Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ. Μέρος Δεύτερον Τού Ανδρέα Θεοδώρου Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών
Α΄ Κεφάλαιο Η θεολογία των Απολογητών ως απαρχή θεμελιώσεως της επιστημονικής θεολογίας της Εκκλησίας Το δόγμα υπό το πρίσμα των επ' αυτού επιδράσεων της Ελληνικής φιλοσοφίας |
Συμπεράσματα περί τής φιλοσοφικής επιρροής στη διδασκαλία τών Απολογητών 1. Περάναντες το κεφάλαιον το σχετικόν προς την θεολογίαν των Απολογητών, δυνάμεθα να θέσωμεν ευθέως το ερώτημα: εις ποιαν κατάστασιν ευρέθη το Χριστιανικόν δόγμα εν τω θεολογικώ συστήματι των Απολογητών, κατά το β' ήμισυ της β' μ. Χ. Εκατονταετηρίδος; 2. Την απάντησιν εις το ερώτημα τούτο συνθέτουν τρία σημεία βασικά: Α) Εξ επόψεως θεολογικής αναπτύξεως το Χριστιανικόν δόγμα παρέμενεν, εις τας βασικός αυτού γραμμάς, σχεδόν το αυτό, ως ήτο κατά την προηγηθείσαν μεταποστολικήν εποχήν. Β) ορισμένα σημεία της διδασκαλίας των Απολογητών παρουσιάζονται καινοφανή και επικίνδυνα, μη δυνάμενα να φέρουν την σφραγίδα της Εκκλησιασπκής παραδόσεως. Γ) Είναι εμφανής η απολογητική προσπάθεια διερμηνείας του δόγματος δια της επιστημονικής γλώσσης και των φιλοσοφικών όρων της εποχής. 3. Και το μεν πρώτον σημείον γίνεται ευκόλως κατανοητόν. Οι απολογηταί ως εκ πεποιθήσεως τέκνα της Εκκλησίας ως στηρίζοντες την διδασκαλίαν των επί των πηγών της θείας αποκαλύψεως — της αγ. Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως — είναι γνήσιοι μάρτυρες της πίστεως της Εκκλησίας, κινούμενοι επί των αυτών γραμμών διδασκαλίας ως και οι θεολόγοι της πρώτης μεταποστολικής γενεάς (Αποστολικοί Πατέρες). Ως είναι φανερόν, εκ της επόψεως ταύτης η θεολογία των Απολογητών, ως στατικώς επαναλαμβάνουσα την προγενεστέραν αυτής θεολογικήν παράδοσιν, δεν παρουσιάζει το αναμενόμενον ενδιαφέρον δια την επιστήμην της ιστορίας των δογμάτων. 4. Το δεύτερον σημείον είναι οπωσδήποτε σοβαρώτερον. Εδώ την προσοχήν του μελετητού προσελκύει η ιδιοτυπία της θεολογικής σκέψεως των Απολογητών, η οποία κινείται κυρίως εις τον χώρον της καθαράς θεολογίας. Οι απολογηταί εκ φιλοσοφικών και θεολογικών προϋποθέσεων ορμώμενοι, κυρίως όμως παρακινούμενοι εκ της απολογητικής σκοπιάς του έργου των, διετύπωσαν την περί Θεού διδασκαλίαν της πίστεως κατά τρόπον όλως ιδιάζοντα, ξένον μεν εν πολλοίς προς την θεολογίαν των Αποστολικών Πατέρων, φέροντα όμως στοιχεία τόσον θετικά όσον και αρνητικά. Και θετικά μεν ήσαν τα στοιχεία εκείνα της περί Θεού διδασκαλίας των, δια των οποίων αφ' ενός μεν απεκρούσθησαν ο θεολογικός δυϊσμός του Γνωστικισμού και η πολυθεΐα της ειδωλολατρικής θρησκείας, αφ' ετέρου δε ηρμηνεύθη το ιστορικόν πρόσωπον του Ιησού Χριστού (δια της περί Λόγου διδασκαλίας) και ετέθησαν αι βάσεις της μελλοντικής αναπτύξεως της Χριστολογίας εν τη Εκκλησία. Εν τω Χριστώ δεν ενοικεί δύναμις του Πνεύματος, αλλ' ο Λόγος του Θεού σαρκοποιηθείς. Ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος ο αυτός. Εξ αυτού απορρέει η πραγματική θρησκεία, η μόνη θεία και έλλογος, η οποία υπερθεματίζει μεν, κυρίως όμως καταλύει πάσαν άλλην θρησκείαν, πληρούσα όλας τας ελλόγους εφέσεις του πνεύματος και τας καθαράς της καρδίας ανατάσεις. Αρνητικά δε στοιχεία ήσαν κυρίως τα περί γεννήσεως, υποταγής και δύο καταστάσεων του Λόγου διδάγματα. Εν προκειμένω η θεολογία των Απολογητών είναι άκρως επισφαλής, προσανατολιζομένη επικινδύνως προς την αρειανικήν κακοδοξίαν. Είναι προφανές, ότι επί του πεδίου τούτου, η εξέλιξις του Χριστιανικού δόγματος υπήρξε μάλλον αρνητική, ουδείς δε έχει το δικαίωμα να θεωρήση την θεολογίαν των Απολογητών ως εκφράζουσαν την γνησίαν δογματικήν συνείδησιν της Εκκλησίας. 5. Το σπουδαιότερον όμως όλων των άλλων σημείων είναι το τρίτον. Οι Απολογηταί αναλαβόντες το δύσκολον έργον της διερμηνείας του δόγματος επί τη βάσει της φιλοσοφικής ορολογίας και εννοιολογίας της εποχής, ανέλαβον έργον γόνιμον και θετικόν342, κατά πάντα σύμφωνον προς τας περί ιστορικής ανελίξεως του δόγματος επιστημονικάς αρχάς της ιστορίας των δογμάτων. Αναλαβόντες δε το έργον τούτο, αφ' ενός μεν απεσκόπουν εις την ικανοποίησιν βαθυτάτης ιστορικής και υπαρξιακής ανάγκης της Εκκλησίας, της οποίας το δόγμα και η εν γένει υπόστασις εχαρακτηρίζοντο υπό των λογίων εθνικών της εποχής ως φανατισμός, σκοτεινή δεισιδαιμονία και μωρία (επεδίωκον δηλαδή την δικαίωσιν του Χριστιανισμού)· αφ' ετέρου δε προέβαλλον γονίμως την Χριστιανικήν διδασκαλίαν εις το κουρασμένον εξ επόψεως θρησκευτικής εθνικόν περιβάλλον των με σκοπόν να κερδίσουν τούτο θετικώς εις την νέαν εξ αποκαλύψεως Χριστιανικήν πίστιν των. 6. Το ερώτημα όμως, το οποίον απ' αρχής απησχόλησε την ιστορίαν των δογμάτων, ανακύπτει έντονον και πιεστικόν: Η προσπάθεια των Απολογητών ηλλοίωσεν εις την ουσίαν αυτού το Χριστιανικόν δόγμα της Εκκλησίας ή υπήρξε μόνον η εξωτερική διατύπωσις αυτού επί τη βάσει των επιστημονικών μέσων της εποχής; 7. Εις το ερώτημα τούτο εδόθησαν ανέκαθεν δύο σαφείς και εκ διαμέτρου αντίθετοι αλλήλων απαντήσεις. Ούτως η μεν φιλελευθέρα προτεσταντική θεολογία, αφορμωμένη εκ των περί δόγματος ειδικωτέρων αντιλήψεων αυτής, δια της θεολογίας των Απολογητών βλέπει την εν τω Χριστιανισμώ οριστικήν εγκατάστασιν της φιλοσοφίας του Πλάτωνος και του Ζήνωνος,343 ομιλούσα ομοίως και περί ψευδούς εξελληνισμού του Χριστιανισμού.344 Κατ' αυτήν η θεολογία των Απολογητών διέφθειρε δια των κατηγοριών της Ελληνικής φιλοσοφικής σκέψεως την ουσίαν του Χριστιανικού δόγματος. Αντιθέτως, η ρωμαιοκαθολική και Ορθόδοξος θεολογία, αφορμώμεναι ομοίως εκ των περί δόγματος αντιλήψεων αυτών, εν τη θεολογία των Απολογητών, παρά τας άλλας δυσμενείς επ' αυτής επιδράσεις της φιλοσοφούσης σκέψεως των Ελλήνων, βλέπουν την ειδολογικήν μορφολογικήν διατύπωσιν της εξ αποκαλύψεως θείας αληθείας δια των επιστημονικών (φιλοσοφικών) μέσων της εποχής. 8. Η περί το φλέγον τούτο ζήτημα διαμάχη δεν έπαυσε να απασχολή την Χριστιανικήν θεολογικήν σκέψιν, απ' αρχής μέχρι σήμερον. Ως δε εσημειώσαμεν εν τη εισαγωγή του παρόντος κεφαλαίου, το βασικόν ή μη της αρνητικής προτεσταντικής κριτικής θα ανελάμβανε να αντιμετωπίση το εν λόγω κεφάλαιον δια της ενδελεχούς και νηφαλίας μελέτης της θεολογίας των Απολογητών. Προς τον σκοπόν ακριβώς τούτον, αφ' ενός μεν εδόθη μεγάλη σχετικώς έκτασις εις το ειρημένον κεφάλαιον, αφ' ετέρου δε η θεολογία των Απολογητών εξητάσθη εν αυτώ κυρίως υπό το πρίσμα των σχέσεων αυτής προς την Ελληνικήν φιλοσοφίαν, τοσούτω δε μάλλον καθ' όσον εν τη θεολογία ταύτη έχομεν την απαρχήν και την ρίζαν του όλου θεολογικού προβλήματος. 9. Η εκ της μελέτης του όλου θέματος απάντησις ημών εις το ανωτέρω τεθέν ερώτημα είναι μία και μόνη: Ο διισχυρισμός της υπό των Απολογητών αλλοιώσως του Χριστιανικού δόγματος δια της Ελληνικής φιλοσοφίας και ανιστόρητος είναι και δεν ανταποκρίνεται εις την βαθυτέραν ουσίαν του πράγματος.345 Ως πολλάκις ετονίσθη, η υπό των λογίων εκείνων ανδρών χρησιμοποίησις της Ελληνικής φιλοσοφίας εγένετο δια καθαρώς Ιεραποστολικούς και απολογητικούς σκοπούς. Οι Χριστιανοί Απολογηταί ηθέλησαν να διαθέσουν την φιλοσοφικήν των μόρφωσιν αφ' ενός μεν δια την υπεράσπισιν του Χριστιανισμού, αφ' ετέρου δε δια την εποικοδομητικήν προβολήν του ευαγγελίου εις το πνευματικόν περιβάλλον της εποχής των. Η προσθήκη του νέου τρόπου σκέπτεσθαι εις τον πυρήνα του Χριστιανικού κηρύγματος δεν είχεν ως συνέπειαν την αλλοίωσιν της ουσίας αυτού, αλλά την κατοχύρωσιν τούτου δια των μέσων και της δυνάμεως του ανθρωπίνου λόγου. Το απολογητικόν τούτο εγχείρημα ήτο κατά πάντα νόμιμον. Κατά τους απολογητές, ο ανθρώπινος λόγος, ως έκλαμψις του καθολικού θείου Λόγου, έχει θείαν την προέλευσιν αυτού. Παρά δε την εξασθένισίν του δια της αμαρτίας δεν έπαυσε να υπάρχει εις τον άνθρωπον, ανάγων αυτόν — έστω και αμυδρώς — προς τον Θεόν και οδηγών εις μερικήν ανεύρεσιν της αληθείας. Επομένως κατά τρόπον όλως φυσικόν οι λόγιοι εκείνοι άνδρες προέβησαν εις την κατοχύρωσιν της Χριστιανικής αληθείας διά των επιστημονικών εννοιών και όρων της φιλοσοφίας της εποχής. Εις το περιεχόμενον της θείας αποκαλύψεως προσέθετον το είδος της Ελληνικής σκέψεως, δια να προσδώσουν εις το πρώτον το σφρίγος και την δροσερότητα εκείνην, η οποία ήτο απαραίτητος δια να προσελκύση εις την εν Χριστώ θείαν αλήθειαν τους φιλοσοφικώς σκεπτόμενους αναγνώστας των. Εξ επόψεως όμως ουσίας οι Απολογηταί υπήρξαν εκλεκτικοί έναντι της Ελληνικής φιλοσοφίας. Προσκείμενοι κυρίως εις τον Πλατωνισμόν και τον Στωικισμόν, όσας εννοίας εξ αυτών εθεώρουν συμφώνους προς την νέαν πίστιν των (την θείαν υπερβατικότητα, λ.χ.) εισήγον ανενδοιάστως εις το Χριστιανικόν δόγμα — ασχέτως αν το εγχείρημα τούτο δεν ήτο πάντοτε ακίνδυνον — ενώ αντιθέτως τα ξένα προς την πίστιν διδάγματα (λ.χ. την περί ειμαρμένης στωικήν αντίληψιν) απέρριπτον και επέκρινον ζωηρώς. Η υπό των Απολογητών χρησιμοποίηση της Ελληνικής φιλοσοφίας υπήρξε νηφαλία και σύμμετρος. Τίμιοι προς εαυτούς και το περιβάλλον των δεν ήθελαν να κολακεύσουν ή να ευαρεστήσουν εις τους αναγνώστας των, αλλά να τους διδάξουν την αλήθειαν και να τους αποσπάσουν εκ της ματαιότητος της θρησκευτικής και φιλοσοφικής των παραδόσεως τονίζοντες ουχ ήττον την αρμονικήν συνάρθρωσιν του Χριστιανισμού, ως της μόνης αληθινής και συμφόρου φιλοσοφίας, προς ό,τι οι πατέρες των, παρακινούμενοι υπό του σπερματικού θείου λόγου, εύρισκον υγιές και σύμφωνον προς την αλήθειαν, η οποία εν τη πληρότητι αυτής εφανερώθη εις τον κόσμον δια της εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού επιφανείας του όλου Λόγου. 10. Ως όμως είναι φανερόν, η προσπάθεια της δια του φιλοσοφικού λόγου διερμηνείας του Χριστιανικού δόγματος προσέδιδεν αφ' ενός μεν μονομέρειαν εις την θεολογίαν των Απολογητών, αφ' ετέρου δε ωδήγει την προσπάθειάν των εις δρόμον εξόχως επικίνδυνον και ολισθηρόν. Περί του τελευταίου τούτου σημείου εκάμαμεν ήδη λόγον εις τα προηγούμενα. Ως προς δε την μονομέρειαν, είναι φανερά η προσπάθεια των Απολογητών να τονίζουν ωρισμένα μόνον σημεία της Χριστιανικής πίστεως, τα οποία ηδύναντο να βοηθήσουν την υπ' αυτών αναληφθείσαν προσπάθειαν, άλλα δε να αφήνουν εις την σκιάν. Τοιουτοτρόπως το περί Θεού και κόσμου δόγμα, το οποίον υπεβοήθει το απολογητικόν έργον των, σχεδόν αναπτύσσουν αποκλειστικώς ενώ περί των υπολοίπων δογμάτων — του χριστολογικού και του σωτηριολογικού — τηρούν κατά τα μάλλον ή ήττον σιγήν. Να μη εγνώριζον άράγε τα δόγματα ταύτα; Το ερώτημα είναι αφελές, αν αποβλέψωμεν τουλάχιστον εις τον Ιουστίνον, ο οποίος επί των δογμάτων τούτων και πλούσιος είναι και διεξοδικός. 11. Η μονομέρεια, ως και η νοησιαρχική ανάχρωσις του έργου των Απολογητών ωδήγησαν πολλούς, προτεστάντας κυρίως, κριτικούς εις την διατύπωσιν της γνώμης, ότι δι' αυτών (των Απολογητών) επετεύχθη η εκλογίκευσις του Χριστιανισμού. Τι να σημαίνη άράγε ο χαρακτηρισμός; να έχη την έννοιαν, ότι δια της απολογητικής προσπαθείας απεκενώθη ο μυστηριακός χαρακτήρ του Χριστιανισμού, αντικατασταθείς δια διδαγμάτων καθαρώς ανθρωπίνης προελεύσεως; Ο λόγος δεν είναι ισχυρός, πρώτον διότι η μελέτη του μυστηριακού βάθους του Χριστιανισμού είναι έργον ολίγον πρώιμον δια την θεολογίαν των Απολογητών, δεύτερον δε, διότι ο τονισμός της μυστηριακής αισθήσεως του δόγματος εις ολίγον θα ωφέλει την απολογητικήν των προσπάθειαν. Βεβαίως είναι αναντίρρητον τα γεγονός, ότι δόγματα, ως η περί δικαιώσεως και χάριτος διδασκαλία ματαίως θα ανεζητούντο εις την διδασκαλίαν των περισσοτέρων Απολογητών. Τούτο όμως, εξηγούμενον και άλλως, δεν δύναται να αποτελέση μομφήν κατά της θεολογίας των. Αν πάλιν, ο διισχυρισμός σημαίνη την δια των κατηγοριών του ανθρωπίνου λόγου και της φιλοσοφίας ανάπτυξιν του Χριστιανικού δόγματος, κανείς δεν θα είχεν αντίρρησιν. Αλλά και εις την περίπτωσιν ταύτην η γενίκευσις δεν παύει να είναι άδικος: δια των Απολογητών δεν «εκλογικεύεται» ολόκληρος ο Χριστιανισμός, αλλά μερικά μόνον σημεία της δογματικής πίστεως της Εκκλησίας, και μάλιστα εκείνα εις τα οποία ο ανθρώπινος λόγος έχει φυσικωτέραν την προσαγωγήν του. 12. Οι Χριστιανοί Απολογηταί δεν ηλλοίωσαν την εις Χριστόν πίστιν των δια του περιεχομένου της προτέρας των φιλοσοφικής μορφώσεως. Εισελθόντες μετά λόγου και κατόπιν μακροτάτων προσπαθειών εις τους κόλπους της Εκκλησίας, δεν απέρριψαν ως άχρηστον την προτέραν των μόρφωσιν, υπό τα πρίσμα της οποίας ηθέλησαν να ομιλήσουν τιμίως και ειλικρινώς περί της Χριστιανικής αληθείας εις τα εθνικόν περιβάλλον των. Τον Χριστιανισμόν παρέστησαν ως την μόνην αληθή και σύμφορον φιλοσοφίαν την Χριστιανικήν πίστιν (εις ωρισμένα σημεία αυτής) ως σύστημα αληθειών δυναμένων να παρασταθούν και να δικαιωθούν υπό του λόγου· τον Χριστόν ως τον μέγαν νομοθέτην και διδάσκαλον, του οποίου τα διδάγματα φωτίζουν και σώζουν τον άνθρωπον εκ της πλάνης και του ψεύδους· την Χριστιανικήν θρησκείαν, τέλος, ως την υγιά εκείνην μονοθεΐαν, η οποία δύναται να ικανοποιήση τας βαθυτάτας θρησκευτικάς ανάγκας παντός υγιώς και ελλόγως σκεπτομένου πνεύματος. Ο απολογητικός ούτος λόγος δεν δύναται να αποτελέση μομφήν. Οι Απολογηταί εξαίροντες την φωτιστικήν διδακτικήν όψιν του σωτηρίου έργου του Χριστού (ηθική περί απολυτρώσεως, θεωρία) έπραξαν ό,τι και οι Αποστολικοί Πατέρες προ αυτών, και ό,τι έμελλε μετ' αυτούς να πράξη ολόκληρος η χορεία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Δια την Ορθόδοξον θεολογίαν η έξαρσις της διδακτικής τούτης πλευράς της απολυτρώσεως, συμπίπτουσα προς τα προφητικόν αξίωμα του Χριστού, ευρίσκεται εις την ουσίαν της πίστεως και εις την καρδίαν των σωτηριολογικών ενατενίσεων του κατ' ανατολάς Ορθοδόξου Χριστιανισμού. Παρά ταύτα, δεν παύει η προσπάθεια αυτή των Απολογητών να αποτελή μονομέρειαν και μάλιστα σκόπιμον, κινουμένην επί σαφώς διαγεγραμμένου πεδίου και αποβλέπουσαν εις σαφείς και συγκεκριμένους σκοπούς. 13. Ότι, τέλος, το θεολογικόν σύστημα των Απολογητών δεν είχε τι το επιλήψιμον και αιρετικόν, δεικνύουν κυρίως η συνείδησις και η πράξις της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τον υπέρτατον κριτήν εις τα δογματικά της πίστεως ζητήματα. Η Εκκλησία ενθέρμως υπεδέχθη και υιοθέτησε την θεολογίαν των Απολογητών, τους οποίους πολυειδώς και ετίμησεν. Αντιθέτως, όπου αυτή είδεν αίρεσιν, εστράφη αμειλίκτως κατ' αυτής. Τοιουτοτρόπως τα Γνωστικά συστήματα, τα οποία ωδήγησαν πράγματι εις νόθον εξελληνισμόν του Χριστιανισμού, κατεδίκασε και απέκοψεν εκ του σώματος αυτής. Ομοίως κατεδίκασε τας αιρετικάς ακρότητας του Τατιανού, όπως βραδύτερον έμελλε να καταδικάσει και τας αιρετικάς κακοδοξίας του Ωριγένους, αι οποίαι όντως ωδήγησαν εις αλλοίωσιν του Χριστιανικού δόγματος δια των διδαγμάτων της Ελληνικής φιλοσοφίας. Τους Απολογητάς όμως ουδόλως επέκρινε, διότι εν τω συστήματι αυτών — εξαιρουμένων βεβαίως των επικινδύνων σημείων αυτού — έβλεπε την ιδικήν της συνείδησιν, έβλεπεν εκπληρούμενον τον ιδικόν της πόθον και τον ιδικόν της δυναμισμόν! Οι Απολογηταί, πιστά μέλη της Εκκλησίας, διέθεσαν ενσυνειδήτως ολόκληρον τον εκρηκτικόν δυναμισμόν της προσωπικότητός των υπέρ των σκοπών του διωκομένου Χριστιανισμού, σφραγίσαντες μάλιστα — ως ο Ιουστίνος — την εις Χριστόν πίστιν των δια του μαρτυρικού των αίματοςΙ
Σημειώσεις 342. Δια του έργου των τούτου οι Απολογηταί έθεσαν τας βάσεις της επιστημονικής διαμορφώσεως της εκκλησιαστικής θεολογίας. Υπήρξαν οι πρώτοι γνήσιοι θεολόγοι της Εκκλησίας εν αντιθέσει προς τους γνωστικούς, οι οποίοι υπήρξαν μεν θεολόγοι (δια των επιστημονικών μέσων της εποχής προσεπάθησαν να διαμορφώνουν εις σύστημα τας σχετικάς αντιλήψεις των), όμως δια της όλης συγκρητιστικής προσπαθείας των προέβησαν εις την κατάλυσιν της γνησίας εκκλησιαστικής θεολογίας (διέφθειραν το Χριστιανικόν δόγμα). 343. Ad. Harnack, μν. έργ., σελ. 172. 344. Alfr. Adam, μν. έργ., σελ. 139. 345. Alfr. Adam, μν. έργ., σελ. 140. |
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 30-1-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 14-2-2018.