιση αυτής της θερμότητος στην καρδιά μας, διότι έτσι θα συγκεντρωθούν οι δυνάμεις της ψυχής εκεί θα γίνη απερίσπαστη προσευχή. Ο Θεοφάνης ο έγκλειστος διδάσκει: «Η θέρμη αύτη είναι έργον της Χάριτος του Θεού, όχι βεβαίως κατ’ εξαίρεσιν, αλλά προοριζομένη γενικώς προς πάντας. Η θέρμη αύτη δηλαδή προσιδιάζει, εμφανιζομένη εις ωρισμένον μέτρον καθαρότητος της όλης ηθικής δομής του εις προσευχήν ανθρώπου. Μόλις αναφθή ή ενεργηθή εν τη καρδία κατάστασις θέρμης και χρονίση αύτη, τότε αναχαιτίζεται ο αναβρασμός των φαντασιώσεων και διαλογισμών. Τότε εις την ψυχήν συμβαίνει κάτι παραπλήσιον με την αιμορροούσαν: «... και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής» (Λουκ. Η’, 44). Εις την κατάστασιν αυτήν η προσευχή μας καθίσταται κατά το μάλλον ή ήττον αδιάλειπτος. Έχομεν τότε ενταύθα την προσευχήν του Ιησού. Είναι δε τούτο το όριον, όπου δύναται να φθάση η προσευχή, την οποία εργάζεται ο άνθρωπος, αφ’ εαυτού του! Νομίζω ότι μέχρι εδώ κατανοείτε τα πάντα. Εν συνεχεία δίδεται η προσευχή ως επίτασις Χάριτος και όχι ως αυτή, την οποίαν εργάζεται ο άνθρωπος αφ’ εαυτού του. Επέρχεται πνεύμα ευκτικόν και σας προσελκύει εις το βάθος της καρδίας. Εις την περίπτωσιν αυτήν η ψυχή κατέχεται δια θείας και ανωτέρας δυνάμεως και παραμένει ευχαρίστως εντός Αυτής, εφ’ όσον συνεχίζεται η ενέργεια του ευκτικού πνεύματος. Γνωρίζω δύο βαθμούς της τοιαύτης θείας ενεργείας. Κατά τον πρώτον βαθμόν η ψυχή στοχάζεται πάντα, όσα ενεργούνται, έχει συναίσθησιν του εαυτού της και της καταστάσεώς της, δύναται και να συνομιλή, και να διευθύνη τον εαυτόν της, και δύναται ακόμη να μεταβάλη την κατάστασίν της αυτήν, αν το θελήση. Νομίζω ότι και τούτο πρέπει να σας είναι κατανοητόν. Αλλ’ εις τους αγίους Πατέρας, ιδίως δε εις τον άγ. Ισαάκ τον Σύρον, αναφέρεται και δεύτερος βαθμός ταύτης της δεδομένης άνωθεν προσευχής. Η προσευχή αύτη, την οποίαν κατονομάζει έκστασιν θείαν ή οπτικήν θεωρίαν θεωρείται ανωτέρα της προηγουμένης προσευχής»[321]. Όπως ανέφερε πιο πάνω ο άγιος Διάδοχος είναι δυνατόν να ανάψη μια φυσική θέρμη. Δηλαδή υπάρχουν δυο είδη θέρμης, η φυσική και η υπερφυσική. Για το θέμα αυτό καθώς επίσης και για τα αποτελέσματα της υπερφυσικής θέρμης γράφει ο Θεοφάνης ο έγκλειστος: «Η πραγματική θέρμη είναι δώρον Θεού. Υπάρχει όμως και «φυσική» θέρμη καρπός των προσωπικών μας προσπαθειών και ελευθέρων διαθέσεων. Απέχουν μεταξύ των αύται ως ο ουρανός από της γης. Ποίαν κατέχετε εσείς, δεν φαίνεται ακόμη: θα φανή αργότερον. Γράφετε ότι «κουρασθήκατε από τους λογισμούς σας και δεν δύνασθε να συγκεντρωθήτε ενώπιον του Θεού». Τούτο σημαίνει ότι η θέρμη δεν είναι εκ του Θεού αλλά ιδική μας, φυσική. Ο πρώτος καρπός της του Θεού θέρμης είναι η ειρήνη και η συγκέντρωσις των λογισμών εις εν σημείον και η κατεύθυνσίς των προς τον Θεόν σταθερώς. Εδώ συμβαίνει ό,τι και με την αιμορροούσαν: εις την οποίαν «εσταμάτησε η ρύσις του αίματος». Εδώ ελαττούται και σταματά η ροή των απρεπών λογισμών. Τι πρέπει να κάμωμεν λοιπόν; Έχοντες την φυσικήν σας θέρμην, να μη της αποδίδετε ιδιαιτέραν σημασίαν, αλλά να την θεωρήτε ως προοίμιον της εκ του Θεού αναμενομένης. Έπειτα να λυπηθήτε δια την έλλειψιν της θείας ενεργείας εν τη καρδία υμών και μετά πόνου δεηθήτε τω Κυρίω αδιαλείπτως ούτως: «Σπλαχνίσου με! Μη απορρίψης με από του προσώπου Σου! Σημειωθήτω επ’ εμέ το φως του προσώπου Σου!» Προς τούτο είναι ενισχυτικαί αι σωματικαί στερήσεις του φαγητού, του ύπνου κ.τ.λ. Όλην δε την υπόθεσιν να την αναθέσετε εις τα χέρια του Θεού»[322]. Πρέπει εξ άλλου να σημειωθή ότι, όπως σε πολλά θέματα έτσι και εδώ, ο διάβολος δυνατόν να προξενήση μια θέρμη στην καρδιά για να αποσπάση την προσοχή του ανθρώπου από τον Θεό. Όταν η αναφθείσα θέρμη αποσπά την προσοχή από τον Θεό και η προσευχή παύη να είναι καθαρά και κατ’ αυτόν τον τρόπον γίνεται αφορμή για να επαρθή ο άνθρωπος, είναι δείγμα ότι είναι σατανική. Ο φρόνιμος και καλός αθλητής δεν αυτοθαυμάζεται, δεν αφήνει να φύγη ο νους από την αίσθηση της αμαρτίας, την βίωση της μετανοίας και την ακόρεστη μνήμη του Θεού μέσα σε βαθειά ταπείνωση. Πάντως η θέρμη της καρδιάς μεταδίδεται και στο σώμα. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντιμετωπίζοντας αντίρρηση του Βαρλαάμ, ότι δεν συμμετέχει το σώμα στην προσευχή και ότι πρέπει να νεκρωθή το παθητικό μέρος της ψυχής, λέγει ότι αυτό δεν είναι πατερική και ορθόδοξη διδασκαλία. Δεν λαμβάνει μόνον η ψυχή τον αρραβώνα των μελλόντων αγαθών, αλλά και το σώμα[323]. Η αναγέννηση της ψυχής συνεπάγεται και την αναγέννηση του σώματος. Το πένθος δεν τελείται μόνον στην ψυχή, αλλά «από ταύτης και επί το σώμα και την κατά σώμα διαβαίνει αίσθησιν»[324]. Η Χάρη του Θεού που βρίσκεται στην ψυχή μεταβαίνει και στο σώμα. Χρησιμοποιεί ως επιχειρήματα από την Γραφή την περίπτωση του Μωϋσέως, του οποίου έλαμψε το πρόσωπο, και του Στεφάνου, του οποίου το πρόσωπο έγινε ως πρόσωπον αγγέλου[325]. Αυτό γίνεται και με την θέρμη. Η θέρμη της ψυχής διαβαίνει και στο σώμα. Κατά την διάρκεια της συντόνου προσευχής, όταν αναφθή η νοητή λαμπάδα και ο νους ανεγείρη τον πόνο δια πνευματικής θεωρίας σε υψηλή φλόγα, τότε «και το σώμα παραδόξως κουφίζεταί τε και διαθερμαίνεται, ως από πυρός αισθητής καμίνου τοις ορώσιν εξιέναι δοκείν»[326]. Όσοι βλέπουν αυτόν τον άνθρωπο αισθάνονται ότι εξέρχεται από φωτιά αισθητής καμίνου. Ακόμη και ο ιδρώτας του Χριστού διδάσκει την αισθητή θέρμη που έρχεται στο σώμα «εκ μόνης της εκτενούς προς τον Θεόν δεήσεως»[327]. Είναι τόσο απαραίτητη η θέρμη αυτή για την πνευματική ζωή, ώστε ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνιστά, αν χάσουμε την μακαρία και επέραστον αυτήν θέρμη να ζητήσουμε επιμελώς να βρούμε από ποια αιτία έφυγε «και κατ’ εκείνης όλον τον πόλεμον και την σπουδήν» να αναλάβουμε[328]. Η ύπαρξη της Χάριτος μέσα στην καρδιά φανερώνεται και με το σκίρτημα της καρδιάς. Αυτό είναι δείγμα υγείας της καρδιάς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, έχοντας υπ’ όψη του τον Μ. Βασίλειο και τον Μ. Αθανάσιο, λέγει ότι το σκίρτημα της καρδιάς είναι σημείον της Χάριτος και η καρδιά σκιρτά ως πηδώσα «τω ενθουσιασμώ της αγάπης του αγαθού»[329]. Και σε άλλο σημείο λέγει ότι, όταν η ψυχή σκιρτά με τον έρωτα του μόνου εφετού, τότε «και η καρδιά συγκινείται, σκιρτήμασι πνευματικοίς την κοινωνίαν της χάριτος ενδεικνυμένη και ώσπερ ενθένδε ορμωμένη προς την, μετά σώματος εν νεφέλαις κατά το επηγγελμένον του Κυρίου υπαντήν»[330]. Έτσι και η καρδιά σκιρτά κινουμένη για την υπάντηση του Κυρίου, όταν θα έλθη εν νεφέλαις. Από τώρα προετοιμάζεται για την υποδοχή του επουρανίου Βασιλέως. Με αυτούς τους τρόπους η καρδιά καθαρίζεται και θεραπεύεται από την υπάρχουσα ιλύ της αμαρτίας. Τα πάθη μεταμορφώνονται. Αντί να υπηρετούν τον διάβολο και τα έργα της αμαρτίας υπηρετούν τον Κύριο. Έτσι καθαρίζεται η καρδιά του ανθρώπου και προετοιμάζεται για την όραση του Θεού. Στην συνέχεια θα δούμε αυτήν την κάθαρση της καρδιάς και τα αποτελέσματα που προσφέρει στον άνθρωπο. Ο Κύριος είπε: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’, 8). Ο Αδελφόθεος Ιάκωβος προτρέπει: «αγνίσατε καρδίας δίψυχοι» (Ιακ. δ’, 8). Και ο Απόστολος Πέτρος παραγγέλλει: «εκ καθαράς καρδίας αλλήλους αγαπήσατε εκτενώς» (Α’ Πέτρ. α’, 22). Η καθαρή καρδιά βλέπει τον Θεό και τους «εν αυτώ θησαυρούς»[331]. Βλέπει τον Θεό ο οποίος είναι το «ακρότατον τέλος των αγαθών»[332]. Η εξωτερική άσκηση, η άσκηση του σώματος, είναι εικών της Παλαιάς Διαθήκης ενώ η καθαρότης της καρδίας είναι εικών του Ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης. Η νηστεία, η εγκράτεια, η χαμευνία, η στάση, η αγρυπνία και όλες οι άλλες σωματικές ασκήσεις είναι καλές γιατί ησυχάζουν το παθητικό μέρος του σώματος από την κατ’ ενέργειαν αμαρτία. Είναι παιδαγωγία του έξω ημών ανθρώπου και φρουρός των κατ’ ενέργειαν παθών. Συγχρόνως είναι φρουρητικά και των κατά διάνοιαν αμαρτημάτων. Αλλά όμως «η καθαρότης της καρδίας, ήγουν η του νου τήρησις και φυλακή, ης τύπος η Καινή Διαθήκη... πάντα τα πάθη και πάντα τα κακά από της καρδίας εκριζούσα, εκκόπτει∙ και αντεισάγει χαράν, ευελπιστίαν, κατάνυξιν, πένθος, δάκρυον, επίγνωσιν εαυτών τε και των αμαρτημάτων ημών, μνήμην θανάτου, ταπείνωσιν αληθή, αγάπην τε άπειρον προς τε Θεόν και ανθρώπους και έρωτα θείον εγκάρδιον»[333]. Οι άγιοι Πατέρες, χωρίς να παραθεωρούν τις εξωτερικές σωματικές ασκήσεις, που είναι οπωσδήποτε παιδαγωγικές, δίδουν μεγαλύτερη προσοχή στην εσωτερική καθαρότητα, στην καθαρότητα της καρδιάς. Οι εξωτερικές ασκήσεις προετοιμάζουν το έδαφος για να αναπτυχθή ο αγώνας ο εσωτερικός. Αν ο άνθρωπος παραμείνη στις εξωτερικές ασκήσεις και δεν προχωρήση και εσωτερικά, τότε ζη στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης. Η προσπάθεια για την κάθαρση της καρδιάς έγκειται στο να εκδιώξουμε τα νέφη της πονηρίας από τον αέρα της καρδιάς, για να μπορέσουμε να δούμε τον ήλιο της δικαιοσύνης, τον Χριστό, «και ποσώς ελλαμφθήναι τους λόγους εν νω της αυτού μεγαλειότητος»[334]. Αλλά τι είναι καρδία καθαρά; Ποια καρδιά είναι καθαρή; Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος περιγράφει την καθαρή καρδία. Λέγει ότι καρδία καθαρά είναι εκείνη που δεν οχλείται από κανένα πάθος ούτε εννοεί κανένα πονηρό ή βιωτικό και έχει μέσα της μόνη την μνήμη του Θεού με ακατάσχετο έρωτα[335]. Καρδία καθαρά είναι εκείνη που αρπάζεται και «βλέπει τους αρραβώνας των επηγγελμένων τοις αγίοις καλών και αυτά τα αιώνια αγαθά κατά το εγχωρούν τη ανθρωπίνη φύσει...»[336]. Και οι άλλοι Πατέρες μιλάνε για την καθαρή καρδιά. Καρδία καθαρά είναι εκείνη που δεν έχει καμμιά φυσική κίνηση και στην οποία ο Θεός σαν σε πτυχίο εγγράφει τους νόμους Του[337]. Καθαρά καρδία είναι εκείνη που δεν αφήνει καθόλου τους λογισμούς να εισέλθουν στην ψυχή[338]. Καθαρός στην καρδιά είναι εκείνος του οποίου η καρδιά δεν τον κατηγορεί για αθέτηση εντολής του Θεού ή αμέλεια ή υποδοχή αντιθέτου εννοίας[339]. Καθαρότης της καρδιάς υπάρχει όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να μη κρίνη καθόλου πόρνη, αμαρτωλούς και ατάκτους, αλλά όλους τους βλέπη με καθαρό οφθαλμό, «μηδένα εξουδενείν μήτε ανακρίνειν ή βδελύσσεσθαι ή έχειν αυτούς εν διακρίσει»[340]. Μάλιστα, ο άγιος Μακάριος συνιστά αυτό που είναι ένδειξη της καθαρής καρδιάς: «Μονόφθαλμον εάν ίδης, μη διακριθής εν τη καρδία σου, αλλ’ ως υγιεί αυτώ πρόσχες∙ τον έχοντα κυλλήν την χείρα, ως μη κεκυλλωμένην ίδε∙ τον χωλόν ως ορθόν∙ τον παραλυτικόν ως υγιαίνοντα»[341]. Πως επιτυγχάνεται η καθαρότης της καρδιάς, που στην πραγματικότητα είναι η θεραπεία της από τα πάθη; Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναλύοντας την θεολογική διδασκαλία ότι η ενέργεια της ψυχής είναι στους λογισμούς και η ουσία της ψυχής βρίσκεται στην καρδιά, λέγει ότι η εν λογισμοίς ενέργεια του νου με την μονολόγιστη προσευχή εύκολα καθαίρεται. Αλλά στην περίπτωση αυτή να μη νομίση κανείς ότι καθαρίσθηκε ολοκληρωτικά, αν δεν καθαρισθούν και οι άλλες δυνάμεις της ψυχής, αν δεν καθαρισθή η ουσία του νου που βρίσκεται στην καρδιά. Αν σκεφθή έτσι πλανάται. Όταν ο άνθρωπος βλέπη την ακαθαρσία της καρδίας, τότε μαζί με την προσευχή πρέπει να χρησιμοποιήση και όλες τις άλλες δυνάμεις. Με την πράξη καθαίρει το πρακτικό, με την γνώση το γνωστικό, με την προσευχή το θεωρητικό και έτσι δι’ αυτών «εις την της καρδίας και του νου τελείαν και αληθή και μονιμωτάτην φθάνει καθαρότητα». Γι’ αυτό απαιτείται η πράξη, επίμονη τριβή, η θεωρία και η εν θεωρία προσευχή[342]. Κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο την καθαρότητα της καρδιάς την επιτελούν όχι μόνον μία εντολή, αλλά όλες οι εντολές. Και ούτε τότε μπορεί να καθαρισθή η καρδιά, αν δεν ενεργήση το Πανάγιο Πνεύμα. Όπως ο χαλκεύς χρησιμοποιεί εργαλεία, αλλά και το πυρ, γιατί χωρίς αυτό δεν μπορεί τίποτε να κατασκευάση, έτσι και ο άνθρωπος «πάντα μεν ποιείν και ως εργαλείοις χράται ταις αρεταίς, άνευ δε της του πνευματικού πυρός παρουσίας ανενέργητα μένει και ανωφελή, τον ρύπον και τον ιχώρα μη καθαίροντα της ψυχής»[343]. Ο αββάς Ποιμήν τονίζει ιδιαίτερως την ενέργεια του λόγου του Θεού. Όπως το νερό που τρέχει λίγο λίγο τρυπά τον λίθο, έτσι και ο λόγος του Θεού είναι απαλός ενώ η καρδία είναι σκληρά. «Ακούων ο άνθρωπος πολλάκις τον λόγον του Θεού ανοίγεται η καρδία αυτού του φοβείσθαι τον Θεόν»[344]. Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν πολύ τη δύναμη της ευχής και μάλιστα της μονολογίστου ευχής. Δι’ ευχής καθαρίζεται ο άνθρωπος με την συνέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος λέγει ότι είναι αδύνατον ο άνθρωπος να καθαρίση την καρδίαν του, να αποδιώξη τα εμπαθή νοήματα και τους νοητούς εχθρούς από αυτήν «άνευ συχνής επικλήσεως Ιησού Χριστού»[345]. Η επίκληση του Ονόματος του Ιησού δημιουργεί χαρά και γαλήνη στον αέρα της καρδίας, αλλά η τελεία κάθαρση της καρδίας επιτυγχάνεται με την δύναμη του Χριστού: «του δε άκρως καθαίρεσθαι την καρδίαν, αίτιος Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού και Θεός, ο πάντων των καλών αίτιος και ποιητής»[346]. Την αξία της ευχής για την μεταμόρφωση των παθών και την κάθαρση της καρδιάς τονίζουν πολλοί Πατέρες[347]. Μάλιστα ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει ότι υπάρχουν δυο τρόποι ενώσεως, «μάλλον δε είσοδοι εκατέρωθεν της νοεράς προσευχής, της δια του πνεύματος εν καρδία ενεργουμένης». Υπάρχουν δηλαδή δύο τρόποι νοεράς προσευχής και ενώσεως νου και καρδιάς. Ο ένας είναι όταν με την συνεχή επίκληση του Ονόματος του Χριστού και με την αναφανείσα θέρμη γίνεται ενέργεια στην καρδιά, των παθών μειουμένων και ο δεύτερος τρόπος είναι όταν «το πνεύμα έλκει τον νουν προς εαυτό, εις το βάθος της καρδίας άγχον αυτόν και της συνήθους περιφοράς απείργον»[348]. Πάντως είναι γεγονός ότι, όταν καθαρισθή η καρδιά, τότε εκεί γίνεται μια αέναη θεία Λειτουργία και απευθύνονται ύμνοι προς τον Θεό. Ισχύει αυτό που τονίζει ο Απόστολος Παύλος: «λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω» (Εφεσ. ε’, 19). Αυτή η προσευχή είναι η πλέον ευπρόσδεκτη από τον Θεό. Βέβαια και όταν η καρδιά καθαρισθή και τότε ο άνθρωπος δεν πρέπει να υπερηφανεύεται, γιατί κανένα από τα κτιστά δεν είναι καθαρότερο από τα ασώματα, δηλαδή του αγγέλους, και όμως ο εωσφόρος από έπαρση έγινε διάβολος και είναι ακάθαρτος «αυτώ η υψηλοφροσύνη, ακαθαρσία παρά τω Θεώ λογισθείσα»[349]. Έτσι η καθαρότης της καρδιάς είναι πολύ λεπτό πράγμα και κατορθώνεται με μεγάλο κόπο και κυρίως με την βοήθεια και ενέργεια του Θεού. Ακάθαρτη καρδιά, έστω και από υπερηφάνους λογισμούς, είναι τυφλή. Τα αποτελέσματα της καθαρότητος της καρδιάς είναι πολλά. Θα υπογραμμίσουμε μόνον μερικά από αυτά. Εκείνος που αγωνίζεται για να τηρήση της καρδιακή καθαρότητα έχει διδάσκαλο τον Ίδιο τον Χριστό, τον νομοθέτη της καρδιάς, ο οποίος του διδάσκει μυστικώς το θέλημά Του[350]. Η καθαρή καρδιά βιώνει την καρδιακή λεγομένη ησυχία[351]. Ζη την ειρήνη του Θεού. «Και η ειρήνη του Θεού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών» (Κολ. γ’, 15). Νικά την δειλία. «Ο καθαράν την καρδίαν κτησάμενος, ούτος δειλίαν ενίκησεν»[352]. Δεν φοβάται τίποτε, ούτε και τον θάνατο. Γιατί ο φόβος του θανάτου είναι συνέπεια της καρδιακής ακαθαρσίας. Ελευθερώνεται από δαιμονικούς λογισμούς, λόγους και έργα[353]. Αποκτά την εσωτερική καρδιακή σιωπή και ησυχία από κάθε λογισμό[354]. Γίνεται η καρδιά «του Πνεύματος του Αγίου... όλη χωρητική» και ενοπτρίζεται εκεί καθαρά τον Θεό[355]. Αποβάλλει την στεναχωρία που δημιουργούν οι σωματικές φροντίδες και ανοίγεται, πράγμα το οποίο είναι η ελπίδα προς τον Θεό. «Χώρημα καρδίας ελπίς εις Θεόν. Στεναχωρία δε αυτής φροντίς σωματική»[356]. Του ανθρώπου που έχει καθαρή καρδιά το πρόσωπο είναι χαρωπό, η γλώσσα του μελωδός σε δεήσεις και σε ομιλία είναι ηδύτατος. «Ο δε αγαθών και αθανάτων φυτών γεωργός της καρδίας, χαρωπόν και γεγαννωμένον έχει το πρόσωπον∙ μελωδόν τε εις δεήσεις την γλώτταν αυτού και όλον εαυτόν εις ομιλίαν ηδύτατον...»[357]. Η καθαρή καρδιά απηλλαγμένη από την φαντασία δεν αμαρτάνει. «Αδύνατον εν καρδία αμαρτίαν εισελθείν, εάν μη κρούση πρότερον εν θύρα καρδίας δια φαντασίας πονηράς προσβολής»[358]. Η κάθαρση της καρδιάς, και από τα αποτελέσματα τα οποία παραθέσαμε προ ολίγου, φαίνεται ότι είναι θεραπεία της καρδιάς. Η ασθένεια, που είναι τα πάθη, εκδιώκεται. Η καρδιά υγιαίνει. Αλλά οι Πατέρες συνιστούν ότι πριν από την κάθαρση, κατά την διάρκεια της καθάρσεως και μετά από αυτήν απαιτείται εκ μέρους μας προσοχή και φυλακή. Χρειάζεται μια διαρκής νήψη και φυλακή της καρδίας. Απαιτείται να προσέχουμε την καρδία, διότι αν αυτή πληγωθή, ξηραίνεται όλο το σώμα, όπως όταν κτυπήσουμε την καρδία του φυτού όλο το φυτό ξηραίνεται[359]. Ο Ησαΐας ο αναχωρητής προτρέπει να ερευνούμε καθημερινώς και να κατανοούμε την καρδιά και να απορρίπτουμε κάθε πονηρό: «Εξερεύνησον εαυτόν, αδελφέ, καθ’ ημέραν κατανοών την καρδίαν σου, τι εστιν εν αυτή τω παθών, ενώπιον του Θεού∙ και απόρριψον από της καρδίας σου, ίνα μη απόφασις πονηρά έλθη επί σε. Πρόσεχε ουν τη καρδία σου, αδελφέ, και γρηγόρει τοις εχθροίς σου∙ και γαρ πανούργοί εισιν εν τη κακία αυτών»[360]. Χρειάζεται αυτή η προσοχή και όταν ακόμη ο άνθρωπος είναι πολύ αμαρτωλός. Διότι όταν εγκαταλείψη τις αμαρτίες και επιστρέψη προς τον θεό, τότε «η μετάνοια αυτού αναγεννά αυτόν και όλον κοινόν ποιεί»[361]. «Πανταχού η θεία Γραφή παλαιά τε και νέα περί της φυλακής της καρδίας διαλέγεται»[362]. Και αναφέρει τέτοια χωρία. Εκείνος που ενδημεί πάντοτε στην καρδία του «εκδημεί πάντως των ωραίων του βίου∙ πνεύματι γαρ περιπατών τας της σαρκός επιθυμίας ειδέναι ου δύναται»[363]. Πέρα από την προσπάθεια να τηρήσουμε τον νου μας καθαρό, να αποδιώκουμε τους λογισμούς και τις φαντασίες για να φυλάξουμε την καρδία καθαρά, απαιτείται εγκράτεια γλώσσης και κοιλίας. Γιατί η πολυλογία και η αδηφαγία είναι εκείνα που με τις αναθυμιάσεις μολύνουν τον νου και έπειτα μολύνουν και την καρδιά, αφού ο νους είναι ο τροφοδότης της καρδιάς. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Τιθόην «πως φυλάξω την καρδίαν μου;». Και ο γέρων απήντησε: «πως φυλάξωμεν την καρδίαν ημών, ανεωγμένης της γλώσσης ημών και της κοιλίας;»[364]. Πιστεύω ότι από όλα αυτά έγινε φανερό ότι για να ζήσουμε συνειδητή χριστιανική ζωή και για να αποκτήσουμε την σωτηρία πρέπει να βρούμε τον χώρο της καρδιάς.. Ένας ασκητής στις ερωτήσεις διαφόρων ανθρώπων απαντούσε: Ρώτησε την καρδιά σου. Τι σου λέγει η καρδιά σου; Και, όπως αναπτύξαμε, η καρδιά δεν είναι απλώς το συναίσθημα, αλλά ο χώρος που αποκαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και στον οποίο αποκαλύπτεται ο Θεός. Πρέπει να αποκτήσουμε την αίσθησή της. Σ’ αυτό το σημείο κατατείνει όλη η εν Χριστώ άσκηση. Και αφού βρούμε την καρδιά πρέπει να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να θεραπευθή από τις ασθένειες της τις πνευματικές. Είμαστε όλοι καρδιοπαθείς. Και πρέπει να θεραπευθούμε. Η εύρεση και η θεραπεία της καρδιάς είναι ουσιαστικά εύρεση της σωτηρίας.
Σημειώσεις: [266] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 51, β’ [267] ένθ. ανωτ. σελ. 69, ξε’ [268] ένθ. ανωτ. σελ. 161, κστ’ [269] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 305, λβ’ [270] Φιλοκαλία Α’, σελ. 124, σι’ [271] αγ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 49, ρδ’ [272] Φιλοκαλία Α’, σελ. 97, ιθ’ [273] Φιλοκαλία Β’, σελ. 277, ιγ’ [274] Φιλοκαλία Α’, σελ. 97, ιη’ [275] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 244, μστ’ [276] Ανωνύμου Ησυχαστού: Νηπτική Θεωρία, εκδ. Ορθ. Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 171-74 [277] Ιω. Σιναΐτου Κλίμαξ, σελ. 69, ξδ’ [278] Φιλοκαλία Α’, σελ. 125, σιζ’ [279] Η νοερά άθλησις, ένθ. ανωτ. σελ. 83-84 [280] ένθ. ανωτ. σελ. 87-88 [281] Ιω. Σιναΐτου Κλίμαξ, σελ. 69, ξστ’ [282] αγ. Ισαάκ του Σύρου: Τα ευρεθέντα ασκητικά, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 10 [283] ένθ. ανωτ. [284] Φιλοκαλία Α’, σελ. 177, ε’ [285] οσ. Νείλου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 177, στ’ [286] Ιω. Σιναΐτου Κλίμαξ, σελ. 63, η’ [287] Γεροντικόν, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 96, ριθ’ [288] αγ. Νικοδήμου του αγιορείτου: Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 185 [289] οσ. Μάρκου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 97, ιε’ [290] Γεροντικόν, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 11, μα’ [291] S C 113, 184 [292] ένθ. ανωτ. σελ. 184 [293] ένθ. ανωτ. σελ. 180 [294] ένθ. ανωτ. σελ. 182 [295] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 289, ο’ [296] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 289, ξθ’ [297] Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθοπούλων, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 255, νη’ [298] Γεροντικόν, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 96, ριθ’ [299] ένθ. ανωτ. σελ. 96, ρκβ’ [300] Ιω. Σιναΐτου Κλίμαξ, σελ. 77, ιβ’ [301] ένθ. ανωτ. σελ. 148, λε’ [302] αγ. Ισαάκ του Σύρου, ένθ. ανωτ. σελ. 10 [303] Ιω. Σιναΐτου Κλίμαξ, σελ. 68, νγ’ [304] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 334, λδ’ [305] οσ. Μάρκου ασκητού, Φιλοκαλία Α’. σελ. 97, ιε’ [306] οσ. Νείλου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 177, ζ’, 178, η’ [307] Ιω. Σιναΐτου Κλίμαξ, σελ. 163, νβ’ [308] Ιω. Σιναΐτου: ένθ. ανωτ., σελ. 125, ζ’ [309] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 300, θ’ [310] Ιω. Σιναΐτου Κλίμαξ, σελ. 20, μη’ [311] ένθ. ανωτ. σελ. 162, μζ’ [312] ένθ. ανωτ. σελ. 163, να’ [313] Η νοερά άθλησις, ένθ. ανωτ. σελ. 97-98 [314] ένθ. ανωτ. σελ. 78-79 [315] Φιλοκαλία Α’, σελ. 157, ρη’ [316] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 157, ρδ’ [317] ένθ. ανωτ. σελ. 165, ρνστ’ [318] Φιλοθέου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 275, δ’ [319] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν... ένθ. ανωτ. σελ. 162-163, οδ’ [320] αγ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 86-87 [321] Η νοερά άθλησις, ένθ. ανωτ. σελ. 48 [322] ένθ. ανωτ. σελ. 89-90 [323] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 220 [324] ένθ. ανωτ. σελ. 218 [325] ένθ. ανωτ. σελ. 214-216 [326] ένθ. ανωτ. σελ. 216 [327] ένθ. ανωτ. σελ. 216 [328] Ιω. Σιναΐτου Κλίμαξ, σελ. 17, κγ’ [329] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 152 [330] ένθ. ανωτ. σελ. 216 [331] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 48, οβ’ [332] ένθ. ανωτ. σελ. 85, π’ [333] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 158, ριβ’, ριγ’ [334] Φιλοθέου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 276, η’ [335] S C 51, σελ. 89, λβ’ [336] ένθ. ανωτ. σελ. 90, λε’ [337] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 85, πα’ [338] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 171, ρκγ’ [339] οσ. Θεοδώρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 320, πστ’ [340] αγ. Μακαρίου Αιγυπτίου, Μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου, Ορθόδ. Ανατ. Μοναχισμός, σελ. 724 [341] ένθ. ανωτ. [342] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 133, γ’ [343] S C 51, σελ. 88-89, κθ’ [344] Γεροντικόν, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 101, ρπβ’ [345] Φιλοκαλία Α’., σελ. 145, κη’ [346] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 155, κα’ [347] βλ. Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 167, ρο’, Α’, 150, ξβ’, Α’, 170, ρπδ, Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθοπούλων, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 271, οε’ [348] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 71, α’ [349] Φιλοθέου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 277, ια’ [350] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 170, ρπστ’ [351] ένθ. ανωτ. σελ. 156, ρ’ [352] αγ. Συμεών Νέου Θεολόγου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 245, ν’ [353] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 159, ρκβ’ [354] ένθ. ανωτ. σελ. 143, ιε’ [355] Αββά Φιλήμονος, Φιλοκαλία Β’, σελ. 249, στ. 35 [356] οσ. Μάρκου ασκητού, Φιλοκαλία Α’. σελ. 116, ριδ’ [357] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 281, λγ’ [358] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 148, με’ [359] ένθ. ανωτ. σελ. 153, οη’ [360] Φιλοκαλία Α’, σελ 33, κ’, 34, κα’ [361] ένθ. ανωτ. σελ. 34, κβ’ [362] ένθ. ανωτ. σελ. 34, κγ’ [363] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν... ένθ. ανωτ. σελ. 124, νζ’ [364] Γεροντικόν, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 122, γ’ |
Δημιουργία αρχείου: 29-5-2014.
Τελευταία ενημέρωση: 4-6-2014.