Κεντρική σελίδα | Αθεϊσμός Επιλογές |
---|
Εισαγωγή στην "ψυχολογία του Αθεϊσμού"
Ψυχολογία του Αθεϊσμού Bertrand Russell (1872-1970) Αποσπάσμα από το βιβλίο του Paul Vitz: “Faith of the Fatherless” (Καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης) |
Μετάφραση: Α. Ν.
Επιμέλεια: Θωμάς Δρίτσας
O Bertrand Russell γενικά αναγνωρίζεται ως ο πλέον εξέχων Άγγλος αθεϊστής, ενώ η θέση του -που κυρίως εστίαζε στην απόρριψη του Χριστιανισμού- είναι πασίγνωστη. Αυτό πιθανόν να συνοψίζεται καλύτερα στην συλλογή εκθέσεών του, “Why I am Not a Christian” (Γιατί Δεν είμαι Χριστιανός), 1957, όμως είχε ήδη εκφρασθεί ξεκάθαρα, δεκαετίες νωρίτερα, όταν είχαν πρωτο-εκδοθεί πολλές από τις εκθέσεις του.
Και οι δύο αριστοκρατικοί γονείς του Bertrand ζούσαν στα περιθώρια ριζοσπαστικής πολιτικής[1]. Ο πατέρας του, ο Λόρδος Άμπερλυ, του οποίου τα παιδικά ημερολόγια ήσαν γεμάτα από θρησκευτικές ανησυχίες, έγινε ένας ελεύθερος στοχαστής σαν ενήλικας. Απεβίωσε όταν ο Bertrand ήταν τεσσάρων ετών. Ο νεαρός Bertrand ήταν παρών στο τέλος, και υπάρχει μια περιγραφή αυτού, δίπλα στη νεκρική κλίνη του πατέρα του. Και για κακή του τύχη, η μητέρα του Bertrand είχε επίσης πεθάνει, προ διετίας. Στη συνέχεια, τον Bertrand τον ανέλαβαν οι γονείς του πατέρα του – ο Λόρδος John Russell και η Λαίδη Russell – αλλά ο παππούς του, μια μάλλον απόμακρη φιγούρα, απεβίωσε το 1878, όταν ο Bertrand ήταν έξι ετών. Έτσι, ο μόνος λειτουργικός γονέας του ήταν η γιαγιά του, η Λαίδη Russell, την οποία αποκαλούσαν «Θανατηφόρα Μπελλαντόνα»[2](στμ: βαρύοσμο νυχτολούλουδο). Αυτή η γυναίκα –η μεγαλύτερη επιρροή στην παιδική ηλικία του Bertrand- ήταν εκ γενετής Πρεσβυτεριανή Σκωτίας, και εκ φύσεως πουριτανή. Η ατμόσφαιρα της θρησκείας της ήταν «μια θλιμμένη Χριστιανική ταπεινότητα».[3]
Η θρησκεία στον οίκο Pembroke Lodge –κατοικία της γιαγιάς του- ήταν ένας μάλλον εκλεκτικός Προτεσταντισμός, και υπήρξε το θεμέλιο και η δομή της καθημερινής ζωής[4]. Αν και έδειχνε ενδιαφέρον για την θρησκεία όλη τη ζωή του, ο Bertrand πολύ γρήγορα έγινε αγνωστικιστής ή αθεϊστής. Η θρησκεία που είχε απορρίψει ήταν σαφώς εκείνη της γιαγιάς του. Η κόρη του Bertrand, Katherine, την περιέγραψε ως «η μόνη μορφή Χριστιανισμού που ο πατέρας μου γνώριζε καλά – η ζωή του κόσμου τούτου δεν ήταν παρά ένας μελαγχολικός τόπος δοκιμασιών για την μελλοντική ευτυχία… Ο πατέρας μου την πέταξε αυτήν την αρρωστημένη πίστη έξω από το παράθυρο[5].» Ο Russell ειρωνευόταν τους Χριστιανούς -σύμφωνα με την κόρη του- «επειδή αυτοί φαντάζονταν ότι ο άνθρωπος είναι σημαντικός, μέσα στο αχανές σχέδιο της υφηλίου…και όμως, (ο ίδιος) θεωρούσε τον άνθρωπο και την επιβίωσή του ως το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο.[6]» Συμπεραίνει η ίδια: «Εγώ προσωπικά πιστεύω πως ολόκληρη η ζωή του ήταν μια αναζήτηση του Θεού, ή, (για όσους προτιμούν λιγότερο προσωπικές ορολογίες), μια αναζήτηση της απόλυτης βεβαιότητας.[7]»
Οι μόνες άλλες γονικές φιγούρες του Russell ήταν μια σειρά από γκουβερνάντες, με τις οποίες συχνά συνδεόταν σε μεγάλο βαθμό: όταν μία από αυτές τις αγαπημένες του γκουβερνάντες αποχώρησε, ο 11χρονος Bertrand ήταν «απαρηγόρητος»[8]. Σύντομα ανακάλυψε πως «ένας τρόπος διαφυγής από αυτή την θλίψη των συνεχών αλλαγών συντρόφων ήταν το διάβασμα, η απομόνωση σε ένα μακρυνό και ολοένα πιο αφηρημένο κόσμο»[9]. Οι πρώιμοι θάνατοι των γονέων του και του παππού του, και επί πλέον οι συχνές, ‘χαμένες’ γκουβερνάντες του, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι η πηγή της απίστευτης λαχτάρας του για την βεβαιότητα: «την ήθελα την βεβαιότητα, με τον τρόπο που οι άνθρωποι θέλουν την θρησκευτική πίστη.[10]» Επιπρόσθετα, καθώς μεγάλωνε ο Bertrand, γινόταν ένας αρκετά μοναχικός άνθρωπος, χωρίς κανένα πραγματικά στενό φίλο.
Σημαδεμένος από τις χαμένες αγάπες των πρώιμων χρόνων του και την μοναχική ζωή του στο σπίτι με τους ιδιωτικούς δασκάλους, ο Russell περιέγραψε τον εαυτό του ως εξής: «Τα πιο βαθειά μου συναισθήματα έχουν παραμείνει εσαεί μοναχικά, μη βρίσκοντα καμμία συντροφικότητα σε ανθρώπινα πράγματα...Η θάλασσα, τα αστέρια, ο νυχτερινός άνεμος σε έρημους τόπους, σημαίνουν περισσότερα για μένα -ακόμα και από τα ανθρώπινα πρόσωπα που αγαπώ καλύτερα- και συνειδητοποιώ πως η ανθρώπινη στοργή είναι για μένα, εν ολίγοις, μια απόπειρα να ξεφύγω από την μάταια αναζήτηση για τον Θεό.[11]»
Αν και αυτός ο φλογερός, μοναχικός άνθρωπος αναζητούσε την βεβαιότητα και την καθαρότητα με θέρμη μονομανούς, παρέμεινε άνθρωπος αντιφάσεων: «Έχουμε ελεύθερη βούληση;» Απαντούσε με «όχι», γράφοντας φιλοσοφία, όμως έπραττε το «ναι» και έγραφε το «ναι», όπου εμπλέκονταν τα ηθικά του πάθη. Υπάρχει πρόοδος στον κόσμο; Μπορεί να δήλωνε «όχι» και να κορόϊδευε τις πιο ανόητες εκδοχές της, όμως βίωνε το «ναι» και βάσιζε την γεμάτη ελπίδα ζωή του σ’ αυτήν.[12]» [1] C. Moorehead, “Bertrand Russell: A Life” (Bertrand Russell: Μια Ζωή), New York: εκδόσεις Viking, 1993, σελ. 8 [2] Του ιδίου, σελ.18 [3] Του ιδίου, σελ. 22 [4] Του ιδίου, σελ. 35 [5] Katherine Tart, “My Father, Betrand Russell” (O πατέρας μου, ο Bertrand Russell), New York, Harcourt, Brace, Jovanovich, 1975, σελ.183 [6] Της ιδίας, σελ.184 [7] Της ιδίας [8] Moorehead, σελ. 23 [9] Του ιδίου, σελ. 24 [10] Του ιδίου, κεφ. Α’ (γράφτηκε στα 80α γενέθλια του Bertrand Russell) [11] Katherine Tart, σελ. 46-7 [12] Της ιδίας, σελ.184 |
Δημιουργία αρχείου: 7-1-2008.
Τελευταία ενημέρωση: 7-1-2008.