Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ:
ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ OIKOYMENIΣMΟΥ
Κεφάλαιο Γ΄: Οι σύγχρονες, ενωτικές πρωτοβουλίες και οι μεμονωμένες, οικουμενιστικές διακηρύξεις ορισμένων Ορθοδόξων δεν αποτελούν, κατά τους αγίους Πατέρας, λόγο διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους
α΄. Το επιχείρημα των Γ.Ο.Χ. περί διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τις (δήθεν) αιρετικές, Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες
Στο προηγούμενο κεφάλαιο αποδείχθηκε, πιστεύουμε, ότι οι κατηγορίες των Γ.Ο.Χ., πως οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν αποδεχθή τις θεωρίες του αιρετικού, Δυτικού Οικουμενισμού, είναι αβάσιμες. Στο κεφάλαιο αυτό θα αποδείξουμε, ότι τελείως αβάσιμος είναι και ο άλλος ισχυρισμός των Γ.Ο.Χ., σύμφωνα με τον οποίο οι πιστοί οφείλουν να διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τις (δήθεν) αιρετικές πλέον Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες178. Πράγματι, οι Γ.Ο.Χ. υποστηρίζουν ότι, εφόσον οι Ορθόδοξες Εκκλησίες από το 1920 έχουν αποδεχθή και κηρύξει πλέον φανερά την αίρεσι του Οικουμενισμού της Δύσεως, οι πιστοί οφείλουν να μη έχουν καμμία κοινωνία μαζί τους.
Οι Γ.Ο.Χ. γνωρίζουν βέβαια καλά, ότι καμμία Οικουμενική Σύνοδος κατά τα τελευταία ενενήντα έτη δεν έχει καταδικάσει τις Ορθόδοξες Εκκλησίες ως αιρετικές λόγω του Οικουμενισμού ή ως σχισματικές λόγω της αλλαγής του ημερολογίου. Κατά συνέπεια στηρίζουν την προτροπή τους αυτή για διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας αφ ενός μεν στον ιε΄ κανόνα της ΑΒ΄ Συνόδου179 και στον λα΄ αποστολικό κανόνα, οι οποίοι επιτρέπουν (κατά τους Γ.Ο.Χ. επιβάλλουν) την διακοπή της κοινωνίας με τους αιρετικούς ποιμένας ακόμη και προ συνοδικής κρίσεως και κατακρίσεώς τους, και αφ' ετέρου στην σχετική διδασκαλία και πράξι των αγίων Πατέρων180.
Συγκεκριμένα, όπως είδαμε στο β΄ κεφάλαιο του α΄ μέρους, οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν σχετικά με το ζήτημα της διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας τα εξής:
1. Έπειτα από καταδίκη Οικουμενικής Συνόδου η μεγάλων Τοπικών Συνόδων και αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας των αιρετικών ή σχισματικών επισκόπων επιβάλλεται η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους.
2. Η εκκλησιαστική κοινωνία με όσους εγκαταλείψουν την Εκκλησία και ενωθούν με τους εκτός Εκκλησίας αιρετικούς ή δημιουργήσουν μία νέα, δική τους Εκκλησία, διακόπτεται αμέσως (άνευ δηλαδή συνοδικής κρίσεως).
3. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες επίσκοποι της Εκκλησίας κηρύττουν αιρετικά δόγματα, έχουμε δικαίωμα είτε να εφαρμόσουμε την Οικονομία και να κοινωνούμε μαζί τους έως της καταδίκης τους από Ορθόδοξο Σύνοδο, είτε να διακόψουμε την κοινωνία μαζί τους προ της συνοδικής κρίσεώς τους.
4. Απαγορεύεται αυστηρά η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας άνευ λόγων πίστεως.
Στο κεφάλαιο λοιπόν αυτό θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τα εξής:
1. Παρόμοιες ή ακόμη και χειρότερες από τις σημερινές καταστάσεις συνέβαιναν αναμφίβολα και παλαιότερα. Συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκαν αρκετές ενωτικές προσπάθειες με αιρετικούς, οι μεμονωμένες περιπτώσεις μυστηριακής διακοινωνίας και λειτουργικών συγχρωτισμών Ορθοδόξων - ετεροδόξων ήταν κάτι το σύνηθες -ιδίως σε ορισμένους τόπους και χρονικές περιόδους- ενώ συχνά ορισμένοι Ορθόδοξοι διεκήρυτταν απαράδεκτα φρονήματα, παρόμοια με τα σημερινά οικουμενιστικά.
2. Ο τρόπος με τον οποίο οι άγιοι Πατέρες αντιμετώπισαν τις ανωτέρω καταστάσεις, καθώς και η σχετική τους διδασκαλία καθορίζουν ως όρους διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους επισκόπους μας προ συνοδικής κρίσεώς τους την ένωσι με τους εκτός Εκκλησίας αιρετικούς ή την επίσημη διακήρυξι κάποιας αιρέσεως.
Αντιθέτως, οι ενωτικές προσπάθειες με τους αιρετικούς, οι Θεολογικοί Διάλογοι μαζί τους ή η απλή ύπαρξις Φιλενωτικών, Λατινοφρόνων και γενικότερα κληρικών οι οποίοι διακρίνονταν για την άγνοια ως προς τις σχέσεις τους με τους ετεροδόξους, την αλλοίωσι του εκκλησιαστικού τους φρονήματος και την απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας, δεν αποτελούσε για τους Πατέρας λόγο διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους. Οι Πατέρες δηλαδή αγωνίσθηκαν μεν εναντίον τους με υποδειγματικό τρόπο, δεν ίδρυσαν όμως δικές τους Εκκλησίες Γ.Ο.Χ., όπως οι σημερινοί Ζηλωταί.
3. Οι Γ.Ο.Χ. Διαπράττουν πλήθος παραποιήσεων στην Εκκλησιαστική Ιστορία και την διδασκαλία των αγίων Πατέρων προκειμένου να αποδείξουν, ότι οι περισσότεροι Άγιοι αγωνίζονταν κατά των αιρετικών, όπως ακριβώς και αυτοί. Οι Άγιοι δηλαδή διέκοπταν την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους (δήθεν) επί δεκαετίες προ της συνοδικής κρίσεώς τους βάσει του λα΄ αποστολικού κανόνος και του ιε΄ κανόνος της ΑΒ΄ Συνόδου. Τα περισσότερα όμως παραδείγματα που οι Γ.Ο.Χ. συνηθίζουν να αναφέρουν, είναι τελείως άσχετα. Συγκεκριμένα αφορούν περιπτώσεις Αγίων, οι οποίοι δεν είχαν εκκλησιαστική κοινωνία είτε με καταδικασμένους και εκτός Εκκλησίας αιρετικούς είτε με όσους ενώθηκαν με εκτός Εκκλησίας αιρετικούς, και όχι περιπτώσεις διακοπής κοινωνίας προ συνοδικής κρίσεως.
Από τα ανωτέρω συνάγονται τα εξής συμπεράσματα:
Εφόσον μέχρι σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθή κάποια ένωσις με αιρετικούς ούτε κηρύσσεται επίσημα κάποια αίρεσις (Δυτικός Οικουμενισμός), αλλά συμβαίνουν μόνο ενωτικές προσπάθειες, παραβάσεις της κανονικής τάξεως (λειτουργικός συγχρωτισμός) και σποραδικές και άνευ συνοδικών εγκρίσεων κακόδοξες διακηρύξεις μεμονωμένων Ορθοδόξων θεολόγων, δεν υφίσταται κάποιος λόγος διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Η απόσχισις των Γ.Ο.Χ. από αυτές από το 1924 λόγω της αλλαγής του ημερολογίου είναι πράξις παράνομη και αντιπαραδοσιακή. Για τον λόγο αυτό οι Γ.Ο.Χ. δεν ομοιάζουν με κανένα από τους αγίους Πατέρας και Ομολογητάς, που αγωνίσθηκαν κατά των αιρετικών, Λατινοφρόνων και Ενωτικών. Αντιθέτως, ομοιάζουν μόνο με τα άνευ λόγων πίστεως σχίσματα του η΄ και του θ΄ αιώνος, τα οποία όμως, όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος της εργασίας μας (κεφ. Β΄, ε΄- στ΄ και κεφ. Γ΄, ιστ΄-ιη΄), έχουν κατακριθή από τους αγίους Πατέρας.
Θεωρούμε επίσης ως εσφαλμένη την διακοπή από ορισμένους της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και ιδίως την προσχώρησί τους στις αλληλοαναθεματισμένες Εκκλησίες των Γ.Ο.Χ., οι οποίες υφίστανται τελείως αντικανονικά από το 1924. Άλλωστε και οι Πατέρες, όταν παρουσιάσθηκε πραγματική ανάγκη εφαρμογής της διακοπής της κοινωνίας (λόγω π.χ. της ενώσεως με τους Λατίνους το 1274), δεν προσχώρησαν στις τότε υπάρχουσες παρεκκλησιαστικές, ζηλωτικές ομάδες (Αρσενιάτας) ούτε ίδρυσαν Εκκλησίες Γ.Ο.Χ. Αντιθέτως, συνέχισαν να έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με τους Ορθοδόξους των υπολοίπων Τοπικών Εκκλησιών και αγωνίσθηκαν μέχρι θανάτου υπέρ της διασφαλίσεως των Ορθοδόξων δογμάτων.
Ο κατατεμαχισμός μάλιστα των Γ.Ο.Χ. μάς καθιστά πάρα πολύ επιφυλακτικούς στην εφαρμογή της διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Μάς προτρέπει επίσης να εξαντλήσουμε κάθε όριο πατερικά τεκμηριωμένης και νόμιμης, εκκλησιαστικής Οικονομίας, δεδομένου ότι και οι ασυγκράτητοι Φιλενωτικοί ενδέχεται να κατανοήσουν το ασύμφορο και αδύνατο των επιδιώξεών τους.
Σημειώσεις:
178. Θεοδωρήτου ιερομονάχου, Παλαιόν και νέον, σελ. 50-52.
179. Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου..., σελ. 16.
180. Κυπριανού Ωρωπού και Φυλής, Η αίρεσις του Οικουμενισμού και η πατερική στάσις των Ορθοδόξων, σελ. 43-50.
Δημιουργία αρχείου: 28-1-2014.
Τελευταία ενημέρωση: 8-2-2014.