Νεοπαγανιστικές απάτες Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού Νεοπαγανιστές, Ελληνικότητα και Φράγκοι

Άλλα σχετικά άρθρα: Τα πραγματικά αίτια του σχίσματος // Η Φραγκική αίρεση του Εθνικισμού // Φραγκολατινική παράδοση // Περί Διαφωτισμού και Ορθόδοξης Παράδοσης // Αντιεπιστημονικός σκοταδισμός // Οι απαγορεύσεις τών αθεϊστών Ταλιμπάν τής Γαλλίας // Η Ανθελληνική Γαλλική μεθόδευση του Εθνικισμού // Οι "Διαφωτιστές" του Κοραή κατά των Ρωμηών // Ο Σκοτεινός διαφωτισμός του Κοραή // Πώς ο Ναπολέων ονόμαστε τους Ρωμαίους: "Έλληνες" // Ο Συκοφάντης Δυνάστης // Φράγκοι: οι κακοί της Ιστορίας // Αναίρεση τών δογμάτων τού κου Μαρίνη

Η αγωνία της Νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας και το άγος της Προγονοπληξίας

Του Β. Μπακούρου

Πηγή: Περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 144, άρθρο «Η αγωνία της Νεοελληνικής Αυτοσυνειδησίας και το Άγος της Προγονοπληξίας», Βασίλειος Μπακούρος, σσ. 60-65). Με αφορμή το ένθετο για την αναγνώριση της Αρχαίας Θρησκείας (περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 142)

Με την ευγενική άδεια του εκδότη και του αρθρογράφου.

Στο άρθρο αυτό θα δούμε πώς οι ανιστόρητες Φράγκικες ιδεοληψίες του δήθεν "ορθολογιστικού" Διαφωτισμού διαστρέβλωσαν την εθνική συνείδηση των Ρωμηών, και οδήγησαν ορισμένους συμπολίτες μας στον σημερινό ανιστόρητο και ανορθολογικό Νεοπαγανισμό. Με το άρθρο αυτό, κλείνουμε προς το παρόν το αφιέρωμά μας στην Φράγκικη επιρροή.

 

 «...απέσβετο λάλον ύδωρ(;)...»

Η μελέτη αυτή αποτελεί την οφειλόμενη απάντηση σε όσα είδαν το φως της δημοσιότητας από τις στήλες του ΤΜ στο τεύχος 142, σχετικά με τη δικαστική απόφαση αναγνώρισης της λατρευτικής ελευθερίας των «αρχαιόθρησκων» στη χώρα μας. Αποτελεί, ασφαλώς, απάντηση από την ορθόδοξη σκοπιά και τούτο, γιατί αυτή ήταν που κατασυκοφαντήθηκε και κυριολεκτικά παραποιήθηκε, προκειμένου να αναδυθεί σαν «γνήσια» ελληνική παράδοση, το Δωδεκάθεο! Στη διαδικασία αυτής της πολεμικής κανένα μέσο δεν θεωρήθηκε αμελητέο. Επιστρατεύθηκαν όλα: από τον αφοριστικό λόγο που αποκλείει εκ προοιμίου τον αντίλογο γιατί τον φοβάται, έως την εν ψυχρώ συσκότιση της ιστορικής αλήθειας, ώστε τα γεγονότα να υπακούσουν στην κλίνη του Προκρούστη, με γνώμονα προκατασκευασμένα συμπεράσματα.

Δραματική, βέβαια, αποδεικνύεται και η άγνοια των ίδιων των αρχαιοελληνικών πηγών από τους υποτιθέμενους αρχαιολάτρες, γεγονός που πιστοποιεί ότι αυτό που τιμούν ως αρχαιοελληνική παράδοση είναι το βολικό, προσωπικό τους ιδεολόγημα, μέσα στο οποίο μπορεί να συνυπάρχει η εξιδανίκευση της ελληνικής αρχαιότητας σφιχταγκαλιασμένη με ένα ανέξοδο κήρυγμα του πλέον προκλητικού... φιλοαμερικανισμού!

Απέσβετο, λοιπόν, λάλον ύδωρ; Μη γένοιτο!

 

1. Απαραίτητες διευκρινίσεις

Το ένθετο του τεύχους 142 του ΤΜ περιείχε κείμενα δύο προελεύσεων. Από τη μια μεριά του σωματείου ΕΛΛΗΝ.Α.Ι.Σ. (της κας Ντορέτας Πέππα) και από την άλλη του κ. Παναγιώτη Μαρίνη. Πρόκειται για δύο σαφώς διαφορετικές «δωδεκαθεϊστικές» προσεγγίσεις, όχι μόνο της αρχαιοελληνικής θρησκευτικότητας, αλλά και συνολικά της ελληνικής ταυτότητας.

Οι διαφορές είναι ευδιάκριτες τόσο στο ύφος, όσο και στη μέθοδο προσέγγισης των φαινομένων, γεγονός που αποδεικνύει τις ζυμώσεις που επιτελούνται στο χώρο αυτό, και οι οποίες προοιωνίζονται (ελπίζουμε εμείς, οι μη δωδεκαθεϊστές!), για το καλό της ελλαδικής κοινωνίας, αποτελέσματα που δεν θα την διχάσουν. Η κριτική, λοιπόν, που θα ασκηθεί από πλευράς μας έχει μια τέτοια σκοποθεσία: να βοηθήσει τους αρχαιόθρησκους να αποκτήσουν, μέσα από την διαλεκτική αντιπαράθεση με την Ορθοδοξία, στερεή ελληνική αυτογνωσία και όχι να κατάφεύγουν στα δάνεια φώτα του Γαλλικού Διαφωτισμού ή ακόμη χειρότερα, του Αμερικανικού Ονείρου. Και αυτή η στάση δεν είναι υποκριτική. Πηγάζει από τον χαρακτήρα του ορθόδοξου ήθους, που είναι, παρά τις νεοελληνικές νοθεύσεις του, βίωμα καταλλαγής και αλληλοσυμπλήρωσης.

Ρητά, επομένως, δηλώνεται με εδραία πεποίθηση ότι οι νεοέλληνες αρχαιόθρησκοι έχουν αναφαίρετα το δικαίωμα του θρησκευτικού αυτοπροσδιοριομού τους και επαγωγικά πρέπει να απολαμβάνουν τη νομική δυνατότητα της λατρευτικής πραγμάτωσης του.

Στη βάση μιας τέτοιας παραδοχής, ως ορθόδοξος, από τη μια αντιμετωπίζω με ικανοποίηση την πρόσφατη δικαστική αναγνώριση αυτού του δικαιώματος, και από την άλλη αισθάνομαι προσωπικά υπεύθυνος, επειδή δεν μπόρεσα να σχηματοποιήσω επαρκώς το ορθόδοξο ήθος μου σε βίωμα, με αποτέλεσμα συνάνθρωποι μου-αδελφοί μου να νιώσουν την ανάγκη του θρησκευτικού ετεροπροσδιορισμού τους. Μια τέτοια στάση, πιθανόν αντιφατική για τους ορθολογιστές, υπαγορεύει η ορθόδοξη παράδοση που εδράζεται στην προσωπική κένωση και όχι στην μισαλλοδοξία.

Με αυτή τη διάθεση, δεν μπορώ παρά να χαιρετήσω τις θέσεις της κας Πέππα, για την ευκρίνεια, την αμεσότητα και την ηπιότητά τους, βασικές αρετές του ελληνικού Λόγου. Επισημαίνω ότι το σωματείο ΕΛΛΗΝ.Α.Ι.Σ, όπως δηλώνει σαφώς, επιδιώκει την αναγέννηση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, ενώ ως αντικείμενο λατρείας, εκτός από το Δωδεκάθεο, προσδιορίζονται οι πρόγονοι, οι ήρωες, αλλά και όλοι οι θεοί, που λατρεύονταν στην αρχαιότητα. Επιλέγεται, ορθότατα έτσι, ο αυτοπροσδιοριστικός όρος: «Σωματείο Αρχαιόθρησκων».

Με τις επισημάνσεις αυτές πιστοποιούνται θέσεις που είχαμε υποστηρίξει και οι ορθόδοξοι σε προηγούμενες αντιπαραθέσεις με άλλους ανάλογους ομόπιστους του σωματείου αυτού. Με άλλα λόγια δηλαδή, η αρχαία θρησκεία αναβιώνει σωματειακά και δεν είχε επιβιώσει σε λαϊκό επίπεδο, ενώ γίνεται αποδεκτό ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν λάτρευαν μόνο τους δώδεκα θεούς, αλλά και άλλους, την προέλευση των οποίων θα αποσαφηνίσουμε άλλη μια φορά εδώ, για να αποδειχθεί ότι το Δωδεκάθεο, ούτε ήταν, ούτε βιώθηκε ποτέ από τους αρχαίους Έλληνες, ως στοιχείο της εθνικής τους ταυτότητας.

Περαιτέρω, ό,τι ονομάζουμε «εθνική ταυτότητα» στις μέρες μας είναι ένα ιδεολόγημα άλλης ποιότητας και έκτασης, από αυτό που βίωναν οι πρόγονοι μας.

Το κείμενο του κ. Μαρίνη αποτελεί δυστυχώς όχι ένα δείγμα διαλεκτικής, αλλά ένα μανιφέστο πολεμικού χαρακτήρα, που δεν στοχεύει να δηλώσει θέσεις, αλλά να σπιλώσει. Ευνόητα, λοιπόν, η απάντηση μας θα κινηθεί, κυρίως, στην αναίρεση αυτής της σπίλωσης.

 

2. Εθνοφυλετικό κράτος και Πόλη-Κράτος

Η ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στον Ρωμιό και τον Έλληνα αποτελεί ένα εισαγόμενο σχήμα με το οποίο επιχείρησαν να διχάσουν τον ελληνικό λαό οι οπαδοί του γαλλικού Διαφωτισμού, με πρωτεργάτη τον Αδ. Κοραή. Από τη βολική ασφάλεια που τους παρείχαν οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπου είχαν εγκατασταθεί, χωρίς να συμπάσχουν με τον λαό τον οποίο εργολαβικά είχαν αναλάβει μακρόθεν να εκπροσωπούν, οι οπαδοί του γαλλικού Διαφωτισμού συνέλαβαν την ελληνική ταυτότητα με δανεικές διόπτρες. Κυρίως διάβασαν Γίβωνα και πίστεψαν ότι η Ελλάδα έσβησε με την επικράτηση του Φιλίππου. Είδαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Ανατολής περίπου σαν τους Γάλλους, πριν από την Γαλλική Επανάσταση, και με μια τέτοια Επανάσταση ονειρεύτηκαν να τους εξεγείρουν.

Αυτή η σύγχυση ήταν αποτέλεσμα της αποκοπής τους από το γνήσιο λαϊκό ήθος, το οποίο περιφρονούσαν. Η εθνική συνειδητοποίηση τους δεν έγινε βιωματικά αλλά γραφειακά, μέσω του ευρωπαϊκού κλασσικισμού, γι’ αυτό και αποσπασματική ήταν και ελιτίστικη.

Αποσπασματική, γιατί επικεντρώθηκαν στην Αθήνα και μάλιστα του 5ου αιώνα. Ελιτίστικη, γιατί αντιμετώπισαν την ιστορική πορεία της ελληνικής αρχαιότητας, όχι με την αριστοτελική κυκλική οπτική, αλλά με το απλουστευτικό σχήμα του κλασικισμού: προ-κλασσική εποχή (8ος-6ος αιώνας, προετοιμασία της ακμής), κλασσική εποχή (5ος-4ος αιώνας), μετακλασσική (4ος αιώνας και εξής, έναρξη της παρακμής).

Αυτή βέβαια, η τακτική δεν ήταν άσχετη με προσωπικές φιλοδοξίες και ευρύτερα ταξικά συμφέροντα. Ο Αδ. Κοραής για παράδειγμα, ονειρευόταν κατά την προσωπική του μαρτυρία να γίνει ο... Βολταίρος (!) της νέας Ελλάδας.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους εθνοσωτήρες ήταν άλλωστε αστοί. Ο κλασσικισμός τους πρόσφερε ένα επαρκές ιδεολογικό κέλυφος αντιπαράθεσης με την φεουδαρχία, που παραδοσιακά συνδεόταν με την (Παπική) Εκκλησία. Ύψωσαν έτσι τις κατακτήσεις του αρχαιοελληνικού πνεύματος ως αντίπαλο δέος της χριστιανικής κοσμοθέασης. Για να ενισχύσουν αυτήν την ψευδοπόλωση έπλασαν άπειρα μυθεύματα. Μίλησαν για νέκρωση της σπουδής των ελληνικών γραμμάτων τον Μεσαίωνα, για στέρηση της ελευθερίας σπουδής τους κ.λπ. Όπως όμως επιβεβαιώνουν τα απειράριθμα μοναστηριακά χειρόγραφα, οι αρχαίοι συγγραφείς ποτέ δεν έπαψαν να διαβάζονται και να σχολιάζονται στη Δύση, ασφαλώς βέβαια στα πλαίσια που καθόριζε το χριστιανικό βίωμα των εκάστοτε μελετητών.

Τα κλασσικά γράμματα έχουν αυτήν ακριβώς τη δύναμη για να επωνυμούνται «κλασσικά»: γίνονται φορέας ποικίλου βιώματος. Άλλωστε και μεταγενέστερα έτσι δεν χρησιμοποιήθηκε ο ελληνικός πολιτισμός; Οι δημιουργοί της αμερικανικής κοινοπολιτείας δεν είχαν ως πρότυπο τους την κλασσική Αθήνα του 5ου αιώνα, όπως σωστά επισημαίνει και ο κ. Μαρίνης; Δεν δικαιολογούν αυτοί οι σπουδαίοι αμερικανοί φιλελεύθεροι τη συνταγματική πρόβλεψη της δουλείας στα πολιτειακά τους κείμενα του 18ου αιώνα, επικαλούμενοι τον αρχαιοελληνικό θεσμό της δουλείας;

Για την Ανατολή ωστόσο, η σχέση του αρχαίου με τον νεότερο ελληνισμό ήταν πιο σύνθετη και οι ευρωπαίοι αστοί εμφανίστηκαν πιο άπειροι, γι’ αυτό οι προσπάθειες τους απέτυχαν. Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαίοι αστοί συγκρούστηκαν με τον λαό και όχι με τον... Κωνσταντίνο Οικονόμο, όπως απλουστευτικά αναφέρει ο κ. Μαρίνης. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος από μόνος του δεν ήταν δυνατόν να ανατρέψει ιστορικά δεδομένα, απλώς υπήρξε το πρόσωπο, που εξέφρασε στη δεδομένη συγκυρία την πανίσχυρη λαϊκή γνώμη.

Με οδηγό τις ιδεοληψίες τους, οι Διαφωτιστές (Νεοέλληνες και Ευρωπαίοι) επιχείρησαν να εισαγάγουν το πρότυπο του εθνοφυλετικού κράτους (το γαλλικό κράτος της Επανάστασης του 1789) διαχρονικά στο σώμα της ελληνικής Ιστορίας. Πρώτα καταρράκωσαν το κύρος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κατασυκοφάντησαν το έργο του. Έπειτα τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και, για να θολώσουν τα ιστορικά δεδομένα, επινόησαν τον όρο «Βυζαντινή» για το ελληνικό-ανατολικό της τμήμα, υποσκάπτοντας την πολιτισμική σύζευξη του ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος που αμφισβητούσε τα ιδεώδη του εθνοφυλετικού πολιτισμού.

Τέλος, εύκολη λεία στον επαναστατικό πυρετό του 18ου αιώνα αποτέλεσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία που κυριολεκτικά εξοβελίστηκε από τα πλαίσια της νομιμότητας. Πλάστηκαν ειδικά για την τελευταία, σε σχέση με τους Έλληνες, άπειρα μυθεύματα αξιοσημείωτης ιστορικής ανθεκτικότητας: από τη δίωξη των ελληνικών γραμμάτων (Κρυφό Σχολειό, απουσία σχολείων, απουσία διανόησης) έως την πολιτική μοίρα του δούλου-χριστιανού.

Η αντίφαση που προκύπτει στα κείμενα των Διαφωτιστών ανάμεσα στην εξύμνηση της βιολογικής ανωτερότητας του ελληνικού γένους έναντι των Οθωμανών και στην ιστορική υποδούλωση του σε αυτούς για τετρακόσια χρόνια αίρεται με την ακόλουθη ευκολία: η ευθύνη βαρύνει την Εκκλησία (τους κοτζαμπάσηδες κ.λπ.) που ωθούσαν τον λαό σε υποδούλωση! Έτσι ο ελληνικός λαός (που αποδεχόταν την Εκκλησία) φορτώνεται όχι μόνο το σύμπλεγμα της ενοχής για μια πολιτική αυθαιρεσία σε βάρος του, αλλά και για μια πρωτοφανή ιστορική εθελοδουλεία.

Όλος αυτός ο φενακισμός, όπως προείπαμε, υπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα. Μόνο έτσι ερμηνεύεται πώς η Ελληνική Επανάσταση μετά τον Ι. Καποδίστρια (της δολοφονίας του οποίου ηθικός αυτουργός ήταν προσωπικά ο Αδ. Κοραής), αν και κατέλυσε την Τουρκοκρατία κατέληξε στη Βαυαροκρατία, ακολούθως στην Αγγλοκρατία και στην Αμερικανοκρατία της «Βασιγκτώνος» (sic) που τόσο αρέσει στον κ. Μαρίνη κ.ο.κ.

Από αυτήν την άποψη θεωρώ την καταφυγή του κ. Μαρίνη και των ομοϊδεατών του στην υψηλή προστασία των ΗΠΑ, μια πράξη ιδεολογικής συνέπειας: οι ισχυροί (μορφωμένοι, ευκατάστατοι, κλπ) πολίτες δεν πρέπει να υποτάσσονται στην έννομη τάξη, έστω και αν θεωρούν ότι τους αδικεί, όπως έπραξε ο Σωκράτης, ούτε αγωνίζονται στα πλαίσια της να την αλλάξουν, όπως ο Πλάτωνας, αλλά αναζητούν επικυρίαρχο για να την παρακάμψουν μέσω της ετεροδικίας, ενός θεσμού που διαθέτει, όπως παραθέτει και ο Θουκυδίδης, σε κάθε ιστορική συγκυρία, δικαιολογητικά για οποιαδήποτε υπέρβαση!

Ακόμη και ο κορυφαίος φιλόσοφος της Αρχαιότητας, ο Αριστοτέλης, προβληματιζόταν αν η γυναίκα έχει ψυχή. Αν και στα ίδια τα ευαγγελικά κείμενα του 1ου αιώνα, η Παναγία φέρεται να λέει «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον», φανερά επηρεασμένοι από τον Αριστοτέλη, χριστιανοί πατέρες συζήτησαν το θέμα σε Σύνοδο το 485, όπου πάντως αποφάσισαν ότι η γυναίκα είναι εξίσου έμψυχη με τον άνδρα.

Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν το τοπίο. Στο άρθρο του κ. Μαρίνη χρησιμοποιείται συχνότατα η λέξη «έθνος» και τα παράγωγα της, αδιακρίτως για τον αρχαίο και τον νέο Ελληνισμό και έτσι ευνοείται μια απίστευτη σύγχυση όρων, εννοιών, αντιλήψεων. Ασφαλώς οι αρχαίοι Έλληνες είχαν συνείδηση ότι αποτελούσαν ένα ενιαίο έθνος, αλλά σε αυτήν δεν έδιναν φυλετική νοηματοδοσία. Το «έθνος» (παράγωγο από την ίδια ρίζα με το έθος, ήθος κ.λπ.) προσδιόριζε ένα σύνολο λαών με κοινό λαϊκό πολιτισμό, ήθη, έθιμα, θρησκευτικές παραδόσεις, γλώσσα κ.λπ.

Η βιολογική συγγένεια, όμως, δηλαδή ο κοινός δεσμός αίματος (όμαιμον), αφορούσε όχι το έθνος αλλά τη «φυλή». Επομένως ό,τι ονομάζουμε στις μέρες μας «εθνική ταυτότητα» είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από αυτή που οι πρόγονοι μας βίωναν. Αυτή η διαφοροποίηση ερμηνεύει (μαζί με άλλους παράγοντες) την συγκρότηση πόλεων-κρατών στην αρχαιότητα και όχι ενός ενιαίου κράτους.

Πολλές φορές μάλιστα, η βιολογική συγγένεια που υπαγόρευε η φυλή ήταν τόσο ισχυρή, ώστε να παραμένει αδιάρρηκτη ακόμα και στα πλαίσια της πόλης-κράτους (π.χ. οι αθηναϊκές φυλές). Το κρατικό-πολιτικό σύστημα, λοιπόν, των αρχαίων Ελλήνων ήταν φυλετικό και όχι εθνικό, γιατί το έθνος και η ταυτότητα που απέρρεε από αυτό, δεν αποτελούσε εκείνο τον ισχυρό συνεκτικό κρίκο με το απαραίτητο κοινωνικό γόητρο, που θα οδηγούσε το πλήθος των ελληνικών φυλών σε συναίνεση.

Ασφαλώς, σε σύγκριση ή σύγκρουση με ξένους λαούς τονιζόταν η έννοια του έθνους, αλλά και πάλι αυτή από μόνη της δεν φαινόταν ιδιαίτερα δραστική. Στους Μηδικούς Πολέμους για παράδειγμα, όπου θεωρείται ότι γενικά οι Έλληνες σταμάτησαν τις ορδές των Περσών, επιμελώς παρακάμπτεται το γεγονός ότι έως τη δραστική σύμπνοια Αθηναίων-Σπαρτιατών εναντίον των Περσών, η πλειοψηφία των ελληνικών πόλεων είχε «μηδίσει». Οι Σπαρτιάτες μάλιστα, δεν δίστασαν αργότερα να παραδώσουν με την «Ανταλκίδειο Ειρήνη» τις ιωνικές πόλεις στον Μεγάλο Βασιλιά.

Ο ακριβολόγος Θουκυδίδης όταν συγκρίνει τη δική του ιστορική συγγραφή για τον Πελοποννησιακό πόλεμο με αυτή του Ηροδότου για τα Μηδικά, πουθενά δεν φαίνεται να έχει συνείδηση, καταγράφοντας τα χαρακτηριστικά των δύο συρράξεων, ότι η μία περίπτωση είναι ριζικά διάφορη της άλλης, αφού πρόκειται για μια εμφύλια διαμάχη. Αντιθέτως, θεωρεί ότι μέσω του έργου του θα παραδώσει ένα «κτήμα ες αιεί», θα διδάξει με άλλα λόγια την παθολογία του πολέμου ως ανθρώπινης δραστηριότητας.

Επειδή δε στον όρο «Έλλην» απέδιδαν περιεχόμενο όχι βιολογικού αλλά εθιμικού δεσμού, ήταν δυνατόν ο Ισοκράτης να διαπιστώσει ότι η ελληνικότητα είναι αποτέλεσμα Παιδείας, αφού οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την Παιδεία συγκεφαλαίωση όλων των πολιτισμικών δεδομένων. Δηλαδή η έννοια Έλλην ήταν «κατώτερη» από την έννοια «Αθηναίος» ή και «Λυκομήδης». Αν ήταν ανώτερη θα είχαν φτιάξει «Ελλάδα».

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές, ότι, όταν ο κ. Μαρίνης υποστηρίζει: «...το γένος των Ελλήνων είναι οντότης βιολογική, διατηρούσα τα ανθρωπολογικά της χαρακτηριστικά ανά τους αιώνας...», όχι μόνο αντιμετωπίζει την ελληνική αρχαιότητα με γνώμονα τον αστικό εθνοφυλετιομό, αλλά ταυτόχρονα εισάγει μια εξαιρετικά επικίνδυνη σύλληψη της ελληνικότητας, άγνωστη στις αρχαιοελληνικές πηγές που μπορεί εντέλει και να ακρωτηριάσει την ελληνική Ιστορία! Αν, για παράδειγμα, η ελληνικότητα έχει συγκεκριμένο βιολογικό τύπο-φορέα με δεδομένα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, τότε οι Μινωίτες, που με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα είχαν ολότελα διαφορετικά ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά από τους Σπαρτιάτες, αν και μιλούσαν ελληνικά και επιστημονικά θεωρούνται ελληνική φυλή, θα εξοβελιστούν ή όχι από το σώμα της ελληνικής Ιστορίας;

Η αποδοχή του βιολογικού χαρακτήρα της ελληνικότητας, όμως, φέρνει τον κ. Μαρίνη και τους ομοϊδεάτες του σε άπειρες αντιφάσεις, τις οποίες ή δεν έχουν συνειδητοποιήσει ή επιμελώς τις παρακάμπτουν... Αν ο ελληνικός λαός έχει βιολογική συνέχεια, τότε και μόνο για αυτό τον λόγο δεν θα έπρεπε να θεωρείται η Ορθόδοξη Παράδοση οργανικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας; Αφού την περίοδο της Τουρκοκρατίας αυτή ήταν που διαφύλαξε τη φυλετική καθαρότητα του Ελληνισμού με την αποτροπή των μικτών γάμων λόγω της θρησκευτικής ετερότητας...

Παρακάμπτοντας αυτό το ιδεολογικό αδιέξοδο και σχηματοποιώντας τα δεδομένα, μπορούμε να πούμε ότι η ισοκράτεια αντίληψη της πολιτισμικής ελληνικότητας επικράτησε ιστορικά έναντι της βιολογικής και για άλλους λόγους και γιατί ικανοποιούσε το πολιτικό όραμα του ισχυρού ανδρός της εποχής, του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Με αυτή τη συλλογιστική, η παγκόσμια βιβλιογραφία αποδέχεται τον εξελληνισμό τεράστιων επαρχιών της Ανατολής και όχι φυλετικά, γιατί σε αυτές οι εκ γενετής Έλληνες αποτελούσαν ισχνή μειοψηφία. Στα χρόνια του Χριστού, ο όρος Έλληνας είχε διευρυνθεί τόσο ώστε και Λατίνοι (Σενέκας, Πλίνιος) να ονομάζουν εαυτούς «Έλληνες», γιατί «...cogitamus, ut Graeci et vivemus, ut Graeci et volumus moriri, ut Graeci!» (μτφ: ...σκεπτόμαστε σαν Έλληνες και ζούμε σαν Έλληνες και θέλουμε να πεθάνουμε σαν Έλληνες...!). Άρα, ο ελληνικός τρόπος ζωής είχε ήδη καταστεί μια κοσμοπολίτικη κουλτούρα πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν μιμητικά άλλες, με πρώτη τη λατινική.

Ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξε οικουμενικός και όσοι θυσιάζουν αυτή τη διάσταση του με συλλογιστικές ανιστορικές, αδικούν και τους προγόνους μας και τον εαυτό τους και την ιστορική αλήθεια, όπως ο κ. Μαρίνης: «...Οι πολιτισμοί είναι είτε φυσικοί, αναπτυσσόμενοι εις ωριομένον τόπον από συγκεκριμένον λαόν, είτε "κοσμοπολίτικες κουλτούρες" των μαζικών κινημάτων που αναπτύσσονται παρασιτικώς στας μεγαλουπόλεις των πολιτισμών...» (ΤΜ 142, Ένθετο, σελ. 9).

Επισημαίνω το αφοριστικό ύφος της παραπάνω κενολογίας, που δεν έχει καμία βιβλιογραφική υποστήριξη και αποδεικνύει τη ρηχή ελληνομάθεια ενός μέρους των αυτόκλητων προασπιστών της ελληνικής αρχαιότητας, οι οποίοι την ακρωτηριάζουν ανερυθρίαστα για να υπηρετήσουν το προσωπικό τους ιδεολόγημα. Δηλαδή, οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, η ρητορική Σχολή της Αντιόχειας ή της Καρχηδόνας ή της Δαμασκού, αλλά και οι νεότερες όπως η πλατωνική της Φλωρεντίας, αναπτύχθηκαν παρασιτικά και δεν αποτελούν οργανικά μέλη της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης! Αν με αυτό τον τρόπο ορισμένοι θεωρούν ότι υπερασπίζονται τα συμφέροντα του ελληνισμού, τους παραπέμπω στη δεινή ευαγγελική ερώτηση: «...ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον;...» (Ματθ. Στ΄ 23) (μτφ: ...αν το εσωτερικό σου φως είναι σκοτάδι, πόσο μεγάλο είναι το σκοτάδι;...).

 

3. Η διαλεκτική Ελληνικού-Χριστιανικού Λόγου: Ρωμιός και Έλληνας

Συνεχίζοντας τη διερεύνηση του όρου «έθνος» στα χρόνια του Χριστού, θα παρατηρούσαμε ακόμη μια μεταλλαγή της έννοιας του έθνους κάτω από την επίδραση της ιουδαϊκής παράδοσης. Η συνάντηση του ελληνισμού με τον Ιουδαϊσμό ήταν μια πραγματικότητα πολύ πριν από την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Πολλές ιουδαϊκές κοινότητες της διασποράς μιλούσαν ως μητρική γλώσσα τα ελληνικά και αυτή την ανάγκη ήρθε να καλύψει η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης (των Ο΄).

Στην ιουδαϊκή ορολογία η λέξη «έθνος» έχει θρησκευτική νοηματοδοσία και στον πληθυντικό αριθμό -έθνη χρησιμοποιείται κυρίως απαξιωτικά, για να δηλώσει τους λαούς εκείνους που ήταν πολυθεϊστές σε αντίθεση με τον «περιούσιο λαό» του Ισραήλ. Από αυτήν την εννοιολογική φόρτιση προέκυψε ο όρος «εθνικός», που χρησιμοποιείται έκτοτε στους Πατέρες και στη Βυζαντινή νομοθεσία, για να δηλώσει τους «ειδωλολάτρες».

Ο όρος «Έλλην», που είχε ήδη διευρυνθεί, όπως είδαμε σε όρο κουλτουραλιστικό, σε εποχή άμβλυνσης των εθνικών συνειδήσεων, όπως η ρωμαϊκή προσλαμβάνει και αυτός θρησκευτικό περιεχόμενο, γιατί η θρησκεία ως στοιχείο κουλτούρας θεωρήθηκε (εσφαλμένα) συλλήβδην ελληνική. Όταν λοιπόν, οι Πατέρες της πρωτοχριστιανικής περιόδου (στους οποίους επιμελώς περιορίζεται ο κ. Μαρίνης) χρησιμοποιούν τον όρο «Έλλην», τον αντιμετωπίζουν ως θρησκευτικό και όχι ως εθνοφυλετικό προσωνύμιο. Μάλιστα, όταν μετά τον 5ο αι. ο φόβος της ειδωλολατρίας υποχωρεί και η σπουδή των κλασσικών γραμμάτων εδραιώνεται, πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν τη σχετική ορολογία και καθαρώς «κουλτουραλιστικά» και αμιγώς θρησκευτικά. Η Άννα Κομνηνή στο ιστορικό της πόνημα (Αλεξιάς), ενώ από την μια καταδικάζει τους «ελληνίζοντες», από την άλλη καυχιέται, γιατί «το ελληνίζειν ες άκρον εσπουδακυία»!

 

Συνήθως προσπερνούμε, χωρίς τον δέοντα προβληματισμό, την ύπαρξη του θεσμού της δουλείας στην Αρχαία Ελλάδα. Και ναι μεν θεωρείται σχεδόν αυτονόητος ο θεσμός αυτός για τα βαρβαρικά έθνη, αλλά και στις αρχαιοελληνικές κοινωνίες το δικαίωμα της ζωής δεν ήταν ανθρώπινο φυσικό δικαίωμα, αλλά πολιτικό δικαίωμα! Ατομική ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα ήταν αδιανόητες έννοιες και η ελευθερία ήταν αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ελεύθερη ύπαρξη της πόλης. Η ήττα μιας πόλης αυτόματα σήμαινε τη μετατροπή των πολιτών της σε ανδράποδα, άπαξ και δια παντός!

Σε αθηναϊκό αγγείο του 450 π.Χ. απεικονίζεται μητέρα να παραδίδει το βρέφος της σε γυναίκα σκλάβα. Σε πολλές περιπτώσεις, ο δούλος θεωρούνταν μέλος της οικογένειας και αντιμετωπιζόταν ανάλογα. Ωστόσο, δεν έπαυε να θεωρείται πράγμα (res) και, αν σκεφτούμε ότι κάθε ευκατάστατη οικογένεια στην αρχαία Αθήνα είχε 10 έως 20 δούλους, μπορούμε να αντιληφθούμε τον συνολικό αριθμό των ανθρώπινων υπάρξεων που ζούσαν υπό καθεστώς δουλείας μόνο στην Αθήνα.

Η αλήθεια, όμως, «ουκ εν ρήμασι αλλ’ εν πράγμασι», και όταν ο κ. Μαρίνης ισχυρίζεται με περισσή ευκολία και γενικότητα: «...(πως εδημιουρήθη ο Χριστιανισμός;) Με έναν απιθάνως απλό τρόπο! Πήραν ένα λευκό χαρτί και αφού έγραψαν τας αξίας του Ελληνικού Πολιτισμού, εσημείωσαν δίπλα το αντίθετόν του! Τοιουτοτρόπως πως!...», ας ξέρει ότι έχει εναντίον του όλη την επιστημονική κοινότητα, η οποία στο σύνολο της, ανεξάρτητα από την προσωπική πίστη των επιστημόνων, εμμένει στη σύζευξη Ελληνισμού-Χριστιανισμού.

Η σύζευξη αυτή ήταν μια διαδικασία επίπονη και εργώδης. Στις συνθήκες που είχαν διαμορφώσει οι διωγμοί ήταν φυσικό να υπάρξουν ρήξεις. Τα αρχαιολογικά ευρήματα, όμως, αποδεικνύουν ότι σε αρκετές περιπτώσεις τα εθνικά ιερά είχαν ήδη εγκαταλειφθεί πολύ πριν καταστραφούν. Οι αυτοκρατορικές απαγορεύσεις από μόνες τους δεν αναστέλλουν την λαϊκή πίστη. Και η εθνική θρησκεία έχασε το παιχνίδι σε λαϊκό επίπεδο. Το ελληνικό πνεύμα όχι! Και τούτο συνέβη, γιατί απλούστατα ό,τι αποτελούσε την αρχαία θρησκεία δεν ήταν ουσιωδώς ελληνικό, όπως θα μας δοθεί η ευκαιρία να καταγράψουμε παρακάτω.

Πρωτεργάτες αυτής της σύζευξης Ελληνισμού-Χριστιανισμού στην Ανατολή στάθηκαν οι Καππαδόκες Πατέρες οι οποίοι συνέθεσαν τον Αριστοτελισμό με το χριστιανικό Δόγμα και ακολούθως ο (Ψευδο)Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, που πέτυχε να συντονίσει την ευαγελλική σκέψη με τον Πλατωνισμό μέσω του Πρόκλου.

Βασική μεθοδολογική αρχή των Πατέρων της Εκκλησίας ήταν ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός της Αρχαιότητας δεν έχει τίποτε, που να αντιτίθεται σε μια φιλοσοφική σύλληψη της χριστιανικής θεότητας. Αντιθέτως, η νέα θρησκεία έπρεπε να εκφρασθεί με φιλοσοφικούς όρους ειδάλλως δεν θα διέφερε από την κοινή μαγεία.

Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση τους ήταν ότι δεν εξέφρασαν ένα προσωπικό τους ιδεολόγημα, αλλά το βίωμα ενός ολόκληρου κόσμου, του ελληνορωμαϊκού, που ήδη θρήσκευε σε μια νέα θρησκεία. Για να το εκφράσουν λοιπόν χρησιμοποίησαν φυσιολογικά το παιδευτικό σύστημα του κόσμου αυτού, που δεν ήταν άλλο από το ελληνικό. Είχαν άλλη επιλογή; Η παιδεία τους, η κουλτούρα της εποχής, η ορολογία ήταν ελληνική.

Αλλά με την πρακτική τους αυτή διέσωσαν και την ίδια την φύση της ελληνικής φιλοσοφίας. Απομακρύνοντας την από την εθνική θρησκεία διαφύλαξαν τον ελληνικό Λόγο ως Ορθό Λόγο, γιατί η εθνική θρησκεία που αντιμετώπισαν στην εποχή τους δεν ήταν, βέβαια η ολυμπιακή θρησκεία του 5ου αι, αλλά ένα κράμα, προϊόν θρησκευτικού συγκρητισμού, όλων των θρησκευτικών ανορθολογικών, μαγικών, δεισιδαιμονικών παραδόσεων της Ανατολής, και πλάι στα ιερά του Δία, παρατάσσονταν ακόμα και σε ιερούς τόπους (π.χ Δήλος), ιερά της Αστάρτης, της Ίσιδος, του Όσιρη κ.λπ.

Οι θεότητες αυτές, όπως μαρτυρεί ο Λουκιανός, λατρεύονταν μάλιστα με τελετές, που δεν είχαν καμία σχέση ούτε με το ελληνικό μέτρο, ούτε με το ελληνικό ήθος. Έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες και έχουν συνταχθεί αναρίθμητες μελέτες που αποδεικνύουν, χρησιμοποιώντας πλήθος αρχαίων πηγών, με πόση προσοχή οι Πατέρες σε Ανατολή και Δύση (π.χ Αυγουστίνος), εργάστηκαν, καλλιέργησαν, εμπλούτισαν την αρχαία φιλοσοφική Παράδοση, την πεμπτουσία του αρχαίου Κόσμου, ώστε παραβιάζω θύρες ανοικτές, όταν, σχολιάζοντας τα γραφόμενα του κ. Μαρίνη, αναγκάζομαι να υπερασπίζομαι το επιστημονικά αυτονόητο. Τον τρόπο συσχέτισης ενός χριστιανού με την αρχαία παιδεία δεν τον αποτυπώνουν οι αποφάσεις των Συνόδων για τα... λουτρά, αλλά ο Μεγ. Βασίλειος στο έργο του το οποίο σκοπίμως αποσιωπά ο κ. Μαρίνης, αν και αυτό απετέλεσε τον γνώμονα για την μετέπειτα στάση της Εκκλησίας απέναντι στην αρχαιότητα, όπως προφανώς γνωρίζει.

Ο όρος, λοιπόν, «Ρωμιός», δηλώνει ακριβώς τον Ρωμαίο εκείνο πολίτη που έχει διαποτισθεί από την ελληνική παιδεία και θρησκεύει με βίωμα-δόγμα δομημένο τον ελληνικό Λόγο και χρησιμοποιεί ως κοινή γλώσσα την Ελληνική. Πρόκειται για όρο της λαϊκής Παράδοσης και όχι των εκκλησιαστικών λογίων του Βυζαντίου.

Η απαξίωση γι’ αυτόν από την εποχή του Διαφωτισμού, δείχνει ότι κάποιοι συλλαμβάνουν την ελληνικότητα «διανοουμενίστικα», γραφειακά και όχι ως λαϊκό βίωμα. Ειδάλλως δεν θα είχαν το θράσος να επιπλήττουν τον λαό για το βίωμα του! Ποιοι είναι αυτοί που από την άνεση της αστικο-φιλελεύθερης Ελλάδας, επικρίνουν τους προγόνους μας γιατί επέλεξαν να αυτοπροσδιοριστούν έτσι; Αν δεν σέβονται τον λαό ποιον άλλον εκπροσωπούν εκτός από τον εαυτό τους; Ας απολαύσουμε, για το θέμα μας, τη συλλογιστική του Αδ. Κοραή: «...Δεν είσαι Ρωμαίος. Οι Ρωμαίοι πρώτοι μας εστέρησαν από την ολίγην ελευθερία, που μας άφησεν ο Αλέξανδρος,... και το να φέρωμεν τυπωμένα εις το μέτωπον τα στίγματα της δουλείας, και να ομολονούμεν εκουσίως ότι χαίρωμεν εις την δουλείαν...». Προσέξτε, παρακαλώ τη διάκριση ανάμεσα στο «μας = εμείς = Έλληνες» και στον Αλέξανδρο, ο οποίος περίπου κατηγορείται από κοινού με τους Ρωμαίους, ότι «μας» στέρησε την ελευθερία! Το γένος των Ελλήνων καταδικάζεται όχι σε δουλεία τετρακοσίων χρόνων, αλλά περίπου είκοσι τριών αιώνων! Αν αυτή η αντίληψη τιμά τον ελληνισμό, τότε δεν γνωρίζω τι τον εξευτελίζει!

Ο όρος «Ρωμιός» ασφαλώς, δεν είναι καταρχάς δηλωτικός εθνικής ταυτότητας, γιατί, όταν πλάστηκε (σποραδικές παρουσίες του έχουμε από τον 10ο αι.) δεν υπήρχε ούτε εθνική συνείδηση διαμορφωμένη, ούτε, επομένως, ανάλογη ταυτότητα ως βίωμα. Είναι όρος δηλωτικός πολιτισμικής ταυτότητας. Κατά την παλαιολόγεια Αναγέννηση, προς το ιστορικό τέλος του Βυζαντίου, επανακάμπτει ο όρος «Έλλην», και πάλι όμως όχι με καθαρά εθνοπροσδιοριστικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα λίγο πρωτύτερα, ο Αρμένιος στην καταγωγή Ιωάννης Γ΄ Βατατζής, απαντώντας στον Πάπα Γρηγόριο Θ΄, αυτοπροσδιορίζεται ως Έλλην και βεβαιώνει ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος παραχώρησε την βασιλεία των Ρωμαίων στο Γένος των Ελλήνων.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι όροι «Έλλην» και «Ρωμιός» χρησιμοποιούνται από κοινού. Ο όρος Ρωμιός, μάλιστα, αποκτά σταδιακά και εθνολογικό περιεχόμενο ανάλογο του Έλληνα, γιατί οι υπόλοιποι Ρωμιοί, δηλαδή οι ορθόδοξοι της Αυτοκρατορίας (Σλάβοι, Άραβες, Αλβανοί), συνειδητοποιήθηκαν εθνολογικά, πολύ αργότερα από τους Έλληνες και πάντως, όχι πριν από τα τέλη του 18ου αι., οπότε και ορθότατα διεκδίκησαν τον όρο αυτό και για τις κοινότητες τους.

Όσο, όμως, η εθνολογική αυτή συνειδητοποίηση παίρνει τη μορφή εθνικιστικού πυρετού, με κορύφωση την βουλγαρική κρίση του 19ου αι., οι ορθόδοξοι της Αυτοκρατορίας, που δεν μιλούν την ελληνική ως μητρική, προτιμούν σταδιακά να αυτοπροσδιορίζονται με τις εθνικές τους ονομασίες, γιατί θεωρούν για παράδειγμα ότι δεν: «...είναι Ρωμιοί, πιστοί ενός Ρωμιού Πατριάρχη, αλλά ζητούν Βούλγαρο Αρχιερέα για αρχηγό της Εκκλησίας των προγόνων τους...» (Ι. Τζίεφ, Βούλγαρος αντιπρόσωπος Τορνόβου-Τυρνόβου στην Εθνοσυνέλευση του 1868). Έτσι, στις αρχές του 20ου αι. ο όρος Ρωμιός έχει πλέον καθαρά ταυτόσημο περιεχόμενο με τον όρο Έλληνας και γι’ αυτό χρησιμοποιείται από κοινού στην συνθήκη της Λωζάννης εναλλακτικά και χωρίς να δημιουργεί συγχύσεις για τον λαό που καλείται να προσδιορίσει.

Με την Ελληνική Επανάσταση δημιουργήθηκε η ανάγκη του επίσημου αυτοπροσδιορισμού του επαναστατημένου έθνους. Ευτυχώς δεν επικράτησε η κοραϊκή πρόταση του όρου «Γραικός» που είναι αμάρτυρος στην αρχαιοελληνική Γραμματεία, ως εθνολογικός όρος. Προτιμήθηκε (και πολύ σωστά) ο όρος Έλλην. Ο κ. Μαρίνης σημειώνει σχετικά: «...Στην Ελλάδα ουδέποτε -εκτός το της Α’ Εθνοσυνελεύσεως ότι το Κράτος είναι το Κράτος του γένους των Ελλήνωνενένετο συζητησις και ουδέποτε ωρίσθη η εθνική ταυτότης η το ιερόν εθνικόν έδαφος ή, συμπαρελκόντως, η εθνική γλώσσα...».

Αν και δεν είναι απολύτως ακριβής η διαπίστωση αυτή, γιατί υπάρχουν συνταγματικά κείμενα που προσδιορίζουν ποια θεωρούν επίσημη γλώσσα, εκείνο που τεχνηέντως συσκοτίζει ο κ. Μαρίνης, είναι ο τρόπος με τον οποίο στην Α’ Εθνοσυνέλευση προσδιορίζεται η ελληνικότητα, για να γίνει σαφές για ποιους λόγους εξεγέρθηκαν οι πατέρες μας και τι είδους Κράτος ήθελαν να δημιουργήσουν. Και συσκοτίζονται αυτοί οι λόγοι, γιατί, αν αποκαλυφθούν, τότε οι αρχαιόθρησκοι δεν θα μπορούν να επικαλούνται το Κράτος αυτό, ως κληρονόμο του ιδεολογήματος τους. Ιδού λοιπόν: «...όσοι κάτοικοι της επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες...»!

Με αυτή τη σαφή διατύπωση ο ελληνικός Λαός προσδιορίζει την εθνική και πολιτική του ταυτότητα δια της θρησκευτικής, και εντάσσει άπαξ και δια παντός την χριστιανική πίστη ως θεμέλιο λίθο της πολιτειακής του συγκρότησης, ιδρύοντας συνειδητά μια χριστιανική Πολιτεία.

Αν επομένως, ο κ. Μαρίνης και η παρέα του θεωρούν ότι η Ορθόδοξη Παράδοση αντιτίθεται στον Ελληνισμό, (πράγμα που είναι απολύτως δικαίωμα τους), ας έχουν και την ευθύτητα να αποδεχθούν ότι δεν αφίστανται ούτε του Αρχιεπισκόπου, ούτε του Φαναριού, ούτε της... Χρυσοπηγής, αλλά έρχονται σε αγεφύρωτη ρήξη με την ίδια την ιστορική και πολιτική συνείδηση του Ελληνικού Κράτους από ιδρύσεως του. Πράγμα που είναι και πάλι απολύτως δικαίωμα τους επίσης, αρκεί να μην αποκρύπτουν τα κειμενικά τεκμήρια που αποδεικνύουν ότι συλλαμβάνουν την ελληνικότητα με ένα τρόπο ολότελα ξένο από τον Λαό που την έχει κληρονομήσει νόμιμα και έχει δαπανήσει γι’ αυτήν το ιερό αίμα του.

Σε σχέση με την γνώση και την ανάγνωση συνταγματικών κειμένων το άρθρο του κ. Μαρίνη παρουσιάζει ένα πέλαγος ανακριβειών που δεν μπορώ να αναιρέσω μία προς μία, γιατί κάτι τέτοιο θα καταντούσε μάλλον γραφικό. Περιορίζομαι ενδεικτικά σε μια: «...Το ότι οφείλει να υπάρχη κρατικόν θρησκευτικόν δόγμα είναι η βυζαντινή θεοκρατική θέσις και σημαίνει απόρριψιν του Συντάγματος...».

Ο όρος «κρατικόν θρησκευτικόν δόγμα» αντιφάσκει με τον αμέσως επόμενο όρο («βυζαντινή θεοκρατία»), γιατί σε μια θεοκρατία το κράτος δεν προσδιορίζει το θρησκευτικό δόγμα, αλλά αντιθέτως προσδιορίζεται από αυτό... Επί της ουσίας τώρα: οι Η.Π.Α, που τόσο θαυμάζουν οι αρχαιόθρησκοι, δεν αναγνωρίζουν στο Σύνταγμα τους κρατικά θρησκευτικά δόγματα; Επηρεάστηκαν από τη... βυζαντινή θεοκρατία; Οι αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη, που επίσης θαυμάζουν οι αρχαιόθρησκοι, δεν είχαν επίσημη θρησκεία και ανάλογα ιερά; Άρα η συνταγματική πρόβλεψη για την αναγνώριση επίσημης θρησκείας, ούτε το Σύνταγμα αναιρεί, ούτε... βυζαντινή επίδραση συνιστά!

 

4. Ανθρώπινα δικαιώματα και Αρχαία Ελλάδα

Στο άρθρο το κ. Μαρίνη, αλλά και σε ποικίλες δημοσιεύσεις αρχαιόθρησκων, συνήθως σε περιοδικά που διαβάζουν οι εκ των προτέρων πεπεισμένοι, γίνεται λόγος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, την Ελευθερία, τη Δημοκρατία κ.λπ σε συνδυασμό με διθυράμβους για την Αρχαία Ελλάδα. Δημιουργείται έτσι η ψευδέστατη εντύπωση ότι τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είναι δημιούργημα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.

Βέβαια, γι’ αυτή τη σύγχυση υπεύθυνοι δεν είναι οι αρχαιόθρησκοι. Υπεύθυνοι είναι οι Διαφωτιστές και η Αστική Τάξη της Ευρώπης, ήδη από το 18ο αι., που χρησιμοποίησαν την ελληνική Αρχαιότητα συνθηματικά, προκειμένου να υπερισχύσουν στον ταξικό τους αγώνα εναντίον της φεουδαρχίας.

Ασφαλώς τα δικαιώματα αυτά και η κατοχύρωση τους υπήρξαν μια από τις πολιτισμικές κατακτήσεις του ανθρώπινου Γένους, αλλά δεν επινοήθηκαν από την ανιδιοτελή αγάπη για τον συνάνθρωπο, αλλά γιατί αποτελούσαν μέρος μια συγκεκριμένης τακτικής αμφισβήτησης της απόλυτης εξουσίας που ασκούσαν οι Μονάρχες, οι γαιοκτήμονες και η Παπική Έδρα! Για παράδειγμα το δικαίωμα της ισοπολιτείας της Αμερικανικής Κοινοπολιτείας του 18ου αι. που θεσπίζεται συνταγματικά εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ανερχόμενης αμερικανικής αστικής Τάξης, γι’ αυτό και συνυπάρχει με την συνταγματική κατοχύρωση της δουλείας, αφού και αυτή εξυπηρετεί τα ίδια συμφέροντα.

Αναλόγως το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» που κατοχυρώθηκε στην Αγγλία με την Ένδοξη Επανάσταση, αφού βοήθησε τους αστούς της χώρας αυτή να μετάσχουν από κοινού με τους ευγενείς στην πολιτική μοιρασιά, ακολούθως περιορίστηκε με κριτήριο το εισόδημα, ώστε να αποκλείσει τους αγρότες από τη συμμετοχή στο πολιτικό παιχνίδι.

Η κατοχύρωση της ελευθερίας της γνώμης και του Τύπου στις Η.Π.Α του 20ου αι. δεν εμπόδισε τον μακαρθισμό και την βάναυση δίωξη των Κομμουνιστών στη χώρα αυτή, τη δεκαετία του 1950. Τα παραδείγματα είναι άπειρα και αφορούν τις γυναίκες, τις μειονότητες κ.λπ. Άρα άσχετα με τις προθέσεις των μεμονωμένων διανοητών (που δεν μπορούν να ελεγχθούν), οι οποίοι εξέφραζαν συχνά ένα αλτρουιστικό όραμα, στην πράξη οι επιδιώξεις αυτές εφαρμόστηκαν με το αθώο και γοητευτικό έμβλημα του ανθρωπισμού, για να υπηρετήσουν πολιτικές πρακτικές που τον πρόδιδαν.

Κάτι ανάλογο συνέβη και με τις πολιτισμικές αξίες της ελληνικής Αρχαιότητας. Έτσι η ελληνική Ελευθερία ξέπεσε στην πρακτική του φιλελευθερισμού και η Δημοκρατία του ελληνικού άστεως στον αστικό κοινοβουλευτισμό...

Βέβαια αυτή η σύγχυση μπορεί να μην ήταν πάντα εμπρόθετη. Η ρήξη της αστικής Τάξης με τα μεσαιωνικά πρότυπα ήταν τόσο ριζική, ώστε ανάμεσα στα άλλα οι εκπρόσωποι της απέρριψαν και τον αριστοτελικό πολιτικό προβληματισμό, επειδή ο Αριστοτέλης ήταν η κατεξοχήν μεσαιωνική αυθεντία. Σε άλλες περιπτώσεις δεν υπήρχε σαφής γνώση της ελληνικής αρχαιότητας στο σύνολο της, αλλά έκριναν την αρχαία Ελλάδα με μέτρο την Αθήνα και μάλιστα του 5ου αι. Τέλος συχνά, είτε για λόγους γοήτρου παρουσίαζαν ως δικές τους, πάγιες αρχαιοελληνικές θέσεις, άγνωστες στο μέσο δυτικό άνθρωπο της εποχής (π.χ η διάκριση των εξουσιών του Αριστοτέλη, επανεμφανίστηκε στην εποχή του Διαφωτισμού ως πρόταση του Μοντεσκιέ), είτε ολότελα δικές τους θεωρίες τις παρουσίαζαν ως αρχαιοελληνική κληρονομιά για να τους προσδώσουν κύρος. Μια από αυτές ήταν και το θεωρητικό οικοδόμημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο όρος «ανθρώπινο δικαίωμα» και το εννοιολογικό του φορτίο, δηλαδή ένα ατομικό προνόμιο που απολαμβάνει φυσικά ένας άνθρωπος, επειδή είναι άνθρωπος, είναι όχι μόνο άγνωστα στην αρχαία πολιτική σκέψη, αλλά και σκανδαλώδη. Ο άνθρωπος για τους αρχαίους Έλληνες ως βιολογική-φυσική μονάδα δεν διαθέτει κανένα δικαίωμα, γιατί η αναγνώριση δικαιωμάτων προϋποθέτει την ύπαρξη μιας έννομης Τάξης (Πολιτείας). Επομένως η αναγνώριση οποιουδήποτε δικαιώματος δεν αφορά ποτέ τον «άνθρωπο», αλλά τον «Πολίτη». Και μάλιστα, επειδή η Πολιτεία εγγυάται τα δικαιώματα αυτά, σε κάθε περίπτωση τα δικά της (κρατικά) προνόμια προηγούνται των (ατομικών) ανθρώπινων δικαιωμάτων. Για παράδειγμα η θανατική ποινή ή τα βασανιστήρια ήταν αυτονόητες ποινές, που αναφαίρετα μπορούσε να επιβάλει η Πολιτεία στον άνθρωπο, όταν έπρεπε να αυτοπροστατευθεί από την παραβατική ή εγκληματική του δραστηριότητα.

Σε αυτή την σύλληψη σχέσεων θεμελιώνεται και ο απάνθρωπος θεσμός της δουλείας. Οι αρχαίοι γνώριζαν ότι οι δούλοι ήταν βιολογικώς άνθρωποι τους αντιμετώπιζαν όμως, ως πράγματα γιατί απλούστατα δεν μετείχαν στην ιδιότητα του πολίτη και, άρα, αποκλείονταν από τα προνόμια που αυτή η ιδιότητα εξασφάλιζε, δηλαδή την ίδια την ζωή.

Πολιτεία για τους αρχαίους δεν σήμαινε ότι και η πόλη. Πόλη ήταν το άθροισμα των πολιτών σε δεδομένα όρια (Κράτος), ενώ πολιτεία ήταν ο τρόπος οργάνωσης των μεταξύ τους σχέσεων (Πολίτευμα). Αυτός ο τρόπος δεν καθοριζόταν μόνο από νόμους, αλλά και από την Παράδοση, την Θρησκεία κ.λπ. Δικαιώματα, λοιπόν, όπως η ανεξιθρησκία (έμμονο στους σύγχρονους αρχαιόθρησκους) ή η ισότητα των δύο φύλων, ήταν απειλή για το πολίτευμα, όχι γιατί παραβίαζαν τους Νόμους, αλλά γιατί απειλούσαν το πολιτειακό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι Νόμοι λειτουργούσαν.

Η έστω και υποψία παραβίασης αυτού του πλαισίου επέσειε την τιμωρία και χωρίς την ύπαρξη κάποιου συγκεκριμένου Νόμου, όπως φαίνεται από το αντιφατικό κατηγορητήριο εναντίον του Σωκράτη.

Φεμινιστικό κίνημα στην αρχαιότητα δεν υπήρξε αν και αρκετές γυναίκες ήταν μορφωμένες και οικονομικά αυτοδύναμες, γιατί η κοινωνικοπολιτική εξουσία δεν ασκείτο μόνο θετικά-νομικά-ορθολογιστικά, αλλά και εθιμικά-ανορθολογικά, με αποτέλεσμα την συνειδησιακή αλλοτρίωση του πολίτη από το πολίτευμα. Ο Σπαρτιάτης όχι μόνο δεν ρωτήθηκε ποτέ, αν ήθελε να ζήσει ως δια βίου στρατιώτης, αλλά κυρίως δεν αναρωτήθηκε ποτέ για την μοίρα του αυτή. Έτσι γίνεται κατανοητό, πως ακόμη και ο διαυγής Αριστοτέλης προβληματίζεται για το αν η γυναίκα έχει... ψυχή!

Οι σύγχρονοι αρχαιόθρησκοι, λοιπόν, αν, όπως υποστηρίζουν, αναβιώνοντας το Δωδεκάθεο, επιδιώκουν να ζήσουν με το αυθεντικό ήθος των Αρχαίων, ας μην σπεύδουν να θωρακιστούν με νομικά όπλα ξένα προς το ήθος αυτό. Αλλά νομίζω ότι εκεί βρίσκεται το θεμελιώδες μεθοδολογικό τους λάθος: «...Αι αξίαι ενός "πολιτισμού" κρυσταλλούνται και εκφράζονται ως ατομικοί και κοινωνικοί πεποιθήσεις από τα ιδεολογικά σχήματα που ονομάζονται "θρησκείαι"». Η δήλωση αυτή του κ. Μαρίνη είναι αποκαλυπτική και δείχνει σε πιο βαθμό οι σύγχρονοι αρχαιόθρησκοι έχουν υποστεί εξωελληνική-δυτικοευρωπαϊκή επίδραση, στην πρόσληψη της αρχαίας προγονικής μας κουλτούρας και όχι μόνο της θρησκευτικής. Ανεπίγνωστα ο κ. Μαρίνης χαρακτηρίζει τις θρησκείες «ιδεολογικά σχήματα». Η θεώρηση, όμως, της θρησκείας ως ιδεολογίας είναι μια καθαρά μαρξιστική αρχή, ολότελα ξένη προς την ελληνική κοσμοαντίληψη, που θεωρεί την θρησκεία πρωτίστως βίωμα και μάλιστα κοινωνικού-εθιμικού χαρακτήρα.

Πάντως και στη Δύση πλέον αυτή η μαρξιστική αρχή έχει εγκαταλειφθεί, ήδη από τις αρχές του 20ου, ύστερα από τον έλεγχο που της άσκησε ο Μ. Χάιντεγκερ («Φόβος και Τρόμος»), ο οποίος με σαφήνεια περιέγραψε τις διαφορές ανάμεσα στην «βιωματική θρησκευτικότητα» και την «νοησιαρχική ιδεολογία».

Η παραπάνω ομολογία-διαπίστωση των αρχαιόθρησκων είναι αποκαλυπτική επίσης, γιατί μαρτυρεί ότι η επανεμφάνιση του Δωδεκάθεου δεν είναι αποτέλεσμα μιας νέας βίωσης της ελληνικότητας, αλλά μιας νέας ιδεολογικής σύλληψης της ελληνικότητας αυτής. Επιβάλλεται, λοιπόν, να κριθεί με πολιτικοκοινωνικά κριτήρια και όχι συναισθηματικά ή ιστορικά. Και αυτή την δεινή κριτική τής επιφυλάσσω σε επόμενο τεύχος. Οψόμεθα!

Δημιουργία αρχείου: 8-11-2006.

Τελευταία ενημέρωση: 8-11-2006.

ΕΠΑΝΩ