Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή
Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα
Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο.
Ο Κόμμοδος
Ύστερα από το θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου, αυτοκράτορας έγινε ο γιος του Κόμμοδος (180-192), ουτιδανός, ανάξιος και φιλήδονος, όπως χαρακτηρίστηκε. Ο Κόμμοδος ασχολούνταν μανιωδώς με τους μονομαχικούς αγώνες στα αμφιθέατρα, τους οποίους όφειλε να καταγράφει η Γερουσία στα επίσημα βιβλία του κράτους, γιατί τους θεωρούσε ο αυτοκράτορας έξοχα έργα της ζωής του. Οι υπήκοοι του όμως τον μίσησαν για τη θηριωδία του ώστε ουδείς ουδ’ αυτοκράτορα αυτόν ωνόμαζεν, αλιτήριον δε τινα και τύραννον αποκαλούντες προσετίθεσαν επισκώπτοντες τον μονομάχον, τον αρματηλάτην, τον αριστερόν, τον κηλήτην (Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία, 74,2). Η μεγάλη του αδυναμία για τις μονομαχίες τον κατέστησε αδιάφορο τελείως για τα πράγματα της πολιτείας. Έτσι, αδιάφορος για τα πάτρια και θέτοντας πάνω από το συμφέρον του κράτους τις απολαύσεις του, δεν έδειξε ενδιαφέρον και για τα θρησκευτικά ζητήματα. Δεν έλαβε καμιά πρωτοβουλία για τους διωγμούς και η Εκκλησία ωφελήθηκε αρνητικά. Οι Χριστιανοί δεν καταδιώχτηκαν με νεώτερους νόμους και αποφάσεις, αλλά με βάση τις διατάξεις του Τραϊανού και Αδριανού. Πάντως οι διωγμοί εξακολούθησαν την εποχή του Κομμόδου και μόνο στα τέλη της βασιλείας του ανακόπηκαν. Οι διωγμοί όμως αυτοί και οι θάνατοι των Χριστιανών, που σημειώθηκαν, οφείλονταν στην πρωτοβουλία των κατά τόπους διοικητών, οι οποίοι έπαιρναν πρωτοβουλίες και εφάρμοζαν κατά των Χριστιανών μέτρα ανάλογα με το φανατισμό τους. Συνεπώς, και η βασιλεία του Κομμόδου στιγματίστηκε από το αίμα Χριστιανών θυμάτων. Ο Ευσέβιος Καισαρείας παρότι αναφέρει ότι την εποχή του Κομμόδου επεκράτησε ειρήνη στην Εκκλησία, αφού η κατάσταση των Χριστιανών έγινε πιο ήπια, ότι η προσέλευση ανθρώπων από κάθε γένος στην πίστη του Χριστού ήταν μεγάλη στο βαθμό που πολλοί επιφανείς Ρωμαίοι, πλούσιοι και πατρίκιοι, να προσχωρούν ομαδικά με όλους τους δικούς τους στην Εκκλησία, εντούτοις δεν παραλείπει να αναφερθεί συνοπτικά στο μάρτυρα Απολλώνιο. Γράφει, λοιπόν, ο Ευσέβιος: Κατά δε τον αυτόν της Κομμόδου βασιλείας χρόνον μετεβέβλητο μεν επί το πράον τα καθ’ ημάς, ειρήνης συν θεία χάριτι τας καθ’ όλης της οικουμένης διαλαβούσης Εκκλησίας· ότε και ο σωτήριος λόγος εκ παντός γένους ανθρώπων πάσαν υπήγετο ψυχήν επί την ευσεβή του των όλων Θεού θρησκείαν, ως ήδη και των επί Ρώμης εύ μάλα πλούτω και γένει διαφανών πλείους επί των σφών ομόσε χωρείν πανοικεί τε και παγγενεί σωτηρίαν (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ε 21,1). Η ηπιότητα του Κομμόδου και η ευμένειά του προς τους Χριστιανούς οφείλεται, όπως λέγεται, και στην επίδραση της Μαρκίας. Η Μαρκία ήταν κόρη ενός πλουσίου απελεύθερου, του Μάρκου Αυρηλίου, η οποία το 183 μπήκε στα ανάκτορα και έγινε, ύστερα από την καταδίκη σε θάνατο του Ουμμιδίου Κορδάτου (ανεψιού του αυτοκράτορα), που την είχε αγαπήσει, παλλακή του Κομμόδου και απόλαυσε, ως σύζυγος, εκτός από τον τίτλο της αυτοκρατόρισσας, ύψιστες τιμές. Κατά το Δίωνα Κάσσιο (Ρωμαϊκή Ιστορία, 73,4) Ιστορείται δε αυτή πολλά τε υπέρ των Χριστιανών σπουδάσαι και πολλά αυτούς ευηργετηκέναι, άτε και παρά τω Κομμόδω παν δυναμένη. Ο Ιππολυτός, είτε επειδή ήταν προσήλυτη είτε επειδή είχε βαπτισθεί και ήταν Χριστιανή, την αποκαλεί φιλόθεη και αναφέρει ότι ζήτησε από τον επίσκοπο της Ρώμης Βίκτορα κατάλογο των εξόριστων ομολογητών Χριστιανών, που εργάζονταν στα λατομεία της Σαρδηνίας, και κατόρθωσε να τους ελευθερώσει, αφού πέτυχε να εκδόσει ο Κόμμοδος «απολύσιμον επιστολήν», την οποία μετέφερε στη Σαρδηνία ο Πρεσβύτερος Υάκινθος: Μετά χρόνον ο ετέρων εκεί όντων μαρτύρων, θελήσασα η Μαρκία έργον τι αγαθόν εργάσασθαι, ούσα φιλόθεος παλλακή Κομμόδου, προσκαλεσαμένη τον μακάριον Ουίκτορα, όντα επίσκοπον της Εκκλησίας κατ’ εκείνο καιρού, επηρώτα, τίνες είεν εν Σαρδονία μάρτυρες… Τυχούσα oυv της αξιώσεως η Μαρκία παρά Κομμόδου, δίδωσι την απολύσιμον επιστολήν Υακίνθω τινί σπάδοντι (ευνούχος) πρεσβυτέρω, ος λαβών διέπλευσεν εις Σαρδονίαν, και αποδούς τω κατ' εκείνο καιρού της χώρας επιτροπεύοντι απέλυσε τους μάρτυρας (Φιλοσοφούμενα η Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος, Δ, 12).
Ο Χριστιανισμός καταδιώχτηκε και στην Αφρική από τον ανθύπατο Βιγέλλιο Σατουρνίνο. Στις 17 Ιουλίου 180 ο Σατουρνίνος δίκασε στην Καρχηδόνα τους μάρτυρες από την Ισχλή (Scili) της Νουμιδίας, που είναι γνωστοί ως martyres Scilitani, με βάση τις διατάξεις του Τραϊανού και Αδριανού. Οι Χριστιανοί κλήθηκαν να προσφέρουν θυσία στους θεούς και να αφεθούν ελεύθεροι, αφού θα έπαιρναν χάρη από τον αυτοκράτορα, δήλωσαν όμως ότι ζουν Χριστιανικά, απέκρουσαν την προτροπή να ζήσουν κατά τον τρόπο των Ρωμαίων Εθνικών και έμειναν πιστοί στις αρχές τους (ritu Christiano se νivere confessos, quoniam ablata sibi facultate at Romanorum morem redeundi obstinanter perseveraverunt, gladio animadverti placet). Η καταδικαστική απόφαση ήταν θάνατος με ξίφος. Στη δίκη αυτή για πρώτη φορά ήρθε στην επιφάνεια το θέμα των ιερών βιβλίων των Χριστιανών. Όταν συνελήφθησαν οι μάρτυρες, κατασχέθηκαν και ορισμένα βιβλία, τα οποία, σύμφωνα με την απάντηση του Σπεράτου, ενός από τους μάρτυρες, ήταν επιστολές του Αποστόλου Παύλου.
Σπουδαία θέση την εποχή αυτή κατέχει το μαρτύριο του Ρωμαίου γερουσιαστή Απολλώνιου, ο οποίος οδηγήθηκε ενώπιον του ανθυπάτου Περρενίου, ύστερα από καταγγελία ενός από τους δούλους του. Ο Περρένιος διέταξε τον Απολλώνιο να θύση εις τους θεούς και εις την εικόνα του Κομμόδου. Αλλ’ ο ρωμαίος συγκλητικός ενώπιον πλήθους συγκλητικών και σοφών μεγάλων με θαυμαστό θάρρος και παρρησία απάγγειλε την Απολογία του. Η Απολογία αυτή περιλήφθηκε από τον Ευσέβιο Καισαρείας στην καταρτισθείσα από τον ίδιο συλλογή αρχαίων μαρτυρίων. Η Απολογία αυτή, κατά τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ύστερα από τον αμείλικτο έλεγχο του εθνισμού από τον Απολλώνιο, εκθέτει λαμπρώς τη Χριστιανική διδασκαλία, η οποία σε πολλά σημεία μοιάζει με την Απολογία του Αριστείδη, τα κυριότερα σημεία του συμβόλου της πίστεως και τη διδασκαλία του Ευαγγελιστή Ιωάννη για το θείο Λόγο, που σημαίνει ότι ο Απολλώνιος είχε υπόψη του το τέταρτο ευαγγέλιο. Ιδιαιτέρως ο Απολλώνιος τονίζει στην Απολογία του τη μέλλουσα ζωή, εφόσον τη στιγμή εκείνη η ιδέα γι’ αυτήν τον απασχολούσε περισσότερο από κάθε άλλο (Ιστορικαί μελέται, εν Ιεροσολύμοις 1906, σ. 60). Φυσικά ο Απολλώνιος δεν απέφυγε να συγκρίνει το Χριστιανισμό με τα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής του. Η όλη Απολογία δικαιολογεί πλήρως τον Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος εγκωμιάζει τον Απολλώνιο ως άνδρα των τότε πιστών επί παιδεία και φιλοσοφία βεβοημένον (Εκκλησιαστική Ιστορία, Ε' 21,2). Ο ανθύπατος Περρένιος φέρθηκε στον Απολλώνιο εύγενικά, όπως και άλλοι έπαρχοι ή ανθύπατοι στους Χριστιανούς, και η καταδίκη, την οποία απάγγελε εναντίον του ήταν ελαφριά(!), γιατί τον καταδίκασε σε θάνατο με αποκεφαλισμό χωρίς βασανιστήρια. Ο τρόπος αυτός του θανάτου ήταν σύμφωνος με όσα λίγα χρόνια πιο μπροστά είχε προτείνει ο πατέρας του Κομμόδου Μάρκος Αυρήλιος προς τον έπαρχο των Γαλλίων, να κόβονται δηλαδή τα κεφάλια εκείνων που είχαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη (όπως ο Απολλώνιος), ενώ οι άλλοι να στέλνονται στα θηρία (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ε' 1,47).
Στην Ασία το 184 ή 185 ο ανθύπατος Άρειος Αντωνίνος, που έδιωξε τους Χριστιανούς, δεν τόλμησε να καταδικάσει όλο το πλήθος εκείνο που παρουσιάστηκε μπροστά του και για να αποκρύψει την κατάπληξη του, για την τόλμη των Χριστιανών, αλλά και το φόβο του, φώναξε: 7Ω δειλοί, ει θέλετε αποθνήσκειν, κρημνούς ή βρόχους έχετε (Τερτυλλιανού, Ad Scapulam, κεφ. 5).
Άλλες αυθεντικές μαρτυρίες για Χριστιανούς που μαρτύρησαν την εποχή του Κομμόδου δεν έχουμε, θα λέγαμε όμως ότι οι καταδίκες σε θάνατο είχαν μετριασθεί, γι’ αυτό η έκφραση του Ερρηναίου multitudinem martyrum δεν επικυρώνεται από τα γεγονότα. Άλλωστε είναι γνωστό από τον Τερτυλλιανό (Ad Scapulam, κεφ. 4) ότι ανθύπατοι της Αφρικής έδειξαν ενδιαφέρον για καταδιωκόμενους Χριστιανούς και τους προστάτεψαν από επιθέσεις οχλοκρατικές.
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 27-4-2010.
Τελευταία ενημέρωση: 27-4-2010.