Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή
Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα
Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20ο.
Η αναγνώριση της Εκκλησίας
Το Μάιο του 305 παραιτήθηκαν οι δυο Αύγουστοι Μαξιμιανός και Διοκλητιανός και τις θέσεις κατέλαβαν οι μέχρι τότε καίσαρες Κωνστάντιος και Γαλέριος. Ο Κωνστάντιος είχε μονοθεϊστικές τάσεις και δεχόταν τον ήλιο ως ύψιστη θεότητα· στη Δύση, όπου κυριαρχούσε, εφάρμοσε τα μέτρα του Διοκλητιανού κατά των Χριστιανών με πολλή επιείκεια. Αντίθετα ο Γαλέριος στην Ανατολή τηρούσε αδιάλλακτη στάση. Με πρωτοβουλία του Γαλερίου τις δυο θέσεις των καισάρων κατέλαβαν ο δεισιδαίμονας και βίαιος ανεψιός του Μαξιμίνος Ντάγια και ο τραχύς στρατιωτικός και άσημος μέχρι τότε φίλος του Σευήρος. Ο θάνατος όμως του Κωνσταντίου τον Ιούνιο του 306 στο Εβόρακο (σημερινό York) δημιούργησε προβλήματα στην τετραρχία, γιατί τα στρατεύματα της Βρετανίας ανακήρυξαν τον Κωνσταντίνο, γιο του Κωνσταντίου, σε Αύγουστο, στις 26 Ιουλίου 306, πράγμα που δυσαρέστησε το Γαλέριο. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, στην εκκλησιαστική του Ιστορία (Η' 13,12-13), αναφέρεται συνοπτικά στο χαρακτήρα του Κωνσταντίου, στη στάση του απέναντι στους Χριστιανούς και στην αναγόρευση του γιου του Κωνσταντίνου σε Αύγουστο με τα εξής λόγια:
Χρόνου δ’ ου πλείστον μεταξύ γενομένου βασιλεύς Κωνστάντιος τον πάντα βίον πραότατα και τοις υπηκόοις ευνοϊκώτατα τω τε θείω λόγω προσφιλέστατα διαθεμένος, παίδα γνήσιον Κωνσταντίνον αυτοκράτορα και Σεβαστόν ανθ’ εαυτού καταλιπών, κοινώ φύσεως νόμω τελευτώ τον βίον, πρώτος τε εν θεοίς ανηγορεύετο παρ’ αυτοίς, απάσης μετά θάνατον, όση βασιλεί τις αν ωφείλετο, τιμής ηξιωμένος, χρηστότατος και ηπιώτατος βασιλέων· ος δη και μόνος των καθ’ ημάς επαξίως της ηγεμονίας τον πάντα της αρχής διατελέσας χρόνον και τ’ άλλα τοις πάσι δεξιώτατον και ευεργετικώτατον παράσχων εαυτόν του τε καθ’ ημών πολέμου μηδαμώς επικοινωνήσας, αλλά και τους υπ’ αυτόν θεοσεβείς αβλαβείς και ανεπηρέαστους φυλάξας και μήτε των Εκκλησιών τους οίκους καθελών μηθ’ έτερον τι καθ’ ημών καινουργήσας, τέλος εύδαιμον και τρισμακάριον απείληφεν του βίου, μόνος επί της αυτού βασιλείας ευμενώς και επιδόξως επί διαδόχω γνησίω παιδί πάντα σωφρονεστάτω τε και ευσεβεστάτω τελευτήσας. Τούτου παις Κωνσταντίνος ευθύς αρχόμενος βασιλεύς τελεώτατος και Σεβαστός προς των στρατοπέδων και έτι πολύ τούτων πρότερον προς αυτού του παμβασιλέως Θεού αναγορευθείς, ζηλωτήν εαυτόν της πατρικής περί τον ημέτερον λόγον ευσέβειας κατεστήσατο. Και ούτος μεν τοιούτος.
Δεν ήταν όμως μόνο ο Κωνσταντίνος που αναγορεύτηκε Αύγουστος από στρατιωτικές δυνάμεις· στη Ρώμη αναγορεύτηκε Αύγουστος ο Μαξέντιος, γιος του μέχρι πριν από λίγο Αυγούστου Μαξιμιανού και ο Λικίνιος, έμπιστος αξιωματικός του Γαλερίου, αναδείχτηκε Αύγουστος το Νοέμβριο του 307.
Ο Μαξιμίνος, που όριζε τις επαρχίες Συρία και Αίγυπτο, άρχισε τη νέα του διοίκηση αφού ανανέωσε τα προηγούμενα διατάγματα κατά των Χριστιανών, σύμφωνα με τα οποία υποχρεώνονταν όλοι χωρίς διάκριση να θυσιάσουν (Ευσεβίου, Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων, 4,1). Επειδή όμως έβλεπε ότι παρέλυαν οι διατάξεις του κατά των Χριστιανών διατάγματος, παρόλα τα μέτρα που λαμβάνονταν εναντίον τους, εξέδωσε το 308 ορισμούς που επέβαλλαν την ανοικοδόμηση των καταστραφέντων ειδωλολατρικών ναών και υποχρέωναν όλους, ελευθέρους, δούλους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, να θυσιάσουν και να γευθούν από τα φαγητά των θυσιών. Επίσης διέταξε να περιχυθούν με κρασί ή νερό από τις θυσίες όλα τα φαγώσιμα της αγοράς, ώστε οι Χριστιανοί πιεζόμενοι από την ανάγκη να έρθουν σε επαφή με τις εθνικές θυσίες. Κατά το διωγμό αυτό θανατώθηκε με πολλούς άλλους Χριστιανούς, την άνοιξη του 310, και ο Πρεσβύτερος Πάμφιλος, εκλεκτός φίλος του Ευσεβίου (Ευσεβίου, Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων, 11). Στην εκκλησιαστική του Ιστορία (Η' 14,7-9) ο Ευσέβιος αναφέρει τα εξής για το Μαξιμίνο: Ο δ’ επ ανατολής τύραννος Μαξιμίνος, ως αν προς αδελφόν την κακίαν, προς τον επί Ρώμης φιλίαν κρύβδην σπενδόμενος, επί πλείστον χρόνον λανθάνειν εφρόντιζε φωραθείς γε τοι ύστερον δίκην τίννυσι την αξίαν. Την δε θαυμάσαι όπως και ούτος τα συγγενή και αδελφά, μάλλον δε κακίας τα πρώτα και τα νικητήρια της του κατά Ρώμην τυράννου κακοτροπίας απενηνεγμένος' γοήτων τε γαρ και μάγων οι πρώτοι της ανωτάτω παρ’ αυτώ τιμής ηξίωντο, ψοφοδεούς ες τα μάλιστα και δεισιδαιμονεστάτου καθεστώτος την τε περί τα είδωλα και τους δαίμονας περί πολλού τιθεμένου πλάνην· μαντείων γουν δίχα και χρησμών ουδέ μέχρις όνυχος ως ειπείν τολμάν τι κινείν οιός τε ην· ου χάριν και τω καθ’ ημών σφοδρότερον ή οι πρόσθεν και πυκνότερον επετίθετο διωγμώ, νεώς κατά πάσαν πόλιν εγείρειν και τα χρόνου μήκει καθηρημένα τεμένη δια σπουδής ανανεούσθαι προστάττων ιερέας τε ειδώλων κατά πάντα τόπον και πόλιν και επί τούτων έκαστης επαρχίας αρχιερέα των εν πολιτείαις ένα γε τινα των μάλιστα εμφανώς δια πάσης εμπρέψαντα λειτουργίας μετά στρατιωτικού στίφους και δορυφορίας εκτάσσων ανέδην τε πάσι γόησιν, ως αν ευσεβέσι και θεών προσφιλέσιν, ηγεμονίας και τας μεγίστας προνομίας δωρούμενος.
Από το 305 άρχισε να αναφαίνεται αντίθεση ανάμεσα στους συνάρχοντες. Το 310, ύστερα από το θάνατο του Μαξιμιανού, υπήρχαν τέσσερις Αύγουστοι που είχαν μοιράσει την αυτοκρατορία (Γαλέριος- Κωνσταντίνος- Μαξιμίνος- Λικίνιος) και ένας πέμπτος, ο Μαξέντιος, που δεν αναγνωριζόταν από τους άλλους. Ο Μαξέντιος κατείχε την Αφρική και την Ιταλία. Ο Γαλέριος εξουσίαζε τη χερσόνησο του Αίμου και τη Μικρά Ασία, ο Κωνσταντίνος τη Γαλατία, Βρετανία και Ισπανία, ο Μαξιμίνος την Ανατολή (περιοχή Ευφράτη, Μεσοποταμία) και ο Λικίνιος την Παννονία. Οι αντιθέσεις ανάμεσα τους είχαν αντίκτυπο και στη στάση τους απέναντι στο Χριστιανισμό. Ο Μαξέντιος στην αρχή υποκρινόταν ότι αποδεχόταν τη Χριστιανική πίστη για να γίνει αρεστός και να κολακεύσει το δήμο των Ρωμαίων. Για το σκοπό αυτό πρόσταξε να χαλαρωθεί ο διωγμός κατά των Χριστιανών προσποιούμενος ευσέβεια και προφασιζόμενος ευμένεια και πραότητα (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η' 14,1-2).
Το 311 όμως ο αυτοκράτορας Γαλέριος, είτε γιατί γνώριζε την αδυναμία του να εξαφανίσει το Χριστιανισμό είτε γιατί βαριά άρρωστος στράφηκε προς τον Θεό των Χριστιανών αναζητώντας αγωνιωδώς τη θεία προστασία, εξέδωκε στη Νικομήδεια στις 30 Απριλίου διάταγμα ανεξιθρησκείας σπουδαιότατης για την Εκκλησία σημασίας. Με αυτό αναστάλθηκαν οι διωγμοί και αφέθηκαν οι Χριστιανοί να ασκήσουν ελεύθερα τη λατρεία τους. Επίσης δόθηκε σ' αυτούς η δυνατότητα να οικοδομήσουν ναούς και να συνέρχονται σ' αυτούς για τη θεία λατρεία. Δυο όροι βασικοί υπήρχαν στο διάταγμα: να μη διαταράσσεται από τους Χριστιανούς η δημόσια τάξη και το κοινωνικό καλό και να δέονται οι Χριστιανοί στον Θεό τους για τη σωτηρία του αυτοκράτορα (των αυτοκρατόρων) και την ευημερία της Πολιτείας, για να έχουν καλώς τα κοινά με κάθε τρόπο. Το κείμενο του διατάγματος αυτού, που αναγνώριζε την ήττα της ειδωλολατρείας με την αναγνώριση της ειρηνικής συνύπαρξης της Εκκλησίας ως θρησκείας επιτρεπομένης παραλλήλως με τη ρωμαϊκή θρησκεία, διασώζουν ο Λακτάντιος και ο Ευσέβιος Καισαρείας: Inter coetera quoe pro Reipublicoe semper commodis atque utilitate disponimus, nos quidem volueramus antehac, juxta leges veteres et publicam disciplinam, Romanorum cuncta corrigere, atque id providere, ut etiam Christiani qui parentum suorum reliquerant sectam, ad bonas mentes redirent. Siquidem eadem ratione tanta eosdem Christianos voluntas invasisset, et tanta stultitia occupasset, ut non illa velerum instituta sequerentur, quoe forsitan primum parentes eorumdem constituerant: sed pro arbitrio suo, atque ut hisdem erat libitum, ita sibimet leges facerent, quas observarent, et per diversa varios poputos congregarent. Denique cum ejusmodi nostra jussio extitisset, ut ad veterum se instituta conferrent, multi periculo subjugati, multi etiam deturbati sunt; atque cum plurimi in proposito perseverarent ac ναderemus nec diis eosdem cultum ac religionem debitam exhibere, nec christianorum Deum observare, contemplatione mitissimoe nostroe clementioe intuentes et consuetudinem sempiternam, qua solemus cunctis hominibus veniam indulgere, promptissimam in his quoque indulgentiam nostram credidimus porrigendam; ut denuo sint Christiani, et conventicula sua componant, ita ut ne quid contra disciplinam agant. Alia autem epistola judicibus signiflcaturi sumus, quid debent observare. Unde juxta hanc indulgentiam nostram debebunt Deum suum orare pro salute nostra, et Reipublicoe, ac sua, ut undiqueversum Respubika perstet incolumis, et securi ναvere in sedibus suis possint (Lactantii, De mortibus persecutorum. XXXIV).
Aυτοκράτωρ Καίσαρ Γαλέριος Ουαλέριος Μαξιμιανός Ανίκητος Σεβαστός, αρχιερεύς μέγιστος, Γερμανικός μέγιστος, Αιγυπτιακός μέγιστος, Θηβαϊκός μέγιστος, Σαρματικός μέγιστος πεντάκις, Περσών μέγιστος δις, Κάμπων μέγιστος εξάκις, Αρμενίων μέγιστος, Μήδων μέγιστος, Αδιαβηνών μέγιστος, δημαρχικής εξουσίας το εικοστόν, αυτοκράτωρ το εννεακαιδέκατον, ύπατος το ογδόον, πατήρ πατρίδος, ανθύπατος· και Αυτοκράτωρ Καίσαρ Φλαύιος Ουαλέριος Κωνσταντίνος Ευσεβής Ευτυχής Ανίκητος Σεβαστός, αρχιερεύς μέγιστος, δημαρχικής εξουσίας, αυτοκράτωρ το πέμπτον, ύπατος, πατήρ πατρίδος, ανθύπατος και Αυτοκράτωρ Καίσαρ Ουαλέριος Λικιννιανός Λικίννιος Ευσεβής Ευτυχής Ανίκητος Σεβαστός, αρχιερεύς μέγιστος, δημαρχικής εξουσίας το τέταρτον, αυτοκράτωρ το τρίτον, ύπατος, πατήρ πατρίδος, ανθύπατος, επαρχιώταις ιδίοις χαίρειν.
Μεταξύ των λοιπών, άπερ υπέρ του χρησίμου και λυσιτελούς τοις δημοσίοις διατυπούμεθα, ημείς μεν βεβουλήμεθα πρότερον κατά τους αρχαίους νόμους και την δημόσιον επιστήμην την των Ρωμαίων άπαντα επανορθώσασθαι και τούτου πρόνοιαν ποιήσασθαι ίνα και οι Χριστιανοί, οίτινες των γονέων των εαυτών καταλελοίπασι την αίρεσιν, εις αγαθήν πρόθεσιν επανέλθοιεν. Επείπερ τινί λογισμώ τοσαύτη αυτούς πλεονεξία κατειλήφει ως μη έπεσθαι τοις υπό των πάλαι καταδειχθείσιν, άπερ Ίσως πρότερον και οι γονείς αυτών ήσαν καταστήσαντες, αλλά κατά την αυτών πρόθεσιν και ως έκαστος εβούλετο, ούτως εαυτοίς και νόμους ποιήσαι και τούτους παραφυλάσσειν και εν διαφόροις διάφορα πλήθη συνάγειν. Τοιγαρούν τοιούτου υφ’ ημών προστάγματος παρακολουθήσαντος ώστε επί τα υπό των αρχαίων κατασταθέντα εαυτούς μεταστήσαιεν, πλείστοι μεν κινδύνω υποβληθέντες, πλείστοι δε ταραχθέντες παντοίους θανάτους υπέφερον· και επειδή των πολλών τη αυτή απονοία διαμενόντων εωρώμεν μήτε τοις θεοίς τοις επουρανίοις την οφειλομένην θρησκείαν προσάγειν αυτούς μήτε τω των Χριστιανών προσέχειν, αφορώντες εις την ημετέραν φιλανθρωπίαν και την διηνεκή συνήθειαν δι’ ης ειώθαμεν άπασιν ανθρώποις συγγνώμην απονέμειν, προθυμότατα και εν τούτω την συγχώρησιν την ημετέραν επεκτείναι δειν ενομίσαμεν, ίνα αύθις ώσιν Χριστιανοί και τους οίκους εν οις συνήγοντο συνθώσιν ούτως ώστε μηδέν υπεναντίον της επιστήμης αυτούς πράττειν. Δι’ ετέρας δε επιστολής τοις δικασταίς δηλώσομεν τι αυτούς παραφυλάξασθαι δεήσει· όθεν κατά ταύτην την συγχώρησιν την ημετέραν οφείλουσι τον εαυτών Θεόν ικετεύειν περί της σωτηρίας της ημετέρας και των δημοσίων και της εαυτών, ίνα κατά πάντα τρόπον και τα δημόσια παρασχεθή υγιή και αμέριμνοι ζην εν τη εαυτών εστία δυνηθώσιν.
Ταύτα κατά την Ρωμαίων φωνήν, επί την Ελλάδα γλώτταν κατά το δυνατόν μεταληφθέντα, τούτον είχεν τον τρόπον (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η' 17,1-11).
Από το διάταγμα αυτό φαίνεται ότι οι διωγμοί κατά των Χριστιανών απέτυχαν στο σκοπό τους και δεν μπόρεσαν με κανένα τρόπο να επαναφέρουν τους Χριστιανούς στην αρχαία εθνική θρησκεία.
Το διάταγμα αυτό δεν εφαρμόστηκε από το Μαξέντιο στην περιοχή του (Ιταλία και Αφρική) και στις περιοχές της Ανατολής και της Αιγύπτου, στις οποίες τον έλεγχο είχε ο Μαξιμίνος Ντάγια. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο Μαξέντιος δεν αναγνωριζόταν από τους άλλους τέσσερις άρχοντες (Γαλέριο-Κωνσταντίνο-Λικίνιο -Μαξιμίνο) ενώ το όνομα του Μαξιμίνου δεν φέρεται στις υπογραφές του διατάγματος, γιατί από τότε που ο Λικίνιος είχε αναγορευτεί Αύγουστος δεν είχε αγαθές σχέσεις ο Μαξιμίνος με τους άλλους τρεις και γι’ αυτό δεν είχε κληθεί να λάβει μέρος. Παρά ταύτα όμως ο Μαξιμίνος φρόντισε να ακολουθήσει την τακτική των άλλων συναρχόντων και να εκδόσει στις περιφέρειες της δικαιοδοσίας του, με τον ύπαρχο της αυλής (praefectus praetorio) Σαβίνο, διάταγμα ανεξιθρησκείας σύμφωνο σε όλα με το διάταγμα του Γαλερίου, Κωνσταντίνου και Λικινίου: Τα μεν δη της παλινωδίας του προτεθέντος βασιλικού νεύματος ήπλωτο της Ασίας πάντη και πανταχού κατά τε τας αμφί ταύτην επαρχίας· ων τούτον επιτελεσθέντων τον τρόπον Μαξιμίνος, ο επ’ ανατολής τύραννος, δυσσεβέστατος ει και τις άλλος, και της εις τον των όλων Θεόν ευσέβειας πολεμιώτατος γεγονώς, ουδαμώς τοις γραφείσιν αρεσθείς, αντί τον προτεθέντος γράμματος λόγω προστάττει τοις υπ’ αυτόν άρχουσι τον καθ’ ημών ανείναι πόλεμον. Επεί γάρ αυτώ μη εξήν άλλως τη των κρειττόνων αντιλέγειν κρίσει, τον προεκτεθέντα νόμον εν παραβύστω θεις και όπως εν τοις υπ’ αυτόν μέρεσι μη εις προύπτον αχθείη, φροντίσας, αγράφω προστάγματι τοις υπ’ αυτόν άρχουσι τον καθ’ ημάς διωγμόν ανείναι προστάττει οι δε τα της παρακελεύσεως αλλήλοις δια γραφής υποσημαίνουσι. Ο γουν παρ’ αυτοίς τω των εξοχωτάτων επάρχων αξιώματι τετιμημένος Σαβίνος προς τους κατ’ έθνος ηγουμένους την βασιλέως εμφαίνει γνώμην δια Ρωμαϊκής επιστολής.
Ης και αυτής η ερμηνεία τούτον περιέχει τον τρόπον.
«Λιπαρωτάτη και καθωσιωμένη σπουδή η θειότης των δεσποτών ημών θειοτάτων αυτοκρατόρων πάντων των ανθρώπων τας διανοίας προς την οσίαν και ορθήν του ζην οδόν περιαγαγείν έτι πάλαι ώρισεν, όπως και οι αλλοτρία Ρωμαίων συνήθεια ακολουθείν δοκούντες τας οφειλομένας θρησκείας τοις αθανάτοις θεοίς επιτελοίεν· αλλ’ η τίνων ένστασις και τραχυτάτη βουλή εις τοσούτον περιέστη ως μήτε λογισμώ δικαίω της κελεύσεως δύνασθαι εκ της ιδίας προθέσεως αναχωρείν μήτε την επικειμένην τιμωρίαν αυτούς εκφοβείν. Επειδή τοίνυν συνέβαινεν εκ του τοιούτου τρόπου πολλούς εις κίνδυνον εαυτούς περιβάλλειν, κατά την προσούσαν ευγένειαν της ευσέβειας η θειότης των δεσποτών ημών των δυνατωτάτων αυτοκρατόρων αλλότριον είναι της προθέσεως της θειοτάτης της ιδίας δοκιμάζουσα το εκ της τοιαύτης αιτίας εις τοσούτον κίνδυνον τους ανθρώπους περιβάλλειν, εκέλευσε δια της εμής καθοσιώσεως τη ση αγχινοία διαχαράξαι εν’ ει τις των Χριστιανών του ιδίου έθνους την θρησκείαν μετιών ευρεθείη, της κατ’ αυτού ενοχλήσεως και του κινδύνου αυτόν αποστήσειας και μη τινα εκ ταύτης της προφάσεως τιμωρία κολαστέον νομίσειας, οπότε τη του τοσούτου χρόνου συνελεύσει συνέστη αυτούς μηδενί τρόπω πεπείσθαι δεδυνήσθαι όπως από των τοιούτων ενστάσεων αναχωρήσαιεν. Γράψαι τοιγαρούν προς τους λογιστάς και τους στρατηγούς και τους πραιποσίτους του πάγου έκαστης πόλεως η ση επιστρέφεια οφείλει ίνα γνοίεν περαιτέρω αυτοίς τούτου του πράγματος φροντίδα ποιείσθαι μη προσήκειν».
Επί τούτοις οι κατ’ επαρχίαν (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Θ, 1,1-6).
Το διάταγμα αυτό της ανεξιθρησκείας του Μαξιμίνου, που είχε εκδοθεί για τις περιοχές των αρμοδιοτήτων του, εφαρμόστηκε ύστερα από λίγο και στις επαρχίες της Ασίας τις οποίες έλαβε ο Μαξιμίνος ως κληρονόμος όταν πέθανε ο θείος του Γαλέριος. Η χαρά των Χριστιανών των περιοχών αυτών για την ειρήνη και ησυχία που απολάμβαναν ήταν πολύ μεγάλη. Πάρα πολλοί φυλακισμένοι, εξόριστοι και εργαζόμενοι σε καταναγκαστικά έργα στα μεταλλεία γύρισαν στα σπίτια τους (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Θ' 1,7-11). Η ησυχία και η ειρήνη όμως δεν κράτησαν ούτε έξι μήνες ακριβώς. Το δυνάμωμα της Εκκλησίας, η γρήγορη αποκατάσταση των ναών, η συγκρότηση των εκκλησιαστικών κοινοτήτων και ο μεγάλος αριθμός των Χριστιανών, που λάβαιναν τώρα ελευθέρως και δημοσίως μέρος στις λατρευτικές τελετές, ξεσήκωσαν ξανά το μίσος και το φανατισμό των Εθνικών εναντίον των Χριστιανών. Επειδή δε ήταν γνωστό το μίσος του Μαξιμίνου εναντίον της Εκκλησίας και των οπαδών της, οι ιερείς της ειδωλολατρείας αλλά και πολιτικοί άνδρες ξεσήκωσαν τον όχλο να ζητήσουν από τον αυτοκράτορα να απαγορεύσει στο εξής σε διάφορες πόλεις των επαρχιών που διηύθυνε και στις οποίες από αρχαιότατους χρόνους τελούνταν διάφορες εθνικές γιορτές τη διαμονή των Χριστιανών μέσα από τα τείχη και την τέλεση από αυτούς των θρησκευτικών τους συνάξεων με το αιτιολογικό ότι ήταν πράγματα ασυμβίβαστα και αντίθετα με τη λατρεία των πατροπαράδοτων θεών τους. Μάλιστα Χριστιανοί συγγραφείς διηγούνται ότι ο ίδιος ο Μαξιμίνος προέτρεπε μυστικά τους ανθρώπους να προτείνουν σ' αυτόν παρόμοιες αιτήσεις για να μπορεί να καταδιώκει τους Χριστιανούς έχοντας κάποια εύλογη δικαιολογία (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Θ',2 · Lactantius, De mortibus persecutorum, 36). Ο Μαξιμίνος δεχόταν τέτοιου είδους αιτήσεις από τους υπηκόους του. Στη Νικομήδεια όταν ήρθε παρουσιάστηκαν πολλοί πολίτες με εικόνες των ειδώλων και του πρότειναν τέτοιες αιτήσεις εκ μέρους των κατοίκων της πόλης. Ο Μαξιμίνος αποκρίθηκε τότε ότι ευχαρίστως θα δεχόταν να εκπληρώσει την αίτηση τους αφού πρώτα πληροφορούνταν ακριβώς για την κατάσταση των πραγμάτων. Επειδή όμως όλοι οι πολίτες δεν είχαν την ίδια επιθυμία έδωσε σ' όλους την ελευθερία να ακολουθεί ο καθένας τις δικές του πεποιθήσεις:
Ιόβιος Μαξιμίνος Σεβαστός Σαβίνω.
Και παρά τη ση στιβαρότητι και παρά πάσιν ανθρώποις φανερόν είναι πέποιθα τους δέσποτας ημών Διοκλητιανόν και Μαξιμιανόν, τους ημετέρους πατέρας, ηνίκα συνείδον σχεδόν απαντάς ανθρώπους καταλειφθείσης της των θεών θρησκείας τω έθνει των Χριστιανών εαυτούς συμμεμιχότας, ορθώς διατεταχέναι πάντας ανθρώπους τους από της των αυτών θεών των αθανάτων θρησκείας αναχωρήσαντας προδήλω κολάσει και τιμωρία εις την θρησκείαν των θεών ανακληθήναι. Αλλά ότε εγώ ευτυχώς το πρώτον εις την Ανατολήν παρεγενόμην και έγνων εις τινας τόπους πλείστους των ανθρώπων τα δημόσια ωφελείν δυναμένους υπό των δικαστών δια την προειρημένην αιτίαν εξορίζεσθαι, εκάστω των δικαστών εντολάς δέδωκα, ώστε μηδένα τούτων του λοιπού προσφέρεσθαι τοις επαρχιώταις απηνώς, αλλά μάλλον κολακεία και προτροπαίς προς την των θεών θρησκείαν αυτούς ανακαλείν.
Τηνικαύτα ουν, ότε ακολούθως τη κελεύσει τη εμή υπό των δικαστών εφυλάττετο τα προστεταγμένα, συνέβαινε μηδένα εκ των της ανατολής μερών μήτε εξόριστον μήτε ενύβριστον γίνεσθαι, αλλά μάλλον εκ του μη βαρέως κατ’ αυτών τι γίνεσθαι εις την των θεών θρησκείαν ανακεκλήσασθαι μετά δε ταύτα, ότε τω παρελθόντι ενιαυτώ ευτυχώς επέβην εις την Νικομήδειαν κακεί διετέλουν, παρεγένοντο πολίται της αυτής πόλεως προς με άμα μετά των ξόανων των θεών μειζόνως δεόμενοι ίνα παντί τρόπω το τοιούτον έθνος μηδαμώς επιτρέποιτο εν τη αυτών πατρίδι οικείν. Αλλ’ ότε έγνων πλείστους της αυτής θρησκείας άνδρας εν αυτοίς τοις μέρεσιν οικείν, ούτως αυτοίς τας αποκρίσεις απένεμον ότι τη μεν αιτήσει αυτών ασμένως χάριν έσχηκα, αλλ’ ου παρά πάντων τούτο αιτηθέν κατείδον· ει μεν ουν τίνες είεν τη αυτή δεισιδαιμονία, διαμένοντες, ούτως ένα έκαστον εν τη ιδία προαιρέσει την βούλησιν έχειν, και ει βούλοιντο, την των θεών θρησκείαν επιγινώσκειν. Όμως και τοις της αυτής πόλεως Νικομηδεύσι και ταις λοιπαίς πόλεσιν, αι και αύται εις τοσούτον την ομοίαν αίτησιν περισπουδάστως προς με πεποιήκασι, δηλονότι ίνα μηδείς των Χριστιανών ταις πόλεσιν ενοικοίη, ανάγκην έσχον προσφιλώς αποκρίνασθαι, ότι δη αυτό τούτο και οι αρχαίοι αυτοκράτορες πάντες διεφύλαξαν και αυτοίς τοις θεοίς, δι’ ους πάντες άνθρωποι και αυτή η των δημοσίων διοίκησις συνίσταται, ήρεσεν ουν ώστε την τοσαύτην αίτησιν, ην υπέρ της θρησκείας του θείον αυτών αναφέρουσι, βεβαιώσαιμι.
Τοιγαρούν ει και τα μάλιστα και τη ση καθοσιώσει προ τούτου του χρόνου δια γραμμάτων επέσταλται και δι’ εντολών ομοίως κεκέλευσται ίνα μη κατά των επαρχιωτών το τοιούτον έθος διαφυλάξαι επιμεληθέντων μηδέν τραχέως, αλλά ανεξικάκως και συμμέτρως συμπεριφέροιντο αυτοίς, όμως ίνα μήτε υπό των βενεφικιαρίων μήτε υπ’ άλλων των τυχόντων ύβρεις μήτε σεισμούς υπομένοιεν, ακόλουθον ενόμισα και τούτοις τοις γράμμασι την σην στιβαρότητα υπομνήσαι όπως ταις κολακείαις και ταις προτροπαίς μάλλον την των θεών επιμέλειαν τους ημετέρους επαρχιώτας ποιήσειας επιγινώσκειν· όθεν ει τις τη αυτού προαιρέσει την θρησκείαν των θεών επιγνωστέον προσλάβοι, τούτους υποδέχεσθαι προσήκε· ει δε τίνες τη ιδία θρησκεία ακολουθείν βούλοιντο, εν τη αυτών εξουσία, καταλείποις. Διόπερ η ση καθοσίωσις το επιτραπέν σοι διαφυλάττειν οφείλει και μηδενί εξουσία δοθή ώστε τους ημετέρους επαρχιώτας ύβρεσι και σεισμοίς επιτρίψαι, οπότε, ώσπερ προγέγραπται, ταις προτροπαίς μάλλον και ταις κολακείαις προς την των θεών θρησκείαν τους ημετέρους επαρχιώτας προσήκει ανακαλείν. Ίνα δε αυτή ημών η κέλευσις εις γνώσιν πάντων των επαρχιωτών των ημετέρων έλθη, διατάγματι υπό σου προτεθέντι το κεκελευσμένον οφείλεις δηλώσαι» (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Θ' 9α, 1-9).
Και άλλες πόλεις όμως ζητούσαν από το Μαξιμίνο τα ίδια, μερικοί δε μάντεις χρησιμοποίησαν διάφορες γοητείες για να επηρεάσουν πιο εύκολα το πνεύμα και τις διαθέσεις του δεισιδαίμονα και εύπιστου αυτού αυτοκράτορα. Τελικά ο Μαξιμίνος παραδέχτηκε τις προτάσεις τους και επέδειξε ιδιαίτερη εύνοια προς τους εισηγητές των προτάσεων αυτών γιατί πίστευε ότι αυτοί διέθεταν και ευσεβές φρόνημα. Σαν δείγμα δε της μεγάλης του ικανοποίησης γι’ αυτό διέταξε στην Τύρο να χαράξουν δημοσίως πάνω σε στήλη το σεβασμό του προς τον Θεό Δία (Ευσεβίου, εκκλησιαστική ιστορία, Θ', 7,3-14). Παρά το γεγονός ότι ο Μαξιμίνος δεν εξέδωκε κανένα διάταγμα αιματηρό, εντούτοις δεν έλειψαν την εποχή αυτή Χριστιανοί μάρτυρες.
Ο Κωνσταντίνος το 312, αφού ενίσχυσε τα σύνορα του Ρήνου και εξασφάλισε την υποστήριξη του Λικινίου, προέλασε γρήγορα γρήγορα στην Ιταλία χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση στις διόδους των Άλπεων και των Απεννίνων. Το στρατό του Μαξεντίου συνάντησε ο Κωνσταντίνος εννιά περίπου μίλια μακριά από τη Ρώμη έτοιμο για πόλεμο. Ο Μαξέντιος διέθετε 190.000 περίπου άνδρες, την πραιτωριανή φρουρά και την οχυρωμένη Ρώμη. Ο Κωνσταντίνος διέθετε 100.000 άνδρες γενναίους και εμπειροπόλεμους. Ο αγώνας των δυο αντιπάλων άρχισε στις 27 Οκτωβρίου 312 βορείως της Ρώμης στη Φλαμινία οδό κοντά στη Μουλβία ή Μιλβία γέφυρα. Στην πρώτη μάχη ο στρατός του Μαξεντίου είχε την υπεροχή. Στις 27 Οκτωβρίου τέλειωναν οι γιορτές για τα πέντε χρόνια από την άνοδο του Μαξεντίου στην εξουσία (28 Οκτωβρίου 306). (Lactantii, De mortibus persecurorum, 44). Ο Λακτάντιος στη συνέχεια γράφει τα εξής: Ο Κωνσταντίνος νουθετήθηκε με όραμα να επιτρέψει να τοποθετηθεί το ουράνιο σημείο του Θεού στις ασπίδες και έτσι να αρχίσει τη μάχη. Σύμφωνα με τη διαταγή του τοποθετήθηκε το γράμμα Χ και όπως κάμφθηκε στην επάνω κορυφή σχημάτισε το Χριστός στις ασπίδες. Με αυτό το σημείο οπλισμένο το στράτευμα ετοίμασε τα ξίφη: Commonitus est in quiete Constantinus, ut coeleste Signum Dei notaret in scutis, atque ita praelium committeret. Fecit ut Justus est, et tranversa X littera, summo capite circumflexo, Christum in scutis notat. Quo signo armatus exercitus capit ferrum. Procedit hostis obviam sine imperatore, pontemque transgreditur. Acies pari fronte concurrit (Lactantii, De mortibus persecutorum, 44).
Ο Λακτάντιος, παιδαγωγός του Κρίσπου, γιου του Κωνσταντίνου, τα γράφει αυτά το 318 μέχρι το 320. Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρεται στο ίδιο γεγονός και το περιγράφει όπως ο ίδιος ο αυτοκράτορας του το διηγήθηκε βεβαιώνοντας με όρκο ότι τις απογευματινές ώρες, όταν έδυε ο ήλιος, είδε στον ουρανό φωτεινό σταυρό με την επιγραφή τούτω νίκα και ότι τη νύχτα είδε πάλι με όραμα το Χριστό να του δείχνει το σταυρό και να τον νουθετεί να κατασκευάσει έμβλημα σε συνδυασμό των γραμμάτων Χ και Ρ. Ο Κωνσταντίνος, λέγει ο Ευσέβιος, είχε στρατοπεδεύσει με το στρατό του και σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να βεβαιωθεί για τη βοήθεια του Θεού των Χριστιανών. Τότε εμφανίστηκε σ' αυτόν ένα φωτεινό σημείο στον ουρανό. Τις απογευματινές ώρες ξαφνικά είδε ο Κωνσταντίνος πάνω από τον ήλιο φωτεινό σταυρό που έφερε επιγραφή με αυτό θα νικήσεις (hoc νince). Ο Κωνσταντίνος και όλο το στράτευμα εξεπλάγη από το θέαμα αυτό. Ο αυτοκράτορας βρισκόταν σε απορία και διερωτιόνταν τι να σήμαινε αυτό. Τη νύχτα εμφανίστηκε σ' αυτόν την ώρα του ύπνου ο Χριστός μαζί με το σημείο που φάνηκε στον ουρανό την ημέρα και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απεικόνισμα του σταυρού, το οποίο να μεταχειρίζεται στο εξής σαν προφυλακτικό μέσο εναντίον των αντιπάλων του. Το πρωί ο Κωνσταντίνος ανακοίνωσε το νυχτερινό όραμα στους φίλους του. Ύστερα κάλεσε χρυσοχόους, τους διηγήθηκε το όραμα και παράγγειλε να κατασκευάσουν με χρυσό και πολύτιμους λίθους ομοίωμα ακριβές αυτού που είδε στο ξύπνιο του και στον ύπνο του. Έτσι κατασκευάστηκε η σταυροειδής σημαία, που ονομάστηκε λάβαρο (labarum). Σ’ αυτήν επάνω τέθηκε μαζί με το σταυρό και το μονόγραμμα του Χριστού συμπλεγμένο με τα δυο πρώτα Ελληνικά γράμματα, το Χ και το Ρ. Αυτό το σύμπλεγμα έφερε ο Κωνσταντίνος στο κράτος του ύστερα από το γεγονός αυτό. Το λάβαρο αυτό το περιγράφει ο Ευσέβιος Καισαρείας και δεν παραλείπει να αναφέρει ότι κάποτε, με τη χάρη του Θεού, τον αξίωσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος να το ιδεί:
"Όπως ευξαμένω την οπτασίαν ο Θεός παρέσχε, σταυρόν εκ φωτός εν ουρανώ μεσημβρία και γραφήν παραινούσαν.
Ανεκαλείτο δήτα εν ευχαίς τούτον, αντιβολών και ποτνιώμενος φήναι αυτώ εαυτόν όστις είη και την εαυτού δεξιάν χείρα τοις προκειμένοις επορέξαι. Ευχομένω δε ταύτα και λιπαρώς ικετεύοντι τω βασιλεί θεοσημία τις επιφαίνεται παραδοξοτάτη, ην τάχα μεν αν άλλου λέγοντος ου ράδιον ην αποδέξασθαι, αυτού δε του νικητού βασιλέως τοις την γραφήν διηγουμένοις ημίν μακροίς ύστερον χρόνοις, ότε ηξιώθημεν της αυτού γνώσεως τε και ομιλίας, εξαγγείλαντος όρκοις τε πιστωσαμένου τον λόγον, τις αν αμφιβάλοι ουχί πιστεύσαι τω διηγήματι, μαλισθ’ ότε και ο μετά ταύτα χρόνος αληθή τω λόγω παρέσχε την μαρτυρίαν; Αμφι μεσημβρινας ηλίου ώρας, ήδη της ημέρας αποκλινούσης, αυτοίς οφθαλμοίς ιδείν έφη εν αυτώ ουρανώ υπερκείμενον του ηλίου σταυρού τρόπαιον εκ φωτός συνιστάμενον, γραφήν τε αυτώ συνήφθαι λέγουσαν· τούτω νίκα. Θάμβος ο επί τω θεάματι κρατήσαι αυτόν τε και το στρατιωτικόν άπαν, ο δη στελλομένω ποι πορείαν συνείπετό τε και θεωρόν εγίνετο του θαύματος.
"Όπως ο Χριστός του Θεού καθ’ ύπνους αυτώ φανείς ομοιοτρόπω του σταυρού σημείω κεχρήσθαι κατά τους πολέμους προσέταξεν.
Και δη διαπορείν προς εαυτόν έλεγε, τίποτε είη το φάσμα. Ενθυμουμένω δ’ αυτώ και επί πολύ λογιζομένω νυξ επήει καταλαβούσα. Ένθα δη υπνούντι αυτώ τον Χριστόν του Θεού συν τω φανέντι κατ’ ουρανόν σημείω οφθήναι τε και παρακελεύσασθαι, μίμημα ποιησάμενον του κατ’ ουρανόν οφθέντος σημείου τούτω προς τας των πολεμίων συμβολάς αλεξήματι χρήσθαι.
Κατασκευή του αυτού σταυρικού σημείου.
Άμα ο ημέρα διαναστάς τοις φίλοις εξηγόρευε το απόρρητον. Κάπειτα χρυσού και λίθων πολυτελών δημιουργούς συγκαλέσας μέσος αυτός καθιζάνει και του σημείου την εικόνα φράζει, απομιμείσθαι τε αυτήν χρυσώ και πολυτελέσι λίθοις διεκελεύετο. Ο δη και ημάς οφθαλμοίς ποτέ παραλαβείν αυτός βασιλεύς, Θεού και τούτο χαρισαμένου, ηξίωσεν.
Έκφρασις σταυροειδούς σημείου, όπερ νυν οι Ρωμαίοι λάβαρον καλούσιν.
Ην δε τοιώδε σχήματι κατεσκευασμένον. Υψηλόν δόρυ χρυσώ κατημφιεσμένον κέρας είχεν εγκάρσιον σταυρού σχήματι πεποιημένον, άνω δε προς άκρω του παντός στέφανος εκ λίθων πολυτελών και χρυσού συμπεπλεγμένος κατεστήρικτο, καθ’ ου της σωτηρίου επηγορίας το σύμβολον, δύο στοιχεία το Χριστού παραδηλούντα όνομα, χιαζομένου του ρω κατά το μεσαίτατον· α δη και κατά του κράνους φέρειν είωθε καν τοις μετά ταύτα χρόνοις ο βασιλεύς. Του δε πλαγίου κέρως του κατά το δόρυ πεπαρμένου οθόνη τις εκκρεμής επηώρητο, βασιλικόν ύφασμα ποικιλία συνημμένων πολυτελών λίθων φωτός αυγαίς εξαστραπτόντων καλυπτόμενον συν πολλώ τε καθυφασμένον χρυσώ, αδιήγητόν τι χρήμα τοις ορώσι παρέχον του κάλλους. Τούτο μεν ουν το φάρος του κέρως εξημμένον σύμμετρον μήκους τε και πλάτους περιγραφήν απελάμβανέ το δ’ όρθιον δόρυ, της κάτω αρχής επί πολύ μηκυνόμενον άνω μετέωρον, υπό τω του σταυρού τροπαίω προς αυτοίς άκροις του διαγραφέντος υφάσματος την του θεοφιλούς βασιλέως εικόνα χρυσήν μέχρι στέρνων των ταυτού παίδων ομοίως έφερεν. Τούτω μεν ουν τω σωτηρίω σημείω πάσης αντικείμενης και πολέμιας δυνάμεως αμυντηρίω δια παντός εχρήτο βασιλεύς, των τε στρατοπέδων απάντων ηγείσθαι τα τούτον ομοιώματα ηροσέταττεν (Ευσεβίου Καισαρείας, εις τον βίον Κωνσταντίνου βασιλέως, Α' 28-31).
Με τη δύναμη που του έδινε το όραμα του Χριστού και η κατασκευασμένη σημαία ο Κωνσταντίνος έπεσε με ορμή στις υπέρτερες δυνάμεις του Μαξεντίου. Τα ιταλικά στρατεύματα του Μαξεντίου δεν μπόρεσαν να αντέξουν στην ορμή των Γαλλικών και Γερμανικών σωμάτων του Κωνσταντίνου και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Από τον πανικό και το συνωστισμό κατέρρευσε και η Μουλβία γέφυρα. Έτσι στον ποταμό Τίβερη πνίγηκε με πολλούς στρατιώτες του και ο Μαξέντιος.
Την επόμενη ημέρα ο Κωνσταντίνος μπήκε με το στρατό του θριαμβευτής στη Ρώμη. Η σύγκλητος και όλος ο λαός της πόλης υποδέχτηκαν το νικητή με ευφημίες και χαρές, όλοι δε θαύμαζαν το φρόνημα του, το κάλλος του σώματος του, τη λαμπρότητα των κατορθωμάτων του και τον αποκαλούσαν σωτήρα και ευεργέτη. Ο Κωνσταντίνος όμως, έχοντας έμφυτη την ευσέβεια προς τον Θεό, ούτε από τις επευφημίες επηρεάστηκε γιατί αναλογιζόταν ότι όλα αυτά τα μεγάλα και ένδοξα κατορθώματα τα έπραξε μόνο με τη βοήθεια του Θεού (Ευσεβίου Καισαρείας, εις τον βίον Κωνσταντίνου βασιλέως, Α' 39). Ύστερα από τη νίκη αυτή ο Κωνσταντίνος έστησε στην αγορά της Ρώμης τον ανδριάντα του που είχε στο δεξί χέρι το σωτήριο σημείο του σταυρού με την επιγραφή: τούτω τω σωτηριώδει σημείω, τω αληθεί ελέγχω της ανδρείας, την πόλιν υμών ζυγού τυραννικού διασωθείσαν ηλευθέρωσα έτι μην και την σύγκλητον και τον δήμον Ρωμαίων τη αρχαία επιφάνεια και λαμπρότητι ελευθερώσας αποκατέστησα (Ευσεβίου Καισαρείας, εις τον βίον Κωνσταντίνου βασιλέως, Α' 40' εκκλησιαστική Ιστορία, Θ', 9,11).
Το διπλό όραμα του Κωνσταντίνου της 27ης και 28ης Οκτωβρίου του 312 αποτελεί την πιο σημαντική τομή στην ιστορία της Εκκλησίας, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του κόσμου. Από το όραμα αυτό και ύστερα αρχίζει η στροφή του αυτοκράτορα προς το Χριστιανισμό, που σημαδεύεται με το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313, κλιμακώνεται με τη σύγκληση της Α' Οικουμενικής Συνόδου το 325 και κορυφώνεται με τη βάπτιση του λίγο πριν το θάνατο του (337). Βέβαια το 312 ο Κωνσταντίνος δεν έγινε Χριστιανός, η στάση του όμως απέναντι στο Χριστιανισμό από τις 28 Οκτωβρίου 312 και ύστερα τον ανέδειξε μέγα «προσήλυτο» με κοσμοϊστορικές επιπτώσεις. Στη Νικομήδεια, όπου έζησε μέχρι το 305 στην αυλή του Διοκλητιανού, δεν είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει τη Χριστιανική διδασκαλία, είχε όμως πείρα των παθημάτων των Χριστιανών από τους σκληρούς διωγμούς του 303-304. Ο ευγενής χαρακτήρας του θα επηρεάστηκε υπέρ των αδίκως διωκομένων Χριστιανών. Η μητέρα του Ελένη δεν τον επηρέασε να δεχθεί τη Χριστιανική διδασκαλία, γιατί και η ίδια δεν είχε προσχωρήσει στην Εκκλησία, όπως και ο πατέρας του που έδειχνε μονοθεϊστικές τάσεις, αναζητώντας τον Θεό στον ηλιακό συγκριτισμό. Έτσι το όραμα παραμένει σαν η μοναδική αφετηρία για τη θρησκευτική εξέλιξη του Κωνσταντίνου. Η συνάντηση αυτή του Κωνσταντίνου με το Χριστιανισμό εκδηλώνεται στην πράξη στα Μεδιόλανα στις αρχές του 313. Στα τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου του 313 συναντήθηκαν στην ιταλική αυτή πόλη ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος για την τελετή των γάμων της αδελφής του Κωνσταντίνου Κωνστάντιας με το Λικίνιο και για τη ρύθμιση των εσωτερικών υποθέσεων του Κράτους. Οι δυο Αύγουστοι συμφώνησαν ποια πολιτική θα ακολουθούσαν απέναντι στους Χριστιανούς και ποια μέτρα θα λάβαιναν για την αποκατάσταση της θρησκευτικής ειρήνης στην αυτοκρατορία. Έτσι τον Ιανουάριο του 313 προέβησαν στην έκδοση διατάγματος με το οποίο διακήρυτταν την αρχή της ανεξιθρησκείας και την κατάπαυση των διωγμών κατά των Χριστιανών. Στους Χριστιανούς, όπως και σε οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική κοινότητα του ρωμαϊκού κράτους, επιτρεπόταν ελεύθερα η εξάσκηση της θρησκείας τους. Αυτό σήμαινε ότι η θρησκευτική συνείδηση όλων των πολιτών ήταν ελεύθερη. Οπωσδήποτε όμως οι δυο συνάρχοντες και συγγενείς δεν ανακήρυξαν το Χριστιανισμό επιστήμη θρησκεία. Ο Λακτάντιος μας παραδίδει το λατινικό κείμενο αυτοκρατορικού διατάγματος του Λικινίου, σταλμένο στις 13 Ιουνίου 313 από τη Νικομήδεια προς τους διοικητές. Με αυτό γίνονταν γνωστές οι αποφάσεις που είχαν ληφθεί στα Μεδιόλανα τον Ιανουάριο του 313:
Cum feliciter, tam ego Constantinus Augustus, quam etiam ego Licinius Augustus, apud Mediolanum convenissemus, atque universa, quoe ad commoda et securitatem publicam pertinerent, in tractatu haberemus, hoec inter coetera quae νidebamus pluribus hominibus profutura, vel in primis ordinanda esse credidimus, quibus divinitatis reverentia continebatur, ut daremus et christianis, et omnibus liberam potestatem sequendi religionem, quam quisque voluisset, quo quidem divinitas in sede coelesti, nobis atque omnibus qui sub potestate nostra sunt constituti, placata ac propitia possit existere. Itaque hoc consilio salubri ac rectissima ratione ineundum esse credidimus, ut nulli omnino facultatem abnegandam putaremus, qui vel observationi christianorum, vel ei religioni mentem suam dederat, quam ipse sibi aptissimam esse sentiret; ut possit nobis summa divinitas, cujus religioni liberis mentibus obsequimur, in omnibus solitum favorem suum benevolentiamque proestare. Quare scire Dicationem tuam convenit, placuisse nobis, ut, amotis omnibus omnino conditionibus, quaeprius scriptis ad officium tuum datis super christianorum nomine ναdebantur, nunc vere ac simpliciter unusquisque eorum, qui eamdem observandae religioni christianorum gerunt voluntatem, citra ullam inquietudinem ac molestiam sui idipsum observare contendant. Quae sollicitudini tuoeplenissime significanda esse credidimus, quo scires nos liberam atque absolutam colendoe religionis suoe facultatem hisdem christianis dedisse. Quod cum hisdem a nobis indultum esse pervideas, intelligit Dicatio tua, etiam aliis religionis suoe vel observantioe potestatem similiter apertam, et liberam pro quiete temporis nostri esse concessam; ut in colendo quod quisque delegerit habeat liberam facultatem, quia (nolumus detrahi) honori, neque cuiquam religioni aliquid a nobis. Atque hoc insuper in persona christianorum statuendum esse censuimus, quod si eadem loca, ad quoe antea convenire consueverant, de quibus etiam datis ad officium tuum litteris certa antehac forma fuerat comprehensa, priore tempore aliqui vel a fisco nostro, vel ab alio quo cumque ναdentur esse mercati, eadem christianis sine pecunia, et sine ulla pretii petitione, postposita omni frustratione atque ambiguitate, restituantur. Qui etiam dono fuerunt consecuti, eadem similiter hisdem christianis quantocius reddant: etiam vel hi qui emerunt, vel qui dono fuerunt consecuti, si petiverint de nostra benevolentia aliquid, ναcarium postulent, quo et ipsis per nostram clementiam consulatur. Quoe omnia corpori christianorum protinus per intercessionem tuam, ac sine mora tradi oportebit. Et quoniam iidem christiani non ea loca tantum, ad quoe convenire consueverunt, sed alia etiam habuisse noscuntur, ad jus corporis eorum, id est, Ecclesiarum, non hominum singulorum, pertinentia, ea omnia lege, qua superius, comprehendimus, citra ullam prorsus ambiguitatem vel controversiam hisdem christianis, id est, corpori et conventiculis eorum reddi jubebis, supradicta scilicet ratione servata, ut ii qui eadem sine pretio, sicut diximus, restituerint, indemnitatem de nostra benevolentia sperent. In quibus omnibus supradicto corpori christianorum intercessionem tuam efficacissimam exhibere debebis, ut proeceptum nostrum quantocius complcatur, quo etiam in hoc per clementiam nostram quieti publicoe consulatur. Ilactenus fiet, ut sicut superius conprehensum est, divinus juxta nos favor, quem in tantis sumus rebus experti, per omne tempus prospere successibus nostris cum beatitudine nostra publica perseveret. Ut autem hujus sanctionis benevolentioe nostroe forma ad omnium possit pervenire notitiam, perlata programmate tuo hoec scripta et ubique proponere, et ad omnium scientiam te perferre conveniet, ut hujus benevolentioe nostroe sanctio latere non possit (Lactantii, De mortibus persecutorum, 48).
Και ο Ευσέβιος Καισαρείας μας παραδίδει έγγραφο αναλόγου περιεχομένου: Ήδη μεν πάλαι σκοπούντες την ελευθερίαν της θρησκείας ουκ αρνητέαν είναι, αλλ’ ενός έκαστου τη διάνοια και τη βουλήσει εξουσίαν δοτέον τον τα θεία πράγματα τημελείν κατά την αυτού προαίρεσιν έκαστον, κεκελεύκειμεν… Τοις τε Χριστιανοίς της αιρέσεως και της θρησκείας της εαυτών την πίστιν φυλάττειν· αλλ’ επειδή πολλαί και διάφοροι αιρέσεις εν εκείνη τη αντιγραφή, εν η τοις αυτοίς συνεχωρήθη η τοιαύτη εξουσία, εδόκουν προστεθείσθαι σαφώς, τυχόν ίσως τινές αυτών μετ’ ολίγον από της τοιαύτης παραφυλάξεως απεκρούοντο.
Όποτε ευτυχώς εγώ Κωνσταντίνος ο Αύγουστος καγώ Λικκίνιος ο Αύγουστος εν τη Μεδιολάνω εληλύθειμεν και πάντα όσα προς το λυσιτελές και το χρήσιμον τω κοινώ διέφερεν, εν ζητήσει έσχομεν, ταύτα μεταξύ των λοιπών άτινα εδόκει εν πολλοίς άπασιν επωφελή είναι, μάλλον δε εν πρώτοις διατάξαι εδογματίσαμεν, οις η προς το θείον αιδώς τε και το σέβας ενείχετο, τούτ’ έστιν, όπως δώμεν και τοις Χριστιανοίς και πάσιν ελευθέραν αίρεσιν του ακολουθείν τη θρησκεία, η δ’ αν βουληθώσιν, όπως ο τι ποτέ εστί θειότητος και ουρανίου πράγματος, ημίν και πάσι τοις υπό την ημετέραν εξουσίαν διάγουσιν ευμενές είναι δυνηθή.
Τοίνυν ταύτην την βούλησιν υγιεινώ και ορθοτάτω λογισμώ εδογματίσαμεν, όπως μηδενί παντελώς εξουσία αρνητέα ή του ακολουθείν και αιρείσθαι την των Χριστιανών παραφύλαξιν ή θρησκείαν εκάστω τε εξουσία δοθείη του διδόναι εαυτού την διάνοιαν εν εκείνη τη θρησκεία, ην αυτός εαυτώ αρμόζειν νομίζει, όπως ημίν δυνηθή το θείον εν πάσι την έθιμον σπουδήν και καλοκαγαθίαν παρέχειν.
Άτινα ούτως αρέσκειν ημίν αντιγράψαι ακόλουθον ην, ιν’ αφαιρεθεισών παντελώς των αιρέσεων, αίτινες τοις προτέροις ημών γράμμασι τοις προς την σην καθοσίωσιν αποσταλείσι περί των Χριστιανών ενείχοντο και άτινα πάνυ σκαιά και της ημετέρας πραότητος αλλότρια είναι εδόκει, ταύτα υφαιρέθη και νυν ελευθέρως και απλώς έκαστος αυτών των την αυτήν προαίρεσιν εσχηκότων του φυλάττειν την των Χριστιανών θρησκείαν άνευ τινός οχλήσεως τούτο αυτό παραφυλάττοι. Άτινα τη ση επιμελεία πληρέστατα δηλώσαι εδογματίσαμεν, όπως ειδείης ημάς ελευθέραν και απολελυμένην εξουσίαν του τημελείν την εαυτών θρησκείαν τοις αυτοίς Χριστιανοίς δεδωκέναι. Όπερ επειδή απολελυμένως αυτοίς υφ’ ημών δεδωρήσθαι θεωρεί η ση καθοσίωσις και ετέροις δεδόσθαι εξουσίαν τοις βουλομένοις του μετέρχεσθαι την παρατήρησιν και θρησκείαν εαυτών (όπερ ακολούθως τη ησυχία των ημετέρων καιρών γίνεσθαι φανερόν εστίν), όπως εξουσίαν έκαστος έχη του αιρείσθαι και τημελείν οποίαν δ’ αν βούληται τούτο δε υφ’ ημών γέγονεν, όπως μηδεμώ τιμή μηδέ θρησκεία, τινί μεμειώσθαί τι υφ’ ημών δοκοίη.
Και τούτο δε προς τοις λοιποίς εις το πρόσωπον των Χριστιανών δογματίζομεν, ίνα τους τόπους αυτών, εις ους το πρότερον συνέρχεσθαι έθος ην αυτοίς, περί ων και τοις πρότερον δοθείσι προς την καθοσίωσιν γράμμασι τύπος έτερος ην ωρισμένος τω προτέρω χρόνω,ιν’ ει τινές ή παρά του ταμείου του ημετέρου ή παρά τίνος ετέρου φαίνοιντο ηγορακότες, τούτους τοις αυτοίς Χριστιανοίς άνευ αργυρίου και άνευ τινός απαιτήσεως της τιμής, υπερτεθείσης πάσης αμελείας και αμφιβολίας, αποκαταστήσωσι, και ει τίνες κατά δώρον τυγχάνουσιν ειληφότες, τους αυτούς τόπους όπως η τοις αυτοίς Χριστιανοίς την ταχίστην αποκαταστήσωσιν ούτως ως, ει οι ηγορακότες τους αυτούς τόπους ή οι κατά δωρεάν ειληφότες αιτώσί τι παρά της ημετέρας καλοκαγαθίας, προσέλθωσι τω επί τόπων επάρχω δικάζοντι, όπως και αυτών δια της ημετέρας χρηστότητος πρόνοια γένηται. Άτινα πάντα τω σώματι τω των Χριστιανών παρ’ αυτά δια της στις σπουδής άνευ τινός παρολκής παραδίδοσθαι δεήσει.
Και επειδή οι αυτοί Χριστιανοί ου μόνον εκείνους εις ους συνέρχεσθαι έθος είχον, αλλά και έτερους τόπους εσχηκέναι γινώσκονται διαφέροντας ου προς έκαστον αυτών, αλλά προς το δίκαιον του αυτών σώματος, τουτ’ εστίν των Χριστιανών, ταύτα πάντα επί τω νόμω οv προειρήκαμεν, δίχα παντελώς τίνος αμφισβητήσεως τοις αυτοίς Χριστιανοίς, τούτ’ εστίν τω σώματι αυτών και τη συνόδω έκαστα αυτών αποκαταστήναι κελεύσεις, του προειρημένου λογισμού δηλαδή φυλαχθέντος, όπως αυτοί οίτινες τους αυτούς άνευ τιμής, καθώς προειρήκαμεν, αποκαθιστώσι, το αζήμιον το εαυτών παρά της ημετέρας καλοκαγαθίας ελπίζοιεν. Εν οις πάσι τω προειρημένω σώματι των Χριστιανών την σπουδήν δυνατώτατα παρασχείν οφείλεις, όπως το ημέτερον κέλευσμα την ταχίστην παραπληρωθή, όπως και εν τούτω δια της ημετέρας χρηστότατος πρόνοια γένηται της κοινής και δημοσίας ησυχίας.
Τούτω γαρ τω λογισμώ, καθώς και προείρηται, η θεία σπουδή περί ημάς, ης εν πολλοίς ήδη πράγμασιν απεπειράθημεν, δια παντός του χρόνου βεβαίως διαμείναι. Ίνα δε ταύτης της ημετέρας νομοθεσίας και της καλοκαγαθίας ο όρος προς γνώσιν πάντων ενεχθήναι δυνηθή, προταχθέντα του σου προστάγματος ταύτα τα υφ’ ημών γραφέντα πανταχού προθείναι και εις γνώσιν πάντων αγαγείν ακόλουθόν εστίν, όπως ταύτης της ημετέρας καλοκαγαθίας η νομοθεσία μηδένα λαβείν δυνηθή (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ι' 5,2-14).
Δημιουργία αρχείου: 28-4-2010.
Τελευταία ενημέρωση: 28-4-2010.