Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο.

Ο Αντωνίνος Πίος - Το μαρτύριο του Πολυκάρπου - Οι απολογίες του Ιουστίνου


Ο αυτοκράτορας Αντωνίνος (138-161) ήταν ιδιαίτερα ειρηνικός και φιλάνθρωπος· προτιμούσε να σώσει ένα μόνο άνθρωπο παρά να φονεύσει πολλούς εχθρούς. Και στην εποχή του όμως διώχτηκαν Χριστιανοί και οδηγήθηκαν στο μαρτύριο κάτω από την επίδραση των φωνασκιών του μαινόμενου όχλου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η επιστολή του Τραϊανού προς τον Πλίνιο και η επιστολή του Αδριανού προς το Γρανιανό. Πολλές φορές οι κατά περιοχές ανθύπατοι, παρά τις αγαθές προθέσεις τους να αποφύγουν την καταδίκη κάποιου Χριστιανού, που οδηγούνταν μπροστά τους χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες, αναγκάζονταν από το φανατισμένο όχλο να οδηγούν στο μαρτύριο τους ομολογητές του Χριστού. Τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι το μαρτύριο του επισκόπου Σμύρνης Πολυκάρπου, που μαρτύρησε στη Σμύρνη το 155 ή το 156, την εποχή του Αντωνίνου, ή το 167 την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου, όπως αναφέρει ο Ευσέβιος Καισαρείας (Εκκλησιαστική Ιστορία, Α΄ 15). Και στον επίλογο του μαρτυρίου του Πολυκάρπου υπάρχει μια σημείωση για το χρόνο του μαρτυρίου (23 Φεβρουαρίου), που παρουσιάζει όμως ορισμένα άλυτα ερωτήματα στο βαθμό που να αμφισβητείται η γνησιότητα της. Πάντως η Εκκλησία μας γιορτάζει τον Πολύκαρπο στις 23 Φεβρουαρίου.

Το μαρτύριο του Πολυκάρπου, που στάλθηκε σαν εγκύκλιο γράμμα από την Εκκλησία της Σμύρνης προς την Εκκλησία του Φιλομηλίου της Φρυγίας και όλες τις παροικίες της Αγίας και καθολικής Εκκλησίας όλης της οικουμένης (εισαγωγή), πέρα από την επίψαυση θεμάτων ουσιωδών, όπως, π. χ. ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να επιδιώκουν μόνο τη δική τους ωφέλεια αλλά και την ωφέλεια των άλλων (παραγρ. Γ παράβαλλε Φιλιπ. 2,4) ή ότι δεν είναι επαινετό να προσέρχεται κανείς και να επιζητεί εθελουσίως το μαρτύριο, επειδή δε διδάσκει έτσι το ευαγγέλιο (παραγρ. 4) ή ότι ο Χριστιανός έχει διδαχθεί να τιμά όπως αρμόζει τις αρχές και εξουσίες που έταξε ο Θεός μέχρι εκεί που δε ζημιώνεται η πίστη του (παραγρ. 10), μας δίνει, λόγω και της αρχαιότητας του, αρκετά σαφή εικόνα της διαδικασίας συνοπτικής δίκης, καταδίκης και εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης. Θα πρέπει οπωσδήποτε να λεχθεί ότι η σύλληψη και η προσαγωγή του Πολυκάρπου στον ανθύπατο ήταν τελείως παράνομη, αφού δε λήφθηκαν υπόψη οι σχετικές διατάξεις των δυο προηγουμένων αυτοκρατόρων Τραϊανού και Αδριανού. Σύμφωνα με αυτές οι Χριστιανοί δεν αναζητούνταν αυτεπάγγελτα αλλά έπρεπε να υπήρχε ενυπόγραφος καταγγελία. Στο μαρτύριο του Πολυκάρπου λέγεται ρητώς ότι ο μαινόμενος όχλος, που παρακολουθούσε το μαρτύριο των ένδεκα γενναίων Χριστιανών από τη Φιλαδέλφεια με προεξάρχοντα το Γερμανικό, θεώρησε υπεύθυνο της γενναιότητας τους και τον Πολύκαρπο και γι’ αυτό κραύγαζε: Αίρε τους άθεους· ζητείσθω Πολύκαρπος (Θάνατος στους αθέους· να αναζητηθεί ο Πολύκαρπος), παραγρ.3· παράβαλλε και παραγρ. 5 ο δε θαυμασιώτατος Πολύκαρπος το μεν πρώτον ακούσας (ότι δηλαδή τον καταζητούν) ουκ εταράχθη, εκτός αν εκλάβουμε εδώ την ομαδική αυτή κραυγή του όχλου ζητείσθω Πολύκαρπος ως ένα είδος επώνυμης καταγγελίας. Ο Πολύκαρπος αναζητήθηκε από τον αστυνόμο Ηρώδη, συνελήφθη και οδηγήθηκε στο στάδιο της Σμύρνης, αφού προηγουμένως ο αστυνόμος με τον πατέρα του Νικήτη προσπάθησαν να τον πείσουν να πει Κύριος Καίσαρ (ο αυτοκράτορας είναι Κύριος), να θυσιάσει και να τελέσει τα σχετικά με τη θυσία και να σωθεί (παραγρ. 8). Ο Πολύκαρπος βέβαια αρνήθηκε να πει έστω το «Κύριε Καίσαρ» γιατί η ομολογία αυτή θα σήμαινε την αναγνώριση της θεότητας του αυτοκράτορα και την αυτόματη άρνηση του Χριστού. Κάποτε κάποτε επιτρεπόταν ο όρκος per salutem imperatoris (για τη σωτηρία του αυτοκράτορα) μάλλον ως ευχή παρά ως όρκος· ως ευχή έμεινε και ύστερα από τους διωγμούς και αναπεμπόταν με την προοπτική αν ήταν αιρετικός να φωτισθεί και να επανεύρει τη σωστή πίστη.

Η διαδικασία, που ακολούθησε ο ανθύπατος, ήταν σωστή: τον ρώτησε αν είναι ο Πολύκαρπος που καταγγέλθηκε από το πλήθος και ζήτησε από αυτόν να ορκιστεί στην τύχη του αυτοκράτορα, να μετανοήσει και να πει θάνατος στους άθεους. Ο Πολύκαρπος είπε μόνο το αίρε τους αθέους. Ύστερα αρνήθηκε στις προτροπές του ανθυπάτου όμοσον, και απολύσω σε, λοιδόρησον τον Χριστόν (ορκίσου και θα σε απολύσω, περιγέλασε το Χριστό) ή ομοσον την Καίσαρος τύχην (ορκίσου στην τύχη του αυτοκράτορα) και με θάρρος είπε Χριστιανός ειμί (παραγρ. 9-10). Με βάση την ομολογία αυτή Πολύκαρπος ωμολόγησεν εαυτόν Χριστιανόν είναι και τις ομαδικές κραυγές του πλήθους ούτος εστίν ο της Ασίας διδάσκαλος, ο πατήρ των Χριστιανών, ο των ημετέρων θεών καθαιρέτης, ο πολλούς διδάσκων μη θύειν μηδέ προσκυνείν (παραγρ. 12) καταδικάστηκε ο Πολύκαρπος να καεί ζωντανός. Θα πρέπει, νομίζω, να υπογραμμισθεί εδώ ότι στη συλλογή των απαραίτητων για τη φωτιά ξύλων και φρύγανων ιδιαίτερη προθυμία έδειχναν οι Ιουδαίοι, που τόχαν συνήθεια να βοηθούν σε τέτοια έργα! (παραγρ. 13). Οι ίδιοι προσπάθησαν και πέτυχαν να πείσουν τον άρχοντα της Σμύρνης να μην παραδοθεί το σώμα του μάρτυρα στους Χριστιανούς μάλιστα φρόντισαν και φρούρησαν το χώρο του μαρτυρίου και εμπόδισαν έτσι τους Χριστιανούς όταν επιχείρησαν να παραλάβουν από την πυρά το μάρτυρα (παραγρ. 17). Ύστερα από τη φιλόνεικη αυτή παρεμβολή των Ιουδαίων ο εκατόνταρχος τοποθέτησε στη μέση το λείψανο του Πολυκάρπου και το εκαψε (παραγρ. 18). (Το κείμενο του μαρτυρίου σε μετάφραση του Αθ. Κοπαδάκη, Αίμα στο Κολοσσαίο. Αρχαία μαρτυρία. Εισαγωγικά ελεύθερη απόδοση, Αθήνα 1977, σσ. 20-31 κείμενο και μετάφραση του Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Τα μαρτύρια των αρχαίων Χριστιανών. Εισαγωγαί Κείμενον Μετάφρασις Σχόλια, Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 102-129· ιδές και Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Α΄ 15).

Σύμφωνα με μια μαρτυρία του Μελίτωνα Σάρδεων, την οποία μας διέσωσε ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο αυτοκράτορας Αντωνίνος απέστειλε διαταγή στους Λαρισαίους, Θεσσαλονικείς, Αθηναίους και σ' όλους τους Έλληνες περί του μηδέν νεωτερίζειν περί ημών (των Χριστιανών), να μη χρησιμοποιούν δηλαδή καινοφανείς μεθόδους εναντίον των Χριστιανών αλλά να τηρούν τις διατάξεις οι οποίες είχαν καθοριστεί από τους προηγούμενους αυτοκράτορες (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Α΄ 26). Στην Επιστολή Αντωνίνου προς το κοινόν της Ασίας περί τον καθ’ ημάς λόγον εξαίρεται η παρρησία των Χριστιανών, ορίζεται να μην ενοχλούνται από τους Εθνικούς μόνο και μόνο γιατί είναι Χριστιανοί και αν κανείς από αυτούς διωχθεί πρέπει να απαλλαγεί από την κατηγορία και να τιμωρηθεί ο κατήγορος του. Η διαταγή αυτή, με την οποία φαίνεται ο Αντωνίνος όχι μόνο να ελέγχει τους Εθνικούς αλλά και να παρουσιάζει τους Χριστιανούς ως υποδείγματα σταθερότητας για την πίστη τους στον Θεό, που αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο με την αντοχή τους στους διωγμούς (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Α΄ 13), δεν πρέπει να είναι γνήσια. Βεβαίως όσα υπέρ των Χριστιανών αναφέρονται στη διαταγή είναι αληθή, δεν ήταν όμως δυνατό να λεχθούν από ρωμαίο αυτοκράτορα στα μέσα του 2ου αιώνα.

Και την εποχή του Αντωνίνου ισχύουν οι διατάξεις του Τραϊανού και Αδριανού και με βάση αυτές καταδικάζονται σε θάνατο οι Χριστιανοί για το όνομα τους μόνο (per nomen ipsum) και όχι για αθέμιτες πράξεις, με τις οποίες δεν είχαν καμιά σχέση. Τούτο δε σημαίνει βέβαια ότι κατά τόπους εκπρόσωποι του κράτους είτε με δικιά τους απόφαση είτε ύστερα από πίεση των ειδωλολατρών δεν έγιναν αίτιοι να οδηγηθούν στο μαρτύριο Χριστιανοί για τους οποίους δεν τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Οι Χριστιανοί δεν καταζητούνταν, όταν όμως καταγγέλλονταν καταδικάζονταν σε θάνατο. Δεν έλειψαν πάντως μορφωμένοι Χριστιανοί που με θάρρος αλλά και σύνεση απευθύνουν απολογίες υπέρ των ομοφρόνων τους. Σε μια εποχή, που οι Ρωμαίοι με βία πολεμούν την Εκκλησία και οι φιλόσοφοι τους επιτίθενται με πάθος κατά της Εκκλησίας ενώ ο πολύς ειδωλολατρικός λαός με την παχυλή αμάθεια και τη φαντασία του διαδίδει ψεύδη και ασύστολες κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών, οι Χριστιανοί το μόνο που διαθέτουν είναι η ζώσα πίστη, η θαυμαστή υπομονή και το ανυπέρβλητο θάρρος, όπως διαφαίνονται στα μαρτύρια και διατυπώνονται στα διασωθέντα κείμενα των Απολογιών. Μέσα από τις Απολογίες αυτές μπορεί κανείς άριστα να διαπιστώσει την αύξουσα δύναμη και το μεγαλείο του Χριστιανισμού και αντιθέτως την προϊούσα παρακμή των Εθνικών.

Η Α' Απολογία του Ιουστίνου (1-2 αντίκρουση των κατηγοριών εναντίον των Χριστιανών, 13-60 έκθεση των δογματικών και ηθικών αρχών, 61-67 Χριστιανική λατρεία) που απευθύνεται προς τον αυτοκράτορα Αντωνίνο, τη σύγκλητο και το ρωμαϊκό λαό (1,1 56,3) δεν αποκαλείται από το συγγραφέα της «απολογία» αλλά προσφώνηση και έντευξη, προσφώνηση και εξήγηση, γράμματα, απαγγελία, βιβλίδιον και λόγοι. Ο λόγος είναι προφανής: Ο Ιουστίνος σκοπίμως αποφεύγει τη χρήση του όρου απολογία γιατί θέλει να αποκρύψει ότι παρουσιάζεται ως κατηγορούμενος, να δώσει την εντύπωση ότι αδιαφορεί για τις κατηγορίες και να δημιουργήσει την αίσθηση ότι σκοπός του είναι να εκθέσει το περιεχόμενο της πίστης των Χριστιανών για να διαφανεί έτσι το μεγαλείο του Χριστιανισμού και σε αντιπαραβολή με την ειδωλολατρεία. Αυτή η τακτική του Ιουστίνου προδίδει ασφαλώς μεγάλη δικονομική τέχνη και ικανή εύστροφία, η σοβαρότητα όμως των επιχειρημάτων και η βαρύτητα του περιεχομένου μεταβάλλουν την έντευξη αυτή σε απολογία. Ο Ιουστίνος θέλει να είναι ειλικρινής απέναντι στη ρωμαϊκή πολιτεία (αλλ’ ου βουλόμεθα ζην ψευδολογούντες, 8,1), γι’ αυτό και η έκθεση του στηρίζεται σε αληθή γεγονότα, τα οποία αντιπαραθέτει στα δεδομένα του ειδωλολατρικού κόσμου, και η απαίτηση του είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη και να διαλάμψει η αλήθεια (ότι δίκαια τε και αληθη αξιούμεν, 12,11). Στο τέταρτο κεφάλαιο ο Ιουστίνος ασχολείται αποκλειστικά με το όνομα Χριστιανοί, εάν δηλαδή επιτρεπόταν να φέρουν το όνομα αυτό και εάν αυτό είναι δίκαιο να είναι τιμωρητέο: Χριστιανοί γαρ είναι κατηγορούμεθα· το δε χρηστόν μισείσθαι ου δίκαιον (4,5). Ο Ιουστίνος ενώ γράφει το όνομα Χριστιανός με γιώτα εντούτοις συνδέει το όνομα αυτό με το επίθετο χρηστός (αγαθός-ενάρετος). Δέχεται ασφαλώς εδώ ο Ιουστίνος τους Χριστιανούς ως οπαδούς του Χριστού (γι’ αυτό γράφει τους Χριστιανούς με γιώτα) αλλά δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι η ζωή των Χριστιανών είναι χρηστή, για να απαιτήσει έτσι την κατάπαυση των διωγμών, αφού δεν είναι πρέπον και δίκαιον να προκαλεί μίσος και να καταδιώκεται το «χρηστόν». Με άλλα λόγια ο Ιουστίνος θέλει να αποδείξει ότι είναι άδικο να διώκονται οι Χριστιανοί μόνο για το όνομα τους και παρακαλεί τον αυτοκράτορα να τιμωρούνται μόνο οι ένοχοι κακών έργων. Όθεν πάντων των καταγγελλομένων υμίν τας πράξεις κρίνεσθαι αξιούμεν, ίνα ο ελεγχθείς ως άδικος κολάζηται, αλλά μη ως Χριστιανός (7,4). Εάν οι ρωμαϊκές αρχές εφάρμοζαν την παράκληση αυτή του Ιουστίνου, να τιμωρούνται δηλαδή οι ένοχοι κακών έργων και να καταδιώκονται οι Χριστιανοί μόνο εξαιτίας εγκλημάτων και παραπτωμάτων, τότε ήταν βέβαιο ότι κανένας από τους Χριστιανούς δεν θα διωκόταν και θα κατέπαυαν οι διωγμοί, αφού οι Χριστιανοί ταυτίζονταν με τους «χρηστούς». Ο Ιουστίνος έχει υπόψη του, όταν αναφέρεται στο όνομα Χριστιανός, τόσο την επιστολή του Τραϊανού όσο και την επιστολή του Αδριανού και σαφώς δέχεται ότι οι Χριστιανοί καταδιώκονται εξαιτίας του ονόματος τους, αυτό όμως είναι αθροιστική έκφραση όλων των αιτιών για τις οποίες κατηγορούνται. Χριστιανοί γαρ είναι κατηγορούμεθα (4,5). Δεν αναφέρει ο Ιουστίνος ότι ονομαζόμαστε Χριστιανοί, αλλά ότι είμαστε Χριστιανοί, πράγμα που σημαίνει ότι ο Χριστιανός είναι συνδεμένος στην κρίση και τη σκέψη του Ρωμαίου με την αδικία και την αθεότητα (5,1 παράβαλλε και Β΄ Απολογία, 3,2) και καταδιώκεται όχι γιατί ονομάζεται έτσι αλλά γιατί είναι τέτοιος. (Ιδές και τη Β΄ Απολογία, 2,7-16, όπου Ρωμαία γυναίκα υψηλής καταγωγής καταδικάζεται σε θάνατο γιατί καταγγέλθηκε από τον άνδρα της ως Χριστιανή· ομοίως ο δάσκαλος της Πτολεμαίος γιατί ομολόγησε ότι είναι Χριστιανός· και ο Λούκιος, που παρεμβλήθηκε υπέρ του Πτολεμαίου, καταδικάστηκε και αυτός γιατί ήταν Χριστιανός. Είναι πολύ συνοπτική αλλά ουσιαστικότατη η παρέμβαση κάποιου Λουκίου υπέρ του Πτολεμαίου, που είχε καταδικαστεί ως Χριστιανός. Ο Λούκιος, απευθυνόμενος προς τον Ούρβικο, που καταδίκασε τον Πτολεμαίο, του λέγει: Τις η αιτία; του μήτε μοιχόν μήτε πόρνον μήτε άνδροφόνον μήτε λωποδύτην μήτε άρπαγα μήτε απλώς αδίκημα τι πράξαντα ελεγχόμενον, ονόματος δε Χριστιανού προσωνυμίαν ομολογούντα τον άνθρωπον τούτον εκολάσω; (Β΄ Απολογία, 2,16). Αυτές τις κατηγορίες και άλλες, επιχειρεί ο Ιουστίνος να τις αποδείξει ψευδείς στην Α' Απολογία του.

1) Αθεότητα (Α' 5,1. 6,1. 13,1. Β΄ 3,2). Οι Χριστιανοί σύμφωνα με τη ρωμαϊκή έννοια περί θεότητας θεωρούνταν άθεοι, ο Ιουστίνος όμως προσπαθεί να αποδείξει ότι οι Χριστιανοί είναι ένθεοι. Οι ρωμαϊκοί θεοί ήταν ανήθικοι, άψυχοι και δέχονταν θυσίες (λιβάνι, άνθη κ. λ. π. ) ενώ ο Θεός των Χριστιανών δεν έχει ανάγκη από τέτοιες εκδηλώσεις, από θυσίες. Οι Χριστιανοί δεν πίστευαν στην Ειμαρμένη ως θεό γιατί αυτό ήταν ασέβεια και απιστία. Τέλος δε λάτρευαν τον αυτοκράτορα ως θεό (Α' 18, 1. 55, 6-8) αλλά εύχονταν για τους βασιλιάδες (Α' 17,3)· τη θεοποίηση των αυτοκρατόρων τη θεωρούσαν οι Χριστιανοί έργο των δαιμόνων. Έτσι οι Χριστιανοί ήταν παραβάτες του νόμου (lex julia de Majestate) και ένοχοι γιατί γελοιοποιούσαν τους θεούς του κράτους και περιέβριζαν στο πρόσωπο του αυτοκράτορα σύνολη τη ρωμαϊκή πολιτεία. 2) Απαγορευμένα βιβλία (Α' 44, 12-13) και δραστήριος προσηλυτισμός (Α' 10,5. 44,12-13. 45,5). Η ρωμαϊκή πολιτεία θεωρούσε εχθρικά τα προφητικά και τα μαγικά βιβλία και απαγόρευε τον προσηλυτισμό (Α' 10,5. 44,12-13. 45,5), που προσέκρουε στο νόμο de Majestate, γιατί ενοχλούνταν και παραβιαζόταν η ησυχία και η ασφάλεια του ρωμαϊκού λαού (securitas populi romanı) από συναθροίσεις που είχαν απατηλούς και κακοποιούς σκοπούς. Ο Ιουστίνος απολογούμενος για τον προσηλυτισμό αναφέρει ότι διδάσκουν τα της Χριστιανικής πίστης αφθόνως παντί τω βουλομένω μαθείν (Α' 6,2). 3) Ίδρυση νέας βασιλείας (Α' 11,1-2). Ο Ιουστίνος θεωρεί την κατηγορία αυτή ως αβάσιμη, την αρνείται και δε θα δίσταζε να την αναφέρει εάν αλήθευε. Άλλωστε, δηλώθηκε πιο μπροστά, οι Χριστιανοί τιμούσαν τον αυτοκράτορα στην πολιτική του διάσταση και εύχονταν γι’ αυτόν και δεν είχαν καμιά πρόθεση να δημιουργήσουν καθεστωτικό ή πολιτειακό ζήτημα. Τέτοια κατηγορία ουδέποτε είχε διατυπωθεί εναντίον Χριστιανού στα δικαστήρια, ουδέποτε ως κατηγορία επισημοποιήθηκε και ήταν αποτέλεσμα πρόληψης του όχλου και παρερμηνείας της ύβρης κατά της μεγαλειότητας. Η περί βασιλείας του Θεού πίστη των Χριστιανών μπορούσε εύκολα να εκληφθεί ως πίστη και προσδοκία σε αυτοκράτορα των Χριστιανών. Όταν οι Χριστιανοί δεν προσκυνούσαν το Ρωμαίο βασιλιά, αυτό το γεγονός ερμηνευόταν από τους ειδωλολάτρες ότι δεν τον ήθελαν. 4) Ανηθικότητα. Και η κατηγορία αυτή ήταν αβάσιμη· δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν αποδείξεις (Α' 7,1. 23,3)· οι κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών για ηθικά παραπτώματα ήταν δυσφημίες και μυθεύματα (26,7). Ο Ιουστίνος προσπαθεί να αποδείξει τις κατηγορίες αυτές ως ψευδείς και παρουσιάζει τους Χριστιανούς, τώρα που ζουν τη Χριστιανική ζωή, ευσεβέστατους, ηθικούς, αφιερωμένους στον Θεό, ολιγαρκείς και φιλάνθρωπους: ημείς μετά το τω λόγω πεισθήναι εκείνων (των δαιμόνων) μεν απέστημεν, Θεώ δε μόνω τω αγεννήτω δια του Υιού επόμεθα οι πάλαι μεν πορνείαις χαίροντες, νυν δε σωφροσύνην μόνην ασπαζόμενοι οι δε και μαγικαίς τέχναις χρώμενοι, νυν αγαθώ και αγεννήτω θεώ εαυτούς ανατεθεικότες· χρημάτων δε και κτημάτων οι πόρους παντός μάλλον στέργοντες, νυν και α έχομεν εις κοινόν φέροντες και παντί δεομένω κοινωνούντες· οι μισάλλοιλοι δε και αλληλοφόνοι και προς τους ουχ ομοφίλους δια τα έθη και εστίας κοινός μη ποιούμενοι, νυν μετά την επιφάνειαν του Χριστού ομοδίαιτοι γινόμενοι, και υπέρ των εχθρών εύχόμενοι, και τους αδίκως μισούντας πείθειν πειρώμενοι, όπως οι κατά τας του Χριστού καλάς υποθημοσύνας βιώσαντες ευέλπιδες ώσι συν ημίν των αυτών παρά του πάντων δεσπόζοντος Θεού τυχείν (Α' 14, 1-3).

Από τις τέσσερις κατηγορίες το έγκλημα της αθεότητας (και ασέβειας) ήταν αρκετό να επισύρει την καταδίκη σε θάνατο των Χριστιανών· δε χρειαζόταν «κατά συρροήν» αδικήματα. Η δίκη που ακολουθούσε ήταν μάλλον ποινική και όχι αστική (αστυνομική). Ο αστικός νόμος (de officio proconsulis) ήταν παράρτημα του γενικού, δεν περιείχε το de majestate αλλά διατάξεις εναντίον των collegia illicita, που την εποχή αυτή δε λαμβάνονταν υπόψη. Το de majestate ανήκε στο jus pyblicum και η δικαστική πράξη σαν γενική ήταν υπόθεση ποινική. Ο Πτολεμαίος, που αναφέρεται στη Β΄ Απολογία (2, 9-12) αν και βασανίζεται από τον εκατόνταρχο, καταδικάζεται τελικώς από τον έπαρχο, γιατί η δίκη ήταν ποινική και όχι αστική. Αυτό σημαίνει ότι οι Χριστιανοί όταν συλλαμβάνονταν (με βάση το αστυνομικό δίκαιο) παραπέμπονταν στον έπαρχο επειδή η κατηγορία ήταν αθεότητα (έγκλημα μεγαλειότητας). Η Απολογία του Ιουστίνου δεν είναι μόνο κραυγή διαμαρτυρίας και έκφραση δυσαρέσκειας για τη συμπεριφορά απέναντι στους Χριστιανούς αλλά απαίτηση για βελτίωση της θέσης των Χριστιανών. Η απαίτηση αυτή, την οποία προβάλλει με πολλή προσοχή, διατυπώνεται με την έκφραση δίκαια τε και αληθή αξιουμεν (Α' 12,11), δηλαδή να λάμψει η αλήθεια και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Με την απαίτηση αυτή γίνεται η πρώτη αρχή για τη βαθμιαία και αγωνιώδη προσπάθεια της Εκκλησίας να αναγνωρισθεί ως religio licita. Στη συνέχεια ο Ιουστίνος με διαλεκτικότερο τρόπο εκτείνει την επιθυμία του περισσότερο και διαμαρτύρεται γιατί τιμωρούνται οι Χριστιανοί και δεν τιμωρούνται οι κατήγοροι τους, υπογραμμίζοντας όμως αμέσως ότι οι Χριστιανοί δεν επιθυμούν την τιμωρία των κατηγόρων (Α' 7,5). Το ίδιο λέγει ο Ιουστίνος και για τους φιλοσόφους. Οι Χριστιανοί, λέγει, διδάσκουν περισσότερα από τους φιλοσόφους, που πλησίασαν την αλήθεια την οποία δανείστηκαν από τους Προφήτες. Οι φιλόσοφοι όμως όχι μόνο δε διώκονται αλλά τιμούνται ενώ οι Χριστιανοί τιμωρούνται. Το περιεχόμενο της πίστης των Χριστιανών είναι ανυπέρβλητο και η Χριστιανική θρησκεία η μόνη αληθής· γι’ αυτό πρέπει να παύσουν οι διωγμοί. Οι θρησκείες των ειδωλολατρών και η θρησκεία των φιλοσόφων υστερούν πολύ από τη Χριστιανική θρησκεία. Οι φιλόσοφοι, παρότι φωτίστηκαν και κατείχαν ένα μέρος της θείας γνώσης (σπερματικός λόγος, Α' 44,9-10. 46,3. Β΄ 8,1-3. 13,3-6), δεν καταλάβαιναν ακριβώς τα πάντα. Η γνώση αυτή αποκαλύφθηκε στην πληρότητα της στους Χριστιανούς, οι οποίοι ασφαλώς είναι και οι πιο χρηστοί. Όταν ο Ιουστίνος ζητάει να καταδιωχτούν οι μη αγαθοί Χριστιανοί είναι βέβαιος ότι δεν υπάρχουν Χριστιανοί παραβάτες των νόμων. Με τον τρόπο αυτό όμως θέλει να οδηγήσει τις ρωμαϊκές αρχές στην τιμωρία των αιρετικών και στην κατάρριψη των αγαλμάτων (Α' 16,14. 56,3). Στην Α' Απολογία υπάρχουν κάποιες υποψίες μισαλλοδοξίας, παρότι ο Ιουστίνος είναι εναντίον της μισαλλοδοξίας (Α' 16,3) και της αντεκδίκησης (Α' 56,3).

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 27-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 27-4-2010.

Πάνω