Kεφάλαιο 7ο Περιεχόμενα Kεφάλαιο 9ο
Ο Οικουμενισμός
Οι διάλογοι του Οικουμενισμού
Οι σύγχρονοι οικουμενιστικοί διάλογοι διαφέρουν ριζικά από τους διαλόγους των Αγίων, γιατί διεξάγονται με βάση τις αρχές της διευρυμένης Εκκλησίας και του δογματικού μινιμαλισμού. Γι’ αυτό είναι ανορθόδοξοι και άκαρποι. Απόδειξη, ότι στα εκατό σχεδόν χρόνια της διεξαγωγής τους δεν έχουν προσφέρει τίποτε το αξιόλογο στην ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Αντίθετα μάλιστα, κατάφεραν να διχάσουν τους Ορθοδόξους!
Τα κυριότερα σημεία της παθολογίας των σημερινών διαλόγων είναι τα εξής:
Α’. Έ λ λ ε ι ψ η ο ρ θ ό δ ο ξ η ς ο μ ο λ ο γ ί α ς.
Στους διαλόγους ορισμένοι Ορθόδοξοι δεν εκφράζουν την ακράδαντη πεποίθηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι αυτή αποτελεί τη μία και μοναδική Εκκλησία του Χριστού πάνω στη γη. Δεν προβάλλουν, επίσης, την αγιασμένη παράδοση και την πνευματική εμπειρία της Ορθοδοξίας, που διαφέρουν από τις παραδόσεις και τις εμπειρίες του δυτικού Χριστιανισμού. Μόνο μια τέτοια ομολογιακή στάση θα μπορούσε να καταξιώσει και να κάνει γόνιμη την ορθόδοξη παρουσία στους διαλόγους.
Β’. Έ λ λ ε ι ψ η ε ι λ ι κ ρ ί ν ε ι α ς.
Το έλλειμα της ορθόδοξης μαρτυρίας, σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη ανειλικρίνεια των ετεροδόξων, δυσχεραίνει περισσότερο τον διαχριστιανικό διάλογο και τον καθιστά αναποτελεσματικό. Γι’ αυτό και πολλές φορές είτε παρατηρούνται αμοιβαίες επιφανειακές υποχωρήσεις είτε χρησιμοποιείται διφορούμενη γλώσσα και ορολογία, προκειμένου να συγκαλύπτονται οι διαφορές.
Αν πρώτα-πρώτα οι Ρωμαιοκαθολικοί ήταν ειλικρινείς, θα έπρεπε να δηλώσουν με σαφήνεια στους οικουμενιστικούς κύκλους αυτό που τονίζουν στους δικούς τους πιστούς· την αδιάλλακτη δηλαδή προσήλωσή τους στο παπικό πρωτείο και αλάθητο. Έτσι, βέβαια, θα φαινόταν ξεκάθαρα και το πώς οραματίζονται την ενότητα των Χριστιανών: όχι ως ενότητα πίστεως αλλά ως υποταγή όλων κάτω από την παπική εξουσία. Επιπλέον θα επιβεβαιωνόταν η διαπίστωση ότι ο παπικός θεσμός αφενός αποτελεί την τραγικότερη αλλοίωση του Ευαγγελίου του Χριστού και αφετέρου χρησιμοποιεί τους διαλόγους για την εξυπηρέτηση και μόνο της επεκτατικής του πολιτικής.
Κύρια έκφραση της ανειλικρίνειας των Παπικών αποτελεί η διατήρηση και η ενίσχυση της Ουνίας[1]. Πρόκειται για έναν ύπουλο θεσμό, τον οποίο ο Παπισμός χρησιμοποίησε και εξακολουθεί να χρησιμοποιεί ως ενωτικό μοντέλο, παρ’ όλες τις έντονες διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων και παρά το ότι αυτός σήμερα αποτελεί το βασικότερο εμπόδιο στους διμερείς διαλόγους.
Αν πάλι οι ποικιλώνυμοι Διαμαρτυρόμενοι ήταν ειλικρινείς, θα έπρεπε να δηλώσουν με ευθύτητα ότι δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να υποχωρήσουν από τις βασικές προτεσταντικές τους αρχές και ότι άλλες, τελικά, είναι οι αιτίες που τους αναγκάζουν να έρχονται σε διάλογο. Αυτό, άλλωστε, φανερώνει και ο κατήφορος που έχουν πάρει οι ‘’Εκκλησίες’’ τους (ιερωσύνη γυναικών, γάμοι ομοφυλοφίλων κ.ά.).
Γ’. Υ π ε ρ τ ο ν ι σ μ ό ς τ η ς α γ ά π η ς.
Επειδή η ανειλικρίνεια και οι ιδιοτελείς σκοπιμότητες δηλητηρίασαν τους διαλόγους, που κατάντησαν σε ατέρμονες και άκαρπες θεολογικές συζητήσεις, επιχειρήθηκε μια στροφή. Οι διάλογοι τώρα ονομάστηκαν ‘’διάλογοι αγάπης’’ τόσο για λόγους εντυπώσεων όσο και για να παρακαμφθεί ο σκόπελος των δογματικών διενέξεων. «Η αγάπη προέχει», τονίζουν. «Η αγάπη επιβάλλει να ενωθούμε, έστω κι αν υπάρχουν δογματικές διαφορές».
Γι’ αυτό και η πρακτική στους σημερινούς διαλόγους είναι να μη συζητούνται αυτά που χωρίζουν, αλλά αυτά που ενώνουν, ώστε να δημιουργείται μια ψευδαίσθηση ενότητος και κοινής πίστεως. Στις Οικουμενικές Συνόδους όμως οι Πατέρες συζητούσαν πάντοτε αυτά που χώριζαν. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα σε οποιονδήποτε διάλογο μεταξύ πλευρών που έχουν διαφορές: Συζητούνται αυτά που χωρίζουν – γι’ αυτό εξάλλου γίνεται ο διάλογος – και όχι αυτά που ενώνουν.
Για μας τους Ορθοδόξους η Αγάπη και η Αλήθεια είναι έννοιες αδιάσπαστες. Διάλογος αγάπης χωρίς την αλήθεια είναι ψεύτικος και αφύσικος διάλογος. Ενώ διάλογος αγάπης ‘’εν αληθεία’’ σημαίνει: Διαλέγομαι με τους ετεροδόξους από αγάπη, για να τους επισημάνω που βρίσκονται τα λάθη τους και πως θα οδηγηθούν στην αλήθεια. Εάν πραγματικά τους αγαπώ, πρέπει να τους πω την αλήθεια, όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο ή οδυνηρό.
Δ’. Ά μ β λ υ ν σ η ο ρ θ ο δ ό ξ ω ν κ ρ ι τ η ρ ί ω ν.
Στην παθολογία των διαλόγων ανήκει και η άμβλυνση των ορθοδόξων θεολογικών κριτηρίων, που προκύπτει από την καλλιέργεια μιας ‘’οικουμενικής αβροφροσύνης’’, προσωπικών σχέσεων και φιλίας ανάμεσα στους ετερόδοξους θεολόγους. Η πίστη θεωρείται όχι η αλήθεια, που σώζει, αλλά ένα σύνολο θεωρητικών αληθειών, που επιδέχονται συμβιβασμούς.
Ισχυρίζονται οι ορθόδοξοι οικουμενιστές: ‘’Διάλογο κάνουμε, δεν αλλάζουμε την πίστη μας!’’. Και ασφαλώς ο διάλογος ως ‘’αγαπητική έξοδος’’ προς τον άλλον, είναι θεάρεστος. Ο οικουμενιστικός όμως διάλογος, όπως διεξάγεται σήμερα, δεν είναι συνάντηση στην αλήθεια, αλλά είναι ‘’αμοιβαία αναγνώριση’’. Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε τις ετερόδοξες Κοινότητες ως Εκκλησίες, ότι αποδεχόμαστε πως οι δογματικές διαφορές τους αποτελούν ‘’νόμιμες εκφράσεις’’ της ίδιας πίστεως. Έτσι όμως πέφτουμε στην παγίδα του δογματικού συγκρητισμού: Τοποθετούμε στο ίδιο επίπεδο την αλήθεια με την πλάνη, εξισώνουμε το φως με το σκοτάδι.
Ε’. Σ υ μ π ρ ο σ ε υ χ έ ς
Οι ορθόδοξοι οικουμενιστές, με την άμβλυνση των θεολογικών τους κριτηρίων, είναι πολύ φυσικό να συμμετέχουν χωρίς αναστολές σε κοινές με τους ετεροδόξους λατρευτικές εκδηλώσεις και συμπροσευχές, που πραγματοποιούνται συχνά στα πλαίσια των διαχριστιανικών συναντήσεων. Γνωρίζουν ότι με τον οικουμενιστικό αυτό συμπνευματισμό δημιουργείται το κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, που απαιτείται για την προώθηση της ενωτικής προσπάθειας.
Οι ιεροί Κανόνες όμως της Εκκλησίας μας απαγορεύουν αυστηρά τις συμπροσευχές με τους ετεροδόξους. Γιατί οι ετερόδοξοι δεν έχουν την ίδια πίστη μ’ εμάς. Πιστεύουν σ’ έναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τους αποκαλεί απίστους: «Ο μη κατά την παράδοσιν της Καθολικής Εκκλησίας πιστεύων άπιστός εστιν».
Η συμπροσευχή λοιπόν απαγορεύεται, επειδή δηλώνει συμμετοχή στην πίστη του συμπροσευχομένου και δίνει σ’ αυτόν την ψευδαίσθηση ότι δεν βρίσκεται στην πλάνη, οπότε δεν χρειάζεται να επιστρέψει στην αλήθεια.
ΣΤ’. Δ ι α κ ο ι ν ω ν ί α (I n t e r c o m m u n i o).
Αν οι ιεροί Κανόνες απαγορεύουν τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς, πολύ περισσότερο αποκλείουν τη συμμετοχή μας στα ‘’Μυστήριά’’ τους. Και στο σημείο αυτό όμως οι Ορθόδοξοι δεν φανήκαμε συνεπείς.
Η Β’ Βατικανή Σύνοδος, μέσα στα πλαίσια του οικουμενιστικού ‘’ανοίγματος’’ που έκανε, πρότεινε τη Διακοινωνία με τους Ορθοδόξους: Παπικοί θα μπορούν να κοινωνούν σε ορθοδόξους ναούς και Ορθόδοξοι σε παπικούς. Με τον τρόπο αυτό τόσο οι Παπικοί όσο και οι ορθόδοξοι οικουμενιστές πιστεύουν ότι σταδιακά θα επέλθει de facto η ένωση Παπισμού και Ορθοδοξίας, παρ’ όλες τις δογματικές τους διαφορές.
Αν για τους Παπικούς μια τέτοια θέση δικαιολογείται από την αντίληψη που έχουν για την Εκκλησία και τα Μυστήρια (κτιστή χάρη κ.λπ.), για μας τους Ορθοδόξους είναι παράλογη και απαράδεκτη. Η Εκκλησία μας ποτέ δεν θεώρησε τη θεία Ευχαριστία ως μέσο για την επίτευξη της ενότητος, αλλά πάντοτε ως σφραγίδα και επιστέγασμά της.
Άλλωστε, το κοινό Ποτήριο προϋποθέτει κοινή πίστη. Αν δηλαδή ένας Ορθόδοξος κοινωνεί σε παπικό ναό, αυτό σημαίνει ότι αποδέχεται και την παπική πίστη.
[1] Η Ουνία είναι ένα θρησκευτικοπολιτικό σχήμα που επινοήθηκε από τον Παπισμό, για τον εκδυτικισμό των Χριστιανών της Ανατολής. Εκμεταλλεύτηκε δύσκολες ιστορικές συγκυρίες των Χριστιανών αυτών και τους ανάγκασε να υποταχθούν στην παπική εξουσία. Τους ενθάρρυνε, ωστόσο, να μην αλλάξουν τα εκκλησιαστικά τους έθιμα (περιβολή κληρικών, λειτουργικό τυπικό κ.ά.), ώστε να δημιουργούν σύγχυση και να προωθούν την παπική προπαγάνδα.
Kεφάλαιο 7ο Περιεχόμενα Kεφάλαιο 9ο
Διαμόρφωση σελίδας: 17-3-2005.
Τελευταία ενημέρωση: 17-3-2005.