Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Έκλεισε ο Ιουστινιανός το 529 την Ακαδημία των Αθηνών; * Ο Λιβάνιος διαψεύδει τους Νεοπαγανιστές περί δήθεν απαγόρευσης των θυσιών * Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ρώμης στην πράξη
Το "κλείσιμο" της Ακαδημίας Αθηνών το 529 μ.Χ. Μια επιστημονική ματιά σε ένα αμφιλεγόμενο ιστορικό ζήτημα Του Αναστασίου Φιλιππίδη
|
Καιρός να τελειώσει και αυτή η αστήρικτη και προκατειλημμένη κατηγορία κατά της Ρωμανίας, που προωθούν αντιχριστιανικά κέντρα συκοφαντιών, μια και τα στοιχεία δείχνουν ότι η πολιτική του Ιουστινιανού, όχι μόνο δεν δίωξε την Ελληνική φιλοσοφία, αλλά διασφάλιζε το διακριτό ρόλο Κράτους και Θρησκείας, μη επιτρέποντας σε θρησκευτικές ομάδες να επεμβαίνουν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στην προκειμένη περίπτωση της Ακαδημίας Αθηνών, με οιωνοσκοπικούς τσαρλατανισμούς. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ρωμανία, το λεγόμενο Βυζάντιο, αποτελεί μια ένδοξη και δημιουργική σελίδα όχι μόνον της ελληνικής, αλλά και της παγκοσμίου Ιστορίας. Η Ανατολική Αυτοκρατορία γνώρισε στην ιστορία της δύο αλώσεις. Η πρώτη από τους Φράγκους Σταυροφόρους, η δεύτερη από τους Οθωμανούς Τούρκους. Μπορούμε να πούμε μεταφορικά ότι υπήρξε και μια τρίτη «άλωση» από τους διαφωτιστές και αρχαιολάτρες που διαστρέβλωσαν την ιστορική εικόνα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Η προκατειλημμένη αρνητική άποψή τους μπορεί να συνοψισθεί στην λέξη «βυζαντινισμός». Βεβαίως, η λέξη αυτή και συκοφαντεί αλλά και αποκαλύπτει συγχρόνως την συκοφαντία. Αποδίδει μεν αρνητικά χαρακτηριστικά στους Ρωμηούς, αλλά το κάνει αυτό ενώ είναι μια κατασκευασμένη λέξη που δεν ανταποκρίνεται στα ιστορικά δεδομένα και την αυτοσυνειδησία των κατοίκων της αυτοκρατορίας, δηλώνοντας έτσι άθελά της την απάτη. Η μελέτη του Αναστασίου Φιλιππίδη που δημοσιεύεται κατωτέρω, εντάσσεται στην κατεύθυνση της ανασκευής των λανθασμένων απόψεων για την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως. Στην ίδια προοπτική άλλωστε κινούνται και άλλες μελέτες έγκριτων και σοβαρών επιστημόνων από όλους τους χώρους και από την Ελλάδα, οι οποίοι με μελέτες, άρθρα και βιβλία που δημοσιεύουν αρνούνται, αν μη τι άλλο, να συμπράξουν πλέον στην τρίτη «άλωση» της Κωνσταντινουπόλεως, του πολιτισμού και της ιστορίας της.
Στο άρθρο μας αυτό θα ασχοληθούμε διεξοδικά με το τι ακριβώς συνέβη το 529 και, κυρίως, με τη σημασία την οποία είχε αυτό που συνέβη. Τις τελευταίες δεκαετίες μεγάλος αριθμός ξένων επιστημονικών δημοσιεύσεων έχει επικεντρωθή σε αυτό το θέμα – απόδειξη ότι υπάρχουν ακόμη αμφιβολίες για την ορθή ερμηνεία των γεγονότων, ίσως και για τα ίδια τα γεγονότα. Με βάση τις πρωτογενείς πηγές και την εκτενή σύγχρονη βιβλιογραφία θα προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε τα γεγονότα και να αξιολογήσουμε τη σημασία τους. Το πρώτο που θα πρέπη να διευκρινισθή είναι ότι η Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας του 6ου αιώνα δεν ήταν η Ακαδημία του Πλάτωνος. Ήταν μια νεοπλατωνική σχολή, η οποία είχε ιδρυθεί περίπου 750 χρόνια μετά τον Πλάτωνα, από κάποιον Πλούταρχο. Άλλωστε η Ακαδημία του Πλάτωνος έχει βρεθεί και ανασκαφεί και είναι γνωστό ότι βρισκόταν στον Κολωνό, ενώ η σχολή του 6ου αιώνα βρισκόταν στους πρόποδες της Ακρόπολης. Ένα δεύτερο σημείο που πρέπει να τονισθή είναι ότι η μοναδική πηγή που
αναφέρει απαγόρευση της διδασκαλίας της φιλοσοφίας στην Αθήνα είναι ένα
χωρίο του χρονογράφου Μαλάλα, σύμφωνα με το οποίο κατά την υπατεία του
Δεκίου (529) ο αυτοκράτορας εξέδωσε διάταγμα και το έστειλε στην Αθήνα,
προστάζοντας κανείς να μη διδάσκη φιλοσοφία ή να ερμηνεύη αστρονομία ή
να τραβάη κλήρο με ζάρια. Επί δε της υπατείας του αυτού Δεκίου ο αυτός
βασιλεύς θεσπίσας πρόσταξιν έπεμψεν εν Αθήναις, κελεύσας μηδένα
διδάσκειν φιλοσοφίαν μήτε αστρονομίαν εξηγείσθαι μήτε κόττον εν μια των
πόλεων γίνεσθαι» Μαλάλας 18,47). Όπως έχει διαπιστώσει η σύγχρονη
έρευνα, αυτή η πληροφορία δεν αναφέρεται σε καμιά άλλη ελληνόγλωση,
συριακή η αραβική πηγή, (Βλ. V. Erhart, 1998). Πάντως, από αυτές τις πηγές, που είναι οι μόνες διαθέσιμες, δεν προκύπτει το «κλείσιμο» της Σχολής στην Αθήνα. Όπως τονίζει ο Wildberg, στο πολύ πρόσφατο (2005) συλλογικό έργο του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ για την εποχή του Ιουστινιανού, «το σημαντικό είναι ότι ούτε ο γενικός νόμος Ι.5.18 ούτε το διάταγμα που στάλθηκε ειδικά στην Αθήνα θα μπορούσε να ισοδυναμεί με «κλείσιμο» της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας» (σελ. 331). Ο λόγος ήταν ότι η Ακαδημία είχε τεράστια περιουσία, όπως αναφέρει τόσο ο τελευταίος διδάσκαλός της, ο Δαμάσκιος, όσο και μεταγένεστερα ο παγανιστής διδάσκαλος της Αλεξάνδρειας Ολυμπιόδωρος. Σύμφωνα με υπολογισμούς, η περιουσία αυτή αρκούσε για τη μισθοδοσία έως δεκαπέντε διδασκάλων (βλ. Watts, 2005, υποσημ. 51). Επιπλέον, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η διδασκαλία τους δεν γινόταν δημοσίως αλλά ιδιωτικά στο σπίτι του αρχηγού της Σχολής (βλ. Wildberg, σελ.331). Άρα το συμπέρασμα είναι ότι το 529 διακόπηκε η κρατική μισθοδοσία στους παγανιστές διδασκάλους και όχι ότι σταμάτησε η λειτουργία της Ακαδημίας στην Αθήνα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα πορίσματα της έρευνας οι φιλόσοφοι της Αθήνας παρέμειναν εκεί μετά το 529 (Watts, 2005). Η κατάσταση, όμως, φαίνεται ότι επιδεινώθηκε γύρω στο 531, όταν εκδόθηκε η διάταξη I.11.10.1 του Ιουστινιάνειου Κώδικα η οποία προέβλεπε ότι όσοι δεν θέλουν να βαπτιστούν Χριστιανοί θα υποστούν κατάσχεση της περιουσίας τους. Η επόμενη διάταξη (Ι.11.10.2) επαναλάμβανε την απαγόρευση διδασκαλίας και την διακοπή της κρατικής μισθοδοσίας στους παγανιστές διδασκάλους: «Παν δε μάθημα παρά των νοσούντων την των ανοσίων Ελλήνων μανίαν διδάσκεσθαι κωλύομεν, ώστε μη κατά τούτο προσποιείσθαι αυτούς παιδεύειν τους εις αυτούς αθλίως φοιτώντας, ταις δε αληθείαις των δήθεν παιδευομένων διαφθείρειν ψυχάς. Αλλά μηδέ εκ του δημοσίου σιτήσεως απολαύειν αυτούς,…» (βλ. Καρπόζηλος, σελ. 391). Είναι σαφές ότι ο Ιουστινιανός εδώ δεν απαγορεύει την διδασκαλία της φιλοσοφίας πουθενά. Εμποδίζει, διακόπτοντας την κρατική μισθοδοσία, τη διδασκαλία σε όσους ασπάζονται την ειδωλολατρική «μανία». Ωστόσο, ακόμη και η δήμευση της περιουσίας της Σχολής, αν τελικά πραγματοποιήθηκε, δεν σήμαινε κλείσιμο της Σχολής. Σήμαινε απλώς ότι οι φοιτητές, που μέχρι τότε σπούδαζαν δωρεάν, θα έπρεπε να πληρώνουν πλέον δίδακτρα. Εξάλλου, παραμένει αμφίβολη η πλήρης εφαρμογή αυτών των διατάξεων. Καμιά μαζική δίωξη κατά ειδωλολατρών, που θα ήταν αναμενόμενη ως συνέπεια του νόμου, δεν μαρτυρείται πριν το 545 (βλ. Watts, 2004, σ. 180). Ο ίδιος ο επικεφαλής της γιγαντιαίας νομοθετικής προσπάθειας του Ιουστινιανού, ο Τριβωνιανός, ήταν παγανιστής. Ο κορυφαίος φιλόσοφος της άλλης διάσημης Φιλοσοφικής Σχολής, της Σχολής της Αλεξάνδρειας, ο Ολυμπιόδωρος ήταν παγανιστής. Πάντως, οι επτά τελευταίοι παγανιστές φιλόσοφοι της Αθήνας, με επικεφαλής τον Δαμάσκιο, αποφάσισαν από μόνοι τους να εγκαταλείψουν την πόλη και το κράτος και να καταφύγουν στην περσική αυλή την οποία είχαν εξιδανικεύσει. Πίστευαν ότι στο περσικό κράτος είχε γίνει πραγματικότητα ο λόγος του Πλάτωνα, με τη σύζευξη φιλοσοφίας και βασιλείας, και ότι εκεί οι υπήκοοι ήταν σώφρονες και κόσμιοι και δεν υπήρχαν κλέφτες και άρπαγες («…οποίον είναι ο Πλάτωνος βούλεται λόγος, φιλοσοφίας τε και βασιλείας ες ταυτό ξυνελθούσης, σώφρον δε ες τα μάλιστα και κόσμιον το κατήκοον, και ούτε φώρες χρημάτων ούτε άρπαγες αναφύονται,…» Αγαθίας, «Ιστορίαι», 80.14 - 80.17). Το ταξίδι αυτό δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για φιλοσόφους του Ρωμαϊκού κράτους. Το 242 μ.Χ. είχε επισκεφθεί την Περσία ο Πλωτίνος, το 337 ο Μητρόδωρος, το 358 ο Ευστάθιος, κλπ. (βλ. Erhart, 1998), ενώ κάποιος Ουράνιος είχε εντυπωσιάσει τον ίδιο τον Χοσρόη. Άλλωστε, η ζωροαστρική Περσία εθεωρείτο ανέκαθεν η πηγή της Χαλδαϊκής μαγείας και της αστρολογίας, θέματα που κατ’ εξοχήν ενδιέφεραν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους του 6ου αιώνα. Στην αυλή του Χοσρόη οι φιλόσοφοι συμμετείχαν σε συζητήσεις με σοφούς από την Περσία και αλλού, από τις οποίες σώζεται σε λατινική μετάφραση το έργο του Πρισκιανού «Solutionum ad Chosroem». Σύντομα, όμως, απογοητεύτηκαν. Τους Πέρσες «αλαζόνας μάλα ευρόντες και πέρα του δέοντος εξωγκωμένους εβδελύττοντό γε αυτούς και εκάκιζον» γράφει ο Αγαθίας. Διαπίστωσαν ότι εκεί «άπαν τε είδος αδικίας ημαρτάνετο. Και γαρ οι δυνατοί τους ελάττονας λυμαίνονται ωμότητί τε πολλή χρώνται κατ' αλλήλων και απανθρωπία» (Ιστορίαι, 80, 5-6). Μετά από ένα χρόνο αποφάσισαν να επιστρέψουν στην ρωμαϊκή επικράτεια. Τα ίχνη τους χάνονται στην συνέχεια και έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες για τον τόπο εγκατάστασής τους, αλλά είναι σίγουρο ότι συνέχισαν να συγγράφουν ανενόχλητοι. Αυτά περίπου είναι τα κυριότερα γεγονότα γύρω από το 529. Πως πρέπει να τα αξιολογήσουμε σήμερα; Αποτελούν πράγματι το κύκνειο άσμα της αρχαίας ελληνικής σκέψης και την οριστική επικράτηση του μεσαιωνικού σκοταδισμού; Μια πρώτη απάντηση δίνεται από την διαπίστωση ότι κατά την εποχή του Ιουστινιανού συγγράφηκε το ένα τρίτο των συνολικών ελληνικών σχολίων στον Αριστοτέλη, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα (20 από τα 60 έργα της έκδοσης του Βερολίνου, βλ. Wildberg, σελ. 316). Αν μη τι άλλο, αντιλαμβανόμαστε ότι δύσκολα θα ονομάζαμε αυτά τα χρόνια «εποχή σκοταδισμού και διώξεων κατά της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας». Μια δεύτερη απάντηση μας τη δίνει η τύχη των έργων των συγκεκριμένων παγανιστών φιλοσόφων της εποχής. Θα περίμενε κάποιος ότι ο Ιουστινιανός (τον οποίο παρομοίασε με τον Πολ Ποτ νεαρή ελληνοαμερικάνα κατά τη φετινή εορτή των Τριών Ιεραρχών στο Σικάγο) θα εξαφάνιζε τα έργα των παγανιστών. Αντίθετα, πολλά από αυτά σώζονται μέχρι σήμερα, όπως τα έργα του Δαμάσκιου με σχόλια στον «Παρμενίδη» και στον «Φαίδωνα» του Πλάτωνα, ο «Βίος Ισιδώρου» (αποσπασματικά), το «Απορίαι και λύσεις περί των πρώτων αρχών», κλπ. Ακόμη και όσα χάθηκαν, χάθηκαν πολύ μεταγενέστερα. Για παράδειγμα, τριακόσια χρόνια αργότερα, το έργο του Δαμάσκιου «Παράδοξα» σωζόταν (το είχε διαβάσει ο Φώτιος και το σχολιάζει στη «Βιβλιοθήκη» του). Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνον δεν ήταν «απαγορευμένο», αλλά και ότι κάποιοι το θεώρησαν χρήσιμο για αντιγραφή. Αν λάβουμε υπόψη το μεγάλο κόστος αναπαραγωγής ενός βιβλίου, λόγω της απαιτούμενης χειρόγραφης αντιγραφής, συμπεραίνουμε ότι διασώζονταν μόνον έργα για τα οποία υπήρχε ζήτηση από αναγνώστες. Βεβαίως, η ζήτηση δεν διατηρήθηκε για πολύ. Τα «Παράδοξα» έχουν χαθεί σήμερα, καθώς ασχολούνταν με αλλόκοτες διηγήσεις τις οποίες ο Φώτιος χαρακτηρίζει «αδύνατά τε και απίθανα και κακόπλαστα τερατολογήματα και μωρά και ως αληθώς άξια της αθεότητος και δυσσεβείας Δαμασκίου, ος και του φωτός της ευσεβείας τον κόσμον πληρώσαντος, αυτός υπό βαθεί σκότω της ειδωλολατρείας εκάθευδε» (Βιβλιοθήκη, 130. 97). Μετά το Δαμάσκιο σώζονται έργα των μαθητών του Σιμπλίκιου και Πρισκιανού. Για τον δεύτερο αναφερθήκαμε παραπάνω. Ας προσθέσουμε επίσης ότι διασώζεται μέχρι σήμερα το έργο του «Μετάφρασις των Θεοφράστου περί αισθήσεως». Ο σημαντικότερος μαθητής του Δαμάσκιου ήταν ο Σιμπλίκιος, ο οποίος έγραψε τα περισσότερα έργα του μετά την επιστροφή από την Περσία και πέντε από αυτά σώζονται. Δυο σχόλιά του για έργα του Αριστοτέλη («Περί ουρανού», «Περί Φυσικών») θεωρούνται σημαντικά στην ιστορία των μαθηματικών. Στο πρώτο περιγράφει αναλυτικά την θεωρία των ομόκεντρων σφαιρών του Ευδόξου και τις τροποποιήσεις της από τον Κάλλιππο. Στο δεύτερο περιλαμβάνει εκτενή αποσπάσματα από την «Ιστορία της Γεωμετρίας» του Ευδήμου, η οποία δεν έχει διασωθεί σήμερα. Η πιο εντυπωσιακή, ωστόσο, απάντηση στα περί διώξεων του αρχαιοελληνικού πνεύματος έρχεται από την άλλη σπουδαία φιλοσοφική σχολή της εποχής, τη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Παρά τους νόμους που προαναφέρθηκαν, η Σχολή αυτή συνέχισε ανενόχλητη τη λειτουργία της και μάλιστα διδάσκαλος στα χρόνια του Ιουστινιανού ήταν ο παγανιστής Ολυμπιόδωρος (505-570). Σώζονται τα σχόλιά του σε δυο έργα του Αριστοτέλη και σε τρία έργα του Πλάτωνα (Wildberg, σελ.321). Περίπου σύγχρονός του είναι ο Ιωάννης Φιλόπονος (490-570) ο οποίος «χίλια χρόνια πριν τον Γαλιλαίο κατέρριψε πολλά σεβάσμια δόγματα της Αριστοτελικής παράδοσης» και του οποίου «η επίδραση στην Αναγέννηση βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για την τελική πτώση του Αριστοτελισμού στις φυσικές επιστήμες» (Wildberg, σ.321). Ο Φιλόπονος διατύπωσε την υπόθεση της ροπής αδράνειας για την κίνηση των σωμάτων, η οποία υιοθετήθηκε από τη δυτική επιστήμη πολλούς αιώνες αργότερα, και γι’ αυτό θεωρείται ένας από τους προδρόμους της νεώτερης μηχανικής (Τατάκης, σελ.61). Όπως σημειώνει ο Τατάκης, όλα τα συγγράμματα του Φιλόπονου μεταφράστηκαν στα συριακά, πράγμα που συνετέλεσε ασφαλώς στην άνθηση της αραβικής σκέψης (σελ. 62). Και μετά τον Ολυμπιόδωρο, που δίδασκε τουλάχιστον ως το 565, έχουμε στοιχεία για μια ανθηρή φιλοσοφική παράδοση στην Αλεξάνδρεια. Σώζονται Εισαγωγές στη Φιλοσοφία και σχόλια στον Πορφύριο και στον Αριστοτέλη, τα οποία ενσωματώνουν τα έργα του Ολυμπιόδωρου, αλλά δεν είναι γνωστά τα ονόματα των συγγραφέων τους (Wildberg, σελ.322). Ο Wildberg συμπεραίνει ότι «παρ’ όλο που μοιάζει σωστό να πούμε ότι η φιγούρα του παγανιστή σοφού ολοένα και περιθωριοποιείτο στην αυτοκρατορική κοινωνία του 5ου και 6ου αιώνα, είναι εξίσου αληθινό ότι η φιλοσοφική αναζήτηση και ο διάλογος, αν κατανοηθούν ως αναζήτηση της αλήθειας, ποτέ δεν έπαυσαν να αποτελούν κεντρικό μέλημα» (σελ. 324). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι μόλις ολοκληρώθηκε η ανάκτηση της Ιταλίας ο Ιουστινιανός εξέδωσε διάταξη (το 554 μ.Χ.) με την οποία καθιέρωσε την επιδότηση της διδασκαλίας στη γραμματική, ρητορική, ιατρική και νομική στην Ιταλία (βλ. Maas, σελ. 21). Με λίγα λόγια, η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής σοφίας διατηρήθηκε αδιάκοπη τον 6ο αιώνα, τον οποίο σχολιάζουμε. Άρα, αυτό που απαγορεύτηκε στη Σχολή της Αθήνας ήταν κάτι διαφορετικό. Ποια ήταν η διαφορετικότητα της Αθήνας; Την απάντηση θα τη βρούμε στο περιβόητο χωρίο του Μαλάλα. Μέσα στην ίδια πρόταση βλέπουμε να απαγορεύονται η φιλοσοφία, η αστρονομία και η οιωνοσκοπεία με τη χρήση ζαριών. Το ερώτημα είναι τι κοινό μπορεί να έχουν η φιλοσοφία και η αστρονομία με τη μαντική; Όπως απέδειξε ο Watts στην πρόσφατη διδακτορική διατριβή του στο Πανεπιστήμιο Γέηλ, το κοινό σημείο ήταν ότι χρησιμοποιούνταν και τα τρία για να προβλέψουν το μέλλον. Ο Δαμάσκιος τιμούσε στο έργο του μια γυναίκα που είχε εφεύρει μια μέθοδο να μαντεύη το μέλλον και να ερμηνεύη τα όνειρα από το σχήμα που έπαιρναν τα σύννεφα, ενώ η βιογραφία του Πρόκλου κλείνει με το ωροσκόπιό του (βλ. Watts, 2004, σ. 173). Στην πράξη, όπως φαίνεται και από τα «Παράδοξα» του Δαμάσκιου, στη σχολή της Αθήνας, «φιλοσοφία», αστρολογία και μαντική αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο ανορθολογικών δεισιδαιμονιών, το οποίο ο Ιουστινιανός προσπάθησε να αποβάλη από την κρατικά μισθοδοτούμενη εκπαίδευση. Τελικά, όπως σημειώνει ο Watts, «ο ρόλος της εκπαίδευσης σε όλη τη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν να εξοικειώση τους νέους με τον διανοητικό και
φιλολογικό κόσμο στον οποίο ζούσαν. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν
αποσκοπούσε στο να επηρεάση τη θρησκευτική πίστη. Φαίνεται όμως ότι στην
Αθήνα έγινε μια αληθινή προσπάθεια από τους διδασκάλους να
χρησιμοποιήσουν τη φιλοσοφία ως τρόπο να εγχαράξουν θρησκευτικές
αντιλήψεις. Δίδασκαν στους μαθητές θέματα όπως η αφοσίωση στους θεούς
και μαντείες για το μέλλον. Αυτό υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια του
καθιερωμένου εκπαιδευτικού συστήματος» (Watts, 2006).
Το ότι η Εκκλησία απέρριψε όλες αυτές τις θεωρίες των φιλοσόφων μπορεί να το δη κανείς συνοπτικά στο «Συνοδικόν» της Ορθοδοξίας, ένα κείμενο το οποίο διαβάζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Μάλιστα όχι μόνον απορρίπτονται αυτές οι θεωρίες ως κακόδοξες, αλλά ρητώς και επανειλημμένως λέγεται ότι όσοι δέχονται τις θεωρίες των φιλοσόφων αναθεματίζονται από την Εκκλησία. Αναθεματίζονται όσοι δέχονται «τας Πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς» και όσοι λέγουν και δέχονται «ως αυθυπόστατον την ύλην». Επίσης αναθεματίζονται όσοι δέχονται και μεταδίδουν «τα μάταια και ελληνικά ρήματα», όσοι ισχυρίζονται ότι «προΰπαρξίς εστι των ψυχών, και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν». Ακόμη αναθεματίζονται όσοι δογματίζουν «την ύλην άναρχον, και τας ιδέας, η συνάναρχον τω Δημιουργώ πάντων και Θεώ» και ότι όλα τα κτίσματα «αΐδιά τε εισι και άναρχα, και διαμένουσιν αναλλοίωτα». Επίσης αναθεματίζονται όσοι προτιμούν «την μωράν των έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν», όσοι ακολουθούν «τοις καθηγηταίς αυτών» και όσοι δέχονται «τας τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών». Αλλά οι άγιοι Πατέρες απεδοκίμασαν και τον τρόπο τον οποίο χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι για να καταλήξουν σ' αυτά τα συμπεράσματα, δηλαδή την μεθοδολογία, γιατί αυτή οδηγεί σε πλανεμένες θεωρίες για τον Θεό, τον άνθρωπο και την δημιουργία. Οι φιλόσοφοι φιλοσοφούσαν με τον στοχασμό, την φαντασία και έχοντας ως κέντρο την λογική, ενώ οι άγιοι Πατέρες είχαν κέντρο τον νου… Επομένως, η θεολογία δεν συγγενεύει με την φιλοσοφία, αλλά περισσότερο με την ιατρική… Στην ιατρική επιστήμη υπάρχει θεραπεία και δι' αυτής ο άνθρωπος οδηγείται στην υγεία. Το ίδιο συμβαίνει με την ορθόδοξη θεολογία… (Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, «Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση») |
Δημιουργία αρχείου: 1-9-2007.
Τελευταία μορφοποίηση: 27-5-2017.