Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ. Μέρος Δεύτερον Τού Ανδρέα Θεοδώρου Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών
Α΄ Κεφάλαιο Η θεολογία των Απολογητών ως απαρχή θεμελιώσεως της επιστημονικής θεολογίας της Εκκλησίας Το δόγμα υπό το πρίσμα των επ' αυτού επιδράσεων της Ελληνικής φιλοσοφίας |
ε) Η περί δημιουργίας του κόσμου διδασκαλία
1. Κατά την Χριστιανικήν διδασκαλίαν ο Θεός αποτελεί την άμεσον αιτίαν και αρχήν όλων των δημιουργημάτων. Ταύτα έπλασεν ελευθέρως δια του Λόγου του εκ του μηδενός και εγχρόνως. Δια των αντιλήψεων τούτων η Χριστιανική πίστις καταλαμβάνει το μέσον μεταξύ του πανθεϊσμού της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας (της Στοάς και του θεωρητικο-διαλεκτικού πλατωνισμού), του συνέχοντος και μιγνύοντος Θεόν και κόσμον, και του δυϊσμού (Πλατωνισμός του Τιμαίου), του αντιπαραθέτοντος προς τον Θεόν την ύλην, ως αρχήν αυθυπόστατον, υπάρχουσαν αϊδίως Ασχέτως του Θεού. Εις το θεμελιώδες τούτο σημείον της θρησκευτικής και φιλοσοφικής πίστεως ποίαν θέσιν έλαβον οι Απολογηταί; Εδέχθησαν την αρχήν ή το άναρχον της ύλης; Κατ' αυτούς ο Θεός είναι πράγματι δημιουργός ή απλούς διακοσμητής ύλης προϋπαρχούσης;
2. Εν τω συστήματι του Ιουστίνου η αρχή ή το άναρχον της ύλης παραμένει ζήτημα σκοτεινόν και δυσεπίλυτον. Τας σχετικάς αντιλήψεις του δυνάμεθα να εκλάβωμεν και κατά τον ένα και κατά τον άλλον τρόπον.206 Τα κύρια χωρία, εις τα οποία εκφράζεται η σχετική πίστις του, είναι τα ακόλουθα: «Και πάντα την αρχήν αγαθόν όντα δημιουργήσαι αυτόν εξ αμόρφου ύλης, δι' ανθρώπους δεδιδάγμεθα». «την δε του ηλίου ημέραν κοινή πάντες την συνέλευσιν ποιούμεθα, επειδή πρώτη εστίν ημέρα, εν ή ο Θεός το σκότος και την ύλην τρέψας κόσμον εποίησε»207. Εις το χωρία ταύτα γίνεται λόγος περί της εξ αμόρφου ύλης δημιουργίας. Ως όμως είναι φανερόν, η δημιουργία αυτή είναι δυνατόν να εκληφθή και κατά τον Πλατωνικόν τρόπον208 και κατά την βιβλικήν της Γενέσεως έννοιαν (κεφ. Α'). Παραλλήλως εν τω χωρίω: «εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην· η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος… Ώστε λόγω Θεού εκ των υποκειμένων και προδηλωθέντων δια Μωυσέως γεγενήσθαι τον πάντα κόσμον, και Πλάτων και οι ταυτά λέγοντες και ημείς εμάθομεν…»,209 άλλοι μεν βλέπουν προσπάθειαν του Ιουστίνου να εισαγάγη τον Πλατωνισμόν εις την Αγίαν Γραφήν, άλλοι δε, τουναντίον, προσπάθειαν εξαρτήσεως του Πλάτωνος εκ της Βίβλου. Δεδομένης της ως άνω ασαφείας, νομίζομεν, ότι ο καλύτερος τρόπος προς διακρίβωσιν της εν προκειμένω πραγματικής εννοίας του Μάρτυρος, είναι να εξετάσωμεν το ζήτημα εντός των πλαισίων της γενικωτέρας διδασκαλίας αυτού. Τότε θα ίδωμεν, ότι ο μεταφυσικός οντολογικός δυϊσμός είναι τελείως ξένος της θεολογικής σκέψεως αυτού. Τρία τινά συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής: α) Το αγέννητον του Θεού. Κατά τον Ιουστίνον η μόνη αγέννητος αρχή είναι ο Θεός Πατήρ. Ο Λόγος, καίπερ αΐδιος ων, εν τούτοις δεν είναι και αγέννητος, διότι έχει ως αρχήν αυτού τον Πατέρα. Ομοίως και αι ψυχαί δεν είναι αγέννητοι, διότι τότε θα ήσαν και φύσει αθάνατοι. Τούτων ούτως εχόντων, πώς είναι δυνατόν να είναι αγέννητος η κτιστή και πεποιημένη ύλη; β) Το ηθικόν σύστημα του Μάρτυρος. Αν η ύλη ήτο αγέννητος, τότε θα ήτο και εστία του κακού, όπως εδίδαξε σχετικώς ο Πλάτων. Δια τον Ιουστίνον όμως, εξαίροντα κατ' εξοχήν την ελευθερίαν του ανθρώπου, η υπόθεσις αυτή είναι όλως αδιανόητος. γ) Τέλος η αυστηρά κριτική, την οποίαν ασκεί ο απολογητής επί της θεολογίας και της κοσμολογίας του Στωικισμού. Εάν τον φυσικόν πανθεϊσμόν και τα περί ειμαρμένης διδάγματα της Στοάς τοσούτον ενεργώς καταπολεμή ο Ιουστίνος πώς ήτο δυνατόν να ανεχθή την ύπαρξιν ύλης προϋφεστώσης η οποία κατ' ανάγκην θα περιώριζε το απόλυτον του ενός και μόνου αληθινού Θεού;
3. Οι άλλοι Απολογηταί εκφράζονται σαφέστερον του Ιουστίνου. Κατά τον Τατιανόν, εν αντιθέσει προς τον άναρχον και αγέννητον Θεόν, η ύλη ούτε άναρχος είναι ούτε ισοδύναμος προς τον Θεόν «γεννητή δε και ουχ υπό άλλου γεγονότα, μόνου δε υπό του πάντων δημιουργού προβεβλημένη»210 (προφανείς αι αντιδράσεις κατά του φυσιοκρατικού πανθεϊσμού της Στοάς). Η ύλη, η υπό του Θεού προβεβλημένη, διακρίνεται κατ' αυτόν εις δύο στάδια: εις το πρώτον στάδιον αυτή ήτο άποιος και ασχημάτιστος «προ του διάκρισιν λαβείν», ενώ εις το δεύτερον, «μετά την εν αυτή διαίρεσιν», κατέστη «κεκοσμημένη και εύτακτος».211 Ομοίως και κατά τον Αθηναγόραν εν αντιθέσει προς τον αγένητον και αΐδιον Θεόν, η ύλη είναι γενητή και φθαρτή,212 ενώ κατά τον Θεόφιλον Αντιοχείας: «Τι μέγα, ει ο Θεός εξ υποκειμένης ύλης (επίθεσις κατά Πλάτωνος) εποίει τον κόσμον; Και γαρ τεχνίτης άνθρωπος επάν ύλην λάβη από τινος εξ αυτής όσα βούλεται ποιεί. Θεού δε η δύναμις εν τούτω φανερούται ίνα εξ ουκ όντων ποιή όσα βούλεται…»213
4. Οι Απολογηταί αντιπροσωπεύουν την αισιόδοξον περί του κόσμου εκδοχήν. Κατ' αυτούς η κατασκευή του κόσμου είναι καλή214 (αντίδρασις κατά της απαισιοδοξίας του φιλοσοφικού δυϊσμού), μόνον δε το εν αυτή πολίτευμα των ανθρώπων είναι φαύλον.215 Επομένως το εν τω κόσμω κακόν δεν έχει την προέλευσιν αυτού εκ του Θεού, αλλ' εκ της ελευθέρας βουλήσεως των λογικών όντων.
5. Ο Θεός, τέλος, πλάσας τον κόσμον χάριν των ανθρώπων,216 μεριμνά υπέρ αυτού πολυειδώς. Η ιδέα της θείας προνοίας είναι κατά πάντα σύμφωνος προς τας περί προσωπικότητος του θείου αντιλήψεις των Απολογητών. Ταύτην δε τονίζουν κυρίως εναντίον των φιλοσοφικών εκείνων δοξασιών (πλατωνικών), αι οποίαι προσεπάθουν να πείσουν, ότι «του μεν σύμπαντος και αυτών των γενών και ειδών επιμελείται ο Θεός, εμού δε και σου ουκ έτι και του καθ' έκαστο, επεί ουδ' αν ηυχόμεθα αυτώ δι' όλης νυκτός και ημέρας».217 Αι αντιλήψεις αύται αποτελούν απόρροιαν του ηθικού φιλελευθερισμού και των φυσιοκρατικών πανθεϊστικών αντιλήψεων (της στωικής των πάντων ανακυκλήσεως, της ειμαρμένης)218 των φιλοσόφων. Επίσης αποτελούν συνέπειαν της περί υπερβατικότητος του Θεού φιλοσοφικής αντιλήψεως. Ο Θεός της μεταφυσικής κυβερνά τον κόσμον γενικώς, χωρίς να υπεισέρχεται εις τας λεπτομέρειας του βίου των ατόμων, πράγμα το οποίον θα ήρχετο εις αντίθεσιν προς το υπερβατικόν μεγαλείον της θεότητος. Οι Απολογηταί, αποδεχόμενοι ομοίως την υπερβατικότητα του Θεού, έλυον το πρόβλημα δια της μεταξύ Θεού και κόσμου επεισαγωγής των ενδιαμέσων όντων: «Ο Θεός τον πάντα κόσμον ποιήσας και τα επίγεια ανθρώποις υποτάξας και τα ουράνια στοιχεία εις αύξησιν καρπών και ωρών μεταβολάς…, ά και αυτά δι' ανθρώπους φαίνεται πεποιηκώς. Την μεν των ανθρώπων και των υπό τον ουρανόν πρόνοιαν αγγέλοις, ους επί τούτοις έταξε, παρέδωκεν».219 Τόσον ο λόγος του Θεού όσον και οι άγγελοι, μεριμνώντες δια τα επί μέρους όντα και δια τους ανθρώπους, φέρουν εις σύνδεσιν τον εξωκόσμιον Πατέρα και δημιουργόν μετά του υλικού τούτου κόσμου, διεξάγοντες τα σχέδια της περί των όντων και ιδιαιτέρως των ανθρώπων ειδικής προνοίας του Θεού.
Σημειώσεις 206. Ούτως εξέλαβον αυτάς οι περί την θεολογίαν του Ιουστίνου ασχοληθέντες κριτικοί (Λεπτομερείας βλέπε: Α. Θοδώρου, μν. έργ. σελ. 123 και εξής). 207. Απολ. Α', 10, 2. 67, 7. Β.Ε.Π. 3, 166. 198. 208. Βλέπε Τιμ. 30b, 49-52. 209. Απολ. Α', 59. Β.Ε.Π. 3. 193. 210. Προς Έλλ., 5. Β.Ε.Π. 4, 245. 211. Προς Έλλ., 12. Β.Ε.Π. 4, 249. 212. Πρεσβεία, 4. Β.Ε.Π. 4, 284. 213. Προς Αυτόλ. Β΄, 4. Β.Ε.Π. 5, 22-23. 214. Αθηναγ., Πρεσβ., 16. Β.Ε.Π. 4, 291. 215. Τατ., προς Έλλ., 19. Β.Ε.Π. 4, 255. 216. Τατ., προς Έλλ., 4. Β.Ε.Π. 4, 244. Θεοφ., Προς Αυτόλ., Β΄ 10. Β.Ε.Π. 5, 27. Ιουστ., Απολ., Β΄, 4, 2. Β.Ε.Π. 3, 209. 217. Διάλ., 1, 4. Β.Ε.Π. 3, 209. 218. Ιουστ., Απολ., Β΄, 7. Β.Ε.Π. 3, 203-204. Βεβαίως πρέπει να ομολογηθή το γεγονός, ότι ο Στωικισμός του φιλοσοφικού συγκρητισμού της εποχής εδέχετο τα περί θείας προνοίας διδάγματα. Τούτο εγνώριζεν ο Ιουστίνος. Επομένως αι σχετικοί επιθέσεις του προσδιορίζονται μάλλον από μιας γενικωτέρας σκοπιάς. 219. Ιουστ., Απολ. Β΄, 5, 2. Β.Ε.Π. 3, 202. Ο Ιουστίνος καθαπτόμενος των πλατωνικών αντιλήψεων εγνώριζεν ασφαλώς ότι ο Πλάτων την υπέρ του κόσμου πρόνοιαν απέδιδεν εις ενδιάμεσα όντα, τους θεούς των θεών. Επομένως η απόλυτος υπερβατικότης του Θεού δεν ήτο εμπόδιον δια την εκδοχήν της υπέρ του κόσμου προνοίας του Θεού. Ο Ιουστίνος μάλλον τας συνεπείας της πλατωνικής εκδοχής θέλει να αποφύγη, ότι δηλαδή μεταξύ Θεού και ανθρώπων δεν υπάρχει άμεσος προσωπική πνευματική σχέσις, επί της οποίας στηρίζεται το γνήσιον θρησκευτικόν συναίσθημα. Ο Θεός του Χριστιανισμού δεν είναι ο απαθής και αδιάφορος πλατωνικός Θεός, αλλ' ο δημιουργός, ο Πατήρ, ο διδάσκαλος και ο σωτήρ των ανθρώπων. |
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 3-11-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 15-11-2017.