|
Η αρχή της ζωής στη γη * Έχει πράγματι αποδείξει η επιστήμη την ανυπαρξία του Θεού; * Εντροπία τού Σύμπαντος και Ανθρωπική Αρχή * Το σύμπαν, οι πιθανότητες και ο Γκέντελ * Θεωρία των Χορδών και πίστη στον Θεό * Φτιάχνει τέλειος Θεός έναν ατελή κόσμο; * Έγινε στην τύχη η δημιουργία του έμβιου κόσμου; * Η απιθανότητα τής ύπαρξης χωρίς Δημιουργό * Η τύχη, οι νόμοι της φύσης και ο Δημιουργός * Το Κοσμολογικό Επιχείρημα (Καλάμ) περί τού ατοπήματος ενός άναρχου σύμπαντος
Το επιχείρημα για την ύπαρξη τού Θεού, που πηγάζει από την επιθυμία Τού Peter Kreeft Μετάφραση Σ. Κ.
Τα πλάσματα δεν γεννιούνται με επιθυμίες εκτός αν υπάρχει κάτι που να μπορεί να ικανοποιήσει αυτές τις επιθυμίες |
Βήμα 1: Κάθε φυσική, έμφυτη επιθυμία μας, αντιστοιχεί σε κάποιο πραγματικό αντικείμενο που μπορεί να ικανοποιήσει αυτήν την επιθυμία. Βήμα 2: Αλλά υπάρχει σε μας μια επιθυμία, που τίποτα στο χρόνο τίποτα στον κόσμο και τίποτα κτιστό δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Συμπέρασμα: Επομένως, πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο από το χρόνο, τον τόπο και την κτίση που μπορεί να ικανοποιήσει αυτήν την επιθυμία. Αυτό το "κάτι", είναι αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν "Θεό" και "ζωή με τον Θεό για πάντα".
Το πρώτο βήμα υποδηλώνει τη διάκριση των επιθυμιών σε δύο είδη: έμφυτη και εξωτερική ή αλλιώς φυσική και τεχνητή. Εκ φύσεως επιθυμούμε πράγματα όπως φαγητό, το νερό, τον έρωτα, τον ύπνο, την γνώση, την φιλία και την ομορφιά. Και εκ φύσεως αποφεύγουμε τα πράγματα όπως η πείνα, η μοναξιά, η άγνοια και η ασχήμια. Επιθυμούμε επίσης (αλλά δεν αποτελούν φυσική επιθυμία) πράγματα όπως τα σπορ αυτοκίνητα, την ποδοσφαιρική μας ομάδα, τα ακριβά ρούχα, το αγαπημένο μας κόμμα, τη θέλησή μας να είμαστε Σούπερμαν, Μπάτμαν κτλ Τώρα υπάρχουν διαφορές μεταξύ αυτών των δύο ειδών επιθυμιών. Για παράδειγμα, δεν αναγνωρίζουμε, (ως επί το πλείστον) τις αντίστοιχες καταστάσεις στέρησης για τη δεύτερη κατηγορία, (τις τεχνητές επιθυμίες), όπως κάνουμε για την πρώτη κατηγορία. Αλλά το πιο σημαντικό, οι φυσικές επιθυμίες προέρχονται από μέσα μας, από τη φύση μας, ενώ οι τεχνητές προέρχονται από έξω, από την κοινωνία, τη διαφήμιση ή τη φαντασία. Αυτή η δεύτερη διαφορά είναι ο λόγος για μια τρίτη διαφορά: οι φυσικές επιθυμίες βρίσκονται σε όλους μας, αλλά οι τεχνητές αυτές διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Η ύπαρξη των τεχνητών επιθυμιών δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχουν τα επιθυμητά αντικείμενα για να καλύψουμε αυτές τις επιθυμίες. Για παράδειγμα, η επιθυμία μας για αθλητικά παπούτσια μπορεί να καλυφθεί, διότι υπάρχουν αθλητικά παπούτσια. Η επιθυμία όμως να είμαστε σαν τον σούπερμαν; Όχι. Αλλά η ύπαρξη φυσικών επιθυμιών, σε κάθε ανιχνεύσιμη περίπτωση, σημαίνει ότι υπάρχουν τα επιθυμητά αντικείμενα. Κανείς δεν βρήκε ποτέ μία περίπτωση έμφυτης επιθυμίας που να έχει ένα ανύπαρκτο αντικείμενο. Το δεύτερο βήμα απαιτεί μόνο ειλικρινή ενδοσκόπηση. Αν κάποιος το αψηφήσει και πει: "Είμαι απόλυτα ευτυχής με το να έχω χρήματα ή αθλητικά αυτοκίνητα ή σεξ ή δύναμη και εξουσία", μπορούμε μόνο να ρωτήσουμε: "Είσαι πραγματικά;" Αλλά μόνο να ρωτήσουμε μπορούμε. Δεν μπορούμε να εξαναγκάσουμε για το αντίθετο. Και μπορούμε να παραπέμψουμε ένα τέτοιο άτομο στην σχεδόν καθολική μαρτυρία της ανθρώπινης ιστορίας στην μεγάλη λογοτεχνία. Ακόμα και ο άθεος Jean-Paul Sartre παραδέχθηκε ότι "έρχεται και η στιγμή που κάποιος ρωτάει: Μόνο αυτά υπάρχουν;" Το συμπέρασμα του επιχειρήματος, δεν είναι μόνο όλα όσα μας λέει η Βίβλος για τον Θεό και τη ζωή με τον Θεό. Αυτό που υποδεικνύει, είναι ένα άγνωστο Χ, αλλά ένα άγνωστο του οποίου η κατεύθυνση, (να το πω έτσι), είναι γνωστή. Αυτό το X είναι απλά κάτι "περισσότερο": περισσότερο όμορφο, περισσότερο επιθυμητό, περισσότερο φοβερό, περισσότερο απολαυστικό. Αλλά το "περισσότερο" στην πραγματικότητα είναι απείρως περισσότερο, γιατί δεν είμαστε ικανοποιημένοι με το πεπερασμένο και το μερικό. Έτσι η αναλογία δεν είναι αναλογική. Το X αναφέρεται σε μεγάλη ομορφιά, ασύγκριτη με τη γνωστή μικρή ομορφιά. Το είκοσι είναι αναλογικά το διπλάσιο τού δέκα, το δέκα είναι το διπλάσιο τού πέντε, αλλά το άπειρο δεν συγκρίνεται με τίποτα, όπως αντιθέτως, συγκρίνεται το είκοσι με το δέκα. Το επιχείρημα δείχνει μια άπειρη διαδρομή προς μια καθορισμένη κατεύθυνση. Το συμπέρασμα τού επιχειρήματος, δεν είναι ο "Θεός" (όπως έχει ήδη "περιγραφεί" ή "οριστεί"), αλλά ένα κινούμενο και μυστηριώδες Χ που μας τραβάει προς τον εαυτό του και τραβάει όλες τις εικόνες και τις ιδέες μας από τον εαυτό τους. Με άλλα λόγια, η μόνη έννοια του Θεού σε αυτό το επιχείρημα είναι η έννοια αυτού που ξεπερνά τις έννοιες, κάτι που «δεν έχει δει κανένα μάτι ούτε αυτί ούτε ανθρώπινος λογισμός» (1 Κορ. 2: 9). Με άλλα λόγια, αυτός είναι ο πραγματικός Θεός. Ο C. S. Lewis, ο οποίος χρησιμοποιεί αυτό το επιχείρημα σε πολλά σημεία, το συνοψίζει ως εξής: Τα πλάσματα δεν γεννιούνται με επιθυμίες εκτός αν υπάρχει κάτι που να μπορεί να ικανοποιήσει αυτές τις επιθυμίες. Ένα μωρό αισθάνεται την πείνα. Ωραία, υπάρχει κάτι τέτοιο όπως το φαγητό. Ένα παπάκι θέλει να κολυμπήσει. Ωραία, υπάρχει κάτι τέτοιο όπως το νερό. Οι άνδρες αισθάνονται σεξουαλική επιθυμία. Ωραία, υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα όπως το σεξ. Αν βρω στον εαυτό μου μια επιθυμία που δεν μπορεί να ικανοποιήσει καμία εμπειρία σε αυτόν τον κόσμο, η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι φτιάχτηκα για έναν άλλο κόσμο. (Απλός Χριστιανισμός, Βκ. III, κεφάλαιο 10, "Ελπίδα"). |
Δημιουργία αρχείου: 5-8-2019.
Τελευταία μορφοποίηση: 5-8-2019.